ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΕΝΕ-



Σχετικά έγγραφα
Κεφάλαιο 3. Οι Βαλκανικοί Πόλεµοι (σελ )

Ενότητα 29 Οι Βαλκανικοί πόλεμοι Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης (26 Οκτωβρίου 1912)

Ανασκόπηση Στο προηγούμενο μάθημα είδαμε πως μετά το θάνατο του Βασιλείου Β : το Βυζάντιο έδειχνε ακμαίο, αλλά είχαν τεθεί οι βάσεις της κρίσης στρατι

29. Νέοι εχθροί εμφανίζονται και αποσπούν εδάφη από την αυτοκρατορία

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΑΝΝΙΔΗ ΣΤΑΘΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΜΑ: ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΚΕΦ. 4. ΟΙ ΑΡΑΒΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Εικονογραφία. Μιχαήλ Βόδας Σούτσος Μεγάλος Διερµηνέας και ηγεµόνας της Μολδαβίας Dupré Louis, 1820

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Κεφάλαιο 9. Η εκστρατεία του ράµαλη ερβενάκια (σελ )

ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ

Κεφάλαιο 5 (σελ ) Η επανάσταση στα νησιά του Αιγαίου

Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ

Ενότητα 20 - Από την έξωση του Όθωνα (1862) έως το κίνημα στο Γουδί (1909) Ιστορία Γ Γυμνασίου. Η άφιξη του βασιλιά Γεωργίου του Α.

Κεφάλαιο 8. Η γερµανική επίθεση και ο Β' Παγκόσµιος Πόλεµος (σελ )

Κεφάλαιο 6. Η κρίση στα Βαλκάνια (σελ )


30α. Η τέταρτη σταυροφορία και η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

ΣΧΕ ΙΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΘΗΤΗ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ (13ος - 18ος αι.)

Μικρασιατική καταστροφή

ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΟΡΜΕΣ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ - Ο ΑΡΧΙΔΑΜΕΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

ΗΕΠΟΧΗΤΗΣΑΚΜΗΣ: ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΑΣ ΩΣ ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΩΝ ΔΥΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Κεφάλαιο 4. Η Ελλάδα στον Α' Παγκόσµιο Πόλεµο (σελ )

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. Νικόλαος Γ. Χαραλαμπόπουλος Τμήμα Φιλολογίας

Κωνσταντίνος: από τη Ρώμη στη Νέα Ρώμη

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΑΣΚΗΣΕΙΣ 6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΟΤΗΤΕΣ 27/28/29/30

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

2. ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Να δώσετε το περιεχόµενο των παρακάτω όρων: α. Οργανικός νόµος 1900 β. Συνθήκη φιλίας και συνεργασίας γ. «Ηνωµένη αντιπολίτευσις»

Κεφάλαιο 12. Η δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου - ο ιονύσιος Σολωµός (σελ )

Ευρύκλεια Κολέζα ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΒΕΡΝΤΕΝ ( )

Κεφάλαιο 1. Από τον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 στον Μακεδονικό Αγώνα (σελ )

11. Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες

Το τζαμί Αραπζάρ (προηγουμένως Σταυρός του Μισιρίκου) φραγκοβυζαντινή εκκλησία παρά την Εκκλησία Φανερωμένης σε φωτογραφία όπως

Εισαγωγή στη Νεοελληνική Ιστορία

Βενετοί Μέρος Κωνσταντινούπολης + νησιά + λιμάνια Αιγαίου, Ιονίου

Τοµπάζης /Τουµπάζης - Γιακουµάκης

Ανατολικο ζητημα κριμαϊκοσ πολεμοσ. Μάθημα 4ο

1.3 1.Ποια κατάσταση επικρατούσε στην προϊσλαµική Αραβία; 2.Ποια η δράση του Μωάµεθ µεταξύ ;

Οι λαοί γύρω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Γυναίκες πολεµίστριες και ηρωίδες. Έρευνα-επιλογή:Μ. Λόος Μετάφραση: Μ. Σκόµπα Επιµέλεια: Β. Καντζάρα

Επαναληπτικό διαγώνισμα Ιστορίας

Εργασία Λογοτεχνίας. Χρήστος Ντούρος Γ 1

Η Γαλλική επανάσταση ( )

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ Ι

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

1 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Τα ΠΑΙ ΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ Το 958 µ.χ.. γεννιέται ο Βασίλειος ο Β, γιος του Ρωµανού και της Θεοφανώς. Γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του

H ιστορία του κάστρου της Πάτρας

Ιστορία Α Λυκείου Κωδικός 4459 Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1ο ΘΕΜΑ

3. Μιχαήλ Η' και Ανδρόνικος Β' Παλαιολόγοι. α. Η εξωτερική πολιτική του Μιχαήλ Η' Παλαιολόγου

«Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή»

Η σταδιακή επέκταση του κράτους των Βουλγάρων

Ένοπλη αντιπαράθεση στις αρχές του 20ου αιώνα που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια ( ) Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του

18 ος 19 ος αι. ΣΟ ΑΝΑΣΟΛΙΚΟ ΖΗΣΗΜΑ. «Σώστε με από τους φίλους μου!»

ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ: ΓΡΑΠΤΕΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΜΑÏΟΥ-ΙΟΥΝΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ

ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ. Ο Θηραμένης ήταν ένας Αθηναίος πολιτικός, εξέχων στην τελευταία δεκαετία του

Ιστορία. Α Λυκείου. Κωδικός Απαντήσεις των θεμάτων ΟΜΑΔΑ Α. 1o ΘΕΜΑ

Καρατάσος-Καρατάσιος,

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ΒΙΕΤΝΑΜ. Εργασία της μαθήτριας Έλλης Βελέντζα για το πρόγραμμα ΣινΕφηβοι

Σκεφτείτε: Μπορείτε ακόµα να δείτε:

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ. ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ, ΒΙΒΛΙΟ 3 ο,70 (1,2)

2. Αναγέννηση και ανθρωπισμός

ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ. Αμαλία Κ. Ηλιάδη, φιλόλογοςιστορικός

Ε. Τοποθετήστε τους δείκτες σκορ, στη θέση 0 του μετρητή βαθμολογίας. ΣΤ. Τοποθετήστε τον δείκτη χρόνου στη θέση Ι του μετρητή χρόνου.

Ιστορία Β Γυμνασίου - Επαναληπτικές ερωτήσεις εφ όλης της ύλης Επιμέλεια: Νεκταρία Ιωάννου, φιλόλογος

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΙΑ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ. Οι πρεσβευτές πρόσωπα σεβαστά και απαραβίαστα

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20 ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η Τουρκία στον 20 ο αιώνα

Γενικά. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ, φιλόλογος

εύτερη Ενότητα: Οι Έλληνες κάτω από την οθωµανική και τη λατινική κυριαρχία ( ) Κεφάλαιο 1

ΕΛΠ 11 - ΟΙ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ Μ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ onlearn.gr - ελπ - εαπ. Το κράτος που ανέλαβε ο Αλέξανδρος ( 336 πΧ) ήταν στρατιωτικά έτοιμο να εισβάλει στην Περσία Ο Αλέξανδρος συνέχισε

Κοινωνικές τάξεις στη Μεσοβυζαντινή Κοινωνία. Κουτίδης Σιδέρης

Επαναστατικά κινήµατα στη Μακεδονία και την Κρήτη (σελ )

ΛΕΤΚΩΜΑ ΓΙΑ ΣΟ ΟΛΟΚΑΤΣΩΜΑ ΣΗ ΜΟΝΗ ΑΡΚΑΔΙΟΤ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ "ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΚΑΙ ΕΝΩΣΗ "

Η εποχή του Ναπολέοντα ( ) και το Συνέδριο της Βιέννης (1815)

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ π.χ.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (διαγώνισμα 1)

Τάσσης Βασίλειος 12ο Λύκειο

κάντε κλικ στη Τρίτη επιλογή : Οι Θεσσαλονικείς αδελφοί ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

ΕΝΟΤΗΤΑ 10η: Ελληνική επανάσταση και Ευρώπη. Ελληνική επανάσταση και ευρωπαϊκή διπλωματία ( )

Ενότητα 22 - Τα Βαλκάνια των αλληλοσυγκρουόμενων εθνικών επιδιώξεων. Ιστορία Γ Γυμνασίου. Μακεδονομάχοι Το αντάρτικο σώμα του Μελά

2. Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ( ). ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Κωνσταντίνος ΙΑ Παλαιολόγος ( )

Το τέλος της Επανάστασης και η ελληνική ανεξαρτησία (σελ )

1 η Αιτία: 2 η Αιτία: 3 η Αιτία:

Τι σημαίνει ο όρος «βυζαντινόν»;

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα της Ιστορίας. κατεύθυνσης των Πανελλαδικών εξετάσεων 2014

Ενότητα 9 Πρώτες προσπάθειες των επαναστατημένων Ελλήνων για συγκρότηση κράτους

33 Ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΣΥΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΤΜΗΜΑ Ε

Το κίνηµα στο Γουδί και η κυβέρνηση Βενιζέλου

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΣΕΡ ΑΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ - Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ( )

Transcript:

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΒΕΝΕ- ΤΙΑΣ. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΤΟΥΡΚΟΒΕΝΕΤΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ (1453-1573) Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωµανούς τον Μάιο του 1453 ήταν η αναπόφευκτη κατάληξη µιας φθίνουσας πορείας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η πορεία αυτή αρχίζει να διαµορφώνει τα χαρακτηριστικά της από την οριστική απώλεια της Μικράς Ασίας, η οποία περνά ουσιαστικά στα χέρια των Οθωµανών µετά την ήττα των Βυζαντινών στη µάχη του Μαντζικέρτ (1071). Η απώλεια της Μικράς Ασίας, του πνεύ- µονα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, µιας µεγάλης ιστορικής περιοχής µε συµπαγείς ελληνικούς και ορθόδοξους πληθυσµούς, συρρίκνωσε δραµατικά τη βυζαντινή επικράτεια και σήµανε την απαρχή µιας διαδικασίας βαθµιαίας απώλειας της πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, παρά τα θανάσιµα πλήγµατα που υπέστη η αυτοκρατορία, µε κορυφαίο αυτό της Άλωσης της Πόλης, παρέµειναν ακόµη και µετά τον Μάιο του 1453 αρκετές ελληνικές πόλεις ελεύθερες και αρκετές ελληνικές περιοχές που δεν είχαν γνωρίσει την οθωµανική κατάκτηση. Έτσι, η Αθήνα, το δεσποτάτο του Μιστρά, η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, τα νησιά του Αιγαίου και όλες οι χριστιανικές κτήσεις των Δυτικών στην ελληνική ανατολή, αποτελούσαν στρατηγικό στόχο των Οθωµανών, καθώς η κατάκτηση αυτών των περιοχών θα τους καθιστούσε πραγµατικούς διαδόχους της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η κατάκτηση των βαλκανικών περιοχών, ο έλεγχος του Αιγαίου και των εµπορικών δρόµων που βρίσκονταν στα χέρια των Βενετών, ήταν οι προϋποθέσεις εδραίωσης της οθωµανικής κυριαρχίας και επέκτασης προς τη Δύση. Εποµένως η καταστροφή της Βενετίας και η κατάληψη ολόκληρης της ελληνορθόδοξης Ανατολής ήταν για τους Οθω- µανούς ο ουσιαστικός στόχος, καθώς η οθωµανική κυριαρχία στηριζόταν αποκλειστικά Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωµανούς,

στην πραγµατικότητα της κατάκτησης, η οποία αναπαρήγαγε όλες τις πλευρές της πολιτικής και οικονοµικής ισχύος της νέας εξουσίας. Ο Γεννάδιος Σχολάριος εκλέγεται πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τα προνόµια προς την Εκκλησία, ο εξισλαµισµός και το παιδοµάζωµα Η πρώτη κίνηση της νέας οθωµανικής εξουσίας, µετά την Άλωση, στόχευε στην εδραίωση της κυριαρχίας και από πολιτική άποψη. Αν ο Μωάµεθ ήθελε να ανταγωνιστεί τους Ενετούς στις ελληνικές περιοχές, τότε θα έπρεπε να εξουδετερωθεί το θρησκευτικό πλεονέκτηµα που είχαν οι Ενετοί στην άσκηση της πολιτικής τους. Έτσι κρίθηκε απαραίτητη µια πολιτική που θα εξασφάλιζε µια κάποιου είδους συνέχεια ανάµεσα στη βυζαντινή και την οθωµανική εξουσία. Το πεδίο της θρησκευτικής λατρείας ήταν το πιο πρόσφορο, ώστε να δοθεί η εντύπωση στους κατακτηµένους χριστιανούς ότι ο νέος βασιλιάς δεν θα προσέβαλε την πίστη, καθώς µάλιστα και το Κοράνι προέβλεπε ανεξιθρησκία, τουλάχιστον για τους πληθυσµούς που δέχονταν εκούσια την οθωµανική κυριαρχία. Έτσι, αµέσως µετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης εκδηλώθηκε το ενδιαφέρον του Μωάµεθ για τη ρύθµιση των ζητηµάτων που αφορούσαν στο εκκλησιαστικό καθεστώς των κατακτηµένων περιοχών. Ο πατριαρχικός θρόνος στην Κωνσταντινούπολη ήταν κενός από το 1450. Με διαταγή του σουλτάνου συνήλθε σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη στις 6 Ιανουαρίου 1454, µε εκπροσώπους κληρικούς από τις ασιατικές αλλά και τις ευρωπαϊκές επαρχίες. Η σύνοδος εξέλεξε πατριάρχη τον Γεώργιο Γεννάδιο-Σχολάριο, µεγάλη πνευµατική µορφή του Βυζαντίου, αριστοτελικό φιλόσοφο και βασικό αντίπαλο του πλατωνικού φιλοσόφου Γεωργίου Πλήθωνα-Γεµιστού. Στην εκλογή του Σχολάριου φαίνεται ότι έπαιξαν ρόλο και οι Έλληνες σύµβουλοι του Μωάµεθ, Δηµήτριος Απόκαυκος και Θωµάς Καταβοληνός. Η εκλογή στον πατριαρχικό θρόνο µιας τόσο ισχυρής προσωπικότητας, όπως ήταν αναµφισβήτητα ο Γεννάδιος Σχολάριος, καταδεικνύει και τους σχεδιασµούς των Οθωµανών για το καθεστώς που θα ίσχυε στο εξής στις κατακτηµένες περιοχές. Πράγµατι, µία σειρά θρησκευτικών προνοµίων που δόθηκαν στους ελληνορθόδοξους πληθυσµούς είχαν στόχο την οµαλή συνέχεια ανάµεσα στη βυζαντινή και την οθωµανική διοίκηση, κυρίως στον τοµέα της θρησκευτικής λατρείας. Ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δεν Ο Μωάµεθ Β ακουρέλα του 1475 (Μουσείο Τοπ Καπί, Κων-

ήταν όµως µόνο ο θρησκευτικός ηγέτης των κατακτηµένων ελληνορθόδοξων πληθυσµών αλλά και ο πολιτικός εκφραστής τους. Ο εθναρχικός ρόλος του πατριάρχη αναγνωρίστηκε από τον σουλτάνο, στον οποίο λογοδοτούσε ο πατριάρχης. Ο οικουµενικός πατριάρχης εκπροσωπούσε επίσης απέναντι στον σουλτάνο και τα άλλα ορθόδοξα πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας, της Αντιοχείας και των Ιεροσολύµων, καθώς και τις βουλγαρικές και σερβικές αρχιεπισκοπές της Αχρίδας και του Ιπεκίου. Αυτός ο πολιτικός ρόλος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν ήταν φυσικά µια καινοτοµία των Οθωµανών. Ήταν η συνέχιση µιας µακραίωνης βυζαντινής παράδοσης, κατά την οποία η εκκλησιαστική δικαιοδοσία περιλάµβανε πολιτικές αρµοδιότητες τόσο στην απονοµή της δικαιοσύνης ειδικά στους τελευταίους αιώνες και κατεξοχήν µετά το 1204 όσο και στην αυτοδιοικητική πραγµατικότητα του Βυζαντίου. Ο ρόλος αυτός της Ορθόδοξης Εκκλησίας ενισχυόταν συνεχώς εξαιτίας της βαθµιαίας συρρίκνωσης της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στους τελευταίους αιώνες, όπου ο εκάστοτε πατριάρχης είχε ουσιαστικά ισότιµο πολιτικό ρόλο µε τον αυτοκράτορα, ενώ συχνά καταλάµβανε και υψηλές πολιτικές θέσεις, όπως για παράδειγµα ο πατριάρχης Νικόλαος Α Μυστικός (901-925) και ο Μιχαήλ Κηρουλάριος (1043-1059), οι οποίοι έγιναν αντιβασιλείς. Η λεγόµενη λοιπόν πολιτική ορθοδοξία του Βυζαντίου βρισκόταν στη βάση της νέας οθω- µανικής πραγµατικότητας, που καθιέρωνε σειρά εκκλησιαστικών προνοµίων προς τους κατακτηµένους πληθυσµούς. Τα εκκλησιαστικά προνόµια αναφέρονταν κυρίως σε ζητήµατα δικαιοδοσίας του πατριάρχη και των επισκόπων. Ο πατριάρχης µπορούσε να επιβάλει φόρους τόσο στον κλήρο όσο και στον λαό, η εκπαίδευση ήταν στη σφαίρα των δικαιωµάτων του, ενώ το ίδιο ίσχυε για την απονοµή της δικαιοσύνης σε όλο το εύρος των αστικών και οικογενειακών διαφορών. Η απονοµή της δικαιοσύνης, προς την οποία κατέφευγαν οι ορθόδοξοι, γινόταν µε βάση τους βυζαντινούς νόµους, όπως τους είχε κωδικοποιήσει η Εξάβιβλος του Κωνσταντίνου Αρµενόπουλου από τον 14ο αιώνα. Οι κατά τόπους επίσκοποι αναλάµβαναν την υλοποίηση αυτών των προνοµίων και ήταν στην πράξη η τοπική διοίκηση για τους υπόδουλους πληθυσµούς. Ο ίδιος ο πατριάρχης αναγνωριζόταν διεθνώς ως εκπρόσωπος των χριστιανών της Οθωµανικής αυτοκρατορίας και είχε επαφές και δραστηριότητες που απέρρεαν από τη θέση του αυτή, ουσιαστικά ως αρχηγός ενός αυτόνοµου εκκλησιαστικού καθεστώτος. Ο Γεώργιος Σχολάριος ήταν ο πρώτος οικουµενικός πατριάρ-

Βέβαια αυτή η σειρά των προνοµίων δεν αναιρούσε τις βαρύτατες κοινωνικές συνέπειες της οθωµανικής κατάκτησης. Οι υπόδουλοι ελληνορθόδοξοι πληθυσµοί υπήχθησαν σε ένα καθεστώς πλήρους πολιτικής και κοινωνικής υποταγής στην κυρίαρχη οθωµανική εξουσία, µε ολέθριες συνέπειες για την ύπαρξη και τη ζωή των Ελλήνων ορθοδόξων της Οθωµανικής αυτοκρατορίας. Οι απαγορεύσεις και οι διώξεις ήταν σηµαντικές, καθώς εκτός από τις σφαγές των πληθυσµών στην πορεία των οθωµανικών κατακτήσεων, θα πρέπει να προστεθούν πολιτικοί αποκλεισµοί και απαγορεύσεις, όπως η απαγόρευση της οπλοφορίας, της χρήσης αλόγων, της ελεύθερης ενδυµασίας, της παρουσίας στα δικαστήρια, του κτισίµατος εκκλησιών, της κωδωνοκρουσίας, η επαχθής φορολογία, ο βίαιος εξισλαµισµός όταν οι συνθήκες το επέβαλαν και, τέλος, το παιδοµάζωµα. Όλο αυτό το πλέγµα των καταναγκασµών είχε σοβαρές δηµογραφικές συνέπειες, κυρίως στις πόλεις και στις πεδινές περιοχές, όπου ο οθωµανικός ζυγός ήταν βαρύτερος σε σχέση µε τις ορεινές περιοχές, όπου το αυτοδιοικητικό καθεστώς ήταν περισσότερο ανεπτυγµένο. Έτσι, παρατηρούµε στους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας µια συνεχή µετακίνηση πληθυσµών από τα πεδινά προς τα ορεινά και τον σχηµατισµό εκεί, σταδιακά, των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Οθωµανικής αυτοκρατορίας, κοινοτήτων που επρόκειτο να αποτελέσουν τον εθνικό πυρήνα του νέου ελληνισµού, την ιστορική βάση πάνω στην οποία θα αναπτυχθούν οι νέες κοινωνικές παράµετροι του ελληνικού έθνους. Οι πιο δυσµενείς συνθήκες για τη ζωή των κατακτηµένων διαµορφώθηκαν από το φαινόµενο του εξισλαµισµού των ορθοδόξων και το παιδοµάζωµα. Ο εξισλαµισµός, η βίαιη ή ηθεληµένη αποδοχή του µωαµεθανισµού και η ένταξη ενός υπόδουλου στην κατακτητική κοινωνία συνιστούν για πολλούς αιώνες και πριν από την Άλωση ακόµη µια φοβερή απειλή για την ιστορική ύπαρξη του ελληνικού έθνους. Επίσηµα δεν έχουµε διακηρυγµένη πολιτική υποχρεωτικής αποδοχής του ισλαµισµού, καθώς όπως είδαµε ισχύει το καθεστώς της ανεξιθρησκίας. Ωστόσο, στην πράξη, τόσο πολιτικοί όσο και οικονοµικοί λόγοι ενισχύουν τη διαδικασία εξισλαµισµού, εφόσον µέσω αυτού οι κατακτηµένοι µπορούν να αποτινάξουν το καθεστώς της υποταγής, τους αποκλεισµούς και τις βαρύτατες φορολογικές υποχρεώσεις. Επίσης, σε περιόδους πολέµων και επαναστάσεων το καθεστώς των βίαιων εξισλαµισµών συµπληρώνει τη ζοφερή αυτή πραγµατικότητα για τις ελληνορθόδοξες κοινότητες. Φερµάνι του Μπαγιαζίτ Β που εκδόθηκε το 1491 και αφορά Μεταφορά χριστιανών αιχµαλώτων (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη,

Χρονικά των πρώτων αιώνων της τουρκοκρατίας, όπου η διαδικασία εξισλαµισµών ήταν πιο έντονη (όπως το χρονικό του Νεκτάριου Τέρπου ή του Παπα-Συναδινού κ.ά.), κάνουν λόγο για το φαινόµενο αυτό το οποίο χρωµατίζεται µε τα µελανότερα χρώµατα. Ολόκληρες περιοχές περνούν στον ισλαµισµό µε αντάλλαγµα την αποτίναξη των φορολογικών υποχρεώσεων και την ένταξη στην κατακτητική κοινωνία. Ταυτόχρονα η Άλωση στη λαϊκή θρησκευτική συνείδηση περνά συχνά ως θεία τιµωρία και εγκατάλειψη, µε αποτέλεσµα να εντείνεται η διαδικασία αλλαξοπιστίας, που πολλές φορές περιλαµβάνει ακόµη και κληρικούς. Τις πιο βαριές συνέπειες του εξισλαµισµού δέχθηκαν η ελληνική Μικρά Ασία και άλλες ορθόδοξες εθνότητες όπως οι Βόσνιοι, οι Αλβανοί και οι Κροάτες, οι οποίοι εξισλαµίστηκαν σχεδόν εξολοκλήρου. Το παιδοµάζωµα ήταν µία ουσιώδης πλευρά του εξισλαµισµού και ασφαλώς η πιο τραγική. Αρχικά εµφανίστηκε ως δικαίωµα των κατακτηµένων να στρατολογούνται, δικαίωµα µάλιστα που απαιτήθηκε αρχικά από τους ίδιους τους κατακτηµένους. Θεωρήθηκε δηλαδή µέρος των προνοµίων που έδινε η οθωµανική εξουσία στους υποδούλους. Ήταν δηλαδή η δυνατότητα, το δικαίωµα των υποδούλων να ανέρχονται από τα χαµηλά στα ανώτερα στρώµατα της στρατιωτικής ιεραρχίας. Προϋπόθεση φυσικά αυτού του δικαιώµατος ήταν ο εξισλαµισµός, µε όλα τα αρνητικά αποτελέσµατα που απορρέουν από αυτόν για τη θρησκευτική και εθνική συνείδηση των κατακτηµένων. Το δικαίωµα αυτό έχει τις ιστορικές του ρίζες στη στρατολόγηση χριστιανόπαιδων κατά τη διάρκεια της εξάπλωσης των οθωµανικών κατακτήσεων, από τις αρχές του 14ου αιώνα. Τα τάγµατα των γενιτσάρων, όπως ονοµάστηκαν οι στρατιές των εξισλαµισµένων χριστιανών, ήταν τα πιο δυναµικά του οθωµανικού στρατού, ενώ οι ηγέτες τους έφταναν στα ανώτερα στρατιωτικά αξιώµατα και έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην πρόοδο των οθωµανικών κατακτήσεων και στην Άλωση της Πόλης. Η διαδικασία στρατολόγησης των ορθοδόξων είχε ως κατώτατο όριο ηλικίας τα 14 χρόνια. Επιλέγονταν οι πιο ικανοί στο σώµα και στο πνεύµα και στέλνονταν στην Κωνσταντινούπολη, όπου εντάσσονταν στο σώµα των Γενιτσάρων, έπειτα από εντατική στρατιωτική και θρησκευτική διαπαιδαγώγηση. Μία δεύτερη οµάδα παιδιών, µε όριο τα 6 χρόνια, εκπαιδεύονταν κυρίως µε σκοπό την ένταξη στην υπηρεσία της Πύλης, στην Αυλή του σουλτάνου. Οι γενίτσαροι ήταν φυσικά φανατικοί µουσουλµάνοι, το πιο επίλεκτο σώµα της αυτοκρατορίας. Ο αριθµός τους έφτανε ακόµη και στο 1.000.000 στους πρώτους αιώνες Χριστιανόπαιδα από παιδο- µάζωµα (Εθνική Βιβλιοθήκη,

της κατάκτησης, αριθµός που δείχνει τις βαρύτατες δηµογραφικές συνέπειες για τους ελληνορθόδοξους πληθυσµούς. Το σώµα των γενιτσάρων άρχισε να ατονεί από τον 17ο αιώνα και µετά, από την εποχή δηλαδή των µεταρρυθµίσεων του Μουράτ Δ, και το παιδοµάζωµα καταργήθηκε ουσιαστικά κατά τον 18ο αιώνα. Αποτυχηµένες προσπάθειες στη Δύση για την οργάνωση νέας σταυροφορίας. Η κατάληψη από τους Οθωµανούς της Αθήνας και της κυρίως Ελλάδας (1456-1458) Αµέσως µετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης εκδηλώθηκαν στη χριστιανική Δύση προσπάθειες συνεννόησης των ηγεµόνων και του πάπα, µε σκοπό την αντίδραση εναντίον των Οθωµανών και την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Στις συσκέψεις αυτές πρωταγωνίστησαν ο αυτοκράτορας της Γερµανίας Φρειδερίκος Γ και ο δούκας της Βουργουνδίας Φίλιππος. Ωστόσο, ο πάπας Νικόλαος Β δεν έδειξε ιδιαίτερη προθυµία για ανάληψη νέας σταυροφορίας εναντίον των Οθωµανών, παρά τις παροτρύνσεις του Έλληνα καρδινάλιου Βησσαρίωνα, ο οποίος είχε αποσχιστεί από την Ορθόδοξη Εκκλησία και είχε αποδεχθεί τον ρωµαιοκαθολικισµό. Ο πάπας Νικόλαος πέθανε το 1455 και τέθηκε φυσικά το ζήτηµα της διαδοχής του, µε πιθανό διάδοχο τον Βησσαρίωνα, µεγάλη µορφή της Ανατολικής Εκκλησίας, σηµαντικό ουµανιστή του 15ου αιώνα, ο οποίος όµως µετά τη σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας το 1439 και την ουσιαστική αποτυχία της ένωσης των δύο Εκκλησιών, ακολούθησε το ρωµαιοκαθολικό δόγµα και συνέβαλε αποφασιστικά στην αναβίωση των πλατωνικών σπουδών στην Ιταλία. Παρότι ήταν ασφαλώς ο πλέον ικανός καρδινάλιος για να διαδεχθεί τον πάπα Νικόλαο, ο Βησσαρίων, λόγω του ορθόδοξου παρελθόντος του, απέτυχε να πείσει τους καρδινάλιους και να εκλεγεί στον παπικό θρόνο. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως άλλη θα ήταν η αντίδραση της Δύσης στην Άλωση της Πόλης και άλλη κατάληξη θα είχαν οι προσπάθειες ανάληψης νέας σταυροφορίας, εάν πάπας της Ρώµης είχε εκλεγεί το 1455 ο Βησσαρίων, θερµός κήρυκας της νέας σταυροφορίας εναντίον των Οθωµανών. Τελικά, διάδοχος του πάπα Νικόλαου εξελέγη ο πάπας Κάλλιστος Γ, ο οποίος µε τις παροτρύνσεις του Βησσαρίωνα, έδειξε ιδιαίτερο ζήλο για το ζήτηµα της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης, καλώντας τους χριστιανούς ηγεµόνες σε σταυροφορία εναντίον Γενίτσαροι µε επίσηµη στολή (Εθνική Βιβλιοθήκη, Βιέννη).

των Οθωµανών. Έστειλε για τον σκοπό αυτό πρέσβεις, απεσταλµένους του παπικού θρόνου, σε όλες τις περιοχές των χριστιανών ηγεµόνων της Δύσης. Οι απεσταλµένοι αυτοί προσπαθούσαν να πείσουν τον λαό και τους άρχοντες για την ανάγκη οργάνωσης στρατού, ο οποίος θα τιµωρούσε τους άπιστους Οθωµανούς για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ιεροκήρυκες προσπαθούσαν να εξεγείρουν τον λαό εναντίον των µουσουλµάνων, φροντίζοντας µάλιστα να ενισχύουν το κήρυγµά τους προσφέροντας συγχωροχάρτια, τα οποία έδιναν προφανώς ένα επιπλέον κίνητρο σε όποιον θα συµµετείχε στη σταυροφορία. Με τα χρήµατα που συγκεντρώθηκαν µάλιστα από τα συγχωροχάρτια κατασκευάστηκαν πολεµικά πλοία, τα οποία επανδρωµένα µε ικανούς πειρατές υπό την αρχηγία του επισκόπου της Απουλίας Λουδοβίκου, έπλευσαν το 1457 στο Αιγαίο. Στα σχέδια του Κάλλιστου Γ αντέδρασε ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ζ, µε αποτέλεσµα να ναυαγήσει οριστικά η ιδέα της σταυροφορίας και να αποµείνει µόνο η µικρή αντίδραση των χριστιανικών πειρατικών πλοίων που κατέλαβαν το 1457 τη Λέσβο, τη Σαµοθράκη και τη Θάσο, που ήταν ηγεµονίες φόρου υποτελείς στον Μωάµεθ. Ο σουλτάνος αντέδρασε και αφού κατήργησε την ηγεµονία των Κατελούζων στα νησιά αυτά, τα προσάρτησε πλήρως στην Οθωµανική αυτοκρατορία το 1462. Μετά την αποτυχία των σχεδίων του πάπα Κάλλιστου Γ, νέες προσπάθειες οργάνωσης σταυροφορίας ανέλαβε ο διάδοχός του στον παπικό θρόνο Πίος Β. Ο νέος πάπας έστειλε επιστολή στους χριστιανούς ηγεµόνες και οργάνωσε στη Μάντοβα σύνοδο υπό την προεδρία του, µε θέµα την οργάνωση σταυροφορίας εναντίον των Οθωµανών. Έλληνες λόγιοι και ο ίδιος ο Βησσαρίων συνέδραµαν τη διπλωµατική αυτή προσπάθεια, η οποία ωστόσο αντιµετωπίστηκε διστακτικά από σηµαντικούς χριστιανικούς κύκλους, κυρίως από τη Βενετία, η οποία δεν ήθελε στη συγκυρία αυτή να συγκρουστεί µε τον σουλτάνο. Η σύνοδος της Μάντοβας πραγµατοποιήθηκε τελικά τον Ιούνιο του 1459. Παρά τη θερµή ευγλωττία του πάπα υπέρ της σταυροφορίας, επικράτησαν δεύτερες σκέψεις στους χριστιανούς ηγεµόνες, οι οποίοι, παρότι φραστικά δεν διαφώνησαν και δέχθηκαν την ορθότητα του παπικού σχεδίου, εντούτοις διπλωµατικά απέφυγαν οποιαδήποτε πρακτική δέσµευση. Ο πάπας ωστόσο συνέχισε τις προσπάθειές του, στέλνοντας στην Ανατολή τον επίσκοπο Λουδοβίκο, ενώ δεν έπαψε να στέλνει πρέσβεις σε όλη O καρδινάλιος Bησσαρίων, µία από τις σηµαντικότερες

τη Δύση, οι οποίοι συνέχιζαν τις προσπάθειες για την αποδοχή της ιδέας της σταυροφορίας. Μετά την επιστροφή του Λουδοβίκου από την Ανατολή το 1461, οι ελπίδες του πάπα αναπτερώθηκαν, καθώς ο Λουδοβίκος συνοδευόταν από πρέσβεις της Περσίας και ηγε- µονιών της Γεωργίας και της Αρµενίας, οι οποίοι ήταν πρόθυµοι για συζητήσεις µε τον πάπα. Ο Λουδοβίκος ανέλαβε στη συνέχεια το πατριαρχείο Αντιοχείας και ο Πίος, αφού υποδέχθηκε µε ενθουσιασµό τους πρέσβεις των ηγεµόνων της Ασίας, απευθύνθηκε εκ νέου στον ηγεµόνα της Βουργουνδίας και στον βασιλιά της Γαλλίας. Ωστόσο, παρά τη θετική στάση των Βενετών, οι οποίοι αναθεωρώντας τις παλαιότερες επιφυλάξεις τους προέβλεπαν πλέον την αναπόφευκτη σύγκρουση µε την Τουρκία, ο ηγεµόνας της Βουργουνδίας αρνήθηκε τελικά να συµµετάσχει, έπειτα από παρότρυνση του βασιλιά της Γαλλίας. Η αντίδραση του πάπα ήταν άµεση, καθώς η αθέτηση της υπόσχεσης από τον δούκα της Βουργουνδίας, η οποία είχε ενθαρρύνει και τη Βενετία, θα ισοδυναµούσε µε οριστικό ναυάγιο του σχεδίου. Έστειλε λοιπόν επιστολή στον δούκα, στην οποία τόνιζε ότι όλη η χριστιανοσύνη θα θεωρήσει προδοσία την αλλαγή της στάσης του. Ταυτόχρονα, µε επιστολή του προς τον δόγη της Βενετίας τον προέτρεπε και αυτόν να επιµείνει στην ιδέα της σταυροφορίας. Αυτές οι άοκνες προσπάθειες του πάπα Πίου για οργάνωση σταυροφορίας προς ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η µεγάλη συµβολή στην προσπάθεια αυτή του Βησσαρίωνα, έφεραν εν µέρει κάποιο θετικό αποτέλεσµα. Ο δόγης της Βενετίας, µετά την επιστολή του πάπα και µε την προτροπή του Βησσαρίωνα, εξόπλισε έναν µικρό πολεµικό στόλο από γαλέρες, στον οποίο συµµετείχαν ο δούκας της Μπολόνια και της Μοντένα. Ο Βησσαρίων περιοδεύοντας στη Γερµανία έφτασε στον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ, ο οποίος όµως παρά τους θερµούς λόγους του Έλληνα καρδινάλιου, έδειξε ιδιαίτερα διστακτικός. Γενικά η στάση των Δυτικών ηγεµόνων ήταν επιφυλακτική απέναντι στην ιδέα της σταυροφορίας, καθώς οι έντονες πολιτικές διαµάχες στη Δύση και ο ανταγωνισµός δεν άφηναν περιθώρια συµµαχιών και συνεννοήσεων. Παρ όλα αυτά, ικανός αριθµός σταυροφόρων συγκεντρώθηκε από τις µεγάλες προσπάθειες ανά την Ευρώπη των απεσταλµένων του πάπα, κυρίως από την Ιταλία και τη Γερµανία. Στην Αγκώνα, όπου είχαν συγκεντρωθεί πολλοί σταυροφόροι, είχε µεταβεί και ο πάπας για να κηρύξει την έναρξη της σταυροφορίας, το σχέδιο της οποίας προ- Ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ζ (1422-61), ελαιογραφία του Κάλυµµα σταυροθήκης του καρδινάλιου Βησσαρίωνα (Galleria

έβλεπε επίθεση των βασιλέων της Πολωνίας, της Βοηµίας και της Βουργουνδίας και ταυτόχρονη επίθεση του στόλου στα παράλια. Όµως, ο αιφνίδιος θάνατος του πάπα στις 14 Αυγούστου 1464 στέρησε από την επιχείρηση τον πιο θερµό υποστηρικτή της. Έτσι η ιδέα της σταυροφορίας εγκαταλείφθηκε οριστικά και απέµεινε µόνο η εµπλοκή των Ενετών στον πόλεµο, οι οποίοι κινούµενοι για αποκλειστικά δικούς τους λόγους άρχισαν τις πολεµικές επιχειρήσεις εναντίον των Οθωµανών. Στο µεταξύ, στον ελλαδικό χώρο η τουρκοβενετική σύγκρουση βρισκόταν σε εξέλιξη, καθώς αρκετές περιοχές ήταν υπό ενετική κυριαρχία. Η Αττική και άλλες περιοχές µπορεί να είχαν φραγκικές ηγεµονίες, ωστόσο οι ηγεµόνες έπρεπε να εξασφαλίζουν την ανοχή του σουλτάνου, ώστε να διασφαλίζουν την εξουσία τους. Από το 1455 δούκας των Αθηνών ήταν ο Ακιατζιόλι, ο οποίος καταγγέλθηκε στον σουλτάνο για τον θάνατο της πρώην δούκισσας Χιάρας, από τον σύζυγό της έµπορο Βαρθολοµαίο Κονταρίνη. Ο Κονταρίνης, Ενετός έµπορος, είχε συνάψει ερωτικό δεσµό µε τη δούκισσα Χιάρα, χήρα του δούκα των Αθηνών Νέριου Β, ο οποίος πέθανε το 1451. Η Χιάρα κηδεµόνευε τον γιο της και διάδοχο Φραγκίσκο, αλλά µετά τον γάµο της µε τον Κονταρίνη το 1453, η εξουσία στην Αθήνα πέρασε στα χέρια του Ενετού εµπόρου, ο οποίος στο µεταξύ είχε δηλητηριάσει τη σύζυγό του στη Βενετία. Ο σφετερισµός της εξουσίας στην Αθήνα και ο παραµερισµός του διαδόχου Φραγκίσκου δεν έγιναν δεκτοί από τους Αθηναίους. Ο Κονταρίνης προσπάθησε να πείσει τον Μωάµεθ, πηγαίνοντας ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη, αλλά το ίδιο έπραξε και ο Φράγκος Ακιατζιόλι, ο οποίος κέρδισε τελικά την εύνοια του σουλτάνου και επέστρεψε στην Αθήνα µε την αναγνώριση από τον Μωάµεθ της ηγεµονίας του στην Αθήνα. Πλην όµως ο Φράγκος επιστρέφοντας στην Αθήνα θανάτωσε τη Χιάρα, µε αποτέλεσµα ο Κονταρίνης να ζητήσει εκ νέου την παρέµβαση του Μωάµεθ υπέρ του. Ο Μωάµεθ, λαµβάνοντας προφανώς αφορµή από τις εσωτερικές διενέξεις στην Αθήνα, έδωσε εντολή στον µπέη της Θεσσαλίας Οµάρ, να κινηθεί κατά των Αθηνών και να θέσει τέρµα στην κυριαρχία των Φράγκων ευγενών στην πόλη. Πράγµατι ο Οµάρ µπήκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 1456 και άρχισε την πολιορκία της Ακρόπολης, όπου είχαν καταφύγει οι κάτοικοι µε επικεφαλής τον δούκα. Η αντίσταση των Αθηναίων απέναντι στα στρατεύµατα του Οµάρ κράτησε περίπου δύο χρόνια. Από τον Οκτώβριο του 1456 ζήτησαν βοήθεια από τους Ενετούς της Εύβοιας, Ο Νικόλαος Ατσαγιόλι, γενάρχης της δυναστείας των δουκών Ο «Φράγκικος πύργος» της Ακρίπολης όπως αποτυπώθηκε από

οι οποίοι µολονότι την υποσχέθηκαν τελικά δεν ανταποκρίθηκαν. Παρά τη διετή ηρωική αντίσταση των Αθηναίων, ο Οµάρ εξανάγκασε τους πολιορκηµένους να συνθηκολογήσουν, καθώς αύξησε την πίεση και τις καθηµερινές επιθέσεις στην Ακρόπολη, εντός της οποίας οι Αθηναίοι δεν είχαν πλέον καµία διέξοδο. Τελικά οι Αθηναίοι συνθηκολόγησαν, µε τον όρο ο δούκας να παραδώσει την Ακρόπολη και όλη την Αττική και να παραµείνει ηγεµόνας της Βοιωτίας, µε έδρα τη Θήβα, φόρου υποτελής στον σουλτάνο, οι δε Αθηναίοι να λάβουν από τον σουλτάνο ιδιαίτερα πολιτικά προνόµια. Με αυτόν τον τρόπο έληξε η περίοδος της φραγκοκρατίας στην Αθήνα το 1458 και η κυριαρχία του οίκου των Ακιατζιόλι, µε την αποποµπή του τελευταίου δούκα Φραγκίσκου Β. Η Αττική περιήλθε έκτοτε στα χέρια των Οθωµανών, οι οποίοι εξάλλου ήδη από το 1456 ήλεγχαν όλη την Αττική, πλην της Ακρόπολης. Όσον αφορά τις συνθήκες διαβίωσης και εν γένει στην κοινωνική ζωή στην Αθήνα, τα πράγµατα δεν µεταβλήθηκαν ουσιαστικά µε την οθωµανική κατάληψη και συνέχισαν να είναι τραγικά για τους φτωχούς κατοίκους των Αθηνών, όπως και κατά την φραγκοκρατία, εξαιρουµένης της τελευταίας ίσως περιόδου των Ακιατζιόλι, όταν καταβλήθηκαν προσπάθειες ανακούφισης των εξαθλιωµένων κατοίκων της Αττικής και της Αθήνας. Το 1458, έτος κατάληψης των Αθηνών, ο ίδιος ο Μωάµεθ επισκέφθηκε την Αθήνα, επιστρέφοντας από εκστρατεία στην Πελοπόννησο. Αισθανόµενος το ιστορικό βάρος της πόλης και την επιτυχία του Οµάρ, ο σουλτάνος επικύρωσε τα ιδιαίτερα προνόµια που δόθηκαν στην Αθήνα και κατέταξε την πόλη στα τιµάρια του χαρεµιού του, γεγονός που σήµαινε την κάπως ηπιότερη φορολογία, η οποία προβλεπόταν για τις γαιοκτησίες του χαρεµιού. Ωστόσο, παρά τα προνόµια, οι Αθηναίοι δεν αποδέχθηκαν ποτέ την οθωµανική κατάκτηση, προτιµώντας σαφώς το καθεστώς της ενετοκρατίας. Προσπάθησαν να επαναφέρουν τον Φραγκίσκο της Βοιωτίας, µε αποτέλεσµα ο Μωάµεθ να κινηθεί εκ νέου και να επισκεφθεί και πάλι την Αθήνα το 1460, αυτή τη φορά µαζί µε το στράτευµα των Οθωµανών, οι οποίοι στο µεταξύ είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο. Ο Μωάµεθ στρατοπέδευσε κοντά στα σηµερινά Πατήσια και αφού θανάτωσε τον δούκα της Βοιωτίας Φραγκίσκο, µετέφερε τη σύζυγό του στο χαρέµι της Κωνσταντινούπολης, ενώ τοποθέτησε εκτός του φρουράρχου και Τούρκο διοικητή της πόλης. Έτσι, µετά την Κωνσταντινούπολη, η άλλη µεγάλη πόλη του ελληνικού κόσµου, το Φανταστική απεικόνιση της Αθήνας, ξυλογραφία του 1494 από

σύµβολο της ελληνικής αρχαιότητας, η Αθήνα, περνούσε οριστικά στα χέρια των Οθω- µανών. Συµβολικά µπορούµε να πούµε ότι από το 1460 σβήνουν οριστικά δύο µεγάλοι πνευµατικοί φάροι του ελληνισµού και θα χρειαστούν περίπου 150 χρόνια µέχρι να ακουστεί και πάλι στην Ευρώπη και στον κόσµο πνευµατική φωνή από την κυρίως Ελλάδα, καθώς από τον 17ο αιώνα θα παρατηρήσουµε µια αναγέννηση των ελληνικών γραµµάτων στην Αθήνα, κυρίως µέσα από τους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ωστόσο, οι εξελίξεις αυτές που έλαβαν χώρα στην Αττική, κατά την περίοδο 1456-1460, και συνακόλουθα η στάση των κατοίκων απέναντι στις δύο κυριαρχίες, την οθω- µανική και την ενετική, προαναγγέλλουν τους µακροχρόνιους αγώνες ανάµεσα στην Οθωµανική αυτοκρατορία και τη Δηµοκρατία της Βενετίας, που θα λάβουν την ονοµασία Τουρκοβενετικοί πόλεµοι. Οι τρεις αυτοί Τουρκοβενετικοί πόλεµοι θα σφραγίσουν την ελληνική ιστορία, καθώς θα διαµορφώσουν τις συνθήκες ζωής των ελληνικών πληθυσµών για πολλούς αιώνες, δίνοντας έτσι το οριστικό σχήµα της τουρκοκρατίας και της βενετοκρατίας στην Ελλάδα. Χαλκογραφία του 17ου αιώνα, στην οποία διακρίνεται στο Ο Α Τουρκοβενετικός πόλεµος (1463-1479) Είναι γεγονός ότι η ανερχόµενη οθωµανική δύναµη σταδιακά αποδυνάµωνε την ενετική κυριαρχία στο Αιγαίο και στα Βαλκάνια. Παρά τη νίκη των Βενετών στη ναυµαχία της Καλλίπολης το 1416, η συνέχεια δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική για το µέλλον των ενετικών κτήσεων. Οι Οθωµανοί µε την κατάκτηση της Θεσσαλονίκης το 1430 και την Άλωση της Πόλης το 1453 κατέστησαν σαφές στη Δηµοκρατία του Αγίου Μάρκου ότι είχαν πλέον τον πρώτο λόγο στη χριστιανική Ανατολή. Η Γαληνοτάτη αντέδρασε αρχικά µε τρόπο διπλωµατικό, καθώς αυτό επέβαλε η ανάγκη υπεράσπισης των τεράστιων εµπορικών συµφερόντων της στην Ανατολή. Ταυτόχρονα όµως η Βενετία συµµετείχε µάλλον ενεργά στην προσπάθεια του πάπα για οργάνωση σταυροφορίας, αλλά κρίνοντας ψύχραιµα τις αντικειµενικές συνθήκες που διαµορφώθηκαν µετά την αποτυχία τους εγχειρήµατος, οι Ενετοί αποφάσισαν, παρά την υπογραφή των συνθηκών ειρήνης µε τους Οθωµανούς το 1446, το 1451 και το 1454, να προετοι- µαστούν µόνοι τους για πολεµική σύγκρουση. Διότι µπορεί οι συνθήκες αυτές να ήταν ευνοϊκές και απαραίτητες για την ελεύθερη εµπορική διακίνηση, ωστόσο σε τίποτα δεν εξασφάλιζαν την προστασία των ενετικών κτήσεων στο Αιγαίο και στην κυρίως Ελλάδα,

κτήσεων εξάλλου που αποτελούσαν απαραίτητο όρο για την ύπαρξη και του ενετικού εµπορίου της Ανατολής. Έτσι, οι ενετικές κτήσεις στην Ανατολή ήταν φανερό ότι θα δέχονταν εντός ολίγου την ισχυρή επίθεση του νέου και φιλόδοξου σουλτάνου Μωάµεθ. Αφενός λοιπόν η ανάγκη των Ενετών να διατηρήσουν πάση θυσία τα κεκτηµένα τους στην Ανατολή και αφετέρου η ανάγκη των Οθωµανών να αποκαταστήσουν στον ίδιο χώρο µια οµοιογενή πολιτική κυριαρχία, που θα ολοκλήρωνε τη διαδικασία υποκατάστασης της βυζαντινής εξουσίας, οδήγησαν στην έναρξη του Α Τουρκοβενετικού πολέµου. Το έπαθλο ήταν ασφαλώς ο έλεγχος του Αιγαίου και της ελληνικής χερσονήσου. Μέσα στο τεράστιο αυτό πολεµικό θέατρο που επρόκειτο να διεξαχθεί σε περιοχές µε συµπαγείς ως επί το πλείστον ελληνικούς πληθυσµούς και να διαρκέσει για πολλές δεκαετίες, ο ελληνισµός υπέστη βαρύτατες απώλειες τόσο δηµογραφικά όσο και αµιγώς πολιτικά. Διότι, εκ των πραγµάτων, τόσο η οθωµανική όσο και η ενετική διοίκηση χρησιµοποιούσαν στις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις ελληνικές δυνάµεις, µε αποτέλεσµα τον πλήρη διχασµό του ελληνισµού που βρέθηκε στο µέσο της σύγκρουσης. Είναι γεγονός ότι περισσότερο η ενίσχυση των ενετικών δυνάµεων ήταν αυτή που συγκέντρωνε τις µεγαλύτερες δυνάµεις του έθνους, που ήλπιζε παρά τη µόνιµη αντιπάθεια που έτρεφε προς τους Ενετούς πως µία ήττα των οθωµανικών δυνάµεων πιθανόν να οδηγούσε στην απόσυρση των Οθωµανών από τις ελληνικές περιοχές. Είναι όµως άλλο τόσο αληθινό µετά το τέλος των πολεµικών συγκρούσεων, οι οποίες συνήθως έληγαν µε σχετική νίκη των Οθωµανών πως οι Ενετοί εγκατέλειπαν στην τύχη τους τον ντόπιο πληθυσµό που είχε συµµετάσχει στον πόλεµο, µε αποτέλεσµα να πληρώνει τις συνέπειες της ήττας. Έτσι η κατάληξη του Τουρκοβενετικού πολέµου ήταν πάντα η επιδείνωση της θέσης του τουρκοκρατούµενου ελληνισµού και η βαθµιαία εδραίωση της πεποίθησης ότι η οθωµανική κυριαρχία ήταν αναπόφευκτη και σχεδόν αδύνατον να αποτιναχθεί. Μετά την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τον Μωάµεθ κατά το διάστηµα 1458-1459, οι ενετικές κτήσεις του ελλαδικού χώρου βρέθηκαν στο στόχαστρο του σουλτάνου, ο οποίος σχεδίασε τον πλήρη έλεγχο της χερσονήσου. Οι Βενετοί, εξάλλου, είχαν ήδη προετοιµαστεί για πόλεµο µε τους Οθωµανούς, στα πλαίσια της οργάνωσης της παπικής σταυροφορίας που όπως είδαµε δεν πραγµατοποιήθηκε ποτέ εξαιτίας του πολιτικού Χάρτης της Πελοποννήσου του 1545 (Εθνική Βιβλιοθήκη, Άποψη του κάστρου της Μυτιλήνης.

ανταγωνισµού µεταξύ των Δυτικών ηγεµόνων και για τον σκοπό αυτό εξόπλισαν πολε- µικό στόλο, αλλά ουσιαστικά έµειναν διστακτικοί έναντι των οθωµανικών επεκτάσεων στο Αιγαίο και στην ελληνική χερσόνησο. Η πρώτη σηµαντική τουρκοβενετική σύγκρουση, τον Σεπτέµβριο του 1462, έλαβε χώρα στη Μυτιλήνη, καθώς εκεί η ηγεµονία του οίκου των Κατελούζων δέχθηκε την προσβολή των Οθωµανών, οι οποίοι βρίσκονταν υπό τις διαταγές του ελληνικής καταγωγής βεζίρη Μαχµούτ. Το κάστρο της Μυτιλήνης πολιορκήθηκε από 70 πολεµικά πλοία του Μαχµούτ και 20.000 άντρες του ίδιου του σουλτάνου Μωάµεθ. Υπερασπιστές του νησιού ήταν 5.000 στρατιώτες που πρόβαλλαν αντίσταση για περίπου δύο εβδοµάδες και στη συνέχεια παραδόθηκαν. Παρά την παράδοση οι υπερασπιστές του κάστρου σφαγιάστηκαν και ο πληθυσµός του νησιού εξανδραποδίστηκε. Περίπου 10.000 Έλληνες µεταφέρθηκαν τότε βίαια στην Κωνσταντινούπολη, ενώ κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και των σφαγών ο ενετικός στόλος, παρά της εκκλήσεις του Κατελούζου, έµενε απαθής. Ωστόσο, η σύγκρουση µεταξύ Οθωµανών και Ενετών ήταν αναπόφευκτη και µε αφορµή ένα περιστατικό αυτοµόλησης, ενός Αλβανού δούλου του πασά των Αθηνών, σε βενετικό στρατόπεδο της Πελοποννήσου άρχισαν οι πολεµικές συγκρούσεις. Οι Οθωµανοί ζήτησαν την παράδοση του δούλου, ο οποίος στο µεταξύ είχε βρει άσυλο στο ενετικό κάστρο της Μεθώνης, και αφού συνάντησαν την άρνηση των Ενετών, υπό την αρχηγία του Ισά µπέη, κατέλαβαν το Άργος και έδιωξαν τον Ενετό έπαρχο της πόλης Νικόλαο Δάνδολο. Η αντίδραση των Ενετών, µε την παρότρυνση και του αρχηγού του ενετικού στρατού Λορεδάν, υπήρξε άµεση. Με στρατό πάνω από 20.000 άντρες και µε τη συνδροµή πολε- µικών πλοίων αποβιβάστηκαν στο Ναύπλιο, ενώ σηµαντική βοήθεια έδωσαν στα ενετικά στρατεύµατα και µερικά αποσπάσµατα Κρητών φυγάδων. Με την εµφάνιση των Ενετών στο Ναύπλιο και µετά την προκήρυξη του αρχηγού τους Μπερτόλδου, ο οποίος ζητούσε τη συνδροµή των Ελλήνων για έναν µεγάλο απελευθερωτικό αγώνα, σηµαντικός αριθµός Μανιατών, Αρκάδων και Σπαρτιατών προσέτρεξε προς ενίσχυση των ενετικών στρατευµάτων. Ωστόσο, αυτές οι ελληνικές δυνάµεις, οι οποίες θα µπορούσαν να δώσουν αποφασιστική βοήθεια στους Ενετούς, δεν κατέστη δυνατόν να συντηρηθούν, να έχουν επαρκή οργάνωση, πειθαρχία και ανεφοδιασµό, παράµετροι που βάραιναν φυσικά την ενετική διοίκηση. Βενετική γαλέρα, λεπτοµέρεια χειρογράφου του 15ου αιώνα

Στο µεταξύ ο Λορεδάν, µε τον στόλο του είχε ήδη ενισχύσει τη Μονεµβασία, είχε προσπαθήσει να ξεσηκώσει τα νησιά του Αιγαίου και τελικά ενώθηκε µε τον Μπερτόλδο στο Ναύπλιο. Από κοινού οι ενετικές δυνάµεις κατάφεραν να ανακτήσουν το Άργος και να ενώσουν µε τις δυνάµεις τους και αλβανικά ένοπλα σώµατα. Η πρώτη κίνηση των ενωµένων δυνάµεων των Ενετών, των Ελλήνων και των Αλβανών, µε επικεφαλής τους Μιχαήλ Ράλλη, Πέτρο Μπούα και άλλους, ήταν να βαδίσουν εναντίον της Κορίνθου, µε σκοπό να καταλάβουν την ακρόπολη. Ήταν µία πρόταση του Ιερώνυµου Βαλαρέσου, συµβούλου των Ενετών από την Κορώνη. Στη µάχη που ακολούθησε µε τους Οθωµανούς στην Κόρινθο δεν κατέστη δυνατόν να καταληφθεί η ακρόπολη και οι Ενετοί αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να κατευθυνθούν προς τον ισθµό, στα Εξαµίλια, ενώ ο Βαλαρέσος, αφού προσπάθησε στη συνέχεια ανεπιτυχώς να έρθει σε επαφή µε τον Μωάµεθ, συνελήφθη, οδηγήθηκε στη Βενετία και εκτελέστηκε µε απαγχονισµό. Η πολιορκία της Κορίνθου από τους Ενετούς συνεχίστηκε, και κατά τη µάχη της 20ής Οκτωβρίου 1463 σκοτώθηκε ο αρχηγός του ενετικού στρατού Μπερτόλδος. Ο ισθµός όµως φρουρείτο καλά από τους Ενετούς, µετά την κατασκευή τείχους που θα προστάτευε τις επιχειρήσεις τους, µε πολλά πυροβόλα και περίπου 2.000 άντρες. Κατόπιν των εξελίξεων αυτών και µε τον κίνδυνο να καταληφθεί η Κόρινθος και να υπαχθεί η Πελοπόννησος στον ενετικό έλεγχο, ο Μωάµεθ έστειλε στο θέατρο των επιχειρήσεων τον ελληνικής καταγωγής µέγα βεζίρη Μαχµούτ πασά µε 80.000 άντρες. Οι Ενετοί πληροφορούµενοι την κάθοδο του οθωµανικού στρατού εγκατέλειψαν το τείχος του ισθµού χωρίς µάχη, στις 4 Νοεµβρίου, έλυσαν την πολιορκία της Κορίνθου και έφυγαν για το Ναύπλιο. Ο Μαχµούτ πέρασε αµαχητί τον ισθµό και κατέλαβε επίσης αµαχητί το Άργος, αλλά απέτυχε να καταλάβει το φρούριο του Ναυπλίου, όπου έχασε περίπου 5.000 άντρες. Ωστόσο οι Οθωµανοί, µετά την άτακτη φυγή των Ενετών από τον ισθµό, λεηλάτησαν τις περιοχές γύρω από τα ενετικά φρούρια, προβαίνοντας επίσης σε σφαγές και αιχµαλωσίες των πληθυσµών. Τµήµατα των ελληνικών ενόπλων οµάδων που διέφυγαν και Έλληνες άµαχοι από την Αρκαδία και τη Λακωνία κινήθηκαν προς τον Ταΰγετο για να βρουν καταφύγιο, καθώς ήταν πλέον προφανές ότι η επιχείρηση των Ενετών σχεδιάστηκε πολύ άσχηµα και γρήγορα εγκατέλειψε τους ελληνικούς πληθυσµούς της Πελοποννήσου που στο µεταξύ είχαν αναθαρρήσει και είχαν βοηθήσει το εγχείρηµα στο έλεος των οθωµανικών στρατευµάτων. Φανταστική απεικόνιση της Κορίνθου, ξυλογραφία του 1494

Στο µεταξύ, ενώ οι τουρκοβενετικές εχθροπραξίες στην Πελοπόννησο είχαν αυτήν την άσχηµη κατάληξη για τους Ενετούς και τους Έλληνες, ο πάπας έκανε τις τελευταίες προσπάθειες για σταυροφορία, συγκεντρώνοντας στρατό στην Αγκώνα. Αφού όµως η σταυροφορία, µετά τον αιφνίδιο θάνατο του πάπα τον Αύγουστο του 1464, δεν πραγ- µατοποιήθηκε, οι Ενετοί ήταν αναγκασµένοι να συνεχίσουν µόνοι τους τον πόλεµο µε τον Μωάµεθ. Ο ενετικός στόλος είχε στο µεταξύ καταλάβει τη Λήµνο, αλλά ο αρχηγός του στόλου Λορεδάν, µετά την αποτυχία των ενετικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, ανακλήθηκε και την αρχηγία ανέλαβε ο ναύαρχος Ιουστινιάνης. Αυτός έπλευσε στη Λήµνο και αφού ενώθηκε µε τον εκεί ενετικό στόλο κατευθύνθηκε προς τη Λέσβο την άνοιξη του 1464. Ο ενετικός στρατός πολιόρκησε στη συνέχεια περίπου για ενάµιση µήνα τη Μυτιλήνη, αλλά στα µέσα Μαΐου έφτασε υπέρτερος τουρκικός στόλος υπό τον Μαχµούτ πασά και οι Ενετοί αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να πλεύσουν προς την Εύβοια. Στο µεταξύ στην Πελοπόννησο οι ενετικές κτήσεις, µετά την αποτυχία των επιχειρήσεων του Μπερτόλδου, περιορίζονταν να αποκρούουν τις οθωµανικές επιδροµές. Οι Βενετοί, βλέποντας την άσχηµη τροπή των εξελίξεων στην Πελοπόννησο, διόρισαν αρχηγό του στρατού τον Σιγισµόνδο Μαλατέστα, άρχοντα του Ρίµινι και άνθρωπο λόγιο, νεοπλατωνικό, οπαδό του Γεωργίου Πλήθωνα. Ο Μαλατέστα, αφού πολιόρκησε ανεπιτυχώς τη Σπάρτη, επανήλθε στην Ιταλία, φέροντας µαζί του και τα οστά του Πλήθωνα. Αρχηγός του ενετικού στρατού ορίστηκε στη συνέχεια ο Ιάκωβος Βαρβαρίγο, ο οποίος παρά την αντίθετη γνώµη του Έλληνα συµβούλου των Ενετών, Μιχαήλ Ράλλη, αποφάσισε την πολιορκία των Πατρών. Η µάχη που δόθηκε στην Πάτρα το 1466, ανάµεσα στους Ενετούς και τον οθωµανικό στρατό, ο οποίος αποτελείτο από 12.000 άντρες υπό την ηγεσία του Οµάρ µπέη, έληξε µε καθαρή νίκη των οθωµανικών δυνάµεων, µε τον θάνατο του Βαρβαρίγου και τη σύλληψη και τον ανασκολοπισµό του Μιχαήλ Ράλλη. Οι τουρκοβενετικές συγκρούσεις είχαν στο µεταξύ απλωθεί στο Αιγαίο και στην κυρίως Ελλάδα. Οι Ενετοί, µε επικεφαλής τον Βίκτωρα Καπέλο, κατέλαβαν την Ίµβρο, την Τένεδο και τη Σαµοθράκη, ενώ προσπάθησαν να περάσουν και τον Ελλήσποντο, χωρίς όµως επιτυχία. Ενετικός στρατός υπό τον Καπέλο αποβιβάστηκε το 1466 στην Αθήνα και έπειτα από σφοδρές συγκρούσεις µε τους Τούρκους κατάφερε να καταλάβει την πόλη και να σφάξει τους Οθωµανούς που βρίσκονταν εκτός των τειχών της Ακρόπολης, Το κάστρο της Πάτρας.

η οποία ωστόσο δεν είχε παραδοθεί. Στη συνέχεια, µετά το τέλος του Βαρβαρίγο στη µάχη της Πάτρας, ο Καπέλο έφυγε στην Εύβοια, όπου πέθανε τον Μάρτιο του 1467. Είναι σαφές ότι παρά τις προσπάθειες για ενωµένη αντίδραση των Δυτικών απέναντι στην ανερχόµενη δύναµη της Οθωµανικής αυτοκρατορίας, η Βενετία υποχρεώθηκε να αναλάβει µόνη τον αγώνα εναντίον των επεκτατικών βλέψεων των Οθωµανών, καθώς από τις βλέψεις αυτές ήταν ουσιαστικά και η µόνη που έχανε ζωτικά συµφέροντα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Έτσι η Βενετία υποχρεώθηκε να αντιµετωπίσει µόνη µία σαφώς υπέρτερη στρατιωτικά δύναµη. Η µέθοδος που ακολουθήθηκε από τους Ενετούς, ώστε να αντισταθµιστεί η στρατιωτική υπεροχή των Οθωµανών, ήταν κυρίως η προσπάθεια προσεταιρισµού των ελληνικών πληθυσµών, έστω και διά της βίας. Ενετικές επιδροµές στα παράλια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας κατά το 1470 έκαναν εµφανή τον στόχο των Ενετών και συνήθως έληγαν µε αιχµαλωσίες, πυρπολήσεις και ερήµωση των περιοχών, δεδοµένου ότι οι κάτοικοι δεν έδειχναν πλέον ιδιαίτερη προθυµία να συµµετάσχουν στις ενετικές επιχειρήσεις εναντίον των Τούρκων, γνωρίζοντας προφανώς το µάταιο του εγχειρήµατος. Η βασική δύναµη των Ενετών εξακολουθούσε στο µεταξύ να βρίσκεται στην Εύβοια, απ όπου πραγµατοποιούσε επιχειρήσεις σε διάφορες περιοχές της ενδοχώρας. Ο Μωάµεθ αντελήφθη τότε ότι έπρεπε να καταστρέψει τις ενετικές δυνάµεις στην Εύβοια, πραγ- µατοποιώντας µια µεγάλη εκστρατεία, η οποία θα έδινε αποφασιστικό χτύπηµα στους Ενετούς. Έτσι στις αρχές Ιουνίου του 1470, µία πραγµατικά µεγαλοπρεπής οθωµανική στρατιά ξεκινούσε από την Κωνσταντινούπολη. Από τον Ελλήσποντο βγήκαν τριακόσια οθωµανικά πολεµικά πλοία µε 70.000 πολεµιστές, µε επικεφαλής τον ναύαρχο Μαχµούτ πασά. Ταυτόχρονα, ο ίδιος ο σουλτάνος Μωάµεθ, επικεφαλής 120.000 Τούρκων, κινήθηκε διά ξηράς. Πρώτη η Ίµβρος καταλήφθηκε από τους Οθωµανούς, οι οποίοι φυσικά έσφαξαν τους Ενετούς υπερασπιστές του νησιού και όσους αντιστάθηκαν. Στη συνέχεια οι Οθωµανοί επιχείρησαν να καταλάβουν τη Λήµνο χωρίς αποτέλεσµα και µετά, περί τα µέσα Ιουνίου, έπλευσαν προς την Εύβοια, όπου κατέλαβαν διάφορες θέσεις έξω από το φρούριο της Χαλκίδας. Στην πόλη της Χαλκίδας Ενετοί και Έλληνες αντιστάθηκαν γενναία, καθώς ακόµη και γυναίκες και παιδιά συµµετείχαν στις πολεµικές συγκρούσεις. Για περίπου τρεις εβδοµάδες οι επιδροµές των Τούρκων κατά της Χαλκίδας ήταν συνεχείς, αλλά Το οπλοστάσιο της Βενετίας, λεπτοµέρεια ξυλογραφίας του

η αντίδραση από το φρούριο ήταν επίσης αρκετά αποτελεσµατική, µε συνέπεια να σκοτωθούν περίπου 20.000 Τούρκοι και να καταστραφούν περίπου τριάντα τουρκικές γαλέρες. Η τελευταία έφοδος έγινε στις 12 Ιουλίου 1470, οπότε οι γενναίοι υπερασπιστές της πόλης είδαν τον οθωµανικό στρατό να µπαίνει στο φρούριο µέσα από τις ρωγµές των τειχών. Η πόλη παραδόθηκε στον Μωάµεθ, ο οποίος όµως, αφού είχε ήδη χάσει περίπου 50.000 άντρες και παρά τα συµφωνηθέντα, επέτρεψε στον οθωµανικό στρατό να προχωρήσει σε ανελέητη σφαγή των κατοίκων. Η Χαλκίδα έγινε τόπος γενικής σφαγής ανδρών, παιδιών και γυναικών, ενώ θανατώθηκε µε ανασκολοπισµό ή µε γδάρσιµο η φρουρά και ο ίδιος ο διοικητής της Εύβοιας Παύλος Ερίτζο τον οποίο θανάτωσαν µε πριόνι µαζί µε την κόρη του Άννα. Τέλος, τα γυναικόπαιδα της πόλης σύρθηκαν αιχµάλωτα στα σκλαβοπάζαρα της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Νέος αρχηγός του ενετικού στρατού τοποθετήθηκε µετά την κατάληψη της Εύβοιας, ο Πέτρος Μοτσενίγκος, ο οποίος συγκέντρωσε τις δυνάµεις του στην Κρήτη. Στη Δύση, παρά τις προσπάθειες του Βησσαρίωνα κατά τα έτη 1471 και 1472 για την οργάνωση σταυροφορίας, δεν κατέστη δυνατή η οµοψυχία των Δυτικών ηγεµόνων έναντι της οθωµανικής απειλής. Ο ίδιος ο Βησσαρίων πέθανε καθοδόν, επιστρέφοντας στη Ρώµη, στις 19 Νοεµβρίου 1472, ενώ προηγουµένως είχε δεχθεί την προσβλητική άρνηση του Γάλλου βασιλιά να ενισχύσει την προσπάθεια της σταυροφορίας. Την ίδια στιγµή ο αρχηγός των ενετικών δυνάµεων στην Ελλάδα Πέτρος Μοτσενίγκος, αφού ενισχύθηκε και από ελληνικές δυνάµεις, κυρίευσε τη Λέσβο και επέδραµε στα νησιά των Κυκλάδων και στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου έπληξε τους µουσουλ- µανικούς πληθυσµούς µε σφαγές και αιχµαλωσίες, καταλήγοντας στα µέσα Ιουνίου στο Ναύπλιο. Τον επόµενο χρόνο ο Μωάµεθ στράφηκε κατά των ενετικών κτήσεων στην Αλβανία και στις ρουµανικές περιοχές, ενώ τον Δεκέµβριο του ίδιου χρόνου ζήτησε από τους Ενετούς τη σύναψη ειρήνης, που όµως δεν έγινε δεκτή. Ο οθωµανικός στρατός είχε µεν καταλάβει την Εύβοια, αλλά οι ενετικές κτήσεις στην Πελοπόννησο ήταν ακόµη προστατευµένες, ενώ το σύνολο των ενετικών δυνάµεων από την Κρήτη και από τη Δαλµατία και τις άλλες ελληνικές περιοχές συγκεντρώθηκε στην Πελοπόννησο, για την υπεράσπιση του στρατηγικώς κρίσιµου αυτού χώρου. Την ίδια στιγµή οι Ενετοί, παρά τις σχεδόν συνεχείς στρατιωτικές τους ήττες, απέκτησαν τον Χάρτης της Εύβοιας και της Αττικής κατά το β µισό του Η Αικατερίνη Κορνάρο, η τελευταία βασίλισσα της Κύπρου,

έλεγχο της Κύπρου, µε τη βασίλισσα Αικατερίνη Κορνάρου. Ο έλεγχος αυτός υποστηριζόταν και από το ενετικό ναυτικό, που την εποχή αυτή πραγµατοποιούσε επιχειρήσεις στο Αιγαίο. Η Κύπρος αποτελούσε επίσης σηµαντική βάση ανεφοδιασµού των Ενετών και κέντρο οργάνωσης επιδροµών στις τουρκικές ακτές. Το 1477 ο Μωάµεθ πολιόρκησε τη Ναύπακτο, µε στρατό υπό τον Αχµέτ πασά, ο οποίος όµως συναντώντας γενναία αντίσταση αναγκάστηκε να αποσυρθεί. Τελικά η Βενετία, αδυνατώντας να συγκροτήσει συµµαχικό πόλο εναντίον των Οθωµανών, δεν είχε άλλη επιλογή από την επιδίωξη συµφωνίας ειρήνης µε τον Μωάµεθ, καθώς είχε εξαντλήσει τις στρατιωτικές της δυνατότητες. Για τον σκοπό αυτό ο πρέσβης της Δηµοκρατίας της Βενετίας, Ιωάννης Δαρείος, έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις αρχές Ιανουαρίου του 1479. Έπειτα από διαπραγµατεύσεις µε τον Μωάµεθ οι δύο πλευρές συµφώνησαν να παραχωρηθεί από τους Ενετούς στον Μωάµεθ η Λήµνος και όσες περιοχές είχαν καταληφθεί από τους Ενετούς στη διάρκεια του πολέµου, ο οποίος είχε διαρκέσει 14 χρόνια. Η Βενετία υποχρεώθηκε επίσης να πληρώσει στην Υψηλή Πύλη 100.000 δουκάτα. Ο Μωάµεθ από την άλλη υποχρεώθηκε να επιστρέψει στους Ενετούς τις περιοχές που κατέκτησε στην Αλβανία, τη Δαλµατία και την Πελοπόννησο, και οι οποίες βρίσκονταν προηγουµένως υπό ενετικό έλεγχο. Έτσι µε τη συνθήκη ειρήνης του 1479 έληξε και ο Α Τουρκοβενετικός πόλεµος. Οι συνέπειες του πολέµου αυτού για τους ελληνικούς πληθυσµούς ήταν βαριές, καθώς οι σφαγές, οι αιχµαλωσίες και οι καταστροφές της υπαίθρου επιδείνωσαν δραµατικά την αγροτική παραγωγή, πάγωσαν τις εµπορικές ανταλλαγές και έπληξαν δηµογραφικά τον ελληνισµό. Μεγάλες βίαιες µετακινήσεις πληθυσµών, εκπατρισµοί και εξισλαµισµοί συµπλήρωναν τη θλιβερή εικόνα. Ο πόλεµος αυτός όµως ήταν απλώς η αρχή µιας µακρόχρονης σύγκρουσης ανάµεσα στις δύο µεγάλες δυνάµεις του 15ου αιώνα, µιας σύγκρουσης στην οποία ο ελληνικός κόσµος είχε άµεση συµµετοχή και οι συνέπειες της οποίας ήταν καθοριστικές για τις τραγικές τύχες του µεταβυζαντινού ελληνισµού. Η πόλη της Ρόδου, έδρα των Ιωαννιτών Ιπποτών σε χειρό- Ελληνικά επαναστατικά κινήµατα. Κατάληψη των Επτανήσων από τους Οθωµανούς και πολιορκία της Ρόδου (1480-1489) Το 1480 ήταν µια χρονιά γεµάτη γεγονότα. Πριν από έναν χρόνο είχε καταλυθεί το δουκάτο των Τόκκων στο Ιόνιο και στη δυτική Στερεά. Ο Λεονάρδος Τόκκος, ο οποίος είχε

πολλαπλώς βοηθήσει Ενετούς και Έλληνες στον πόλεµο, τόσο µε δικές του δυνάµεις όσο και δεχόµενος διωκόµενους πληθυσµούς στο δουκάτο του, έµεινε ανυπεράσπιστος από τους Ενετούς και αναγκάστηκε τελικά να αποδεχθεί την επέλαση του Αχµέτ πασά και να εγκαταλείψει τη Λευκάδα, φεύγοντας για τη Νάπολη. Τα Ιόνια νησιά παραδόθηκαν έτσι ανυπεράσπιστα στις ορδές του Αχµέτ πασά, ο οποίος τα κατέλαβε, σφάζοντας και αιχµαλωτίζοντας τους Επτανήσιους, ιδιαίτερα τους Ζακυνθινούς που πρόβαλαν και τη µεγαλύτερη αντίσταση. Μετά την κατάλυση του δουκάτου των Τόκκων οι Οθωµανοί είχαν απέναντί τους στο Αιγαίο µία σηµαντική εχθρική δύναµη, τους Ιππότες της Ρόδου. Σε όλη τη διάρκεια του πολέµου µεταξύ Ενετών και Τούρκων, οι Ιππότες είχαν ενεργή συµµετοχή στο πλευρό των Ενετών. Οι Ιππότες του Τάγµατος του Αγίου Ιωάννη, που είχαν εγκατασταθεί στη Ρόδο από το 1309, είχαν συστήσει δικό τους κρατίδιο, το οποίο, µετά τη σύναψη της ειρήνης του 1479, έµενε σχεδόν ανυπεράσπιστο στις διαθέσεις και στα σχέδια των Οθωµανών. Για περίπου δύο αιώνες οι Ιππότες της Ρόδου και µε τις κτήσεις τους στα Δωδεκάνησα και σε θέσεις των απέναντι ακτών της Μικράς Ασίας είχαν εξασφαλίσει µία στρατηγική θέση στο νοτιοανατολικό Αιγαίο. Ήταν φυσικό λοιπόν η θέση τους και η δύναµή τους να ενοχλούν τους Οθωµανούς, οι οποίοι εξάλλου διαπίστωσαν στην πράξη, κατά τη διάρκεια του πολέµου, τον σηµαντικό ρόλο των Ιωαννιτών Ιπποτών της Ρόδου. Ο Μωάµεθ, ενοχληµένος φυσικά από τη δράση των Ιπποτών, σχεδίαζε την υποταγή τους. Ο µάγιστρος Πέτρος ντε Οµπουσόν φρόντισε να οργανώσει την άµυνα του νησιού, ζητώντας ενισχύσεις τόσο από ιππότες που είχαν διασκορπιστεί στην Ευρώπη όσο και από τους Δυτικούς ηγεµόνες και τον πάπα. Οι Οθωµανοί άρχισαν τις επιχειρήσεις τους τον Δεκέµβριο του 1479, καταλαµβάνοντας τµήµατα του νησιού. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να µπουν στην πόλη της Ρόδου που φυλασσόταν από τείχη. Επικεφαλής των τουρκικών δυνάµεων ήταν ο ελληνικής καταγωγής µέγας βεζίρης Μετζίχ Παλαιολόγος, ο οποίος συνέχισε να προσβάλει τη Ρόδο µε µεγάλες δυνάµεις. Ωστόσο, οι µήνες περνούσαν και οι Ιππότες απέκρουαν όλες τις επιθέσεις του οθωµανικού στρατού, ο οποίος είχε βαριές απώλειες. Έτσι, έπειτα από άκαρπες προσπάθειες οι Οθωµανοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τη Ρόδο, δίνοντας παράταση ζωής στο Τάγµα των Ιπποτών, το οποίο συνέχισε τη δράση του στο Η πολιορκία της Ρόδου, µικρογραφία χειρογράφου του 15ου

Αιγαίο. Στο µεταξύ ο Αχµέτ πασάς, µε την κατάληψη των νησιών του Ιονίου, συνέχισε τις επιδροµές του στην Αδριατική. Ωστόσο απέτυχε να καταλάβει το Οτράντο, ενώ στις 3 Μαΐου 1481 πέθανε και ο σουλτάνος Μωάµεθ ο Πορθητής, γεγονός που προκάλεσε, εξαιτίας του ζητήµατος της διαδοχής, µεγάλη πολιτική αναστάτωση στην αυτοκρατορία. Αν έτσι είχαν τα πράγµατα στις τουρκοβενετικές σχέσεις µετά την ειρήνη του 1479, στη Μάνη οι επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων υπό τον Κορκόδειλο Κλαδά δηµιουργούσαν νέα δεδοµένα για επανάληψη των συγκρούσεων. Ο Κορκόδειλος Κλαδάς οργάνωσε επαναστατική κίνηση, εκφράζοντας και τη γενική δυσαρέσκεια των στρατιωτικών τµη- µάτων που είχαν βοηθήσει τους Ενετούς και τώρα είχαν αφεθεί έκθετα στις ορέξεις των Οθωµανών, οι οποίοι επιπλέον είχαν πάρει από τους Ενετούς και τη Μάνη, µετά την ειρήνη του 1479. Η συµφωνία αυτή των Ενετών µε τους Τούρκους εξαγρίωσε τον Κλαδά, ο οποίος αποφάσισε να πάρει µε τα όπλα τη Μάνη από τους Τούρκους. Επικεφαλής 10.000 ανδρών ο Κλαδάς έφυγε από την Κορώνη και µπήκε στη Μέσα Μάνη, καλώντας τους κατοίκους σε επανάσταση. Οι επαναστατικές δυνάµεις του Κλαδά έδιωξαν τα τουρκικά τµήµατα που ήρθαν να παραλάβουν τη Μάνη και κατέλαβαν σηµαντικές οχυρές θέσεις και χωριά. Ο Μωάµεθ αντέδρασε φυσικά άµεσα και έστειλε εναντίον του Κλαδά και των Μανιατών ισχυρές δυνάµεις υπό την ηγεσία του Σουλεϊµάν και του µπέη της Ρούµελης, Αλή. Οι οθωµανικές δυνάµεις έφτασαν στον Μιστρά τον Ιανουάριο του 1480 και άρχισαν τις λεηλασίες και τις επιδροµές στη γύρω περιοχή. Στο µεταξύ ο Κλαδάς ενισχύθηκε και από άλλες δυνάµεις υπό τον Θεόδωρο Μπούα και τον Μέξα Μποζίκη, οι οποίοι αφού λεηλάτησαν τον αργολικό κάµπο ενώθηκαν µε τις δυνάµεις του Κλαδά στη Μάνη. Όλες αυτές οι επαναστατικές κινήσεις από έναν πρώην συνεργάτη των Ενετών δηµιουργούσαν τις προϋποθέσεις διακοπής της ανακωχής και επανάληψης του Τουρκοβενετικού πολέµου. Μπροστά σε ένα τέτοιο ενδεχόµενο οι Ενετοί αντέδρασαν άµεσα, καθώς δεν είχαν κανένα όφελος από την επανέναρξη του πολέ- µου. Έτσι επικήρυξαν τον Κλαδά και κινητοποίησαν τις δυνάµεις τους στις περιοχές του Ναυπλίου και της Κορώνης εναντίον του Κλαδά και των συνεργατών του. Συνέλαβαν την οικογένειά του που βρισκόταν στην Κορώνη και απείλησαν µε θάνατο όσους µεταβούν Άποψη του κάστρου της Κορώνης.

στη Μάνη προς ενίσχυση των επαναστατών του Κλαδά. Οι Ενετοί µε τις κινήσεις τους αυτές έστειλαν φυσικά το µήνυµα στον σουλτάνο ότι δεν είχαν καµία εµπλοκή στην κίνηση του Κλαδά, θέλοντας προφανώς να αποφύγουν τον πόλεµο. Ωστόσο, οι επαναστάτες του Κλαδά κατάφεραν να εξουδετερώσουν την οθωµανική απειλή, συντρίβοντας τις δυνάµεις του Αλή τον Ιανουάριο του 1480. Ταυτόχρονα ο λαός της Μάνης υποστήριζε θερµά την εξέγερση, ενώ προς βοήθεια των Μανιατών κινήθηκε και ο βασιλιάς της Νεαπόλεως, στέλνοντας στη Μάνη 3 πολεµικά πλοία. Οι Οθωµανοί επέστρεψαν ωστόσο µε ισχυρές δυνάµεις υπό τον νέο αρχηγό τους Αχµέτ. Τον Απρίλιο του 1481 ο Αχµέτ, αφού απέκλεισε τους δρόµους προς την Καλαµάτα, επιτέθηκε στις δυνάµεις του Κλαδά, ο οποίος έπειτα από άνιση µάχη υποχρεώθηκε να διαφύγει µε ελάχιστους συντρόφους του προς τα παράλια και από εκεί, µε τη βοήθεια των πλοίων του βασιλιά της Νεαπόλεως, να φύγει προς την Ιταλία. Ο Κορκόδειλος Κλαδάς τιµήθηκε στην Ιταλία για τη δράση του εναντίον των Οθωµανών και συνέχισε µάλιστα να δρα τόσο στην Απουλία όσο και στην Ήπειρο, όπου έφτασε τον Αύγουστο για να ενισχύσει τις ελληνικές επαναστατικές κινήσεις. Σε συνεργασία µε τον Ιωάννη Καστριώτη, ο Κλαδάς, µαζί µε ελληνικές και αλβανικές επαναστατικές δυνάµεις, εκµεταλλεύτηκε τον θάνατο του σουλτάνου και την σύγχυση που προκλήθηκε στην πλευρά των Οθωµανών, καταφέρνοντας να καταλάβει την περιοχή της Χιµάρας. Οι οθωµανικές δυνάµεις παρότι ισχυρές εξοντώθηκαν και διοικητής της Χιµάρας ορίστηκε ο Ιωάννης Καστριώτης, ο οποίος ασκούσε την εξουσία στο όνοµα του βασιλιά της Νεαπόλεως, Φερδινάνδο. Ωστόσο ο τελευταίος δεν ήταν σε θέση να διατηρήσει τα κεκτηµένα στην Ήπειρο, µε αποτέλεσµα ύστερα από µερικά χρόνια η οθωµανική επέλαση υπό τον νέο σουλτάνο Βαγιαζήτ να βρει µόνους τους Ηπειρώτες, χωρίς καµία στήριξη από τη Δύση. Έτσι οι Οθωµανοί, το 1492, κατέλαβαν ολόκληρη την περιοχή, ενώ οι κάτοικοι της Χιµάρας υπέστησαν τις συνηθισµένες διώξεις, αιχµαλωσίες, σφαγές και βίαιους εξισλαµισµούς, ενώ αρκετοί από τους διασωθέντες έφυγαν για την Ιταλία. Β Τουρκοβενετικός πόλεµος (1499-1503). Κατάληψη της Ναυπάκτου και της Πελοποννήσου Μετά την άνοδο στον θρόνο της Γαλλίας του Καρόλου Η το 1483, νέες ιδέες περί

οργάνωσης σταυροφορίας των χριστιανών ηγεµόνων εναντίον των Οθωµανών άρχισαν να αναπτύσσονται στις Αυλές της Δύσης. Πρωταγωνιστής αυτών των προσπαθειών ήταν ο βασιλιάς Κάρολος. Το κίνητρο του Γάλλου βασιλιά πιθανόν να ήταν, εκτός των άλλων, και η υλοποίηση των σχεδίων του για προσάρτηση της Ιταλίας, καθώς η ανάληψη της σταυροφορίας θα δικαιολογούσε την είσοδο των γαλλικών στρατευµάτων στην Ιταλική χερσόνησο. Ο Κάρολος έστειλε απεσταλµένο του στον πάπα της Ρώµης και φαινόταν πως η ιδέα της σταυροφορίας κέρδιζε έδαφος. Από την πλευρά του ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ στάθηκε όχι µόνο αρνητικός απέναντι στην ιδέα της σταυροφορίας, αλλά ταυτόχρονα ενηµέρωσε σχετικά και τον σουλτάνο Βαγιαζήτ για τα σχέδια του Καρόλου. Παρ όλα αυτά ο στρατός του Καρόλου έφτασε στη Ρώµη και την κατέλαβε, ενώ και ο ίδιος µπήκε θριαµβευτικά στην πόλη τον Δεκέµβριο του 1494. Εκεί παράλαβε και τον Τούρκο Ζεµ, γιο του Μωάµεθ και αδελφό του Βαγιαζήτ, ο οποίος διεκδίκησε χωρίς επιτυχία τον θρόνο και στη συνέχεια ζήτησε τη βοήθεια των Δυτικών για να ανατρέψει τον σουλτάνο. Ο Ζεµ τελικά δολοφονήθηκε, ενώ ο Κάρολος έγινε κύριος του βασιλείου της Νάπολης. Ο Κάρολος άρχισε έτσι την προετοιµασία της σταυροφορίας, ερχόµενος σε επαφή µε τους Ιππότες της Ρόδου, αλλά και µε Έλληνες προύχοντες, όπως ο Ανδρέας Παλαιολόγος, ο επίσκοπος Δυρραχίου, καθώς και µε ελληνικές και αλβανικές δυνάµεις. Οι κινήσεις του Καρόλου έγιναν γνωστές στην αυτοκρατορία, µε αποτέλεσµα να προκληθεί σύγχυση στην οθωµανική εξουσία και ενθουσιασµός στους χριστιανικούς πληθυσµούς, καθώς οι δυνάµεις του βασιλιά της Γαλλίας ήταν ιδιαίτερα ισχυρές και ήταν φανερό ότι θα ενισχύονταν ακόµη περισσότερο από επαναστατικές κινήσεις στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Ο Κάρολος παρουσιάστηκε ως µελλοντικός απελευθερωτής των Ελλήνων, ενώ Έλληνες και Αλβανοί που ζούσαν στην Ιταλία έσπευδαν να καταταχθούν στον γαλλικό στρατό ανάµεσά τους και ο ποιητής Μιχαήλ Ταρχανιώτης. Οι εξελίξεις ήταν γρήγορες και στις βαλκανικές περιοχές. Ο επίσκοπος Δυρραχίου, Μαρτίνος Φιρµιάνο, συνεργάστηκε µε τον Ανδρέα Παλαιολόγο που βρισκόταν στην Αυλή του Καρόλου και προσπάθησαν να οργανώσουν επαναστατικό κίνηµα εναντίον των Οθωµανών, µε αποστολές όπλων στις περιοχές της Αλβανίας. Το γενικό αυτό κλίµα πολεµικής προετοιµασίας βρήκε τους Ενετούς απόλυτα διστακτικούς, καθώς δεν είχαν καµία Ο Κάρολος Η βασιλιάς της Γαλλίας (1483-1496), ελαιογραφία