ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΡΑΨΑΣ Ο ΑΧΡΗΜΑΣ 3 ο Μέρος ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ AKAKIA 2011
Copyright Mr. Evangelos Grammenos 2011 Published in England by Akakia Publications, 2011 AKAKIA Publications St Peters Vicarage Wightman Road London N8 0LY, UK 0044 203 2876 600 0044 758 6783 880 www.akakia.net publications@akakia.net Ο ΑΧΡΗΜΑΣ 3o ΜΕΡΟΣ ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ All rights reserved No part of this publication may be reproduced, translated, stored in a retrieval system, or transmitted, in any form or by any means, electronic, mechanical, photocopying, microfilming, recording, or otherwise, without the prior permission in writing of the Author and the Akakia Publications, at the address above. ISBN: 978 1 908362 25 4 ISBN SET: 978 1 908362 22 3 COPYRIGHT.CO.UK: DEP634357926214907500 London,UK
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Το Ξηροχώρι ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Η αδελφοσύνη απλώνει τα φτερά της μακριά ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Το μεγάλο μάθημα, η εσωτερική αλλαγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Η ύστατη ώρα του θανάτου για τους Αχρημάδες Το λευκό φως της αγάπης
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Το Ξηροχώρι Τι υπέροχο αίσθημα ήταν αυτό που ένοιωθαν οι νέοι και οι νέες του οικισμού της Νέας Αχρημοχώρας από τη μέρα που άρχισαν, κρυφά από όλους τους γείτονές τους, το μεγάλο αυτό έργο. Ήταν ένα αίσθημα γνήσιας χαράς, όχι στην επιφάνεια του νου τους, αλλά στα βάθη του είναι τους. Και μαζί, αίσθημα ευγνωμοσύνης που τους δινόταν η ευκαιρία να κάνουν τέτοιο έργο, όσο κοπιαστικό και αν ήταν, που έδινε έκφραση στο αίσθημα αδελφοσύνης που πήγαζε από το πιο βαθύ επίπεδο της ύπαρξής τους. Το έργο, καθώς προχωρούσε, οδηγούσε όλο και πιο κοντά στη λύση, στο ζωντάνεμα του ονείρου που μ αυτό ζούσαν χρόνια τώρα, δύο-τρεις γενιές άνθρωποι, οι Ξηροχωρίτες. Οι κάτοικοι του Ξηροχωριού, οι γείτονες της Νέας Αχρημοχώρας, ζούσαν στη σκληρή, πολύ σκληρή πραγματικότητα της ξηρασίας, σχεδόν έξι μήνες κάθε χρόνο, απ το Μάη ως το Νοέμβρη. Κι ενώ ο τόπος τους είχε καλά χώματα και μπορούσε να θρέψει κάθε λογής κηπευτικά, αυτοί αναγκάζονταν να σπέρνουν ένα μικρό επίπεδο μέρος του μόνο στάρι, βρόμη, κριθάρι που μεγάλωνε με τις βροχές του χειμώνα. Τα κατηφορικά χωράφια του ορεινού χωριού τους έμεναν ακαλλιέργητα αφού δεν υπήρχε νερό για πότισμα. Για να εξασφαλίσουν την επιβίωση, αναγκάζονταν να έχουν και λίγα γιδοπρόβατα ή κότες, η κάθε φαμίλια. Αναγκάζονταν να τα πηγαίνουν στο βουνό, μια ώρα μακριά για να βρίσκουν φρέσκια πράσινη τροφή. Τους έδιναν και λίγο κριθάρι ή βρόμη, αλεσμένα, και έτσι έπαιρναν από αυτά το μαλλί για τα ρούχα τους, το γάλα τους και το κρέας τους που πουλούσαν στον κρεατέμπορα του χωριού για λίγα χρήματα. Δύσκολη ζωή και άχαρη.
Από την πρώτη εκείνη μέρα που το νερό της Αιώνιας Πηγής έτρεξε μέσα στη φυσική λίμνη, δίπλα στον οικισμό της Νέας Αχρημοχώρας, είχαν περάσει σχεδόν οχτώ μήνες. Το τι μεγάλη αλλαγή και πρόοδος είχαν γίνει στη ζωή τους, ίσως το περιγράψουμε σε κάποια άλλη στιγμή. Εδώ θα πούμε μόνο για την πιο μεγάλη αλλαγή, την πιο θαυμάσια εμπειρία αγάπης και θάρρους που γέμισε τη ζωή τους, όταν κάποιες κοπέλες απ την Παλιά Αχρημοχώρα, οι πιο πολλές ζευγάρωσαν με κάποιους νέους της Νέα Αχρημοχώρας. Πώς έγινε αυτό; Θα σας το πω αμέσως Θυμάστε τη γιορτή της Αγάπης και του γάμου που έζησε ο Αχρημάς στο ταξίδι του στην ονειρεμένη Αχρημοχώρα; Πως οι κοπέλες, εκείνη τη νύχτα της Πανσελήνου, μέσα στον ιερό μαγικό χορό τους, διάλεγαν και τραβούσαν αυτόν που ήθελαν για σύντροφό τους; Και πώς οι νέοι εκείνοι όχι μόνο δεν αρνιούνταν ή ανέβαλαν την ένωση τους, αλλά με βαθύ σεβασμό και ευγνωμοσύνη για την εκλογή τους από την κάθε κοπέλα, δέχτηκαν να ενωθούν μαζί τους, να γίνουν οι δυο ένα, για το υπόλοιπο της ζωής τους; Και όχι βέβαια για κάποια ζωή εγωιστικής ικανοποίησης, αλλά για να βοηθήσουν τις συντρόφους τους, που σύντομα θα γίνονταν οι μανάδες της νέας γενιάς της χώρας τους, να μεγαλώσουν με αγάπη και φροντίδα αυτή τη νέα γενιά. Λοιπόν, ακριβώς έτσι έγινε και το ζευγάρωμα των νέων στη Νέα Αχρημοχώρα. Ο χαρακτήρας των κοριτσιών της Παλιάς Αχρημοχώρας ήταν τόσο καλός, τόσο ανώτερος από ότι είχαν γνωρίσει ως τώρα οι νέοι στη Χρηματοχώρα όπου είχαν μεγαλώσει, που ένιωθαν κάθε μέρα, κάθε ώρα που περνούσε, όλο και πιο μεγάλο σεβασμό, και μια βαθιά ευγνωμοσύνη για την παρουσία αυτών των κοριτσιών στη ζωή τους.
Αυτός ο σεβασμός και η ευγνωμοσύνη σύντομα τους έκανε να νιώθουν ένα αίσθημα δυνατής φιλίας, οικειότητας. Σαν οι κοπέλες να είχαν κάτι απ τις καλές μανάδες τους ή τις αδερφές τους. Κι αφού στην ηλικία τους η ορμή για ζευγάρωμα ήταν τόσο δυνατή, όλα αυτά τα αισθήματα ενώθηκαν σε ένα σιωπηλό αλλά παντοδύναμο ερωτικό κάλεσμα, που η κάθε κοπέλα έστελνε σε αυτόν που με το σοφό ένστικτο της διάλεγε για σύντροφο της. Και στην ορισμένη γιορτή της Αγάπης και του γάμου κάποιο βράδυ με πανσέληνο, οι κοπέλες διάλεξαν, στο τέλος του ιερού χορού τους, το σύντροφο της ζωής τους. Και κανένας νέος δεν αρνήθηκε την εκλογή του, αφού εδώ και κάμποσο καιρό είχαν κιόλας όλοι μάθει νοιώσει από τις κοπέλες ενδιαφέρονταν για τον καθένα ατομικά σαν σύντροφο τους. Οι καρδιές των νέων άρχισαν να χτυπούν με την κρυφή χαρά της αγάπης για την κοπέλα που τους διάλεξε για δικό τους. Είχαν περάσει κάμποσοι μήνες από εκείνη την υπέροχη εμπειρία της Γιορτής του Έρωτα και του Γάμου, οχτώ μήνες, όπως είπαμε και πριν, από τη μέρα που έτρεξε το αγιονέρι μέσα στη φυσική Λίμνη, την Αγιολίμνη, όπως την ονόμασαν οι κάτοικοι της Νέας Αχρημοχώρας. Το νερό είχε τώρα ανέβει πάνω από το μισό βάθος της λίμνης. Ο Αχρημάς, ο Χαρίλας κι όλοι οι κάτοικοι της Νέας Αχρημοχώρας έριχναν σχεδόν κάθε μέρα μια ματιά στη λίμνη τους κι ένιωθαν μια παράξενη, γνήσια χαρά καθώς έβλεπαν το νερό ν ανεβαίνει. Δε μιλούσαν ποτέ γι αυτή τη χαρά ανάμεσα τους, αν κι ο καθένας, η κάθε μια, ένοιωθαν πως την ίδια χαρά ένοιωθαν κι οι άλλοι συγκάτοικοι τους. Ήταν σαν ένα προαίσθημα για κάτι καλό που θα μπορούσε να συμβεί σε όλους τους στη Νέα Αρχημοχώρα και παντού γύρω τους. Ποιός ξέρει
Όταν όμως το νερό ξεπέρασε το μισό βάθος της λίμνης, ο Αχρημάς ένοιωσε ότι ήταν ώρα να μαζευτούν κάποιοι της παρέας και να μιλήσουν. Μαζεύτηκαν το απόγευμα κάποια μέρα στην πρώτη εβδομάδα του Μάη. Συζήτησαν το πρόβλημα για το πού θα πήγαινε το νερό όταν θα ξεχείλιζε η λίμνη. Η πρώτη λύση που φαινόταν η πιο πιθανή ήταν ότι το νερό θα ακολουθούσε τη φυσική πορεία από το κάτω μέρος της λίμνης, το δυτικό, όπου υπήρχε η φυσική κύτη μιας ρεματιάς που είχε σχηματιστεί από τις βροχές, κι από τα νερά που κατέβαιναν από τη δυτική μεριά του βουνού. Από κει, η ρεματιά αυτή κατέβαινε κάμποσα χιλιόμετρα ώσπου έπεφτε σε μια άλλη ρεματιά, πιο βαθιά και πιο πλατειά που κατέβαινε απαλά προς τη θάλασσα, λίγα χιλιόμετρα πιο κάτω. Ένας από την παρέα περιέγραψε αυτή τη ροή του νερού της λίμνης τους προς τη θάλασσα, που δεν θα προκαλούσε σε κανέναν πρόβλημα για όλη την περιοχή, αριστερά και δεξιά του ρέματος. Τότε, λοιπόν, γιατί είχαν μαζευτεί; Για να συζητήσουν κάτι που το ήξεραν σχεδόν όλοι; Όχι βέβαια. Κάτι άλλο είχαν στο νου τους, πιο πολύ στην καδιά τους, αλλά κανείς τους δεν ήξερε να το προσδιορίσει και να το εκφράσει συγκεκριμένα. Ύστερα από κάμποση ώρα σιωπής, μίλησε ο Αχρημάς. Είπε μόνο μια λέξη. - Το Ξηροχώρι. Η λέξη έπεσε σαν πέτρα σε ήρεμη λίμνη. Έκανε δυνατούς κυματισμούς στις καρδιές όλων. Ήταν αυτό που περίμεναν ν ακούσουν από κάποιον. Κάποιος ρώτησε: - Εννοείς ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι για το Ξηροχώρι; Να τους στείλουμε το νερό στα χωράφια τους; - Ναι, είπε ο λιγόλογος Αχρημάς.
Οι φράσεις αυτές άναψαν την κουβέντα. Ένας της παρέας που ήταν καλός στο σχέδιο χώρου, πήρε το μολύβι και σχεδίασε σ ένα χαρτί διάφορες γραμμές και κύκλους. Οι κύκλοι έδειχναν τους οικισμούς, Νέα Αχρημοχώρα και Ξηροχώρι, την Αγιολίμνη, τα καλλιεργήσιμα αλλά ξερικά χωράφια του Ξηροχωρίου. Οι γραμμές έδειχναν τα διάφορα αυλάκια όπου θα μπορούσε να μπει και να τρέξει το νερό προς τα ξεροχώραφα. Έγινε σιωπή. Η ιδέα να δώσουν το αγιονέρι στο Ξηροχώρι έδωσε σε όλους χαρά. Αυτή ήταν η κρυφή χαρά τους. Η καρδιά τους ήταν καθαρή. Δεν είχε λερωθεί από τη χαιρεκακία που είχε αρρωστήσει τις καρδιές πολλών ανθρώπων της Χρηματοχώρας όπου είχαν μεγαλώσει. Την κακή χαρά να έχεις εσύ και να μην έχει ο άλλος. Πώς βρωμίζει έτσι η καρδιά του άνθρώπου στα Χρηματοχώρια; Από κουβέντα σε κουβέντα, από παράδειγμα σε μίμηση, από γείτονα σε γείτονα η μόλυνση γινόταν επιδημία. Τι κρίμα! Μετά τη σιωπή της χαράς τους, μίλησαν ξανά. Υπήρχαν ερωτήσεις, αντιρρήσεις: - Αν τ αυλάκια ρουφούσαν το νερό; - Πως θα έσκαβαν το βασικό μεγάλο αυλάκι απ όπου θα διακλαδώνονταν τα άλλα τρία ή τέσσερα μικρά αυλάκια προς τα ξεροχώραφα, στα βόρεια του Ξηροχωριού, - Ρωτήσαμε τους Ξηροχωρίτες αν θα αναλάβουν να κάνουν τα έργά; - Αυτοί δουλεύουν σκληρά με τα γιδοπρόβατα τους και το λιγοστό νερό από τα λίγα βαθιά πηγάδια του χωριού τους, πού θα βρουν χρόνο για τα έργα; Καθώς τα συζητούσαν όλ αυτά, δεν κατάλαβαν ότι πίσω από το δέντρο όπου είχαν καθίσει και κουβέντιαζαν, είχαν σταθεί όρθιες η Σιωπηλή και δύο ακόμα κοπέλες σύντροφοι τους. Όταν το κατάλαβαν, έκαναν αμέσως σιωπή. Κοίταζαν τις γυναίκες. Κι εκείνες αυτούς. Μετά, οι
κοπέλες πλησίασαν. Κάθισαν κοντά τους. Μετά, κάποιος είπε: Συζητάμε αν θα μπορούσαμε να δώσουμε νερό από τη Λίμνη μας στα Ξεροχώραφα, στο Ξηροχώρι. Τι λέτε; Ύστερα από μικρή σιωπή, η Σιωπηλή είπε: - Και στα σπίτια τους. Όλοι οι νέοι ξαφνιάστηκαν. Αυτό δεν το είχαν σκεφτεί. Θαύμασαν πόσο μεγάλη ήταν η συμπόνια, η καλοσύνη αυτών των γυναικών. Απ όταν άρχισε να τρέχει το αγιονέρι στον οικισμό τους, οι γυναίκες έβλεπαν κάποιες κοπέλες από το Ξηροχώρι να έρχονται δειλά - δειλά και αφού ζητούσαν την άδεια, γέμιζαν τη στάμνα ή το κανάτι τους νερό από τη βρύση, και χωρίς άλλη κουβέντα, το ακουμπούσαν στο κεφαλή τους πάνω σε μια πετσέτα και έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού. Μακρύς ο δρόμος, το πήγαινε - έλα. Πολύς ο κόπος, και ο καημός τους. Οι γυναίκες της Νέας Αχρημοχώρας ένοιωσαν τον καημό τους. Κι είχαν βάλει στην καρδιά τους την ελπίδα να στείλουν κάποια μέρα το αγιονέρι ως μέσα στα σπίτια του Ξηροχωριού. Και τώρα ένοιωσαν ότι ήρθε η στιγμή να εκφράσουν αυτή την ελπίδα τους. - Και πώς λέτε να γίνει αυτό; Τις ρώτησε ο Αχρημάς. Η Σιωπηλή, αντί για απάντηση έδειξε το Χαρίλαο. Σε λίγο, κατάλαβαν όλη τι εννοούσε. Με τους σωλήνες, τους πήλινους σωλήνες που φτιάχνει ο Χαρίλαος στο καμίνι του. Ο Χαρίλαος ένιωσε μεγάλη χαρά που γέμιζε τα στήθια του. - Μα θα χρειαστούν πολλοί, πάρα πολλοί σωλήνες, είπε ένας άλλος νέος. Θα έρθουν οι Ξηροχωρίτες να δουλέψουν στο καμίνι; Είναι πολύ κλειστοί, περιορισμένοι άνθρωποι. Δεν μπορούν να πάνε πιο πέρα από τον παλιό τους εαυτό, την εγωκεντρική απομόνωσή τους:
Η Σιωπηλή έδειξε τον εαυτό της και τις άλλες δύο γυναίκες. Σαν να έλεγε: «Εμείς θα δουλέψουμε, εμείς» Ο Χαρίλαος ένοιωσε πάλι τη χαρά που ένοιωσε και πριν. Δε θα περιγράψουμε τις εργασίες τους. Θα πούμε μόνο πως αυτές οι εργασίες τους έδιναν κάθε μέρα, κάθε ώρα, εκείνη τη γνήσια χαρά στα βάθη του είναι τους, που αναφέραμε στην πρώτη σελίδα αυτού του βιβλίου. Ήταν μια κατάσταση γνήσιας δημιουργικότητας εσωτερικής αυτοπεποίθησης και συναδέλφωσης που βασιζόταν στο αίσθημα συμπαράστασης και βοήθειας στις ανάγκες του συνανθρώπου. Μια κατάσταση γνήσιας, πηγαίας, συνειδητής αγάπης. Καλό χώμα για ψήσιμο ή και έτοιμος πηλός ερχόταν με τα καρότσια από τις όχθες της ρεματιάς που χώριζε τη Νέα Αχρημοχώρα από το Χρηματοχώρι. Έξω από το καμίνι, έριχναν όσο νερό χρειαζόταν για να μαλακώσει. Μετά, το καλούπωμα, το στέγνωμα, το ψήσιμο σε διαδοχικές φάσεις, οργανωμένη δουλειά. Χαιρόσουν να μετέχεις, να συνεργάζεσαι. Πριν περάσει ένας μήνας, ήταν έτοιμοι οι σωλήνες που ο σχεδιαστής του έργου, ο Θεοφάνης, είχε υπολογίσει ότι θα χρειαζόταν. Τώρα ήταν η ώρα να μιλήσουν με τους Ξεροχωρίτες, να τους δείξουν το έργο που είχαν κάνει ως τώρα και να ζητήσουν τη συνεργασία τους για το υπόλοιπο. Τη μεταφορά των σωλήνων στα σημεία εφαρμογής τους. Το σκάψιμο των αυλακιών, όπου θα χώνονταν οι σωλήνες και μετά θα σκεπάζονταν με το χώμα της εκσκαφής. Όταν έγινε η συνάντηση και η κουβέντα, οι Ξηροχωρίτες άντρες και γυναίκες που είχαν έρθει, δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά και την ευγνωμοσύνη που ένοιωθαν για τους γείτονες τους, τους Αχρημάδες. Ήταν όλο χαμόγελα και κάποια δάκρυα στα μάτια. Ζήτησαν όμως να γίνει πρώτα το αυλάκι και η
σωλήνωση που θα έφερνε το αγιονέρι στα σπίτια τους. Τι όνειρο ζωντανό. Τι ανακούφιση. Τι ευλογία για τις γυναίκες που χρόνια και χρόνια κουβαλούσαν το νερό από μακριά με τα δοχεία πάνω στο κεφάλι τους. Πόσες γυναίκες δεν είχαν αρρωστήσει απ αυτό το μόχθο. Φυσικά και θα βοηθούσαν στο έργο. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Θα έριχναν όλο το βάρος στο έργο. Θα έδιναν όλα τα γιδοπρόβατα τους σε έναν τσοπάνη τους και αυτοί θα δούλευαν στο έργο. Το πόσο γρήγορα τελείωσε το έργο ήταν κάτι απίστευτο. Τι ενθουσιασμός, τι δημιουργικότητα! Το αίσθημα αδελφοσύνης και συνεργασίας, τους έδινε φτερά στα πόδια και στα χέρια, μεγάλη δύναμη στα μπράτσα και στην πλάτη. Κι ας έκανε ζέστη. Κι ας έτρεχε ο ιδρώτας ποτάμι, ένοιωθαν σα να ξαναγεννιούνται. Ο Νίκος είχε βρει εδώ το στοιχείο του. Την πιο θαυμάσια ευκαιρία να βάλει σε πράξη τη θεραπευτική του, θεωρία και πράξη. Οι Ξηροχωρίτες είχαν μάθει γι αυτόν και για την θεραπείες του. Όμως, εκτός από ένα - δυο, κανείς άρρωστος δεν είχε βρει το θάρρος, την πρωτοβουλία να πάει να τον βρει, να τον συμβουλευτεί, ν ακολουθήσει τη θεραπεία που πρότεινε. Κι ας ήταν πολλοί οι άρρωστοι στο Ξηροχώρι. ΚΙ ένας από αυτούς, ο Κυρ - Κώστας, ο πιο αρρωστιάρης. Κάθε τόσο πήγαινε στην Αθήνα στο γιατρό του. Καμιά γιατρειά, γιατρός άγιατρος, αγύρτης. Ο Νίκος ήξερε τις αιτίες της κακής υγείας τους. Πρώτα απ όλα, η κακή διατροφή. Έτρωγαν πολύ ψωμί, απ τα δικά τους καλά σιτάρια. Έτρωγαν συχνά κρέας, κότες και γιδοπρόβατα δικά τους. Τα έτρωγαν ψητά ή τηγανιτά στεγνά. Και συχνά τα συνόδευαν με τυρί που το είχαν άφθονο. Δεν είχαν κηπευτικά για να τρώνε σαλάτες ή βραστά νερουλά ζαρζαβατικά, όπως κολοκυθάκια, παντζάρια, κρεμμύδια κ.α. Δεν είχαν καλό νερό να πίνουν. Ούτε λεμόνια και πορτοκάλια για να καθαρίζουν τα αίμα τους από τα λίπη και τις τοξίνες. Έτσι υπέφεραν από δυσπεψία και από τα υπόλοιπα των τροφών στο
πεπτικό τους σωλήνα και πάθαιναν κολίτιδες, έλκη, πολύποδες, εμφράγματα. Τώρα, όσοι έρχονταν στο έργο, συμφωνούσαν να μην φέρνουν κρέας από τα σπίτια τους και να τρώνε σαλάτες και ζουμερά βραστά φυτικά φαγητά, όπως ρύζι, φασόλια, φακές και άλλα. Έπιναν πολύ νερό το πρωί, μες στην ζέστη, αλλά ποτέ πριν ή μετά το φαγητό, ούτε στη διάρκεια του. Κι έτσι πολλοί απαλλάχτηκαν από τις παθήσεις που είχαν. Βέβαια τους βοήθησε πολύ η σκληρή δουλειά. Ιδιαίτερα το κουβάλημα των σωλήνων στον ώμο ή στην πλάτη το τσάπισμα και το φτυάρισμα. Ο ιδρώτας έτρεχε άφθονος, αλλά και η αποτοξίνωση τους προχωρούσε γοργά.