και της αποδιάρθρωσης του Κράτους Πρόνοιας Το μεταπολεμικό Κράτος Πρόνοιας... Η διαμόρφωση των θεσμών του Κράτους Πρόνοιας στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο και η επέκταση και διεύρυνσή τους σ' ολόκληρη την επόμενη 25ετία (αρχές της δεκαετίας του 1950 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970) αποτέλεσε ένα ιστορικό δομικό χαρακτηριστικό του τρόπου της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης των αναπτυγμένων βιομηχανικών κοινωνιών, όσο και της λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος. Απεναντίας, στις ευρωπαϊκές χώρες με δικτατορικά και αυταρχικά καθεστώτα (Πορτογαλία, Ελλάδα, Ισπανία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970) η καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη προωθήθηκε εξίσου στις μεταπολεμικές δεκαετίες, χωρίς την παράλληλη λειτουργία κρατικών προνοιακών θεσμών και δημοκρατικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, στερούμενη ωστόσο της όποιας λαϊκής συναίνεσης. Στις περιπτώσεις αυτές η θεμελίωση των μηχανισμών του Κράτους Πρόνοιας τοποθετήθηκε έτσι με ιστορική καθυστέρηση σχεδόν μιας 30ετίας, ακριβώς στη χρονική περίοδο που ξεκινούσε η αμφισβήτηση και κρίση αυτής της κρατικής κοινωνικής πολιτικής στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό. Στην αφετηρία της διαμόρφωσης των θεσμών του μεταπολεμικού Κράτους Πρόνοιας βρίσκεται ολόκληρη η οικονομική και πολιτική εξέλιξη του Μεσοπολέμου και ιδιαίτερα η δεκαετία του 1930, που χαρακτηρίσθηκε από την οξύτατη ύφεση του παγκόσμιου καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος (αμερικανικό χρηματιστηριακό κραχ, αποδιάρθρωση του παγκόσμιου εμπορίου, αλματώδες κατρακύλισμα των τιμών των αγροτικών προϊόντων, κατακόρυφη μείωση της βιομηχανικής παραγωγής στο σύνολο σχεδόν των οικονομικών κλάδων κλπ.), την υπερμεγέθη διόγκωση της ανεργίας της εργατικής τάξης, την αποτυχία του αριστερού κινήματος, σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού, να διανοίξουν εναλλακτικές λύσεις απέναντι στην κρίση του οικονομικού φιλελευθερισμού, την άνοδο και επικράτηση των φασιστικών και αυταρχικών καθεστώτων (Ισπανίας, Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Κροατίας κλπ.), που οδήγησαν στην καταστροφή του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Ήδη στα μέσα της δεκαετίας του 1930, με την ανάπτυξη των κεϋνσιανών οικονομικών επεξεργασιών και την ταυτόχρονη κατάρρευση των δημοκρατικών αστικών καθεστώτων, όπως και την οικονομική αποτυχία του άκρατου φιλελευθερισμού, είχαν τεθεί οι βάσεις των μεταπολεμικών ριζικών αναδιαρθρώσεων σχετικά με την ανάπτυξη του Κράτους Πρόνοιας. Παράλληλα, η άνοδος των αντιφασιστικών και εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων με τον πρωτεύοντα ρόλο που διαδραμάτισαν σ' αυτά τα αριστερά και κομμουνιστικά κόμματα (ιταλικό, ελληνικό, γαλλικό, γιουγκοσλαβικό κλπ.) και η μεταπολεμική τους αλματώδης μαζικοποίηση (από περιθωριακοί πολιτικοί σχηματισμοί μετατρέπονταν μέσα από τον αντιφασιστικό λαϊκό αγώνα σε μαζικά πολιτικά και κοινωνικά κινήματα), καθώς και η ενίσχυση του πόλου της τότε Σοβιετικής Ένωσης στον ανατολικό ευρωπαϊκό χώρο, ασκούσαν ισχυρή πίεση στην αμέσως μεταπολεμική 5ετία (1945-1950), για την υιοθέτηση βασικών σταθερών μιας κοινωνικής προνοιακής πολιτικής στις ίδιες τις μεταπολεμικές συνταγματικές ρυθμίσεις. Έτσι, τα περισσότερα δυτικο-ευρωπαϊκά Συντάγματα (χαρακτηριστική η περίπτωση του «Προοιμίου» του γαλλικού συνταγματικού χάρτη) οδηγήθηκαν, με βάση το διαμορφούμενο ταξικό συσχετισμό των δυνάμεων, στην αμέσως μεταπολεμική περίοδο, να εγγράψουν στα πλαίσια των αστικών κοινοβουλευτικών ρυθμίσεων θεμελιώδη λαϊκά εργατικά δικαιώματα (δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, δικαιώματα κοινωνικής πρόνοιας όπως διασφάλισης δημόσιας εκπαίδευσης, ρυθμίσεων για την κατοικία και τη στέγαση, προβλέψεων για την απασχόληση, κανονισμών για την κοινωνική ασφάλιση κ.ά.). Αυτά συμπύκνωναν στο πολιτικό - συνταγματικό επίπεδο το μεταπολεμικό συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων (εργασίας - κεφαλαίου), και αποτέλεσαν θεμελιώδεις θεσμικές συνιστώσες, με συνταγματική μάλιστα επικάλυψη, του υπό διαμόρφωση Κράτους Πρόνοιας και των μετέπειτα κυβερνητικών πολιτικών που ήρθαν να το υλοποιήσουν. Αν στο θεσμικό επίπεδο το διαμορφούμενο Κράτος Πρόνοιας προσλάμβανε τη μορφή της εγγραφής αυτών των λαϊκών δικαιωμάτων στις κοινοβουλευτικές δημοκρατικές ρυθμίσεις των αναπτυγμένων καπιταλιστικών Σελίδα 1 / 10
οικονομιών, στο πεδίο της μακρο-οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής, οι ακραίες φιλελεύθερες θεωρήσεις και πολιτικές υποχωρούσαν κατά κράτος, δίνοντας τη θέση τους στην υιοθέτηση των κεϋνσιανών οικονομικών πολιτικών. Αυτές έθεταν πλέον στο επίκεντρό τους την επιδίωξη επίτευξης της πλήρους απασχόλησης, την αύξηση της ενεργού λαϊκής ζήτησης και την τόνωση της μαζικής κατανάλωσης, τη δυνατότητα διεύρυνσης-διαχείρισης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, κατευθύνσεις οι οποίες, σε παραλληλία με το φορντικό μοντέλο παραγωγικής οργάνωσης, αποσκοπούσαν σ' έναν τριπλό κοινωνικό - πολιτικό - οικονομικό στόχο: Κατ' αρχήν στην πυροδότηση μιας εκτεταμένης οικονομικής ανάπτυξης και επέκτασης της καπιταλιστικής παραγωγικής μηχανής, βασιζόμενης στην αύξηση της ζήτησης που προέρχονταν και από τη σχετική άνοδο των πραγματικών εργατικών μισθολογικών εισοδημάτων, με αποτέλεσμα την επίτευξη ρυθμών αύξησης του ΑΕΠ κατά μέσο όρο της τάξης του 5-6%. Κατόπιν, στην επιδίωξη της κοινωνικής συναίνεσης των εργαζόμενων τάξεων στους στόχους της αναπτυξιακής καπιταλιστικής οικονομικής πολιτικής όπως και στις μορφές της αντιπροσωπευτικής κοινοβουλευτικής διαχείρισης. Τέλος, στη σταθεροποίηση της λειτουργίας του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, πάνω στη διττή υπόβαση, αφ' ενός της συνεχούς οικονομικής καπιταλιστικής επέκτασης και αφ' ετέρου της σχετικής ανόδου του εργατικού κοινωνικού επιπέδου (μισθοί, υγειονομική περίθαλψη, εξάλειψη της ανεργίας, κοινωνική ασφάλιση κλπ.). Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη κοινών γενικών συντεταγμένων της κυβερνητικής πολιτικής στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες για τρεις περίπου δεκαετίες, ανεξάρτητα από τις επιμέρους μορφές της συντηρητικής ή σοσιαλδημοκρατικής παράταξης, που έκφραζαν στις αστικές δυτικές δημοκρατίες τουλάχιστον τα 3/4 του εκλογικού σώματος. Σ' αυτή την κατεύθυνση επενεργούσε ενισχυτικά η πολιτική πρακτική των εκτός κυβερνητικής διαχείρισης παραδοσιακών κομμουνιστικών κομμάτων, τα οποία έχοντας ευθυγραμμιστεί με τη στρατηγική του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ περί «αργού, μακρόχρονου, ειρηνικού, δημοκρατικού περάσματος στο σοσιαλισμό», ουσιαστικά λειτουργούσαν σε μια πολιτική κατεύθυνση «οικονομισμού - βελτιωτισμού», που επιζητούσε την επέκταση των ρυθμίσεων του Κράτους Πρόνοιας και τη διεύρυνση της αστικής δημοκρατίας, ενταγμένα σε μια γενικότερη στρατηγική «ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας». Ουσιαστικά, τα μαρξιστικά αριστερά εργατικά κόμματα δρούσαν ως οι πλέον ακραιφνείς υποστηρικτές της συνολικής οικονομικής και πολιτικής λογικής του Κράτους Πρόνοιας, έχοντας παραπέμψει τη σοσιαλιστική επαναστατική προοπτική στο ιστορικό υπερπέραν, μέσα από μια αλληλουχία υποτιθέμενων σταδίων σοσιαλιστικής μετάβασης. Αντίστοιχα διαμορφώθηκε και ο κοινωνικός ρόλος των μεταπολεμικών σοσιαλιστικών και αριστερών εργατικών συνδικάτων, τα οποία συγχρονιζόμενα με τις αντίστοιχες πολιτικές πρακτικές των σοσιαλδημοκρατικών και παραδοσιακών αριστερών πολιτικών σχηματισμών, αποτελούσαν τα μαζικά κοινωνικά υποστηρίγματα των κρατικών προνοιακών ρυθμίσεων. Άλλωστε, η επιτυχία της αλματώδους καπιταλιστικής «φορντικής» επέκτασης και η σχετική εξασφάλιση συνεχών μισθολογικών αυξήσεων και πλήρους απασχόλησης των δυτικών εργατικών τάξεων, συνεργούσε στην άμβλυνση του όποιου ριζοσπαστικού ταξικού ανταγωνισμού και προσανατολισμού και σε τελική ανάλυση στην εξάντληση της κοινωνικής συνδικαλιστικής δυναμικής στα αστικά κοινοβουλευτικά πλαίσια. Η λειτουργία των κρατικών προνοιακών πολιτικών διασφάλιζε τη λαϊκή συναίνεση και τη δημοκρατική νομιμοποίηση της συνολικής αναπαραγωγής του αστικού οικονομικού συστήματος. Κατ' αυτό τον τρόπο εμπεδώθηκε μια λειτουργική και οργανική σχέση ανάμεσα στον κρατικό προγραμματικό ρυθμιστικό παρεμβατισμό, στην επεκτατική και εντατική καπιταλιστική οικονομική μεγέθυνση, στην απρόσκοπτη λειτουργία των αστικών κοινοβουλευτικών θεσμών και στη διασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης των λαϊκών εργαζομένων τάξεων. Το μεταπολεμικό αυτό μοντέλο κοινωνικής εξέλιξης και αναπαραγωγής, που λειτούργησε χωρίς ισχυρές αμφισβητήσεις και κραδασμούς (με εξαίρεση το νεολαιίστικο - φοιτητικό κίνημα του Σελίδα 2 / 10
τέλους της 10ετίας του 1960, που ωστόσο δεν είχε ευρύτερες εργατικές ριζοσπαστικές αντανακλάσεις), δεν άργησε να διαταραχθεί από την επάνοδο των κυμάτων της οικονομικής ύφεσης που ξέσπασαν στα μέσα της 10ετίας του 1970, επαναφέροντας, κατά έναν τρόπο ποιοτικά αντίστοιχο, τις καταστάσεις που γνώρισε ο καπιταλιστικός κόσμος στην περίοδο του Μεσοπολέμου, με διαφορετικές προφανώς μορφές. Μέχρις αυτό το χρονικό σημείο το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα κατόρθωνε να λειτουργεί απρόσκοπτα, χωρίς μαζικούς και αποτελεσματικούς κλονισμούς, εξ αιτίας κυρίως της κοινωνικής νομιμοποίησης που του παρείχε η ανάπτυξη και υλοποίηση των κρατικών προνοιακών θεσμών, οι οποίοι στηρίζονταν στην εντατική καπιταλιστική ανάπτυξη, από την οποία τροφοδοτούνταν, αλλά και την οποία τροφοδοτούσαν με την αυξημένη ζήτηση μαζικών προϊόντων κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, στις τρεις μεταπολεμικές 10ετίες, η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία λειτούργησε αρμονικά χάρις στην ταχεία οικονομική μεγέθυνση, που τροφοδότησε δια μέσου του κρατικού παρεμβατισμού στη σφαίρα της διανομής, την ανάπτυξη του Κράτους Πρόνοιας (ποσοστά ανεργίας στο 1,5%, πολιτική κοινωνικής στέγασης, δημόσια συστήματα παιδείας και υγειονομικής περίθαλψης, σταθερότητα των εργασιακών σχέσεων, λειτουργία μαζικών συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων και διαπραγματεύσεων, θεσμοί κοινωνικής ασφάλισης και προστασίας, κλπ.). Προκύπτει έτσι ότι όπως η εντατική καπιταλιστική ανάπτυξη στη μεταπολεμική 30ετία είχε σχετικά ιστορικά χαρακτηριστικά, έτσι και οι θεσμοί της κρατικής κοινωνικής πολιτικής, όπως και ο τρόπος λειτουργίας των αστικών κοινοβουλευτικών και νομιμοποιητικών διαδικασιών, προσέλαβαν χαρακτηριστικά ιστορικής σχετικότητας. Σε τελική ανάλυση, το προσδιοριστικό στοιχείο του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, όπως και της κοινωνικής συναίνεσης σε αντιστοιχία με τη θεσμοθέτηση του Κράτους Πρόνοιας, δεν υπήρξε άλλο από τις πολιτικές και κοινωνικές αναγκαιότητες της συγκεκριμένης περιόδου ανάπτυξης της μεταπολεμικής καπιταλιστικής οικονομίας. Κατά συνέπεια, οι ίδιες οι εξελίξεις, αναγκαιότητες και μετασχηματισμοί, η ίδια η κρίση του μοντέλου καπιταλιστικής οικονομικής μεγέθυνσης που αναδείχθηκε στα μέσα της 10ετίας του 1970 (κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, κατακόρυφη άνοδος των τιμών των πετροχημικών προϊόντων, οξύτατος ενδοϊμπεριαλιστικός οικονομικός ανταγωνισμός και νομισματικός πόλεμος κλπ.), προσδιόρισαν σε τελική ανάλυση και τις κατευθύνσεις του κρατικού ρυθμιστικού παρεμβατισμού στην επόμενη μέχρι σήμερα 20ετία, της αντίστοιχης λειτουργίας και κρίσης των θεσμών του Κράτους Πρόνοιας, τους τρόπους και τις μορφές λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού.... και η σημερινή κρίση του Η κρίση λοιπόν υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου που εκδηλώθηκε στο σύνολο των δυτικών καπιταλιστικών οικονομιών, στα μέσα της 10ετίας του 1970 (και στην ελληνική πραγματικότητα με τη σχετική καθυστέρηση στις αρχές της 10ετίας του 1980), καθώς και τα εγχειρήματα υπέρβασής της προς όφελος του κεφαλαίου, βρίσκεται στην αφετηρία των κατοπινών και μέχρι σήμερα αμφισβητήσεων του κοινωνικού χαρακτήρα των κρατικών προνοιακών πολιτικών, όπως και των διαφαινομένων συνακόλουθων μετασχηματισμών της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού όπως εκφράστηκε στην κυβερνητική διαχείριση βασικών ευρωπαϊκών κρατών (λ.χ. θατσερισμός στην Αγγλία, πολιτική νεοσυντηρητισμού στην αρχή της 10ετίας του 1990 στην Ελλάδα κλπ.) σ' αυτές τις αναγκαιότητες της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου ήρθε ν' ανταποκριθεί και δεν αποτελεί κανενός είδους πολιτική ιδιοτυπία των συντηρητικών πολιτικών κομμάτων. Βέβαια, σε άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και ιδιαίτερα στα μέσα της τρέχουσας 10ετίας του 1990, η σχετική λαϊκή αντίδραση στις θεραπείες σοκ του φιλελευθερισμού, ανέδειξε στην κυβερνητική εξουσία σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις (όπως ιδιαίτερα στον ευρωπαϊκό νότο), οι οποίες ωστόσο, αν και με ηπιότερο τρόπο, οδήγησαν σε τελική ανάλυση σε αντίστοιχα αποτελέσματα μ' εκείνα των νεοφιλελεύθερων διακυβερνήσεων (αδυναμία συγκράτησης της αλματώδους αύξησης της ανεργίας, που σε ορισμένες χώρες τείνει να προσεγγίσει τα επίπεδα της μεσοπολεμικής ύφεσης, σταδιακά κύματα ιδιωτικοποιήσεων και Σελίδα 3 / 10
αποκρατικοποιήσεων επιχειρήσεων χαμηλής διεθνούς ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας, συρρίκνωση των κρατικών κοινωνικών δαπανών, σταδιακή αποψίλωση των θεσμών της κοινωνικής ασφάλισης, έναρξη της απορύθμισης της αγοράς εργασίας κλπ.). Το αποτέλεσμα στο επίπεδο της κυβερνητικής διαχείρισης είναι η σύγχρονη αντικειμενική πλέον σύγκλιση των δύο κυρίαρχων πολιτικών κοινοβουλευτικών πόλων (νεοφιλελεύθερου-συντηρητικού και σοσιαλδημοκρατικού) σε κοινές παραμέτρους φιλελεύθερης κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής. Αυτό το γεγονός, εκτός των άλλων, έχει καίριες συνέπειες στην ίδια τη λειτουργία του δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού συστήματος, στα πλαίσια του οποίου οι διαφοροποιήσεις και αντιπαραθέσεις διεξάγονται πλέον στο επίπεδο της αποτελεσματικότητας και των μορφών διαχείρισης, στο πλαίσιο όμως ενός κοινά αποδεκτού σώματος μέτρων αντιπληθωριστικής συγκράτησης, δημοσιονομικής περιστολής, ενίσχυσης της ανασυγκρότησης του κεφαλαίου και εισοδηματικής συρρίκνωσης της μισθωτής εργασίας. Δεν πρόκειται βέβαια για άγνοια ή απουσία ιστορικής συνείδησης για την καθοριστική και καίρια σημασία της κεϋνσιανής οικονομικής πολιτικής, και για τις δυνατότητες σύγχρονης εφαρμογής της: πρόκειται για τη σαφή αστική επίγνωση ότι η εφαρμογή μιας τέτοιας κεϋνσιανής μακροοικονομικής και κοινωνικής πολιτικής είναι ασύμβατη με την αντιμετώπιση των αναγκών αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και ανταπόκρισης στο διεθνοποιημένο ανταγωνισμό. Εντούτοις, υπάρχει εξίσου επίγνωση στα αστικά επιχειρηματικά και κυβερνητικά κέντρα ότι η αδυναμία εφαρμογής του οικονομικού κεϋνσιανισμού στερεί το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης από την αναγκαία κοινωνική συναίνεση, γεγονός που μακροπρόθεσμα επιδρά υπονομευτικά για την ίδια την πολιτική νομιμοποίηση της οικονομικής διαχείρισης. Μπορούμε λοιπόν να διατυπώσουμε ένα πρώτο συμπέρασμα: η εξάντληση του μοντέλου της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης (υψηλοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης, επέκταση της μαζικής κατανάλωσης, κοινωνική συναίνεση στην αστική δημοκρατική διαχείριση, πλήρης απασχόληση, λειτουργία των θεσμών του Κράτους Πρόνοιας) μέσα από την κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, δρομολόγησε τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές αντιμετώπισής της από τα μέσα της 10ετίας του 1980 και μέχρι σήμερα, καθώς συνεχίζονται τα εγχειρήματα της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου σε εθνική και διεθνική κλίμακα. Οι κρατικές αυτές πολιτικές, υπαγορεύονται από τις κυρίαρχες προτεραιότητες αντιμετώπισης της πτωτικής πορείας της επιχειρηματικής κερδοφορίας, της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς τους στο πεδίο της διεθνοποιημένης αγοράς, της ανασυγκρότησης και μετασχηματισμού ολόκληρων βιομηχανικών τομέων, της εφαρμογής των νέων τεχνολογιών, της διαμόρφωσης αντίστοιχων δημοσιονομικών όρων (μείωση πληθωρισμού-ελλειμμάτων, σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες). Όλες αυτές οι φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές (είτε εκπορεύονται από τα συντηρητικά κόμματα, είτε από τους σοσιαλδημοκρατικούς σχηματισμούς) έχουν για κοινό τους παρονομαστή τη μείωση του κόστους της εργασιακής δύναμης, τη συρρίκνωση της εργατικής απασχόλησης, την απορύθμιση των κλασικών κανόνων της αγοράς εργασίας, τον κλονισμό των ιστορικών συνδικαλιστικών ελευθεριών, την αποδόμηση και ιδιωτικοποίηση βασικών πλευρών του Κράτους Πρόνοιας. Σε κάθε περίπτωση οι κυβερνητικές και υπερεθνικές πολιτικές αδυνατούν διακηρυγμένα να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη παράταση των υψηλών ποσοστών ανεργίας, ενώ στην καλύτερη των περιπτώσεων (όπως λ.χ. ο προγραμματισμός της αριστερής γαλλικής διακυβέρνησης μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του Ιούνιου 1997) κάνουν λόγο για τη δημιουργία (ουσιαστικά με τεχνητούς δημοσιονομικούς όρους κι όχι με όρους πραγματικής οικονομικής μεγέθυνσης) λίγων εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, πράγμα που επιφέρει απλά συγκράτηση των ποσοστών ανεργίας κι όχι μείωσή της. Παράλληλα, στο επίπεδο των μέτρων ελαστικοποίησης της εργασίας και απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων, κανένας κλασικός θεσμός του παραδοσιακού εργατικού δίκαιου δεν εμφανίζεται να μένει στο απυρόβλητο. Άλλωστε, η καθολική αποδιάρθρωση των προνοιακών εργασιακών σχέσεων και θεσμών στα καθεστώτα της ιδιωτικής καπιταλιστικής οικονομίας της Ανατολικής Ευρώπης, σ' αυτή την κατεύθυνση ασκούν ασφυκτικές πιέσεις. Σελίδα 4 / 10
Τέλος, η γενικευμένη εφαρμογή δρακόντειων κρατικών δημοσιονομικών πολιτικών που έχουν στο επίκεντρό τους αποκλειστικά τη δραστική συγκράτηση του πληθωρισμού, τη συγκράτηση των δημόσιων ελλειμμάτων κλπ., καταφέρουν καθοριστικά πλήγματα σ' ολόκληρο το πλέγμα των θεσμών κοινωνικής πρόνοιας. Τα όρια συνταξιοδότησης των ασφαλιστικών συστημάτων προσαυξάνονται, οι εργατικές ασφαλιστικές εισφορές διογκώνονται, η ιδιωτική ασφαλιστική αγορά αναδεικνύεται σε προσοδοφόρο τομέα των καπιταλιστικών υπηρεσιών, τα συστήματα παροχής δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης υφίστανται τον εναγκαλισμό ολόκληρου του πλέγματος των ιδιωτικών φορέων νοσηλευτικής περίθαλψης, τα ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια ανταγωνιστικής λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς γίνονται κυρίαρχα στις κοινωφελείς επιχειρήσεις (συγκοινωνιών, ενέργειας, επικοινωνιών), τα προγράμματα επαγγελματικής επιχειρηματικής κατάρτισης του εργατικού δυναμικού τείνουν να επιβληθούν σ' ένα σημαντικό τμήμα του παραδοσιακού δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος, ιδιαίτερα στο πεδίο της εκπαίδευσης που διαμεσολαβεί την άμεση ένταξη στην επαγγελματική απασχόληση. Με δυο λόγια, η ίδια η λειτουργία και οι ανάγκες αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας στις δύο τελευταίες 10ετίες του 20ου αιώνα, απαιτούν και επιβάλλουν την αποδιάρθρωση του Κράτους Πρόνοιας (μια διαδικασία που διαπλώνεται σ' έναν διευρυμένο χρονικό ορίζοντα αφού οι πολιτικές των θεραπειών σοκ έχουν τεθεί στο περιθώριο). Κατά ανάλογο τρόπο που οι ίδιες ανάγκες μια 50ετία προηγούμενα είχαν αναδείξει την κεϋνσιανή πολιτική σαν όρο και προϋπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης των δυτικών οικονομιών. Κατά συνέπεια, και η σημερινή κρίση του Κράτους Πρόνοιας, όπως και η συνακόλουθη έρπουσα κρίση αντιπροσωπευτικότητας και νομιμοποίησης του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, δεν μπορούν να αναλύονται, να αντιμετωπίζονται και πολύ περισσότερο να ξεπερνιούνται παρά σε οργανική συνάρτηση με την ίδια τη λειτουργία και τους όρους αναπαραγωγής του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος, των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, και παρ' όλη τη ριζική διαφοροποίηση του ιστορικού τοπίου και συνθηκών, οι ποιοτικές αναλογίες της σημερινής αυτής κρίσης (αναπαραγωγής του κεφαλαίου, Κράτους Πρόνοιας και κοινωνικής συναίνεσης) με την 20ετία του Μεσοπολέμου είναι εμφανείς, κυρίως στην προοπτική της εξέλιξης της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας μέχρι την αρχή της πρώτης 10ετίας του 21ου αιώνα: Οξυμένη και παρατεταμένη ανεργία. - Αποτυχία των κυβερνητικών πολιτικών να επιτύχουν ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης που να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα τα κοινωνικά προβλήματα. - Αποδιάρθρωση των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των πολιτικών σχηματισμών των εργαζομένων τάξεων. - Αποστασιοποίηση και ατομικοποίηση ευρύτατων στρωμάτων της εργατικής τάξης από τις πολιτικές, συνδικαλιστικές και κοινωνικές δραστηριότητες. - Συνακόλουθος κυρίαρχος ρόλος των ΜΜΕ που έρχονται να καλύψουν αυτό το κενό της αποδιάρθρωσης των πολιτικών και κοινωνικών συλλογικοτήτων κλπ. Στο μέτρο έτσι που το δυτικό αστικό κοινοβουλευτικό δημοκρατικό σύστημα (ευρωπαϊκό, αμερικανικό, ιαπωνικό) θεμελιώθηκε μεταπολεμικά και λειτούργησε αποτελεσματικά σε συνάρτηση με την εξάπλωση του Κράτους Πρόνοιας και την εντατική καπιταλιστική ανάπτυξη (κράτος ευημερίας), πάνω στο έδαφος μιας ευρείας κοινωνικής συναίνεσης της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης των καπιταλιστικών κοινωνιών, στον ίδιο βαθμό και η σύγχρονη αμφισβήτηση και αποδιάρθρωση των θεσμών της κοινωνικής πολιτικής (μαζική ανεργία, ιδιωτικοποίηση της συλλογικής κατανάλωσης) είναι επόμενο να επιφέρει μορφές διάρρηξης της κοινωνικής συναίνεσης. Αυτό το γεγονός με τη σειρά του δεν μπορεί παρά να προκαλεί αναπότρεπτα μορφές κρίσης της αστικής δημοκρατικής νομιμοποίησης του αστικού κοινωνικού καθεστώτος και των κυρίαρχων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Βέβαια πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία σ' αυτές τις δύο τελευταίες 10ετίες του 20ου αιώνα που βρίσκεται σε εξέλιξη και που δεν έχει παράγει ακόμη το σύνολο των αποτελεσμάτων της στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό πεδίο. Ωστόσο, η επισήμανση των κυρίαρχων τάσεων εξέλιξης που αναδεικνύει η σημερινή περίοδος και η σύγχρονη συγκυρία είναι περισσότερο από αναγκαία, τόσο για την κατανόηση των εξελίξεων που λαμβάνουν χώρα, όσο και για τη δυνητική ανάπτυξη των πολιτικών και κοινωνικών παρεμβάσεων για την τροποποίηση και το μετασχηματισμό της πορείας τους. Σελίδα 5 / 10
Η έρπουσα κρίση αντιπροσώπευσης Ο κλονισμός της κοινωνικής συναίνεσης που προέρχεται από την επιχειρούμενη και εξελισσόμενη αποδιάρθρωση του Κράτους Πρόνοιας δεν έχει προσλάβει ακόμη τις πλήρεις του διαστάσεις στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες. Κι αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένες καπιταλιστικές χώρες (λ.χ. Μ. Βρετανία, ΗΠΑ) εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια να έχουν επιτύχει στοιχειακά μια ορισμένη μείωση της ανεργίας και σχετική ανάκαμψη των δεικτών οικονομικής μεγέθυνσης. Κυρίως, η απουσία πλήρους εκδήλωσης των συνεπειών του κλονισμού της κοινωνικής συναίνεσης στον ευρωπαϊκό και δυτικό γενικότερα πολιτικό κόσμο, οφείλεται στο γεγονός ότι η αποδιάρθρωση των κρατικών προνοιακών πολιτικών, η απορύθμιση της αγοράς εργασίας, η επέκταση της μαζικής ανεργίας, πραγματοποιούνται σταδιακά, με χρονική κλιμάκωση, ενώ παράλληλα, βασικές καταστρεπτικές κοινωνικές συνέπειες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης αποτελούν ακόμη πεδία άσκησης στοιχειωδών κοινωνικών πολιτικών άμβλυνσης των συνεπειών της ανεργίας, της ανέχειας κλπ. Παρ' όλα αυτά, η εφαρμογή τέτοιων πολιτικών άμβλυνσης των ολέθριων συνεπειών της αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου και της περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, ούτε συνιστά εγχείρημα αναζωογόνησης ή διατήρησης των θεσμών του Κράτους Πρόνοιας, ούτε πολύ περισσότερο μπορεί να συγκρατήσει επί μακρόν την εκδήλωση του κλονισμού της κοινωνικής συναίνεσης των εργαζομένων τάξεων. Από την άλλη πλευρά, ο κλονισμός της κοινωνικής συναίνεσης που προκαλείται από την αποδιάρθρωση του Κράτους Πρόνοιας εμποδίζεται να παράγει άμεσα αποτελέσματα στο πολιτικό επίπεδο από ένα ολόκληρο φάσμα παραγόντων, σημαντικότεροι μεταξύ των οποίων είναι: Το γεγονός ότι η μαζική ανεργία αναιρεί μεν τους όρους του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου της πλήρους απασχόλησης, ωστόσο όμως η ίδια, με το μέγεθός της και την παρατεινόμενη διάρκειά της, επιδρά παραλυτικά στο επίπεδο οργάνωσης και κοινωνικής δραστηριοποίησης των συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης. Εξίσου η πολυδιάσπαση και ο κατατεμαχισμός των ιδιαίτερων εργασιακών καθεστώτων μέσα στην εργατική τάξη, όπως η υποχώρηση των παραδοσιακών βιομηχανικών συγκεντροποιήσεων, η ανάπτυξη ευέλικτων μορφών εργασιακής οργάνωσης του τομέα των υπηρεσιών, η διαφοροποίηση ανάμεσα στο καθεστώς «εργασιακής ασφάλειας» των εργαζομένων στις κοινωφελείς και δημόσιες υπηρεσίες και της εργατικής τάξης της ιδιωτικής καπιταλιστικής παραγωγής, οι νέες μορφές απασχόλησης (που χαρακτηρίζονται από την προσωρινότητα και την ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας), κλπ. Όλα αυτά τα φαινόμενα εντείνουν τον κατακερματισμό του κόσμου της μισθωτής εργασίας, καθιστούν δυσχερέστατη την ενοποίησή του σε ενιαίους πολιτικούς και κοινωνικούς στόχους, κι έτσι εμποδίζουν την αποτελεσματική του παρέμβαση, για τη θετική έκφραση της κρίσης κοινωνικής συναίνεσης. Παράλληλα, η αποψίλωση των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και των παραδοσιακών αριστερών σχηματισμών (σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών), που επήλθε από την ιστορική τους αδυναμία να διαμορφώσουν αποτελεσματικά και συγκεκριμένα μορφές άμυνας και εναλλακτικής πολιτικής διαχείρισης στα φαινόμενα της προϊούσας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, έχουν θρυμματίσει τον αναγκαίο εκείνο συλλογικό διαμεσολαβητικό ιστό για την ανάδειξη των όποιων κοινωνικών διαθεσιμοτήτων και στάσεων. Ωστόσο, παρ' όλα αυτά, η κοινωνική συναίνεση που είχε αποτελέσει ένα από τα τρία δομικά βάθρα της μεταπολεμικής κοινωνικής εξέλιξης (εντατική καπιταλιστική μεγέθυνση, θεσμοί κρατικής πρόνοιας, αστική δημοκρατική διαχείριση και κρατικός παρεμβατισμός) έχει καίρια πληγεί από τη σταδιακή αποδόμηση του Κράτους Πρόνοιας. Φυσικό είναι λοιπόν να προκαλούνται σημαντικές συνέπειες στο ίδιο το επίπεδο της αστικής κοινοβουλευτικής και κρατικής οργάνωσης, το μέγεθος των οποίων γίνεται όλο και περισσότερο έντονο και εμφανές. Βέβαια σε καμία περίπτωση, τουλάχιστον σ' ό,τι αφορά τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, δεν έχει καταγραφεί η προσφυγή σε εξωθεσμικούς - κατασταλτικούς μηχανισμούς για την εξασφάλιση της εφαρμογής της φιλελεύθερης πολιτικής (επίλυση της κρίσης κεφαλαιακής συσσώρευσης ριζικά σε βάρος των εργαζομένων). Οι κρατικοί και υπερεθνικοί μηχανισμοί καταστολής μπορεί να ενισχύονται και να αναβαθμίζονται πράγματι, εντούτοις όμως πέρα από επιμέρους ειδικές τους παρεμβάσεις και δράσεις, δεν Σελίδα 6 / 10
απαιτήθηκε η γενικευμένη αυταρχική τους χρησιμοποίηση για την επιβολή αυταρχικών μεθοδεύσεων εφαρμογής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και του αποδεκατισμού των θεσμών του Κράτους Πρόνοιας. Το κύριο ζήτημα κρίσης εκπροσώπησης και αναντιστοιχίας κοινωνικής συναίνεσης - πολιτικοεκλογικής νομιμοποίησης εμφανίζεται να αφορά τους σοσιαλδημοκρατικούς σχηματισμούς, είτε παραδοσιακούς (λ.χ. Εργατικό Κόμμα Βρετανίας, γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα) είτε νεότευκτους (που προήλθαν από μετασχηματισμούς του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος όπως του ιταλικού ΔΚΑ και του ελληνικού ΣΥΝ). Πραγματικά, η σταδιακή προσχώρηση των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων στις κατευθύνσεις του φιλελευθερισμού, αν και με διαφοροποιημένο τρόπο από τις θεραπείες σοκ των συντηρητικών κομμάτων, όπως του ισπανικού, ελληνικού, βρετανικού κλπ. σοσιαλιστικών κομμάτων, είναι αυτή που κυριολεκτικά εκφράζει την αντίφαση και αναντιστοιχία μεταξύ απουσίας κοινωνικής συναίνεσης από τη μια μεριά και πολιτικής εκπροσώπησης των μισθωτών εργαζομένων από την άλλη. Κι αυτό γιατί η πλειοψηφική εργατική, συνδικαλιστική και εκλογική εμβέλεια αυτών των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών σχηματισμών, όπως και το γεγονός ότι ιστορικά χαρακτηρίστηκαν ακριβώς από τις αντιλήψεις και τις πρακτικές του Κράτους Πρόνοιας, έρχονται να διαταραχθούν καίρια από την εφαρμογή κυβερνητικών πολιτικών που ελάχιστα αφίστανται από εκείνες των συντηρητικών παρατάξεων (π.χ. ενδεικτική η ομοφωνία στις διασκέψεις κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Βέβαια, αυτή η αναντιστοιχία δεν έχει μηχανιστικά χαρακτηριστικά, και δεν οδηγεί ευθέως και άμεσα ο κλονισμός της πρώτης (της κοινωνικής συναίνεσης) στην αναίρεση της δεύτερης (της πολιτικής εκπροσώπησης). Ενδιάμεσα μεσολαβεί ένα ολόκληρο σύνολο ιστορικών, κοινωνικών και ιδεολογικών παραμέτρων (δεσμοί εκπροσώπησης των εργαζομένων τάξεων με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία), που προσδιορίζουν και τους όρους των σχέσεων ανάμεσα σ' αυτά τα δύο φαινόμενα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στη σημερινή περίοδο, και με τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, ουσιαστικά οι μοναδικοί πολιτικοί σχηματισμοί που έχουν απομείνει να υπερασπίζονται την ακραιφνή διατήρηση των θεσμών του Κράτους Πρόνοιας, δεν είναι άλλοι από τα παραδοσιακά κομμουνιστικά και αριστερά κόμματα, και μάλιστα με μια πολιτική στρατηγική ως επί το πλείστον εμμονής στον κλασικό κεϋνσιανισμό (τόνωση της ζήτησης, άμβλυνση της αντιπληθωριστικής πολιτικής, διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων για την αύξηση των επενδύσεων και την αναθέρμανση της οικονομίας και της απασχόλησης). Μιας πολιτικής δηλαδή που συνεχίζει να τοποθετείται στο πεδίο της διανομής, ενώ το ζήτημα της διατήρησης και αναβάθμισης της κρατικής κοινωνικής πολιτικής απαιτεί πλέον παρεμβάσεις στο ίδιο το επίπεδο της δομής και λειτουργίας των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση η αποδόμηση των κρατικών προνοιακών θεσμών που προκαλεί η κρίση υπερυσσώρευσης του κεφαλαίου και οι πολιτικές για την υπέρβασή της, επέρχεται διαφοροποίηση και του ίδιου του αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού και της δημοκρατικής νομιμοποίησης σε πολλαπλά επίπεδα. Η εξασθένιση της κοινωνικής νομιμοποίησης της αστικής κρατικής πολιτικής προσλαμβάνει ποικίλες μορφές μεταξύ των οποίων οι κυριότερες εντοπίζονται στα ακόλουθα επίπεδα: Πρώτα απ' όλα, σε σημαντικές περιπτώσεις δυτικών χωρών και στο έδαφος της αλματώδους ανάπτυξης της ανεργίας, βρίσκουν πεδίο ανάπτυξης νεοφασιστικού τύπου πολιτικά κινήματα, τα οποία καταγράφουν διψήφια ποσοστά εκλογικής απήχησης, όπως στην περίπτωση της γαλλικής, αυστριακής και ιταλικής κοινωνίας (ρατσιστικά, ακραία συντηρητικά, εθνικιστικά). Μάλιστα, σε αντίθεση με την παραδοσιακή κοινωνική έδραση αυτών των κινημάτων σε μερίδες των μικροαστικών τάξεων, στη σημερινή περίοδο διαπλώνουν την επιρροή τους σε στρώματα της παραδοσιακής εργατικής τάξης που πλήττονται από την ανεργία και την υποβάθμιση. Ακριβώς όπως είχε συμβεί και με τα αντίστοιχα φασιστικά κινήματα του μεσοπολέμου. Το πολιτικό αυτό φαινόμενο συνιστά ευθέως κλονισμό του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού με απροσδιόριστες μελλοντικές συνέπειες, αν συνδυασθεί μάλιστα με την ισχυροποίηση των εθνικιστικών κινημάτων, που αναδείχθηκαν σε ευρεία κλίμακα στην τρέχουσα 10ετία του 1990 στον ευρωπαϊκό χώρο, δυτικό και ανατολικό. Τα πολιτικά αυτά κινήματα δραστηριοποιούνται και στο πεδίο των δημοκρατικών εκλογικών Σελίδα 7 / 10
διαδικασιών, αναδεικνυόμενα σε υπολογίσιμες πολιτικές δυνάμεις, είτε κατά τρόπο αυτοτελή, είτε επηρεάζοντας και συμπράττοντας με τους πολιτικούς σχηματισμούς της συντηρητικής παράταξης. Συνιστούν έτσι άμεση απειλή για τη λειτουργία των δημοκρατικών κοινοβουλευτικών και λαϊκών ελευθεριών, πολύ περισσότερο που αντλούν τη δυναμική τους από την παροχή «στρεβλών» (εθνικιστικών, ρατσιστικών, αυτονομιστικών) διεξόδων στα αυξανόμενα στρώματα των ανέργων και των περιθωριοποιούμενων και ασκώντας πίεση προς αυταρχικότερες και συντηρητικότερες μορφές διακυβέρνησης. Κατά δεύτερο, η πραγματοποιούμενη σύγκλιση των δύο κυρίαρχων πόλων του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος (συντηρητικού και σοσιαλδημοκρατικού) στο κοινό έδαφος του νεοφιλελευθερισμού, η ανάδειξη κοινών παραμέτρων στην κυβερνητική τους πολιτική, αφυδατώνει καθοριστικά από τη λειτουργία της αστικής κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, το στοιχείο της πολιτικής αντιπαλότητας στο επίπεδο της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής, που ωστόσο είναι δομικό συστατικό της αστικής δημοκρατίας. Η πολιτική αντιπαράθεση δεν αφορά πλέον το περιεχόμενο και τις κατευθύνσεις των κυβερνητικών πολιτικών (λ.χ. ιδιωτικοποιήσεις κοινωφελών δραστηριοτήτων, προτεραιότητα της αντιπληθωριστικής πολιτικής, απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων κ.ά.), αλλά αφορά αποκλειστικά τους ρυθμούς, τις μορφές και την αποτελεσματικότητα παράλληλων και ομοιόμορφων πολιτικών, με κοινές παραμέτρους, που αντλούνται από το οπλοστάσιο του φιλελευθερισμού. Έτσι, στο επίπεδο των λαϊκών εργαζόμενων τάξεων διαμορφώνεται η πολιτική συνείδηση της ταυτότητας των ακολουθούμενων κυβερνητικών πολιτικών (σοσιαλδημοκρατικών ή συντηρητικών), με αποτέλεσμα την προϊούσα «αποστασιοποίηση» από τις συμμετοχικές πολιτικές διαδικασίες σημαντικών μερίδων των εργαζομένων τάξεων, γεγονός που εξασθενεί ακόμα περισσότερο τις νομιμοποιητικές πλευρές του αστικού κοινοβουλευτισμού. Η υποβάθμιση και η υποτονικότητα των πολιτικών εκλογικών αντιπαραθέσεων παίρνει πλέον γενικευμένες διαστάσεις, η αντιπαράθεση διαφορετικών κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών δίνει τη θέση της σε αντιθέσεις κοινών διαχειριστικών πρακτικών. Κατά τρίτο τέλος, εφ' όσον η επίλυση των οξυμένων κοινωνικών προβλημάτων του κόσμου της μισθωτής εργασίας χρονίζει και δεν βρίσκει διεξόδους στο πεδίο των κεντρικών κοινοβουλευτικών αντιπαραθέσεων, έρχεται στην επιφάνεια η κρίση πολιτικής εκπροσώπησης, που σε σημαντικές περιπτώσεις προσλαμβάνει αυτοτελή κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται απ' τη μια πλευρά για την ανάδειξη αυτόνομων συνδικαλιστικών κινημάτων ευρείας κλίμακας, όπως συνέβη στη γαλλική περίπτωση του Νοεμβρίου - Δεκεμβρίου 1995 (με αφορμή την ανεργία και τις ιδιωτικοποιήσεις), που προσδίδουν στην κρίση εκπροσώπησης μια ριζοσπαστική εναλλακτική κοινωνική μορφή, η οποία από την ίδια της τη φύση, και πέρα από τις αντανακλάσεις της στο εσωτερικό του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, εγγράφεται στην προοπτική μιας κοινωνικοποιημένης εργατικής υπέρβασης της ίδιας της αστικής κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης. Από την άλλη πλευρά, οι πολιτικοί εκείνοι σχηματισμοί της Αριστεράς που αποποιούνται την προσχώρηση στην ενιαία νεοφιλελεύθερη πολιτική, και εμμένουν στην προάσπιση της λειτουργίας των θεσμών του Κράτους Πρόνοιας, ουσιαστικά εκτοπίζονται έξω απ' τα πλαίσια του καθεστωτικού κοινοβουλευτικού φάσματος, παρ' όλη τη δημοκρατική πολιτική λειτουργία και εκπροσώπηση λαϊκών εργατικών συμφερόντων, λειτουργώντας εντέλει σε μια αντικειμενική αντικαπιταλιστική οικονομική λογική, η οποία σε τελική ανάλυση, επειδή ακριβώς επιμένει τουλάχιστον στην προάσπιση του παραδοσιακού κεϋνσιανισμού (λ.χ. περίπτωση της ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης), που έχει εξοβελιστεί από τα κέντρα άσκησης της κυβερνητικής και επιχειρηματικής λογικής, τοποθετείται αντικειμενικά στο πεδίο της εργατικής κοινωνικής υπέρβασης του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού. Τα τρία αυτά μείζονα πολιτικά φαινόμενα, δρουν από διαφορετική σκοπιά το καθένα, στην κατεύθυνση της ουσιαστικής αποδυνάμωσης του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, είτε στην προοπτική της υιοθέτησης αυταρχικότερων μορφών διακυβέρνησης, είτε προς τη διάνοιξη δρόμων για την κοινωνικοποιημένη εργατική υπέρβαση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Και πραγματικά αυτή η τελευταία, ιδωμένη στην ιστορική της σχετικότητα κι όχι σε κάποια ιδεαλιστική της διαχρονικότητα, έχει ήδη τεθεί σε μείζονα Σελίδα 8 / 10
κρίση, εφ' όσον τα ερείσματα στα οποία εδράζονταν μεταπολεμικά έχουν μετασχηματισθεί ή κλονισθεί ανεπανόρθωτα (εγκατάλειψη του κεϋνσιανισμού στο όνομα του νεοφιλελευθερισμού, κρίση και αποδιάρθρωση του Κράτους Πρόνοιας, αμφισβήτηση της παραδοσιακής κοινωνικής συναίνεσης κλπ.). Άλλωστε, ένα πολιτικό σύστημα οργάνωσης της λαϊκής συναίνεσης και των αντίστοιχων μορφών διακυβέρνησης έχει λειτουργικότητα στο μέτρο της οργανικής του ανταπόκρισης σε ζωτικές οικονομικές κατευθύνσεις και κοινωνικές ανάγκες. Όταν οι κατευθύνσεις και οι στόχοι της οικονομικής πολιτικής στις οποίες ιστορικά αντιστοιχήθηκε, κι όταν οι μορφές και οι διαδικασίες κοινωνικής συναίνεσης στις οποίες συναρμόσθηκε (εντατική οικονομική ανάπτυξη, επέκταση και εδραίωση του Κράτους Πρόνοιας) παύουν να λειτουργούν στην αντικειμενική υλική πραγματικότητα, και μάλιστα οδηγούνται στην ίδια τους την αναίρεση και σε κατευθύνσεις αντιστροφής τους, τότε και το ίδιο αυτό το πολιτικό και πολιτειακό καθεστώς χάνει την ιστορική του λειτουργικότητα και οδηγείται αργά ή γρήγορα, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, στην εξασθένιση και ακύρωσή του, και στην αντικατάστασή του από εναλλακτικές μορφές πολιτικής οργάνωσης, οργανικά κατάλληλες στις νέες πραγματικότητες. Βέβαια, από ορισμένες πλευρές τίθεται ως πολιτική επιδίωξη η αναβίωση των κλασικών παραμέτρων της κεϋνσιανής οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής (συνδικαλιστικά σοσιαλδημοκρατικά κέντρα, παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα κλπ.), με στόχο την αναθέρμανση της ζήτησης ως μηχανισμού κινητοποίησης του παραδοσιακού αναπτυξιακού μηχανισμού κι έτσι σχετικής αύξησης της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού. Η υιοθέτηση μιας τέτοιας ενδεχόμενης οικονομικής πολιτικής είναι προφανές ότι θα επανενεργοποιούσε τους μηχανισμούς του Κράτους Πρόνοιας και θα προσέδιδε ενισχυμένη νομιμοποίηση στην αστική κυβερνητική πολιτική. Ωστόσο, πέρα από περιθωριακά μέτρα μιας τέτοιας επιστροφής στον κεϋνσιανισμό που έχουν περιορισμένο ορίζοντα (λ.χ. στοιχειακές ρυθμίσεις της γαλλικής αριστερής κυβέρνησης για πρόσθετη φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων και σχετική τόνωση της ζήτησης με σχετικές εισοδηματικές αυξήσεις μισθών), η πολιτική αυτή επιχειρηματολογία δεν βρίσκει αποδέκτες στους φυσικούς της πολιτικούς χώρους, δηλαδή στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που είναι εκείνη ακριβώς η οποία έχει εγγράψει σαν στόχους προτεραιότητας της κυβερνητικής της πολιτικής την αυστηρή τήρηση των όρων της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης. Ουσιαστικά, αυτή η οικονομική και πολιτική πρόταση υιοθετείται μόνον από τα παραδοσιακά αριστερά αντιπολιτευτικά κόμματα, τα οποία σε τελική ανάλυση έχουν απομείνει οι τελευταίοι υποστηρικτές του αποδομούμενου Κράτους Πρόνοιας, ενταγμένου σε μια κεϋνσιανή οικονομική πολιτική. Παρ' όλα αυτά μια τέτοια πρόταση, στο μέτρο που θα επετύγχανε να διασφαλίσει την υποστήριξη κυβερνητικών πλειοψηφιών, πράγμα που δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα, ουσιαστικά θα συνιστούσε την απαρχή μιας διαδικασίας αμφισβήτησης του ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού και της ΟΝΕ, και σε τελική ανάλυση θα έθετε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, την ανάδειξη των όρων μιας βαθύτερης αντικαπιταλιστικής πολιτικής, με αναγκαία πλέον τη ριζική παρέμβαση στο ίδιο το επίπεδο των παραγωγικών σχέσεων κι όχι μόνον στο πεδίο της διανομής. Κι αυτό γιατί θα οδηγούσε σε μια ορισμένη διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, στην αποτροπή της ιδιωτικοποίησης των κρατικών υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας και κοινωφελών δραστηριοτήτων, στη σχετική αύξηση του εργατικού κόστους παραγωγής και στον περιορισμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας, σε νομισματικές υποτιμήσεις και συναλλαγματικές αστάθειες, στην αναζωπύρωση του παρεμβατικού - ρυθμιστικού ρόλου του κρατικού μηχανισμού, κλπ. Όσο κι αν αυτά τα μέτρα αποκατάστασης του παραδοσιακού Κράτους Πρόνοιας στο κοινωνικό επίπεδο συνιστούν αναπαραγωγή της μεταπολεμικής σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής, στις σημερινές συνθήκες παρουσιάζονται σαν είδος «επαναστατικής πολιτικής» και ανοίγουν το δρόμο για μια εργατική στρατηγική με αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Και πραγματικά εφ' όσον αυτά προωθούνταν σε αντίθεση με τις σύγχρονες πολιτικές γενικευμένης ιδιωτικοποίησης, απορύθμισης της αγοράς εργασίας, οξυμένου διεθνούς ανταγωνισμού και δρακόντειας δημοσιονομικής πολιτικής, θα έθεταν σε ριζική αμφισβήτηση όχι μόνον την πραγματοποίηση της ΟΝΕ και των υπερεθνικών ολοκληρώσεων, αλλά θα αμφισβητούσαν και τις ίδιες τις διαδικασίες οικονομικής αναδιάρθρωσης των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών οικονομιών, πράγμα που θα συνιστούσε μια βαθιά ριζοσπαστική τομή στη Σελίδα 9 / 10
σημερινή συγκυρία, και που στο πολιτικό επίπεδο θα προϋπέθετε την ανατροπή των φιλελεύθερων (σοσιαλδημοκρατικών και συντηρητικών) διακυβερνήσεων και των κοινωνικών συσχετισμών που τις στηρίζουν. Κατά συνέπεια, οι διαγραφόμενες τάσεις στο επίπεδο της πολιτικής αντιπροσωπευτικής οργάνωσης, της καπιταλιστικής οικονομικής αναδιάρθρωσης και των όρων της κοινωνικής συναίνεσης, οδηγούν αντικειμενικά στη διαμόρφωση δύο δυνητικών εναλλακτικών κατευθύνσεων εξέλιξης, που ουσιαστικά ξαναθέτουν, στο τέλος του 20ου αιώνα, κατά τρόπο ποιοτικά αντίστοιχο, τις εναλλακτικές λύσεις που είχαν αναδειχθεί στις δυτικές οικονομίες και δημοκρατίες στο τέλος της μεσοπολεμικής περιόδου: Αυτήν του άκρατου αντικοινωνικού χαρακτήρα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, που αποδιαρθρώνοντας το Κράτος Πρόνοιας, διανοίγει τις διόδους προς αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης και ουσιαστικής αναίρεσης θεμελιωδών χαρακτηριστικών του αστικού δημοκρατικού κοινοβουλευτισμού, ενίσχυσης των νεοφασιστικών κινημάτων και των εθνικιστικών αναζωπυρώσεων, αφαίμαξης του κοινωνικού περιεχομένου των αστικών συνταγματικών δικαιωμάτων, όξυνσης των οικονομικών και στρατιωτικών ανταγωνισμών στη διεθνή πολιτική σκηνή και σε τελική ανάλυση ιστορικής ακύρωσης της δημοκρατικής μορφής πολιτικής διακυβέρνησης. Κι εκείνη της ανάδειξης μιας εναλλακτικής μορφής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης, της οποίας οι ιστορικές τάσεις ενυπάρχουν στη σημερινή οικονομική πραγματικότητα, που επιδιώκοντας να προασπίσει τους κρατικούς και κοινωνικούς προνοιακούς θεσμούς όσο και το κοινωνικό αντίκρυσμα των συνταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων των εργαζομένων τάξεων, οδηγείται αντικειμενικά στην αμφισβήτηση του οικονομικού φιλελευθερισμού και τελικά των ίδιων των αστικών παραγωγικών σχέσεων, και προάγει την εναλλακτική λύση μιας κοινωνικοποιημένης εργατικής δημοκρατικής και οικονομικής οργάνωσης, βασισμένης στην καθολική χειραφέτηση των εργαζομένων πολιτών. Σελίδα 10 / 10