Η έννοια της αιτιότητας στη φιλοσοφία του Kant: η σημασία της Δεύτερης Αναλογίας Διατμηματικό μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ιστορία και Φιλοσοφία της Επιστήμης και της Τεχνολογίας» Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο του μεταπτυχιακού φοιτητή Μαρκάτου Κωνσταντίνου Α.Μ.: 011/08 Μάθημα: «Θέματα στη φιλοσοφία της επιστήμης» Διδάσκων: Στάθης Ψύλλος, Καθηγητής ΑΘΗΝΑ 2010
Εισαγωγή Πρόλογος Στην παρούσα εργασία θα επιχειρηθεί να γίνει μια ανάλυση της θέσης της αιτιότητας στο φιλοσοφικό σύστημα του Kant. Η προσπάθεια θα στηριχθεί στην τοποθέτηση της έννοιας της αιτιότητας στο ευρύτερο φιλοσοφικό αυτό σύστημα, με σκοπό τη σκιαγράφησή της και τον καθορισμό των ιδιοτήτων της. Σε αυτήν την προσπάθεια έμφαση θα δοθεί στην ανάλυση της δεύτερης αναλογίας της κατηγορίας της σχέσης που σχετίζεται με την αιτιότητα αναφορικά με την εμπειρία ως θεμελιώδη αρχή της καθαρής διάνοιας. Λόγω της μεγάλης έκτασης της βιβλιογραφίας που υπάρχει πάνω σε αυτό το θέμα, θα γίνει μια προσπάθεια εστίασης στα σημαντικότερα επιχειρήματα και αρχές χρησιμοποιώντας τόσο τα σημαντικότερα έργα του όσο και τους σημαντικότερους ερμηνευτές του. Για την ερμηνεία των θέσεων του Kant, το έργο του που θεωρείται το πιο αναλυτικό και πλήρες είναι η Κριτική του Καθαρού Λόγου. Οι θέσεις που παρατίθενται σε αυτό το έργο θα θεωρηθούν οι κύριες θέσεις του φιλοσόφου για των έννοια της και θα είναι το κύριο υπόβαθρο για την αντιπαράθεση με τις θέσεις άλλων φιλοσόφων ή και σύγχρονες. Επίσης σημαντική θεωρείται και μια σκιαγράφηση των γνωσιολογικών και επιστημολογικών συνεπειών της δεύτερης αναλογίας καθώς και η εξέλιξη της έννοιας της αιτιότητας σε αντιπαράθεση με τη φιλοσοφία του Hume με σκοπό να δειχθεί η εξέλιξη και η επίδραση που δέχθηκε το καντιανό σύστημα από τη φιλοσοφία του Hume (6). Τέλος σημαντικό είναι να γίνει η τοποθέτηση της έννοιας της αιτιότητας στο καντιανό σύστημα σε σχέση με την κατηγοριοποίηση και να τονιστεί η σημασία της ως προς τη διευκρίνιση των δεδομένων της εμπειρίας. Δηλαδή είναι απαραίτητη μια αρχική παρουσίαση της αιτιότητας, και συνεπώς της δεύτερης αναλογίας σε σχέση με τις λοιπές κατηγορίες του συστήματος για τα δεδομένα της εμπειρίας και τη σχέση τους με τον καθαρό λόγο, δηλαδή τα δεδομένα της διάνοιας (5).
Η θέση της αιτιότητας στο σύστημα του Kant Στο σύστημα του Kant από την εφαρμογή των κατηγοριών, μέσω των αντίστοιχων Υπερβατολογικών τους σχημάτων στα φαινόμενα εν γένει, προκύπτουν οι a priori συνθετικές κρίσεις που ονομάζονται θεμελιώδεις αρχές της καθαρής διανοίας (Β296) «Οι θεμελιώδεις αρχές της καθαρής διανοίας δεν περιέχουν τίποτε άλλο παρά μόνο κάτι που θα το λέγαμε το καθαρό σχήμα για δυνατή εμπειρία» (3) και συνεπώς δεν είναι τίποτε περισσότερο από a priori αρχές της δυνατότητας της εμπειρίας. Οι θεμελιώδεις αρχές χωρίζονται από τον Kant σε Μαθηματικές και Δυναμικές. Μαθηματικές ονομάζονται οι δύο αρχές που προκύπτουν από τις κατηγορίες της ποσότητας και της ποιότητας και Δυναμικές ονομάζονται οι υπόλοιπες δύο αρχές που προκύπτουν από τις κατηγορίες της σχέσης και του τρόπου (3). Οι θεμελιώδεις αρχές ονομάζονται Μαθηματικές ή δυναμικές όχι γιατί αρχές των Μαθηματικών ή της Γενικής (Φυσικής) Δυναμικής, αλλά, αντίθετα, επειδή ακριβώς αυτές είναι που καθιστούν δυνατά τα Μαθηματικά και τη Γενική (Φυσική) Δυναμική με όλες τις αρχές τους. Δεν πρέπει λοιπόν να ξεχνάμε ότι αυτές είναι θεμελιώδεις αρχές της καθαρής διανοίας σε σχέση με την εσωτερική αίσθηση και όχι αρχές κάποιων επιστημών. Οι Μαθηματικές αρχές αναφέρονται στα φαινόμενα ενώ οι Δυναμικές αρχές αναφέρονται στην ύπαρξη των φαινομένων (3). Πιο συγκεκριμένα η 1 η Μαθηματική αρχή (κατηγορίες της ποσότητας) αναφέρεται σε αυτό που μπορεί να προληφθεί σε σχέση με τη μορφή της εποπτείας του φαινομένου εν γένει με βάση την αρχή των αξιωμάτων της εποπτείας ότι όλες οι εποπτείες είναι εκτατά μεγέθη (3,5). Η 2 η Μαθηματική αρχή (κατηγορίες της ποιότητας) αναφέρεται σε αυτό που μπορεί να προληφθεί σε σχέση με την ύλη του
φαινομένου εν γένει, το αίσθημα αφού σύμφωνα με την αρχή της κατ αίσθηση αντίληψης σε όλα τα φαινόμενα το πραγματικό, το οποίο είναι ένα αντικείμενο της αίσθησης, έχει ένα εντατό μέγεθος, δηλαδή ένα βαθμό έντασης (3). Αντίστοιχα η 1 η Δυναμική αρχή (κατηγορίες της σχέσης) αναφέρεται σε αυτό που μπορεί να προληφθεί ως προς την ύπαρξη των φαινομένων εν γένει όπως προκύπτει από τη σχέση του φαινομένου με ένα άλλο. Οι αναλογίες της εμπειρίας, που σχετίζονται με την αρχή αυτή, διέπονται από τη θεμελιώδη αρχή ότι όλα τα φαινόμενα υπόκεινται, ως προς την ύπαρξη τους a priori σε κανόνες που καθορίζουν τη σχέση τους μεταξύ τους σε κάποιο χρόνο (3). Η 2 η Δυναμική αρχή (κατηγορίες του τρόπου) αναφέρεται σε που μπορεί να προληφθεί ως προς την ύπαρξη των φαινομένων εν γένει όπως προκύπτει από τη σχέση τους προς την a priori γνωστική δύναμη (3). Οι κατηγορίες της Σχέσης στο σύστημα του Kant απαρτίζονται από την Ουσία, την Αιτία και την Εμπειρία. Στην Εμπειρία συναντά κανείς τις τρεις αναλογίες, τις οποίες διέπει η γενική θεμελιώδης αρχή που λέει ότι τα φαινόμενα υπόκεινται, ως προς την ύπαρξη τους, a priori σε κανόνες που καθορίζουν τη σχέση τους μεταξύ τους μέσα σε κάποιο χρόνο (5). Η πρώτη αναλογία, που αφορά την ουσία, τελικά λέει ότι η ουσία διατηρείται μόνιμα σε κάθε μεταβολή των φαινομένων και το ποσόν της μέσα στη φύση ούτε αυξάνεται ούτε μειώνεται (6). Η δεύτερη αναλογία αφορά την θεμελιώδη αρχή της χρονικής ακολουθίας σύμφωνα προς το νόμο της αιτιότητας: όλες οι μεταβολές λαμβάνουν χώρα σύμφωνα προς το νόμο της σύνδεσης της αιτίας και του αποτελέσματός (6). Η τρίτη αναλογία είναι η θεμελιώδης αρχή της συγχρονικότητας σύμφωνα προς το νόμο της αμοιβαιότητας ή της κοινωνίας. Σύμφωνα με αυτήν, όλες οι ουσίες, εφόσον είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτές ως σύγχρονες μέσα στο χώρο, βρίσκονται σε καθολική αλληλεπίδραση (6). Συνολικά ο Kant προσπάθησε να δείξει ότι η αρχή της αιτιότητας είναι προϋπόθεση για την ίδια τη δυνατότητα
αντικειμενικής εμπειρίας. Όπως ανέφερε: «Καθετί που συμβαίνει, δηλαδή αρχίζει να υπάρχει, προϋποθέτει κάτι, το οποίο ακολουθεί σύμφωνα με κάποιον κανόνα». Εξέλαβε την αιτιότητα ως απαιτούμενο για να συλλάβει ο νους τη χρονική μη αναστρεψιμότητα που ενυπάρχει σε ορισμένες ακολουθίες εντυπώσεων. Έτσι, η χρονική σειρά με την οποία εμφανίζονται ορισμένες εντυπώσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι συνθέτει ένα αντικειμενικό γεγονός, μόνο εάν το χρονικά ύστερο συμβάν θεωρηθεί ότι προσδιορίζεται αναγκαία από κάποιο χρονικά πρότερο συμβάν (δηλαδή ότι έπεται σύμφωνα με κάποιον κανόνα από την αιτία του). Για τον Kant, τα αντικειμενικά συμβάντα δεν είναι «δεδομένα», αλλά συντίθενται από την οργανωτική δραστηριότητα του νου και συγκεκριμένα από την επιβολή της αρχής της αιτιότητας στα φαινόμενα. Συνεπακόλουθα, η αρχή της αιτιότητας αποτέλεσε για τον Kant μια συνθετική a priori αρχή (4,5).
Οι νόμοι της αιτιότητας στο έργο του Kant Στην Υπερβατολογική Διαλεκτική αναπτύσσει μια χαρακτηριστική όψη της αιτιολογικής σχέσης. Ισχυρίζεται ότι a priori τα φαινόμενα πρέπει να περιέχουν κάτι τέτοιο, γιατί, όσον αφορά τη λογική, στην αλληλουχία των γεγονότων δεν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κανόνας της σύνθεσης που να ανταποκρίνεται στην έννοια του αιτίου και του αιτιατού και έτσι αυτή η έννοια είναι κενή περιεχομένου (1). Στη συνέχεια εκφράζει μια ισχυρά θέση κατά του Hume. Αρχικά ο Kant φαίνεται ξεκάθαρα ότι βεβαιώνει ότι υπάρχει αναγκαία σχέση ανάμεσα στην αιτία και το αποτέλεσμα. Τα αποτέλεσμα δεν ακολουθεί την αιτία απλώς αλλά έπεται αναγκαία. Δηλαδή στηρίζει τη θέση αναγκαιότητας που απέρριψε ο Hume (1). Επιπλέον περιγράφει στα Προλεγόμενα το πρόβλημα που παρουσιάζεται από το Hume. Ακολουθεί μια στρατηγική απάντησης στο θέμα βασιζόμενος στη συνθετική αναγκαιότητα που προκύπτει από την αντικειμενική κρίση σε μια δυνατή εμπειρία και έτσι απαντάει στην αμφιβολία του Hume. Επιπλέον κατ αυτόν η σχέση αιτίας και αποτελέσματος δεν είναι μόνο αναγκαία, αλλά είναι σύμφωνη με έναν καθολικό νόμο που συνάγεται από την εμπειρία. Έτσι ξέρουμε ότι η σχέση αιτιότητας είναι καθολική και μάλιστα όχι μόνο από επαγωγικούς συλλογισμούς, δηλαδή από επαναλαμβανόμενες παρατηρήσεις πχ του Β που ακολουθεί το Α, γιατί στο καντιανό σύστημα, τα εμπειρικά δεδομένα μόνο δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ότι το Β έπεται πάντα του Α. Το μόνο που μπορούμε να ισχυριστούμε σε αυτήν την περίπτωση είναι ότι όλα τα γεγονότα Α που έχουν παρατηρηθεί μέχρι αυτή τη στιγμή ακολουθούνται από γεγονότα Β. Έτσι ούτε η αναγκαιότητα ούτε η καθολικότητα στην αιτιακή σχέση μπορούν να θεμελιωθούν εμπειρικά (1). Για αυτό η έννοια της αιτιότητας που αναδύεται από τα παραπάνω φαίνεται να είναι η εξής: Το ότι η αιτιότητα δεν αρκεί ως καθολικότητα και ως αναγκαιότητα να θεμελιωθεί μόνο σε δεδομένα της εμπειρίας συνεπάγεται ότι είναι
απαραίτητο να αναζητηθεί μια a priori πηγή γνώσης για αυτό το νόμο. Αυτό συνίσταται στην κατανόηση με τις a priori συνθήκες της αντικειμενικής κρίσης σε μια πιθανή εμπειρία. Έτσι αν υπάρχει η a priori διαβεβαίωση αυτού του νόμου, τότε θα μπορούμε να επικαλεστούμε το βάσιμο αυτού. Στην συνέχεια η ενασχόληση του είναι να αποδείξει ότι η αιτιότητα ως έννοια εφαρμόζεται στην εμπειρία μας για το φυσικό κόσμο (1). Παρόλα αυτά, οι σχολιαστές του 20 ου αιώνα απορρίπτουν καθολικά το όλο εγχείρημα. Σύμφωνα με αυτούς πρέπει να γίνει διάκριση ανάμεσα στην καθολική αρχή της αιτιότητας της 2 ης αναλογίας και τους συγκεκριμένους και ειδικούς αιτιακούς νόμους. Η γενική αρχή της αιτιότητας κατ αυτούς είναι μια αναγκαία αλήθεια που στέκει ως καθολικός υπερβατολογικός νόμος της φύσης γενικά που αποδεικνύεται στην Υπερβατολογική Αναλυτική. Όμως το ίδιο κείμενο δεν αποδεικνύει την αξία και την αλήθεια των ειδικών αιτιακών νόμων. Αυτοί, ακόμα και στο σύστημα του Hume, συνάγονται με τη μέθοδο της επαγωγής από την εμπειρία και μόνο (2,4). Αυτός ο ισχυρός διαχωρισμός της αιτιότητας ως έννοιας από τους ειδικούς αιτιακούς νόμους συνεπάγεται ότι η Υπερβατολογική Αναλυτική δεν ασχολείται με τους ειδικούς αιτιακούς νόμους. Ξέρουμε a priori την έννοια της αιτιότητας, αλλά δεν μπορούμε να ισχυριστούμε τίποτε για την επαναληψιμότητα της αλληλουχίας των γεγονότων ή την κανονικότητα με την όποια αυτή επισυμβαίνει. Δηλαδή η γενική αρχή είναι ανίκανη να εγγυηθεί τα επιμέρους, που χαρακτηρίζονται εμπειρικό ζήτημα και ξεφεύγουν από το φιλοσοφικό επίπεδο και αφήνονται στην επεξεργασία από την επιστήμη και την εμπειρία (4,6).
Η αρχή της αιτιότητας και οι ειδικές αιτιακές σχέσεις Η ιδέα που αναπτύχθηκε παραπάνω για το διαχωρισμό της αρχής της αιτιότητας από το ειδικό της μέρος τόσο γνωσιολογικά όσο και οντολογικά προφανώς έχει σχολιασθεί πολύ. Κατ αρχήν ο Kant χρησιμοποιεί την αναγκαιότητα και την καθολικότητα ως ασφαλή κριτήρια της a priori γνώσης. Αν οι ειδικές αιτιακές σχέσεις ήταν αναγκαίες και καθολικές, θα συνεπαγόταν ότι είναι μη εμπειρικές και επίσης a priori. Αλλά ο Kant προφανώς δε στηρίζει αυτή τη θέση (1). Αντίθετα καταβάλλει σημαντική προσπάθεια στην Υπερβατολογική Διαλεκτική για να διαχωρίσει τους καθαρούς και καθολικούς νόμους της φύσης γενικά και κυρίως τις αρχές της κατανόησης από τους πιο ειδικούς νόμους: «οι ειδικοί νόμοι, επειδή αφορούν εμπειρικά καθορισμένες μορφές, δεν μπορούν να εξαχθούν ολοκληρωτικά από εκεί (τις γενικές a priori αρχές), μολονότι στέκονται υπό αυτές. Πρέπει να ενεργοποιηθεί η εμπειρία για να συναντηθούν οι δύο. Αλλά μόνο οι a priori νόμοι προσδίδουν καθοδήγηση σχετικά με τη γενική εμπειρία και σχετικά με αυτό που μπορεί να αναγνωρισθεί ως αντικείμενο της εμπειρίας. (Β165)» (3) Ο Kant εμφανώς περιορίζει την ιδέα της a priori γνώσης στην κατανόηση των καθαρών και καθολικών νόμων της φύσης γενικά. Όλοι οι πιο ειδικοί νόμοι είναι γνωστοί μόνο στη βάση της εμπειρίας (2). Επιπλέον γίνεται διαχωρισμός ανάμεσα στους καθολικούς Υπερβατολογικούς νόμους της κατανόησης και τους ειδικούς εμπειρικούς νόμους της φύσης στην Κριτική της Κριτικής Δύναμης. Εκεί φαίνεται να προτείνει ότι η κατανόηση μόνη της είναι ανίκανη σε σχέση με τους εμπειρικούς νόμους. Επισημαίνεται επίσης ότι το ότι η φύση κυβερνάται από νόμους δεν εγγυάται ότι αυτή υπόκειται και σε ειδικούς εμπειρικούς νόμους.
Ο Kant φαίνεται ότι έχει έναν επιπλέον λόγο για να διαχωρίζει τους ειδικούς εμπειρικούς νόμους από τους καθολικούς και αυτό γίνεται για να εξασφαλίζει τη Δεύτερη Αναλογία της εμπειρίας από διάφορες επιθέσεις. Σύμφωνα με το Lovejoy, αυτό που δείχνει το επιχείρημα της Δεύτερης Αναλογίας είναι ότι σε κάθε δεδομένη περίπτωση αντικειμενικής διαδοχής γεγονότων, η σειρά των διαδοχικών καταστάσεων πρέπει να παρουσιάζεται ως σταθερή και μη αναστρέψιμη (1). Έτσι αν η Δεύτερη Αναλογία είναι κατανοητή ως μια προσπάθεια εξαγωγής αιτιοκρατίας και μη αναστρεψιμότητας από ειδικές αντικειμενικές σειρές, τότε ο Kant πέφτει σε ένα σημαντικό σφάλμα ανακολουθίας του συλλογισμού του. Είναι λοιπόν λογικό να εξαχθεί ότι ο Kant δεν εισηγείται κάτι τέτοιο, δηλαδή την εξαγωγή γενικών νόμων. Εκείνο που στην πραγματικότητα προσπαθεί να κάνει είναι να εξηγήσει τι διαχωρίζει καθορισμένες αντικειμενικές αλληλουχίες γεγονότων από απλές υποκειμενικές και ασαφείς αλληλουχίες των αισθημάτων (1). Ο Kant στηρίζει τη θέση ότι η εν λόγω διαφοροποίηση δεν εξηγείται με την ψυχολογική σύνδεση ιδεών( αυτό είναι εν τέλει υποκειμενισμός), ούτε μπορεί να εξηγηθεί με αναφορά σε κάποιο ανεξάρτητο αντικείμενο έξω ή «πίσω» από τις αναπαραστάσεις. Αντίθετα, η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την υπόθεση ότι οι αισθήσεις υπάγονται σε μια a priori έννοια της κατανόησης, δηλαδή σε αυτήν της αιτιότητας (1). Η απάντηση προς το Hume δεν περιορίζεται στην απόδειξη της αρχής της ομοιομορφίας στη φύση, αλλά αποδεικνύει επίσης ότι η αιτιότητα είναι a priori έννοια και ότι αναγκαία αναφέρεται στην εμπειρία. Αυτή η απόδειξη οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η αιτιότητα ως έννοια παρουσιάζεται σε ειδικές περιπτώσεις μεμονωμένων αντικειμενικών γεγονότων από τα οποία εξάγονται οι γενικοί νόμοι της αιτιότητας και της εμπειρίας από κανονικές επαγωγικές μεθόδους (1). Παρόλα τα πλεονεκτήματα όμως μιας τέτοιας μεθόδου, ο διαχωρισμός των εμπειρικών αιτιακών νόμων από την Υπερβατολογική αρχή της αιτιότητας δεν είναι συνεκτικός με όσα λέει ο Kant στην Υπερβατολογική Αναλυτική. Οι ειδικοί
αιτιακοί νόμοι αφού δεν υπάγονται στη γενική αρχή της αιτιότητας, πρέπει να υπάγονται σε ένα γενικό εμπειρικό νόμο αιτιότητας όπως αναδεικνύεται από τη Δεύτερη Αναλογία (2). Το να πει κανείς ότι το Β έχει μια αιτία Α συνεπάγεται ότι το Β σχετίζεται με το Α με ομοιομορφία ή αιτιακό νόμο. Και περιμένει κανείς η γενική αρχή της αιτιότητας να επιβεβαιώνει την ύπαρξη ειδικών αιτιακών νόμων ή ομοιομορφίας (2,6). Επιπλέον ο Kant, εκτός από την ομοιομορφία και την καθολικότητα των νόμων, σχετίζει την αιτιότητα με την αναγκαιότητα και αυτό τονίζεται από τη συζήτηση για την αναγκαιότητα στα πορίσματα της εμπειρικής σκέψης. Εδώ φαίνεται ότι οι ειδικοί νόμοι της αιτιότητας βασίζονται στην Υπερβατολογική αρχή (6). Από τα παραπάνω συνάγεται ότι, σύμφωνα με τον Kant, οι ειδικοί αιτιακοί νόμοι έχουν μεικτό status: προέρχονται τόσο από την εμπειρία και την παρατήρηση όσο και από τη γενική και a priori αρχή της αιτιότητας και έτσι ο Kant διαχωρίζει τουλάχιστον δύο είδη αναγκαιότητας: ένα που βασίζεται στην a priori γνώση και ένα που προέρχεται από την εμπειρία, χωρίς όμως να εξηγεί πως το δεύτερο είδος συνάγεται από το πρώτο. Επιπλέον σημαντικός στην καντιανή φιλοσοφία γίνεται ο τρόπος που περνάει κανείς από τους «κανόνες» της εμπειρίας στους «νόμους». Σύμφωνα με αυτή τη θέση η εμπειρία από μόνη της είναι ανίκανη να συνάγει νόμους από μόνη της. Απαιτείται η συμμετοχή της νόησης για την εγκαθίδρυση νόμων συνεπώς και σχέσεων αιτιότητας (παρουσιάζεται συχνά η εξαγωγή των νόμων του Νewton από τις παρατηρήσεις και τους εμπειρικούς νόμους του Kepler) (1,2). Ο Kant παρουσιάζει αυτή τη διαδικασία να εξελίσσεται σε τρία στάδια. Αρχικά έχουμε απλές εμπειρικές παρατηρήσεις κανονικοτήτων που συνάγονται από την εμπειρία με τη μέθοδο της επαγωγής. Στη συνέχεια, για να ληφθούν πραγματικά καθαρά δεδομένα, οι γενικές αρχές της Υπερβατολογικής Αναλυτικής και της καθαρής φυσικής επιστήμης εφαρμόζονται στα δεδομένα της εμπειρίας και έτσι παρεμβαίνουν στα δεδομένα των αισθήσεων «φιλτράροντας» τα, με μια έννοια. Στο τρίτο στάδιο, πρέπει να εισαχθεί η έννοια της
αναγκαιότητας για να προαχθεί η απλή παρατήρηση σε νόμο, δηλαδή πρέπει να βρεθεί μια αιτία που να καθιστά απαραίτητη την εξαγωγή του αποτελέσματος, πάντα υπό αυστηρά καθορισμένες συνθήκες (1). Από αυτή τη διαδικασία συνάγεται ότι, παρά το ότι η αρχή της αιτιότητας προτείνει τη σύνδεση δεδομένων με ειδικούς νόμους, οι a priori αρχή της αιτιότητας είναι που εμπεριέχει την έννοια της αναγκαιότητας και την προτείνει σε μια αιτιολογική αλληλουχία. Στο παραπάνω παράδειγμα αυτό σημαίνει ότι οι νόμοι του Kepler αν και περιέγραφαν ικανοποιητικά την κίνηση των ουρανίων σωμάτων, μόνο όταν εξηγήθηκαν από την αρχή της παγκόσμιας έλξης έγιναν αναγκαίοι και κατανοητοί και το σχετικό επίπεδο κατανόησης παρέχεται από τις Υπερβατολογικές αρχές της κατανόησης (1).
Αντί επιλόγου- Συμπέρασμα Από τα παραπάνω φαίνεται εμφανώς η σημασία που έχει η αρχή της αιτιότητας στο έργο του Kant. Αυτό επισημαίνεται πιο έντονα αν σκεφθεί κανείς ότι διαχωρίζονται δύο τουλάχιστον επίπεδα της αιτιότητας: το a priori γενικό επίπεδο και το επίπεδο των ειδικών αιτιακών νόμων της εμπειρίας καθώς και η επίδραση που ασκεί το πρώτο επίπεδο στο δεύτερο. Η σημασία της Δεύτερης Αναλογίας συνίσταται στην κριτική της θέσης του Hume στην αντίληψη της χρονικής διαδοχής μεταξύ δυο συμβάντων και στη συνέχεια της θεώρησης του ενός ως αιτίας και του άλλου ως αποτελέσματος. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική:χωρίς σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος δεν μπορούμε να αποδείξουμε αντικειμενική τάξη στον κόσμο. Η απάντηση του Kant συνίσταται στο ότι ακόμα και αν η χρονική διαδοχή ίσχυε ανεξάρτητα από τη σχέση αιτίας- αποτελέσματος, η χρονική διαδοχή από μόνη της δεν θα επαρκούσε για την εξήγηση της. Η σχέση χρόνου και αιτιότητας είναι πολύ πιο περίπλοκη από όσο τη φαντάστηκε ο Hume (6). Τέλος ο συγγραφέας παρουσιάζει μια διεξοδική ανάλυση της διαφοράς των εμπειρικών νόμων της φύσης από τους γενικούς επιστημονικούς νόμους. Η σημασία της αιτιότητας εδώ είναι καθοριστική καθώς αποτελεί το στοιχείο που διαφοροποιεί το εμπειρικό δεδομένο από τον επιστημονικό εισάγοντας την έννοια της αναγκαιότητας στο όλο επιστημονικό οικοδόμημα. Δηλαδή η αιτιακή σύνδεση δεν είναι απλά ένα παρατηρούμενο και επαναλαμβανόμενο επιφαινόμενο. Είναι ένα αναγκαίο στοιχείο στη διατύπωση και την ερμηνεία του φυσικού νόμου και, στο πιο αφηρημένο επίπεδο, στην κατανόηση του (6).
Βιβλιογραφία 1) Guyer, P.: The Cambridge Companion to Kant, Cambridge University Press 1992 2) Guyer, P.: Kant s System of Nature and Freedom, Clarendon Press, Oxford 2005 3) Kant, I.: Critique of Pure Reason, Penguin Books 2007 4) Ψύλλος, Σ.: Επιστήμη και Αλήθεια Δοκίμια στη φιλοσοφία της επιστήμης, Εκδόσεις Οκτώ, Αθήνα 2008 5) Μπαλτάς, Α.: Σημειώσεις για το μάθημα «Φιλοσοφία των Επιστημών (Φιλοσοφία και Επιστήμες στον 20 ο αιώνα)», Διαπανεπιστημιακό Μεταπτυχιακό πρόγραμμα «Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών και της Τεχνολογίας», Αθήνα 1998 6) Kenny, A.: Ιστορία της δυτικής Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005