Ομιλία «Economist» 11/05/2015 Κυρίες και Κύριοι, Μετά από 6 χρόνια βαθιάς ύφεσης, το 2014, η Ελληνική οικονομία επέστρεψε σε θετικούς ρυθμούς, οι οποίοι μπορούν να ενισχυθούν. Παράλληλα, διαφαίνονται προοπτικές ανάπτυξης της, σε μια νέα πιο εξωστρεφή βάση. Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ετών της κρίσης, τέθηκαν υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι και υλοποιήθηκαν αλλαγές οι οποίες ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, αλλά έπληξαν ανισοβαρώς την απασχόληση και το κοινωνικό κράτος. Μετά την αναμενόμενη συμφωνία ανάμεσα στους εταίρους και την ελληνική κυβέρνηση, οι προσπάθειες στη χώρα θα μετατεθούν στην επιτάχυνση της 1
ανάπτυξης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών και η ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς, θα αποτελέσουν τους άμεσους καταλύτες για την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης. Ενδεικτικά, η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας αύξησε τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 4% το προηγούμενο έτος, ενώ φέτος οι επενδύσεις με τη μείωση του ρίσκου της χώραςαναμένεται να αυξηθούν κατά 5,3%. Ωστόσο, ακρογωνιαίο λίθο για τη γρήγορη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, αποτελεί η εξομάλυνση της πιστωτικής επέκτασης και των συνθηκών ρευστότητας και χρηματοδότησης της αγοράς. Η εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού τομέα, ιδιαίτερα σε χώρες όπως είναι η Ελλάδα, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την αποτελεσματική κατανομή των οικονομικών πόρων. Το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα, κυρίως λόγω των δημοσιονομικών προβλημάτων της χώρας, βρέθηκε 2
αντιμέτωπο τα τελευταία έτη με πολλές, μεγάλες και διευρυνόμενες προκλήσεις. Αυτές είχαν ορατές και δυσμενείς επιπτώσεις στη ρευστότητα, στην αποδοτικότητα, στην αποτελεσματικότητα και στην ποιότητα του χαρτοφυλακίου των Ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Το Ελληνικό τραπεζικό σύστημα όμως, οφείλει και θα καταφέρει να ανταποκριθεί, άμεσα και με επάρκεια, στο ρόλο του να παράσχει την απαραίτητη ρευστότητα στην πραγματική οικονομία, στηρίζοντας τις επιχειρήσεις και την ανάπτυξη. Σήμερα, πέντε χρόνια μετά την έξοδο της χώρας από τις αγορές, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι επαρκώς κεφαλοποιημένο (με τη συμμετοχή δημόσιων αλλά και ιδιωτικών κεφαλαίων) και διαθέτει τη μικρότερη απευθείας έκθεση στο ελληνικό κρατικό χρέος, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες, με τη μεγαλύτερη έκθεση να συγκεντρώνεται στις Γερμανικές και Ιταλικές τράπεζες όπου περισσότερο από το 30% της συνολικής έκθεσης τους, αφορά δημόσιο χρέος. Η μικρότερη εξάρτηση του τραπεζικού 3
συστήματος μας από το ελληνικό χρέος, αφενός δημιουργεί παρακαταθήκη για το μέλλον, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει, σε αυτή τη φάση, τον μερικό ενδεχομένως διαχωρισμό, ανάμεσα στη φερεγγυότητα και αξιολόγηση του τραπεζικού κλάδου και της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, οι περιοριστικές συνθήκες ρευστότητας αποτελούν την αχίλλειο πτέρνα του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Στη χώρας μας, από την αρχή της κρίσης έχουν χαθεί καταθέσεις που ξεπερνούν τα 91 δισ. ευρώ από τα ιστορικά υψηλά, γεγονός που έχει δημιουργήσει ασφυκτικές συνθήκες στη λειτουργία των τραπεζών, αλλά και τη λειτουργία των επιχειρήσεων και ιδιαίτερα των ΜμΕ. Επειδή η επιστροφή των καταθέσεων δεν μπορεί να επανέλθει στα επίπεδα του 2009, τα οποία είχαν επιτευχθεί με την επιπλέον εισροή καταθέσεων λόγω της κρίσης στις ΗΠΑ το 2008 και των τότε φόβων για κατάρρευση της κεντρικής Ευρώπης, θα πρέπει να δημιουργηθεί σύντομα μια νέα αρχιτεκτονική για την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. 4
Αρχιτεκτονική που εν μέρει επιβάλλεται και από τις νέες προτεραιότητες που θέτει το θεσμικό πλαίσιο της Βασιλείας ΙΙΙ. Για το επόμενο διάστημα, χωρίς να υποβαθμίζεται η επιστροφή των καταθέσεων όταν ομαλοποιηθούν οι συνθήκες, δύο θα είναι οι βασικοί πυλώνες που μπορούν τονώσουν τη λειτουργία της εγχώριας αγοράς και τη ρευστότητα. Στον πρώτο πυλώνα, περιλαμβάνονται οι νομισματικές πολιτικές που ασκεί η ΕΚΤ, καθώς και οι πολιτικές δημόσιων επενδυτικών προγραμμάτων. Συγκεκριμένα, ενισχυτικά στη ρευστότητα αναμένεται να λειτουργήσουν τα σημαντικά εργαλεία ποσοτικής χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ (π.χ. στοχευμένες πράξεις μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης), αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη τραπεζικής χρηματοδότησης. 5
Όσον αφορά τα δημόσια επενδυτικά προγράμματα, θετικά αναμένεται να συμβάλλουν, η ταχύτερη αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων, καθώς και η υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων από τους πόρους του ΕΣΠΑ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων. Οι δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, στο σύνολό τους, θα ξεπεράσουν τα 28 δισ. ευρώ μέχρι το 2018, χωρίς να υπολογίζεται το πακέτο Junker, το οποίο θα αποτελέσει επιπλέον σημαντικό εργαλείο άσκησης πολιτικής για την επιχειρηματικότητα και τις νέες επενδύσεις στη χώρα. Η προσφορά πιστώσεων, ιδίως προς τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, μπορεί και πρέπει να υποστηριχθεί επίσης από το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, το νεοϊδρυθέν Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο, καθώς και την Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα που έχει ήδη ανακοινωθεί και η σύσταση της 6
οποίας είναι ιδιαίτερα επίκαιρη. Και αυτό θα γίνει μέσω της συγχρηματοδότησης τραπεζικών δανείων, της παροχής εγγυήσεων για την κάλυψη πιστώσεων που χορηγούν οι τράπεζες, καθώς και κεφαλαίων για τους σκοπούς επενδύσεων και αναδιάρθρωσης. Σε Ευρωπαϊκό, άλλωστε, επίπεδο προχωρούν οι τεχνικές προετοιμασίες, ώστε να υλοποιηθούν οι νέες πρωτοβουλίες για την ενθάρρυνση - μέσω της εγγύησης και τιτλοποίησης τραπεζικών δανείων - της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων μικρού και μεσαίου μεγέθους από τις τράπεζες. Ο δεύτερος πυλώνας, περιλαμβάνει την αποτελεσματικότερη διαχείριση των υφιστάμενων προβληματικών χαρτοφυλακίων του τραπεζικού μας συστήματος κρίσιμη παράμετρος για την εξυγίανση της οικονομίας αλλά και την κοινωνία. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ξεπεράσει σήμερα το ένα τρίτο των συνολικών δανείων. Ωστόσο, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες τράπεζες των περιφερειακών χωρών όπως 7
της Ιταλίας και της Ισπανίας, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαθέτει σήμερα υψηλότερες εξασφαλίσεις (collaterals), γεγονός που δημιουργεί σημαντικά περισσότερες δυνατότητες διαχείρισης. Η εξομάλυνση των συνθηκών δανεισμού της ελληνικής οικονομίας, θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες την εξωστρέφεια, την πρόσβαση τους με καλύτερους όρους, στη διατραπεζική αγορά και κυρίως στις αγορές μακροχρόνιων ομολόγων, όπου στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο κατέχουν κυρίαρχο ρόλο. Η διάρθρωση όμως της ελληνικής τραπεζικής αγοράς πλέον, μετά τις διαδοχικές αναδιαρθρώσεις απόρροια της κρίσης- παρουσιάζει χαρακτηριστικά συγκέντρωσης με το περίπου 95% της αγοράς να κατανέμεται στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Σε αυτό το περιβάλλον, η ανάπτυξη των μη συστημικών τραπεζών, αλλά και η δημιουργία νέων τραπεζών με στόχευση τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αποτελεί αναγκαιότητα για την ελληνική οικονομία. 8
Οι εν λόγω τράπεζες, διεθνώς, είτε ιδιωτικές είτε κρατικές έχουν σαφή θέση σε όλα τα τραπεζικά συστήματα, με προεξέχοντα ρόλο στο τραπεζικό σύστημα των ΗΠΑ, αλλά και στον Ευρωπαϊκό τραπεζικό χάρτη πχ. Landesbanks-Γερμανία ή Cajas Ισπανία, ενώ πληθώρα μελετών έχουν τεκμηριώσει επαρκώς, το σημαντικό ρόλο τους στην ανάπτυξη της οικονομίαςιδίως σε περιφερειακό επίπεδο- που δικαιολογεί το δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη για τη διακριτή εποπτεία τους. Παρά μάλιστα, την αύξηση των συγχωνεύσεων στον τραπεζικό κλάδο διεθνώς τα τελευταία 20 χρόνια, ο αριθμός των μικρομεσαίων τράπεζων εξακολουθεί να είναι σημαντικός, αποδεικνύοντας τη χρησιμότητάς τους. Επιπλέον, οι τράπεζες αυτές, αποτελούν αντιμετωπίσιμο συστημικό κίνδυνο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα κάθε χώρας. Επιπρόσθετα, οι μικρομεσαίες τράπεζες παρότι κατέχουν ένα μικρό μερίδιο των τραπεζικών ισολογισμών, παρέχουν σημαντικές χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, για τις οποίες σε αρκετές περιπτώσεις δεν 9
υπάρχουν υποκατάστατα, σε βασικούς τομείς της οικονομίας. Η εμπειρία του εξωτερικού έχει αποδείξει ότι οι μη συστημικές τράπεζες, μπορούν να τονώσουν την τοπική οικονομική ανάπτυξη και τον ανταγωνισμό. Σε σύγκριση μάλιστα με τις συστημικές μεγάλες τράπεζες, είναι πιο αποτελεσματικές στην προώθηση της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε περιοχές με χαμηλότερη διαθεσιμότητα κεφαλαίων και σοβαρή έλλειψη ρευστότητας, ενώ αποτελούν τους πιο σημαντικούς φορείς χρηματοδότησης σε περιοχές και οικονομικούς κλάδους με περιορισμένη πρόσβαση στις αγορές. Το γεγονός αυτό, είναι πολύ σημαντικό σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου το 85% της ιδιωτικής απασχόλησης βρίσκεται συγκεντρωμένο στον τομέα των ΜμΕ, και περισσότερο από το 50% στις πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 εργαζόμενοι), ενώ η παρατεταμένη ύφεση και η έλλειψη ρευστότητας, έχει πλήξει τις ΜμΕ σε δυσανάλογα μεγαλύτερο βαθμό από τις μεγάλες επιχειρήσεις. 10
Οι μη συστημικές τράπεζες στη χώρα μας, στη νέα εποχή της Ελληνικής Οικονομίας, αποτελούν κρίσιμο και ταυτόχρονα βασικό εργαλείο για την παροχή χρηματοδότησης στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ιδιαίτερα στον πρωτογενή τομέα, στις εξαγωγές, στον εξειδικευμένο τουρισμό, στην τεχνολογία, στην καινοτομία, στα μικρά και μεσαία έργα υποδομών. Σε αυτό το περιβάλλον, η Atticabank, η μόνη ικανού μεγέθους μη συστημική τράπεζα, χωρίς συμμετοχή του ΤΧΣ στο κεφάλαιο της, αυτόνομη, ισχυρή και με τη στήριξη των μετόχων της, θα διαδραματίσει ένα διακριτό ρόλο στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας. Δηλώνει επίσης παρούσα και έτοιμη να συμμετάσχει και να συνδράμει σε όλες τις προσπάθειες που αποσκοπούν στην αύξηση της ρευστότητας και στη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας, με έμφαση στους τομείς της ενέργειας, των υποδομών, των εξαγωγών, του τουρισμού, αλλά κυρίως υποστηρίζοντας τον Έλληνα μικρομεσαίο επιχειρηματία που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. 11