ΑΡΙΘΜΟΣ 424/2011 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Δ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Χαράλαμπο Ζώη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Γεωργία Λαλούση, Βασιλική Θάνου - Χριστοφίλου, Δημητρούλα Υφαντή και Ιωάννα Λούκα, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας: Α. Κ. του Χ., κατοίκου..., η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Παναγιώτη Ανδρονόπουλου και κατέθεσε προτάσεις. Της αναιρεσιβλήτου: Θ. Θ. του Κ., κατοίκου Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως λόγω της δικηγορικής της ιδιότητας και κατέθεσε προτάσεις. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17/12/2003 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3152/2005 μη οριστική και 21846/2006 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και η 1316/2007 του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27/11/2007 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Ιωάννα Λούκα ανέγνωσε την από 29/12/2008 έκθεση του ήδη αποχωρήσαντος από την Υπηρεσία Αρεοπαγίτη Ελευθέριου Μάλλιου, με την οποία εισηγήθηκε την παραδοχή του δευτέρου και κατά ένα μέρος των τετάρτου και πέμπτου λόγων αναίρεσης και την απόρριψη των λοιπών. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, η αναιρεσίβλητη την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Ι. Από τα άρθρα 159 παρ. 2, 164, 361 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι αν η μη υποκειμένη κατά το νόμο, σε έγγραφο τύπο σύμβαση εμπορικής μισθώσεως, έγινε εγγράφως και συμφωνήθηκε ότι κάθε τροποποίηση αυτής θα γίνεται εγγράφως, μπορεί παρά τη συμφωνία αυτή' με νεότερη συμφωνία, έστω και σιωπηρή, να τροποποιηθεί η αρχική σύμβαση, διότι η νεότερη αυτή συμφωνία καταργεί αυτήν περί εγγράφου τροποποιήσεως της αρχικής συμφωνίας. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 650 παρ. 1 ΚΠολΔ το δικαστήριο, όταν δικάζει κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών κλπ διαφορών, λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Εκ τούτων προκύπτει ότι κατά την ειδική αυτή διαδικασία του άρθρου 647 ΚΠολΔ δεν ισχύει ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων, όπως η συμφωνία ότι κάθε τροποποίηση της σύμβασης θα αποδεικνύεται εγγράφως.
Έτσι το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλα τα επιτρεπόμενα κατά νόμο αποδεικτικά μέσα, μεταξύ των οποίων και τους μάρτυρες για την απόδειξη της σύστασης ή τροποποίησης της δικαιοπραξίας για την οποία έχει οριστεί με σύμβαση σαν αποδεικτικός τύπος το έγγραφο. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο ανελέγκτως δέχθηκε τα εξής: "Στην προκείμενη ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών το δικαστήριο λαμβάνει υπ' όψη και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 650 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως εκ τούτου δεν ισχύει ο συμβατικός αποκλεισμός των αποδεικτικών μέσων, όπως εν προκειμένω αναφέρεται στο άρθρο 17 του μισθωτηρίου συμβολαίου ότι κάθε τροποποίηση της σύμβασης θα αποδεικνύεται εγγράφως". Έτσι απέρριψε τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι σύμφωνα με ρητό όρο της επίδικης συμβάσεως αποκλειόταν η μη έγγραφη απόδειξη της παράτασης-τροποποίησης της μίσθωσης. Όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει έννομη επιρροή στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον, κατ' άρθρο 650 ΚΠολΔ, στη διαδικασία των μισθωτικών κλπ διαφορών, το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου ή έχουν αποκλεισθεί από τους διαδίκους και συνεπώς η ως άνω συμφωνία των συμβληθέντων μερών δε δεσμεύει το δικαστήριο. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο δεν παραβίασε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 159 παρ. 2 και 164 ΑΚ. Επομένως ο τρίτος λόγος της αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο, κατ' ορθή υπαγωγή των διαλαμβανόμενων στο αναιρετήριο, προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, και όχι από τον αριθ. 11α, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ 501/2005). ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες όπως είναι η ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών άρθρου 647 επ. του ΚΠολΔ, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά: α)... β) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, γ) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά. Από την άνω διάταξη προκύπτει ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρο 647 επ. ΚΠολΔ) όπου δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους όπως είναι η ένσταση καταχρήσεως του δια της αγωγής ασκούμενου δικαιώματος (ΑΚ 281), η ένσταση ελλείψεως υπαιτιότητας του εναγόμενου οφειλέτη στην απόδοση του μισθίου ακινήτου (ΑΚ 342) και η ένσταση του οφειλέτη περί μειώσεως της ποινικής ρήτρας (ΑΚ 409), προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή έστω και συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (ΚΠολΔ 262) εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις. Απαιτείται δηλαδή σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών που "ως γενόμενο κατά τη συζήτηση" σημειώνεται στα πρακτικά. Επομένως, αν οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν υποβάλλονται κατά τον παραπάνω τρόπο είναι απαράδεκτοι και απορρίπτονται για το λόγο αυτό από το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως (βλ. Ολ. ΑΠ 2/2005). Στην προκειμένη περίπτωση με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ προβάλλεται η αιτίαση κατά της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ότι απέρριψε τους συναφείς λόγους εφέσεως κατά της εκκληθείσης πρωτόδικης αποφάσεως με τους οποίους διετυπούτο παράπονο κατά της τελευταίας αποφάσεως για το λόγο ότι παρά το νόμο απέρριψε ως απαραδέκτως δηλαδή όχι σύμφωνα με τον διαγραφόμενο τρόπο από την παρ. 1 περ. γ' του άρθρου 591 του ΚΠολΔ προβληθέντες τους ισχυρισμούς της για μείωση της
υπέρμετρης ποινικής ρήτρας (ΑΚ 409), ελλείψεως υπαιτιότητας στην απόδοση του μισθίου διαμερίσματος (ΑΚ 342) και καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος ποινικής ρήτρας (ΑΚ 281). Από τα επιτρεπτώς από τον Άρειο Πάγο (άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ) επισκοπούμενα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο η εναγόμενη και ήδη αναιρεσείουσα δια της πληρεξουσίας της δικηγόρου αρνήθηκε την αγωγή υποστηρίζοντας ότι αυτή δεν είναι νόμιμη και προέβαλε ενστάσεις, ισχυρισμούς και αρνήσεις που αναφέρονται στις προτάσεις που κατατέθηκαν επί της έδρας. Επομένως, εφόσον δεν αναφέρεται στα πρακτικά ότι υπήρξε σαφής έστω και συνοπτική προβολή των άνω αυτοτελών ισχυρισμών και δεν εγένετο καταχώρηση αυτών στα πρακτικά, δεν υπήρξε σαφής προβολή των ισχυρισμών αυτών και σύμφωνα με το νόμο απορρίφθηκαν οι άνω ισχυρισμοί ως απαραδέκτως προβληθέντες. Κατά συνέπεια απορρίπτοντας το Εφετείο τους άνω λόγους εφέσεως της αναιρεσείουσας δεν υπέπεσε στην προβλεπόμενη από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναιρετική πλημμέλεια. Όσα δε αντίθετα προβάλλονται με τους διαληφθέντες λόγους αναιρέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Αβάσιμες δε είναι και οι αιτιάσεις από τον αριθμό 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αφού το Εφετείο ερεύνησε τους σχετικούς λόγους εφέσεως και τους απέρριψε. ΙΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 έως 341 ΑΚ συνάγεται, ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλόμενων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι για άμεση και έμμεση απόδειξη, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, κατ' αντιδιαστολή προς τα λοιπά έγγραφα και εν γένει προς τα άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται, ότι ελήφθησαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσης του. Βέβαια, δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να γίνεται αναμφίβολα βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν νόμιμα οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρέωσης αυτής ιδρύει το λόγο της αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 11 περ. γ' του Κ.Πολ.Δ. υπό την αποκλειστική προϋπόθεση, ότι το πραγματικό γεγονός που επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο απόδειξης (Ολ. ΑΠ 14/2005 και 2/2008). Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγους της αιτήσεως αναιρέσεως αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 11 περ. γ' του άρθρου 559 ΚΠολΔ για το λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη του και δεν εκτίμησε για την απόδειξη του ουσιώδους για την έκβαση της δίκης ισχυρισμού της αναιρεσείουσας προς αντίκρουση της εναντίον της αγωγής της αναιρεσίβλητης, ότι (κυρίως) δεν συμφωνήθηκε παράταση της αρχικής μισθώσεως, αλλά νέα μίσθωση μη διαλαμβάνουσα συμφωνία περί ποινικής ρήτρας άλλως επικουρικώς ότι συμφωνήθηκε η παραμονή της εναγόμενης στο μίσθιο μέχρι 31-12-2002, άλλως μέχρι 30-11-2002, και την από 30-12-2002 εξώδικη διαμαρτυρία της ενάγουσας που απέστειλε στην εναγόμενη την οποία επικαλέσθηκε και προσκόμισε με τις ενώπιον του εφετείου έγγραφες προτάσεις της στην οποία εξώδικη διαμαρτυρία - πρόσκληση ομολογείται από την ενάγουσα λήξη της αρχικής μισθώσεως. Από την περιλαμβανόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου βεβαίωση ότι στο αποδεικτικό πόρισμα περί παρατάσεως της αρχικής μισθώσεως κατέληξε αφού έλαβε υπόψη, πλην
άλλων αποδεικτικών μέσων, όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που είχαν νομίμως επικαλεσθεί και προσκομίσει οι διάδικοι δεν καθίσταται αναμφίβολα βέβαιο ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε μαζί με τις λοιπές αποδείξεις και την παραπάνω εξώδικη διαμαρτυρία - πρόσκληση της αναιρεσίβλητης προς την αναιρεσείουσα για να καταλήξει στο αποδεικτικό πόρισμα περί παρατάσεως της αρχικής μισθώσεως. Επομένως οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως κρίνονται βάσιμοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί, αφού από την κατ' άρθρο 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ επισκόπηση των εγγράφων προτάσεώς της αναιρεσείουσας, που κατέθεσε στο Εφετείο, προκύπτει ότι αυτή επικαλέσθηκε και προσκόμισε την ως άνω εξώδικη δήλωση - διαμαρτυρία, η οποία δεν προκύπτει αναμφιβόλως ότι λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο προς απόδειξη του ισχυρισμού της για κατάρτιση νέας συμβάσεως μισθώσεως μετά τη λήξη της αρχικής. Επομένως πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση εν μέρει, ως προς τις διατάξεις της περί επιδικάσεως καταπεσούσης ποινικής ρήτρας, λόγω μη παράδοσης του μισθίου κατά τον συμφωνημένο χρόνο λήξεως της μισθωτικής σύμβασης, ακολούθως δε να παραπεμφθεί η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές. IV. Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 ΚΠολΔ αν προαποδεικνύεται, εκούσια ή αναγκαστική, εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου έως την παραμονή της συζήτησης της αίτησης, διατάζει, με την αναιρετική απόφασή του, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Αν η επαναφορά αυτή συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, είναι αποδοτέοι, μετά από αίτηση του δικαιούχου και οι τόκοι των εισπραχθέντων χρημάτων που αρχίζουν από το χρόνο επίδοσης στον αναιρεσίβλητο της διατάσσουσας την απόδοσή του, αναιρετικής απόφασης, αφού πριν από τη γνωστοποίηση της αναίρεσης της απόφασης που εκτελέσθηκε εκούσια ή αναγκαστικά, ο αναιρεσίβλητος κατέχει τα δοθέντα με βάση την απόφαση αυτή ως νόμιμο τίτλο και η υπερημερία του επέχεται από τη γνώση της ανατροπής της. Στην προκειμένη περίπτωση η αναιρεσείουσα με αίτησή της που διαλαμβάνεται στις κατατεθείσες ενώπιον του Αρείου Πάγου προτάσεις της ζητεί να υποχρεωθεί η αναιρεσίβλητη να της αποδώσει νομιμοτόκως από την επίδοση της παρούσας το συνολικό ποσό των 21.320 Ευρώ στο οποίο περιλαμβάνεται και ποσό 400 Ευρώ που αφορά αποζημίωση λόγω φθορών στο μίσθιο, ως προς το οποίο όμως δεν αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση του Εφετείου, που θα κατέβαλε εκουσίως σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών της από την άνω αναιρούμενη 1316/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσ/νίκης, η εκτέλεση της οποίας προαποδεικνύεται εγγράφως με την από την αναιρεσείουσα προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από 5.9.2007 απόδειξη πληρωμής της αναιρεσίβλητης. Επομένως η κρινόμενη αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της άνω εφετειακής αποφάσεως είναι παραδεκτή, νόμιμη και εν μέρει βάσιμη στην ουσία της για το συνολικό ποσό των 20.920 Ευρώ (21.320-400). Πρέπει κατά συνέχεια να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση της αναιρούμενης αποφάσεως υπάρχουσα κατάσταση που να συντεχθεί με την καταβολή από την αναιρεσίβλητη στην αναιρεσείουσα του αναφερόμενου στο διατακτικό ποσού με τους νομίμους τόκους υπερημερίας από την επίδοση σ' αυτή της παρούσας αποφάσεως. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί εν μέρει την 1316/2007 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της παρούσας μέρος της.
Παραπέμπει την υπόθεση, κατά το άνω αναιρούμενο μέρος της, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συντιθέμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως. Διατάσσει την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση της άνω αναιρούμενης αποφάσεως. Υποχρεώνει την αναιρεσίβλητη να καταβάλει στην αναιρεσείουσα το ποσό των είκοσι χιλιάδων εννιακοσίων είκοσι (20.920) Ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της παρούσας. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα της αναιρεσείουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων τριακοσίων (2.300) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 17 Ιανουαρίου 2011. Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 21 Μαρτίου 2011. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ