ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ά ΜΕΡΟΣ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ

Σχετικά έγγραφα
ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Taxlive - Επιμόρφωση Λογιστών Λογιστικά Προγράμματα & Υπηρεσίες Λογιστικής Ενημέρωσης

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. «Εφαρμογή του π.δ. 219/1991 στον ναυτικό πράκτορα»

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Θέμα : Η αρνητική αναθεώρηση ανατρέπει το δικαιοπρακτικό θεμέλιο των δημοσίων συμβάσεων στα έργα. Απαιτείται νομοθετική ρύθμιση.

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΠΟΛ 1179/2016. Φορολογικά θέματα ΚΤΕΛ ΑΕ των περιπτώσεων α και β της παρ. 2 του άρθρου 3 του Ν.2963/2001. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Αθήνα, 17 Νοεμβρίου 2016

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

EIOPA-17/651 4 Οκτωβρίου 2017

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Ο διαχειριστής της γερμανικής ΕΠΕ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΟΟΤΗΜΕΝΟΥ ΠΩΛΗΤΟΥ. Στην Αθήνα σήµερα την... του µηνός...του έτους... ηµέρα... µεταξύ των :

ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΕΤΑΙΡΙΕΣ. Ομόρρυθμη εταιρεία (Ο.Ε.)

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΗ-ΛΟΓΙΣΤΗ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΘΕΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΟΡΚΩΤΟΥ ΕΛΕΓΚΤΗ ΛΟΓΙΣΤΗ.

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΙΣΗΓΗΣΗΣ. Η εισήγηση του Δρος. Δημ. Β. Κουτσούκη ( με θέμα

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ (θεωρητική προσέγγιση και πρακτικές εφαρμογές)

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΕΤΕΡΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «CETA ALMA & ΣΙΑ Ε.Ε» ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΥ

Θέμα: «Δημόσια Διαβούλευση Κώδικα Προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας».

αναφορικά με τους ειδικούς συνεργάτες των νέων Περιφερειαρχών, δεν προβλέφθηκε αντίστοιχη αρμοδιότητα εξαίρεσης από την αναστολή.

Υ Π Ο Δ Ε Ι Γ Μ Α Σ Υ Μ Β Α Σ ΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ. για (περιγραφή αντικειμένου σύμβασης) για την κάλυψη αναγκών της Βουλής.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Οι πρόσφατες νομοθετικές εξελίξεις στις επαγγελματικές μισθώσεις,

Ο Δήμαρχος, ως εκπρόσωπος του Δήμου, βάσει του άρθρου 58 παρ.1 α Ν.3852/2010, και έχοντας υπόψη:

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΝΟΜΟΣ ΥΠ ΑΡΙΘΜ. 3525/2007 (ΦΕΚ Α 16/ )

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...VII

ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

ΝΟΜΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ Θεωρία και πράξη

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΟΥ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΒΛΕΨΗΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΘΕΜΑ: Αναφορά του κ... (αρ. πρωτ. εισερχ / ).

«ΠΛΑΣΤΙΚΑ ΘΡΑΚΗΣ Α.Β.Ε.Ε.» ΑΡ.Γ.Ε.ΜΗ ΕΚΤΑΚΤΗ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΜΕΤΟΧΩΝ της 2 ας Νοεμβρίου 2017, ημέρα Πέμπτη και ώρα 12:30

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

σχέσης εξαρτημένης εργασίας, προσλαμβάνεται προσλαμβάνεται οι συνθήκες πραγματικής απασχόλησης bareboat charter skippered charter

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΡΥΘΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ «ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΕΩΡΓΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» ΚΑΙ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΥ ΑΦΜ

Οι διατάξεις της εμπορικής αντιπροσωπείας και το ζήτημα της αναλογικής εφαρμογής τους στη

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Π.Δ. 261/97 (ΦΕΚ 186 Α')

ATHOS ASSET MANAGEMENT Α.Ε.Δ.Α.Κ. Πολιτική Αποφυγής Σύγκρουσης Συμφερόντων

ΝΟΜΟΣ 2819/2000(ΦΕΚ 84 Α /15 Mαρτίου 2000)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Συντάκτης: Κων/νος Κωνσταντέλλος, (Δικηγόρος ειδικευθείς στο Ιδιωτικό Δίκαιο)

PRODUCT PROFILE ΕΊΣΠΡΑΞΗ ΛΗΞΙΠΡΌΘΕΣΜΩΝ ΑΠΑΙΤΉΣΕΩΝ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΕΞ. ΕΠΕΙΓΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΩ ΙΚΑ ΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος...V Συντομογραφίες...XV Βιβλιογραφία (επιλογή)... XIX

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ. Εταίροι: Νοµικός Ιωάννης του Μηνά, και Αλκης Κορνήλιος του ηµητρίου. Άρθρο 1

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΒΕΛΤΙΩΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΘΕΜΑ «Σύναψη σύμβασης υπεργολαβίας Προϋποθέσεις νομιμότητας» Για τη νόμιμη σύναψη σύμβασης υπεργολαβίας - δηλαδή σύμβασης με την

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

Ν. 4568/2018 (Α 178) Για τις Αστικές Οδικές Επιβατικές Μεταφορές

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΙΙ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Transcript:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ά ΜΕΡΟΣ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις-έννοια πρακτορείας.3 2. Χαρακτηριστικά στοιχεία της πρακτορείας...6 3. Αντικείμενο της πρακτορείας. 8 4. Περιπτώσεις μη πρακτορείας..10 5. Νομική φύση της πρακτορείας. 11 6. Τύπος της σύμβασης πρακτορείας...16. 7.Ο πράκτορας ως βοηθητικό πρόσωπο του εμπορίου....16 8. Η Ευθύνη του πράκτορα...18 9. Λύση της σύμβασης πρακτορείας...19 10. Αποζημίωση πελατείας του πράκτορα...21 Β ΜΕΡΟΣ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΧΟΡΗΓΙΑΣ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις..22 2. Η νομική αντιμετώπιση της σύμβασης sponsoring..26 Εφαρμοστέοι κανόνες. 2.1 Η νομική φύση της σύμβασης.26 1

2.2 Αντικείμενο των υποχρεώσεων.29 2.3.To Sponsoring ως αρρύθμιστη στο νόμο σύμβαση -...32 Προσέγγιση του προβλήματος 3. Συνήθεις ρήτρες στη σύμβαση Sponsoring..36 4. Τα επιμέρους είδη του Sponsoring.38 1. Το αθλητικό Sponsoring (Sportsponsoring).38 Α. Sponsoring επαγγελματιών αθλητών...39 Β. Sponsoring ερασιτεχνών αθλητών 41 Γ. Περιορισμοί του αθλητικού Sponsoring.41 Δ. Αθλητικό Sponsoring και δίκαιο του ανταγωνισμού 44 2. Το πολιτιστικό Sponsoring..45 3. Το κοινωνικό Sponsoring.48 4. Το «περιβαλλοντικό» Sponsoring 49 5.Το ραδιοτηλεοπτικό Sponsoring... 50 Επίλογος 57 2

Α ΜΕΡΟΣ Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ 1.Εισαγωγικές παρατηρήσεις-έννοια της πρακτορείας Στον κατάλογο των εμπορικών πράξεων του άρθρου 2 του ν.δ. για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων περιλαμβάνεται και κάθε πράξη πρακτορείας. Γι αυτήν όμως δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις στον ΕμπΝ, αλλά ούτε και ο ΑΚ περιέλαβε επώνυμη ρύθμιση για την πρακτορεία ως σύμβαση. Έτσι επιστήμη και νομολογία βρέθηκαν σε αμηχανία να διατυπώσουν κάποιο ειδικό προσδιορισμό της έννοιας της πρακτορείας καθώς και να δυσκολία να εμφανίσουν τα διαχωριστικά όρια των δραστηριοτήτων του πράκτορα με εκείνα του μεσίτη ή του παραγγελιοδόχου. Επιχείρηση πρακτορείας κατά τη κρατούσα άποψη είναι η έναντι ανταλλάγματος ανάληψη υποχρέωσης παροχής στο κοινό κάθε φύσης ιδιωτικών υπηρεσιών. 1 Πρακτορεία λοιπόν είναι η δραστηριότητα με βάση την οποία ένα πρόσωπο ο πράκτορας, ο οποίος ενεργεί επιχειρηματικά αναλαμβάνει να επιμελείται συγκεκριμένες υποθέσεις άλλων προσώπων των πελατών του. Βασικό χαρακτηριστικό της επιχείρησης πρακτορείας είναι η επιμέλεια ιδιωτικών υποθέσεων τρίτων προσώπων, η παροχή δηλαδή στο κοινό υπηρεσιών που έχουν ιδιωτικό χαρακτήρα Σύμφωνα με άλλη άποψη η επιχείρηση πρακτορείας είναι η διενέργεια υλικών πράξεων ή η σύναψη δικαιοπραξιών στο όνομα του εντολέα του. Υποστηρίχτηκε και η άποψη ότι στην ουσία η ύπαρξη αυτών των διαφορετικών ορισμών για την επιχείρηση πρακτορείας δεν οδηγεί σε διαφορετικά αποτελέσματα καθώς κατά κανόνα με τη παροχή υπηρεσιών δεν εννοείται 2. 3 1 Βλ. Βελέντζας Γ., Επίτομο εμπορικό δίκαιο, 2007, σελ. 42, Περάκης Ε., Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, 2000, σελ. 187, Ψυχομάνης Σπ., Εμπορικό δίκαιο, γενικό μέρος, σελ. 116, Τσιριντάνης Α., Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 62,63, Ρόκας Ι., Εμπορικό δίκαιο, γενικό μέρος, 1999 σελ. 58 2 Βλ. Σκαλίδης Λ., Στοιχεία Εμπορικού Δικαίου, 1983, σελ. 162, Ρόκας Ι., ό.π. σελ. 58 3 Βλ. Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, 1984, σελ. 52, Λιακόπουλος Θ., Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου ΙΙ, Γενικό Μέρος-Εμπορικές Συμβάσεις, 1997, σελ. 82 3

τίποτα άλλο από την σύναψη δικαιοπραξιών ή την διενέργεια νομικών πράξεων 4. Τα εννοιολογικά στοιχεία της πρακτορείας έτσι είναι τα ακόλουθα: α) η παροχή υπηρεσιών στο κοινό ή αλλιώς η σύναψη δικαιοπραξιών και κατάρτιση υλικών πράξεων. Η φύση των πράξεων που αναλαμβάνει ο πράκτορας δεν παίζουν κανένα ρόλο, μπορεί δηλαδή να είναι εμπορικής αλλά και αστικής φύσης. Έτσι και ο πράκτορας αγορών και πωλήσεων ακινήτων, εκκαθάρισης κληρονομιών μπορεί να χαρακτηριστεί έμπορος. 5 β) η κατάρτιση των συμβάσεων με τρίτους γίνεται στο όνομα του εντολέα του πράκτορα και όχι στο δικό του. γ) η παροχή των υπηρεσιών γίνεται πάντοτε με αμοιβή, αντάλλαγμα που ονομάζεται προμήθεια, για να υπάρχει η απαιτούμενη εμπορική λογική. δ) η παροχή των υπηρεσιών μπορεί να απευθύνεται όχι μόνο στο κοινό (κρατούσα άποψη) αλλά και σε περιορισμένο κύκλο προσώπων ακόμα και σε συγκεκριμένο έμπορο καθώς ο νόμος δεν κάνει καμιά διάκριση για το αν ο πράκτορας προσφέρει τις υπηρεσίες του στο κοινό ή μόνο σε ορισμένο πρόσωπο. Αρκεί ο πράκτορας να διατηρεί την ανεξαρτησία του και να μην εντάσσεται στο προσωπικό του πρακτορευόμενου. Η παροχή υπηρεσιών προς το κοινό αποτελεί εξειδίκευση της γενικής προϋπόθεσης της εμπορικότητας, που είναι η δράση στην αγορά. 6 Μία άποψη η οποία δεν συνάδει με την θέση της επιστήμης και της νομολογίας ορίζει την επιχείρηση πρακτορείας ως εμπορική πράξη κατά την οποία ο πράκτορας αναλαμβάνει έναντι του αντισυμβαλλόμενου και με αμοιβή την υποχρέωση να επιμελείται εν όλο ή εν μέρει των εμπορικών του υποθέσεων σε ένατόπο με δικήτου οργάνωση. Ταυτίζεται έτσι η πρακτορεία με τη εμπορική αντιπροσωπεία. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος ενεργεί με δική του αυτοτελή και ανεξάρτητη επιχείρηση και όχι στα πλαίσια της επιχείρησης του αντιπροσωπευόμενου ως υπαλλήλου του με σχέση εξαρτημένης εργασίας. Ο παραπάνω ορισμός στηρίζεται στην άποψη ότι τόσο στο ελληνικό δίκαιο στο 4 Βλ. Βερβεσός Ν. Οι ταχυδρομικοί πράκτορες, ΕΕμπΔ, 2006, σελ. 546,547, Περάκης Ευαγγ., ό.π. σελ.188 5 Βλ. Βερβεσός Ν., ό.π. σελ. 547, Καραβάς Κ.,Εμπορικόν Δίκαιον, 1947, σελ. 295, Κροκίδας Σ., Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, 1926, σελ. 34, Περάκης, ό.π. σελ. 188 6 Βλ. Περάκης Ευαγγ., Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου, 2000, σελ. 190 4

άρθρο 2 του ν.δ περί αρμοδιότητας εμποροδικείων που γίνεται λόγος για επιχείρηση πρακτορείας, όσο και στο γερμανικό και γαλλικό δίκαιo, οι όροι αυτοί υπόκεινται στην εμπορική αντιπροσωπεία. Όπως προαναφέρθηκε κατά την κρατούσα αντίληψη πρακτορεία είναι η με αντάλλαγμα ανάληψη παροχής στο κοινό πάσης φύσης ιδιωτικών υπηρεσιών, ενώ ο πράκτορας συναλλάσσεται πάντοτε στο όνομα των πελατών του. 7 Υποστηρίχθηκε όμως και η άποψη ότι η παροχή υπηρεσιών προς το κοινό, δηλαδή προς ακαθόριστο αριθμό προσώπων, δεν είν αι στοιχείο της πρακ τορείας, αφού κ ατά εμπειρικ ή παρακολούθηση δεν αποκλείεται ο πράκτορας να παρέχει τις υπηρεσίες του σε μία ή σε ορισμένες επιχειρήσεις και όχι στο κοινό 8. Η εννοιολογική αυτή σύγχυση φαίνεται μάλλον ότι οφείλεται στην παράληψη του ελληνικού κειμένου του άρθρου 2 του ν.δ. για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων της συνεχόμενης προς την πρακτορεία «επιχείρηση των γραφείων υποθέσεων», η οποία όμως αναφέρεται και γερμανικό δίκαιο και στο γαλλικό κείμενο που είναι αυξημένης ισχύος. Στην Ελλάδα υπήρχαν γνώμες σύμφωνα με τις οποίες τα λεγόμενα γραφεία υποθέσεων αποτελούν απλώς τον συνήθη τρόπο άσκησης της πρακτορείας με λειτουργία γραφείου ή ότι είχαν ακριβώς την ίδια έννοια με την επιχείρηση πρακτορείας, με αποτέλεσμα το περιεχόμενο της επιχείρησης που παραλήφθηκε να αποδοθεί στην επιχείρηση πρακτορείας. Τα παραπάνω όμως δεν γίνονται αποδεκτά από τους υποστηριχτές της άποψης ότι η πρακτορεία πρέπει να έχει συντομότερο φάσμα και περιεχόμενο, καθώς γι αυτούς ο όρος «επιχείρηση γραφεία υποθέσεων» δεν αποτελεί επεξήγηση της πρακτορείας, αλλά αυτοτελή επιχείρηση με δικό της περιερχόμενο και θέση στον χώρο των επαγγελμάτων παροχής υπηρεσιών. 9 Είναι πολύ πιθανό η σύγχυση αυτή ναέχει υπόβαθρο την εμφάνιση παλαιότερα στις συναλλαγές εμπόρων που αυτοανακηρυθήκαν πράκτορες, ασκώντας πρακτορεία πάσης φύσης υποθέσεων του κοινού, καθώς και την σημερινή εμφάνιση δραστηριοτήτων που δεν αποτελούν εμπορική 7 Βλ. Ψυχομάνης Σπ., Εμπορικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 2004, σελ. 115,116 8 Σιαμπάνης Δ., Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 88 9 Βλ. Ψυχομάνης Σπ., ό.π. σελ 117, 118, Τσιριντάνης Α., Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 64, Λιακόπουλος Θ., Γενικό εμπορικό δίκαιο σελ.57, Καραβάς Κ., ό.π. σελ. 294 5

αντιπροσωπεία αλλά παροχή υπηρεσιών στο κοινό, όπως συμβαίνει με τα ταξιδιωτικά πρακτορεία. Κρίθηκε αναγκαίος ο διαχωρισμός της έννοιας της πρακτορείας και της έννοιας της παροχής υπηρεσιών στο κοινό σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη που θεωρεί ότι η πρακτορεία αποτελεί παροχή επ αμοιβή υπηρεσιών στο κοινό. Έτσι πρακτορεία είναι στην ουσία σχέση εμπορικής δραστηριότητας και αποτελεί την ανάληψη με αμοιβή από τον πράκτορα (αντιπρόσωπο) της διαρκούς επιμέλειας των υποθέσεων του αντιπροσωπευόμενου σε συγκεκριμένο τόπο, με δική του επιχείρηση. Σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό η πρακτορεία ως εμπορική πράξη είναι μια διαρκής ενοχική σχέση. Δεν είναι επομένως εμπορική η μεμονωμένη πράξη αντιπροσώπευσης αλλά μόνο αν εντάσσεται στα πλαίσια της δράσης του εμπορικού αντιπροσώπου. Αν αντιπροσωπεύει περισσότερες επιχειρήσεις, τότε υφίστανται περισσότερες συμβάσεις πρακτορείας. Ο πράκτορας έχει την δική του επιχείρηση για την διαχείριση των υποθέσεων του αντιπροσωπευόμενου, ενώ απέναντι στους τρίτους εμφανίζεται ως άμεσος ή έμμεσος αντιπρόσωπος του παραγγέλοντος για την κατάρτιση δικαιοπραξιών ή ως απλός μεσίτης ή εργολάβος. Ο αντιπροσωπευόμενος ασκεί εμπορική δραστηριότητα στα πλαίσια της οποίας ενεργεί ο πράκτορας βοηθητικά. Από την άλλη ο ορισμός που δίνουν στην παροχή υπηρεσιών στο κοινό είναι ότι συνίστανται σε κάθε πράξη με την οποία παρέχεται έργο ή ανεξάρτητη εργασία ή φύλαξη ή άλλης μορφής υπηρεσία σε οποιοδήποτε πρόσωπο την ζητά, πρόκειται δηλαδή για την εμπορική πράξη ανάληψης υποχρέωσης για παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας σε άλλον από πρόσωπο που ενεργεί επαγγελματικά, σχηματίζοντας το εμπορικό του επάγγελμα. 10 1.2. Χαρακτηριστικά στοιχεία πρακτορείας Καταρχήν η πρακτορεία αποτελεί εμπορική πράξη και μάλιστα αντικειμενική εμπορική πράξη. Συγκεκριμένα το άρθρο 2 του β.δ περί αρμοδιότητας των εμποροδικείων ορίζει ότι «ο νόμος θεωρεί εμπορική πράξη 10 Βλ. Ψυχομάνης Σπ., ό.π. σελ. 118, 119, 129 6

πάσαν επιχείρησην πρακτορείας». Εν συνεχεία τα άρθρα 2 και 3 του παραπάνω ν.δ απαριθμούν μια σειρά από εμπορικές δραστηριότητες άλλοτε άμεσα σαν εργασίες και σαν επιχειρήσεις όπως είναι η επιχείρηση πρακτορείας και άλλοτε έμμεσα σαν πράξεις που μπορούν να σχηματίσουν επάγγελμα. Η επιχείρηση πρακτορείας αποτελεί γενικότατη εμπορική πράξη, την κατεξοχήν πράξη παροχής ιδιωτικών υπηρεσιών, ό,τι αποτελεί η αγορά προς μεταπώληση για το εμπόριο αγαθών. Ως «επιχείρηση» η πρακτορεία θα αποτελεί τότε μόνο εμπορική πράξη, όταν έχει τα χαρακτηριστικά της εμπορικότητας, ιδίως όταν αποτελεί εξωτερική πράξη στην αγορά. 11 Στο β.δ για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων απαριθμούνται με περιοριστικό τρόπο ποιες πράξεις ο νόμος χαρακτηρίζει ως αντικειμενικά εμπορικές πράξεις. Επομένως και η πρακτορεία ως ειδικά μνημονευόμενη στο β.δ για την αρμοδιότητα των εμποροδικείων αποτελεί αντικειμενικά εμπορική πράξη. 12 Η επιχείρηση πρακτορείας χαρακτηρίζεται ως πρωτότυπα εμπορική πράξη γιατί έχει τον εμπορικό της χαρακτήρα από μόνη της και δεν τον παίρνει από αλλού όπως π.χ. από το πρόσωπο που την ενεργεί. Διακρίνεται δε σε αμφιμερής ή μονομερής εμπορική πράξη ανάλογα αν αποτελεί εμπορική πράξη και για τα δύο μέρη και για τα δύο πρόσωπα ανάμεσα στα οποία δημιουργήθηκαν έννομες σχέσεις ή μόνο για το ένα από αυτά. Η πρακτορεία αποτελεί εμπορική δραστηριότητα με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών. Ανάλογες δραστηριότητες αποτελούν η παραγγελία και η παραγγελία μεταφοράς, η μεσιτεία, η εμπορική αντιπροσωπεία και η διενέργεια πλειστηριασμών. Τέλος, ανάλογα με τον στιγμιαίο ή διαρκή χαρακτήρα της η πρακτορεία διακρίνεται σε στιγμιαία σύμβαση όταν η υποχρέωση του πράκτορα συνίσταται στην στιγμιαία ή στην εφάπαξ πρακτόρευση του επιχειρηματία σε συγκεκριμένη συναλλαγή ή υπόθεση του με τρίτους και σε διαρκή σύμβαση όταν η υποχρέωση του πράκτορα είναι η παροχή προς το κοινό υπηρεσιών 11 Βλ. Περάκης Ευαγγ.,Γενικό Μέρος Εμπορικού Δικαίου, 2000, σελ. 187 12 Αντικειμενικά εμπορικές είναι οι πράξεις που ο νόμος τις χαρακτηρίζει εμπορικές ανεξάρτητα από το πρόσωπο και το λόγο που αυτό τις επιχειρεί. 7

κατά τρόπο συνεχή ή επαναλαμβανόμενο. Στην δεύτερη περίπτωση κατά τη κρατούσα άποψη η πρακτορεία ταυτίζεται με τη εμπορική αντιπροσωπεία. 13 2.1.Αντικείμενο πρακτορείας Αντικείμενο της επιχείρησης πρακτορείας είναι η με αντάλλαγμα ανάληψη υποχρέωσης παροχής στο κοινό κάθε φύσης ιδιωτικών υπηρεσιών. Έτσι το περιεχόμενό της καθίσταται ευρύτατο 14, από το οποίο καλύπτονται σχεδόν όλες εκείνες οι δραστηριότητες, οι οποίες αποτελούν παροχή υπηρεσιών 15. Επιχείρηση πρακτορείας αποτελεί η διενέργεια πράξεων εκτελέσεως υποχρεώσεων του πρακτορευμένου στο όνομα του προς τρίτους, όπως είναι η παράδοση φορτίου από πράκτορα του μεταφορέα στον ναυλωτή και η πληρωμή από πράκτορα του οφειλέτη στον δανειστή του, η άσκηση δικαιωμάτων έκδοσης τιμολογίων και είσπραξη τους, η είσπραξη απαιτήσεων (π.χ factoring), η συλλογή εμπορικών πληροφοριών και συμβουλών, η διαχείριση υποθέσεων, η μέριμνα για την τοποθέτηση κεφαλαίων, η ενέργεια διαφημίσεων, η τοποθέτηση υπαλλήλων και υπηρετών, η μετάφραση ή δακτυλογράφηση εγγράφων, η διεκπεραίωση αλληλογραφίας, η κατάθεση σημάτων, η επιμέλεια απονομής δικαιωμάτων ευρισιτεχνείας, η μέριμνα για την εγγραφή συνδρομητών σε εφημερίδες και περιοδικά, η οργάνωση τελετών ή ακόμα και κηδειών, η παροχή πάσης φύσης συμβουλών και πληροφοριών ακόμα και μέσω ιδιωτικής αστυνομικής παρακολούθησης, η σύναψη συμβάσεων του πρακτορευόμενου από τον πράκτορα ως πληρεξούσιο του π.χ. τα ταξιδιωτικά γραφεία συνάπτουν συμβάσεις στο όνομα των μεταφορέων 16. 13 Βλ. Βερβεσός Ν., Οι ταχυδρομικοί πράκτορες, ΕΕμπΔ, 2006, σελ. 548, Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, 1991, σελ. 381 14 Παρ. Ψυχομάνης Σπ. Εμπορικό δίκαιο-γενικό μέρος, σελ. 117, όπου η επιχείρηση πρακτορείας έχει γνωρίσει μία αδικαιολόγητη διεύρυνση και ότι εν προκειμένω δεν πρόκειται στην ουσία για τίποτε άλλο παρά για εμπορική αντιπροσωπεία. 15 Ρόκας Νικ., Στοιχεία εμπορικού δικαίου (γενικό μέρος-εμπορικές συμβάσεις), σελ. 58, Σιαμπάνης Δ., Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 88 16 Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, τομ. 1, τευχ 1, σελ 83-85, Λιακόπουλος Θ, Γενικό εμπορικό δίκαιο, σελ. 83-85, 93 8

Ειδικότερα τα ταξιδιωτικά γραφεία αναλαμβάνουν μια σειρά από υποθέσεις για την οργάνωση ταξιδιών, όπως την αγορά εισιτηρίων, την παροχή πληροφοριών, τις μετακινήσεις σε ξενοδοχεία, την διενέργεια των νόμιμων διατυπώσεων για την απόκτηση ξένου συναλλάγματος, την θεώρηση διαβατηρίων κ.λ.π 17. Επίσης πράκτορας είναι και ο εκδότης εφημερίδων, περιοδικών εφόσον ασκεί το επάγγελμα του κατ επιχείρηση και η εφημερίδα του λειτουργεί και με τις εισπράξεις από τις καταχωρημένες αγγελίες και διαφημίσεις. 18 Ως επιχείρηση πρακτορείας αντιμετωπίζονται οι ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες που περιλαμβάνουν την σταθερή και κινητή τηλεφωνία, την ISDM μεταφορά δεδομένων, την τηλεειδοποίηση (paging), την εκμίσθωση κυκλωμάτων, οι υπηρεσίες πληροφοριών και τηλεφωνικού καταλόγου, οι ραδιοεπικοινωνίες και οι δορυφορικές επικοινωνίες, η τηλετυπία, η τηλεγραφία, οι υπηρεσίες των γραφείων μεταφράσεων και δακτυλογραφήσεων ( Εφ. Αθ. 9190/91), τα φροντιστήρια ξένων γλωσσών ( Πρ. Αθ. 22286/61), τα ταξιδιωτικά ή τουριστικά γραφεία (Εφ. Πειρ. 709/96), οι υπηρεσίες εκτελωνιστών, οι υπηρεσίες είσπραξής ενοικίων, οι διαφημιστικές επιχειρήσεις ( Εφ. Θεσσ. 1005/1988) και τα πρακτορεία ειδήσεων, τα γραφεία ευρέσεως εργασίας, εξυπηρέτησης προσωπικού, τα φοροτεχνικά γραφεία τα ιδιωτικά γυμναστήρια, τα ινστιτούτα αδυνατίσματος, τα πρακτορεία ΠΡΟ-ΠΟ (Εφ. Θεσσ. 327/96), οι υπηρεσίες αναδοχής από Τράπεζα ή ΕΠΕ έκδοσης κινητών αξιών, οι υπηρεσίες διαχείρισης περιουσιών, διοργάνωσης εκθέσεων, η παροχή οδικής βοήθειας, οι υπηρεσίες factoring κ.λ.π. 19 17 Σιαμπάνης Δ., Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 90 18 Βλ. Γεωργακόπουλος Λ., ό.π. σελ. 53, Καραβάς,, Εμπορικόν δίκαιον, 1947. σελ. 294, Τσιριντάνης Α., ό.π., σελ. 67 19 Βλ. Παμπούκης Κ., Εισηγήσεις Εμπορικού δικαίου, 1990, σελ. 153, Βελέντζας Γ., Επίτομο Εμπορικό Δίκαιο, 2007, σελ. 42, Περάκης Ευαγγ., Γενικό Μέρος του Εμπορικού Δικαίου, 2000, σελ. 188,189, Βερβεσός Ν., ΕΕμπΔ, 2006, σελ. 549, 550 Βλ. ΕφΑθ 4254/2004 ΔΕΕ 2004 σελ.1013, ΜΠρΠειρ 1499/2003ΔΕΕ 2003 σελ. 975, ΑΠ 1609/2002ΕΕΝ 2003 σελ. 794, Εφ ΠΕΙΡ28/2001 ΕΕμπΔ 2002 σελ. 123, ΑΠ1207/2000 ΕΕμπΔ2001, σελ. 100, ΕφΠειρ 1303/2000 ΔΕΕ 2001 σελ. 628 9

2.2.Περιπτώσεις μη πρακτορείας Δεν εμπίπτουν στην πρακτόρευση οι υπηρεσίες που παρέχουν επαγγελματίες όπως οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι, οι αναγκαστικοί διαχειριστές επιχειρήσεων, οι σύνδικοι πτωχεύσεων και οι δικαστικοί επιμελητές, οι επίτροποι, οι κηδεμόνες 20. Ο χαρακτηρισμός μιας πράξης ως αναγόμενη σε λειτούργημα δημοσίου δικαίου αποκλείει την εμπορικότητα της πράξης αυτής. Φανερό είναι ότι τα παραπάνωδεν σχετίζονται με την περίπτωση της επιχείρησης εμπορικών πράξεων από το δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Εάν μια πράξη φέρει τα στοιχεία της εμπορικότητας, δεν αποκλείεται η εμπορικότητα της για το λόγο ότι το πρόσωπο που την ενεργεί είναι το δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Αντίθετα στα παραπάνω που αναφερθήκαν οι πράξεις αποτελούν άσκηση δημόσιου λειτουργήματος γι αυτό αποκλείεται η εμπορικότητα τους. 21 Επομένως δεν είναι εμπορική άρα ούτε και πρακτορεία η σύμβαση του δικηγόρου με εταιρία με αντικείμενο την παροχή νομικών συμβουλών στους πελάτες της, του γιατρού με το νοσοκομείο με αντικείμενο την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους ασθενείς του κ.λ.π. Οι υπηρεσίες ή πληροφορίες του πράκτορα πρέπει να παρέχονται στον κύκλο που άμεσα ή έμμεσα σχετίζεται με το εμπόριο και όχι στον κύκλο επιστημονικών, νομικών ή άλλων περιουσιακών συμφερόντων. Δεν είναι πρακτορεία η παροχή ελεύθερων υπηρεσιών, καλλιτεχνικών ή επιστημονικών. 22 Οι πράξεις τόσο των ελεύθερων επαγγελματιών όσο και η καλλιτεχνική και επιστημονική δράση, ακόμα και όταν είναι αμειβόμενη, δεν είναι εμπορικές έστω και αν σχετίζονται με εμπορική υπόθεση π.χ ο χειρισμός εμπορικής υπόθεσης από δικηγόρο δεν αποτελεί εμπορική πράξη. Αυτές οι υπηρεσίες στις οποίες κυριαρχεί το καλλιτεχνικό ή επιστημονικό στοιχείο δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας και κατ επέκταση δεν αποτελούν πρακτορεία. Έτσι για παράδειγμα η παροχή υπηρεσιών του ηθοποιού του θεάτρου δεν δίδεται στο κοινό αλλά στον εκάστοτε 20 Σιαμπάνης Δ., Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 91 21 Βλ. Τσιριντάνης Α., Στοιχεία Εμπορικού δικαίου, 1959, σελ. 63, 85 22 Βλ. Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιον Εμπορικού Δικαίου, 1983, σελ. 52 10

θιασάρχη. Η παροχή υπηρεσιών του θιασάρχη είναι εκείνη που δίδεται στο κοινό. Αυτή θα μπορούσε να αποτελεί επιχείρηση πρακτορείας αλλά δεν είναι γιατί υπάρχει ειδική γι αυτή πρόβλεψη στο νόμο ως επιχείρηση δημοσίων θεαμάτων. 23 3.Νομική φύση πρακτορείας Για την πρακτορεία δεν υπάρχουν ειδικές διατάξεις στον ΕμπΝ, αλλά ούτε και ο ΑΚ περιέλαβε επώνυμη ρύθμιση για την πρακτορεία ως σύμβαση. Οπότε ο χαρακτηρισμός της ως εσωτερική (σύμβαση) εξαρτάται από την εκάστοτε συμβατική της διαμόρφωση. Ως προς την εσωτερική σχέση της σύμβασης πρακτορείας, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις για την εντολή (άρθρο 713ΑΚ), ή τη μίσθωση έργου (άρθρο 681ΑΚ), χωρίς να λείπουν και εδώ οι αμφισβητήσεις. Ως προς τη εξωτερική δράση του πράκτορα, εφαρμόζονται οι διατάξεις για την αντιπροσωπεία(άρθρο 211ΑΚ). Από την μία πλευρά υποστηρίχτηκε η άποψη ότι η σχέση του πράκτορα με τον εντολέα του μπορεί να είναι είτε μίσθωση έργου είτε μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Στην εξωτερική της εμφάνιση η πρακτορεία θα είναι μίσθωση έργου όταν ο πράκτορας συμβάλλεται με το κοινό ως καταναλωτή. 24 Για παράδειγ μα στην περίπτωση εν ός ταξιδιωτικ ού γραφείου, όπου το οφειλόμενο έργο του πράκτορα είναι η οργάνωση ενός ταξιδιού, δηλ. το ταξίδι ως σύνολο παροχών συναφών με την εκτέλεση του, τότε η συγκεκριμένη ανάθεση αποτελεί μίσθωση έργου 25. Και στον γερμανικόακ η ταξιδιωτική σύμβαση ρυθμίζεται ως ιδιαίτερη περίπτωση μίσθωσης έργου. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι οι συνήθεις συμβάσεις με τα γραφεία ταξιδιών με αντικείμενο την έκδοση και παροχή εισιτηρίων πρέπει να θεωρηθούν συμβάσεις μεσιτείας καθώς τα γραφεία αυτά μεσολαβούν για την κατάρτιση σύμβασης μεταφοράς επιβάτη και ως μεσίτες δρουν ως πληρεξούσιοι του επιβάτη. Σύμφωνα με τον Ν. 3193/76 για την ίδρυση και λειτουργία 23 Βλ. Ρόκας Ιωανν., Εμπορικό Δίκαιο, 1999, σελ. 58,59 24 Βλ. Βερβεσός Ν., ΕΕμπΔ, 2006, σελ. 550 25 Πρβλ, Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, σελ. 414 όπου, θεωρεί ότι στην περίπτωση της πρακτορείας πρόκειται πάντοτε για μίσθωση έργου. 11

τουριστικών γραφείων,με βάση το σύνολοτων επιχειρήσεων αυτών,η σύμβαση με αυτά μπορεί να είναι είτε μεσιτεία είτε μίσθωση έργου. 26 Η άποψη ότι η πρακτορεία αποτελεί μίσθωση έργου στηρίζεται στην παρατήρηση ότι το σύστημα συμβάσεων υπηρεσιών του ΑΚ κάνει διάκριση ανάμεσα σε ετεροβαρείς συμβάσεις όπως είναι η σύμβαση εντολής και σε αμφοτεροβαρείς συμβάσεις όπως είναι η μίσθωση έργου και η μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Εάν η αμοιβή καταβάλλεται στον πράκτορα μόνο για την προσπάθεια του, τότε πρόκειται για σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, εάν καταβάλλεται για το αποτέλεσμα τότε έχουμε σύμβαση έργου. Στην εντολή δεν νοείται αμοιβή, οπότε όταν ο πράκτορας αμείβεται η σύμβαση πρακτορείας δεν μπορεί να είναι σύμβαση εντολής, παρά μόνο σύμβαση παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου. Άλλωστε υποστηρίζεται ότι το εμπορικό δίκαιο δεν έχει αντικείμενο τις ετεροβαρείς συμβάσεις όπως είναι η σύμβαση εντολής αλλά ορισμένες ειδικές μορφές της μίσθωσης έργου, όπως είναι οι συμβάσεις υπηρεσιών στις οποίες ανήκει και η σύμβαση πρακτορείας. 27 Οι διατάξεις του ΑΚ για την μίσθωση εργασίας δεν εφαρμόζονται στις εμπορικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών. Σε καμιά περίπτωση, λοιπόν, η σύμβαση πρακτορείας δεν αποτελεί σύμβασης ανεξάρτητης ή πολύ περισσότερο εξαρτημένης εργασίας, καθώς είναι σύμβαση με την έννοια της εμπορικής πράξης που προϋποθέτει ανεξάρτητη δράση δηλ. πρόκειται για αυτοτελή επιχειρηματική δράση, δηλ. για επέμβαση δικονομικού περιεχομένου στην σφαίρα των υποθέσεων του τρίτου που χαρακτηρίζει τις εμπορικές συμβάσεις υπηρεσιών. 28 Από την άλλη υποστηρίχθηκε ότι στις εμπορικές συμβάσεις υπηρεσιών άρα και στην σύμβαση πρακτορείας πρέπει να εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Η άποψη αυτή ως υπόβαθρο έχει τη σκέψη ότι το γεγονός πως ο ΑΚ προβλέπει την άμισθη εντολή δεν μπορεί να σημαίνει ότι πάντοτε στις εμπορικές συμβάσεις υπηρεσιών θα εφαρμόζονται οι διατάξεις για την μίσθωση έργου. Ένα τέτοιο συμπέρασμα θα παραγνώριζε την νομική άλλα και εμπειρική διαφορετικότητα αυτών των συμβάσεων. 26 Βλ. Λιακόπουλος Θ., ό.π. σελ. 92,93 27 Βλ. Βερβεσός Ν., ΕΕμπΔ, 2006, σελ.551 28 Βλ. Γεωργακόπουλος Λ., ό.π., σελ. 53, Λιακόπουλος Θ., ό.π., σελ. 79 12

Η σύμβαση έργου ως στόχο έχει ένα ορισμένο αποτέλεσμα, την εκτέλεση έργου, ενώ οι εμπορικές συμβάσεις υπηρεσιών και κατ επέκταση η σύμβαση πρακτορείας μπορούν να είναι και συμβάσεις με αντικείμενο την έμμισθη και διαρκή παροχή υπηρεσιών χωρίς την παραγωγή συγκεκριμένου έργου (όπως γίνεται στην μίσθωση έργου) και χωρίς το στοιχείο της εξάρτησης ( όπως γίνεται στην σύμβαση εξαρτημένης εργασίας) με την δυνατότητα επέμβασης στην σφαίρα του εντολέα που δεν υπάρχει όπως είπαμε στην μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών αλλά στην σύμβαση εντολής. Η εφαρμογή αναλογικά των διατάξεων της εντολής στην σύμβαση πρακτορείας, δεν σημαίνει άμεση ή έμμεση παραβίαση της διάταξης του 713 ΑΚ, απλώς σημαίνει αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΑΚ σε μια σύμβαση που δεν ταυτίζεται απόλυτα με την εντολή, παρουσιάζει όμως καθοριστικές ομοιότητες που δικαιολογούν την εφαρμογή τους. 29 Στο αγγλικό δίκαιο με τον όρο agency νοείται η εσωτερική σχέση μεταξύ principal ( δηλαδή κυρίου εντολέα) και agent (πράκτορα) από την οποία προκύπτουν δικαιώματα και υποχρεώσεις και για τα δύο μέρη, αποτελώντας μια από τις επώνυμες συμβάσεις του αγγλι κού δικαίου. Ο πράκτορας (agent) ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του εντολέα του (principal). Με βάση τους όρους του ευρωπαϊκού ηπειρωτικού δικαίου, η πρακτορεία (agency) είναι αφενός ως εσωτερική σχέση σύμβαση εντολής, αντιστοιχεί δηλαδή στην σύμβαση εντολής, και αφετέρου ως εξωτερική σχέση πληρεξουσιότητα καθώς ο πράκτορας ενεργεί ως πληρεξούσιος του κυρίου-εντολέα του. Στο γερμανικό ΑΚ στο άρθρο 675 ορίζεται ότι σε σύμβαση υπηρεσιών ή μίσθωσης έργου με αντικείμενο την διεξαγωγή υποθέσεων εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις για την εντολή. 30 Ο ευρύς ορισμός που δίνεται στην πρακτορεία ενδέχεται να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η πρακτορεία ταυτίζεται με την εμπορική εντολή, η οποία όμως δεν ρυθμίζεται ως συμβατικός τύπος 31. Εμπορική εντολή είναι η εντολή που 29 Βλ. Λιακόπουλος Θ., Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου ΙΙ, Γενικό Μέρος-Εμπορικές Συμβάσεις 1997, σελ 79, Βερβεσός Ν., ΕΕμπΔ, 2006, σελ. 553, Κροκίδας Σ., Εγχειρίδιον Εμπορικού δικαίου, 1926, σελ. 34 30 Βλ. Λιακόπουλος Θ., Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου ΙΙ, Γενικό Μέρος-Εμπορικές Συμβάσεις 1997, σελ. 81,82 31 Ρόκας Νικ. Στοιχεία εμπορικού δικαίου, σελ. 49 13

εκτελείται με αμοιβή από πρόσωπο που ενεργεί επιχειρηματικά. Αντίθετα όπως σημειώθηκε η εντολή που προβλέπεται στον Αστικό Κώδικα είναι πάντοτε άμισθη. Η εμπορική εντολή είναι ένας βασικός συμβατικός τύπος από όπου έχουν αποχωριστεί για να αποτελέσουν αυτοτελείς τύπους η παραγγελία, η μεσιτεία και η εμπορική αντιπροσωπεία. Επομένως η εμπορική εντολή περιλαμβάνει κάθε έμμισθη εντολή από πρόσωπο που δρα επιχειρηματικά, όταν αυτή δεν συνιστά μεσιτεία, παραγγελία ή εμπορική αντιπροσωπεία. Η πρακτορεία ταυτίζεται, λοιπόν, με την εμπορική εντολή. 32 Επειδή, όμως η τελευταία ως συμβατικός τύπος, δεν ρυθμίζεται στο ελληνικό δίκαιο, ορθό κρίνεται να βρίσκουν εφαρμογή οι διατάξεις εκείνες για τη εντολή που ταιριάζουν στον έμμισθο χαρακτήρα της πρακτορείας. Έχει υποστηριχθεί και η άποψη ότι η εφαρμογή των διατάξεων για την εντολή είναι δυνατή μέσω της αξιολόγηση της σύμβασης πρακτορείας ως σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας 33. Πράγματι η άποψη με την οποία η διαρκής πρακτορεία ταυτίζεται με την εμπορική αντιπροσωπεία, κερδίζει ολοένα και περισσότερο έδαφος στη θεωρία και τη νομολογία 34. Και εκεί όπου ρυθμίζεται η πρακτορεία ως επώνυμη ειδική σύμβαση, όπως η ασφαλιστική, η ναυτική πρακτορεία, προκύπτει μια διάθεση του νομοθέτη να την διαμορφώσει με το πρότυπο της εμπορικής αντιπροσωπείας. Ειδικότερα, ασφαλιστική πρακτορεία είναι η σύμβαση με την οποία ο πράκτορας έχει ως αποκλειστικό έργο να αναλαμβάνει έναντι προμήθειας ασφαλιστικές εργασίες στο όνομα και για λογαριασμό μιας ή περισσότερων ασφαλιστικών επιχειρήσεων. Κατά τη κρατούσα άποψη ο ασφαλιστικός πράκτορας είναι εμπορικός αντιπρόσωπος. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του ναυτικού πράκτορα, όπου σύμφωνα πάλι με την κρατούσα άποψη η σύμβαση μεταξύ μόνιμου πράκτορα με τον πλοιοκτήτη εφοπλιστή είναι σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. 35 Τα παραπάνω μπορούν να βρουν 32 Βλ. Παμπούκης Κ., Εισηγήσεις Εμπορικού Δικαίου, 1990, σελ. 154, Παμπούκης-Παπαδρόσου, Εμπορικό Δίκαιο, 2001, σελ. 157 33 Λιακόπουλος Θ., Η σύμβαση πρακτορείας, ΕΕμπΔ 1990, σελ.579 34 Πρβλ. χαρακτηριστικά για το ναυτικό πράκτορα ΠΠρωτΠειρ, ΕΕμπΔ 1995, σελ.100, «η σύμβαση του μόνιμου ναυτικού πράκτορα με τον πλοιοκτήτη ή τον εφοπλιστή είναι σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας» 35 Βλ. Λιακόπουλος Θ., Ζητήματα Εμπορικού Δικαίου ΙΙ, Γενικό Μέρος-Εμπορικές Συμβάσεις, 1997, σελ. 86, Ψυχομάνης Σπ., Εμπορικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος), 2004, σελ. 115 επ. 14

εφαρμογή και στην περίπτωση του ταχυδρομικού πράκτορα ο οποίος παρέχει επ αμοιβή τις υπηρεσίες του συνεχώς ως ανεξάρτητος επαγγελματίας στο όνομα και για λογαριασμό της ταχυδρομικής επιχείρησης, ενταγμένος στο δίκτυο της, ακολουθώντας τις οδηγίες και τις εντολές της. Η σύμβαση επομένως ανάμεσα στον ταχυδρομικό πράκτορα και την ταχυδρομική επιχείρηση είναι σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας. 36 Συνοψίζοντας, προκύπτει ότι ούτε η θέση της θεωρίας ούτε η θέση της νομολογίας είναι ενιαία και σαφής σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό της σύμβασης πρακτορείας, της εσωτερικής εκείνης σχέσης που συνδέει τον πράκτορα με τον εντολέα του. Υποστηρίζεται λοιπόν, ότι η σύμβαση πρακτορείας είναι σύμβαση έργου, όπως και ότι πρόκειται για μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών ή έργου, καθώς και ότι πρόκειται για εμπορική αντιπροσωπεία στην οποία εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις για την εντολή. Η θεμελίωση της δράσης του πράκτορα ως πληρεξούσιου του εντολέα του πρέπει να αναζητηθεί στις διατάξεις 211 επ. του ΑΚ. Η πληρεξουσιότητα θα υπάρχει όταν η σχέση μεταξύ πράκτορα και εντολέα είναι σχέση εντολής. Η έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης της πρακτορείας ως ειδικής εμπορικής σύμβασης, καλύπτεται από διατάξεις περί εντολής, μίσθωσης έργου, εμπορικής αντιπροσωπείας όπως προκύπτει από τις διαφορετικές απόψεις που επικρατούν. Από το περιεχόμενο ( άρθρο 361 ΑΚ) και την εμπειρική ταυτότητα ( άρθρο 200 ΑΚ) της σύμβασης, κρίνεται αν θα εφαρμοστούν αναλογικά οι διατάξεις περί μίσθωσης έργου ή περί εντολής. Μπορούμε να επισημάνουμε ότι αν εξαιρέσει κανείς την βασική διαφορά μεταξύ εντολής και μίσθωσης που είναι το είδος της οφειλόμενης παροχής, δηλαδή στην εντολή είναι η διεξαγωγή μιας υπόθεσης ενώ στην μίσθωση έργου η εκτέλεση του, καθώς και τον αμειβόμενο χαρακτήρα της μίσθωσης έργου, οι υπόλοιπες διαφορές δεν είναι ιδιαίτερες. Σε περίπτωση παθολογικής εξέλιξης της σύμβασης, η ευθύνη του εντολοδόχου δεν διαφέρει πολύ από την ευθύνη του εργολάβου. Όσον αναφορά την λύση των συμβάσεων, δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές μεταξύ τους με την μόνη επισήμανση ότι ο εντολοδόχος έχει δικαίωμα τακτικής καθώς και έκτακτης 36 Βλ. Βερβεσός Ν., ό.π., σελ. 553 15

καταγγελίας (εφόσον υπάρχει σπουδαίος λόγος), αντίθετα μόνο ο εργοδότης και όχι ο εργολάβος έχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης έργου. 37 4. Τύπος της σύμβασης Πρακτορείας Για την σύναψη σύμβασης πρακτορείας δεν απαιτείται η τήρηση ορισμένου τύπου. Είναι δυνατή επομένως η προφορική ή η σιωπηρή ή η προκύπτουσα από την συμπεριφορά των μερών κατάρτισή της. Αυτό δε ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις συμβάσεων πρακτορείας στις οποίες υποστηρίζεται ότι μπορεί να γίνει αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/91 περί εμπορικής αντιπροσωπείας, καθώς ο τύπος που προβλέπεται στο άρθρο 8 παρ. 1 του ως άνω π.δ. για την κατάρτιση της σύμβασης θα πρέπει να θεωρηθεί αποδεικτικός και όχι συστατικός. 38 Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ως διαρκής αμφοτεροβαρής σύμβαση μπορεί να καταρτιστεί άτυπα, αφού το ενυπόγραφο έγγραφο δεν συνιστά συστατικό αλλά αποδεικτικό τύπο 39. 5.Ο Πράκτορας ως βοηθητικό πρόσωπο του εμπορίου Ο πράκτορας θεωρείται έμπορος. Σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕΚ έμπορος είναι όποιος ασκεί εμπορικές πράξεις κατά σύνηθες επάγγελμα. Έμπορος επομένως είναι αυτός που ασκεί δραστηριότητα εμπορική. Στο άρθρο 2 του ν.δ απαριθμούνται μια σειρά από εμπορικές δραστηριότητες στις οποίες συγκαταλέγεται και η πρακτορεία. Συγκεκριμένα ορίζεται ότι είναι πράξη εμπορική «κάθε επιχείρηση πρακτορείας». Παλαιότερα η απονομή στους κατ επιχείρηση πράκτορες της ιδιότητας του εμπόρου οφείλονταν στην δυσπιστία που υπήρχε απέναντι τους, καθώς διαχειρίζονταν σπουδαία συμφέροντα του κοινού, οπότε κρίθηκε ορθό να είναι εμπορικά υπεύθυνοι. Τα παραπάνω δικαιολογούσαν την λήψη νομοθετικών μέτρων για την παρακολούθηση από το κράτος της λειτουργίας των επιχειρήσεων πρακτορείας, 37 Βλ. Λιακόπουλος Θ., ό.π., σελ 80, 83, 92 38 Βλ. Βερβεσός Ν., ΕΕμπΔ, 2006, σελ 558 39 Βλ. απόφαση Εφετείου Θεσς/νίκης 1401/2003 16

την απαίτηση κάποιων απαραίτητων προσόντων για την άσκηση κάποιων κλάδων πρακτορείας, την θέσπιση ποινικών κυρώσεων για την πρόληψη αθέμιτων ενεργειών και καταχρήσεων κάποιων πρακτόρων. Τέτοια μέτρα λήφθηκαν για τους πράκτορες μεταναστεύσεως και τους αντιπροσώπους τους ( άρθρο 12 του Ν. 2475.1920 περί μεταναστεύσεως και αποδημία), για τους διατηρούντες γραφεία εμπορικών πληροφοριών, ταξιδιωτικών και τουριστικών γραφείων και πρακτορείων ( β.δ. 17/30 Μαρτίου 1939). 40 Τα βοηθητικά πρόσωπα του εμπορίου διακρίνονται σε δύο κατηγορίες. Στην πρώτη υπάγονται τα πρόσωπα που τελούν υπηρεσίες κάτω από τις οδηγίες και διαταγές του κυρίου της επιχείρησης, μισθοδοτούνται απ αυτόν ενώ συνδέονται μαζί του με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Πρόκειται δηλαδή για το λεγόμενο εμπορικό προσωπικό. Στην δεύτερη κατηγορία υπάγονται τα πρόσωπα που συνδέονται με τον κύριο της επιχείρησης είτε με σύμβαση μίσθωσης ανεξάρτητων εργασιών,είτε με σύμβαση έργου και γενικάμε διαφόρου φύσης συμβάσεις ανάλογα με τον νομικό χαρακτηρισμό της υπηρεσίας που παρέχουν στον κύριο της επιχείρησης. Τα πρόσωπα αυτά είναι ανεξάρτητοι, αυτοτελείς επαγγελματίες, έχοντας συγχρόνως και αυτά την ιδιότητα του εμπόρου. Τέτοια είναι οι πράκτορες, οι μεσίτες, οι παραγγελιοδόχοι, οι εμπορικοί αντιπρόσωποι κ.α. Οι πράκτορες συμβάλλονται στο όνομα των εντολέων τους. Είτε είναι προσκολλημένοι σε ένα ή περισσότερους εμπόρους προβαίνοντας με αμοιβή σε αγορές πωλήσεις, τραπεζικές, ασφαλιστικές και άλλες εργασίες, είτε προσφέρουν τις διαμεσολαβητικές τους υπηρεσίες στο κοινό. 41 Έτσι για παράδειγμα οι ασφαλιστικοί πράκτορες θεωρούνται ως βοηθητικά πρόσωπα της ασφαλιστικής επιχείρησης. Και οι δύο όμως είναι έμποροι αφού ασκούν εμπορική δραστηριότητας κατ επιχείρηση. Η νομική έννοια της λέξης κατ επιχείρηση ταυτίζεται με την οικονομική έννοια της και σημαίνει την υπό του επιχειρηματία (είτε είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο) μεθοδική οργάνωση των 40 Βλ. Καραβάς Κ., Εμπορικόν Δίκαιον, 1947, σελ. 295,296 41 Βλ. Καραβάς, Εμπορικόν Δίκαιον, 1962, σελ. 209, 210, 215, Περάκης Ευαγγ., Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, σελ. 422 17

συντελεστών της παραγωγής δηλ. της φύσης, του κεφαλαίου και της εργασίας. 42 6.Η ευθύνη του πράκτορα Ο πράκτορας δικαιούται να απαιτήσει από τον εντολέα του ότι δαπάνησε για την διεξαγωγή της εργασίας του (άρθρο 722 ΑΚ) καθώς και τη θετική και αποθετική ζημιά (298 ΑΚ) που έχει υποστεί χωρίς υπαιτιότητα του, για την εκτέλεση της σύμβασης πρακτορείας, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι ευθύνη του εντολέα του (723 ΑΚ). Μάλιστα δεν αποκλείεται να αξιώσει αποζημίωση με βάσει τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (άρθρο 914 ΑΚ). Εφαρμόζονται, λοιπόν, οι διατάξεις περί εντολής λόγω της σχέσης εμπιστοσύνης που δημιουργείται μεταξύ των μερών και με βάση πάντα την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (281, 288 ΑΚ). Ο πράκτορας λειτουργεί ως πληρεξούσιος του εντολέα του, οπότε δεν τίθεται ζήτημα συμβατικής ευθύνης του έναντι τρίτων. Αντισυμβαλλόμενος των χρηστών των υπηρεσιών που ο πράκτορας προσφέρει είναι ο εντολέας του, στο όνομα και λογαριασμό του οποίου συνάπτει δικαιοπραξίες ο πράκτορας, εκτός βέβαια αν ο τελευταίος κατά την άσκηση της δραστηριότητας του υπερβαίνει τα όρια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας (213, 234 ΑΚ). Έτσι για παράδειγμα η εκ μέρους του ασφαλιστικού πράκτορα, ως αντιπρόσωπου της ασφαλιστικής επιχείρησης, απατηλή παρουσίαση μιας ασφάλισης θεωρείται απάτη της ασφαλιστικής επιχείρησης. Με βάση την αντιπροσωπευτική εξουσία του πράκτορα (άρθρο 214 ΑΚ), τα ελαττώματα βούλησης, η γνώση ή υπαίτια άγνοια περιστατικών κρίνονται από τον αντιπρόσωπο, δηλαδή εάν γνώριζε κάποιο περιστατικό ο αντιπρόσωπος-πράκτορας θεωρείται ότι το γνώριζε και ο αντιπροσωπευόμενος-εντολέας του. Ευθύνη του πράκτορα έναντι τρίτων μπορεί να υφίσταται εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων περί αδικοπραξίας (άρθρα 914, 919 ΑΚ). Στην περίπτωση αυτή τίθεται το ζήτημα αν υφίσταται ευθύνη του εντολέα του πράκτορα έναντι των τρίτων σύμφωνα με το άρθρο 922 ΑΚ που 42 Βλ. Καραβάς Κ., Εμπορικόν Δίκαιον, 1947, σελ. 279 18

ορίζει την ευθύνη του προστήσαντος. Μία άποψη που υποστηρίζεται είναι ότι δεν τίθεται θέμα ευθύνης του καθώς ο πράκτορας λειτουργεί ανεξάρτητα και αυτόνομα. Κατά άλλη άποψη, όμως, στις περιπτώσεις που η αυτονομία και η ανεξαρτησία του πράκτορα περιορίζεται από τις διάφορες επεμβάσεις, οδηγίες και εντολές του εντολέα τις οποίες ο πράκτορας ακολουθεί, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ευθύνεται ο εντολές για τις άδικες πράξεις που κάνει ο πράκτορας (928 ΑΚ). 43 7.Λύση της σύμβασης πρακτορείας Η σύμβαση πρακτορείας μπορεί να είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου. Στην περίπτωση που είναι ορισμένου χρόνου λήγει με την πάροδο του συμβατικά καθορισμένου χρόνου. Διαφορετικά η σύμβαση πρακτορείας μπορεί να λυθεί με καταγγελία της από τα συμβαλλόμενα μέρη. Ανακύπτει, λοιπόν, και πάλι το ζήτημα της νομικής φύσης της σύμβασης πρακτορείας προκειμένου να διαπιστωθεί ποιες διατάξεις πρέπει ν α εφαρμοστούν. Αν η σύμβαση πρακτορείας θεωρεί ότι αποτελεί σύμβαση έργου, τότε δικαίωμα καταγγελίας έχει οποτεδήποτε ο εργολάβος δηλαδή ο αντισυμβαλλόμενος του πράκτορα, έως την περάτωση του έργου. Ο πράκτορας δεν έχει δικαίωμα καταγγελίας αλλά μόνο δικαίωμα αμοιβής, από την οποία αφαιρείται η δαπάνη που εξοικονομήθηκε από την μη σύναψη της σύμβασης, καθώς και ό,τι άλλο ωφελήθηκε ο πράκτορας από άλλη εργασία του ή παρέλειψε με δόλο να ωφεληθεί (700 ΑΚ). Αν η σύμβαση πρακτορείας χαρακτηριστεί ως εντολήτότε γίνεται προσφυγήστις γενικές διατάξεις περί εντολής (724 ΑΚ), όποτε ο πράκτορας έχει δικαίωμα καταγγελίας της σύμβασης οποτεδήποτε. Αν όμως η καταγγελία έγινε άκαιρα χωρίς σπουδαίο λόγο, τότε ο πράκτορας έχει υποχρέωση να ανορθώσει την ζημιά που προκάλεσε η καταγγελία στον εντολέα του. Υποστηρίζεται, όμως ότι η άποψη ότι είναι δυνατή η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. 219/91 για την καταγγελία της σύμβασης και από τα δύο μέρη για τους πράκτορες που 43 Βλ. Λιακόπουλος Θ., ό.π. σελ.91,92 19

4). 44 Ανεξάρτητα αν η σύμβαση πρακτορείας είναι ορισμένου ή αορίστου επέχουν θέση εμπορικού αντιπροσώπου (π.χ. ναυτικός, ταχυδρομικός πράκτορας). Στην σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις περί εντολής και όχι της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας του ΑΚ καθώς δεν προσιδιάζουν στην νομική της φύση. Συγκεκριμένα αν η σύμβαση πρακτορείας είναι αορίστου χρόνου, τότε καθένα από τα συμβαλλόμενα μέρη μπορεί να την καταγγείλει τηρώντας ορισμένη προθεσμία προμήνυσης που είναι ανάλογη με την διάρκεια της σύμβασης. Για τον πρώτο χρόνο σύμβασης η προθεσμία καταγγελίας είναι ένας μήνας, αυξάνει δε ένα μήνα ανά έτος απασχόλησης μέχρι και έξη μήνες. Συντόμευση της προθεσμίας με συμφωνία των μερών δεν επιτρέπεται και δεν είναι έγκυρη ( άρθρο 8 παρ. χρόνου, μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε χωρίς τήρηση ορισμένης προθεσμίας, όταν κάποιο από τα συμβαλλόμενα μέρη παραλείψει να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και όταν συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις που προβλέπονται συνήθως στην σύμβαση, όπως η κήρυξη πτώχευσης, η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού, η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, η ειδική εκκαθάριση κ.α. Λόγο καταγγελίας συνιστά και η υπέρβαση των ορίων αντοχής που δικαιολογεί την έξοδο από την σύμβαση με βάση την καλή πίστη που δεν αποτελεί την με κάθε μέσο τήρηση των συμφωνηθέντων. Η καταγγελία ως μονομερές διαπλαστικό δικαίωμα ασκείται άτυπα, εκτός αν στην σύμβαση πρακτορείας προβλέπεται έγγραφος τύπος καταγγελίας ή μη τήρηση του οποίου επιφέρει ακυρότητα της καταγγελίας. Η καταγγελία πρέπει να είναι ρητή, κατ εξαίρεση όμως μπορεί να είναι και σιωπηρή εφόσον κάποιο από τα μέρη δεν εκπληρώνει συστηματικά τις συμβατικές του υποχρεώσεις, οπότε από τη συμπεριφορά του να συνάγεται η καταγγελία της σύμβασης. 45 Λύση της σύμβασης πρακτορείας επέρχεται, εφόσον δεν ορίσθηκε το αντίθετο με τον θάνατο του πράκτορα, την υποβολή του σε δικαστική 44 Βλ. Κιάντου-Παμπούκη Αλ., Ναυτικό Δίκαιο, 1993,σελ 244 45 Βερβεσός Ν., ΕΕμπΔ, 2006, σελ 565,566, Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, τομ. 2-τευχ.2, σελ. 384 20

συμπαράσταση ή την πτώχευση του. Αν ο πράκτορας είναι νομικό πρόσωπο επέρχεται με την διάλυση του (άρθρο 726 ΑΚ). Σε αυτές τις περιπτώσεις, όμως, μπορεί να συμφωνηθεί δικαίωμα του εντολέα να συνεχίζει την σύμβαση πρακτορείας με τους κληρονόμους ή τους νόμιμους αντιπροσώπους του πράκτορα, εφόσον κρίνει συμφέρουσα την συνέχιση της σύμβασης. Σύμφωνα με τις διατάξεις για την σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας που υποστηρίζεται ότι μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά στην σύμβαση πρακτορείας, σε περίπτωση λύσης της σύμβασης με καταγγελία του αντιπροσωπευόμενου, χωρίς υπαιτιότητα του αντιπροσώπου, ο τελευταίος δικαιούται αποζημίωση πελατείας. 46 Στην αγωγή του θα πρέπει να αναφέρεται εκτός από την σύμβαση και την καταγγελία της, ο χρόνος διάρκειας της μέχρι την καταγγε λία και οι ετήσιες προμήθειες που έλαβε κατά τη τελευταία πενταετία καθώς από το ύψος τους είναι δυνατόν να κριθεί εάν πραγματικά έφερε πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο και προήγαγε τις υποθέσεις του (βλ. Εφετείο Πατρών 310/2002) 47. Καταγγελία χωρίς σπουδαίο λόγο μπορεί να συνιστά υπαίτια παράβαση των υποχρεώσεων οπότε ο αντιπρόσωπος μπορεί να αξιώσει σωρευτικά την ανόρθωση της ζημιάς που υπέστη κατά τις διατάξεις 648 επ και 714 επ ΑΚ, καθώς και αποζημίωση από αδικοπραξία ( άρθρο 914 επ ΑΚ) εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις. 48 8.Αποζημίωση πελατείας του πράκτορα Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του π.δ. στην σύμβαση πρακτορείας, γεννάται το ζήτημα της αποζημίωσης πελατείας που προβλέπεται στο άρθρο 9 του παραπάνω π.δ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό ο εμπορικός αντιπρόσωπος μετά τη λύση της σύμβασης δικαιούται την ειδικά προβλεπόμενη αποζημίωση πελατείας εάν και εφόσον συντρέχουν σωρευτικάτρεις ισοδύναμες προϋποθέσεις, δηλαδή εάν κατά την διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που 46 Λ. Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, τομ. 2-τευχ.2, σελ. 385 47 Βλ. ΕΕμπΔ 2003, σελ 597 επ 48 Βλ. Μαρίνος Θ., ΕΕμπΔ 1999, σελ 45 επ. 21

προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημίωσης αυτή είναι δίκαιη, λαμβανόμενων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος καθώς και της ρήτρας περί μη ανταγωνισμού. 49 Ειδικότερα για την μετασυμβατική απαγόρευση ανταγωνισμού, η έλλειψη της σημαίνει ότι ο αντιπρόσωπος μπορεί να ασκήσει ανταγωνιστική δραστηριότητα μετά την λύση της σύμβασης, πράγμα που ασκεί επιρροή στο ύψος της αποζημίωσης πελατείας (μειώνει ή ελαττώνει σημαντικά τα οφέλη που διατηρεί ο εντολέας μετά την λύση της σύμβασης). Η αποζημίωση πελατείας αποτελεί τη αμοιβή του αντιπροσώπου, αποβλέπει στην προστασία του κατά τεκμήριο ασθενέστερου αντισυμβαλλόμενου «ανεξάρτητου» εμπόρου. Προϋπόθεση της γένεσης αξιώσεως είναι η λύση της σύμβασης. Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών των πέντε τελευταίων ετών ή εάν η σύμβαση διήρκησε λιγότερο το μέσο όρο της βραχύτερης περιόδου. 50 Σκοπός της ρύθμισης αυτής είναι να παράσχει στον αντιπρόσωπο μια πρόσθετη αμοιβή για την συμβολή στην δημιουργία μιας σταθερής πελατείας υπέρ του αντιπροσωπευόμενου από την οποία θα ωφελείται και μετά τη λύση της σύμβασης. Στην περίπτωση των πρακτόρων που σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στην θεωρία και στην νομολογία επέχουν θέση εμπορικών αντιπροσώπων, πρέπει να γίνει λεπτομερής έρευνα για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 δηλαδή αν ο πράκτορας συνέβαλε στην αύξηση της πελατείας ή στις συναλλαγές, αν ο πρακτορευόμενος παίρνει οφέλη από τις συναλλακτικές αυτές σχέσεις και μετά τη λύση της σύμβασης. Για την καταβολή της αποζημίωσης πελ ατείας δεν θα πρέπει ν α έχει κ αταγ γλ εθεί η σύμβαση από τον πρακτορευόμενο λόγω υπαιτιότητας του πράκτορα ή να μην έχει καταγγελθεί από τον πράκτορα εκτός αν η καταγγελία οφείλεται σε υπαιτιότητα του 49 Για τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να γεννηθεί η αξίωση αποζημίωσης βλ. από νομολογία ενδεικτικά : ΑΠ 212/2006, ΔΕΕ 2006, ΣΕΛ. 932, ΜΠρΗρακλ 199/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 413, ΕφΠατρ 310/2002, ΕΕμπΔ 2003, σελ. 599 και ΜονΠρωτΑθην 1097/1999, όπου στην τελευταία παρατηρείται ότι η αντιπρόσωπος έφερε πράγματι νέους πελάτες και προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους ήδη υπάρχοντες, όμως δεν εξέθεσε στη συνέχεια αν ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη από αυτή ούτε αν κρίνεται ως δίκαιη, βλ. Μαρίνο Θ., ΕΕμπΔ 99, σελ. 45 50 Βλ. Ψυχομάνης Σπ., Εμπορικό δίκαιο (Γενικό Μέρος), 2004, σελ 122, Μαρίνος Θ., ΕΕμπΔ, 1999, σελ. 45 επ. 22

πρακτορευόμενου ή δικαιολογείται από λόγους σημαντικής αδυναμίας η ασθένειας του πράκτορα. 51 Στην περίπτωση του ταχυδρομικού πράκτορα εάν πράγματι συνέβαλε αποφασιστικά στην δημιουργία πελατείας για την ταχυδρομική επιχείρηση μπορεί να εφαρμοστεί το άρθρο 9 του π.δ 219/91. Όσον αναφορά τον ναυτικό πράκτορα, υπάρχει η άποψη ότι προσφέρει μεν ασφαλώς πολύτιμες υπηρεσίες στην ναυτιλιακή επιχείρηση και φυσικά στην κοινωνία, όπως για παράδειγμα όταν εκδίδει εισιτήρια επιβατών, αλλά οι υποθέσεις που επιμελείται είναι δεδομένες και προσδιορίζονται από τις συγκεκριμένες δυνατότητες της ναυτιλιακής επιχείρησης και τις ανάγκες της με συνέπεια η προσφορά του να μην είναι ικανή να αυξήσει ουσιωδώς τον όγκο των εργασιών του εντολέα του και να δικαιολογεί την εφαρμογή αναλογικά του άρθρου 9 του π.δ. 219/91 περί αποζημίωσης πελατείας. 52 51 Βλ. Βερβεσός Ν., ΕΕμπΔ, 2006, σελ 266,567,568, Γεωργακόπουλος Λ., Εγχειρίδιο εμπορικού δικαίου, τομ. 2-τευχ.2, σελ. 385, Τέλλης Νικ., Αρμεν. 2001, σελ. 305 έπ., Κουτσούκη, ΔΕΕ 2006, σελ. 1105, σχολιασμός της ΕφΑθ 1714/2005, ΔΕΕ 2006, σελ. 1055 και από νομολογία ΕφΑθ 1510/2006, ΕφΑθ 2726/2003, ΕφΘεσς 2655/2004, ΕφΠατρ 310/2002 52 Βλ. Κιάντου-Παμπούκη Αλ., Ναυτικό Δίκαιο, 1993, σελ. 245 23

Β ΜΕΡΟΣ Η ΧΟΡΗΓΙΑ ΩΣ ΜΟΡΦΗ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΑΣ 1.Εισαγωγικές παρατηρήσεις Η χορηγία είναι γνωστή ως κοινωνικό φαινόμενο ήδη στην ελληνική αρχαιότητα 53. Ήταν υποχρεωτική διά νόμου για τους 120 πιο εύπορους πολίτες από την κάθε μία από τις δέκα φυλές της Αθήνας. Ένα μήνα μετά το τέλος των διονυσιακών εορτών, κάθε φυλή επέλεγε τον δικό της χορηγό για τα Διονύσια ή τα Λήναια του επόμενου έτους. Ωστόσο η σύμβαση Sponsoring δεν θα πρέπει να εξομοιωθεί με την αρχαία ελληνική χορηγία. Ο ιδιωτικοοικονομικός χαρακτήρας του σύγχρονου φαινομένου δεν ανταποκρίνεται παρά εντελώς επιφανειακά στη νομική αντίληψη της εποχής εκείνης για τον θεσμό της χορηγίας. Το ανταποδοτικό Sponsoring, ως συστηματική οικονομική δραστηριότητα, αρχίζει από τη δεκ αετία του 60 ν α εμφανζεται ί με την αν άπτυξη των ραδιοτηλεοπτικών μέσων στις Η.Π.Α., Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία. Ο ρόλος του Sponsoring ως χρηματοδοτικού μέσου μη παραγωγικών δραστηριοτήτων με κεφάλαια και εξοπλισμό παραγωγικών επιχειρήσεων καλλιεργήθηκε ιδιαιτέρως στις Η.Π.Α., όπου ο μηχανισμός κρατικής στήριξης και επιχορήγησης πολιτιστικών δραστηριοτήτων βρίσκεται για λόγους πολιτικοϊδεολογικούς σε υποτυπώδες επίπεδο. Το Sponsoring ως θεσμός και ως πρακτική, απασχόλησε αρχικά μόνο τις οικονομικές δραστηριότητες. Ελάχιστα επέδειξαν ενδιαφέρον για τη δραστηριότητα αυτή τόσο η νομική θεωρία όσο και η νομολογία. Αργότερα όταν άρχισε να αναπτύσσεται ιδιαίτερα ο τομέας των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, το Sponsoring διεκδίκησε σπουδαία θέση στον τομέα αυτό. 53 Συγκατελέγετο στις τέσσερις λειτουργίες μαζί με την γυμνασιαρχία, την τριηραρχία και την εστίαση 24

Παρόλο αυτά το Sponsoring και τα νομικά προβλήματα που παρουσιάζει δεν έχουν τύχει ιδιαίτερης ενασχόλησης τόσο στην ελληνική όσο και στις ευρωπαϊκές έννομες τάξεις. Μόνο το Sponsoring των ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών έχει ρυθμιστεί και μάλιστα σε επίπεδο ευρωπαϊκού κοινοτικού δικαίου με την οδηγία του Συμβουλίου της 3 ης Οκτωβρίου 1989 με αριθμό 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30 ης Ιουνίου 1997. 2. Η νομική αντιμετώπιση της σύμβασης Sponsoring- Εφαρμοστέοι κανόνες 1. Η νομική φύση της σύμβασης Α. Το Sponsoring ως επαχθής σύμβαση Επειδή η χορηγία (Sponsoring) είν ι α σχετικά πρόσφατη στη συναλλακτική πραγματικότητα, φαινόμενο της εξάπλωσης των ΜΜΕ και της κυρίαρχης θέσης τους στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, δεν έχει ενταχθεί νομοθετικά σε συγκεκριμένους κανόνες ρυθμιστικούς της σύναψης, λειτουργίας της κλπ. Έτσι, είναι φυσικό, αφενός μεν νασυγχέεται με άλλες μορφές συμβάσεων, αφετέρου δε να χρειάζεται αναγκαία να υπαχθεί σε κάποιους από τους υπάρχοντες κανόνες, ήδη, γνωστών νομοθετημένων συναλλακτικών συμπεριφορών, δηλαδή συμβάσεων ρυθμιζόμενων από το νόμο. Καταρχάς, ο χαρακτηρισμός της χορηγίας ως χαριστικής δικαιοπραξίας, πρέπει να αποκλειστεί. Στη σύγχρονη οικονομική ζωή πολύ δύσκολα θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι οι παροχές του χορηγού δεν αποβλέπουν σε αντάλλαγμα, το οποίο τελικά είναι και η αιτία τους. Έτσι σε κάθε περίπτωση είναι σκόπιμη η αντιδιαστολή της χορηγίας από τη δωρεά 54. 54 Βλ. και Κουτούπη, Χορηγία, σελ. 25., γενικά περί συμβάσεως χορηγίας 25

Η κύρια διαφορά τους είναι ότι το Sponsoring αποτελεί μορφή επαχθούς δικαιοπραξίας. Η παροχή του χορηγού έχει ως αντιστάθμισμα την αντιπαροχή από τον χορηγούμενο, γι' αυτό το Sponsoring, όπως προελέχθη, ονομάζεται «ανταποδοτική χορηγία» και αντιδιαστέλλεται από τη χορηγία «δωρεοδοτικού τύπου». Το μόνο κοινό στοιχείο μεταξύ χαριστικής και ανταποδοτικής χορηγίας είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις ο χορηγός έχει τη διάθεση να στηρίξει, κυρίως οικονομικά, τον δέκτη σε οποιαδήποτε προσπάθεια του. Πέραν τούτου όμως, ο μηχανισμός λειτουργίας του Sponsoring στηρίζεται αφενός στην παροχή είτε οικονομικών μέσων είτε άλλων υπηρεσιών και αφετέρου στην αντιπαροχή από πλευράς του χορηγούμενου, ο οποίος αναλαμβάνει την υποχρέωση να προβάλει και να δημοσιοποιήσει τις δραστηριότητες και τα προϊόν τα του χορηγού. Στο μαικηνιστικού τύπου Sponsoring, η προώθηση του πολιτισμού και της επιστήμης χαρακτηρίζεται από αλτρουιστικά κίνητρα. Οι δωρητές φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις δεν αποσκοπούν σε αντιπαροχή για την υποστήριξή τους και δεν τη δημοσιοποιούν. Παρέχουν δωρεές σε κοινωφελείς οργανισμούς, με φορολογικά πλεονεκτήματα για τους ίδιους, αλλά χωρίς να περιμένουν αντάλλαγμα από τους υποστηριζόμενους 55. Ακριβώς στο στοιχείο αυτό στηρίζεται η απομάκρυνση της ανταποδοτικής από την παραδοσιακή δωρεοληπτική αντίληψη της χορηγίας και εδώ κρίνεται ο πυρήνας της οικονομικής λειτουργίας της. Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο μορφών αποτελεί η ανάληψη υποχρέωσης στήριξης του δέκτη εκ μέρους του χορηγού. Ωστόσο, πέρα από τη σαφήνεια της θεωρητικής διάκρισης, η αυστηρή οριοθέτηση μεταξύ της αμιγώς χαριστικής και της ανταποδοτικής χορηγίας παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες 55 Το περιεχόμενο της νομικής έννοιας της χορηγίας, σε σχέση με την έννοια της δωρεάς και η φορολογική μεταχείριση των συμβάσεων, που έχουν ως αντικείμενο τη χορηγία, αποτέλεσαν αντικείμενο της υπ αρίθμ. 531/95 γνωμοδότησης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ν.Σ.Κ). Συγκεκριμένα το Ν.Σ.Κ. απεφάνθη ότι αν η διαφημιστική προβολή της εταιρείας γίνεται κατά τρόπο, ο οποίος κατά τη συναλλακτική πρακτική προϋποθέτει οικονομικό αντάλλαγμα, όπως διαφήμιση σε χώρους του σωματείου, και το αντάλλαγμα είναι ανάλογο κατ αξία προς τη χορηγία, δεν υφίσταται δωρεά κατά την έννοια του ν. 75/1975, αλλά αμφοτεροβαρής σύμβαση, αφού μάλιστα με την παραπάνω διαφήμιση του χορηγού το σωματείο χάνει το ποσό, που θα κέρδιζε από τη διαφημιστική προβολή άλλων προϊόντων. Αν η προβολή της εταιρείας ως χορηγού γίνεται κατά άλλο τρόπο, εκτός των χώρων ή άλλων πραγμάτων του σωματείου και δεν στερεί τούτο εσόδων, τότε δεν νοείται ύπαρξη ανταλλάγματος και η χορηγία εμπίπτει στην έννοια της δωρεάς. 26