Το χρηματοπιστωτικό σύστημα και η Κεντρική Τράπεζα του Σαράντη Λώλου Τμήμα Οικονομικής και Περιφερειακής Ανάπτυξης Περιεχόμενα 1. Εισαγωγή...1 2. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα...3 3. Η Κεντρική Τράπεζα...4 Αύγουστος 2012 1. Εισαγωγή Στο κείμενο αυτό παρουσιάζονται επιγραμματικά βασικά χαρακτηριστικά του χρηματοπιστωτικού συστήματος και συζητείται εκτενέστερα ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας. 2. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα 1 Το χρηματοπιστωτικό σύστημα αποτελείται από ένα σύνολο θεσμών, οργανισμών και αγορών που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι ( financial intermediaries), δηλαδή διαμεσολαβούν (intermediate) ανάμεσα σε ελλειμματικές και πλεονασματικές μονάδες. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα διευκολύνει την απρόσκοπτη εκτέλεση καταναλωτικών και επενδυτικών σχεδίων γιατί επιτρέπει το ετεροχρονισμό των συναλλαγών. Οι συναλλαγές γίνονται με πίστωση, δηλαδή με υποσχετικούς τίτλους, που μπορούν να μετατραπούν σε μετρητά. Ο πωλητής αποδέχεται του τίτλους (πχ επιταγές) επειδή έχει πίστη ( credit) εμπιστοσύνη όχι μόνο στον αγοραστή αλλά και στο σύστημα. Η εμπιστοσύνη αποτελεί κομβικό στοιχείο της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές διαφέρουν από τις συναλλαγές που αφορούν την αγορά αγαθών. Στην περίπτωση της αγοράς αγαθών η συναλλαγή γίνεται στη στιγμή 1 Συμπληρωματικά, βλ. P. Howells και K. Bain (2009), Εισαγωγή στα Χρηματοοικονομικά Συστήματα (Κεφάλαιο 2), Χρήμα, Πίστη, Τράπεζες, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα Εκτενής συζήτηση περιέχεται επίσης στο Κορλίρας Π. Α. (2006), Το Νομισματοπιστωτικό Σύστημα (Κεφάλαιο 3), Νομισματική, Εκδόσεις Ε. Μπένου, Αθήνα.. 1
όπου τα αγαθά ανταλλάσσονται με χρήματα και η συναλλαγή τελειώνει ακαριαία. Η συμφωνία που αφορά τη συναλλαγή ικανοποιείται αμέσως. Οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές έχουν μια ιδιομορφία. Τα αγαθά (δηλ. τα χρήματα) που παραδίδονται σήμερα ανταλλάσσονται με υποσχέσεις για επιστροφή (χρημάτων πλέον τόκων) σε κάποια μελλοντική στιγμή. Η συναλλαγή έχει χρονική διάρκεια δεν μοιάζει με την αγορά αγαθών. Επειδή η συναλλαγή έχει διάρκεια, στο μεσοδιάστημα που μεσολαβεί από τη σύναψη μέχρι τη λήξη της συμφωνίας μπορεί να υπεισέρθουν διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες που να αλλοιώσουν το αποτέλεσμα της συναλλαγής. Επίσης, οι πληροφορίες που είναι διαθέσιμες στους συναλλασσόμενους έχουν κρίσιμη σημασία επειδή επηρεάζουν τη συμφωνία αλλά και επειδή οι συναλλασσόμενοι έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της συναλλαγής. Τέλος, η απόκτηση πληροφόρησης που επηρεάζει τη συναλλαγή έχει κόστος, είναι δαπανηρή υπόθεση. Προκύπτει ότι οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές εμπεριέχουν αβεβαιότητα ως προς το αποτέλεσμά τους και η προσπάθεια περιορισμού της αβεβαιότητας έχει κόστος για τους συναλλασσόμενους, πέρα από το κόστος για τη σύναψη της συναλλαγής. Σε μια αγορά χωρίς ατέλειες που λειτουργεί χωρίς τριβές και κόστος δεν υπάρχει ανάγκη ύπαρξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεδομένου ότι οι συναλλαγές ανάμεσα στις πλεονασματικές και τις ελλειμματικές μονάδες μπορούν να διεκπεραιωθούν κατά τρόπο αυτόματο χωρίς να απαιτούν την ύπαρξη κάποιου διαμεσολαβητικού φορέα. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα, δηλαδή οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι θεσμοί, υφίστανται επειδή ακριβώς υπάρχουν οι διάφορες ατέλειες στη λειτουργία της οικονομίας. Οι ατέλειες αυτές συνίστανται στην ύπαρξη κόστους πληροφόρησης και κόστους συναλλαγών. Έτσι, το κόστος που απαιτείται για τη συλλογή πληροφοριών και οι ίδιες οι πληροφορίες, αλλά και το κόστος για τη σύναψη συμφωνιών και τη διεκπεραίωση συναλλαγών δημιουργεί τις προϋποθέσεις που αναδεικνύουν την αναγκαιότητα ύπαρξης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές και οι θεσμοί υφίστανται για να ελαχιστοποιούν τα προβλήματα που δημιουργούνται από την έλλειψη επαρκούς πληροφόρησης και των διαφόρων ατελειών που υπάρχουν κατά την πραγματοποίηση των συναλλαγών. Δηλαδή, ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι να περιορίζει το κόστος για την άντληση πληροφόρησης και το κόστος για τη σύναψη συναλλαγών. Οι διαφορετικοί συνδυασμοί κόστους πληροφόρησης και συναλλαγών που υπάρχουν αναδεικνύουν τη δημιουργία διαφορετικών χρηματοοικονομικών συμβάσεωνρυθμίσεων, αγορών και θεσμών. Με άλλα λόγια, τα χρηματοπιστωτικά συστήματα επιτελούν μια βασική λειτουργία: Να βελτιώνουν την κατανομή των πόρων στο χώρο και στο χρόνο, μέσα στο αβέβαιο περιβάλλον που ζούμε. Η βασική αυτή λειτουργία μπορεί να διακριθεί σε πέντε κύριες κατηγορίες. Έτσι, τα χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει να επιτελέσει τις εξής λειτουργίες: να προωθεί τη διάχυση, την αντιμετώπιση, την αποφυγή του κινδύνου, να αριστοποιεί την κατανομή των πόρων, να παρακολουθεί τη διοίκηση των εταιριών και να ελέγχει τις επιχειρήσεις, 2
να κινητοποιεί τις αποταμιεύσεις, και να διευκολύνει την ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών. 3. Η δομή του χρηματοπιστωτικού συστήματος Στο ένα άκρο του χρηματοπιστωτικού συστήματος βρίσκεται το τραπεζικό σύστημα και στο άλλο άκρο η αγορά κεφαλαίου. Στο μέσον βρίσκονται διάφοροι οργανισμοί συλλογικών αποταμιεύσεων. Το τραπεζικό σύστημα Οι τράπεζες και το τραπεζικό σύστημα κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύστημα χρηματοδοτικής διαμεσολάβησης και αποτελούν τον πιο παραδοσιακό τύπο ενδιάμεσου χρηματοδοτικού οργανισμού. Το τραπεζικό σύστημα έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί συγκεντρώνει τον κύριο όγκο των αποταμιεύσεων και καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος των δανειακών αναγκών του δημόσιου τομέα και των ιδιωτών. Στην κορυφή της πυραμίδας του τραπεζικού συστήματος βρίσκεται η Κεντρική Τράπεζα. Το τραπεζικό σύστημα περιλαμβάνει τις εμπορικές τράπεζες και τις επενδυτικές τράπεζες (κυρίως στις ΗΠΑ). Στον ευρωπαϊκό χώρο τείνει να επικρατήσει η τράπεζα γενικών εργασιών (universal banking). 2 Η αγορά κεφαλαίου Η κεφαλαιαγορά, ως σύστημα χρηματοδοτικής διαμεσολάβησης, έχει ποσοτικά μεγαλύτερη σημασία στις αγγλοσαξονικές χώρες και μικρότερη στον ευρωπαϊκό χώρο. Η σημασία της κεφαλαιαγοράς συνήθως αυξάνεται με την άνοδο του επιπέδου ανάπτυξης της κάθε οικονομίας. Η κεφαλαιαγορά αποτελείται από το χρηματιστήριο και τα θεσμικά χαρτοφυλάκια όπως οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και οι εταιρείες αμοιβαίων κεφαλαίων. Ενδιάμεσοι χρηματοδοτικοί οργανισμοί Οι ενδιάμεσοι χρηματοδοτικοί φορείς είναι οργανισμοί συλλογικών αποταμιεύσεων οι οποίοι συγκεντρώνουν σημαντικό μέρος των ιδιωτικών αποταμιεύσεων και συμμετέχουν ενεργά στην κάλυψη αναγκών του ιδιωτικού και το δημόσιου τομέα. Στους οργανισμούς συλλογικών αποταμιεύσεων περιλαμβάνονται τα ασφαλιστικά ταμεία και οι εταιρείες ιδιωτικών ασφαλίσεων. 2 Παλαιότερα στην Ελλάδα -αλλά και σε άλλες χώρες- λειτουργούσαν ορισμένα Ειδικά Πιστωτικά Ιδρύματα τα οποία δανειοδοτούσαν μόνο συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας (πχ ΕΤΒΑ: δάνεια για βιομηχανική ανάπτυξη, Κτηματική Τράπεζα: στεγαστικά δάνεια, κλπ). Κατά τη διαδικασία απελευθέρωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος τα ιδρύματα αυτά απορροφήθηκαν από τραπεζικούς ομίλους. 3
4. Η Κεντρική Τράπεζα 3 Η Κεντρική Τράπεζα δεν εκτελεί τις συνήθεις τραπεζικές εργασίες, δηλαδή δεν δέχεται καταθέσεις ιδιωτών και δεν χορηγεί πιστώσεις προς ιδιώτες και επιχειρήσεις. Στην περίπτωση των ανεξάρτητων χωρών ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας είναι ο εξής: Έχει το εκδοτικό προνόμιο, δηλαδή την έκδοση και κυκλοφορία του εθνικού νομίσματος. Ασκεί την νομισματική και πιστωτική πολιτική. Ρυθμίζει την προσφορά χρήματος, τη ρευστότητα και την πιστωτική επέκταση. Διατηρεί το θησαυροφυλάκιο του κράτους. Τηρεί λογαριασμούς για τα έσοδα και τις εκταμιεύσεις του δημοσίου και παρακολουθεί τη δημοσιονομική διαχείριση. Ασκεί τη συναλλαγματική πολιτική. Παρεμβαίνει στην αγορά συναλλάγματος και επηρεάζει τη συναλλαγματική ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος. Διατηρεί τα συναλλαγματικά διαθέσιμα του κράτους. Ασκεί την εποπτεία του τραπεζικού συστήματος. Παρακολουθεί τη φερεγγυότητα και τους κανόνες λειτουργίας των τραπεζών και χορηγεί άδειες ίδρυσης νέων τραπεζών. Αποτελεί την τράπεζα των τραπεζών και είναι ο τελικός χρηματοδότης (lender of last resort) των τραπεζών. Προσφέρει ρευστότητα στις εμπορικές τράπεζες και καθορίζει το ύψος και το κόστος χρηματοδότησής τους σε έκτακτες ανάγκες. Ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας είναι αυτός που αναφέρθηκε παραπάνω και στην περίπτωση ανεξάρτητων χωρών που συμμετέχουν σε ευρύτερες ενώσεις όπως είναι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον διατηρούν το δικό τους νόμισμα. Ωστόσο, στην περίπτωση χωρών που συμμετέχουν σε ευρύτερες ενώσεις με ενιαίο νόμισμα όπως είναι σήμερα η Ευρωζώνη, ο ρόλος της Κεντρικής Τράπεζας κάθε χώρας αλλάζει και περιορίζεται σημαντικά. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης η διαχείριση του ενιαίου νομίσματος (ευρώ) ασκείται από ένα υπερεθνικό όργανο, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης στην ουσία λειτουργούν ως υποκαταστήματα της ΕΚΤ. Έτσι, οι αρμοδιότητες της έκδοσης και κυκλοφορίας νομίσματος, η άσκηση της νομισματικής και πιστωτικής πολιτικής και της παροχής ρευστότητας στις εμπορικές τράπεζες των χωρών της Ευρωζώνης έχουν μεταφερθεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. 3 Για εκτενέστερη συζήτηση ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στο Κορλίρας Π. Α. (2006), Η Κεντρική Τράπεζα (Κεφάλαιο 5.6), Νομισματική, Εκδόσεις Ε. Μπένου, Αθήνα, από το οποίο αντλεί το κείμενο αυτό. 4
Σχετικά με το ρόλο των Κεντρικών Τραπεζών στην άσκηση συναλλαγματικής πολιτικής, η λειτουργία της Ευρωζώνης δεν προβλέπει την άσκηση συναλλαγματικής πολιτικής με άμεσο τρόπο έτσι κι αλλιώς. Οι Κεντρικές Τράπεζες στις χώρες της Ευρωζώνης συνεχίζουν να ευθύνονται για την άσκηση της εποπτείας των τραπεζών εφόσον έχουν Έδρα στη χώρα τους και διατηρούν το θησαυροφυλάκιο του κράτους τους. Για την άσκηση της νομισματικής πολιτικής (στην περίπτωση των ανεξάρτητων χωρών), η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει μέτρα που επηρεάζουν την προσφορά χρήματος και τη ρευστότητα της οικονομίας. Τα κυριότερα μέτρα είναι τα εξής: Στο πλαίσιο του ρόλου του τελικού χρηματοδότη η Κεντρική Τράπεζα ορίζει τα ποσοτικά όρια και το κόστος (επιτόκιο) αναχρηματοδότησης των τραπεζών. Επηρεάζει έτσι τη ρευστότητα της οικονομίας. Επιβάλλει δεσμεύσεις στις εμπορικές τράπεζες και ορίζει το κόστος των δεσμεύσεων αυτών. Για παράδειγμα, υποχρεώνει τις τράπεζες να καταθέτουν ένα ποσοστό των καταθέσεών τους στην Κεντρική Τράπεζα με συγκεκριμένο επιτόκιο. Επηρεάζει έτσι τα τραπεζικά επιτόκια και τον όγκο των πιστώσεων. Η Κεντρική Τράπεζα προβαίνει πράξεις ανοικτής αγοράς (open market operations), δηλαδή προβαίνει σε αγορές και πωλήσεις κρατικών ομολογιών και εντόκων γραμματίων που έχει στο χαρτοφυλάκιό της. Επηρεάζει έτσι τη συνολική προσφορά χρήματος. Επίσης, εκτός από τα μέτρα που επηρεάζουν την ποσότητα της προσφοράς χρήματος, πολλές φορές η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει μέτρα που επηρεάζουν την κατανομή των χρηματοδοτικών πόρων. Η εφαρμογή των μέρων αυτών συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένων πολιτικών του κράτους αλλά και με τη συνολικότερη οικονομική πολιτική. Τέτοια μέτρα ήταν αρκετά συνήθη και στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990, όταν εναρμονίσθηκε η λειτουργία των ευρωπαϊκών τραπεζικών συστημάτων ενόψει της προοπτικής εισόδου της χώρας στην ΟΝΕ (Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης). 4 Συνήθως τα πέτρα αυτά περιλαμβάνουν: Την υποχρέωση των εμπορικών τραπεζών να τοποθετούν σε κρατικά χρεόγραφα (πχ έντοκα γραμμάτια του δημοσίου) ένα ποσοστό των καταθέσεών τους. Με αυτό τον τρόπο καλύπτονται τα δημοσιονομικά ελλείμματα, τα οποία συνήθως χρηματοδοτούν δημόσιες επενδύσεις. Πολλές φορές, ωστόσο, χρηματοδοτούνται και καταναλωτικές δαπάνες του δημοσίου. 4 Από την 1 η Ιανουαρίου 1993, με τη Δεύτερη Τραπεζική Οδηγία ( Second Banking Directive) της ΕΕ καθιερώνεται η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά στον τραπεζικό τομέα. 5
Την υποχρέωση των εμπορικών τραπεζών να προβαίνουν σε δανειοδοτήσεις συγκεκριμένων κλάδων και δραστηριοτήτων (πχ βιομηχανικών επιχειρήσεων, μακροπρόθεσμων επενδυτικών δανείων). Έτσι η πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας επηρεάζει τη βιομηχανική πολιτική εφόσον ενισχύονται έναντι άλλων επιλεγμένοι κλάδοι και δραστηριότητες με υψηλή προτεραιότητα. Την απαγόρευση να χρηματοδοτούνται από τις τράπεζες συγκεκριμένες δραστηριότητες, όπως το εισαγωγικό εμπόριο, την καταναλωτική και σε μεγάλο βαθμό τη στεγαστική πίστη. Αποθαρρύνεται η απορρόφηση διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων από δραστηριότητες που θεωρείται ότι δε βοηθούν την οικονομική ανάπτυξη. Ο περιορισμός των εισαγωγών διευκολύνει την ισορροπία στο συνήθως ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο, ενώ ο περιορισμός της χρηματοδότησης καταναλωτικών και στεγαστικών αναγκών διευκολύνει τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων. Έτσι, η πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας επηρεάζει τη συναλλαγματική και αναπτυξιακή πολιτική και συμβάλλει στη μακροχρόνια ανάπτυξη. Τέλος, η Κεντρική Τράπεζα έχει τον εποπτικό ρόλο του τραπεζικού συστήματος. Μετά την απελευθέρωση ( deregulation) των τραπεζικών συστημάτων τη δεκαετία του 1990, ο εποπτικός ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών απέκτησε ιδιαίτερη σημασία. Η εποπτεία των τραπεζών από τις Κεντρικές Τράπεζες δεν ασκείται πλέον μέσω περιορισμών και απαγορεύσεων. Σήμερα, η τραπεζική εποπτεία συνίσταται στη θέσπιση και εφαρμογή κανόνων λειτουργίας των τραπεζών που εξασφαλίζουν τη φερεγγυότητά τους σύμφωνα με τις συστάσεις της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements - BIS), η οποία είναι η Κεντρική Τράπεζα των Κεντρικών Τραπεζών και τις αποφάσεις της Επιτροπής της Βασιλείας για την Εποπτεία του Τραπεζικού Συστήματος (Basel Committee on Banking Supervision). 5 Παραδείγματα τέτοιων κανόνων είναι: 5 Η Επιτροπή ιδρύθηκε το 1974 με στόχο τη διαμόρφωση προτύπων εποπτείας και κατευθυντηρίων οδηγιών για τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Η ονομασία της προέρχεται από την ομώνυμη πόλη της Ελβετίας, όπου εδρεύει η BIS. Το 1988 η Επιτροπή εισήγαγε ένα σύστημα κεφαλαιακής μέτρησης με την ονομασία Basel Capital Accord και το 1998 εκδόθηκε το πρώτο πλαίσιο εποπτείας του διεθνούς τραπεζικού συστήματος με την ονομασία Βασιλεία Ι. Στόχος του ήταν η αντιμετώπιση του πιστωτικού κινδύνου μέσω της θέσπισης ελάχιστων κεφαλαιακών απαιτήσεων. Στην αρχή της δεκαετίας του 2000 το πλαίσιο Βασιλεία Ι αντικαταστάθηκε από ένα νέο πλαίσιο (Βασιλεία ΙΙ), το οποίο αποσκοπούσε στην πληρέστερη απεικόνιση των κινδύνων που αναλαμβάνουν τα πιστωτικά ιδρύματα και στη σύνδεση των κεφαλαιακών απαιτήσεων με τους κινδύνους αυτούς. Σήμερα, διαμορφώνεται το πλαίσιο Βασιλεία ΙΙΙ, στο οποίο προτείνονται κανονιστικά πρότυπα που αφορούν την κεφαλαιακή επάρκεια και ρευστότητα των τραπεζών. Λεπτομερείς πληροφορίες είναι διαθέσιμες στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. 6
Η θέσπιση του δείκτη φερεγγυότητας ( solvency ratio) ο οποίος είναι δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας. Σύμφωνα με το δείκτη αυτό, τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας (μετοχικό και αποθεματικά) πρέπει να είναι τουλάχιστον ίσα με το 8% το άθροισμα των στοιχείων του ενεργητικού της, όπου κάθε στοιχείο είναι σταθμισμένο με τον πιστωτικό του κίνδυνο. Η θέσπιση κανόνων που περιορίζουν τα πιστωτικά ανοίγματα ( exposure) της τράπεζας (πχ η δανειοδότηση κάθε πελάτη δεν μπορεί να υπερβαίνει τ ο 20% των ιδίων κεφαλαίων της τράπεζας). Επίσης, η θέσπιση απαγορεύσεων που αφορούν τη συμμετοχή της τράπεζας στο μετοχικό κεφάλαιο άλλων επιχειρήσεων. Η θέσπιση προϋποθέσεων για να δοθεί άδεια λειτουργίας νέας τράπεζας, όπως το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο, η διαφάνεια στην προέλευση των κεφαλαίων, η εμπειρία και υπευθυνότητα διευθυντικής ομάδος, η υποβολή πειστικού επιχειρηματικού σχεδίου και αξιόπιστου οργανογράμματος. 7