Οινοτουριστική ανάπτυξη και βιωσιμότητα στην Ελλάδα της κρίσης: Μια συστημική προσέγγιση Μαρία Αλεμπάκη, Διδάκτορας Αγροτικής Οικονομίας, Τμήμα Γεωπονίας, Σχολή Γεωπονίας, Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. E-mail: mariale@agro.auth.gr. Αλέξανδρος Κουτσούρης, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Αγροτικής Οικονομίας & Ανάπτυξης, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. E-mail: koutsouris@aua.gr. Από τη δεκαετία του 1990, οι επιπτώσεις της άναρχης ανάπτυξης στο ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον των περιοχών υποδοχής επιτείνουν τα πρώτα συμπτώματα κορεσμού του προτύπου του οργανωμένου μαζικού τουρισμού, στοιχειοθετώντας την αναγκαιότητα για στροφή σε ήπιας μορφής δραστηριότητες, οι οποίες σέβονται και αξιοποιούν τις τοπικές ιδιαιτερότητες (Σωτηριάδης & Φαρσάρη, 2009; Τσάρτας, 2001). Η διαμόρφωση των σύγχρονων τάσεων της τουριστικής ζήτησης καθορίζεται εν πολλοίς από τη μετάβαση προς ένα νέο τύπο «περιβαλλοντικά ευαίσθητου», «κοινωνικά υπεύθυνου» και «πολυκινητρικού» τουρίστα, ο οποίος, αναζητώντας το «εναλλακτικό» και την «ποιότητα» στο ταξίδι, μετατρέπεται σταδιακά από «παθητικό αποδέκτη» σε «συνδημιουργό εμπειριών» (Κοκκώσης κ.ά., 2013; Marzo-Navvaro & Pedraja-Iglesias, 2012; Τσάρτας, 1996; Opaschowski, 2001). Η προσαρμογή της τουριστικής προσφοράς σε αυτή την πραγματικότητα καθιστά απαραίτητo τον εμπλουτισμό του προϊόντος με στοιχεία που δεν εξαντλούνται στο γνωστό τετράπτυχο των 4S (Varvaressos & Soteriades, 2008). Μεταξύ των διαφόρων μορφών Τουρισμού Ειδικών Ενδιαφερόντων που αναπτύχθηκαν σε αυτό το πλαίσιο, ο οινοτουρισμός απορρέει από τη συμβιωτική σχέση μεταξύ δύο διαφορετικών ως προς τα χαρακτηριστικά τους παραγωγικών τομέων: της γεωργίας - μεταποίησης και της παροχής υπηρεσιών (Mitchell & Schreiber, 2006). Σύμφωνα με τον επικρατέστερο ορισμό (Hall et al, 2000), ο οινοτουρισμός περιλαμβάνει την επίσκεψη σε αμπελώνες, οινοποιεία, οινικά φεστιβάλ και εκθέσεις οίνου, όπου η γευσιγνωσία και η γνωριμία με τα κύρια 1
χαρακτηριστικά μιας αμπελοοινικής περιοχής διαμορφώνουν τα πρωταρχικά κίνητρα των συμμετεχόντων. Πρόκειται για μια δυναμικά αναπτυσσόμενη οικονομική δραστηριότητα, τα οφέλη της οποίας δεν περιορίζονται στο αμιγώς επιχειρησιακό επίπεδο, αλλά εκτείνονται σε ολόκληρη την περιοχή ενδιαφέροντος (Alonso et al, 2015). Στην περίπτωση της Ελλάδας, η οινοτουριστική ανάπτυξη στηρίχθηκε -ως επί το πλείστον- σε συλλογικές δράσεις και σε ανωφερείς (bottom up) διεργασίες (Alebaki & Iakovidou, 2010). Η ίδρυση της Ένωσης Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Μακεδονίας 1, το 1993, σηματοδότησε την απαρχή μιας συντονισμένης προσπάθειας τουριστικής αξιοποίησης του αμπελοοινικού γίγνεσθαι, η οποία υλοποιήθηκε μέσω του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης (Θεσσαλονίκη, 1997) και του Προγράμματος «Προβολή και Προώθηση του Ελληνικού Κρασιού» (1996) της Κοινοτικής Πρωτοβουλίας LEADER (Karafolas, 2006). Μέσα από μια σειρά συντονισμένων ενεργειών, όπως η δημιουργία οκτώ οινικών διαδρομών και η ανάπτυξη υποδομών για την υποδοχή επισκεπτών στα οινοποιεία, τα μέλη του δικτύου κατόρθωσαν να εντάξουν το βορειοελλαδικό αμπελώνα στο χάρτη με τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού (Αλεμπάκη, 2012). Το παράδειγμα της ΕΝΟΑΒΕ ενθάρρυνε την ανάληψη αντίστοιχων πρωτοβουλιών και στις υπόλοιπες Περιφέρειες της χώρας. Κατά τις επόμενες δύο δεκαετίες, δίκτυα οινοπαραγωγών με παρόμοια δράση συγκροτήθηκαν στα αμπελουργικά διαμερίσματα της Πελοποννήσου (ΕΝΟΑΠ, 1998), της Αττικής (ΕΝΟΑΑ, 1999), της Κρήτης (Wines of Crete, 2006), της Κεντρικής Ελλάδας (ΕΝΟΑΚΕ, 2008) και των Νησιών του Αιγαίου (ΕΝΟΑΝΑ, 2009). Εκτός από τις περιφερειακές ενώσεις, συμπράξεις με στόχο την οινοτουριστική ανάπτυξη έχουν λάβει χώρα και σε τοπικό επίπεδο (Σύνδεσμος Οινοποιών Νεμέας, 2011, Wines of Athens, 2014, Σύνδεσμος Αμπελουργών και Οινοποιών Νάουσας, 2014). 1 ΕΝΟΑΜ, νυν Ένωσης Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Βορείου Ελλάδος (ΕΝΟΑΒΕ) 2
Παρά τα βήματα προόδου που έχουν σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, το οινοτουριστικό terroir 2 της Ελλάδας δεν έχει αξιοποιηθεί επαρκώς. Αδιαμφισβήτητα, η ανάπτυξη διατομεακών συνεργειών για την προσέλκυση επισκεπτών στις οινοπαραγωγικές περιοχές προϋποθέτει την υπέρβαση πολλαπλών φραγμών, δεδομένου ότι, τόσο ο αμπελοοινικός κλάδος όσο και ο τουρισμός καλούνται σήμερα να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους σε ένα εξαιρετικά σύνθετο και ασταθές περιβάλλον. Στη διεθνή πραγματικότητα που διαμορφώνουν βαθύτατα απορρυθμιστικοί παράγοντες όπως η οικονομική κρίση και η κλιματική αλλαγή, η βιωσιμότητα των ελληνικών «Δρόμων του Κρασιού» τίθεται εν αμφιβόλω. Ως εκ τούτου, τα ερώτηματα που ανακύπτουν είναι τα εξής: Κατά πόσο μπορεί ο οινοτουρισμός να μεταβεί από το εμβρυακό στάδιο στη φάση της ανάπτυξης, παρά την αντιξοότητα των συνθηκών; Ποιοι παράγοντες λειτουργούν ανασταλτικά στην επίτευξη αυτού του στόχου; Καθόσον τα παραπάνω ζητήματα παρουσιάζουν μια πολυπλοκότητα, η οποία υπερβαίνει τα στενά οικονομίστικα και κλαδικά όρια (Κουτσούρης, 2011), η παρούσα εργασία υιοθετεί μια συστημική προσέγγιση. Αντικειμενικός της σκοπός είναι η διερεύνηση των παραγόντων που απειλούν τη βιώσιμη ανάπτυξη του οινοτουρισμού, νοούμενου ως κοινωνικο-οικολογικού συστήματος (Socio-Ecological System, Ruiz-Ballesteros, 2011), υπό το πρίσμα της Επανατακτικότητας (Resilience) 3. Ο όρος, στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει την ικανότητα μια ομάδας (ατόμων, επιχειρήσεων ή κοινοτήτων) να αντιδρά αποτελεσματικά σε αναταράξεις και να απορροφά τους κραδασμούς που προκαλούν οι πιέσεις του φυσικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού περιβάλλοντος (Adger, 2000; Keck and Sakdapolrak, 2013; Walker and Salt 2006). Κατά συνέπεια, τα επανατακτικά (resilient) συστήματα είναι ευέλικτα, 2 Ο όρος ( wine tourism terroir ) εισήχθη στη διεθνή βιβλιογραφία από τους Hall & Mitchell (2002) και αφορά στον ιδιαίτερο συνδυασμό φυσικών, πολιτισμικών και ανθρωπογενών στοιχείων, ο οποίος προσδίδει σε έναν αμπελοοινικό προορισμό μια «ξεχωριστή ελκυστικότητα» (distinctive appeal). 3 Στην αγγλική γλώσσα, ο όρος resilience προέρχεται από το λατινικό ρήμα resilire, (ετυμ. re- + salīre) που σημαίνει αναπηδώ. Η απόδοση του όρου στα ελληνικά έγινε έπειτα από επικοινωνία της πρώτης συγγραφέα με την Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (βλ. ΕΛΕΤΟ, 2014). 3
προσαρμόσιμα, επιδεικνύουν ισχυρότερα αντανακλαστικά σε ενδεχόμενες μεταβολές και είναι σε θέση να διατηρούν σταθερές τις βασικές τους λειτουργίες, τη δομή και την ταυτότητά τους (Biggs et al, 2012). Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της διερευνητικής αυτής μελέτης (exploratory research) πραγματοποιήθηκαν 39 συνεντεύξεις σε βάθος (in depth interviews) με φορείς του αμπελοοινικού και του τουριστικού κλάδου (key stakeholders) και εμπειρογνώμονες (experts). Η διαδικασία αυτή επέτρεψε την καταγραφή (με ψηφιακή συσκευή μαγνητοφώνησης) των απόψεων των συμμετεχόντων αναφορικά με τις προοπτικές ανάπτυξης του οινοτουρισμού στην Ελλάδα και τις απειλές για τον κλάδο συνολικά. Η επιλογή των υποκειμένων βασίστηκε στην Τεχνική της Δειγματοληψίας της Χιονοστιβάδας (Snowball Sampling, Goodman, 2011), ενώ, για την αναγνώριση, ανάλυση και περιγραφή των θεμάτων εντός των ποιοτικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της Θεματικής Ανάλυσης (Thematic Analysis, δεδομένων (Liu & Tsaur, 2014). Ευχαριστίες H παρούσα εργασία αποτελεί τμήμα του ερευνητικού έργου με τίτλο: «Οι Δρόμοι του Κρασιού στη Σκιά της Οικονομικής Κρίσης: Ενισχύοντας την Επανατακτικότητα (Resilience) του Οινοτουρισμού». Το έργο υλοποιείται στο Ινστιτούτο Γενετικής Βελτίωσης και Φυτογενετικών Πόρων του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού «ΔΗΜΗΤΡΑ», στο πλαίσιο της Πράξης «Εκπόνηση σχεδίων Ερευνητικών και Τεχνολογικών Αναπτυξιακών έργων Καινοτομίας (ΑγροΕΤΑΚ)», η οποία εντάσσεται στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού» (ΕΣΠΑ 2007-2013) του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Φορέας χρηματοδότησης της Πράξης είναι το Υπουργείο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης, Περιβάλλοντος & Ενέργειας. 4
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Ελληνικές Αλεμπάκη, Μ. (2012). Διερεύνηση παραγόντων που διαμορφώνουν την ανάπτυξη του οινικού τουρισμού. Διδακτορική Διατριβή. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γεωπονική Σχολή, Τομέας Αγροτικής Οικονομίας. Θεσσαλονίκη. Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ) (2014). Ορόγραμμα. Αρ.124, Ιαν.-Φεβ. 2014, http://www.eleto.gr/download/orogramma/or124_v05.pdf (Ανακτήθηκε: 01/06/2015). Κοκκώσης, Χ., Τσάρτας, Π και Γκρίμπα, Ε. (2011). Ειδικές και Εναλλακτικές Μορφές Τουρισμού. Ζήτηση και Προσφορά Νέων Προϊόντων Τουρισμού, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική (343 σελ). Κουτσούρης, Α. (2011). Συστημική προσέγγιση και αειφορική αγροτική ανάπτυξη. Στο: Σιάρδος Γ. και Κουτσούρης Α. (2011). Αειφορική Γεωργία & Ανάπτυξη (σελ. 33-52). Θεσσαλονίκη: Ζυγός. Σωτηριάδης, Μ. & Φαρσάρη, Ι. (2009). Εισαγωγή. Στο: Σωτηριάδης, Μ. & Φαρσάρη, Ι. (2009). Εναλλακτικές και Ειδικές Μορφές Τουρισμού: Σχεδιασμός, Management και Marketing. Εκδόσεις INTERBOOKS, Αθήνα (392 σελ). Τσάρτας, Π. (1996). Τουρίστες, Ταξίδια, Τόποι: Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις στον Τουρισμό. Εξάντας: Αθήνα (407 σελ). Τσάρτας, Π. (2001). Τουριστική ανάπτυξη: εννοιολογικές οριοθετήσεις και ζητήματα ανάλυσης. Στο: Κοκκώσης, Χ. & Τσάρτας, Π. (2015). Βιώσιμη Τουριστική Ανάπτυξη και Περιβάλλον. Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ, Αθήνα (292 σελ). Ξενόγλωσσες Alebaki, M. & Iakovidou, O. (2010). Initiatives towards wine tourism development in Greece. ENOMETRICA, 3(2): 15-24. Adger, W. N. (2000). Social and ecological resilience: are they related? Progress in Human Geography, 24 (3): 347-364. Alonso, A.D., Bressan, A., O Shea, M., Kradjic, V. (2013). Perceived Benefits and Challenges to Wine Tourism Involvement: An International Perspective. International Journal of Tourism Research, 17 (1): 66 81. Biggs, D., Hall, C.M. and Stoeckl, N. (2012). The resilience of formal and informal tourism enterprises to disasters: reef tourism in Phuket, Thailand, Journal of Sustainable Tourism, 20 (5): 645-665. 5
Goodman, L. A. (2011). Comment: On respondent-driven sampling and snowball sampling in hard-to-reach populations and snowball sampling not in hard-toreach populations. Sociological Methodology, 41: 347 353. Hall, C.M. & Mitchell, R. (2002). The tourist terroir of New Zealand wine: the importance of region in the wine tourism experience. In: Montanari, A. (Eds.) Food and Environment: Geographies of Taste, Rome: Societa Geografica Italiana. Hall, C.M., Johnson, G., Cambourne, B., Macionis, N., Mitchell, R. & Sharples, E. (2000). Wine tourism: An introduction. In: Hall, C.M., Sharples, L., Cambourne, B., Macionis, N., Mitchell, R. & Johnson, G. (Eds.): Wine tourism around the world: Development, management and markets (pp. 1-23). Oxford: Butterworth Heinemann. Karafolas, S. (2006). Creating a non-profit network of producers for the development of the local culture and local tourism: the case of wine roads of Northern Greece. Review of International Cooperation, 99(1): 36-43. Keck, M. and Sakdapolrak, P. (2013). What is social resilience? Lessons learned and ways forward. Erkunde, 67 (1): 5-19. Liu, J.S. & Tsaur, S.H. (2014). We are in the same boat: Tourist citizenship behaviors. Tourism Management, 42 (1): 88-100 Marzo-Navarro, M. & Pedraja-Iglesias, M. (2012). Critical factors of wine tourism: Incentives and barriers from the potential tourist's perspective. International Journal of Contemporary Hospitality Management, 24(2): 312 334. Mitchell, R. & Schreiber, C. (2006). Barriers to vertical integration between the wine and tourism industries: The case of Central Otago, New Zealand. 3rd International Wine Business Research Conference, Montpellier, 6-8/07. Opaschowski, H.W. (2001). Tourismus in 21. Jahrhundert, das Gekaufte Paradies. BAT Freizeit-Forschungsinstitut GmbH, Hamburg. Ruiz-Ballesteros, E. (2011). Social-ecological resilience and community-based tourism: An approach from Agua Blanca, Ecuador. Tourism Management, 32 (3): 655-666. Varvaressos S., Soteriades M., (2008). La crise du modèle de développement touristique grec. Athens, Tourism Issues, 5 (5): 58-79. Walker, B.H. & Salt, D. (2006). Resilience Thinking: Sustaining Ecosystems and People in a Changing World. Island Press, Washington, D.C., USA (174p). 6