ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΒΡΩΣΗΣ ΣΤΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟ ΡΟΔΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΡΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ 9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι Κομπιάδου Κ. 1, Χατήρης Γ.Α. 2, Ανδρουλιδάκης Γ. 1, Σιούλας Α. 2, Κρεστενίτης Γ. 1, Αναγνώστου Χ. 2, Ίσσαρης Ι. 2 1 Εργαστήριο Θαλάσσιας Μηχανικής και Θαλάσσιων Έργων, Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, kobiadou@civil.auth.gr, iandroul@civil.auth.gr, ynkrest@civil.auth.gr 2 Ινστιτούτο Ωκεανογραφίας, Ελληνικό Κέντρο Θαλάσσιων Ερευνών, chanag@ath.hcmr.gr Περίληψη Η διάβρωση παράκτιων περιοχών είναι ένα εκτεταμένο φαινόμενο που παρουσιάζεται σε διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου και τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονο στις βορειοανατολικές ακτές της Ρόδου, με σημαντικές αρνητικές περιβαλλοντικές και κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις στην περιοχή. Στην παρούσα εργασία γίνεται διερεύνηση του προβλήματος, με ανάλυση της μορφολογίας της περιοχής, του κυματικού καθεστώτος και των διαφόρων παραγόντων που έχουν επιδράσει στο ισοζύγιο παράκτιας στερεομεταφοράς, τόσο θεωρητικά από παρατηρήσεις και μετρήσεις, όσο και με μαθηματικές προσομοιώσεις της κυματογενούς παράκτιας κυκλοφορίας της περιοχής και της συνεπαγόμενης μεταβολής της στάθμης του θαλάσσιου πυθμένα. Διαπιστώνεται παλινδρομική κίνηση των φερτών στην παράκτια ζώνη κατά τον ετήσιο κύκλο και αναλύεται η αποτελεσματικότητα μεθόδων αντιμετώπισης με περιβαλλοντικά και κοινωνικοοικονομικά κριτήρια και προτείνεται ο περιοδικός τεχνητός εμπλουτισμός ως βέλτιστη οικονομοτεχνική λύση. Λέξεις κλειδιά: Διάβρωση, εμπλουτισμός, μαθηματική προσομοίωση. INVESTIGATION OF EROSION AT THE CAPE OF RHODOS AND DEFENCE MEASURES Kombiadou K. 1, Chatiris G.A. 2, Androulidakis I. 1, Sioulas A. 2, Kretsenitis Y. 1, Anagnostou Ch. 2, Issaris I. 2 1 Laboratory of Maritime Engineering and Maritime Works, Department of Civil Engineering, Aristotle University of Thessaloniki, kobiadou@civil.auth.gr, iandroul@civil.auth.gr, ynkrest@civil.auth.gr 2 Intitute of Oceanography, Hellenic Centre for Marine Research, chanag@ath.hcmr.gr Abstract Coastal erosion is a phenomenon affecting various areas in Greece and during the last years appears especially intense at the northeastern coasts of Rhodos, with significant negative environmental and socioeconomic impacts to the area. In the present work the problem is investigated, analyzing the morphology of the area, the wave regime and the various factors that have influenced the coastal sediment transport budget, so much in theory with observations and measurements, as by mathematical simulations of the wave-induced coastal circulation of the area and the entailing shifts of the seabed level. Α reciprocation of the sediments in the coastal zone during the annual cycle is established. Τhe effectiveness of protection methods is analyzed and periodic artificial nourishment is proposed as the optimum economic-technical solution. Keywords: Erosion, nourishment, mathematical simulation. 1. Εισαγωγή Η δυναμική μιας παράκτιας περιοχής καθορίζεται κυρίως από δυο μηχανισμούς, το μηχανισμό τροφοδοσίας των ακτών της περιοχής με φερτές ύλες και το μηχανισμό διευθέτησης των υλών αυτών στις ακτές. Ο μηχανισμός τροφοδοσίας εξαρτάται από το γεωλογικό υπόστρωμα της ευρύτερης περιοχής, από τη γεωμορφολογία, από το υδρογραφικό δίκτυο της περιοχής και από τη φυτοκάλυψή της, ενώ ο μηχανισμός διευθέτησης των φερτών υλών εξαρτάται κυρίως από το ανεμολογικό-κυματικό καθεστώς της περιοχής (οι παλίρροιες στις ακτές του ελληνικού χώρου δεν παίζουν -178-
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι αξιοσημείωτο ρόλο στην παράκτια δυναμική). Η εποχικότητα των μετεωρολογικών φαινομένων κατευθύνει τη δυναμική των φαινομένων της παράκτιας μεταφοράς των υλικών και τις εποχικές μεταβολές της ακτογραμμής. Οι βόρειο-ανατολικές ακτές της νήσου Ρόδου των Δωδεκανήσων υφίστανται έντονα φαινόμενα διάβρωσης, για τα οποία έχουν γίνει ίδιες παρατηρήσεις και μετρήσεις επί σειρά ετών. Έχει διαπιστωθεί ότι τα τελευταία 30 χρόνια έχει διαταραχθεί σοβαρά το ισοζύγιο των ψαθυρών υλικών που συνιστούν τις ακτές του ΒΑ άκρου του νησιού. Η διαταραχή αυτή εκφράζεται από το σταδιακό έλλειμμα σε φερτές ύλες, γεγονός που οδηγεί σε εμφανή υποχώρηση της ακτογραμμής στη θέση του ακρωτηρίου (Εικ.1). Το ανεμολογικό και κυματικό καθεστώς και η επίδρασή τους στην μεταφορά των φερτών υλικών και το ισοζύγιό τους στην περιοχή μελέτης αναλύονται στη συνέχεια. Εικ. 1: Αποτυπώσεις ακτογραμμής (11/1997, 01/04/1998, 15/09/1998, 12/1999, 30/11/2002, 20/01/2004 και 29/03/2005). 2. Μεθοδολογία - Δεδομένα 2.1 Η ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ Την περιοχή χαρακτηρίζει μια εκτεταμένη παραλία με αμμοκροκαλώδες υλικό. Η παραλία δέχεται μικρή επίδραση από την ξηρά μέσω του υδρογραφικού δικτύου της περιοχής, με τροφοδότες μικρούς ποταμοχείμαρρους. Το γεωλογικό υπόστρωμα του ΒΑ άκρου της νήσου Ρόδου (οι γεωλογικοί σχηματισμοί επί των οποίων έχουν αποτεθεί τα χαλαρά ιζήματα των ακτών της περιοχής μελέτης) αποτελούν σχηματισμοί από μάργες, ψαμμίτες και κροκαλοπαγή, Πλειο-Πλειστοκαινικής περιόδου. Αυτά τα πετρώματα έχουν αποτελέσει σε όλη την περίοδο του πρόσφατου Ολόκαινου την πηγή τροφοδοσίας των ακτών με ψαθυρά υλικά. Το γεωμορφολογικό ανάγλυφο γενικά είναι χαμηλό και ήπιο. Εξαίρεση αποτελεί το δυτικό παράκτιο τμήμα που χαρακτηρίζεται από ένα πρανές με σημαντικές κλίσεις. Η αποτύπωση των εποχιακών και διαχρονικών μεταβολών των ακτών έχουν γίνει με χρήση χωροβάτη αλλά και με χρήση GPS Τα ιζήματα του χερσαίου τμήματος της παραλίας συνίστανται από υλικά ποικίλης κοκκομετρικής σύστασης, από αδρομερή άμμο μέχρι κροκάλες -179-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι αρκετών εκατοστών (2-6cm). Η ακτή του ΒΑ άκρου της νήσου Ρόδου μπορεί να χαρακτηριστεί ως αμμοκροκαλώδης (Βερύκιου et al., 2004). Σε γενικές γραμμές ο βυθός της ανατολικής ακτής παρουσιάζει εναλλαγές μεταξύ σκληρού υποστρώματος-βραχωδών εξάρσεων και αμμοκροκαλωδών αποθέσεων. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη ζώνης με σκληρό γεωλογικό υπόστρωμα κροκαλο-ψαμμιτικών σχηματισμών παράλληλης με την ακτογραμμή που εκτείνεται από τα βάθη 1-4,8m, στη συνέχεια ακολουθεί μια ζώνη με ψαθυρά αμμοκροκαλώδη συστατικά και σχηματισμούς αμμοκυμάτιων από τα 4,8-7m βάθους, μια ζώνη με πλακώδες σκληρό γεωλογικό υπόστρωμα αμμοκροκαλώδους σύστασης στα βάθη από 7-8m, στη συνέχεια από τα 8-10m βάθος μια ζώνη ψαθυρών αμμωδών ως αμμοκροκαλωδών υλικών και μετά τα 10m η ζώνη λιβαδιών Poseidonia. 2.2 ΑΝΕΜΟΛΟΓΙΚΟ ΚΥΜΑΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ Η περιοχή είναι εκτεθειμένη στους Δ, ΒΔ, Β, ΒΑ και ΝΑ ανέμους. Οι συχνότητες των κατευθύνσεων και των εντάσεων των ανέμων σε μέση ετήσια βάση για την περίοδο από το 1955 έως το 1986 από στοιχεία της ΕΜΥ από τον σταθμό του αεροδρομίου της Ρόδου απεικονίζονται στο διάγραμμα της Εικόνας 2. Οι άνεμοι του δυτικού τομέα (ΝΔ,Δ,ΒΔ) είναι οι επικρατέστεροι με συνολική συχνότητα πνοής 60,7% ενώ αυτοί του ανατολικού τομέα (ΒΑ,Α,ΝΑ) παρουσιάζουν συχνότητα πνοής 11,8%, αλλά σημαντικά μεγαλύτερη ένταση. H υπό μελέτη περιοχή δέχεται στο δυτικό της τμήμα την επίδραση των επικρατούντων δυτικών ανέμων, έντασης μέχρι 6bf. Μικρότερης συχνότητας είναι οι ΒΔ και οι ΝΔ άνεμοι. Το ανατολικό τμήμα δέχεται την επίδραση κυρίως των ΝΑ ανέμων, οι οποίοι, παρά το ότι είναι μικρότερης συχνότητας από τους ανέμους του δυτικού τομέα, φτάνουν συχνά εντάσεις και μέχρι 8bf, και συνεπώς δημιουργούν κυματισμούς εντονότερης παράκτιας μεταφορικής ικανότητας. Εικ. 2: Ροδόγραμμα ανεμολογικών στοιχείων από τον μετεωρολογικό σταθμό της Ρόδου (1955-1986 Στοιχεία της ΕΜΥ). 2.2 ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗ ΚΥΜΑΤΟΓΕΝΟΥΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΣΤΕΡΕΟΜΕΤΑΦΟΡΑΣ Για την πρόγνωση της κυκλοφορίας στον παράκτιο χώρο λόγω της συνδυασμένης δράσης κυμάτων και ρευμάτων στην περιοχή, και των επιπτώσεών τους στη στάθμη του θαλάσσιου πυθμένα, εφαρμόστηκε η αλληλουχία τριών μαθηματικών μοντέλων (Karambas, 1999). Για την μελέτη του κυματικού πεδίου της περιοχής εφαρμόστηκε το μοντέλο WAVE-L, διάδοσης ανεμογενών γραμμικών κυματισμών, βασισμένο στις εξισώσεις ήπιας κλίσης υπερβολικής μορφής. Το μαθηματικό ομοίωμα μπορεί να περιγράψει τα φαινόμενα διάθλασης, περίθλασης, ρηχότητας και ανάκλασης των κυματισμών. Η απώλεια της ενέργειας των κυματισμών, κυρίως λόγω της θραύσης τους, σε -180-
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι συνδυασμό με την επίδραση των φαινόμενων της διάθλασης και περίθλασης, οδηγεί στην δημιουργία παράκτιων κυματογενών ρευμάτων. Η θεωρητική ανάλυση των κυματογενών ρευμάτων εφαρμόζεται στο μοντέλο WICIR (Wave Induced CIRculation) από το οποίο προκύπτει το πεδίο των πρωτογενών ταχυτήτων νερού. Από τη συνδυασμένη αυτή δράση κυμάτων-ρευμάτων προκύπτουν βάσει του μοντέλου στερεομεταφοράς SEDTR (SEDiment TRansport) τα φορτία πυθμένα και σε αιώρηση στη στήλη του νερού και τελικά οι μορφολογικές μεταβολές της στάθμης του πυθμένα λόγω διαβρώσεων-αποθέσεων. 3. Αποτελέσματα Οι μαθηματικές προσομοιώσεις περιλαμβάνουν τις 6 διευθύνσεις ανέμου που επηρεάζουν την περιοχή μελέτης (Δ, ΒΔ, Β, ΒΑ, Α, ΝΑ). Σαν δεδομένα εισόδου χρησιμοποιήθηκαν τα αντίστοιχα σημαντικά ύψη κύματος που προέκυψαν από στοιχεία κύματος της περιόδου 1999-2005. Σημειώνεται ότι η συμμετοχή της στερεοπαροχής των χειμάρρων της περιοχής είναι αμελητέα όποτε δεν λαμβάνεται υπόψη στην προσομοίωση. Ο κάναβος που εφαρμόστηκε καλύπτει μια περιοχή (Εικ. 3) 5075x1955m με σταθερό βήμα διακριτοποίησης dx=dy=5m. Εικ. 3: Βαθυμετρία υπολογιστικού κανάβου. Στη συνέχεια παρουσιάζονται, ενδεικτικά, τα αποτελέσματα μεταβολής της στάθμης πυθμένα κατά την πνοή ΒΔ και Α ανέμου (Εικ. 4) στην περιοχή του ακρωτηρίου. Παρατηρούμε ότι λόγω πνοής ΒΔ ανέμου έχουμε εκτεταμένη διάβρωση της ακτής δυτικά του ακρωτηρίου, η οποία εκτείνεται και μέχρι το βορειότερο άκρο (Εικ. 4α). Υλικό αποτίθεται νοτιότερα, με τις τάσεις αυτές απόθεσης όμως να είναι κατά πολύ περιορισμένες σε σχέση με τις διαβρωτικές. Η παράκτια στερεομεταφορά στην περίπτωση πνοής Α ανέμου (Εικ.4β) συνίσταται σε διάβρωση της βορειοανατολικής περιοχής, ενώ απόθεση του υλικού αυτού γίνεται στην δυτική πλευρά του ακρωτηρίου, περιοχή έντονης κλίσης πυθμένα και συνεπώς θέσεις στις οποίες το υλικό χάνεται και δεν μπορεί να επανέλθει στον επόμενο κύκλο. Διαβρώσεις παρατηρούνται επίσης και στη θέση του λιμένα της ανατολικής ακτής με αποθέσεις στην παράκτια περιοχή στα βόρειά του. Οι επικρατέστεροι άνεμοι στην περιοχή μελέτης είναι αυτοί του δυτικού τομέα (Δ, ΒΔ). Τα προκαλούμενα από αυτούς του ανέμους θαλάσσια ρεύματα, σύμφωνα με τις μαθηματικές προσομοιώσεις, προξενούν σημαντικές διαβρώσεις στην δυτική πλευρά, κυρίως της μύτης του ακρωτηρίου. Ισχυρότεροι άνεμοι με μικρότερη όμως συχνότητα εμφάνισης σε σχέση με τους προηγούμενους είναι αυτοί του ανατολικού τομέα, οι οποίοι προέκυψε από τις προσομοιώσεις ότι προκαλούν αποθέσεις στην ίδια περιοχή που οι δυτικοί και βορειοδυτικοί προκαλούν διάβρωση (δυτικά της μύτης του ακρωτηρίου), ενώ ταυτόχρονα προκαλούν διαβρώσεις στην ανατολική περιοχή του ακρωτηρίου. Η σχετική ισορροπία αυτή, που προκαλείται από τα δυτικά με πιο συχνούς ανέμους και από τα ανατολικά με πιο ισχυρούς άνεμους, έχει σαν αποτέλεσμα την μεταφορά υλικού από τα δυτικά προς τα ανατολικά και από τα δυτικά προς τα ανατολικά περιμετρικά της μύτης του ακρωτηρίου, αντίστοιχα. -181-
9 th Symposium on Oceanography & Fisheries, 2009 - Proceedings, Volume Ι Εικ. 4: Θέσεις αποθέσεων-διαβρώσεων κατά την πνοή ΒΔ (α) και Α (β) ανέμου. Οι θέσεις διαβρώσεων σχεδιάστηκαν με συμπαγή σκίαση και συνεχή γραμμή, ενώ οι θέσεις αποθέσεων με διαγραμμισμένη σκίαση και διακεκομμένη γραμμή. 4. Συμπεράσματα - Συζήτηση Από την παραπάνω ανάλυση είναι εμφανής η παλινδρομική κίνηση των φερτών στην παράκτια ζώνη κατά την εναλλαγή ανέμων δυτικού (επικρατούντες το καλοκαίρι) και ανατολικού τομέα (επικρατούντες το χειμώνα) στον ετήσιο κύκλο. Οι διαπιστώσεις αυτές σχετικά με τη δυναμική της περιοχής βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία με τη διαμόρφωση της ακτογραμμής, όπως αυτή προκύπτει από τις αποτυπώσεις της σε διάφορα έτη και εποχές (Εικ. 1). Η μείωση των ποσοτήτων των ιζημάτων που ακολουθούσαν την παραπάνω παράκτια δυναμική συντελέσαν στα έντονα φαινόμενα της διάβρωσης της ακτής στο βόρειο και ανατολικό της τμήμα. Η διαταραχή του ισοζυγίου ιζημάτων της παραλίας προήλθε από ανθρωπογενείς παρεμβάσεις, που περιλαμβάνουν την επέκταση του δομημένου περιβάλλοντος στις δυτικές ακτές της πόλης της Ρόδου, τη χωρίς σχεδιασμό -ενίοτε και αυθαίρετη- κατασκευή εγκάρσιων προς την ακτή προβόλων για δημιουργία ευρύτερων παραλιών μπροστά από τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα της δυτικής ακτής και τις ανεξέλεγκτες αμμοληψίες υλικών της παραλίας κοντά στον Φάρο έως τη δεκαετία του 1980. Οι δράσεις αυτές είχαν ως συνέπεια αφενός τη μείωση των ποσοτήτων ιζημάτων που μετακινούνταν κατά τους καλοκαιρινούς μήνες από δυτικά προς ανατολικά και αφετέρου την απόθεση των υλικών που τίθενται σε κίνηση κατά τους χειμερινούς μήνες από ανατολικά προς δυτικά, σε μεγάλα βάθη στην απότομης κλίσης δυτική παράκτια ζώνη, καθιστώντας το ισοζύγιο ελλειμματικό. Ο σχεδιασμός μέτρων αντιμετώπισης για την αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να γίνει υπό το πρίσμα περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών κριτηρίων. Η εκτεταμένη τουριστική χρήση της παραλίας δυτικά και ανατολικά του ακρωτηρίου του Φάρου καθίσταται περιοριστικός παράγοντας στην εκτέλεση έργων προστασίας της ακτής. Σε συνδυασμό δε με περιβαλλοντικά κριτήρια, θέτει ως προτεραιότητα τη διατήρηση της παραλίας στην όσο γίνεται φυσική της κατάσταση. Οι απαιτήσεις αυτές καθιστούν την κατασκευή τεχνικών έργων προστασίας πάνω στην ακτή ή κατά μήκος αυτής απορριπτέα, εφόσον θα υποβάθμιζαν αισθητικά και τουριστικά την περιοχή και θα είχαν αρνητικές συνέπειες στο θαλάσσιο περιβάλλον. Αντιμετώπιση του προβλήματος με κατασκευή τεχνικών έργων κάθετων (βραχίονες) ή παράλληλων (κυματοθραύστες) προς την ακτή, έξαλων ή και ύφαλων δεν είναι εφικτή στην περίπτωση της περιοχής μελέτης, αφού για την αποτελεσματική εφαρμογή τους απαιτείται ο εγκλωβισμός του ακρωτηρίου περιμετρικά με έργα. Κατά μήκος όμως της δυτικής ακτής, η απότομη κλίση πρανούς του πυθμένα συνεπάγεται έδραση τέτοιων έργων σε ιδιαίτερα μεγάλα βάθη, και συνεπώς εκτίναξη του κόστους κατασκευής. Ακόμα και αν επιλεγόταν η κατασκευή τέτοιων έργων από την ανατολική μόνο πλευρά του ακρωτηρίου, παρά την αμφίβολη αποτελεσματικότητά τους, περιβαλλοντικά και οικονομικά κριτήρια καθιστούν τη λύση απορριπτέα. Αφενός το μεγάλο σημαντικό ύψος κύματος στην περιοχή (5-6m, Διακογεωργίου, 1998) οδηγεί σε αύξηση του κόστους κατασκευής και αφετέρου η μείωση της υδάτινης κυκλοφορί- -182-
9 ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ωκεανογραφίας & Αλιείας 2009 - Πρακτικά, Τόμος Ι ας στη σκιά ή στα ανοίγματα τέτοιων έργων (αναλόγως αν πρόκειται για έργα παράλληλα ή κάθετα προς την ακτή) οδηγεί σε υποβάθμιση της ποιότητας του θαλάσσιου περιβάλλοντος στις θέσεις, με μείωση της οξυγόνωσης. Υπό το πρίσμα αυτό προτείνεται ο περιοδικός τεχνητός εμπλουτισμός της ανατολικής ακτής του ακρωτηρίου εφόσον δεν προκαλεί καμία περιβαλλοντική επίπτωση, αποκαθιστά το ανθρωπογενώς διαταραγμένο περιβάλλον και αποτελεί την οικονομικότερη αλλά και την πιο ενδεδειγμένη αισθητικά λύση. Η τροφοδοσία της ακτής θα πρέπει να φτάσει στο βάθος των 5-6m, ούτως ώστε να καλυφθεί η ζώνη θραύσης των κυματισμών. Η απόθεση των υλικών τροφοδοσίας προτείνεται να γίνει σε τρεις εγκάρσιους προς την ακτή διαδρόμους, πλάτους 20m ο καθένας, η θέση των οποίων φαίνεται στην Εικόνα 5, και αυτό γιατί, παρόλο που τα υλικά τους θα μεταφερθούν από την κυματική δράση, ανανεώνοντας παράλληλα το ελλειμματικό ισοζύγιο της ανατολικής ακτής, υπολειμματικά υλικά στον βυθό θα λειτουργήσουν ως υποθαλάσσιοι χερσόνησοι και θα συντελέσουν στην μείωση της κυματικής δράσης. Στο έργο εκτός από την απόθεση του υλικού θα πρέπει να σχεδιαστεί και η παρακολούθησή του και επαναπλήρωση υλικού στην περίπτωση που απαιτηθεί. Εάν μετά τον πρώτο χρόνο διαπιστωθεί μεγάλη απώλεια, προτείνεται ο δεύτερος κύκλος εμπλουτισμού να συνδυαστεί με κατασκευή τεχνητών υφάλων από φυσικούς ογκόλιθους παράλληλα προς την ακτή και κατά μήκος της ζώνης σκληρού υποστρώματος στο βάθος των 7-8m, ούτως ώστε να έχουμε μια πρώτη θραύση των κυματισμών και απώλεια κυματικής ενέργειας. Εικ. 5: Θέσεις βαθυμετρικών τομών και σχεδιασμός του τεχνητού εμπλουτισμού της ακτής με απόθεση του υλικού τροφοδοσίας σε 3 διαδρόμους. 5. Βιβλιογραφικές Αναφορές Βερύκιου ΠΑπασπυριδάκου, Ε., Μπαθρέλλος, Γ. & Σκυλοδήμου, Χ. 2004. Φυσικογεωγραφικές παρατηρήσεις της παράκτιας ζώνης της βορειοανατολικής Ρόδου. Συνέδριο της Ελλ. Γεωλ. Εταιρείας, τ. XXXVI., σ.38, Θεσσαλονίκη. Διακογεωργίου, Γ., 1998. Οριστική μελέτη δικτύου και αντλιοστασίου θαλασσίου ύδατος - Τεχνική Έκθεση. Karambas Th., 1999. Numerical simulation of linear wave propagation, wave-induced circulation, sediment transport and beach evolution. p.253-274. In:/ Coastal Engineering and Marina Developments/, C.A. Brebbia & P. Anagnostopoulos (Eds), WIT Press. -183-