ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: ΜΕΛΕΤΗ ΦΥΣΙΚΩΝ, ΧΗΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΠΕΡΛΙΤΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ



Σχετικά έγγραφα
2. ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΝΕΟΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

Παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Νισύρου.

Ο Ελληνικός ορυκτός πλούτος

ΜΑΘΗΜΑ 1 ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΜΑΘΗΜΑ Να γνωρίζεις τις έννοιες γεωγραφικό πλάτος, γεωγραφικό μήκος και πως αυτές εκφράζονται

Μαγματικά, πλουτώνια πετρώματα ΓΡΑΝΙΤΕΣ ΚΑΙ ΓΡΑΝΙΤΟΕΙΔΗ ΡΥΟΛΙΘΟΣ

Ευρασιατική, Αφρικανική και Αραβική

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Dra)

Πριν από. H Mεταλλευτική Iστορία της Mήλου. H γένεση της ελληνικής γης

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 13: Ζώνη Ροδόπης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ. Γεωλογική εξέλιξη της Ελλάδας Το Ελληνικό τόξο

Γεωθερμική έρευνα - Ερευνητικές διαδικασίες

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ Δ ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΙΣΑΓΩΓΗ- ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ. Χριστίνα Στουραϊτη

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ 2002 ΚΛΑΔΟΣ ΠΕ 04 ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ ΓΕΩΛΟΓΩΝ. EΞΕΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ «Γνωστικό Αντικείμενο: Γεωλογία»

iv. Παράκτια Γεωμορφολογία

Σχέδιο Μαθήματος Φύλλο Εργασίας Τα ηφαίστεια στην Ελλάδα

ΜΑΚΡΟΣΚΟΠΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ

Δασική Εδαφολογία. Ορυκτά και Πετρώματα

Λιθοστρωματογραφία. Αποτελεί μέθοδο έρευνας της Στρωματογραφίας που έχει σκοπό την ταξινόμηση των ΣΤΡΩΜΕΝΩΝ πετρωμάτων

Ορυκτά και πολύτιμοι λίθοι της Ελλάδας

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΟ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΒΑΛΑΣ. Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα κακιά σκουριά δεν πιάνει Γιάννης Ρίτσος

ΟΡΥΚΤΑ. Ο όρος ορυκτό προέρχεται από το ρήμα «ορύσσω» ή «ορύττω» που σημαίνει «σκάβω». Χαλαζίας. Ορυκτό αλάτι (αλίτης)

ΓΕΩΘΕΡΜΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Α ΘΕΡΜΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΥΠΕΔΑΦΟΣ ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ: ΘΕΡΜΑΝΣΗ & ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΑΤΜΟΥ, ΟΠΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΗΛΕΚΤΡΟΠΑΡΑΓΩΓΗ

ΒΕΖΟΥΒΙΟΣ ΜΠΑΧΤΣΕΒΑΝΙ ΟΥ ΣΤΡΑΝΤΖΑΛΗ ΙΩΑΝΝΑ & ΑΣΚΑΛΟΥ ΜΙΧΑΛΗΣ

ΤΑ ΗΦΑΙΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΜΕΛΕΤΗ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ Υ ΑΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΤΕΜΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΧΕΙΜΑΡΟΥ ΙΑΚΟΝΙΑΡΗ

ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΑΠΘ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΑΣ-ΠΕΤΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗΣ ΔΙΑΤΡΙΒΗΣ (1) ΜΕ ΤΙΤΛΟ: «Γεωμετρία της παραμόρφωσης και κινηματική ανάλυση της Μεσοελληνικής Αύλακας»

Υπόγειες μεταλλευτικές εκμεταλλεύσεις στην Ελλάδα

ΜΑΘΗΜΑ: Περιβαλλοντικά Συστήματα

ΓΕΩΧΗΜΕΙΑ ΑΣΚΗΣΗ 2 η. Σχήμα 1. Γεωλογικός Χάρτης της Σαντορίνης (Zellmer 1998) Μάρτιος 2015 Χ. ΣΤΟΥΡΑΪΤΗ

Η δομή των πετρωμάτων ως παράγοντας ελέγχου του αναγλύφου

ΑΝΙΧΝΕΥΣΗ ΠΡΟΔΡΟΜΩΝ ΣΕΙΣΜΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑΣ

Γεωθερμικό πεδίο ποσότητα θερμοκρασία βάθος των γεωθερμικών ρευστών γεωθερμικό πεδίο Γεωθερμικό πεδίο 3175/2003 άρθρο 2 (ορισμοί)

ENOTHTA 1: ΧΑΡΤΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 3: ΓΕΩΛΟΓΙΚΟΙ ΧΑΡΤΕΣ

Βασικές μέθοδοι στρωματογραφίας

Τ Α Η Φ Α Ι Σ Τ Ε Ι Α

ΟΙ ΥΔΡΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΩΣ ΚΑΥΣΙΜΗ ΥΛΗ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ. ΤΟ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ANAXIMANDER. Από Δρ. Κωνσταντίνο Περισοράτη

ΓΕΩΛΟΓΙΑ - ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ Α ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 11: Ζώνη Αξιού ή Βαρδάρη, Ζώνη Ροδόπης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΑΘΗΝΑΣ ΣΧΟΛΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑΣ & ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ

0,5 1,1 2,2 4,5 20,8 8,5 3,1 6,0 14,9 22,5 15,0 0,9

ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ Ι ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΙΑΛΕΞΕΩΝ

Εργαστηριακή Άσκηση Φωτογεωλογίας (Ouarkziz)

ΓΕΩΘΕΡΜΙΑ ΕΝΑΣ ΦΥΣΙΚΟΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΟΣ ΠΛΟΥΤΟΣ

Ορυκτοί Πόροι. Μεταλλικά ορυκτά

ρ. Ε. Λυκούδη Αθήνα 2005 ΩΚΕΑΝΟΙ Ωκεανοί Ωκεάνιες λεκάνες

ΤΑ ΝΗΣΙΑ ΤΩΝ ΚΥΚΛΑΔΩΝ

Καταστροφή προϋπαρχόντων πετρωμάτων (αποσάθρωση και διάβρωση) Πυριγενών Μεταμορφωμένων Ιζηματογενών. Μεταφορά Απόθεση Συγκόλληση, Διαγένεση

2. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ Υ ΡΟΣΦΑΙΡΑΣ

Διαχείριση λατομείων μαρμάρου και αδρανών υλικών Υπολείμματα Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ Ενότητα 8

γεωγραφικό γλωσσάρι για την πέμπτη τάξη (από το βιβλίο «Μαθαίνω την Ελλάδα» του ΟΕΔΒ)

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 10: Η Αττικο-Κυκλαδική Μάζα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΤΩΝ ΤΑΣΕΩΝ

ΜΑΘΗΜΑ 16 ΤΑ ΒΟΥΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΔΙΑΔΕΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 2: Η Ζώνη της Τρίπολης. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Έδαφος Αποσάθρωση - τρεις φάσεις

Περιβαλλοντικές επιδράσεις γεωθερμικών εκμεταλλεύσεων

Τεχνική αναφορά για τη νήσο Κρήτη 1. Γεωλογικό Υπόβαθρο Σχήμα 1.

Δυναμική Γεωλογία. Ενότητα 1: Οι Κύριες Τεκτονικές Μεγαδομές του Πλανήτη

Μάθημα: Ηφαιστειολογία Καθηγητής: Τ. Σολδάτος Φοιτητές: Παπαδοπούλου Μάρθα 4188 Πισκούλης Παύλος 4195 Τσοπουρίδης Λεωνίδας 4211

Είναι μίγματα ορυκτών φάσεων Οι ορυκτές φάσεις μπορεί να είναι ενός είδους ή περισσότερων ειδών Μάρμαρο

Η ΣΤΑΘΜΗ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΧΘΕΣ, ΣΗΜΕΡΑ, ΑΥΡΙΟ

Ορυκτά είναι όλα τα ομογενή, κρυσταλλικά υλικά, με συγκεκριμένη μοριακή δομή και σύσταση

5. ΤΟ ΠΥΡΙΤΙΟ. Επιμέλεια παρουσίασης Παναγιώτης Αθανασόπουλος Δρ - Χημικός

Κεφάλαιο 12: Επεξεργασία δεδομένων και σύνθεση γεωλογικού χάρτη

ΙΖΗΜΑΤΑ -ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΤΗΣΙΑ ΒΡΟΧΟΠΤΩΣΗ ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ

Energy resources: Technologies & Management

7 η ΕΝΟΤΗΤΑ ΦΥΣΙΚΟΙ ΛΙΘΟΙ

ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ

Μεταμορφισμός στον Ελληνικό χώρο

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΕΛΛΑΔΟΣ. Ενότητα 6: Η Μεσοελληνική Αύλακα. Ιωάννης Κουκουβέλας, Καθηγητής Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΑ. Β) Τι ονομάζουμε μαζικό αριθμό ενός στοιχείου και με ποιο γράμμα συμβολίζεται;

ΦΥΣΙΚΟΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΡΟΙ

ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Η Αφρική είναι η τρίτη σε μέγεθος ήπειρος του πλανήτη μας, μετά την Ασία και την Αμερική. Η έκτασή της είναι, χωρίς τα νησιά, 29,2 εκατομμύρια τετρ. χ

13/11/2013. Η Μάζα της Ροδόπης

Κυριότερες πόλεις ήταν η Κνωσός, η Φαιστός, η Ζάκρος και η Γόρτυνα

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ & ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

ΔΙΑΒΡΩΣΗ ΑΝΑΓΛΥΦΟΥ. Δρ Γεώργιος Μιγκίρος

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ 32ης MARMINSTONE Θεσσαλονίκη 24 Φεβρουαρίου 2008

«Ορυκτοχημική Μελέτη Ρυολιθικών Λαβών Περλιτικής Υφής της Νήσου Μήλου»

Εικ.IV.7: Μορφές Κυψελοειδούς αποσάθρωσης στη Νάξο, στην περιοχή της Στελίδας.

ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ ΣΧΟΛΗ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΟΡΩΝ. Μανούτσογλου Εμμανουήλ Γεωλόγος Καθηγητής, Κοσμήτορας Σχολής ΜΗΧΟΠ

ΙΖΗΜΑΤΟΓΕΝΗ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ

Το Προεδρείο του Συνδέσμου παρέθεσε γεύμα εργασίας στους δημοσιογράφους που καλύπτουν το ρεπορτάζ του ΥΠΕΚΑ, στην Αίγλη Ζαππείου, στις

Ειδικά Κεφάλαια Ανόργανης Χημείας

Χρονική σχέση με τα φιλοξενούντα πετρώματα

ΤΕΧΝΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΓΕΩΘΕΡΜΙΑΣ

ΙΖΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ. Ενότητα 7: Περιβάλλοντα Ιζηματογένεσης- Αλλουβιακά ριπίδια. Δρ. Αβραμίδης Παύλος Σχολή Θετικών Επιστημών Τμήμα Γεωλογίας

Τάξη: Ε ηµοτικού Μάθηµα: Ερευνώ το Φυσικό κόσµο Ενότητα: Τα ηφαίστεια

ΓΕΩΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ

"Λάθος αντιλήψεις που δημιουργούνται από την ελλιπή διδασκαλία των γεωεπιστημών" Αντώνης Δ.Στάης

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΓΕΩΛΟΓΙΚΩΝ & ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΥΠΟΕΡΓΟ: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΜΑΡΜΑΡΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΙΚΩΝ ΠΕΤΡΩΜΑΤΩΝ (ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ)

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΗΜΙΚΗ ΣΥΣΤΑΣΗ

ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ

ΜΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΕΛΛΑΔΙΚΟ ΧΩΡΟ

ΦΥΣΙΚΗ ΧΗΜΙΚΗ ΓΕΩΛΟΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ

Transcript:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΘΕΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΓΕΩΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΟΡΥΚΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ: «ΟΡΥΚΤΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΕΙΔΙΚΕΥΣΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΓΙΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: ΜΕΛΕΤΗ ΦΥΣΙΚΩΝ, ΧΗΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΡΥΚΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΔΙΟΤΗΤΩΝ ΤΟΥ ΠΕΡΛΙΤΗ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ ΠΑΣΣΑ ΚΑΛΛΙΟΠΗ - ΣΟΦΙΑ ΠΑΤΡΑ 2007

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 1. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ...1 2. Η ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ...3 2.1 Στρωματογραφία...7 2.2 Η νεότερη ηφαιστειότητα στις περιοχές: Φυριπλάκα και Τράχηλας...13 2.3 Τεκτονική...19 3. Η ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ...23 3.1 Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Μήλου κατά την αρχαιότητα...23 3.2 Η συστηματική εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Μήλου κατά τους νεότερους χρόνους...26 4. ΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ...29 4.1 Μπεντονίτης...31 4.2 Καολίνης...37 4.3 Ποζολάνη...41 4.4 Βαρυτίνη...48 4.5 Αλουνίτης...50 4.6 Θείο και μαγγάνιο...53 5. ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΠΕΡΛΙΤΗ...58 5.1 Ορισμός και τρόπος γένεσης του περλίτη...58 5.2 Χαρακτηριστικοί τύποι εμφάνισης του περλίτη...63 5.3 Φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά του περλίτη...64

5.4 Η διόγκωση του περλίτη...68 5.5 Γεωγραφική κατανομή εμφανίσεων περλίτη...75 5.6 Οι χρήσεις του περλίτη...77 5.6.1 Κατασκευαστικές εφαρμογές...80 5.6.2 Αγροτικές εφαρμογές...83 5.6.3 Βιομηχανικές εφαρμογές...85 5.6.4 Περιβαλλοντικές εφαρμογές...88 6. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΑΝΑΛΥΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΕΙΓΜΑΤΩΝ ΠΕΡΛΙΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΝΗΣΟ ΜΗΛΟ...89 6.1 Δειγματοληψία και επεξεργασία των δειγμάτων...89 6.2 Προσδιορισμός φυσικών ιδιοτήτων...93 6.2.1 Υπολογισμός του βάρους ανά μονάδα όγκου (ΒΜΟ) των διογκωμένων κλασμάτων των δειγμάτων περλίτη...93 6.2.2 Κοκκομετρική ανάλυση των διογκωμένων κλασμάτων των δειγμάτων περλίτη...95 6.3 Προσδιορισμός χημικών ιδιοτήτων...98 6.3.1 Εφαρμογή της φθορισιομετρίας ακτίνων Χ (XR/WDS) στα μητρικά δείγματα περλίτη...98 6.3.2 Εφαρμογή της υπέρυθρης φασματοσκοπίας (IR) στα ηφαιστειακά γυαλιά...104 6.3.2.1 Εφαρμογή της υπέρυθρης φασματοσκοπίας TIR και NIR στα δείγματα περλίτη...111 6.3.2.1.1 Υπέρυθρη φασματοσκοπία TIR...113 6.3.2.1.2 Υπέρυθρη φασματοσκοπία NIR...120 6.4 Προσδιορισμός ορυκτολογικών ιδιοτήτων...125 6.4.1 Οπτική μικροσκοπία στα μητρικά δείγματα περλίτη...125 6.4.1.1 Ποσοτική εκτίμηση της υαλώδους μάζας και των ορυκτών συστατικών με τη μέθοδο του σημειομετρητή (Point Counter) στα μητρικά δείγματα περλίτη...130 6.4.1.2 Οπτική μικροσκοπία στον ξενόλιθο του γλαυκοφανιτικού σχιστόλιθου...132

6.4.2 Εφαρμογή της περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ (XRD) στα δείγματα περλίτη...136 6.4.2.1 Εφαρμογή της περιθλασιμετρίας ακτίνων Χ (XRD) στον ξενόλιθο γλαυκοφανιτικού σχιστολίθου...143 6.4.3 Εφαρμογή της ηλεκτρονικής μικροσκοπίας και μικροανάλυσης (SEM/EDS) στα μητρικά δείγματα περλίτη...144 7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ...156 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...

ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η παρούσα διπλωματική εργασία ειδίκευσης εκπονήθηκε στα πλαίσια των μεταπτυχιακών σπουδών του προγράμματος "Γεωεπιστήμες και Περιβάλλον" στη κατεύθυνση "Ορυκτές Πρώτες Ύλες και Περιβάλλον", στο Τμήμα Γεωλογίας της Σχολής Θετικών Επιστημών, του Πανεπιστημίου Πατρών. Η ανάθεση και επίβλεψη του θέματος έγινε από τον Καθηγητή κ. Χρήστο Καταγά, τον οποίο ευχαριστώ θερμά τόσο για τη συνεχή επιστημονική καθοδήγηση όσο και για την ηθική συμπαράσταση που μου προσέφερε κατά τη διάρκεια της μελέτης. Θερμές ευχαριστίες εκφράζω στον γεωλόγο Δρ. Ιωάννη Ηλιόπουλο, για την αμέριστη βοήθεια και την καθοριστική συνεισφορά του στην ολοκλήρωσή της παρούσας μελέτης. Ευχαριστώ την S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε. για την δυνατότητα πρόσβασης στις εργαστηριακές εγκαταστάσεις της στην Αθήνα, καθώς και για την διάθεση του εργαστηριακού εξοπλισμού της για την πραγματοποίηση μέρους των αναλύσεων. Ιδιαίτερες ευχαριστίες εκφράζω στον Διευθυντή Τεχνικής Ανάπτυξης κ. Αθανάσιο Καραλή και τον Προϊστάμενο Εργαστηρίου και Μηχανικό Νέων Εφαρμογών κ. Χρήστο Δεδελούδη, από τη Διεύθυνση Περλίτη της S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε., για την συνεργασία τους, καθώς και για την σημαντική βοήθεια που μου προσέφεραν κατά την διεξαγωγή και την επεξεργασία των εργαστηριακών αναλύσεων. Ευχαριστώ, ακόμη, τον κ. Ιωάννη Βούλγαρη, Εργοδηγό του Χημείου του Περλίτη στις εγκαταστάσεις της S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε. στην Αθήνα, για την πολύτιμη βοήθειά του. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον Καθηγητή και Διευθυντή του Τομέα Ορυκτών Πρώτων Υλών του Τμήματος Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Πατρών κ. Κωνσταντίνο Χατζηπαναγιώτου για την υποστήριξη κατά τη διάρκεια της παρούσας μελέτης. Επίσης, θέλω να ευχαριστήσω τις Καθηγήτριες κ. Κωνσταντίνα Κοτοπούλη και κ. Παναγιώτα Τσώλη-Καταγά, καθώς και τον Λέκτορα κ. Βασίλειο Τσικούρα, για τις πολύτιμες συμβουλές τους.

Τέλος, θα ήταν παράλειψη να μην ευχαριστήσω τον Καθηγητή κ. Κίμωνα Χρηστάνη για την ηθική συμπαράσταση που μου προσέφερε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής μου, το καλοκαίρι του 2006, στις εγκαταστάσεις της S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε. στη Μήλο. Για την αμέριστη ηθική συμπαράσταση και την οικονομική υποστήριξη που μου παρείχαν οι γονείς μου, καθ όλη την διάρκεια της φοίτησης μου στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών, θεωρώ σαν ελάχιστο αντάλλαγμα ένα θερμό ευχαριστώ και την αφιέρωση της διπλωματικής μου εργασίας ειδίκευσης. Πάτρα, Σεπτέμβριος 2007

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η χώρα μας αποτελείται από πληθώρα εκμεταλλεύσιμων Ορυκτών Πρώτων Υλών λόγω της αφθονίας του γεωλογικού της πλούτου. Η βιομηχανία εκμετάλλευσης των Ορυκτών Πρώτων Υλών (Ο.Π.Υ.) καλείται να καλύψει δύο βασικές ανάγκες της κοινωνίας: πρέπει να προμηθεύσει τα αναγκαία μεταλλικά, βιομηχανικά και ενεργειακά ορυκτά στις απαιτούμενες ποσότητες και προδιαγραφές και να επιτύχει την ταυτόχρονη παραγωγή αυτών των πόρων με την απολύτως ελάχιστη επίδραση στο φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον. Στο πρόγραμμα του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών "Γεωεπιστήμες και Περιβάλλον" στη κατεύθυνση "Ορυκτές Πρώτες Ύλες και Περιβάλλον" εντάσσεται και το μάθημα "Χρήσεις Ορυκτών Πρώτων Υλών για την Αντιμετώπιση Περιβαλλοντικών Προβλημάτων", με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή κ. Χρήστο Καταγά. Στα πλαίσια του συγκεκριμένου μαθήματος έγινε αναφορά στις ανώδυνες για το περιβάλλον και τον άνθρωπο φυσικές λύσεις που παρέχει το βιομηχανικό πέτρωμα περλίτης για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων. Η πληθώρα εφαρμογών του περλίτη, καθώς και οι διαρκείς προσπάθειες για καινοτομία στα προϊόντα του λόγω της διεύρυνσης των απαιτήσεων και των αναγκών της παγκόσμιας αγοράς, από τον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος μέχρι και τον τομέα των κατασκευών, έδωσε ώθηση στην διεξοδική μελέτη των ιδιοτήτων του και τη συγγραφή της παρούσας διπλωματικής εργασίας ειδίκευσης. Στην επιλογή αυτή συνέβαλε και η δυνατότητα συνεργασίας με την S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε., που εκμεταλλεύεται τα τεράστια αποθέματα περλίτη, με τα οποία είναι προικισμένη η χώρα μας, στη νήσο Μήλο. Η παρούσα διπλωματική εργασία ειδίκευσης έχει σαν κύριο στόχο τη μελέτη των φυσικών, χημικών και ορυκτολογικών ιδιοτήτων του περλίτη που απαντάται στη νήσο Μήλο, υπό το πρίσμα των τεράστιων δυνατοτήτων εφαρμογής που παρουσιάζει στην πληθώρα των χρήσεών του.

1. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ Το νησί της Μήλου, καθώς και τα νησιά Κίμωλος, Πολύαιγος και Αντίμηλος, βρίσκονται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων και ανήκουν στο εξωτερικό μέτωπο του ενεργού ηφαιστειακού τόξου του νοτίου Αιγαίου. Είναι το πέμπτο σε μέγεθος νησί των Κυκλάδων και απέχει από το λιμάνι του Πειραιά 86 ναυτικά μίλια. Οι συντεταγμένες της δίνονται από 36 46 27 έως 36 38 37 γεωγραφικό πλάτος και από 24 19 01 έως 24 32 47 γεωγραφικό μήκος. Πολλά ονόματα αναφέρονται από διάφορους συγγραφείς για τη νήσο Μήλο, όπως Βυβλίς, Γοργίς, Μελάς, Μεμβλίς, Μιμμαλλίς, Ζεφυρία, Ακυτος. Το επικρατέστερο όμως είναι «Μήλος», όνομα το οποίο πήρε από τον πρώτο της οικιστή, το Μήλο, ήρωα βασιλικής γενιάς που τον έστειλε η θεά Αφροδίτη από την Κύπρο στη Μήλο. Η Μήλος καταλαμβάνει έκταση 151 km 2, ενώ το μήκος των ακτών της είναι 125 km. Το μήκος της από βορρά προς νότο φτάνει τα 11,2 km, ενώ από ανατολή προς δύση τα 17,6 km. Αν και ο Πλίνιος τη θεωρεί «στρογγυλοτάτη» (rotundissima) και στα αρχαία νομίσματά της απεικονίζεται ένα μήλο που παραπέμπει στο όνομά της, το σχήμα της θυμίζει περισσότερο πέταλο, το εσωτερικό του οποίου αποτελεί το φυσικό της λιμάνι. O κλειστός όρμος του Αδάμαντα, στο βόρειο τμήμα του νησιού, αποτελεί, επόμενα, βασικό χαρακτηριστικό της και εισδύει περίπου 5,5 ναυτικά μίλια προς τα νοτιοανατολικά, αποτελώντας τον δεύτερο μεγαλύτερο φυσικό κόλπο της Ελλάδας. ΕΙΚ. 1.1 Δορυφορική φωτογραφία της νήσου Μήλου (1025 685 pixel). 1

Η μορφολογία της Μήλου είναι, κύρια, χαμηλή και λοφώδης. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού απαντάται η υψηλότερη κορυφή, ο Προφήτης Ηλίας με ύψος 751 m. ενώ η δεύτερη μεγαλύτερη βρίσκεται στην ίδια περιοχή και είναι το Χοντρό Βουνό με ύψος 636 m. Το 86% της έκτασης της είναι υψομετρικά χαμηλότερο από 200 m, ενώ μόλις το 2,2% της συνολικής της έκτασης αντιπροσωπεύεται από υψόμετρα μεγαλύτερα των 400 m. Η μορφολογία του νησιού διαφέρει από άκρη σε άκρη και κύριο ρόλο σε αυτό διαδραματίζει η γεωλογία του νησιού. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, στο νότιο και νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού, οι μεγάλοι και πολυάριθμοι ηφαιστειακοί δόμοι επέδρασαν στη μορφολογία, κάνοντάς το πιο λοφώδες απ ότι το ανατολικό. Σε αντιδιαστολή, στο ανατολικό τμήμα, η μεγάλη εξάπλωση των χαλαρών και εξαλλοιωμένων πετρωμάτων προσδίδει χαμηλό ανάγλυφο, με μεγαλύτερο υψόμετρο τα 251 m, της κορυφής Μουρτοράχη. Οι μορφολογικοί τύποι που απαντώνται στο νησί της Μήλου είναι (Mendrinos, 1988): α. Χαμηλοί λόφοι με ήπιες πλαγιές, όπου κυριαρχούν τα πυροκλαστικά προϊόντα των ηφαιστειακών εκρήξεων, καθώς και οι εξαλλοιωμένοι σε αργιλικά ορυκτά, ηφαιστίτες. β. Μορφές με μεγάλη ποικιλία, σχηματισμένες από τον διάφορο τρόπο και βαθμό εξαλλοίωσης των ηφαιστιτών. γ. Λόφοι και μικρά υψώματα με απότομες πλαγιές, όπως η περίπτωση των ηφαιστειακών θόλων με ρεύματα λάβας. δ. Ιδιόρρυθμοι σχηματισμοί, καλούμενοι κρατήρες φρεατικών εκρήξεων. ε. Σχηματισμοί τύπου "πράσινου λαχάρ", οι οποίοι παρουσιάζουν επιφάνειες ήπιες έως και οριζόντιες, σχηματισμένες από χαλαρό υλικό, που διακόπτονται από βαθιές κοιλαδικές τομές, προερχόμενες από τις εποχιακές βροχοπτώσεις. στ. Αλουβιακές χαμηλές πεδιάδες που έχουν πληρωθεί από υλικό ποικίλης προέλευσης, όπως είναι η πεδιάδα της Ζεφυρίας (Φυτίκας, 1977). Οι ακτές της Μήλου παρουσιάζουν διαφορές στη μορφολογία τους οφειλόμενες στη διάφορη σύσταση των λιθολογικών σχηματισμών που τις απαρτίζουν, καθώς και στην έντονη επίδραση της τεκτονικής των ρηγμάτων. Στις νότιες, τις δυτικές και τις ανατολικές εξωτερικές ακτές του νησιού απαντώνται απότομες επιφάνειες, οι οποίες έχουν δημιουργηθεί από πρόσφατα ρήγματα και καταβυθίσεις. Οι βόρειες εξωτερικές ακτές αποτελούνται από μαλακούς πυροκλαστικούς σχηματισμούς, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται από πιο ήπια μορφολογία. Τέλος, ο φυσικός κόλπος της Μήλου σχηματίζει εσωτερικές ακτές ποικίλης μορφολογίας. Κατά μήκος πυροκλαστικών και άλλων χαλαρών σχηματισμών παρατηρούνται ήπιες ακτές, ενώ κοντά σε δόμους και σε ρεύματα λαβών η μορφολογία των ακτών είναι ιδιαίτερα έντονη. 2

2. Η ΓΕΩΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ Η Μήλος βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νησιωτικού συμπλέγματος των Κυκλάδων, το οποίο ανήκει γεωλογικά στην Πελαγονική ζώνη. Η Πελαγονική ζώνη, από το Μέσο-Ανώτερο Τριαδικό μέχρι και το Ανώτερο Ιουρασικό, αποτελούσε ένα εκτεταμένο υποθαλάσσιο ύβωμα, στο οποίο γινόταν ανθρακική ιζηματογένεση. Στη συνέχεια, στο τέλος του Ανώτερου Ιουρασικού-Κατώτερου Κρητιδικού, το ύβωμα αυτό τεκτονίστηκε από δύο ορογενετικές φάσεις και δέχθηκε τεράστιες οφιολιθικές μάζες, που προήλθαν τόσο από τον ωκεανό της Αλμωπίας, που βρισκόταν ανατολικά του πελαγονικού αυτού υβώματος, όσο και από τον Μαλιακό ωκεανό, που βρισκόταν δυτικά του (Κατσικάτσος, 1992). Το πελαγονικό υποθαλάσσιο ύβωμα μαζί με τις οφιολιθικές μάζες, που προήλθαν από τους παραπάνω ωκεανούς, δέχθηκαν, κατά το τέλος του Ανώτερου Ιουρασικού- Κατώτερου Κρητιδικού, με επώθηση και ένα σύνολο από διάφορες σειρές σχηματισμών βαθιάς έως ωκεάνιας θάλασσας. Εν συνεχεία, ο παλαιογεωγραφικός χώρος της Πελαγονικής ζώνης αναδύθηκε και αφού διαβρώθηκε έντονα, βυθιζόταν και πάλι κατά το Μέσο-Ανώτερο Κρητιδικό, με αποτέλεσμα την ασύμφωνη απόθεση ανθρακικών ιζημάτων μέχρι και το τέλους του Άνω Κρητιδικού. Τέλος, ο χώρος αυτός δέχθηκε κλαστικά ιζήματα φλύσχη (Κατσικάτσος, 1992). Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων, στο οποίο ανήκει η Μήλος, μαζί με την Αττική και τη νότια Εύβοια αποτελούν την κρυσταλλική Αττικοκυκλαδική μάζα. Μέχρι την δεκαετία του 60 η Αττικοκυκλαδική μάζα εθεωρείτο από πολλούς ερευνητές ως το προ-αλπικό υπόβαθρο της Πελαγονικής μάζας. Σήμερα, θεωρείται ως μία ετερογενής κρυσταλλική μάζα που αποτελείται από μία πολύπλοκη σειρά, διακριτών, κυρίως Μεσοζωϊκών, τεκτονικών καλυμμάτων. Η ακολουθία των καλυμμάτων είναι γνωστή σε μερικά νησιά, λόγω όμως του νησιωτικού χαρακτήρα της μάζας και της αποσπασματικής παρουσίας των καλυμμάτων, συχνά η συσχέτιση τους είναι δύσκολο να θεμελιωθεί (Καταγάς, 2001). Στην Αττικοκυκλαδική μάζα διακρίνονται δύο κύριες ομάδες τεκτονικών ενοτήτων, η κάθε μία από τις οποίες αποτελείται από αρκετές υποενότητες. Η κατώτερη ομάδα ενοτήτων αποτελείται από μία ακολουθία καλυμμάτων προαλπικού υποβάθρου, Μεσοζωϊκών νηριτικών ανθρακικών, ψαμμιτικών και πηλιτικών μεταιζημάτων, βασικών και όξινων μεταηφαιστειτών και μεταοφιολίθων. Οφθαλ- 3

μογνεύσιοι, μεταμορφωμένοι γρανίτες και σχιστόλιθοι σχετικά υψηλού βαθμού μεταμόρφωσης που απαντώνται στην βάση της ακολουθίας των ενοτήτων των νησιών Ίου, Σικίνου και Νάξου, καθώς επίσης και των νησιών Πάρου, Μυκόνου, Σερίφου και Άνδρου, θεωρούνται, σύμφωνα με ραδιοχρονολογικά στοιχεία, ως υπολείμματα προαλπικού υποβάθρου, που υπέστησαν Ερκύνια, μετρίων πιέσεων, μεταμόρφωση (Καταγάς, 2001). Η ανώτερη ομάδα τεκτονικών ενοτήτων έχει περιορισμένη μονό εξάπλωση (π.χ. Πάρος, Νάξος, Μύκονος, Σάμος) και αποτελείται από υπολείμματα ενός οφιολιθικού καλύμματος, το οποίο επικλυσιγενώς καλύπτεται από Κρητιδικούς ασβεστόλιθους και Ολιγοκαινικά Μειοκαινικά μολασσικά ιζήματα. Στη βάση του οφιολιθικού καλύμματος απαντώνται συχνά, υπό μορφή οφιολιθικής melange, Περμο-τριαδικά ιζήματα, Ανωκρητιδικοί μεταμορφίτες μετρίων πιέσεων και υψηλών θερμοκρασιών με διεισδύσεις γρανιτοειδών και πρασινοσχιστόλιθοι άγνωστης ηλικίας (Καταγάς, 2001). Στην κατώτερη τεκτονική ενότητα εμφανίζονται τυπικές παραγενέσεις εκλογιτικής και κυανοσχιστολιθικής φάσης, η δημιουργία των οποίων, σύμφωνα με την θεωρία των τεκτονικών πλακών, συνδέεται άμεσα με ζώνες καταδύσεως της λιθόσφαιρας. Στην αναγνώριση των φάσεων αυτών έχει συμβάλλει σημαντικά κατά πρώτον το γεγονός, της συμμετοχής του τυπικού ορυκτού της κυανοσχιστολιθικής φάσης, του γλαυκοφανούς, ο οποίος αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά ως νέο ορυκτό στη Σύρο, από τον Hausamn το 1845 και κατά δεύτερον το ανάλογο συμπέρασμα στο οποίο οδήγησε η περιγραφή της συνύπαρξης γλαυκοφανιτικών σχιστολίθων και ιαδεϊτικών πετρωμάτων στη Σύρο και τη Σίφνο, από τις αρχές του αιώνα (Κτενάς, 1907). Μεταπηλιτικά και μεταβασικά πετρώματα με παραγενέσεις χαρακτηριστικές της πρασινοσχιστολιθικής και γλαυκοφανιτικής φάσεως περιγράφηκαν από τα περισσότερα νησιά, όπως είναι η Άνδρος, η Ίος, η Κύθνος, η Νάξος, η Φολέγανδρος, η Σεριφος, η Σίκινος και η Τήνος. Σε μερικά νησιά εμφανίζονται και παραγενέσεις της εκλογιτικής φάσης, όπως στη Μήλο, τη Σίφνο, τη Σύρο, την Τήνο και τη Γυάρο, ενώ σε άλλα, όπως η Πάρος και η Ικαρία, δεν εμφανίζονται μεν παραγενέσεις της σειράς των φάσεων υψηλών πιέσεων και χαμηλών θερμοκρασιών, εμφανίζονται όμως μεταπηλιτκά και μεταβασικά πετρώματα με παραγενέσεις έως και της αμφιβολιτικής φάσης (Ηλιόπουλος, 2005). Εξάλλου σε κάποια νησιά, όπως στη Νάξο, την Πάρο, τη Σέριφο, τη Μύκονο και την Τήνο, εμφανίζονται 4

και παραγενέσεις χαρακτηριστικές της σειράς των φάσεων χαμηλών πιέσεων και υψηλών θερμοκρασιών (Καταγάς, 2001). Επιπλέον, κύριο γεωλογικό χαρακτηριστικό για τη νήσο Μήλο είναι το ότι αποτελεί τμήμα του εξωτερικού μετώπου του ενεργού ηφαιστειακού τόξου του νοτίου Αιγαίου και διέπεται από ασβεσταλκαλικού τύπου ηφαιστειότητα (εικόνα 2.2). Το τόξο αυτό είναι παράλληλο με το όριο των δύο λιθοσφαιρικών πλακών που συγκλίνουν: της Αφρικανικής και της μικροπλάκας του Αιγαίου. ΕΙΚ. 2.1 Αναπαράσταση της σημερινής κατάστασης μεταξύ των πλακών Αφρικής και Αιγαίου. Με μαύρο χρώμα σημειώνεται ο ωκεάνιος φλοιός που ήδη εξαφανίστηκε και περιορίζεται μόνο κατά μήκος του επιπέδου καταβύθισης (Papazachos, 1973). Η Αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την μικροπλάκα του Αιγαίου (εικόνα 2.1), έχοντας σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη στην περιοχή της σύγκλισης του συστήματος τόξου τάφρου. Η τάφρος αντιπροσωπεύει τη γραμμή επαφής των δύο πλακών, ενώ το τόξο σχηματίζεται στην πλάκα που δεν βυθίζεται και σε απόσταση που μεταβάλλεται ανάλογα την ηλικία του συστήματος. Η ζώνη επαφής στη σύγκλιση των πλακών στον ελλαδικό χώρο είναι η ελληνική τάφρος, η οποία αναπτύσσεται παράλληλα και σε μήκος 1500 km, δυτικά και νότια του ελληνικού ιζηματογενούς τόξου. Το ηφαιστειακό μέτωπο του ενεργού τόξου του νοτίου Αιγαίου, που σχηματίζεται από την προαναφερθείσα γεωδυναμική κατάσταση, έχει τη μορφή μεγάλου ημικυκλίου, το οποίο απέχει κατά μέσο όρο 220 km από την ελληνική τάφρο και εντοπίζεται κατά μήκος της καμπύλης γραμμής: Κρομμυωνίας (Κορίνθου), Μεθάνων, Μήλου, Σαντορίνης και Νισύρου. Εσωτερικά αυτού παρατηρείται και μία δεύτερη ηφαιστειακή γραμμή, η οποία περιλαμβάνει τα ηφαιστειακά κέντρα: Μικροθηβών (Μαγνησίας), Αχιλλείου (Φθιώτιδος), Λιχάδων (Εύβοιας), Αντιπάρου και Κω (δυτικό 5

τμήμα). Το ηφαιστειακό μέτωπο του ενεργού τόξου του νοτίου Αιγαίου θεωρείται Τεταρτογενούς ηλικίας, σύμφωνα με γεωχρονολογικά στοιχεία ηφαιστιτών και μεταμορφωμένων πετρωμάτων (ytikas et al., 1976). EIK. 2.2 Σκαρίφημα της ευρείας περιοχής του Αιγαίου, με την κατανομή των Τριτογενών και Τεταρτογενών ηφαιστειακών πετρωμάτων και τις κύριες τεκτονικές γραμμές (ytikas et al., 1976). 6

2.1 Στρωματογραφία Στρωματογραφικά (εικόνα 2.3, 2.4, 2.5), το κρυσταλλικό υπόβαθρο του νησιού αποτελείται από μεταμορφωμένα πετρώματα, τα οποία είναι και τα αρχαιότερα. Η εμφάνιση του υποβάθρου είναι περιορισμένη, τόσο σε έκταση όσο και σε πάχος. Απαντάται κυρίως στις νοτιοανατολικές ακτές του νησιού, ενώ τεμάχη του βρίσκονται και ως ξενόλιθοι μέσα σε ηφαιστειακά πετρώματα σε ολόκληρο το νησί. Η περιορισμένη επιφανειακή εξάπλωση του οφείλεται στη κάλυψη του από ηφαιστειογενείς σχηματισμούς ή και από νεογενή ιζήματα. Η γένεση των μεταμορφωμένων πετρωμάτων του κρυσταλλικού υποβάθρου της Μήλου θεωρείται ότι έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια δυο μεταμορφικών γεγονότων. Το παλαιότερο, ηλικίας 64 Ma, στο όριο του Ανώτερου Κρητιδικού και Παλαιογενούς, χαρακτηρίζεται από συνθήκες υψηλής πίεσης και εκπροσωπείται κυρίως από γλαυκοφανιτικούς σχιστόλιθους, ενώ το νεότερο, ηλικίας 33 Ma, μεταξύ κατώτερου και Μέσου Ολιγοκαίνου, χαρακτηρίζεται από συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας ανάλογες της πρασινοσχιστολιθικής φάσης (ytikas et al., 1976). Μία τρίτη κατηγορία μεταμορφωμένων πετρωμάτων, που απαντάται, είναι οι εκλογίτες, οι οποίοι εντοπίσθηκαν στη περιοχή της Παλαιοχώρας ως ξενόλιθοι (Kornprobst et al., 1979) και στη περιοχή Νύχια ΒΔ του Αδάμαντα (Liakopoulos, 1978). Επάνω από το πτυχωμένο και έντονα διαβρωμένο κρυσταλλικό υπόβαθρο απαντώνται, επικλυσιγενώς τοποθετημένα, τα θαλάσσια ιζήματα του Μειόκαινου, του Πλειόκαινου και του Κατώτερου Πλειστοκαίνου, με πάχος περίπου 180 m (εικόνα 2.3). Η κύρια εμφάνισή τους παρατηρείται στο νότιο και το νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού. Τα ιζήματα, αυτά, στη βάση τους συνίστανται από κροκαλοπαγές της επίκλυσης, ενώ τα ανώτερα μέλη αποτελούνται από στρωμένους απολιθωματοφόρους ασβεστόλιθους, οι οποίοι είναι αλλού αμιγείς και αλλού ψαμμιτικοί. Η σειρά δεν παρατηρείται συνεχής σε ολόκληρο το νησί (Φυτίκας, 1977). Τα θαλάσσια ιζήματα ακολουθούνται από την παρουσία των προϊόντων της ηφαιστειακής δράσης, η οποία άρχισε στο Ανώτερο Πλειόκαινο και έλαβε τέλος κατά το πέρας του Τεταρτογενούς. Έχουν αναγνωρισθεί οι ακόλουθες ηφαιστειακές ενότητες (Φυτίκας, 1977): - Η βασική πυροκλαστική σειρά απαντάται κύρια στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού. Η ενότητα, αυτή, αποτελείται κατά το πλείστον από υποθαλάσσιες εκ- 7

χύσεις, ενώ τοπικά παρατηρούνται και απολιθωματοφόρες ιζηματογενείς στρώσεις. Περιλαμβάνει πυροκλαστικές ροές, υποθαλάσσιους τόφφους, τέφρες, ροές κισσήρεως και κατά δεύτερο λόγο μαξιλαροειδείς λάβες και λατυποπαγή. Η ηλικία της έχει προσδιοριστεί σε 3,4-3 Ma, δηλαδή τοποθετείται στο Μέσο-Ανώτερο Πλειόκαινο. Το ολικό πάχος της ποικίλει και φθάνει μέγιστο στα 120 m στον κόλπο του Κλέφτικου. - Μετά την υποθαλάσσια εκρηκτική δραστηριότητα το δυτικό τμήμα της Μήλου επηρεάστηκε από μία φάση υποαέριας ηφαιστειότητας, που χαρακτηρίζεται από την δημιουργία διαφόρων δόμων και ροών λάβας που έχουν καλύψει σχεδόν εξ ολοκλήρου τα προηγούμενα προϊόντα, δημιουργώντας την ενότητα δόμων και ροών λάβας. Υπήρξαν, επίσης, εκρήξεις από μικρά ηφαιστειακά κέντρα τα οποία τοπικά δημιούργησαν πυροκλαστικές ροές, ηφαιστειακά λατυποπαγή και διάπυρα νέφη. Οι μεγαλύτεροι δόμοι απαντώνται κατά μήκος των ρηγμάτων ΒΒΑ ή ΒΑ διεύθυνσης και η ηλικία τους έχει προσδιορισθεί στα 2,4-2 Ma, δηλαδή στο Ανώτερο Πλειόκαινο. - Στο τέλος του Πλειόκαινου και στην αρχή του Πλειστόκαινου δημιουργήθηκε μία ενότητα από υποθαλάσσια πυροκλαστικά και ρυολιθικούς δόμους, στα ανατολικά και βόρεια τμήματα του νησιού, δίνοντας την ενότητα των πυροκλαστικών σειρών και δόμων λάβας. Ο ηφαιστειακός κύκλος ολοκληρώθηκε με τον σχηματισμό μιας μεγάλης ενότητας από δόμους και όξινες ροές λάβας στο κεντρικό τμήμα του νησιού (περιοχές Χαλεπά και Πλάκα). Στη περιοχή της Φυλακωτής, οι πυροκλαστικές σειρές καλύπτονται από υαλοκλαστικές εναποθέσεις ανδεσιτικής σύστασης που περιλαμβάνουν μαξιλαροειδείς λάβες και τεμάχη τους. Η ηλικία τους έχει υπολογιστεί σε 2-0,85 Ma, δηλαδή στο Κατώτερο Πλειστόκαινο. - Η νεότερη ηφαιστειακή δραστηριότητα, η οποία είναι ηλικίας 0,38-0,09 Ma, τοποθετείται δηλαδή στο Ανώτερο Πλειστόκαινο, συγκεντρώνεται σε δύο ηφαιστειακά κέντρα: του Τράχηλα, στο βόρειο τμήμα του νησιού και της Φυριπλάκας, στο νότιο. - Τέλος, απαντώνται και προϊόντα φρεατικών δραστηριοτήτων (ytikas and Marinelli, 1976, Traineau and Dalabakis, 1989). Πρόκειται για τις νεότερες αποθέσεις, από το Πλειστόκαινο έως σήμερα και παρατηρούνται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, όπου υπάρχουν αρκετοί κρατήρες φρεατικών εκρήξεων, κυρίως βόρεια από την περιοχή Ζεφύρια. Στις βορειότερες εμφανίσεις κυριαρχούν τεμάχη από πυροκλαστικά υλικά, ενώ στις νοτιοανατολικές κυριαρχούν τα μεταμορφικά τεμάχη. Το πράσινο λαχάρ (Φυτίκας, 1977) αποτελεί, επίσης, προϊόν της φρεατικής δραστηριότητας 8

και αποκτά μεγαλύτερο πάχος στις παρυφές των εκρηκτικών κέντρων. Η φρεατική τους προέλευση αποδεικνύεται και από τα εκρηκτικά προϊόντα του συστήματος της Φυριπλάκας. Τα τελευταία, αποτελούνται κυρίως από μεταμορφωμένα πετρώματα παρόμοιας λιθολογίας και μεγέθους κόκκων με εκείνα που σχηματίζουν το πράσινο λαχάρ. Αυτή η δραστηριότητα είναι σίγουρα Τεταρτογενούς ηλικίας διότι τα προϊόντα της καλύπτουν εκείνα του Πλειόκαινου και του κατώτερου Πλειστοκαίνου, ενώ τα ίδια με τη σειρά τους καλύπτονται από πολύ πρόσφατα αιολικά ιζήματα (ytikas et al., 1976). Την στρωματογραφική διάρθρωση της νήσου Μήλου ολοκληρώνουν με ασυμφωνία οι αλλουβιακές αποθέσεις, οι οποίες όμως απαντώνται σε πολύ περιορισμένη έκταση (εικόνα 2.3). Οι σπουδαιότερες συγκεντρώσεις βρίσκονται στη κοιλάδα της Ζεφύριας με πάχος, περίπου, 80 m (Φυτίκας, 1977). Ακόμη, αλλουβιακοί σχηματισμοί συναντώνται στον Αδάμαντα και τον Πρόβατα. Τα αλλούβια αποτελούνται κύρια από ηφαιστειακό υλικό, το οποίο στη συνέχεια μετατράπηκε σε αργιλικό. ΕΙΚ. 2.3 Συνοπτική στρωματογραφική στήλη των ηφαιστειακών πετρωμάτων της νήσου Μήλου με στοιχεία από ραδιοχρονολογήσεις (Pe-Piper and Piper, 2002). 9

ΕΙΚ. 2.4 Γεωλογικός χάρτης της νήσου Μήλου (ΙΓΜΕ, 1977). 10

ΕΙΚ. 2.4 (συνέχεια) Υπόμνημα γεωλογικού χάρτη της νήσου Μήλου, το οποίο αντιστοιχεί στην στρωματογραφική στήλη του νησιού (ΙΓΜΕ, 1977). 11

ΕΙΚ. 2.5 Σχηματική γεωλογική τομή της νήσου Μήλου (Φυτίκας, 1977). 12

2.2 Η νεότερη ηφαιστειότητα στις περιοχές: Φυριπλάκα και Τράχηλας Η πιο πρόσφατη ηφαιστειακή δραστηριότητα στη Μήλο δημιούργησε πολλούς μεγάλους και μικρούς κρατήρες και δόμους, με ρεύματα λάβας ρυολιθικής έως ρυοδακιτικής σύστασης (Φυτίκας, 1977). Τα ηφαιστειακά, αυτά, οικοδομήματα διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση. ΕΙΚ. 2.6 Γεωλογικό σκαρίφημα και γεωλογική τομή της περιοχής πρόσφατης ηφαιστειότητας της νήσου Μήλου (Φυτίκας, 1977). 13

Η Φυριπλάκα βρίσκεται στο νότιο τμήμα της Μήλου και ο κρατήρας του ηφαιστείου απαντάται κοντά στη κεντρομεσημβρινή ακτή του νησιού. Έχει εσωτερική διάμετρο 1700 m και μέγιστο υψόμετρο 200 m. Το ηφαίστειο έχει σχηματισθεί από την συσσώρευση περλιτικής τέφρας και άμμου, αναμιγμένης με μικρά θραύσματα λάβας, περλιτικής υφής, με μέγεθος ηφαιστειακών λιθαριών ή και μεγαλύτερα. Στρωματογραφικά, βρίσκεται επάνω από τον σχηματισμό του πράσινου λαχάρ με την παρεμβολή ενός ασυνεχούς και πολύ λεπτού ορίζοντα αργίλου, θαλάσσιας προέλευσης (Λιάτσικας, 1949). Ο κύριος κρατήρας του ηφαιστείου της Φυριπλάκας (εικόνα 2.8) περιλαμβάνει δύο, ανεξάρτητα από αυτόν, ηφαιστειακά οικοδομήματα. Το πρώτο αποτελείται από ένα πολύ μικρότερο κώνο, όμοιο με τον κύριο κρατήρα, διαμέτρου 400 m και ύψους του χείλους του 50 m. Το δεύτερο οικοδόμημα είναι πιο περίπλοκο και πιο ασαφές, διότι τα προϊόντα του είναι εξαλλοιωμένα από την μακρόχρονη δράση των υδροθερμικών μετα-ηφαιστειακών ρευστών. Πρόκειται για ρεύματα λάβας κατακερματισμένα, τα οποία εξαπλώνονται προς τα βόρεια. Τα υλικά που αρχικά δημιουργήθηκαν, από το ηφαίστειο της Φυριπλάκας, απαντώνται σε απόσταση 4 km βορειοανατολικά και ανατολικά του κύριου κρατήρα. Στις μικρές ποσότητες των υλικών αυτών επέδρασε το θαλασσινό νερό και εν συνεχεία συμπαγοποιήθηκαν (ποζολανιτίωση), σε πολύ μικρό πάχος, όταν ολόκληρη η περιοχή του ηφαιστείου ή τμήμα αυτής βρέθηκε έξω από το νερό (Φυτίκας, 1977). Τα χαρακτηριστικά προϊόντα του ηφαιστείου της Φυριπλάκας σχημάτισαν αμέσως μετά τις εκρήξεις ένα μεγάλο λαχάρ, το οποίο κινήθηκε με σημαντικό μέτωπο προς τη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του κόλπου της Μήλου, καλύπτοντας τις εμφανίσεις μικρού πάχους του πράσινου λαχάρ που υπάρχουν στην περιοχή. Αυτό το λαχάρ, ρυολιθικού τύπου, το εξορύσσουν και το εκμεταλλεύονται για την περλιτική υφή των προϊόντων του. Το ηφαιστειακό συγκρότημα της Φυριπλάκας υπολογίζεται να είναι πολύ νεαρής ηλικίας, όμοιας με αυτή του κοντινού και ιδίου ακριβώς λιθολογικού τύπου προϊόντων σχηματισμού των ρευμάτων των Βουναλίων, η οποία έχει προσδιορισθεί σε 0,48 Ma (Φυτίκας, 1977). Πιο συγκεκριμένα, ραδιοχρονολογήσεις σε ρυολιθικές ροές λάβας του ηφαιστείου της Φυριπλάκας έχουν δώσει ηλικίες της τάξης των 0,48, 0,14 και 0,9 Ma (ytikas et al., 1976, ytikas et al., 1986). Παρά το νεαρό της ηλικίας του, το ηφαιστειακό αυτό συγκρότημα προσβάλλεται από δύο ακόμη νεότερα συστήματα ρηγμάτων, τα οποία έχουν διευθύνσεις ΔΒΔ-ΑΝΑ και ΒΒΑ-ΝΝΔ, αντίστοιχα. Πιθα- 14

νά, τα ρήγματα αυτά είναι υπεύθυνα για τη δημιουργία του μικρού εσωτερικού κώνου, καθώς και των ρευμάτων λάβας, που εξαπλώθηκαν στα βόρεια και βορειοανατολικά, ενώ κατέστρεψαν και μικρό τμήμα του κύριου κρατήρα (Φυτίκας, 1977). ΕΙΚ. 2.7 Στρωματογραφική στήλη από την περιοχή της Φυριπλάκας στη νήσο Μήλο (Stewart and McPhie, 2006). Τα προϊόντα του κύριου κρατήρα είναι, από πετρολογικής απόψεως, ρυόλιθοι περλιτικής υφής, με θεμελιώδη μάζα εντελώς υαλώδη, πολύ όξινη και με φαινοκρυστάλλους πλαγιοκλάστων, χαλαζία, σανίδινου, βιοτίτη και σπάνια πυρόξενων, ενώ συχνή είναι και η παρουσία σιδηρούχων ορυκτών. Οι ηφαιστίτες των εσωτερικών ρευμάτων λάβας, πετρολογικά, δεν διαφέρουν από τους ρυόλιθους περλιτικής υφής, 15

του κύριου κρατήρα. Μερικές φορές οι περλιτικές λάβες, μικροσκοπικά, μοιάζουν κατακερματισμένες και επανασυνδεδεμένες με ύαλο (Φυτίκας, 1977). ΕΙΚ. 2.8 Πανοραμική όψη του μεγάλου κρατήρα της Φυριπλάκας. Δεξιά διακρίνονται τα ρεύματα της λάβας των Βουναλίων και ο μικρός εσωτερικός κώνος (Φυτίκας, 1977). Μία χαρακτηριστική πρόσφατη ηφαιστειακή δραστηριότητα και σχεδόν σύγχρονη με αυτή του συγκροτήματος της Φυριπλάκας, όπως προαναφέρθηκε, έχει εκδηλωθεί στα βορειοδυτικά αυτού με τον σχηματισμό ρευμάτων λάβας, τα οποία είχαν μεγάλο ιξώδες και έλαβαν σημαντική έκταση. Οι σχηματισμοί, αυτοί, παρουσιάζουν χαρακτηριστική μορφολογία λοφίσκων και καλούνται Βουνάλια (εικόνα 2.8). Παρ ότι η μορφολογία των πολυάριθμων λοφίσκων παραπέμπει στη παρουσία μικρών δόμων, η παρουσία πολύ πυκνών επιφανειών ροής, η σχεδόν κισσηρώδης υφή των λαβών, που οφείλεται στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού φυσαλίδων, καθώς και η ευθυγράμμιση στη διεύθυνση της φυσικής κλίσης (διεύθυνση ροής του ρεύματος) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για περισσότερα από ένα ρεύματα λάβας, τα οποία εξήλθαν από τη Φυριπλάκα μετά το σχηματισμό του κύριου κρατήρα (Φυτίκας, 1977). Από πετρολογικής άποψης, πρόκειται για λάβες όμοιες με αυτές του συγκροτήματος της Φυριπλάκας. Είναι ρυόλιθοι με περλιτική υφή, δηλαδή με υαλώδη θεμελιώδη μάζα και φαινοκρυστάλλους χαλαζία, πλαγιοκλάστων και βιοτίτη. 16

Όμοιο με το ηφαίστειο της Φυριπλάκας, είναι το ηφαίστειο του Τράχηλα, που βρίσκεται βορειοδυτικά από την Πλάκα, την πρωτεύουσα της νήσου Μήλου, στο βόρειο τμήμα του νησιού. Το πραγματικό ύψος του κώνου του ηφαιστείου είναι μικρότερο από 100 m και το μεγαλύτερο υψόμετρό του αγγίζει, περίπου, τα 140 m, ενώ η διάμετρός του υπολογίζεται ότι ήταν 900 m. Το μόνο τμήμα του ηφαιστείου που διασώζεται είναι το μεσημβρινό. Τα υπόλοιπα τμήματα καταστράφηκαν από την πορεία των ρευμάτων λάβας, τα οποία κλείνουν τη δραστηριότητα του ηφαιστείου κατά τρόπο όχι εκρηκτικό. Σημειώνεται ότι, ραδιοχρονολόγηση σε ρυολιθική ροή λάβας από την περιοχή του Τράχηλα έδωσε ηλικία της τάξης των 0,37 Ma (ytikas et al., 1986). Στο ηφαίστειο του Τράχηλα (εικόνα 2.9), διακρίνεται μικρότερη διαλογή των εκρηκτικών προϊόντων του, με μεγαλύτερη συχνότητα μεγάλων τεμαχών μέσα στο λεπτομερές υλικό και πολυάριθμα θραύσματα από περισσότερο βασικές λάβες, οι οποίες ανήκουν σε προηγούμενες ηφαιστειακές δραστηριότητες. Στο υψηλότερο τμήμα του ηφαιστείου απαντώνται τέφρες κοκκινωπού χρώματος, οι οποίες έχουν αποτεθεί σε χερσαίο περιβάλλον (Φυτίκας, 1977). EIK. 2.9 Στρωματογραφική στήλη από την περιοχή του Τράχηλα στη νήσο Μήλο (Koukouzas, 1997, Koukouzas and Dunham, 1994). Από πετρολογικής απόψεως, τα προϊόντα του ηφαιστείου του Τράχηλα έχουν θεμελιώδη μάζα υαλώδη, με όξινη, διαυγή ύαλο και είναι πλούσια σε μικρούς, γενικά, φαινοκρυστάλλους χαλαζία, βιοτίτη και υδροξειδίων του σιδήρου. 17

Η S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε. έχει πραγματοποιήσει γεωχημικές αναλύσεις σε δείγματα περλίτη από την περιοχή του Τράχηλα και της Χιβαδόλιμνης (περιοχή στη Φυριπλάκα) από τις οποίες προέκυψαν τα στοιχεία του πίνακα 2.1 (από προσωπική επικοινωνία με S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε.). ΠΙΝ. 2.1 Στοιχεία γεωχημικών αναλύσεων από δείγματα περλίτη των περιοχών Τράχηλα και Χιβαδόλιμνης στη νήσο Μήλο (από προσωπική επικοινωνία με S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε.). Ιχνοστοιχεία (gr/t) ΤΡΑΧΗΛΑΣ ΧΙΒΑΔΟΛΙΜΝΗ Li 25 15 Rb 160 80 Sr 30 70 Ο περλίτης είναι ένα όξινο, ενυδατωμένο ηφαιστειακό γυαλί ρυολιθικής σύστασης το οποίο σύμφωνα με την θερμοδυναμική τείνει, με την πάροδο του γεωλογικού χρόνου, να αφυδατωθεί και να οδηγηθεί προς πιο κρυσταλλικές συνθήκες. Η ενυδάτωση προκαλεί οξείδωση του σιδήρου, απώλεια νατρίου και αύξηση του καλίου (Lipman, 1965, Aramaki and Lipman, 1965, Truesdell, 1966, Noble, 1967). Κάποια ιχνοστοιχεία παρουσιάζουν υψηλή κινητικότητα στο στάδιο της ενυδάτωσης ή της κρυστάλλωσης. Ιχνοστοιχεία όπως τα αλογόνα (Noble et al., 1967, Lipman et al., 1969), το λίθιο (Zielinski et al., 1977), το ρουβίδιο (Zielinski et al., 1977), το ουράνιο (Rosholt and Noble, 1969, Rosholt et al., 1971, Shatkov et al., 1970), το μολυβδαίνιο (Haffty and Noble, 1972), το κέσιο (Shatkov, 1971) και το βηρύλλιο (Shatkov et al., 1970, Steven et al., 1973) παρουσιάζουν μειωμένες συγκεντρώσεις στους πιο κρυσταλλικούς ρυόλιθους. Το στρόντιο έχει από την άλλη καταγραφεί να αυξάνεται στους πιο κρυσταλλικούς ρυόλιθους εν αντιθέσει με τους πιο υαλώδεις (Noble and Hedge, 1969). Συμπερασματικά, οι τιμές που αναφέρονται από την S&B Βιομηχανικά Ορυκτά Α.Ε. για τις γεωχημικές αναλύσεις σε δείγματα περλίτη από τη νήσο Μήλο (πίνακας 2.1) υποδεικνύουν ότι ο περλίτης του Τράχηλα παρουσιάζει αυξημένες συγκεντρώσεις σε λίθιο και ρουβίδιο και μειωμένες σε στρόντιο σε σχέση με τις αντίστοιχες που προκύπτουν για τον περλίτη από την περιοχή της Χιβαδόλιμνης. Σύμφωνα με την βιβλιογραφία το γεγονός αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, ο περλίτης που απαντάται στην περιοχή του Τράχηλα είναι λιγότερο κρυσταλλωμένος από αυτόν της Χιβαδόλιμνης και ως εκ τούτου και νεότερος ηλικιακά. 18

2.3 Τεκτονική Από υπαίθριες παρατηρήσεις γίνεται σαφής η παρουσία της έντονης ρηξιγενούς τεκτονικής που έχει επιδράσει στη Μήλο. Αναγνωρίζονται τα ακόλουθα κύρια συστήματα ρηγμάτων (Φυτίκας, 1977): - Το σύστημα ΔΒΔ-ΑΝΑ διεύθυνσης, το οποίο διατάσσεται παράλληλα προς τη διεύθυνση του ηφαιστειακού τόξου. Το σύστημα αυτό είναι ευδιάκριτο στο νότιο τμήμα, κοντά στην εμφάνιση των ασβεστόλιθων και πιθανά να είναι υπεύθυνο για τη δημιουργία της τεκτονικής ρηξιγενών τεμαχών (Block tectonics), λόγω της οποίας σχηματίζεται ένα σύνολο τεκτονικών κεράτων (Horsts) και τάφρων (Grabens) στο υποβάθρο. O τεκτονικός, αυτός, τύπος επηρεάζει και τα υπερκείμενα ηφαιστειακά πετρώματα. - Το σύστημα ΒΔ-ΝΑ διεύθυνσης, που φαίνεται να συντέλεσε ουσιαστικά στον σχηματισμό του μεγάλου κόλπου της Μήλου, του Αδάμαντα. - Το σύστημα Α-Δ διεύθυνσης, που παρατηρείται στο τεκτονικό κέρας της Κουτσουνόραχης. Το σύστημα αυτό είναι πολύ πιθανό να υπήρχε κατά την περίοδο έναρξης της ηφαιστειακής δράσης. - Το σύστημα Β-Ν διεύθυνσης, με αποκλίσεις έως και Β20Α-Ν20Δ, περίπου. Αυτό είναι πολύ διαδεδομένο και πιθανά επέτρεψε την έξοδο των μαγμάτων και την εκδήλωση στη συνέχεια του μεγαλύτερου μέρους της ηφαιστειακής δραστηριότητας, γεγονός που επεξηγείται παρατηρώντας τον προσανατολισμό πολλών δόμων και σημείων εξόδου λάβας. Τα ρήγματα αυτά είναι επικρατέστερα στο κεντρικό και ανατολικό τμήμα του νησιού. - Το σύστημα ΑΒΑ-ΔΝΔ διεύθυνσης, με τοπική, όμως, σημασία. Η ανύψωση τμήματος του υπόβαθρου στη θέση βόρεια της Λαγκάδας (ΑΒΑ της Ζεφύριας), δημιουργήθηκε για παράδειγμα από την επίδραση αυτού του συστήματος. Το ρηξιγενές σύστημα Β-Ν διεύθυνσης, σχημάτισε τις δύο τεκτονικές τάφρους του νησιού: τη μεγαλύτερη της πεδιάδας της Ζεφύριας, στην οποία εμφανίζεται μόνο το ηφαιστειακό κάλυμμα και τη μικρότερη όπου δημιουργήθηκε ο ισθμός Προβατά-Χιβαδολίμνης. Αντίθετα, τα τεκτονικά κέρατα είναι πολυάριθμα και δημιουργήθηκαν από ρήγματα με διάφορες διευθύνσεις, με επικρατέστερη τη διεύθυνση Α-Δ (κέρας Κουτσουνόραχης). 19

Στη Μήλο αναγνωρίζονται τρεις τεκτονικές φάσεις. Η πρώτη είναι σύγχρονη με την αλπική ορογένεση και έχει ολιγοκαινική ηλικία (Φυτίκας, 1977). Ο Λιάτσικας (1949) υποστηρίζει ότι η φάση αυτή είχε μικρή ένταση λόγω του ότι έχει επηρεάσει τους ασβεστόλιθους του νησιού σε μικρό βαθμό. Σύμφωνα με τον Φυτίκα (1977), οι ασβεστόλιθοι είναι μετά-αλπικής ηλικίας. Στη δεύτερη φάση, στην αρχή του Τεταρτογενούς, λαμβάνει χώρα έντονη ρηξιγενής τεκτονική (Βαλαχική φάση). Οι ασβεστόλιθοι και οι ηφαιστειακοί τόφφοι δεν εμφανίζουν ίχνη πτύχωσης. Κατά τον Λιάτσικα (1949), η φάση αυτή επηρέασε τους τόφφους αλλά όχι τους δόμους της Μήλου. Κατά τον Φυτίκα (1977), η άκαμπτη αυτή τεκτονική συνεχίστηκε ή τουλάχιστον επαναδραστηριοποιήθηκε και μετά την Βαλαχική ορογένεση, δίνοντας την τρίτη τεκτονική φάση. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τη παρουσία των ρηγμάτων που τέμνουν όχι μόνο το πράσινο λαχάρ αλλά και τα πυροκλαστικά προϊόντα του κρατήρα της Φυριπλάκας. Η δεύτερη περίοδος (Βαλαχική φάση) χαρακτηρίζεται από συνεχείς εναλλαγές αποθέσεων χερσαίων και θαλάσσιων τόφφων, ενώ η τελευταία περίοδος (μετά την απόθεση του πράσινου λαχάρ) είναι κυρίως τεκτονική καταβυθίσεων, που εξαφάνισε τα κρυσταλλικά υψώματα στα ανατολικά και τα νότια του νησιού (Φυτίκας, 1977). Η τεκτονική αυτή είναι υπεύθυνη για το σημερινό σχήμα της Μήλου αλλά και για την καταβύθισή της που συνεχίζεται. Σε νεοτεκτονική μελέτη για το νησιώτικο σύμπλεγμα της Μήλου έχει προταθεί (Σημαιάκης, 1985): - Μία περίοδος εφελκυσμού κατά το Πλειόκαινο, η οποία χαρακτηρίζεται από διεύθυνση ΒΑ-ΝΔ και συνδέεται με ένα μεγάλο σύστημα ρηγμάτων. - Ενδείξεις για μια μετα-πλειοκαινική φάση συμπίεσης (που αναφέρεται επίσης από διάφορους ερευνητές σε πολλές περιοχές του Αιγαίου) με διεύθυνση ΒΒΔ- ΝΝΑ. - Μία περίοδο εφελκυσμού, που επικρατεί σε όλο το Τεταρτογενές και χαρακτηρίζεται από διεύθυνση ΒΔ-ΝΑ. Η περιοχή της Μήλου αντανακλά την τεκτονική του ευρύτερου Αιγιακού χώρου, ο οποίος βρίσκεται υπό την επίδραση εκτεταμένου εφελκυστικού πεδίου που λαμβάνει χώρα από το Μέσο-Ανώτερο Μειόκαινο μέχρι σήμερα (Mercier et al., 1976, Mercier, 1977). 20

ΕΙΚ. 2.10 Απλοποιημένος γεωλογικός χάρτης της νήσου Μήλου όπου παρουσιάζονται οι κύριες ηφαιστειακές φάσεις και η συσχέτισή τους με την τεκτονική του νησιού (ytikas et al., 1986). 21

Από τη στατιστική ανάλυση των γραμμικών τεκτονικών στοιχείων προκύπτει ότι, όλες οι σύγχρονες τεκτονικές γραμμές ακολουθούν προϋπάρχουσες γεωλογικές δομές. Ο συνδυασμός των δυο κυριοτέρων εφελκυστικών φάσεων, Πλειόκαινου και Τεταρτογενούς, έπαιξε ουσιαστικό ρόλο τόσο στην εξέλιξη της ηφαιστειότητας όσο και στην διαμόρφωση της περιοχής σε συστήματα κεράτων και τάφρων. Η εξέλιξη της ηφαιστειότητας μπορεί να περιγραφθεί ως εξής (Σημαιάκης, 1985): - Στην πρώτη περίοδο εφελκυσμού, κατά το Κατώτερο Πλειόκαινο, αντιστοιχεί η πρώτη φάση ηφαιστειότητας με ρυολιθικές λάβες. - Το τέλος της πρώτης ηφαιστειότητας συμπίπτει με τη φάση συμπίεσης του Κατώτερου Τεταρτογενούς και με την έναρξη μιας δεύτερης φάσης ηφαιστειότητας με ασβεσταλκαλικές λάβες. Η φάση συμπίεσης και ο τύπος των λαβών που τη συνόδευσαν υποδεικνύουν μία επιτάχυνση στη σύγκλιση των λιθοσφαιρικών πλακών (McKenzie, 1970). - Με το τέλος της φάσης συμπίεσης του Κατώτερου Τεταρτογενούς αρχίζει η διαφοροποίηση των ανδεσιτικών μαγμάτων σε διαφορετικά βάθη, ενώ οι κατακόρυφες κινήσεις και μετατοπίσεις που συνοδεύουν την επανάληψη του εφελκυσμού από το μέσο Τεταρτογενές μέχρι σήμερα ευνοούν την άνοδο και την επακόλουθη εναπόθεση των διαφοροποιημένων ηφαιστειακών προϊόντων της τελευταίας ηφαιστειακής δραστηριότητας (ρυολιθικές λάβες του Τεταρτογενούς) (Angelier et al., 1977). 22

3. Η ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ 3.1 Η εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Μήλου κατά την αρχαιότητα Η Μήλος από τη Νεολιθική εποχή στηρίχθηκε εν πολλοίς στην εξόρυξη, την επεξεργασία και την εμπορία της μεγάλης ποικιλίας ορυκτών που διέθετε στο υπέδαφος της. Από τα εν λόγω ορυκτά δεν ήταν εφικτή η εξαγωγή κάποιου μετάλλου, η εφαρμογή τους, όμως, σε ειδικές χρήσεις οδήγησε στην ανάπτυξη της παραγωγής και της εμπορίας τους. Οι χρήσεις των εξορυχθέντων ορυκτών ήταν οι ακόλουθες (Οικονομόπουλος, 1998): - Θείο: Μεγάλες ποσότητες θείου εξορύχθησαν κατά την αρχαιοελληνική περίοδο στη Μήλο και χρησιμοποιήθηκα για απολυμαντικούς, αντισηπτικούς και θρησκευτικούς σκοπούς. - Πωρόλιθοι: Χρησιμοποιήθηκαν από την αρχιτεκτονική σε μεγάλα για την εποχή οικοδομήματα και δημόσια κτίρια. - Τραχείτης: Μεγάλες ποσότητες τραχείτου εξορύχθησαν στα λατομεία της Μήλου. Ο τραχείτης χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή μυλόλιθων (μυλόπετρες) για άλεση δημητριακών αλλά και σκληρότερων υλών. Πιθανόν εξαγόταν και στο Λαύριο, για την κατάτμηση του μεταλλεύματος. - Καολίνης: Τον χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι για να επιτύχουν το λευκό χρώμα. Ακόμη, χρησιμοποιήθηκε και στην αγγειοπλαστική. - Κίσσηρις (ελαφρόπετρα): Χρησιμοποιήθηκε για τη λείανση μωσαϊκών, δερμάτων, καθώς και άλλων υλικών. - Αλουνίτης (στυπτηριάτης λίθος ή στυπτηρία): Χρησιμοποιήθηκε στη φαρμακευτική, ως δραστικό φάρμακο ή συστατικό φαρμάκων. Πέραν τούτων, χαλαζιακές άμμοι και διάφορα σύμπλοκα πυριτικά ορυκτά χρησίμευαν σε αρκετές εφαρμογές. Ακόμη και στους επακολουθήσαντες αιώνες παρακμής των νησιών του Αιγαίου, όπως οι ρωμαϊκοί και οι πρώτοι βυζαντινοί χρόνοι, η Μήλος συνέχισε τη λατομική της δραστηριότητα. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, οι Ρωμαίοι απαγόρευσαν τη λειτουργία όλων των ελληνικών μεταλλείων με μικρές κατά περιόδους εξαιρέσεις. Δεν συνέβη όμως το ίδιο 23

και με τα λατομεία. Τα λατομικά προϊόντα και ορυκτά που ήταν χρήσιμα στην οικοδομική, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, την ιατρική και σε άλλες τέχνες και επιστήμες ήταν πολλά στην Ελλάδα και ασυναγώνιστα σε ποιότητα. Έτσι, η Μήλος γνώρισε οικονομική άνθηση κατά τη Ρωμαϊκή κυριαρχία, χάρη στα προϊόντα των ορυχείων της που ήταν μοναδικά και πανάκριβα στην αυτοκρατορία. Συνεχίστηκε, συνεπώς, έντονα η παραγωγή τραχείτου, θείου, αλουνίτη, κισσήρεως, κ.λπ. Η Ρώμη απορροφούσε όλες τις ποσότητες της κισσήρεως, η οποία χρησιμοποιούνταν για το στίλβωμα των περίφημων ψηφιδωτών. Ο αλουνίτης ήταν είδος εν ανεπάρκεια, δεδομένου ότι θεωρείτο ο καλύτερος της αυτοκρατορίας. Το θειάφι έφθανε με καράβια στα μεγάλα λιμάνια της αυτοκρατορίας, ενώ η αρμενική βώλος, ένα άλλο περιζήτητο μηλέϊκο ορυκτό, πήγμα πυριτικού αργιλίου με υδροξείδια του μαγγανίου και του σιδήρου, ελαφρώς ερυθρωπού χρώματος, χρησιμοποιήθηκε στην ιατρική ως ξηραντικό και αιμοστατικό. Από την αρχή της Βυζαντινής περιόδου μεγάλη ακμή γνώρισε και η παραγωγή μυλόπετρας που εξαγόταν ακόμη και στην Αίγυπτο και την Ιταλία. Χαρακτηριστική είναι η ύπαρξη "κομμέρκιον" (τελωνείο) για τα ορυκτά στη Μήλο. Είναι γνωστό ότι, η Βυζαντινή Διοίκηση δεν συνέλαβε τη σημασία της ορθολογικής εκμεταλλεύσεως του άφθονου και ποικίλου ορυκτού πλούτου της Αυτοκρατορίας, προς ενδυνάμωση της ισχύος της. Ενδιαφέρθηκε περισσότερο για το χρυσό, τον άργυρο και τους πολύτιμους λίθους. Το σφάλμα αυτό, σε συνδυασμό με την αδιαφορία για την ανάπτυξη όλων των τομέων της οικονομίας, την οδήγησαν προς το χάος και το οικτρό τέλος της, το 1453 μ.χ.. Σ αυτό το λάθος υπέπεσε και η Οθωμανική αυτοκρατορία με αποτέλεσμα να έχει και αυτή κακό τέλος, όπως και η Βυζαντινή. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας ελάχιστα μικρά μεταλλεία λειτουργούσαν στον ελλαδικό χώρο, στη Θάσο, την Εύβοια, τη Σίφνο και τη Θράκη και αυτά με υποτυπώδη τρόπο. Εκείνα που εργάζονταν αποδοτικά ήταν τα μεταλλεία της Χαλκιδικής, στα περίφημα Μαντεμοχώρια. Στη Μήλο οι κάτοικοι απέφευγαν την έντονη μεταλλευτική δραστηριότητα για να μη δίνουν αφορμή στους κατακτητές να αυξάνουν τη φορολόγηση τους. Σημαντικό, άλλωστε, ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι, οι Κυκλαδίτες έζησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα κατά την Τουρκοκρατία κάτω από καθεστώς τριπλής κυριαρχίας: Τούρκων, Λατίνων και πειρατών. Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά τις πρωτοφανείς επιδρομές του Μπαρμπαρόσσα στο Αιγαίο, τον 16ο αιώνα μ.χ., η Μήλος, με το ευρύχωρο λιμάνι της, εξήγε εκτός από ορισμένα αγροτικά προϊόντα, θειάφι, 24

στυπτηρία και αλάτι, από τις περίφημες αλυκές της. Κατασκεύαζαν, ακόμη, χειρόμυλους, τους οποίους εξήγαν στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο, την Πελοπόννησο, τη Ζάκυνθο την Κεφαλληνία και την Ανκόνα. Ως αποτέλεσμα αυτών, μεταξύ 1600 και 1700 μ.χ. το νησί παρουσίαζε ζωηρή εμπορική κίνηση, η οποία ενδεχομένως οφειλόταν και στις αγοροπωλησίες της λείας των διαφόρων πειρατών. Οκτώ χιλιάδες χρόνια μετά την υπολογιζόμενη έκρηξη και την ιστορική καταγραφή της μεταλλευτικής δραστηριότητας, η Μήλος εξακολουθεί να στηρίζει σε σημαντικό βαθμό την οικονομική της ανάπτυξη, καθώς και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της στην εκμετάλλευση του ορυκτού της πλούτου. 25

3.2 Η συστηματική εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Μήλου κατά τους νεότερους χρόνους Μετά την απελευθέρωση και 30 τουλάχιστον χρόνια μετά τη σύσταση του, το Ελληνικό κράτος αρχίζει να ασχολείται περισσότερο συστηματικά με τα μεταλλεία. Στις 24 Αυγούστου του 1861 δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως ο πρώτος νόμος "περί μεταλλείων, ορυχείων και λατομείων". Μέχρι τότε εξορύσσονταν στη χώρα μικρές μόνο ποσότητες λιγνιτών, σμύριδος, θηραϊκής γης, γύψου και μυλόπετρων. ΕΙΚ. 4.1.1 Χάρτης της νήσου Μήλου, με σημειωμένες τις περιοχές όπου απαντώνται τα βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα (Οικονομόπουλος, 1998). Ακολούθως, δίδεται χρονολογικά η μεταλλευτική ιστορία της νήσου Μήλου (Οικονομόπουλος, 1998): - Το 1862 γίνεται η πρώτη παραχώρηση μεταλλείου στην Ελλάδα, έπ ονόματι του Βασ. Μελά, προς εκμετάλλευση θείου στη θέση Παλιόρεμμα της Μήλου. Αργότερα το δικαίωμα αυτό επεκτάθηκε και σε άλλες θέσεις. Σημειώνεται ότι, λίγα χρόνια μετά άρχισαν οι εξελίξεις για την εκμετάλλευση των μεταλλείων Λαυρίου που κατέληξαν στο περιβόητο Λαυρεωτικό ζήτημα (1871-73) και στην παραίτηση δύο κυβερνήσεων. 26

- Το 1890 τα θειωρυχεία της Μήλου βρίσκονταν σε πλήρη παραγωγή, περίπου 15.000 τόνων ετησίως. Η παραγωγή διεκόπη το 1905. - Το 1886 η εταιρεία "Σίφνος - Εύβοια" εξορύσσει μετάλλευμα γαληνίτη και αργυρούχου μολύβδου στην περιοχή Τριάδες, αφού προηγουμένως, από το 1883, είχε αρχίσει να ασχολείται με συναφή μεταλλεύματα στην ίδια περιοχή. - Το 1890 άρχισε η εκμετάλλευση κοιτάσματος μαγγανίου (πυρολουσίτη) στη θέση Βάνι, η οποία διεκόπη οριστικά το 1928. - Το 1899 διαπιστώθηκε η σπουδαιότητα των καολίνων της Μήλου, η παραγωγή των οποίων κατά τη δεκαετία του 1960 ανερχόταν σε 100.000 τόνους ετησίως. Το 1925 κτίστηκε το εργοστάσιο Κλωναρίδη για την επεξεργασία καολίνη. - Το 1934 η Α.Ε.Ε. Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης αποκτά τα δικαιώματα εξόρυξης της βαρυτίνης και εγκαθίσταται στη Μήλο, στην περιοχή Βούδια. Αρχίζει συστηματικά μια σοβαρή προσπάθεια βιομηχανοποίησης των ορυκτών προϊόντων της Μήλου. Η εταιρεία σταδιακά γιγαντώνεται και κυριαρχεί στην παραγωγή μπεντονίτη και περλίτη. - Το 1952 η εταιρεία Γ. Μπούρλος εγκαθίσταται στη Μήλο και ασχολείται με την εξόρυξη και την εμπορία καολίνη και μπεντονιτη. Σημειώνεται ότι, ο χημικός μηχανικός Γ. Μπούρλος υπήρξε εκ των πρώτων μελετητών του ελληνικού μπεντονίτη. - Το 1952 οι αδελφοί Σβορώνοι, μαζί με τους αδελφούς Ζάννου και τον Η. Τριάντη ιδρύουν την εταιρεία "Α.Ε. Θειωρυχεία Μήλου". Ο Ιάσωνας Σβορώνος, το 1938, είχε λάβει δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την μέθοδο απολήψεως του θείου από τα θειούχα πετρώματα. - Το 1953 εγκαθίσταται στη Μήλο η εταιρεία Μυκομπάρ και ασχολείται με την εξόρυξη μπεντονίτη. - Το 1955 άρχισαν οι πρώτες φορτώσεις μπεντονίτη για το εξωτερικό και λίγο αργότερα, το 1957, οι πρώτες φορτώσεις περλίτη, η σπουδαία σημασία του οποίου είχε διαπιστωθεί ήδη από το 1954. - Το 1955 η εταιρεία Μ. Παπαμιχαήλ Α.Ε., θυγατρική της Τσιμέντα ΤΙΤΑΝ Α.Ε., αποκτά το 50% της εταιρείας ΕΜΧΕ που είχε εγκατασταθεί στη Μήλο το 1947 και δραστηριοποιείτο στην εκμετάλλευση του καολίνη. - Το 1956 σταμάτησε η εξόρυξη μυλόπετρων. - Το 1958 η Α.Ε. Θειωρυχεία Μήλου κηρύχθηκε σε πτώχευση και λίγο αργότερα η Α.Ε. Μεταλλεία Βωξίται Ελευσίνος, του συγκροτήματος Σκαλιστήρη, αγόρασε τα 27

θειωρυχεία Μήλου (1961), τα οποία αργότερα περιήλθαν στην Α.Ε. Επιχειρήσεων Μ.Β.Ν. (1978). - Το 1984 η εταιρεία ΕΛΜΕ, θυγατρική της Τσιμέντα ΤΙΤΑΝ Α.Ε., άρχισε την εξόρυξη ποζολάνης στην περιοχή Ξυλοκερατιά. - Το 1988 η εταιρεία ΛΑΒΑ Α.Ε., θυγατρική της ΑΓΕΤ', εγκαθίσταται στη Μήλο και δραστηριοποιείται στην εξόρυξη ποζολάνης, από το 1990. - Το 1992 η Α.Ε.Ε. Αργυρομεταλλευμάτων & Βαρυτίνης, κατόπιν διεθνούς πλειοδοτικού διαγωνισμού, αποκτά τα σχετικά μεταλλευτικά δικαιώματα και αρχίζει στη Μήλο τις έρευνες για τον εντοπισμό κοιτασμάτων επιθερμικού χρυσού. Τέλος, πρέπει να αναφερθούν και οι προσπάθειες της ΔΕΗ προς εκμετάλλευση της ενθαλπίας του υπεδάφους, δηλαδή της γεωθερμικής ενέργειας. Το 1993, μετά από διαρροή στις εγκαταστάσεις του γεωθερμικού πεδίου και τα προβλήματα που προέκυψαν, οι σχετικές εργασίες, οι οποίες είχαν αρχίσει λίγα χρόνια πριν με τη συνεργασία της Ιαπωνικής εταιρείας Μιτσουμπίσι, ανεστάλησαν έπ αόριστον, ενώ οι Αλυκές Μήλου, που αποτελούσαν κρατική επιχείρηση και μονοπώλιο από την περίοδο της Τουρκοκρατίας, παραχωρήθηκαν το 1985 προς εκμετάλλευση στην Α.Ε. Ελληνικές Αλυκές. Η περιγραφή της μεταλλευτικής ιστορίας της Μήλου, σε συνδυασμό με τη γεωλογική της δομή, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, το έδαφος και το υπέδαφος της Μήλου περικλείει μια μεγάλη ποικιλία πετρωμάτων, μεταλλευμάτων και ορυκτών, καθώς και μία πληθώρα γεωλογικών φαινομένων που καθιστούν το νησί αυτό καθ αυτό όχι απλά ένα μεγάλο μεταλλευτικό μουσείο αλλά ένα πολυποίκιλο γεωλογικό πάρκο. 28

4. ΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΟΡΥΚΤΑ ΚΑΙ ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΟΥ ΜΗΛΟΥ Οι ορυκτές πρώτες ύλες μπορούν να διακριθούν σε τρεις γενικές κατηγορίες: τα μεταλλικά ορυκτά, τα βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα και τις ενεργειακές πρώτες ύλες. Με τον όρο βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα εννοούμε, κυρίως, εκείνα τα ορυκτά και πετρώματα που δεν ανήκουν στα μεταλλικά ορυκτά ή τις ενεργειακές πρώτες ύλες και τα οποία παρουσιάζουν οικονομικό ενδιαφέρον και χρησιμοποιούνται, επεξεργασμένα ή όχι, ως πρώτες ύλες, ή ως προσθετικά. Η χρήση των βιομηχανικών ορυκτών βασίζεται, κύρια, στις φυσικές τους ιδιότητες (ειδικό βάρος, κατάλληλη σκληρότητα, μονωτική ικανότητα, πορώδες, πλαστικότητα, κ.λ.π.), οι οποίες εξαρτώνται από την κρυσταλλική δομή και την ορυκτολογική σύσταση της πρώτης ύλης. Αντίθετα, η χρήση των μεταλλικών ορυκτών, καθώς και των ενεργειακών πρώτων υλών, βασίζεται στη χημική τους σύσταση (Περράκη-Λοϊσίου, 2007). Ο ακριβής όμως διαχωρισμός των τριών κατηγοριών των ορυκτών πρώτων υλών είναι μερικές φορές αδύνατος, με αποτέλεσμα σε κάθε ομάδα να περιλαμβάνονται υλικά τα οποία μπορούν να καταταγούν και στις άλλες ομάδες, οδηγώντας σε επικάλυψη. Για παράδειγμα, ουρανιούχα ορυκτά μπορούν να καταταγούν τόσο στην ομάδα των μεταλλικών ορυκτών όσο και σ αυτή των ενεργειακών πρώτων υλών. Επίσης, οξείδια του τιτανίου υπάγονται στην ομάδα των μεταλλικών ορυκτών, ενώ παράλληλα μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν λευκή χρωστική, εφαρμογή που ανήκει στην κατηγορία των βιομηχανικών ορυκτών και πετρωμάτων (Χατζηπαναγιώτου, 2006). Στην κατηγορία των βιομηχανικών ορυκτών και πετρωμάτων συμπεριλαμβάνονται τα μη μεταλλικά ορυκτά, τα οποία αποτελούν και το μεγαλύτερο μέρος της κατηγορίας αυτής, οι φυσικοί και τεχνητοί πολύτιμοι λίθοι, όπως είναι το διαμάντι, το ζαφείρι κ.λ.π., τα συνθετικά υλικά, όπως ο συνθετικός βολλαστονίτης, το τσιμέντο, οι μεταλλευτικές σκουριές, η "ιπτάμενη τέφρα", καθώς και ορισμένα μεταλλικά ορυκτά (π.χ. τιτανίτης, ιλμενίτης κ.α.). Τα βιομηχανικά ορυκτά και πετρώματα και κατ επέκταση οι ορυκτές πρώτες ύλες, υπήρξαν ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο από τους προϊστορικούς χρόνους, καθώς αποτέλεσαν τα πρώτα υλικά που χρησιμοποίησε για να κατασκευάσει 29