Η Κύπρος στον 21 ο αιώνα: Προκλήσεις και Προοπτικές σε ένα μεταβαλλόμενο διεθνές σύστημα Ευρισκόμενοι στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 21 ου αιώνα οι μελλοντικές διεθνολογικές προκλήσεις κρύβουν για τα κράτη απειλές αλλά και ευκαιρίες. Ζούμε στον κόσμο της παγκοσμιοποίησης, αν όχι σε κάτι πέραν από αυτό, όπου οι ραγδαίως μεταβαλλόμενες συνθήκες δημιουργούν νέα δεδομένα για τα κράτη στην στρατηγική αντιμετώπιση των διεθνολογικών ζητημάτων. Υπό αυτό το καθεστώς βρίσκεται και η Κυπριακή Δημοκρατία, όπου καλείται να αποφύγει όποιους σκοπέλους δημιουργούνται αλλά παράλληλα να εκμεταλλευτεί και όποιες ευκαιρίες της παρουσιάζονται. Παρόλο που το κυπριακό ζήτημα ιεραρχείται πρώτο στις στρατηγικές επιδιώξεις της Κύπρου, εντούτοις υπάρχουν και άλλα σημαντικά ζητήματα που θα πρέπει να απασχολήσουν την εξωτερική πολιτικής της Κύπρου, καθώς άμεσα ή έμμεσα επηρεάζεται από αυτά. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσω να σταχυολογήσω μερικά τέτοια ζητήματα και να τα συνδέσω με άλλους στρατηγικούς ορίζοντες που πρέπει να απασχολήσουν την Κυπριακή Δημοκρατία καθώς ο εγκλωβισμός της, αναγκαίος υπό τις περιστάσεις, στο κυπριακό πρόβλημα την οπισθοδρομούν σε πολλά άλλα πρωτεύοντα για την διεθνή κοινότητα ζητήματα. Μια απροκάλυπτη αιτία υποστηρίζει την πιο πάνω θέση μου. Αυτή αναφέρεται στην αναγκαιότητα των κρατών να αναπροσαρμόζουν την στρατηγική τους στις μεταβολές του διεθνούς συστήματος με προοπτική να αποκομίσουν οφέλη για το εθνικός τους συμφέρον. Επιπρόσθετα η ταχεία προσαρμογή των κρατών σε όποιες αλλαγές συμβαίνουν στο διεθνές σύστημα, περιορίζει την πιθανότητα στρατηγικών σφαλμάτων και παράλληλα αυξάνει τον βαθμό επιτυχίας των στρατηγικών στόχων που αυτά θέτουν. Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η παγκόσμια οικονομία πρόσφατα χαρακτηρίζονται ως μείζονος σημασίας για την οικονομική ευρωστία των κρατών, η οποία μεταφράζεται σε οικονομική ισχύ. Η παρατηρούμενη παγκόσμια οικονομική ύφεση οδηγεί σε συνεχή αύξηση των τιμών στην ενέργεια, σε ανεργία, σε μείωση της παραγωγικότητας, σε πρωτόγνωρες για το φιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο συγκεντρωτικές οικονομικές πολιτικές και σε αύξηση της παραγωγής προϊόντων με αδιαφανείς πόρους όπως τα ναρκωτικά και τα όπλα. Η Κύπρος καλείται όχι μόνο να περιορίσει τις πιο πάνω συνέπειες της οικονομικής κρίσης μέσω μιας διαχειριστικής πολιτικής αλλά παράλληλα να δημιουργήσει
εναλλακτικές πηγές εισοδημάτων που αναφέρονται σε άλλες μορφές παραγωγικής δραστηριότητας. Ενώ είναι έντονη η εξάρτησή της από την παροχή υπηρεσιών, θα μπορούσε εναλλακτικά να κινηθεί και σε παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων. Παρά τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε μια στρατηγική προς αυτή την κατεύθυνση τα μελλοντικά οφέλη θα ήταν σημαντικά. Αυτά αναφέρονται στην εξάπλωση του κινδύνου από τις εξαγωγές περιορισμένων προϊόντων, στη δημιουργία νέων μορφών ενέργειας, στην ενδυνάμωση της ανταγωνιστικότητας της κυπριακής οικονομίας, στον περιορισμό της ανεργίας, στην εισροή ξένων κεφαλαίων από άμεσες ξένες επενδύσεις και στην αύξηση της οικονομικής της ισχύος. Τα πλεονεκτήματα αυτά θα μπορούσαν να επιδράσουν καταλυτικά και στα προβλήματα που δημιούργησε η πρόσφατη οικονομική κρίση. Ένα άλλο διεθνολογικό φαινόμενο, σπουδαίου ενδιαφέροντος για τον χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και τις μεταβολές που αυτό παρουσιάζει, είναι η ενοποιητική διαδικασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την επικύρωση της Συνθήκης της Λισσαβόνας η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε ένα ακόμα βήμα προς την ολοκλήρωση. Το παράδοξο όμως με την ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία είναι η αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού οικονομικής ολοκλήρωσης και του βαθμού πολιτικής ενοποίησης. Ακριβώς αυτή η αναντιστοιχία έχει άμεσες επιδράσεις στα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας των κρατών μελών καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει μια συλλογική αντιμετώπιση των διεθνών κινδύνων που την απειλούν. Το πρόβλημα αυτό γίνεται εντονότερο για τα μικρά κράτη μέλη της Ένωσης που αντιμετωπίζουν άμεσες επεκτατικές απειλές από γειτονικά τους κράτη. Σε αυτήν την κατηγορία βρίσκεται και η Κύπρος. Υπό αυτό το πρίσμα και με το φάσμα της απειλής η Κύπρος, πέραν της εσωτερικής εξισορόπησης (ενδυνάμωση ίδιων συντελεστών ισχύος), θα πρέπει να εντατικοποιήσει τις συμμαχίες τις με τα άλλα κράτη μέλη της Ένωσης σε όλους τους τομείς. Στους τομείς αυτούς εμπίπτει και το στρατιωτικό σκέλος. Αυτό απαιτεί μια στρατηγική προσπάθεια να πειστούν οι άλλοι εταίροι για τα οφέλη που θα μπορούσε προσφέρει η συμμετοχή της Κύπρου στη συλλογική παγκόσμια ασφάλεια αλλά και ιδιαίτερα στην ασφάλεια της Ευρώπης. Η συμμαχία της Κύπρου με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη θα μετακυλήσει απειλές και κινδύνους που αντιμετωπίζει η Κύπρος σε άλλα κράτη. Μια κρίσιμη παράμετρος, που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις διακρατικές σχέσεις και θα συνεχίζει να τις καθορίζει, είναι αυτή της τεχνολογίας. Η τεχνολογία και οι καινοτομίες που αυτή δημιουργεί, σε όλες τής τις εκφάνσεις, προσδίδουν
συγκριτικό πλεονέκτημα στον κάτοχο τους. Είτε η τεχνολογία αφορά στον οικονομικό ανταγωνισμό είτε στο στρατιωτικό ανταγωνισμό αποτελεί για τα κράτη ένα ισχυρό εργαλείο παραγωγής ισχύος. Παρατηρούμε τα οφέλη που παράγει, σε οικονομικούς όρους, η εκμετάλλευση νέων και φιλικών προς το περιβάλλον πηγών ενέργειας αλλά και πόσο ζωτικής σημασίας είναι για τα κράτη, σε στρατιωτικούς όρους, η κατοχή πυρηνικών όπλων. Και τα δύο αυτά παραδείγματα επιβεβαιώνουν τη θέση για τη σημασία της τεχνολογίας στο διακρατικό ανταγωνισμό. Αν στην παράμετρο της τεχνολογίας προσθέσουμε, τις επίσης σημαντικές έννοιες, της πληροφορίας, της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης και του διαδικτύου, η απόκτηση δυνατότητας εκμετάλλευσής της αποτελεί για τα κράτη αδήριτο ανάγκη. Σε αυτήν την ανάγκη βρίσκεται χωρίς εξαιρέσεις και η Κύπρος. Κατά συνέπεια η Κύπρος και η κυπριακή κοινωνία ευρύτερα χρειάζονται εκσυγχρονισμό στα ζητήματα πανεπιστημιακής έρευνας, εφαρμογής νέων τεχνολογιών, προσαρμοστικότητα στις καινοτομίες, συμμετοχή στη κοινωνία της πληροφορίας. Αυτές οι επιδιώξεις επικουρούν το στρατηγικό στόχο της κατοχής και χρήσης της τεχνολογίας από ένα κράτος. Η αξιοποίηση της τεχνολογίας έχει επιδράσεις σε όλους τους τομείς μιας κοινωνίας, που περιλαμβάνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, το επίπεδο το ενόπλων δυνάμεων, τη δημοκρατικότητα του πολιτεύματος, την πνευματική καλλιέργεια του πληθυσμού. Αν η Κύπρος θέλει να διαδραματίσει ένα σημαντικό διεθνή ρόλο, σε αναλογία βέβαια και με την κρατική της ισχύ, οι επιδόσεις της στην τεχνολογία πρέπει να είναι πολύ υψηλές. Μια τέταρτη παράμετρος της παρούσας ανάλυσης αποτελεί η περιληπτική αναφορά των σημαντικών ζητημάτων που η διεθνής κοινότητα αντιμετωπίζει σήμερα ή θα αντιμετωπίσει στο άμεσο μέλλον. Ο σκοπός της αναφοράς αυτής είναι διττός. Αφενός να επισημανθούν τα ζητήματα αυτά και τα προβλήματα που δημιουργούνται και αφετέρου να καταδειχθεί το πως η Κύπρος μπορεί να τα εκμεταλλευτεί για να επισημάνει τη σημασία της αναφορικά με την αντιμετώπισης τους από την διεθνή κοινότητα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ότι η κυπριακή εξωτερική πολιτική θα τα καταστήσει γνωστά στους διεθνείς εταίρους και θα επιχειρηματολογήσει πειστικά για τα οφέλη που συνεπάγονται η στρατηγική της θέση και η κρατική της ισχύς. Πρώτον και σημαντικότερο πρόβλημα για τη διεθνή κοινότητα είναι η τρομοκρατία που συνεχίζει να αποτελεί απειλή κατά της παγκόσμιας ασφάλειας καθώς δεν έχει ακόμη νικηθεί. Στο αγώνα κατά της τρομοκρατίας οι ασύμμετρες απειλές δυσχεραίνουν τον στρατηγικό σχεδιασμό των κρατών, με προεκτάσεις στην
προσπάθεια διατήρησης της παγκόσμιας ειρήνης. Δεύτερο, ένα πλήθος ασθενειών (AIDS, SARS, Διοξίνες, Γρίπη Πουλερικών) κατακλύζουν τον πλανήτη, με τις συνέπειες τους να ξεπερνούν τα κρατικά σύνορα. Η αντιμετώπιση και καταπολέμηση των συγκεκριμένων ασθενειών φαντάζει δύσκολή, καθώς όχι μόνο δεν υπάρχουν τα μέσα για να αντιμετωπιστούν, αλλά δεν υπάρχει και η απαιτούμενη διακρατική συνεργασία προς αυτόν το σκοπό. Τρίτον, ένα άλλο πρόβλημα που ξεπερνά τα κρατικά σύνορα είναι η παράνομη διακίνηση ανθρώπων (trafficking). Η αντιμετώπιση της μετανάστευσης απαιτεί ουσιαστικές μεταναστευτικές πολιτικές από τα κράτη αλλά και μεταξύ τους συνεργασία. Τέταρτον, παρατηρείται μια ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού και παράλληλα με την έλλειψη τροφής είναι ίσως από τα μεγαλύτερα προβλήματα του πλανήτη. Αντίθετα όμως με την παγκόσμια αύξηση του πληθυσμού παρατηρείται γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης, γεγονός που θα προκαλέσει μελλοντικά προβλήματα στην γηραιά ήπειρο σε σχετικούς και απόλυτους αριθμούς συγκρινόμενη με άλλες ηπείρους. Πέμπτον, δεν έχει εξαλειφθεί το χάσμα μεταξύ του αναπτυγμένου βορρά και του αναπτυσσόμενου τρίτου κόσμου. Οι προσπάθειες που γίνονται για να υπερκεραστούν οι διαφορές αυτές μάλλον δεν οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα καθώς οι διαφορές των δύο πλευρών παραμένουν αγεφύρωτες. Τέλος πρέπει να προστεθούν σε αυτά, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα με την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε πολλά μέρη του πλανήτη αλλά και το δημοκρατικό έλλειμμα. που παρατηρείται σε πολλές κοινωνίες. Η επισήμανση των πιο πάνω διεθνών προβλημάτων κάνει επιτακτικό το σχεδιασμό στρατηγικής για το κυπριακό κράτος. Αυτό γιατί η Κύπρος θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της τις μεταβολές του διεθνούς συστήματος και τις ανάγκες της διεθνούς κοινότητας για την αντιμετώπιση των πιο πάνω προβλημάτων και να πείσει ότι μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση τους. Η ικανότητα ενός κράτους να υλοποιεί στρατηγική εξαρτάται από το κατά πόσον επωφελείται από στρατηγικές ευκαιρίες και αντιμετωπίζει επιτυχώς τυχόν απειλές. Το ζητούμενο για την Κύπρο είναι το πώς μπορεί να χρησιμοποιήσει τις παγκόσμιες απειλές για να αποκομίσει οφέλη και να βελτιώσει τη θέση της στη διεθνή κοινωνία κρατών. Με άλλα λόγια πώς θα μπορέσει να επωφεληθεί από τη στρατηγική της θέση, τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. και την οικονομική της θέσης, πείθοντας ότι μπορεί να φανεί χρήσιμη στα άλλα κράτη μέλη της διεθνούς κοινότητας. Γι αυτό πρέπει να ακολουθήσει μία στρατηγική
ισόρροπων πελατειακών σχέσεων στην οποία θα κερδίζουν και οι δύο πλευρές. Οι επόμενες δεκαετίες θα το δείξουν. Δρ Ευαγόρας Λ. Ευαγόρου, Λέκτορας Διεθνών Σχέσεων Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Πειραιώς Πρόεδρος του Κέντρου Διεθνούς Πολιτικής Θεσσαλονίκης