Περίληψη : Η βασιλική του Αγίου Ιωάννη ανεγέρθηκε κατά το α μισό του 6ου αιώνα, στη θέση προγενέστερων μνημείων με την ίδια αφιέρωση. Ήταν μια τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος, αίθριο και προσκείμενα βαπτιστήριο και σκευοφυλάκιο. Υπήρξε σημαντικό προσκυνηματικό κέντρο και έδρα της επισκοπής και κατόπιν της μητρόπολης της βυζαντινής Εφέσου. Η εκκλησία έπαψε να χρησιμοποιείται μετά το 1304, οπότε το Αγιασολούκ προσαρτήθηκε στο εμιράτο του Αϊδινίου. Χρονολόγηση α μισό 6ου αι. Γεωγραφικός Εντοπισμός Αγιασολούκ, ανατολικά της αρχαίας πόλης της Εφέσου, Ιωνία 1. Εισαγωγή Σύμφωνα με τον Ευσέβιο, ο άγιος Ιωάννης της Εφέσου ταυτίζεται με τον ομώνυμο απόστολο και ευαγγελιστή. 1 Σήμερα εντούτοις η ταύτιση αυτή δεν θεωρείται βέβαιη. 2 Η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη είναι μια τρίκλιτη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος, με αίθριο και προσκείμενα βαπτιστήριο και σκευοφυλάκιο. Ανεγέρθηκε στη θέση προγενέστερων μνημείων αφιερωμένων στον άγιο Ιωάννη 3 στη διάρκεια του πρώτου μισού του 6ου αιώνα (πιθανόν σε διάστημα μιας δεκαετίας) και έπαψε να λειτουργεί ως εκκλησία μετά το 1304, όταν το Αγιασολούκ έγινε μέρος του εμιράτου του Αϊδινίου. Μαζί με το επισκοπικό μέγαρο συναποτέλεσαν ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο στο λεγόμενο Αγιασολούκ, 4 ένα γυμνό λόφο με έκταση 900 (Β-Ν) x 300 (Α-Δ) μέτρα, στα ανατολικά της αρχαίας πόλης της Εφέσου. Υπήρξε σημαντικό προσκυνηματικό κέντρο και έδρα της επισκοπής της βυζαντινής Εφέσου. 5 2. Αρχιτεκτονική περιγραφή Το αρχιτεκτονικό συγκρότημα βρίσκεται εντός των τειχών του Αγιασολούκ, στη νότια κλιτύ του λόφου δίπλα στο Αρτεμίσιο και το τζαμί του Isa Βey. Αυτοί οι τοίχοι αρχικά είχαν χτιστεί ως αναλημματικοί κατά την Ιουστινιάνεια περίοδο. 6 Κατά τον 8ο και 13ο αιώνα μετατράπηκαν σε οχύρωση για την αντιμετώπιση των επιδρομών των Αράβων και των Σελτζούκων. Σήμερα από την οχύρωση σώζονται 20 πύργοι και 4 πύλες. Η μεγαλύτερη από αυτές, η λεγόμενη Πύλη των Διωγμών, με ένα τεράστιο πρόπυλο, βρίσκεται στη νότια πλευρά του λόφου. 7 2.1. Τυπολογία 2.1.1. Βασιλική Η βασιλική του Ιουστινιανού χτίστηκε πάνω σε ερείπια πολλών προηγούμενων κτισμάτων. Φάση Ι: O πρώτος χριστιανικός ναός χτίστηκε πάνω σε ένα ρωμαϊκό οικιστικό τετράγωνο. Η αναπαράσταση του κτηρίου είναι αδύνατη, καθώς σώθηκαν μόνο λίγα απομεινάρια του δαπέδου. 8 Μόνο εκδοχές από τον 5ο αιώνα των απόκρυφων Πράξεων του Ιωάννη δίνουν κάποιες ενδείξεις σχετικά με το πρώτο μνημείο. 9 Το κτίσμα βρισκόταν ακριβώς πάνω από ένα σύμπλεγμα δωματίων σκαμμένων απευθείας στο βράχο. Τέσσερα περιφερειακά δωμάτια (I-IV) επικοινωνούσαν με ένα πέμπτο κεντρικό (V). Όλος αυτός ο χώρος ήταν προσιτός μέσω ενός διαδρόμου (VII) και ενός μικρού προθαλάμου. Ο τάφος του Αγίου Ιωάννη θεωρείται ότι βρισκόταν στο δωμάτιο Ι. 10 Φάση ΙΙ: Σε δεύτερη φάση το μνημείο ξαναχτίστηκε σαν ένα σχεδόν τετραγωνo κτίσμα (19,5 x 18,5 μέτρα). 11 Το Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 1/9
χαρακτηριστικό στοιχείο του ήταν τέσσερις πεσσοί σε κάθε γωνία. Τα μεσοδιαστήματα κλείνονταν από τοίχους με θύρες στα βόρεια, δυτικά και νότια. Το εσωτερικό του κτίσματος ήταν περίπου 17 μέτρα ψηλό και καλυπτόταν από σταυροειδή θόλο. Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι υπήρχε κάποια κόγχη ή αψίδα στα ανατολικά. 12 Φάση ΙΙΙ: Σε αυτή τη φάση το μνημείο χτίστηκε από την αρχή ως βασιλική με εγκάρσιο κλίτος και μήκος περίπου 80 μέτρα. Το εγκάρσιο κλίτος εξείχε στη βόρεια και νότια όψη του ναού, δημιουργώντας μια σταυρική κάτοψη. Πρώτη χτίστηκε η δυτική τρίκλιτη κεραία με διπλό νάρθηκα. Η ανατολική κεραία πιθανόν να προοριζόταν αποκλειστικά για τον κλήρο. 13 Μέχρι σήμερα δεν έχει διευκρινιστεί αν η νότια, η ανατολική και η δυτική κεραία χτίστηκαν την ίδια περίοδο. 14 Τα αρκετά διαφορετικά ψηφιδωτά δάπεδα δημιουργούν την υπόνοια ότι οι τρεις αυτές πλευρές προστέθηκαν αργότερα. Ίσως η διαρκώς αυξανόμενη συρροή προσκυνητών απαιτούσε μια κατασκευή βήμα βήμα, η οποία διαφαίνεται και στο γεγονός ότι η βόρεια κεραία δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα (όταν δηλαδή ξεκίνησε η ανοικοδόμηση της τέταρτης φάσης από τον Ιουστινιανό, 527-565). 15 Φάση ΙV: Εξαιτίας της ερειπώδους κατάστασής της η βασιλική της φάσης ΙΙΙ κατεδαφίστηκε εντελώς στη διάρκεια του πρώτου μισού του 6ου αιώνα. Επίσης το γεγονός ότι το μέγεθός της ήταν πια ανεπαρκές για τα πλήθη των προσκυνητών φαίνεται ότι αποτέλεσε έναν επιπλέον λόγο για την πλήρη ανοικοδόμηση του αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. 16 Η νέα τρίκλιτη βασιλική καταλάμβανε έκταση 130 x 70 μ., αν συμπεριλάβει κανείς και το αίθριο και τα προσκτίσματα της βόρειας πλευράς. Το πρεσβυτέριο και η Αγία Τράπεζα παρέμειναν στην αρχική τους θέση, δηλαδή ακριβώς πάνω από τον τάφο του Αγίου Ιωάννη. Ο κυρίως σταυροειδής ναός στεγάστηκε με έξι ογκώδεις και συμπαγείς θόλους, από τους οποίους ο κεντρικός ήταν ψηλότερος από τους υπόλοιπους. Ορισμένοι ερευνητές υποθέτουν ότι συνέβη ουσιαστική τροποποίηση της κάτοψης κατά τη διάρκεια της κατασκευής. 17 Υποτίθεται, σύμφωνα με αυτούς, ότι η βασιλική αρχικά προοριζόταν να έχει σχήμα σταυρού με τέσσερα ισομήκη σκέλη (ελληνικού σταυρού, όπως η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη), 18 αλλά το αρχικό σχέδιο άλλαξε στη διάρκεια των εργασιών. Αυτό το γεγονός ίσως ευθύνεται για μερικές αξιοσημείωτες ασυνέπειες: μόνο δυο από τους θόλους του δυτικού σκέλους ήταν ωοειδείς ενώ οι υπόλοιποι ήταν κυκλικοί. Επιπλέον η διαφορετική τοιχοποιία του δυτικού σκέλους και τα επιθήματα των κιονοκράνων με τα εγχάρακτα μονογράμματα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού και της γυναίκας του Θεοδώρας μοιάζουν να επιβεβαιώνουν αυτή τη θεωρία. Το κυρίως κλίτος (μήκος 93,15 και πλάτος 15,80 μ.), καθώς και το εγκάρσιο κλίτος (μήκος 62,6 μ.) και το ανατολικό σκέλος περιβάλλονταν από δύο πτέρυγες. Οι πτέρυγες στα ανατολικά έδιναν πρόσβαση σε δύο δωμάτια (παστοφόρια). 19 Σε αυτά τα δωμάτια βρίσκονταν οι κλίμακες που οδηγούσαν στο υπερώο του ορόφου των πλευρικών κλιτών. 20 Το σύνθρονο με τον επισκοπικό θρόνο δε βρισκόταν εντός της ανατολικής αψίδας (διαμέτρου 12 μ.) αλλά κοντά στο πρεσβυτέριο, κάτω από τον κεντρικό θόλο. Στην κατασκευή του εδράνου του σύνθρονου εφαρμόστηκε η χρήση ημικυκλικού διαδρόμου (όπως στην Αγία Ειρήνη στην Κωνσταντινούπολη, στον Άγιο Νικόλαο στα Μύρα, στην επισκοπική βασιλική στα Λίμυρα κ.α.). Ένας αεραγωγός κοντά στην Αγία Τράπεζα αποτελούσε άμεση σύνδεση με το θεωρούμενο τάφο του Αγίου Ιωάννη και χρησιμοποιούνταν κάθε χρόνο στις 8 Μαΐου (εορτή του αγίου) για το θαύμα της «αγίας κόνεως». Το «μάννα» (στάχτη) που έβγαινε από τον αεραγωγό συλλεγόταν και μοιραζόταν στους προσκυνητές για τη γιατρειά κάθε ασθένειας. 21 Στα δυτικά του κυρίως ναού προστέθηκαν δύο νάρθηκες, ο εσωτερικός με πλάτος 7,40 μ. και ο εξωτερικός με πλάτος 2,30 μέτρα. Το περίκλειστο αίθριο είχε έκταση 47 x 34 μ. και βρισκόταν πάνω από στέρεες θολωτές κατασκευές, που σκοπό είχαν να δημιουργήσουν ένα ενιαίο επίπεδο πάνω στη σχετικά έντονη κλίση της πλαγιάς. Το αίθριο ανήκε στο λεγόμενο ελληνιστικό τύπο, με στοές πλάτους 4,70 μ. στις τρεις μόνο πλευρές. Οι στοές αυτές 22 ήταν εν μέρει ανοιχτές προσφέροντας θαυμάσια πανοραμική θέα προς το λιμάνι της Εφέσου. 23 2.2. Προσκτίσματα Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 2/9
2.2.1. Βαπτιστήριο Μία μακρόστενη αίθουσα (34 x 4 μ.) οδηγούσε σε ένα μεγάλο στεγασμένο με θόλο βαπτιστήριο (34,4 x 33,5 μ.), το οποίο είχε ανεγερθεί πέρα από το βόρειο κλίτος της βασιλικής. 24 Η κατασκευή ήταν τριμερής και περιλάμβανε πολλά δωμάτια. Το κεντρικό τμήμα το οκταγωνικό θολωτό δωμάτιο βάπτισης με τις οκτώ κόγχες ήταν εγγεγραμμένο σε τετράγωνο δωμάτιο. Το οκτάγωνο με διάμετρο 15,20 μ. στεγαζόταν από ένα μεγάλο, χτισμένο με τούβλα, θόλο διαμέτρου 9 μ., ο οποίος στηριζόταν σε τέσσερις πεσσούς. Καθένας από τους οκτώ τοίχους τονιζόταν με μία κόγχη. Η τοποθετημένη σε βαθύτερο επίπεδο δεξαμενή του κυρίως βαπτιστηρίου (βάθος 0,80 και διάμετρος 1,30 μ.) ήταν προσιτή από δύο κλίμακες με λιγοστές βαθμίδες στα ανατολικά και δυτικά της. Τρεις μικρότερες δεξαμενές βρέθηκαν γύρω από την κεντρική και ίσως χρησίμευαν για βαπτίσεις παιδιών ή για αποθήκευση νερού και λαδιού. 25 Το οκτάγωνο περιβαλλόταν από διάδρομο (πλάτους 2,7-3,5 μέτρα) με 15 κόγχες στους τοίχους, μερικές από τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν για ταφές σε κατοπινή περίοδο. Ανατολικά και δυτικά του διαδρόμου προστέθηκαν δύο μακρόστενα δωμάτια. Τόσο το ανατολικό (19,9 x 5,3 μ.) όσο και το δυτικό δωμάτιο (21,1 x 6,3 μ.) διέθεταν κόγχη και βωμό/τράπεζα στο βόρειο τοίχο τους. Το ανατολικό δωμάτιο φαίνεται πως λειτουργούσε ως σεκρέτο, όπου ο επίσκοπος προήδρευε ως δικαστής, και το δυτικό ίσως σχετιζόταν με τις τελετουργίες της βάπτισης (κατηχητήριο). Το βαπτιστήριο με την ιδιαίτερη κάτοψή του και τη μνημειακή μορφή του εξυπηρετούσε προφανώς τα πλήθη των προσκυνητών που συνέρρεαν στην Έφεσο. 26 2.2.2. Σκευοφυλάκιο Αυτό το κτήριο, έκτασης 11,8 x 14,2 μ., βρίσκεται στα βόρεια του εγκάρσιου κλίτους. 27 Μπορεί να αναπαρασταθεί ως ένα διώροφο κτίσμα στεγασμένο με θόλο διαμέτρου 6,3 μέτρων. Οι προσκείμενες πλευρές σχημάτιζαν σταυρό με τέσσερα δωμάτια στα οποία φυλάσσονταν τα τιμαλφή της εκκλησίας. Νοτίως του περίκεντρου κτηρίου υπήρχε προθάλαμος με αψίδες στον ανατολικό και δυτικό τοίχο. Η αψίδα του ανατολικού τοίχου οδηγούσε σε ένα μικρό παρεκκλήσιο. 2.2.3. Επισκοπικό μέγαρο Μετά τη μεταφορά του επισκοπικού μεγάρου από τη βασιλική της Παναγίας στον Άγιο Θεολόγο κατά τον 7ο αιώνα μ.χ., ο επίσκοπος διέμενε σε ένα άνετο ενδιαίτημα νοτιοανατολικά της βασιλικής. Το κτήριο είχε αρκετούς ορόφους και αυλές. Πιθανολογείται ότι χτίστηκε πάνω σε ένα πρώιμο βυζαντινό αίθριο. 28 3. Ζωγραφικός και γλυπτός διάκοσμος 3.1. Βασιλική Οι κατώτερες ζώνες των τοίχων και των πεσσών ήταν επενδυμένες με μάρμαρο. Τα άνω τμήματα των τοίχων, οι αψίδες και οι θόλοι διακοσμούνταν με νωπογραφίες (στα πλάγια κλίτη) και με ψηφιδωτά από ψηφίδες γυαλιού (στο κεντρικό κλίτος). Το δάπεδο της προϊουστινιάνειας και ιουστινιάνειας βασιλικής ήταν διακοσμημένο με πολύχρωμο ψηφιδωτό (opus tessellatum) με γεωμετρικά μοτίβα. 29 Το Βήμα και η Αγία Τράπεζα ήταν μαρμαροθετημένα. Η αξιόλογη αρχιτεκτονική και λειτουργική διακόσμηση του εσωτερικού πρέπει να συσχετιστεί με τη μακρά περίοδο λειτουργίας του ναού και χρονολογικά ανήκει στα χρόνια μεταξύ 5ου και 13ου αιώνα. Για παράδειγμα, σώζεται μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πλακών, οι οποίες έκλειναν τα μεσοκιόνια διαστήματα στη βασιλική (στα υπερώα των πλευρικών κλιτών) και στις στοές του αιθρίου (εξωτερική πλευρά). 30 Αξιόλογα είναι επίσης ορισμένα θωράκια με ρομβοειδή κοσμήματα από τον περίβολο του πρεσβυτερίου. Επιπλέον σώθηκαν πολυάριθμα τμήματα ενός κιβωρίου, του άμβωνα και της σολέας που τον ένωνε με το πρεσβυτέριο. Τα τυπικά των χρόνων του Ιουστινιανού «ιωνίζοντα» κιονόκρανα στις κιονοστοιχίες, 31 οι κίονες, τα περίθυρα και τα κατώφλια των θυρών φανερώνουν την αποκλειστική χρήση μαρμάρου στο ναό σε όλες τις περιόδους. Τα επιθήματα των Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 3/9
κιονόκρανων είναι χαμηλότερα από τα συνηθισμένα, χωρίς ταινίες, και φέρουν στο μέσο ισοσκελή σταυρό εντός κύκλου. 32 Αρκετά από αυτά τα αρχιτεκτονικά μέλη είναι έργα τεχνητών από την Κωνσταντινούπολη (ιδίως στη δυτική πλευρά της βασιλικής), ενώ με τοπική παραγωγή φαίνεται να ταυτίζονται τα μαρμάρινα μέλη στο ανατολικό μισό της βασιλικής. 3.2. Βαπτιστήριο Τόσο το δάπεδο όσο και οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με μάρμαρο (δύο διαφορετικών χρωμάτων), ενώ ο διάδρομος ήταν στρωμένος με μαρμαροθέτημα (opus sectile). Πολύχρωμο ψηφιδωτό δάπεδο βρέθηκε στο ανατολικό επίμηκες δωμάτιο, καθώς και ίχνη από το ψηφιδωτό με γυάλινες ψηφίδες που διακοσμούσε το θόλο. 3.3. Σκευοφυλάκιο Οι εσωτερικοί τοίχοι διακοσμούνταν με νωπογραφίες. Το μικρό παρεκκλήσιο ήταν αρχικά διακοσμημένο με επένδυση μαρμάρου. Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο η επένδυση αυτή αφαιρέθηκε και αντικαταστάθηκε από νωπογραφίες (Χριστός, Άγιος Ιωάννης και άγνωστος άγιος). 33 4. Κατασκευή Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν είναι τούβλα, αργοί και λαξευμένοι λίθοι, μάρμαρο και πολλά μαρμάρινα spolia από την αρχαία Έφεσο. Οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από καλολαξευμένους λίθους και συχνά περιλάμβαναν ζώνες από τούβλα (opus mixtum). Ειδικά τα κατώτερα τμήματα των πεσσών φανερώνουν μεγάλο αριθμό από μάρμαρα σε δεύτερη χρήση. Η ανατολική πλευρά της βασιλικής καθώς και τα ανώτερα τμήματα όλων των τοίχων, οι αψίδες και οι θόλοι ήταν σχεδόν εξολοκλήρου κατασκευασμένα από τούβλα. Το βαπτιστήριο και το σκευοφυλάκιο χτίστηκαν με μεικτή τεχνική τούβλων και λίθων (opus mixtum), μεταξύ των οποίων παρεμβάλλονται και μικρά μαρμάρινα θραύσματα. Ο κεντρικός θόλος πάνω από τη διασταύρωση των σκελών του ναού υποστηριζόταν από σφαιρικά τρίγωνα. Παρόλο που δεν υπάρχουν ενδείξεις για τύμπανο και παράθυρα στον κεντρικό θόλο, είναι βέβαιο ότι ξεπερνούσε τους υπόλοιπους σε ύψος εξαιτίας της μεγαλύτερης διαμέτρου του (13,50 μέτρα). Οι πλευρικές πτέρυγες και οι στοές καλύπτονταν από αψιδωτή οροφή. Η οροφή του νάρθηκα παριστανόταν παλαιότερα με πέντε μικρούς θόλους, αλλά μία αψιδωτή οροφή είναι μάλλον πιθανότερη (πρβλ. με το νάρθηκα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη). 34 Η στέγη της βασιλικής κατά πάσα πιθανότητα καλυπτόταν από φύλλα μολύβδου. 5. Ιστορία Η φάση Ι θεωρείται ότι ανάγεται στην περίοδο πριν από το Μέγα Κωνσταντίνο. Η φάση ΙΙ μπορεί, εξαιτίας ενός νομίσματος, το οποίο βρέθηκε στο δωμάτιο που ταυτίζεται με τον τάφο του Αγίου Ιωάννη, να χρονολογηθεί στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου. 35 Η βασιλική της φάσης ΙΙΙ χρονολογείται με βάση τον αρχιτεκτονικό διάκοσμο και τα ψηφιδωτά στην περίοδο μεταξύ 390 και 420 μ.χ. 36 Η ανοικοδόμηση της βασιλικής της φάσης ΙV αποδίδεται από τον Προκόπιο στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. 37 Ορισμένα αρχαιολογικά ευρήματα ωστόσο υποδεικνύουν ότι ήδη ο Ιουστίνος Α (518-527) είχε ξεκινήσει την ανοικοδόμηση του νέου αρχιτεκτονικού συγκροτήματος. 38 Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά τεκμήρια, το βαπτιστήριο φαίνεται να είναι παλαιότερο της φάσης ΙV αλλά νεότερο της φάσης ΙΙΙ της βασιλικής και έχει προταθεί η χρονολόγησή του στα χρόνια του αυτοκράτορα Αρκαδίου. 39 Το σκευοφυλάκιο πιθανολογείται πως χτίστηκε στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 7ου αιώνα. Κατά το 10ο ή τον 11ο αιώνα τμήμα του μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο. 40 Τέλος όσον αφορά το επισκοπικό μέγαρο μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να τοποθετηθεί στη Μέση Βυζαντινή περίοδο ελλείψει ακριβέστερων αρχαιολογικών δεδομένων. Οι πατέρες της Γ Οικουμενικής Συνόδου (431) συγκεντρώθηκαν στη βασιλική (που αντιστοιχεί στη φάση ΙΙΙ) για προσευχή. Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 4/9
Στη διάρκεια των αιώνων το συγκρότημα χρησιμοποιήθηκε για διάφορους σκοπούς. Το 867-868 η αιρετική σέκτα των Παυλικιανών πέτυχε να καταλάβει το λόφο του Αγιασολούκ για αρκετά χρόνια. Την περίοδο αυτή η βασιλική του Αγίου Ιωάννη χρησιμοποιήθηκε ως στάβλος αλόγων. 41 Μετά την κατάκτηση του Αγιασολούκ από τους Σελτζούκους το 1304 η βασιλική μετατράπηκε σε τζαμί. Μερικές δεκαετίες αργότερα φαίνεται να λειτουργούσε ως κλειστή αγορά. 42 Οι υποδομές του αίθριου χρησιμοποιήθηκαν κατά την Οθωμανική περίοδο ως δεξαμενή νερού. 43 Η περιοχή μεταξύ της Πύλης των Διωγμών και της βασιλικής κατά τη Βυζαντινή περίοδο ήταν μια πυκνοκατοικημένη συνοικία με κατοικίες και εργαστήρια. Επιπλέον ένα οχυρό κατασκευάστηκε στην κορυφή του λόφου κατά το 13ο αιώνα. 44 Οι πρώτες ανασκαφές έγιναν το 1921-1922 από την Αρχαιολογική Εταιρεία των Αθηνών με επικεφαλής το Γ. Σωτηρίου και με δαπάνες της Ύπατης Αρμοστείας Σμύρνης. Έφεραν στο φως μεγάλα τμήματα της ιουστινιάνειας εκκλησίας, εκτός από το δυτικό της βραχίονα, αλλά διακόπηκαν τον Αύγουστο του 1922 εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Μεταξύ 1927 και 1931 ανασκαφές πραγματοποίησαν οι J. Keil, F. Miltner και H. Hörmann. Από το 1960 και έπειτα, το Μουσείο της Εφέσου στο Σελτζούκ ανέλαβε την ευθύνη των ανασκαφών. Μεταξύ 1960 και 1963 ανασκάφηκε η βασιλική και το αίθριο και μεταξύ 1976 και 1978 το βαπτιστήριο και το σκευοφυλάκιο. Σημαντικές αναστηλωτικές εργασίες πραγματοποιήθηκαν κατά τα έτη 1957-1958 υπό την επίβλεψη του F. Miltner. Μετά το 1960 τις αναστηλώσεις επιβλέπει το Μουσείο της Εφέσου με χρηματοδότηση από το ίδρυμα George Quatman. Το μνημείο ανήκει στο Αρχαιολογικό Πάρκο της Εφέσου και είναι σήμερα επισκέψιμο. 1. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 3.1. 2. Karwiese, St., Groß ist die Artemis von Ephesos. Die Geschichte einer der großen Städte der Antike (Wien 1995) σελ. 94-98. Günther, M., Die Frühgeschichte des Christentums in Ephesos (Arbeiten zur Religion und Geschichte des Urchristentums 1, Frankfurt-Berlin-Bern-New York-Paris-Wien 1995). Knibbe, D., Der Tempel der Flavischen Augusti in Ephesos und Johannes der Theologe στο Pillinger, R. et al., (επιμ.), Efeso paleocristiana e bizantina. Frühchristliches und byzantinisches Ephesos. Roma 1996 (Archäologische Forschungen 3=DenkschrWien 282, Wien 1999) σελ. 71-80. 3. Η προσκυνήτρια Εγέρια (386) αναφέρει την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη ως ένα από τα πιο σημαντικά προσκυνηματικά κέντρα της εποχής της: Maraval, Ο., Journal de voyage (Paris 1982), σελ. 85. 4. Το όνομα του λόφου προέρχεται από παραφθορά του «άγιος Θεολόγος», που είναι ένα από τα ονόματα του αγίου Ιωάννη, Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge et al. 1979) σελ. 121 σημ. 19. Για τη θέση της βυζαντινής Εφέσου, βλ. Σωτηρίου, Γ.Α., "Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού Ιωάννου του Θεολόγου εν Έφεσω", Αρχαολογικόν Δελτίον, 7 (1921-22) σελ. 90. 5. Για τη λατρεία του αγίου Ιωάννη στην Κωνσταντινούπολη, βλ. Carile, A., «Efeso da polis a kastron», Pillinger, R., Kresten O., Krinzinger F., Russo, E. (ed.), Efeso paleocristiana e bizantina - Frühchristliches und byzantinisches Efesos. Referate des Internationalen Kongresses, Rom 22.-24. Februar 1996 (Archäologische Forshungen Bd.3, Wien 1999), σελ. 135. 6. Müller-Wiener, W., Mittelalterliche Befestigungen im südlichen Jonien, IstMitt 11 (1961), σελ. 89-112. 7. Το όνομα της πύλης είναι σύγχρονο και οφείλεται στους περιηγητές του 19ου αιώνα, οι οποίοι παρερμήνευσαν τη μυθολογική παράσταση ενός εντοιχισμένου στην πύλη τμήματος ρωμαϊκής σαρκοφάγου ως παράσταση χριστιανικού μαρτυρίου. 8. Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, Wien 1951), σελ. 205.6. 9. Hennecke E. Schneemelcher, W., Neutestamentliche Apokryphen in deutscher Übersetzung II (Tübingen 1971), σελ. 402-403. Kötting B., Peregrinatio Religiosa. Wallfahrten in der Antike und das Pilgerwesen der alten Kirche (Münster 1980), σελ. 175, σημ. 502. 10. Σωτηρίου, Γ.Α., "Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού Ιωάννου του Θεολόγου εν Έφεσω", Αρχαολογικόν Δελτίον, 7 (1921-22)σελ. 160-161 Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (Αθήνα 1991) σελ. 46. Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 5/9
11. Για τον τύπο αυτό, βλ. Grabar, A., Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l'art chrétien antique I (Paris 1946), σελ. 152-154. 12. Lemerle, P., "A propos d'une basilique de Thasos et de St Jean d'ephèse. Note sur le plan cruciforme de l'architecture paléochretienne", Byzantion 23 (1953) σελ. 535 Verzone, P., "S. Giovanni e S. Maria di Efeso e la ricostruzione della città nell'vii secolo", Corsi RA 12 (1965) σελ. 603-606 RBK 2 (1971) στήλ. 179, εικ. 6, λήμμα Ephesos (M. Restle). 13. Krautheimer, R., Early Christian and Byzantine Architecture (Harmondsworth 4 1986), σελ. 107. 14. Το ανατολικό σκέλος πιστεύεται πως είχε πέντε κλίτη. Η De Bernardi Ferro, D., Teatri classici in Asia Minor III. Città dalla Troade alla Pamfilia. Studi di Architettura antica IV (Roma 1983) σελ. 98, ωστόσο ισχυρίζεται ότι κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα. 15. RBK 2 (1971) στήλ. 182, λήμμα Ephesos (M. Restle), Vetters H., Zum byzantinischen Ephesos, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft 15 (1966) σελ. 281. 16. RBK 2 (1971) στήλ. 187, λήμμα Ephesos (M. Restle) Προκόπιος, Περί κτισμάτων V 1, 4-6. 17. Για παράδειγμα, Büyükkolancı, M., Zur Bauchronologie der justinianischen Johanneskirche in Ephesos, στο Akten des XII. Internationalen Kongresses für Christliche Archäologie, Bonn 1991 (Münster 1995) σελ. 598 602. 18. Για μια σύγκριση των δύο ναών, βλ. Ebersolt, J., Monuments d'architecture byzantine (Paris 1934) σελ. 33-35. 19. Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951) σελ. 85-86. 20. Αντιθέτως οι Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951),, σελ. 32, 86, πιστεύουν ότι η πρόσβαση γινόταν από τον εξωνάρθηκα. Στην πραγματικότητα ωστόσο τα υπολείμματα μιας κυκλικής σκάλας, στην οποία αναφέρονται, ανήκουν σε έναν οθωμανικό μιναρέ: Erdemgil, S. Büyükkolancı, M., Die Johannesbasilika στο Hueber, F., Ephesos Gebaute Geschichte (Antike Welt, Sonderheft, Mainz 1997) σελ. 104. 21. Acta Sanctorum Nov. 665, Z. 12 18. Πρβλ. Kötting B., Peregrinatio Religiosa. Wallfahrten in der Antike und das Pilgerwesen der alten Kirche (Münster 1980) σελ. 177 178, Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge et al. 1979) σελ. 126 127 Gessel, W.M. Die Johannestradition auf dem Ayasoluk im Lichte der apokryphen Johannesakten στο Schulz R. Görg, M., (επιμ.), Lingua restituta orientalis. Festschrift J. Assfalg (Wiesbaden 1990) σελ. 108 114. 22. Βλ. την αναπαράσταση του Hörmann στο Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951) σελ. 228, εικ. 61. 23. Büyükkolancı, M., St. Jean Basilikasi Atriumu, Efes Müzesi Yilliği 2 (1978) σελ. 38 42. Βλ. τη νέα αναπαράσταση της βασιλικής του Ιουστινιανού στο Erdemgil, S. Büyükkolancı, M., Die Johannesbasilika in Hueber, F., Ephesos Gebaute Geschichte (Antike Welt, Sonderheft, Mainz 1997) σελ. 102, εικ. 129. Αντίθετα Thiel A., Das Atrium der Johanneskirche, στο Friesinger H. Krinzinger F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums Wien 1995 (Archäologische Forschungen 1=DenkschrWien 260, Wien 1999) σελ. 489 490. 24. Büyükkolancı M., Zwei neugefundene Bauten der Johannes-Kirche von Ephesos: Baptisterium und Skeuophylakion, IstMitt 32 (1982) σελ. 237-253 Volanakis, J. E., Die Baptisterien von Ephesos und die Spendung der Taufe in frühchristlicher Zeit, στο Friesinger H. -- Krinzinger F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums Wien 1995 (Archäologische Forschungen 1=DenkschrWien 260, Wien 1999) σελ. 350-351. 25. Volanakis, J. E., Die Baptisterien von Ephesos und die Spendung der Taufe in frühchristlicher Zeit, στο Friesinger H. -- Krinzinger F. (επιμ.), 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums Wien 1995 (Archäologische Forschungen 1=DenkschrWien 260, Wien 1999) σελ. 351. 26. Falla Castelfranchi, M., Βαπτιστήρια. Intorno ai più noti battisteri dell'oriente (Roma 1980) σελ. 11, 15-16 Falla Castelfranchi, M., "Battisteri e pellegrinaggi", Akten des XII International Kongresses für Christliche Archäologie (Bonn 1991), τομ. 1, σελ. 234-248. Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 6/9
27. Büyükkolancı M., Zwei neugefundene Bauten der Johannes-Kirche von Ephesos: Baptisterium und Skeuophylakion, IstMitt 32 (1982) σελ. 256-257 Büyükkolancı, M., Zum Skeuophylakion der Johanneskirche von Ephesos, στο Pillinger, R. et al., (επιμ.), Efeso paleocristiana e bizantina. Frühchristliches und byzantinisches Ephesos. Roma 1996 (Archäologische Forschungen 3=DenkschrWien 282, Wien 1999) σελ. 100-103. 28. Büyükkolancı, M., Zur Bauchronologie der justinianischen Johanneskirche in Ephesos, στο Akten des XII. Internationalen Kongresses für Christliche Archäologie, Bonn 1991 (Münster 1995) σελ. 601 Erdemgil, S. Büyükkolancı, M., Die Johannesbasilika in Hueber, F., Ephesos Gebaute Geschichte (Antike Welt, Sonderheft, Mainz 1997) σελ. 107. 29. Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951), πίν. 73-78. 30. Βλ. Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951), πίν. 57-59 Ulbert, Th., Studien zur dekorativen Reliefplastik des östlichen Mittelmeerraumes (München 1969) σελ. 72, σημ. 43-45. 31. Βλ. Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951), πίν. 28-34 Deichmann, F., Zur spätantiken Bauplastik von Ephesos, στο Melanges Mansel 1 (Ankara 1974) σελ. 562-567. 32. Σωτηρίου, Γ.Α., "Ανασκαφαί του Βυζαντινού ναού Ιωάννου του Θεολόγου εν Έφεσω", Αρχαολογικόν Δελτίον, 7 (1921-22)σελ. 142. 33. Andaloro, M., La decorazione pittorica degli edifici cristiani di Efeso: La chiesa di Santa Maria e il complesso di San Giovanni, στο Pillinger, R. et al., (επιμ.), Efeso paleocristiana e bizantina. Frühchristliches und byzantinisches Ephesos. Roma 1996 (Archäologische Forschungen 3=DenkschrWien 282, Wien 1999) σελ. 63-69. Για τη χρήση πλίνθων μεσοβυζαντινού επιστυλίου τέμπλου ως πλακών δαπέδου στο σκευοφυλάκιο δες: Yalçin, A. B., - Büyükkolancı M., "Gali architravi del templon medievale della basilica di S. Giovanni", Padovese L. (επιμ.), Atti del IX Simposio di Efeso su S. Giovanni Apostolo, Turchia: La Chiesa e la sua storia 17 (Roma 2003), σελ. 293-306. 34. Schneider, A. M., Rezension zu Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche, BZ 46 (1953) σελ. 181. Επίσης οι προσθήκες σαν λαβές στο εξωτερικό του κλίτους φαίνεται να είναι λανθασμένη αναπαράσταση. 35. Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951) σελ. 266-267, πίν. XL 4. 36. Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche (FiE IV 3, 1951) σελ. 200 Vetters H., Zum byzantinischen Ephesos, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft 15 (1966) σελ. 282 Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge et al. 1979) σελ. 88. Στη διάρκεια του 5ου αιώνα μ.χ.:rbk 2 (1971) στήλ. 182, λήμμα Ephesos (M. Restle) Krautheimer, R., Παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχιτεκτονική (Αθήνα 1991) σελ. 138 Hellenkemper, H., Frühe Christliche Wallfahrtsstätten in Kleinasien, Akten des 12. Intern. Kongr. für Christl. Archäologie, Bonn 1991 (JbAChr Erg. Bd. 20,1 = Studi di antichità cristiana 52, Città del Vaticano Münster 1995)σελ. 261. Για μια χρονολόγηση των κιονόκρανων του αίθριου στον 5 ο αιώνα βλ. Yalçin, A. B., - Büyükkolancı M., "I capiteli corinzi dell'atrio della basilica di S. Giovanni a Efeso: nuove considerazioni", Padovese L. (επιμ.), Atti del VIII Simposio di Efeso su S. Giovanni Apostolo, Turchia: La Chiesa e la sua storia 15 (Roma 2001), σελ. 287-297. 37. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge et al. 1979) σελ. 88: 535/536 μ.χ. 38. Schneider, A. M., Rezension zu Keil, J. Hörmann, H., Die Johanneskirche, BZ 46 (1953) σελ. 181 Büyükkolancı, M., Zur Bauchronologie der justinianischen Johanneskirche in Ephesos, στο Akten des XII. Internationalen Kongresses für Christliche Archäologie, Bonn 1991 (Münster 1995) σελ. 602. 39. Falla Castelfranchi, M., "ΙΙ battistero della chiesa di S. Giovanni ad Efeso (Ayasoluk)", Actes du XV Congrès International d'études Byzantines (Athènes 1976) σελ. 129-142 Falla Castelfranchi, M., Βαπτιστήρια. Intorno ai più noti battisteri dell'oriente (Roma 1980) σελ. 31-53 Büyükkolancı, M., Zur Bauchronologie der justinianischen Johanneskirche in Ephesos, στο Akten des XII. Internationalen Kongresses für Christliche Archäologie, Bonn 1991 (Münster 1995) σελ. 601. 40. Erdemgil, S. Büyükkolancı, M., Die Johannesbasilika στο Hueber, F., Ephesos Gebaute Geschichte (Antike Welt, Sonderheft, Mainz 1997) σελ. 106. 41. Foss, C., Ephesus after Antiquity: A late Antique, Byzantine and Turkish City (Cambridge et al. 1979) σελ. 116. Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 7/9
42. Βλ. Wohlers-Scharf, T., Die Forschungsgeschichte von Ephesos (Wien 1995) σελ. 17-19. 43. Büyükkolancı, M., Zur Bauchronologie der justinianischen Johanneskirche in Ephesos, στο Akten des XII. Internationalen Kongresses für Christliche Archäologie, Bonn 1991 (Münster 1995) σελ. 599. 44. Müller-Wiener, W., Mittelalterliche Befestigungen im südlichen Jonien, IstMitt 11 (1961) σελ. 97-108 Vetters H., Zum byzantinischen Ephesos, Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft 15 (1966) σελ. 285. Βιβλιογραφία : Foss C., Ephesus after Antiquity. A Late Αntique, Byzantine, and Turkish City, Cambridge Mass. New York 1979 Keil J., Hörmann H., Soteriou G.A., Die Johanneskirche, Wien 1951, FiE 3/4 Andaloro M., "La decorazione pittorica degli edifici christiani di Efeso: La chiesa di Santa Maria e il complesso di San Giovanni", Pillinger, R. Kresten, O. Krinzinger F., Russo E. (επι.), Efeso paleocristiana e bizantina. Frühchristliches und byzantinisches Ephesos, Akten des Internationalen Kongresses, Rom, 1996, Wien 1999, 54-70 Keil J., "Vorläufiger Bericht über die Ausgrabungen in Ephesos", ÖJh, 25, 1929, 1-51 Günther L.M., Die Frühgeschichte des Christentums in Ephesus, Frankfurt am Main 1995 Grabar A., Martyrium. Recherches sur le culte des reliques et l art chrétien antique. vol. 1: Architecture, Paris 1946 Kötting B., Peregrinatio religiosa. Wallfahrten in der Antike und das Pilgerwesen der alten Kirche, Münster 1980 Karwiese S., Groß ist die Artemis von Ephesos. Die Geschichte einer der großen Städte den Antike, Wien 1995 Restle M., "Ephesos", Reallexikon zur Byzantinischen Kunst 2, 1971, col. 192-198 Vetters H., "Zum byzantinischen Ephesos", Jahrbuch der Österreichischen Byzantinischen Gesellschaft, 15, 1966, 274-277. Σωτηρίου Γ.Α., "Ανασκοπαί του Βυζαντινού ναού Ιωάννου του Θεολόγου εν Έφεσος", Αρχαολογικόν Δελτίον, 7, 1921-22, 89-226. Büyükkolancı M., "Zwei neugefundene Bauten der Johannes-Kirche von Ephesos: Baptisterium und Skeuophylakion", IstMitt, 32, 1982, 237-253 Volanakis J. E., "Die Baptisterien von Ephesos und die Spendung der Taufe in Frühchristlicher Zeit", H. Friesinger -- F. Krinzinger, 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums Wien 1995, Wien 1999, 350-351. Thiel A., "Das Atrium der Johanneskirche", H. Friesinger -- F. Krinzinger, 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos. Akten des Symposiums Wien 1995, 485-490. Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 8/9
Büyükkolancı M., "Eine Klosterkirche auf dem Ayasoluk in Ephesos", H. Friesinger - F. Krinzinger, 100 Jahre Österreichische Forschungen in Ephesos. Akten, Wien 1999, 491-494. Büyükkolancı M., "Zum Skeuophylakion der Johanneskirche von Ephesos", R. Pillinger, et al., Efeso paleocristiana e bizantina. Frühchristliches und byzantinisches Ephesos. Roma 1996, Wien 1999, 100-103. Knibbe D., "Der Tempel der Flavischen Augusti in Ephesos und Johannes der Theologe", R. Pillinger, et al., Efeso paleocristiana e bizantina. Frühchristliches und byzantinisches Ephesos. Roma 1996, Wien 1999, 71-80. Müller-Wiener W., "Mittelalterliche Befestigungen im südlichen Jonien", IstMitt, 11, 1961, 89-112. Hennecke E., Schneemelcher W, Neutestamentliche Apokryphen in deutscher Übersetzung II, Tübingen 1971 Gessel W.M., "Die Johannestradition auf dem Ayasoluk im Lichte der apokryphen Johannesakten", R. Schulz M. Görg, Lingua restituta orientalis. Festschrift J. Assfalg, Wiesbaden 1990, 108-114. Büyükkolancı M., "St. Jean Basilikasi Atriumu", Efes Müzesi Yilliği, 2, 1978, 38-42 Ulbert Th., Studien zur dekorativen Reliefplastik des östlichen Mittelmeerraumes, München 1969 Γλωσσάριo : opus tessellatum, το Η τέχνη των ψηφιδωτών για τους Ρωμαίους. Επικρατεί από τους Ελληνιστικούς έως και τους Βυζαντινούς χρόνους. Τα ψηφιδωτά αυτά αποτελούνται από μικρές, ισομεγέθεις, πέτρινες, κεραμικές ή γυάλινες ψηφίδες διάφορων χρωμάτων. βαπτιστήριο, το Ο χώρος ή το κτήριο όπου πραγματοποιείται το μυστήριο της βάπτισης. Σε κάθε βαπτιστήριο απαντάται μια δεξαμενή, η οποία πολλές φορές έχει το σχήμα του σταυρού. Τα βαπτιστήρια των εκκλησιών μετά τον 6ο αιώνα αποτελούν ξεχωριστά οικοδομήματα οκταγωνικά, κυκλικά, σταυρόσχημα κτλ. είτε προσαρτημένα στο ναό είτε στον περίβολό του. μαρμαροθέτημα, το (opus sectile) Τεχνική εντοίχιας ή επιδαπέδιας διακόσμησης. Προκύπτει από έγκοπτη εργασία ή συναρμογή μαρμάρινων ή λίθινων πλακών μικρού πάχους, έτσι ώστε να αποδίδεται κάποιο διακοσμητικό μοτίβο. Όταν χρησιμοποιείται γυαλί, ονομάζεται υαλοθέτημα. μεικτή τοιχοποιία, η Τοιχοποιία από μικρούς λίθους και άφθονο κονίαμα, στην οποία κατά αποστάσεις παρεμβάλλονται διπλές οριζόντιες σειρές τούβλων. σκευοφυλάκιο, το Ειδικός χώρος στο χριστιανικό ναό, ή κτίσμα έξω από αυτόν, στο οποίο φυλάγονται τα άμφια και ιερά σκεύη. Όταν γενικεύεται και παγιώνεται το τριμερές ιερό στους βυζαντινούς ναούς, το σκευοφυλάκιο καταλαμβάνει σταθερά το νότιο παράβημα (δεξιά της κεντρικής αψίδας) και ονομάζεται συχνότερα διακονικό. τρίκλιτη βασιλική, η Δρομικός (επιμήκης) τύπος ναού που υποδιαιρείται εσωτερικά σε τρία κλίτη: το μεσαίο και δύο πλάγια. Συχνά το μεσαίο κλίτος φωτίζεται από έναν υπερυψωμένο φωταγωγό. Κατά την Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο χαρακτηρίζεται από τις μεγάλες διαστάσεις του. Παραθέματα Δημιουργήθηκε στις 16/1/2017 Σελίδα 9/9