Βιολογία Γενικής Παιδείας Κεφάλαιο 1 ο : Άνθρωπος και Υγεία Ομοιόσταση: η ικανότητα του οργανισμού να διατηρεί σταθερές τις συνθήκες του εσωτερικού περιβάλλοντος (θερμοκρασία, συγκεντρώσεις διάφορων συστατικών κτλ) παρά τις εξωτερικές μεταβολές του περιβάλλοντος. Ασθένεια: Αποτέλεσμα της διαταραχής της ομοιόστασης του οργανισμού. Θερμοϋποδοχείς: Ειδικά νευρικά σωμάτια (δηλαδή άθροισμα νευρικών κυττάρων) που ανιχνεύουν τις μεταβολές της θερμοκρασίας του περιβάλλοντος και ειδοποιούν τον εγκέφαλο. Μικροοργανισμοί ή μικρόβια: οργανισμοί που δεν μπορούμε να διακρίνουμε με γυμνό μάτι, γιατί έχουν μέγεθος μικρότερο από 0,1 mm. Αποικοδόμηση: Διάσπαση της νεκρής οργανικής ύλης σε ανόργανα στοιχεία. Παράσιτα: είναι οι οργανισμοί οι οποίοι προκειμένου να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν, περνούν ένα μέρος ή όλη τη ζωή τους σε βάρος κάποιου άλλου οργανισμού, προκαλώντας συχνά ασθένειες. Ξενιστής: είναι ο οργανισμός πάνω ή μέσα στον οποίο ζει κάποιος άλλος. Παθογόνοι μικροοργανισμοί: είναι τα μικρόβια τα οποία, όταν εισέλθουν στον άνθρωπο ή σε άλλους μικροοργανισμούς, προκαλούν ασθένειες. Φυσιολογική μικροχλωρίδα: Μικροοργανισμοί που συμβιώνουν στο εσωτερικό του ανθρώπινου οργανισμού και είναι χρήσιμοι γι αυτόν. Πρόκειται για δυνητικά παθογόνους μικροοργανισμούς. Δυνητικά παθογόνοι: είναι οι μικροοργανισμοί, οι οποίοι είναι μη παθογόνοι, αλλά όταν αυξηθούν ή βρεθούν σε άλλους ιστούς προκαλούν ασθένειες. Μονογονία: Τρόπος αναπαραγωγής κατά τον οποίον από έναν οργανισμό προκύπτουν δύο νέοι οργανισμοί. Πρωτόζωα: μονοκύτταροι ευκαρυωτικοί οργανισμοί, οι οποίοι αναπαράγονται μονογονικά με διχοτόμηση. Κινούνται σχηματίζοντας ψευδοπόδια ή με τη βοήθεια βλεφαρίδων και μαστιγίων που διαθέτουν. Ψευδοπόδια: Προεκβολές του κυτταροπλάσματος που συμβάλλουν στην κίνηση των μικροοργανισμών. Μύκητες: ευκαρυωτικοί μονοκύτταροι ή πολυκύτταροι οργανισμοί. Οι περισσότεροι μύκητες αποτελούνται από απλούστερες νηματοειδείς δομές, τις υφές. Πολλοί από αυτούς πολλαπλασιάζονται μονογονικά με απλή διχοτόμηση, ενώ άλλοι πολλαπλασιάζονται με εκβλάστηση. Εκβλάστηση: Είδος μονογονικού τρόπου αναπαραγωγής που παρατηρείται στους μύκητες. Εκβλάστημα: Εξόγκωμα το οποίο σχηματίζεται σε κάποιο αρχικό σημείο του μύκητα και το οποίο όταν αναπτυχθεί αρκετά, είτε παραμένει ενωμένο με τον αρχικό οργανισμό είτε αποκόβεται από αυτόν και ζει πλέον ως αυτοτελής οργανισμός. Πνευμονική καντιντίαση: Μυκητίαση των πνευμόνων. 1
Βακτήρια: προκαρυωτικοί οργανισμοί, δηλαδή δε διαθέτουν οργανωμένο πυρήνα. Συνήθως σχηματίζουν αθροίσματα, τις αποικίες. Βάκιλοι: βακτήρια που έχουν ραβδοειδές σχήμα. Κόκκοι: βακτήρια που έχουν σφαιρικό σχήμα. Σπειρύλλια: βακτήρια που έχουν ελικοειδές σχήμα. Πυρηνική περιοχή (πυρηνοειδές): Συγκεκριμένη περιοχή των βακτηρίων όπου βρίσκεται το γενετικό τους υλικό (DNA). Πλασμίδια: Μικρά μόρια γενετικού υλικού (DNA) που βρίσκονται σε ορισμένα βακτήρια. Πλασματική μεμβράνη: Η μεμβράνη των κυττάρων. Κυτταρικό τοίχωμα: Περίβλημα των βακτηρίων που περιβάλλει την πλασματική τους μεμβράνη. Κάψα: Περίβλημα ορισμένων βακτηρίων που περιβάλλει το κυτταρικό τους τοοίχωμα. Ενδοσπόρια: ανθεκτικές μορφές των βακτηρίων, στις οποίες μετατρέπονται αυτά όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος δεν είναι ευνοϊκές. Πρόκειται για αφυδατωμένα κύτταρα με ανθεκτικά τοιχώματα και χαμηλούς μεταβολικούς ρυθμούς. Όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος ξαναγίνουν ευνοϊκές, τα ενδοσπόρια βλαστάνουν δίνοντας το καθένα ένα βακτήριο. Τα ενδοσπόρια είναι τρόπος επιβίωσης και όχι πολλαπλασιασμού. Ιοί: ακυτταρικοί οργανισμοί με μέγεθος από 20-250 nm. Είναι υποχρεωτικά ενδοκυτταρικά παράσιτα και προκαλούν ασθένειες σε ζώα, φυτά και στον άνθρωπο. Χαρακτηρίζονται από απόλυτη εξειδίκευση ως προς τον ξενιστή τους. Καψίδιο: Πρωτεϊνικό περίβλημα των ιών με χαρακτηριστική γεωμετρία μέσα στο οποίο προφυλάσσεται το γενετικό τους υλικό. Έλυτρο: Επιπλέον περίβλημα ορισμένων ιών λιποπρωτεϊνικής φύσης το οποίο περιβάλλει το καψίδιο. Υποχρεωτικά ενδοκυτταρικά παράσιτα: Χαρακτηρίζονται οι ιοί επειδή εξασφαλίζουν από τον ξενιστή τους μηχανισμούς αντιγραφής, μεταγραφής και μετάφρασης καθώς και τα περισσότερα ένζυμα και υλικά που είναι απαραίτητα για τις λειτουργίες αυτές. Ιοί βακτηρίων ή βακτηριοφάγοι: ιοί που παρασιτούν σε βακτήρια. Ιοί φυτών: ιοί που παρασιτούν σε φυτά. Ιοί ζώων: ιοί που παρασιτούν σε ζώα. DNA ιοί: ιοί που περιέχουν DNA ως γενετικό υλικό. Σ αυτούς ανήκουν οι ερπητοϊοί. RNA ιοί: ιοί που περιέχουν RNA ως γενετικό υλικό. Σ αυτούς ανήκουν οι ρετροϊοί. Μόλυνση: η είσοδος ενός παθογόνου μικροοργανισμού στον οργανισμό. Λοίμωξη: η εγκατάσταση και ο πολλαπλασιασμός ενός παθογόνου μικροοργανισμού στον οργανισμό. Λοιμώδη νοσήματα: οι ασθένειες που προκαλούνται από παθογόνους μικροοργανισμούς. Τοξίνες: διάφορες ουσίες που παράγουν τα μικρόβια, οι οποίες προκαλούν βλάβες στον άνθρωπο και έτσι εμφανίζουν παθογόνο δράση. Διακρίνονται σε εξωτοξίνες και ενδοτοξίνες. Εξωτοξίνες: είναι χημικές ενώσεις κυρίως πρωτεΐνες, που εκκρίνονται από παθογόνα βακτήρια και με την κυκλοφορία του αίματος διασπείρονται στο εσωτερικό του ανθρώπινου οργανισμού και προσβάλλουν, ανάλογα με τη φύση τους, συγκεκριμένα όργανα. 2
Ενδοτοξίνες: είναι χημικές ενώσεις που βρίσκονται στο κυτταρικό τοίχωμα μερικών παθογόνων βακτηρίων και μπορεί να προκαλέσουν συμπτώματα, όπως πυρετό, πτώση της αρτηριακής πίεσης του αίματος κλπ Βλεννογόνοι: Στρώματα επιθηλιακών κυττάρων που καλύπτουν κοιλότητες του ανθρώπινου οργανισμού όπως το στόμα, το στομάχι ο κόλπος και εκκρίνουν βλέννα, η οποία παγιδεύει τα μικρόβια και λειτουργεί ως ένας αποτελεσματικός φραγμός για την είσοδό τους στον οργανισμό. Παστερίωση: Θέρμανση του γάλακτος στους 62 o C για μισή ώρα οπότε καταστρέφονται όλα τα παθογόνα αλλά και τα περισσότερα μη παθογόνα μικρόβια. Αντιβιοτικά: είναι χημικές ουσίες με αντιμικροβιακή δράση που παράγονται από βακτήρια, μύκητες και φυτά. Σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα: Νοσήματα που μεταδίδονται μέσω της σεξουαλικής επαφής, μέσω του αίματος και των παραγώγων του (π.χ. μεταγγίσεις ή χρήση μολυσμένης σύριγγας), καθώς και από την μολυσμένη μητέρα στο έμβρυο. Γονιμοποίηση: Σύντηξη σπερματοζωαρίου με ωάριο. Ζυγωτό: Το πρώτο κύτταρο που δημιουργείται κατά την γονιμοποίηση. Μη ειδική άμυνα: η δυνατότητα αντιμετώπισης οποιουδήποτε παθογόνου μικροοργανισμού. Πρώτη γραμμή άμυνας του οργανισμού. Ειδική άμυνα: Παραγωγή κυττάρων και κυτταρικών προϊόντων (αντισώματα) με εξειδίκευση στην αντιμετώπιση συγκεκριμένου κάθε φορά αντιγόνου. Έμμορφα συστατικά: Τα κύτταρα του αίματος δηλαδή τα ερυθρά, λευκά αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια. Πλάσμα: Το ρευστό μέρος του αίματος (χωρίς τα κύτταρα) που περιέχει διάφορες διαλυμένες ουσίες. Ερυθρός μυελός των οστών: Αποτελεί το κέντρο της αιμοποίησης. Βρίσκεται στο εσωτερικό των οστών και σε αυτόν βρίσκονται τα πολυδύναμα αιμοποιητικά κύτταρα. Πολυδύναμα αιμοποιητικά κύτταρα: Κύτταρα των οποίων η διαφοροποίηση οδηγείς τον σχηματισμό όλων των κυττάρων που συμμετέχουν στους μηχανισμούς άμυνας. Διαφοροποίηση: Μορφολογική και λειτουργική εξειδίκευση των κυττάρων. Κεράτινη στοιβάδα: Στοιβάδα νεκρών κυττάρων της επιδερμίδας του δέρματος η οποία και λειτουργεί ως φραγμός στην είσοδο μικροοργανισμών στον ανθρώπινο οργανισμό. Σμήγμα: Υγρό που περιέχει λιπαρά οξέα και εκκρίνεται από τους σμηγματογόνους αδένες. Βλεφαριδοφόρο επιθήλιο: Επιθηλιακά κύτταρα με βλεφαρίδες που απομακρύνουν την βλέννα και τα μικρόβια που έχουν παγιδευτεί σε αυτήν από την αναπνευστική οδό. Επιπεφυκότας: Βλεννογόνος που εφυγραίνει το μάτι. Φαγοκύτταρα: κατηγορία των λευκών αιμοσφαιρίων τα οποία επιτελούν τη λειτουργία της φαγοκυττάρωσης. Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στα πολυμορφοπύρηνα (ηωσινόφιλα, βασεόφιλα και ουδετερόφιλα) και στα μονοκύτταρα, τα οποία διαφοροποιούνται σε μακροφάγα και εγκαθίστανται στους ιστούς. Απολήξεις νευρικών κυττάρων: Είναι οι διακλαδώσεις στις οποίες καταλήγουν τα νευρικά κύτταρα και συμβάλλουν στην μεταβίβαση των μηνυμάτων στο εσωτερικό του ανθρώπου. 3
Ινώδες: Πλέγμα πρωτεϊνικής σύστασης που σχηματίζεται στην περιοχή της φλεγμονής. Πύον: Παχύρευστο κιτρινωπό υγρό που σχηματίζεται στην περιοχή της φλεγμονής και αποτελείται από νεκρά φαγοκύτταρα και νεκρούς μικροοργανισμούς. Πυρετός: η μη φυσιολογική αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, ο οποίος αποτελεί μία φυσιολογική απάντηση του οργανισμού στη μόλυνση. Ορός του πλάσματος: Το πλάσμα του αίματος χωρίς τις ουσίες που προκαλούν πήξη του αίματος. Ο ορός αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα του πλάσματος του αίματος γι αυτό και οι δύο έννοιες σχεδόν ταυτίζονται. Ιντερφερόνες: πρωτεΐνες που παράγονται από κύτταρα που έχουν μολυνθεί από ιούς. Ανιχνεύονται αρχικά στο κυτταρόπλασμα του μολυσμένου κυττάρου, στη συνέχεια απελευθερώνονται στο μεσοκυττάριο υγρό και από εκεί συνδέονται με υποδοχείς των γειτονικών κυττάρων. Δρουν σαν μηνύματα και προειδοποιούν τα γειτονικά για την παρουσία του ιού, επίσης με την είσοδό τους στα υγιή κύτταρα ενεργοποιείται η παραγωγή άλλων πρωτεϊνών, οι οποίες έχουν την ικανότητα να παρεμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό των ιών. Συμπλήρωμα: πρόκειται για μια ομάδα είκοσι πρωτεϊνών στον ορό του αίματος με αντιμικροβιακή δράση. Προπερδίνη: ομάδα τριών πρωτεϊνών στον ορό του αίματος που δρα σε συνδυασμό με τις πρωτεΐνες του συμπληρώματος για την καταστροφή των μικροβίων. Λυσοζύμη: πρωτεΐνη με αντιμικροβιακή δράση που βρίσκεται στο σάλιο, στα δάκρυα και στον ιδρώτα. Μεσοκυττάριο υγρό: Το υγρό μεταξύ των κυττάρων. Ανοσία: η ικανότητα του οργανισμού να αναγνωρίζει οποιαδήποτε ουσία ξένη προς αυτόν και να αντιδρά παράγοντας εξειδικευμένα κύτταρα και κυτταρικά προϊόντα (π.χ. αντισώματα) για να την εξουδετερώσει. Αντιγόνο: ως αντιγόνο μπορεί να δράσει ένας ολόκληρος μικροοργανισμός, ένα τμήμα αυτού ή τοξικές ουσίες που παράγονται από αυτόν. Ανοσοβιολογικό σύστημα: πολύπλοκο σύστημα το οποίο αποτελεί μέρος του αμυντικού συστήματος του ανθρώπινου οργανισμού και αναπτύχθηκε για να μας προφυλάσσει από τις βλαβερές πολυάριθμες βλαβερές επιδράσεις του περιβάλλοντος. Αποτελείται από τα πρωτογενή λεμφικά όργανα (μυελός των οστών, θύμος αδένας) και τα δευτερογενή λεμφικά όργανα (σπλήνας, λεμφαδένες, αμυγδαλές λεμφικός ιστός κατά μήκος του γαστρεντερικού σωλήνα). Λεμφικός ιστός: Όργανα και περιοχές του σώματος από τις οποίες διέρχεται ή περνάει η λέμφος. Λέμφος: Το δεύτερο υγρό (μετά το αίμα) που κυκλοφορεί στον οργανισμό. Λεμφοκύτταρα: είδος λευκών αιμοσφαιρίων τα οποία συμμετέχουν στην ανοσοβιολογική απόκριση του οργανισμού. Πρόκειται για μικρά, στρογγυλά κύτταρα με σφαιρικό πυρήνα. Διακρίνονται στα Τ- λεμφοκύτταρα, τα οποία χωρίζονται σε διάφορες κατηγορίες με ξεχωριστές λειτουργίες, και στα Β- λεμφοκύτταρα, τα οποία είναι υπεύθυνα για την παραγωγή και την έκκριση αντισωμάτων. ανοσοβιολογικού συστήματος του ανθρώπου. 4
Τ- λεμφοκύτταρα: διαφοροποιούνται και ωριμάζουν στον θύμο αδένα, χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: 1. Βοηθητικά Τ- λεμφοκύτταρα: ενεργοποιούνται από το εκτεθειμένο στην επιφάνεια των μακροφάγων τμήμα του αντιγόνου και στη συνέχεια ενεργοποιούν τα Β- λεμφοκύτταρα ή άλλα είδη Τ- λεμφοκυττάρων, μέσω ουσιών που εκκρίνουν. 2. Κυτταροτοξικά Τ- λεμφοκύτταρα: ενεργοποιούνται από τα βοηθητικά Τ- λεμφοκύτταρα και καταστρέφουν καρκινικά κύτταρα ή κύτταρα που έχουν προσβληθεί από ιό. 3. Τ- λεμφοκύτταρα μνήμης: παράγονται μετά την έκθεση του οργανισμού σε ένα αντιγόνο και έχουν την ικανότητα να ενεργοποιούνται μετά την επόμενη έκθεση του οργανισμού σ αυτό. 4. Κατασταλτικά Τ- λεμφοκύτταρα: σταματούν την ανοσοβιολογική απόκριση μετά την επιτυχή αντιμετώπιση του αντιγόνου. Β- λεμφοκύτταρα: διαφοροποιούνται και ωριμάζουν στον μυελό των οστών. Χωρίζονται στις εξής κατηγορίες: 1. Πλασματοκύτταρα: που παράγουν και εκκρίνουν μεγάλες ποσότητες αντισωμάτων, ίδιων με αυτά που υπήρχαν στην επιφάνεια του Β- λεμφοκύτταρου από το οποίο προήλθαν. 2. Β- λεμφοκύτταρα μνήμης: που ενεργοποιούνται αμέσως μετά από επόμενη έκθεση του οργανισμού στο ίδιο αντιγόνο. Ανοσοσφαιρίνες ή αντισώματα: πρωτεΐνες που εκκρίνονται από μια κατηγορία των Β- λεμφοκυττάρων, τα πλασματοκύτταρα. Αποτελούνται από 4 πολυπεπτιδικές αλυσίδες (2 βαριές και 2 ελαφριές) που συνδέονται μεταξύ τους με ομοιοπολικούς δεσμούς. Μεταβλητή περιοχή του αντισώματος: η περιοχή του αντισώματος που συνδέεται με το αντιγόνο. Σταθερή περιοχή του αντισώματος: η περιοχή του αντισώματος που είναι ίδια για όλα τα αντισώματα. Ανοσοβιολογική απόκριση: η αντίδραση του ανοσοβιολογικού μας συστήματος στην είσοδο κάθε αντιγόνου. Διακρίνεται σε πρωτογενή και δευτερογενή. Πρωτογενής ανοσοβιολογική απόκριση: ενεργοποιείται κατά την πρώτη επαφή του οργανισμού με το ίδιο αντιγόνο. Δευτερογενής ανοσοβιολογική απόκριση: ενεργοποιείται κατά τη δεύτερη (ή επόμενη) επαφή του οργανισμού με το ίδιο αντιγόνο. Αντιγονοπαρουσιαστικά κύτταρα: Μακροφάγα τα οποία εκθέτουν στην επιφάνεια τους τμήματα του αντιγόνου. Αντιγόνο ιστοσυμβατότητας: είναι μια πρωτεΐνη, χαρακτηριστική για κάθε άτομο που βρίσκεται στην επιφάνεια των μακροφάγων και πάνω σ αυτό συνδέεται ένα τμήμα του μικροβίου και εκτίθεται στην επιφάνεια του μακροφάγου (αντιγονοπαρουσιαστικό κύτταρο). Το αντιγόνο ιστοσυμβατότητας παίζει σημαντικό ρόλο στις μεταμοσχεύσεις. Χυμική ανοσία: μηχανισμός ανοσοβιολογικής απόκρισης που έχει σαν «μεσολαβητή» κυτταρικά προϊόντα του λεμφικού ιστού, τα αντισώματα. Τα αντισώματα απελευθερώνονται μέσα στο αίμα και στη λέμφο (χυμούς), αντιδρούν με το αντιγόνο και το εξουδετερώνουν. 5
Κυτταρική ανοσία: μηχανισμός ανοσοβιολογικής απόκρισης που έχει σαν «μεσολαβητή» ειδικά ευαισθητοποιημένα λεμφοκύτταρα. Οφείλεται στη δράση των βοηθητικών και κυτταροτοξικών Τ- λεμφοκυττάρων. Ενεργητική ανοσία: τα αντισώματα παράγονται από τον ίδιο τον οργανισμό. Εμβόλιο: Νεκροί ή εξασθενημένοι μικροοργανισμοί ή τμήματά τους. Παθητική ανοσία: παρέχονται έτοιμα αντισώματα στον οργανισμό, τα οποία έχουν παραχθεί από άλλον οργανισμό. Ορός: Έτοιμα αντισώματα που έχουν παραχθεί σε κάποιο άλλο άτομο ή ζώο. Αυτοανοσία: διαδικασία κατά την οποία το ανοσοβιολογικό σύστημα δρα εναντίον συστατικών του ίδιου του οργανισμού παράγοντας αυτοαντισώματα. Αυτοαντισώματα: Αντισώματα που παράγει ίδιος οργανισμός τα οποία αναγνωρίζουν σαν ξένα και καταστρέφουν τα δικά του κύτταρα. Αλλεργία: η ενεργοποίηση του ανοσοβιολογικού συστήματος του οργανισμού από παράγοντες που υπάρχουν στο περιβάλλον, οι οποίοι δεν είναι παθογόνοι ή γενικώς επικίνδυνοι για την υγεία. Αλλεργιογόνα: Παράγοντες που προκαλούν αλλεργία. Ισταμίνη: ουσία η οποία παράγεται από τα κύτταρα του οργανισμού και είναι υπεύθυνη για τα συμπτώματα της αλλεργίας. Προκαλεί αύξηση της διαπερατότητας των αγγείων, σύσπαση των λείων μυικών ινών, ενώ παράλληλα διεγείρει την εκκριτική δραστηριότητα των βλεννογόνων αδένων. Ανοσοβιολογική ανεπάρκεια: ονομάζεται η εξασθένηση της λειτουργίας του ανοσοβιολογικού συστήματος. Εγκεφαλονωτιαίο υγρό: Υγρό που περιβάλλει τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό. Φορέας: Άτομο που έχει μολυνθεί από ένα μικρόβιο και μπορεί να το μεταδώσει. Συνήθως δεν εκδηλώνει το άτομο τα τυπικά συμπτώματα της ασθένειας. 6