«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ

Σχετικά έγγραφα
Ενότητα 10 η : Κοινοβουλευτική αρχή

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Πρόταση εμπιστοσύνης

Η πολιτική αντίθεση μονάρχη-κοινοβουλίου

Ενότητα 13 η : Απαλλαγή Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της Η Διάλυση της Βουλής

ΟΙ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

16η ιδακτική Ενότητα Η ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΕΡΓΟΥΛΗ EΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Εργασία στο Συνταγµατικό ίκαιο

Η ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ & Η ΔΙΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

Ενότητα 11 η : Αρχή δεδηλωμένης Διορισμός πρωθυπουργού

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ενότητα 12 η : Η υπουργικη ευθυνη

Η Εκτελεστική Εξουσία. Δρ. Κωνσταντίνος Αδαμίδης

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

«Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ Ε ΗΛΩΜΕΝΗΣ» ΑΡΘΡΟ 37 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Κάθε πότε γίνονται εκλογές; Κάθε τέσσερα χρόνια, εκτός αν η Βουλή διαλυθεί νωρίτερα.

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Συνταγματικό Δίκαιο Ασκήσεις

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

Eυρωπαϊκά συστήματα διακυβέρνησης: Η πρόταση εμπιστοσύνης και η πρόταση δυσπιστίας στα Συντάγματα της Ελλάδας και της Γαλλίας.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Προπτυχιακή Εργασία «Η Ανάδειξη της Κυβέρνησης» Μιχαήλ Νεραντζάκης

ΕΒΔΟΜΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ( ) ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2009 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΩΝ 1

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

18η ιδακτική Ενότητα Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ο Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΣΗΜΕΡΑ. 1.1 Εισαγωγή

7η ιδακτική Ενότητα ΕΚΛΟΓΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΡΓΑΣΙΑ. ΘΕΜΑ: Ερµηνεία του άρθρου 37 παρ. 1 και 2 σύµφωνα µε τη γραµµατολογική µέθοδο.

Ενότητα 8 η : Η Βουλή

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Η ΑΝΑ ΕΙΞΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΘΕΟ ΩΡΑ ΦΙΡΙΓΓΟΥ

5η ιδακτική Ενότητα ΠΩΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ Επιτροπή Συνταγµατικών Υποθέσεων ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΤΟ ΕΞΕΛΙΓΜΕΝΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ Ε ΗΛΩΜΕΝΗΣ

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

Το Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία των Πολιτών Ως κορυφαία πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΕΔ ΗΠΕΙΡΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

ΘΕΜΑ: Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΕΔΗΛΩΜΕΝΗΣ ΕΤΟΣ ΣΥΓΓΡΑΦΗΣ: ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ: ΠΙΤΣΑΡΗ ΣΤ. ΑΣΠΑΣΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ ΜΗΤΡΩΟΥ:

Το Πρώιµο Κοινοβουλευτικό Σύστηµα

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΙΚΑΙΟΥ

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόµενων διατάξεων

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

9. Έννοια του κράτους Στοιχεία του κράτους Μορφές κρατών Αρχές του σύγχρονου κράτους... 17

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Συνθήκη της Λισαβόνας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΝΣΤ. Τρίτη 23 Δεκεµβρίου 2014

Τα σχέδια άρθρων 38 και 39 βασίζονται απευθείας στα συµπεράσµατα της Οµάδας IX.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

7597/18 ΔΛ,ΔΛ/γομ/ΔΛ 1 DRI

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΒΔΟΜΗ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ( ) ΙΟΥΛΙΟΣ 2009 ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΣΕ ΣΩΜΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Ένα ερµηνευτικό παράδειγµα από το Σύνταγµα» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αιτιολόγηση: Το κίνημα στο Γουδί εκδηλώθηκε στις 15 Αυγούστου του 1909.

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Προτεινόμενη. Ισχύουσα διάταξη

Κύριο Νικόλαο Βούτση Πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων. Αθήνα, 27 Απριλίου 2017 Α.Π.:789. Αξιότιμε κ. Πρόεδρε,

Φορείς των νέων ιδεών ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ

(ΦΕΚ.) ΠΡΑΞΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΥ Κατεπείγουσα ρύθμιση για την οργάνωση της διαδικασίας διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου του 2015.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΗ ΝΑ. Τετάρτη 17 Δεκεµβρίου 2014

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΤΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Εισαγωγή στο Δίκαιο και Συνταγματικό Δίκαιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρωτ. Από τα επίσηµα Πρακτικά της ΙΘ, 31 Οκτωβρίου 2018, Συνεδρίασης της Ολοµέλειας της Βουλής, στην οποία ψηφίστηκε το παρακάτω σχέδιο νόµου:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ. Τομέας Δημοσίου Δικαίου

Πολιτική και Δίκαιο Γραπτή Δοκιμασία Α Τετραμήνου

1. Η έννοια του Συντάγματος

«ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΑΝΟΣ ΚΑΜΜΕΝΟΣ ΠΡΟΕΔΡΟΣ «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2017/0035(COD) της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Ε

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

Συνεργασία για την Ανοικτή Διακυβέρνηση. Σχέδιο Δράσης

Συνταγματικό Δίκαιο. Ενότητα 8: Συντακτική Εξουσία και Αναθεωρητική Λειτουργία

Η αντιπολίτευση στη µετεµφυλιακή Ελλάδα,

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Πρώτη Γραπτή Εργασία. Συνταγματικό και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Θέμα

5. Η γραπτή πρόταση αναθεώρησης άρθρου κατατίθεται στη Βουλή των Ελλήνων και λαμβάνει αριθμό πρωτοκόλλου που περιέχει και την ημερομηνία κατάθεσης.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΜΕ ΨΗΦΟΥΣ ΑΝΑ ΔΙΑΤΑΞΗ ΣΤΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ ΤΗΣ 14 Ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ ΔΙΑΤΑΞΗ ΝΑΙ ΟΧΙ ΠΑΡΩΝ ΣΥΝΟΛΟ. (κατάργηση παραγράφου)

Transcript:

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ: ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ: ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ: ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ «Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΑΤΗΡΗΣΗΣ» ΑΡΘΡΟ 84 ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΜΑΤΟΣ ΤΖΕΜΠΕΤΖΗ ΜΑΡΙΑ Α.Μ. 1340200400442 ΤΗΛ. 210 2813208 ΑΘΗΝΑ 2004

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαιο πρώτο: Το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα...σελ. 2 i. Ιστορική και νοµική έναρξη του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος..σελ. 2 ii. Οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος και οι περίοδοι εξέλιξης του..σελ. 3 Κεφάλαιο δεύτερο: Αρχή της διατήρησης...σελ. 5 i. Σχετική αρχή της διατήρησης.σελ. 5 ii. Απόλυτη αρχή της διατήρησης..σελ. 7 Κεφάλαιο τρίτο: Η πρόταση εµπιστοσύνης / δυσπιστίας στο ισχύον Σύνταγµα..σελ. 8 i. Πρόταση εµπιστοσύνης...σελ. 8 ii. Πρόταση δυσπιστίας σελ. 9 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ...σελ. 11 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...σελ. 12 1

Κεφάλαιο πρώτο: Το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα Πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα είναι το κυβερνητικό σύστηµα, κατά το οποίο η κυβέρνηση αναδεικνυόµενη από τον ανώτατο άρχοντα εξαρτάται από το κοινοβούλιο, δηλαδή διατηρείται από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ελεγχόµενη κατά τη διάρκεια του βίου της από τη µειοψηφία. 1 Το κοινοβουλευτικό σύστηµα αρχικά δηµιουργήθηκε προκειµένου να εξισορροπήσει τις σχέσεις µεταξύ του ανώτατου άρχοντα και της κυβέρνησης του αλλά και του ίδιου µε το κοινοβούλιο. Στη συνέχεια όµως εξελίχθηκε σε σύστηµα ρύθµισης των σχέσεων κυβέρνησης κοινοβουλίου, συµπολίτευσης αντιπολίτευσης. Η εξέλιξη και η διαµόρφωση του σε κάθε περίπτωση επηρεάστηκε από τις κρατούσες ιστορικές και πολιτικές συνθήκες. Πριν όµως από τη µελέτη της εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήµατος στην Ελλάδα απαραίτητη είναι η µελέτη του αµφιλεγόµενου ζητήµατος της έναρξής του. i. Ιστορική και νοµική έναρξη του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος Το ζήτηµα της έναρξης του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος στην Ελλάδα είναι ένα θέµα που έχει προκαλέσει ιδιαίτερη σύγχυση. Η σύγχυση αυτή οφείλεται στη γενικότερη σύγχυση που επικρατεί σχετικά µε τον κοινοβουλευτισµό καθώς και στην ελλιπή έρευνα της ιστορικής και πολιτικής πραγµατικότητας της εποχής. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσµα την ύπαρξη πάρα πολλών και συγκεχυµένων απόψεων πάνω στο θέµα. Για να καταλήξει όµως κανείς σε µια ορθή γνώµη πρέπει να ερευνήσει το θέµα και από τις δύο του πλευρές, την ιστορική και τη νοµική. Το ερώτηµα εποµένως πρέπει να είναι πότε ιστορικά εφαρµόστηκε το κοινοβουλευτικό σύστηµα στην Ελλάδα (ιστορική έναρξη) και πότε αναγνωρίστηκε από το Σύνταγµα (νοµική έναρξη). Η απάντηση στο πρώτο ερώτηµα τοποθετείται στο χρονικό εκείνο σηµείο από το οποίο άρχισε να εφαρµόζεται η αρχή, σύµφωνα µε την οποία «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου». Η ιστορική εποµένως έναρξη του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος σύµφωνα µε την κρατούσα στην ελληνική νοµική επιστήµη άποψη είναι το 1875, ο χρόνος δηλαδή διακήρυξης της «αρχής της δεδηλωµένης». Υποστηρίζεται δηλαδή ότι πριν το 1875 δεν υπήρχε κοινοβουλευτικό σύστηµα, ούτε ως σύστηµα ανάδειξης ούτε ως σύστηµα διατήρησης και οι όποιες κοινοβουλευτικές δραστηριότητες χαρακτηρίζονται «κοινοβουλευτικές 1 Ορισµός σύµφωνα µε τον ηµητρόπουλο Α., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ. 557. 2

τάσεις» ή «δείγµατα» κοινοβουλευτισµού. Η άποψη όµως αυτή δε συµβαδίζει µε την πραγµατικότητα καθώς το κοινοβουλευτικό σύστηµα εφαρµόζεται ως σύστηµα διατήρησης δέκα τρία χρόνια πριν από την αρχή της δεδηλωµένης. 2 Όσον αφορά τη νοµική έναρξη του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος αύτη τοποθετείται πολύ αργότερα το 1927, όταν αναγνωρίζεται πλέον expressis verbis στο συνταγµατικό κείµενο. Και η άποψη όµως αυτή δεν είναι ορθή αφού δε λαµβάνει υπόψη της τη ζωντανή πραγµατικότητα. Η ιστορική και η νοµική γένεση του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος συµπίπτουν. Το πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα περιέχεται στο Σύνταγµα του 1864. 3 ii. Οι τρεις διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος και οι περίοδοι εξέλιξής του. Το κοινοβουλευτικό σύστηµα αποτελεί ένα σύνολο συνταγµατικών κανόνων και αρχών. Κοινός παρονοµαστής αυτών των µερικότερων αρχών είναι η εξάρτηση της κυβέρνησης από την εµπιστοσύνη της βουλής. Με την ανάλυση αυτού του κοινού παρονοµαστή οδηγούµαστε στη διάκριση των τριών διαστάσεων του κοινοβουλευτικού συστήµατος. Η εξάρτηση λοιπόν βουλής και κυβέρνησης εµφανίζεται µε τρεις µορφές: Καταρχήν είναι σχέση αναφερόµενη στον έλεγχο της κυβέρνησης από τη βουλή. Είναι εξάρτηση που αφορά την ανάδειξη της κυβέρνησης στην εξουσία µε την εµπιστοσύνη της βουλής. Εποµένως η εξάρτηση αυτή έχει τρεις βασικές διαστάσεις. Την ανάδειξη, τον έλεγχο και τη διατήρηση της κυβέρνησης. Κάθε διάσταση του κοινοβουλευτικού συστήµατος, αποτελεί ένα µερικότερο σύστηµα, περιέχει ειδικότερες αρχές και κανόνες που διαµορφώνονται παράλληλα προς την εξέλιξη του γενικότερου συστήµατος. 4 Οι τρεις αυτές διαστάσεις του κοινοβουλευτικού συστήµατος δεν είναι ανεξάρτητες αλλά συνδέονται µεταξύ τους µε µια στενή αιτιώδη σύνδεση. Μέσα από την παρατήρηση δηλαδή της εξέλιξης του κοινοβουλευτικού συστήµατος µέχρι σήµερα καταλήγουµε στο συµπέρασµα ότι η λειτουργία της µίας διάστασης οδηγεί αναγκαία στη δηµιουργία και των άλλων. Η διάσταση του ελέγχου της κυβέρνησης από τη βουλή οδήγησε νοµοτελειακά στη δηµιουργία της δεύτερης διάστασης του κοινοβουλευτικού συστήµατος, της διατήρησης δηλαδή της κυβέρνησης στην εξουσία µε την εµπιστοσύνη της βουλής, διάσταση η οποία στη συνέχεια προκάλεσε την ανάπτυξη του κοινοβουλευτικού συστήµατος ως σύστηµα ανάδειξης της κυβέρνησης στην εξουσία. Η εµφάνιση των τριών διαστάσεων του κοινοβουλευτικού συστήµατος δεν έγινε ταυτόχρονα αλλά σταδιακά. Η εφαρµογή της καθεµίας συµπίπτει µε τις διάφορες περιόδους εξέλιξης του ελληνικού κοινοβουλευτισµού. ιακρίνουµε έτσι τρεις ιστορικές περιόδους: 2 ηµητρόπουλος Α., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ. 561. 3 ηµητρόπουλος Α., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ. 561 και Η γένεση του κοινοβουλευτικου συστήµατος κ.λ.π., σελ. 187 επ. 4 ηµητρόπουλος Α., Η γένεση του κοινοβουλευτικου συστήµατος κ.λ.π., σελ. 19. 3

i. 1844 1862 ii. 1862 1875 iii. 1875 1988 5 Κατά την πρώτη περίοδο (1844 1862), η οποία θα µπορούσε να ονοµαστεί περίοδος υποτυπώδους κοινοβουλευτισµού, το κοινοβουλευτικό σύστηµα εµφανίστηκε σαν σύστηµα ελέγχου. Στη φάση αυτή η βουλή απλώς ελέγχει τους αστικά και ποινικά υπεύθυνους υπουργούς. Αν και σύµφωνα µε τους κανόνες του Συντάγµατος του 1844 η περίοδος αυτή είναι περίοδος ισορροπίας µονάρχη κοινοβουλίου, στην πραγµατικότητα πρόκειται για µια φάση υπεροχής του µονάρχη. Την περίοδο αυτή το κοινοβουλευτικό σύστηµα δε λειτουργεί ως σύστηµα διατήρησης. Παρόλα αυτά είναι σηµαντικό ότι µε διάφορα παράνοµα µέσα επιδιώκεται η εξασφάλιση της ισορροπίας της βουλής και της κυβέρνησης. Η συνταγµατική καθιέρωση του ελέγχου της κυβέρνησης από τη βουλή οδήγησε αναγκαία στη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήµατος, στην εξάρτηση της διατήρησης της κυβέρνησης στην εξουσία από την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Εποµένως την επόµενη περίοδο (1862 1875) το σύστηµα ελέγχου µεταβάλλεται και λειτουργεί και ως σύστηµα διατήρησης της κυβέρνησης στην εξουσία µε την εµπιστοσύνη της βουλής. Στη φάση αυτή καθιερώνεται στη κοινοβουλευτική πρακτική η αρχή «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της βουλής». Συνταγµατικά όµως η αρχή αυτή αναγνωρίζεται πολύ αργότερα µε το Σύνταγµα του 1927. Παρά το γεγονός ότι την περίοδο αυτή το κοινοβουλευτικό σύστηµα λειτουργεί µόνο ως σύστηµα διατήρησης και όχι ανάδειξης της κυβέρνησης στην εξουσία, ασκεί σηµαντική επίδραση στη συγκεκριµένη διαδικασία. Το δικαίωµα πάντως του µονάρχη να διορίζει την κυβέρνηση της αρεσκείας του δεν αµφισβητείται. Για τη περίοδο αυτή χρησιµοποιούνται χαρακτηριστικά οι όροι «πρώιµος κοινοβουλευτισµός» και «πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα». Η περίοδος του πρώιµου κοινοβουλευτισµού κράτησε πολύ λίγο. Με τη διακήρυξη της αρχής της δεδηλωµένης το 1875 από τον πρωτοεµφανιζόµενο τότε πολιτικό Χαρίλαο Τρικούπη οι πολιτικοί σχηµατισµοί της εποχής διεκδίκησαν την εξουσία να προσδιορίζουν τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση. Το 1875 ξεκίνησε δηλαδή η λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήµατος ως συστήµατος ανάδειξης της κυβέρνησης στην εξουσία, περίοδος η οποία διήρκεσε µέχρι και τις µέρες µας. Η περίοδος αυτή διακρίνεται και σε δύο ηµιπεριόδους: α) ην ηµιπερίοδο σχετικής υπεροχής της βουλής (1875 1927) και β) την ηµιπερίοδο ουσιαστικής υπεροχής της βουλής, δηλαδή την περίοδο του σύγχρονου κοινοβουλευτικού συστήµατος (1927 1986 6 ). 5 ιάκριση σύµφωνα µε ηµητρόπουλο Α., Η γένεση του κοινοβουλευτικου συστήµατος κ.λ.π., σελ. 27 επ. 6 Με βάση την αναθεώρηση του 2001, η χρονολογία 1986 µπορεί να µετατραπεί σε 2001. 4

Κεφάλαιο δεύτερο: Αρχή της διατήρησης Η αρχή της διατήρησης είναι η κοινοβουλευτική αρχή σύµφωνα µε την οποία «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής». 7 Την αρχή αυτή πλαισιώνουν και προσδιορίζουν πολλοί άλλοι κανόνες, δευτερεύουσες ρυθµίσεις διαδικαστικής κυρίως φύσης, όπως είναι η έκφραση εµπιστοσύνης ή δυσπιστίας σε ορισµένο χρόνο, η υποχρέωση της κυβέρνησης να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης από τη Βουλή, µέσα σε ορισµένη προθεσµία κ.λ.π. Σύµφωνα µε την αρχή αυτή την κυβέρνηση διορίζει στην εξουσία ο ανώτατος άρχοντας και η Βουλή εκφράζει την εµπιστοσύνη η τη δυσπιστία της προς αυτή. Η αρχή αυτή ρυθµίζει µόνο τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία και όχι και την ανάδειξή της. Η αρχή της διατήρησης εµφανίζεται µε δύο µορφές, τη θετική και την αρνητική: α) µε τη θετική µορφή της εµφανίζεται ως διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία µόνο αν λάβει ψήφο εµπιστοσύνης από τη Βουλή, β) µε την αρνητική της µορφή εµφανίζεται ως υποχρέωση παραίτησης της κυβέρνησης από την εξουσία αν καταψηφιστεί από τη Βουλή. Οι δύο αυτές όψεις δεν είναι ανεξάρτητες αλλά συνδέονται αναπόσπαστα. εν είναι δυνατή η εφαρµογή της µιας χωρίς την εφαρµογή της άλλης. Από τη στιγµή που η κυβέρνηση διατηρείται στην εξουσία µε την ψήφο εµπιστοσύνης της Βουλής αναγκαία οφείλει και να παραιτηθεί αν λάβει ψήφο δυσπιστίας από αυτή. Η αρχή τη διατήρησης διακρίνεται σε σχετική και απόλυτη. i. Σχετική αρχή της διατήρησης Σχετική αρχή της διατήρησης είναι εκείνη η αρχή σύµφωνα µε την οποία «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της παρούσας (σε σύνοδο) Βουλής». Σύµφωνα µε την αρχή η κυβέρνηση έπρεπε να έχει την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου µόνο όταν η Βουλή ήταν σε σύνοδο, ενώ αυτό δεν ήταν απαραίτητο όταν η Βουλή δεν ήταν σε σύνοδο. Με τη µορφή αυτή εφαρµόστηκε στην Ελλάδα η αρχή της διατήρησης την περίοδο 1864 1875. 8 Η αρχή εφαρµοζόταν και πριν τη ρητή πρόβλεψή της από το Σύνταγµα του 1864. Στο Σύνταγµα αυτό ενσωµατώνεται η σχετική αρχή της διατήρησης, όχι όµως µε τη µορφή ρητά διαµορφωµένου κανόνα. Παρατηρείται δηλαδή το παράξενο φαινόµενο της εφαρµογής ενός θεµελιώδους συνταγµατικού κανόνα, χωρίς όµως ταυτόχρονα ο κανόνας αυτός να αναφέρεται ιδιαίτερα στο συνταγµατικό κείµενο. Το γεγονός ότι η αρχή της διατήρησης δεν αναγραφόταν ρητά στο Σύνταγµα δε σηµαίνει παράλειψη ούτε όµως και άρνηση ή αµφισβήτηση του κοινοβουλευτικού 7 Συντ. άρθρ. 84 1 εδ. α. 8 ηµητρόπουλος Α., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ. 563. 5

συστήµατος και συγκεκριµένα της κοινοβουλευτικής αρχής της διατήρησης. Ο πρώιµος κοινοβουλευτισµός άρχισε να εφαρµόζεται το 1862, χωρίς να αµφισβητηθεί την επόµενη περίοδο και µέχρι σήµερα. Οι όποιες διαφωνίες υπήρξαν αφορούσαν δευτερεύοντα ζητήµατα και ποτέ την ίδια τη διατήρηση της κυβέρνησης στην εξουσία µε την εµπιστοσύνη της Βουλής. Απόδειξη της έλλειψης αµφισβήτησης της αρχής αποτελεί το γεγονός ότι οι κοινοβουλευτικοί αγώνες από το 1862 δεν αφορούσαν την καθιέρωση της κοινοβουλευτικής αρχής της διατήρησης της κυβέρνησης την επέκτασή της και κατά την απουσία της Βουλής (περίοδος κυβέρνησης εληγιώργη 1871). 9 Απόδειξη ότι η αρχή της διατήρησης είχε ήδη παγιωθεί πολύ πριν το 1875 αποτελεί και η ίδια η αρχή της δεδηλωµένης. Ο Χαρίλαος Τρικούπης δεν έθεσε το θέµα της διατήρησης της κυβέρνησης στην εξουσία αλλά της ανάδειξης της σε αυτή. Το ζήτηµα της διατήρησης θεωρείτο δεδοµένο. Πριν από το 1875 δεν ήταν δυνατή η διατήρηση των κυβερνήσεων χωρίς την εµπιστοσύνη του κοινοβουλίου. Μια άλλη απόδειξη αποτελεί το γεγονός ότι κατά την περίοδο Μαρτίου 1865 Απριλίου 1875 η πλειοψηφία των κυβερνήσεων δεν απέφυγαν την κοινοβουλευτική κρίση, είτε έλαβαν ψήφο εµπιστοσύνης είτε όχι. Είναι φανερό λοιπόν ότι η µη ρητή αναγραφή της αρχής της διατήρησης δεν αποτελεί παράλειψη αλλά οφείλεται στο γεγονός ότι η αρχή δεν είχε αυτονοµηθεί λεκτικά καθώς και κανένα από τα Συντάγµατα της εποχής δεν περιείχε παρόµοια διάταξη. Η εφαρµογή της αρχής της διατήρησης (σχετικής αρχής της διατήρησης) στο πρώιµο κοινοβουλευτικό σύστηµα, αν και δεν αµφισβητείται, παρουσιάζει κάποιες διαφορές συγκριτικά µε την εφαρµογή της στο σύγχρονο κοινοβουλευτικό σύστηµα. 10 Οι διαφορές αυτές εντοπίζονται κυρίως σε δευτερεύοντα, ειδικότερα θέµατα, στις διαδικαστικές δηλαδή λεπτοµέρειες, πράγµα λογικό αφού στο Σύνταγµα του 1864 δεν υπήρχε ρητά διατυπωµένη η κοινοβουλευτική αρχή της διατήρησης συνεπώς δεν υπήρχε και ρύθµιση ειδικότερων θεµάτων. Ιδιαίτερο γνώρισµα του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος είναι το γεγονός ότι η πρωτοβουλία για τη διαδικασία έκφρασης εµπιστοσύνης δεν ανήκε στην κυβέρνηση, όπως προβλέπεται από τα σύγχρονα συντάγµατα αλλά στο ίδιο το κοινοβούλιο. εν ήταν απαραίτητη δηλαδή η εµφάνιση της κυβέρνησης στο κοινοβούλιο προκειµένου να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης από τη Βουλή. Η έλλειψη αυτής της υποχρέωσης δεν επηρεάζει την ουσία του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος, αφού η έκφραση εµπιστοσύνης ή δυσπιστίας δεν εξαρτάται από την κυβερνητική πρωτοβουλία. Η έκφραση της εµπιστοσύνης ή της δυσπιστίας της Βουλής δεν µπορούσε να αποφευχθεί, αφού η Βουλή την εξέφραζε ανεξάρτητα από αίτηση της κυβέρνησης. Την περίοδο αυτή δεν υπήρχε ιδιαίτερη διαδικασία παροχής ψήφου εµπιστοσύνης προς την κυβέρνηση. Η εµπιστοσύνη ή η δυσπιστία της Βουλής προς την κυβέρνηση εκδηλωνόταν κυρίως µε την εκλογή προέδρου της βουλής, αλλά και µε την υπερψήφιση ή όχι είτε του προϋπολογισµού είτε νοµοσχεδίων. Τα σύγχρονα συντάγµατα δε ορίζουν µόνο την υποχρέωση εµφάνισης της κυβέρνησης στη βουλή προκειµένου να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης αλλά και προθεσµία µέσα στην οποία θα πρέπει να διεξαχθεί η ψηφοφορία. 9 ηµητρόπουλος Α., Η γένεση του κοινοβουλευτικου συστήµατος κ.λ.π., σελ. 227. 10 Οι διαφορές έχουν γραφτεί σύµφωνα µε τον Α. ηµητρόπουλο, ο.π: σελ.193 επ. 6

11 Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η καθυστέρηση της εµφάνισης και εποµένως η παραµονή στην εξουσία κυβερνήσεων µειοψηφίας. Το Σύνταγµα του 1864 δεν περιείχε προθεσµία εµφάνισης της κυβέρνησης στη βουλή, πράγµα όµως που δεν αναιρούσε τη λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήµατος καθώς η Βουλή εξέφραζε µε την πρώτη ευκαιρία την εµπιστοσύνη ή τη δυσπιστία της προς τη κυβέρνηση. Προβλήµατα όµως στη λειτουργία του πρώιµου κοινοβουλευτικού συστήµατος προκαλούσε η µη πρόβλεψη παροχής ψήφου εµπιστοσύνης ή δυσπιστίας σε περιόδους απουσίας της Βουλής. Είχε επικρατήσει βέβαια η αρχή της διατήρησης, µόνο όµως όταν η Βουλή ήταν παρούσα. Έτσι µε τη µη σύγκλιση της Βουλής παρεχόταν η ευκαιρία διατήρησης κυβερνήσεων µειοψηφίας. Η παρατήρηση αυτών των περιπτώσεων οδήγησε στη δηµιουργία χρονικών εξαιρέσεων καθώς και στην ενσωµάτωση ιδιαίτερων ρυθµίσεων στα µετέπειτα συντάγµατα. ii.απόλυτη αρχή της διατήρησης Απόλυτη αρχή της διατήρησης είναι εκείνη η αρχή σύµφωνα µε την οποία «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής». 12 Η υποχρέωση αυτή της κυβέρνησης δεν έχει χρονικό περιορισµό. εν αφορά µόνο την εµφάνιση της νέας κυβέρνησης στο κοινοβούλιο αλλά όλη τη διάρκεια διακυβέρνησής της. Η κυβέρνηση δηλαδή οφείλει πάντοτε να έχει την εµπιστοσύνη της πλειοψηφίας του κοινοβουλίου. Σύµφωνα µε την απόλυτη αρχή της διατήρησης, σε αντίθεση µε τα συντάγµατα του πρώιµου κοινοβουλευτισµού, η κυβέρνηση είναι απαραίτητο να διαθέτει την εµπιστοσύνη της Βουλής, είτε αυτή είναι παρούσα είτε απούσα, είτε βρίσκεται σε σύνοδο είτε όχι. Η απόλυτη αρχή της διατήρησης συναντάται expressis verbis για πρώτη φορά στο Σύνταγµα του 1927 και από τότε περιέχεται σε όλα τα ελληνικά συντάγµατα. Στο ισχύον Σύνταγµα 13 η αρχή της διατήρησης της κυβέρνησης ρυθµίζεται στο άρθρο 84. Συγκεκριµένα ορίζει ρητά από την πρώτη διάταξη του άρθρου ότι: «η κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής». 14 Στις επόµενες διατάξεις του άρθρου το Σύνταγµα ρυθµίζει τη διαδικασία των προτάσεων εµπιστοσύνης και δυσπιστίας. 11 Συντ. άρθρ. 84 1 εδ. β. 12 Συντ. άρθρ. 84 1 εδ. α. 13 Σύµφωνα µε την Ααθεώρηση της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής (2001). 14 Συντ. άρθρ. 84 1 εδ. α. 7

Κεφάλαιο τρίτο: Η πρόταση εµπιστοσύνης / δυσπιστίας στο ισχύον Σύνταγµα i. Πρόταση εµπιστοσύνης Πρόταση εµπιστοσύνης είναι η αίτηση της κυβέρνησης για τη λήψη απόφασης, κατά την οποία το κοινοβούλιο τάσσεται υπέρ του δεδοµένου κυβερνητικού σχήµατος και της κυβερνητικής πολιτικής. 15 Η πρόταση εµπιστοσύνης εκφράζεται µε δύο µορφές, την υποχρεωτική και τη δυνητική. Η πρώτη πρόταση υποβάλλεται µε την ορκωµοσία του νέου Πρωθυπουργού και το σχηµατισµό της νέας κυβέρνησης. Σ αυτή την περίπτωση το ζήτηµα εµπιστοσύνης δεν έχει σχέση µε πρωτοβουλία της κυβέρνησης ή της Βουλής αλλά έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, αφού πηγάζει από το ίδιο το Σύνταγµα. Συγκεκριµένα το Σύνταγµα ορίζει ότι «µέσα σε δεκαπέντε ηµέρες από την ορκωµοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης από τη Βουλή και µπορεί να ζητεί και οποτεδήποτε άλλοτε». 16 Αµέσως µετά τη συζήτηση των προγραµµατικών δηλώσεων της κυβέρνησης αυτή οφείλει να παρουσιαστεί στη Βουλή και να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης. Το Σύνταγµα ορίζει σαφή προθεσµία για την πρώτη πρόταση εµπιστοσύνης της νέας κυβέρνησης. Πρέπει να πραγµατοποιηθεί µέσα σε δεκαπέντε ηµέρες από την ορκωµοσία του Πρωθυπουργού. Σε περίπτωση διακοπής των εργασιών της Βουλής κατά τον σχηµατισµό της κυβέρνησης ο χρόνος παροχής εµπιστοσύνης δεν επηρεάζεται. Η Βουλή «καλείται µέσα σε δεκαπέντε ηµέρες να αποφανθεί για την πρόταση εµπιστοσύνης». 17 Η δεύτερη µορφή της πρότασης εµπιστοσύνης είναι η δυνητική. Αυτή υποβάλλεται µε πρωτοβουλία της κυβέρνησης οποιαδήποτε στιγµή µέσα στη βουλευτική περίοδο. Η κυβέρνηση µπορεί να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης οποτεδήποτε άλλοτε µε γραπτή ή προφορική δήλωση του Πρωθυπουργού στη Βουλή 18. ηλώσεις του πρωθυπουργού σε άλλους χώρους δεν έχουν νοµική δεσµευτικότητα. Σε κάθε περίπτωση (υποχρεωτική ή δυνητική πρόταση) η συζήτηση για την πρόταση εµπιστοσύνης αρχίζει µετά δύο ηµέρες από την υποβολή της και η ψηφοφορία διεξάγεται αµέσως µετά το τέλος της συζήτησης, µπορεί όµως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η κυβέρνηση. 19 Η ψηφοφορία είναι πάντοτε ονοµαστική και σ αυτή συµµετέχουν και οι υπουργοί και υφυπουργοί που είναι µέλη της κυβέρνησης, σύµφωνα µε το άρθρ. 84 7 του Συντάγµατος. Αν η κυβέρνηση λάβει ψήφο εµπιστοσύνης τη διατηρεί όσο βρίσκεται στην εξουσία, εκτός αν εκδηλωθεί δεδηλωµένη δυσπιστία. Η εµπιστοσύνη εποµένως δεν παρεχόταν 15 Ορισµός σύµφωνα µε τον ηµητρόπουλο Α., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ. 565. 16 Συντ. άρθρ. 84 1 εδ. β. 17 Συντ. άρθρ. 84 1 εδ. γ. 18 ΚΒ άρθρ.141 4 εδ. α. 19 Συντ. άρθρ. 84 5. 8

για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα αλλά µπορούσε να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγµή κατά τη διάρκεια της βουλευτικής περιόδου. Η άρση της εµπιστοσύνης είναι αποτέλεσµα νέας ψηφοφορίας στη Βουλή και µπορεί να προκληθεί είτε από πρόταση εµπιστοσύνης που θέτει η ίδια η κυβέρνηση, είτε από πρόταση δυσπιστίας, που υποβάλλει η αντιπολίτευση. Σύµφωνα µε το Σύνταγµα, για να γίνει δεκτή η πρόταση εµπιστοσύνης πρέπει «να εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όµως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέµπτα του όλου αριθµού των βουλευτών» 20. Το Σύνταγµα αναφερόµενο στην απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών και όχι του συνόλου θέτει ως ελάχιστο όριο τους 120 βουλευτές, αν αυτοί αποτελούν την πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών στη συγκεκριµένη συνεδρίαση. ii. Πρόταση δυσπιστίας Πρόταση δυσπιστίας είναι η προς το κοινοβούλιο αίτηση της αντιπολίτευσης να άρει την εµπιστοσύνη που έχει παράσχει στην κυβέρνηση µε προηγούµενη απόφασή του. 21 Το κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να αποσύρει την εµπιστοσύνη του από την κυβέρνηση ή από κάποιο µέλος της µε την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, σύµφωνα µε το άρθρ. 84 2 εδ. α. Γι αυτό και η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί το κορυφαίο µέσο κοινοβουλευτικού ελέγχου. Εποµένως υποβάλλεται από την αντιπολίτευση. Είναι απίθανο να υποβάλλεται από κυβερνητικούς βουλευτές, αφού µε τον τρόπο αυτό οι συγκεκριµένοι βουλευτές µεταπηδούν στην αντιπολίτευση. Για να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογεγραµµένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαµβάνει σαφώς τα θέµατα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. 22 Πρόταση δυσπιστίας µπορεί να υποβληθεί οποιαδήποτε στιγµή. Μοναδική εξαίρεση που θέτει το Σύνταγµα είναι ότι «πρόταση δυσπιστίας µπορεί να υποβληθεί µόνο µετά την πάροδο εξαµήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας». 23 Ο χρονικός αυτός περιορισµός δεν αναφέρεται στις προτάσεις δυσπιστίας που έγιναν δεκτές, ούτε και στις προτάσεις εµπιστοσύνης. Επαναφορά στον κανόνα, εξαίρεση δηλαδή της εξαίρεσης, αποτελεί το άρθρο 84 3 το οποίο ορίζει πως πρόταση δυσπιστίας µπορεί να υποβληθεί και πριν από την πάροδο εξαµήνου, αν είναι υπογραµµένη από την πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών. Η διαδικασία της ψηφοφορίας για την πρόταση δυσπιστίας είναι η ίδια µε αυτή για την πρόταση εµπιστοσύνης όπως αυτή περιγράφεται στα εδάφια 4 και 5 του άρθρου 84 του Συντάγµατος. Το σύνταγµα όµως διαφοροποιείται στο θέµα της πλειοψηφίας που απαιτείται για να γίνει δεκτή η πρόταση δυσπιστίας. Προβλέπει πως «πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, 20 Συντ. άρθρ. 84 6 εδ. α. 21 Ορισµός σύµφωνα µε τον ηµητρόπουλο Α., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, σελ. 567. 22 Συντ. άρθρ. 84 2 εδ. γ. 23 Συντ. άρθρ. 84 2 εδ. β. 9

µόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών» 24. Για την υποβολή πρότασης δυσπιστίας, λοιπόν, το Σύνταγµα προβλέπει διαδικαστικές προϋποθέσεις πολύ πιο αυστηρές από αυτές που απαιτούνται για την πρόταση εµπιστοσύνης. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζονται οι ελάχιστες προϋποθέσεις σοβαρότητας της πρότασης και αποφεύγονται καταχρήσεις του µέσου καθώς και η άσκοπη απασχόληση του κοινοβουλίου. Φαίνεται δηλαδή ότι το ισχύον Σύνταγµα διευκολύνει την παροχή ψήφου εµπιστοσύνης, τη διατήρηση άρα της κυβέρνησης στην εξουσία, ενώ θέτει πολλαπλούς φραγµούς στην πρόταση δυσπιστίας. 24 Συντ. άρθρ. 84 6 εδ. β. 10

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Άρθρο 84 του ισχύοντος Συντάγµατος 1. Η Κυβέρνηση οφείλει να έχει την εµπιστοσύνη της Βουλής. Μέσα σε δεκαπέντε ηµέρες από την ορκωµοσία του Πρωθυπουργού, η Κυβέρνηση υποχρεούται να ζητήσει ψήφο εµπιστοσύνης της Βουλής και µπορεί να τη ζητεί κι οποτεδήποτε άλλοτε. Η Βουλή, αν έχουν διακοπεί η εργασίες της κατά το σχηµατισµό της Κυβέρνησης, καλείται µέσα σε δεκαπέντε ηµέρες να αποφανθεί για την πρόταση εµπιστοσύνης. 2. Η Βουλή µπορεί µε απόφασή της να αποσύρει την εµπιστοσύνη της από την κυβέρνηση ή από µέλος της. Πρόταση δυσπιστίας µπορεί να υποβληθεί µόνο µετά την πάροδο εξαµήνου αφότου η Βουλή απέρριψε πρόταση δυσπιστίας. Η πρόταση δυσπιστίας πρέπει να είναι υπογραµµένη από το ένα έκτο τουλάχιστον των βουλευτών και να περιλαµβάνει σαφώς τα θέµατα για τα οποία θα διεξαχθεί η συζήτηση. 3. Κατ εξαίρεση µπορεί να υποβληθεί πρόταση δυσπιστίας και πριν από την πάροδο εξαµήνου, αν είναι υπογραµµένη από την πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών. 4. Η συζήτηση για την πρόταση εµπιστοσύνης ή δυσπιστίας αρχίζει µετά δύο ηµέρες από την υποβολή της σχετικής πρότασης, εκτός αν η Κυβέρνηση, σε περίπτωση πρότασης δυσπιστίας, ζητήσει να αρχίσει αµέσως η συζήτηση, η οποία δεν µπορεί να παραταθεί πέρα από τρεις ηµέρες από την έναρξή της. 5. Η ψηφοφορία για την πρόταση εµπιστοσύνης ή δυσπιστίας διεξάγεται αµέσως µόλις τελειώσει η συζήτηση, µπορεί όµως να αναβληθεί για σαράντα οκτώ ώρες, αν το ζητήσει η Κυβέρνηση. 6. Πρόταση εµπιστοσύνης δεν µπορεί να γίνει δεκτή, αν δεν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, η οποία όµως δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερη από τα δύο πέµπτα του όλου αριθµού των βουλευτών. Πρόταση δυσπιστίας γίνεται δεκτή, µόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθµού των βουλευτών. 7. Κατά την ψηφοφορία για τις πιο πάνω προτάσεις ψηφίζουν οι Υπουργοί και Υφυπουργοί που είναι µέλη της Βουλής. 11

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ηµητρόπουλος Ανδ., Γενική Συνταγµατική Θεωρία, τόµος Α, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004. ηµητρόπουλος Ανδ., Η γέννηση του κοινοβουλευτικού συστήµατος και η ανάδειξη της κυβέρνησης, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα,1988 Μαυριάς Κ., Συνταγµατικό ίκαιο, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004(τρίτη έκδοση) 12