Διακειμενικές σχέσεις, ιδεολογία και παιδική λογοτεχνία. Η περίπτωση του αφηγήματος «Τα τρία μικρά λυκάκια» του Ευγένιου Τριβιζά Καρατάσου Κατερίνα Πανεπιστήμιο Frederick Περίληψη Μία από τις διαπιστώσεις της σύγχρονης έρευνας γύρω στην παιδική λογοτεχνία είναι ότι η διακειμενικότητα, σε ποικίλες μορφές της, αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα αυτής της λογοτεχνικής κατηγορίας. Ανάγκη συνεπώς να περιγραφτούν αναλυτικότερα και ακριβέστερα οι κύριες ποικιλίες κειμενικών επενδύσεών της και παράλληλα να διερευνηθεί ο ρόλος που αυτές επιτελούν. Η διαπίστωση για τη σημασία της διακειμενικότητας στην παιδική λογοτεχνία επιβεβαιώνεται με εμφατικό τρόπο σε έναν συγγραφέα όπως ο Ευγένιος Τριβιζάς. Στην ανακοίνωση μελετώνται οι βασικές σημασιακές μονάδες του αφηγήματος «Τα τρία μικρά λυκάκια» και οι συν- αρθρώσεις τους, σε συγκριτική βάση με το κλασικό παραμύθι «Τα τρία γουρουνάκια». Στόχος της εργασίας είναι να ελεγχθεί η υπόθεση ότι αυτή η μορφή διακειμενικότητας την οποία εκπροσωπεί το αφήγημα «Τα τρία μικρά λυκάκια» δεν αποτελεί μόνον ή κυρίως έναν μηχανισμό παραγωγής μύθου, αλλά ακόμη ότι διαθέτει μια ιδεολογική, δυναμική όψη, ενδιαφέρουσα σε ένα παιδαγωγικό πλαίσιο, και ότι παίζει έναν στρατηγικό ρόλο στο πεδίο της ειδολογικής ανανέωσης της παιδικής λογοτεχνίας. Το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς Στον κλάδο θεωρίας της λογοτεχνίας που μελετά τους ποικίλους μηχανισμούς συσχετισμών των κειμένων με άλλα κείμενα, απορρόφησης και μετασχηματισμού του έτερου από τον οικείο λόγο, είναι γεγονός ότι επικρατεί μία αποθαρρυντική, κάποτε αποπροσανατολιστική, μεταγλωσσική ανομοιογένεια. Οι όροι εμφανίζονται κοινοί: για διακειμενικότητα μιλά η Kristeva (1978/ 1969) και ο Genette (1982), για διακείμενο και διακειμενικότητα ο Riffaterre (1978), επί παραδείγματι: στην πραγματικότητα, η κατά περίπτωση αναφορά τους είναι διαφορετική, κυρίως ως προς το πεδίο φαινομένων που καλύπτουν. Διευκρινίζεται, λοιπόν, εξαρχής ότι το θεωρητικό πλαίσιο αναφοράς της παρούσας εργασίας αντλείται από τη, σημαντική στον χώρο, μελέτη του G. Genette, Palimpsestes (1982). Οι λόγοι που μας ώθησαν να υιοθετήσουμε το συγκεκριμένο θεωρητικό σχήμα είναι δύο χαρακτηριστικά του: η ενοποιητική του λογική (παρέχει τη δυνατότητα ενιαίας θεώρησης ενός ευρέος φάσματος δια-κειμενικών φαινομένων) και η συμπεριληπτική θεωρία του περί κειμένου (εδώ ως κείμενο νοούνται ισότιμα, αλλά όχι χωρίς να προβλέπεται και να προωθείται η εσωτερική τους διαφοροποίηση δεδομένα όπως οι παρα-κειμενικές ενδείξεις- τίτλοι, υπότιτλοι, πρόλογοι κ.ά. τα είδη και τα γένη, τα παραθέματα, συγκεκριμένα έργα). 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 570
Ο Genette κάνει λόγο για πέντε μορφές σχέσεων δια-κειμενικότητας/ transtextualité 1, δηλαδή της γενικής υπέρβασης της κειμενικής εμμένειας, μέσω «όσων συσχετίζουν, φανερά ή υπογείως, τα κείμενα με άλλα κείμενα» (1982, σελ. 7). Η πρώτη είναι αυτή της διακειμενικότητας/intertextualité, της παρουσίας ενός κειμένου μέσα σε ένα άλλο κείμενο, με τη μορφή του παραθέματος, της ανάμνησης, της λογοκλοπής και του υπαινιγμού. Η δεύτερη είναι αυτή του κειμένου με το παρακείμενό του/ paratexte, όπως ο τίτλος, ο υπότιτλος, ο πρόλογος, η εικονογράφηση, οι σημειώσεις και οι υποσημειώσεις κ.ά. Η τρίτη μορφή σχέσης, η μετακειμενικότητα/métatextualité, αφορά στην σχολιαστική προσέγγιση ενός κειμένου α από ένα κείμενο β- τυπικό παράδειγμα το κριτικό κείμενο. Στην υπέρ-κειμενικότητα/hypertextualité, ένα κείμενο β, το υπέρκείμενο, οφείλει τη συγκεκριμένη του μορφή στο μετασχηματισμό ή τη μίμηση ενός, προγενέστερου, κειμένου α, του υπό- κειμένου. Τέλος, στο πεδίο φαινομένων της διακειμενικότητας ανήκει η αρχι-κειμενικότητα/architextualité, που δηλώνει την ένταξη του κειμένου σε ποικίλης γενικότητας ταξινομικές κατηγορίες: μορφές και τύπους, είδη, γένη. Οι συγκεκριμένες μορφές σχέσεων δεν έχουν αποκλειστικό χαρακτήρα, καθώς κάθε κείμενο συσχετίζεται ποικιλοτρόπως με άλλα κείμενα. Μία από τις διαπιστώσεις της σύγχρονης έρευνας γύρω στην παιδική λογοτεχνία είναι ότι η διακειμενικότητα, σε ποικίλες μορφές της, αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα της (Ζερβού, 2004/ 1997, Κανατσούλη, 2004) 2. Ανάγκη συνεπώς να περιγραφτούν αναλυτικότερα και ακριβέστερα οι κύριες κειμενικές επενδύσεις της και παράλληλα να διερευνηθούν οι λειτουργίες που αυτές επιτελούν. Η θέση για τη σημασία της διακειμενικότητας στην παιδική λογοτεχνία επιβεβαιώνεται, θα έλεγε κανείς με εμφατικό τρόπο, σε έναν συγγραφέα όπως ο Ευγένιος Τριβιζάς 3. Στους ποικιλότροπους διακειμενικούς συσχετισμούς ενός πολύ γνωστού και ξεχωριστά αγαπητού σε αναγνώστες όλων των ηλικιών παραμυθιού του Τριβιζά και στον κριτικό τους χαρακτήρα εστιάζεται η παρούσα εργασία. Τα τρία μικρά λυκάκια Στο ειδικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει ο κριτικός χαρακτήρας της διακειμενικότητας στον τομέα της παιδικής λογοτεχνίας αναφέρεται η Οικονομίδου (2000), επισημαίνοντας τα εξής: Εκτός του ότι οι συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας έχουν ένα πολύ πρόσφορο υλικό στη διάθεσή τους, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η στρατηγική της διακειμενικότητας είναι ιδιαίτερα προσφιλής: επειδή είναι μια στρατηγική με τη βοήθεια της οποίας ένα κείμενο συσχετίζεται με άλλα προϋπάρχοντα, αποκτώντας με αυτό τον τρόπο νόημα, μπορεί να παίξει έναν 1 Υιοθετώ την απόδοση της σχετικής ορολογίας, όπως εμφανίζεται στο Delcroix, Maurice- Hallyn, Fernand (2000/ 1987). Εισαγωγή στις σπουδές της λογοτεχνίας. μτφρ. Ι. Ν. Βασιλαράκης. Αθήνα: Gutenberg. 164-166 2 Στο ίδιο κείμενο, η Ζερβού προβαίνει σε μια ιδιαίτερα χρήσιμη κωδικοποίηση των διακειμενικών εκφάνσεων, στη βάσει του τρόπου με τον οποίο συσχετίζεται το κείμενο με το διακείμενό του: της εγγραφής, της διασκευής, της μεταγραφής και της μετουσίωσης (ό.π., σελ. 172-173). 3 Για τον ρόλο, ειδικότερα, της παρωδίας στο έργο του, βλ. Ζερβού, 2007. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 571
πολύ σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια παραγωγής συγκεκριμένων νοημάτων σε βάρος άλλων. (σελ. 76-77) Ως τυπικό παράδειγμα της κριτικής όψης της διακειμενικότητας αναφέρει και σχολιάζει εκτενώς το αφήγημα του Ευγένιου Τριβιζά, Τα τρία μικρά λυκάκια. Επιχειρώντας την ανασύσταση του αφηγηματικού περιεχομένου του εν λόγω κειμένου μπορούμε να σταθούμε στις κύριες στιγμές της μακρο-δομικής του αφηγηματικής ακολουθίας (Adam, 1999/ 1992). Η αρχική κατάσταση (Adam, 1999/ 1992, Τοματσέφσκι 1995/ 1925) γαλήνης διαταράσσεται όταν η μητέρα λύκαινα προτρέπει τα μικρά της- που δεν είναι πια προφανώς τόσο μικρά- να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία και να χαράξουν τη δική τους, ανεξάρτητη πορεία. Η προτροπή αυτή, δεδομένο που ανάγεται στη λειτουργία της μεσολάβησης 4 και ουσιαστικά αποτελεί την περιπλοκή (Adam, 1999/ 1992, Τοματσέφσκι 1995/ 1925), ένα δυναμικό δηλαδή αφηγηματικό δεδομένο που πυροδοτεί την αλυσίδα της αφηγηματικών μεταβολών, την περιπέτεια (Adam, 1999/ 1992, Τοματσέφσκι 1995/ 1925), συμπληρώνεται από τη λειτουργία της απαγόρευσης (Προπ, 1987/ 1928): τα λυκάκια δεν πρέπει να επιτρέψουν οποιαδήποτε ρωγμή στην άμυνά τους που να τα εκθέτει στην επιβουλή του κακού- εν προκειμένω ενός γουρουνιού με ύπουλο και κακό χαρακτήρα του Ρούνι-Ρούνι. Οι επόμενες ενέργειες των μικρών λύκων, που συνετά και εργατικά χτίζουν γερό σπίτι για να θωρακιστούν απ το κακό, όπως ακριβώς επιβάλλει η παραδοσιακή σοφία της μητέρας λύκαινας, σε έναν προ-αστικό κόσμο θα ήταν ικανές να ματαιώσουν οποιαδήποτε αναμονή για κλιμάκωσης της περιπέτειας. Πράγματι, φτιάχνουν πολύ ανθεκτικά σπίτια, μόνον που κάθε φορά η απειλητική φιγούρα του Ρούνι-Ρούνι τους διαλύει τις ψευδείς βεβαιότητες για ασφάλεια που υπόσχεται η τεχνολογία και η πολιτική της περιχαράκωσης σε ένα κλειστό, οικογενειακό παράδεισο κι αυτό το κατορθώνει, όχι με τη φυσική του δύναμη, αλλά με τα ίδια ακριβώς μέσα που χρησιμοποιούν εκείνα για την άμυνά τους: με την τεχνολογία. Η περιπέτεια κλιμακώνεται με τη μορφή της εν δυνάμει αέναης επανάληψης όμοιων δομικά επεισοδίων: οι λύκοι χτίζουν γερά τείχη και ο Ρούνι-Ρούνι τα γκρεμίζει. Βρισκόμαστε μορφολογικά στην περιοχή της παρατακτικής διαδοχής λειτουργικά ταυτόσημων επεισοδίων. Τη λύση (Adam, 1999/ 1992, Τοματσέφσκι 1995/ 1925), που τους βγάζει όλους από τον φαύλο κύκλο της επανάληψης, μοιάζει να την προετοιμάζει ο από μηχανής θεός της αφήγησης: αυτή τη φορά στο δρόμο τους οι λύκοι δεν βρίσκουν τούβλα, τσιμέντο και θωρακισμένες πόρτες, αλλά λουλούδια. Και βέβαια το να φτιάξεις τείχη από λουλούδια μοιάζει σαν να μην φτιάχνεις καθόλου τείχη. Γιατί τα λουλούδια δεν λειτουργούν σαν στεγανά που απομονώνουν το καλό από το κακό. Αντίθετα, η επαφή του Ρούνι-Ρούνι με αυτά δημιουργεί μια ζώνη επικοινωνίας του με το καλό, καθώς η ομορφιά και το άρωμά τους τον κατακλύζει. Το να φτιάξεις τείχη από λουλούδια είναι σαν να δίνεις πίστη- 4 Εδώ υιοθετείται η σημασία που δίνει στον όρο λειτουργία ο Προπ (1987/ 1928): «Ως λειτουργία εννοείται η ενέργεια ενός δρώντος προσώπου, που ορίζεται από την άποψη της σημασίας της για την πορεία της δράσης [ ] Τα μόνιμα, σταθερά στοιχεία του παραμυθιού είναι οι λειτουργίες των δρώντων προσώπων, ανεξάρτητα από το ποιοι και πώς τις επιτελούν. Οι λειτουργίες συγκροτούν τα θεμελιώδη συστατικά του παραμυθιού» (σελ. 27). 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 572
σκόπιμα ή ασύνειδα- ότι εάν δεν μπεις στον ρόλο του θύματος, μπορεί να καταρρεύσει και ο ρόλος του θύτη, ότι εάν δεν επιχειρείς να συντηρήσεις στεγανά που κρατούν το κακό έξω από τον χώρο σου, είναι δυνατόν να εισχωρήσει το καλό μέσα στο κακό. Η τελική αφηγηματική κατάσταση (Adam, 1999/ 1992, Τοματσέφσκι 1995/ 1925) βρίσκει τους μικρούς λύκους και τον Ρούνι-Ρούνι συμφιλιωμένους, να το γλεντούν με λαχταριστά γλυκά και παιχνίδια. Μια νέα λοιπόν κατάσταση ηρεμίας παγιώνεται, αλλά μια κατάσταση σοφής ηρεμίας, καθώς έχει μεσολαβήσει η εμπειρία της περιπέτειας της αφήγησης. Τα τρία γουρουνάκια και Τα τρία μικρά λυκάκια. Μια (ακόμη) ανάγνωση Το ειδικό ενδιαφέρον αυτού του κειμένου στο πλαίσιο της υπόθεσης της διακειμενικότητας έγκειται στο ότι ενεργοποιεί όλους τους τροπισμούς της. Στο πλαίσιο αυτής της εργασίας θα ασχοληθούμε με δύο από αυτές: την υπέρ-κειμενική και την αρχικειμενική, από τη διαπλοκή των οποίων θεωρούμε ότι απορρέει ο κριτικός ανατρεπτικός χαρακτήρας του αφηγήματος 5. Ο εμφανέστερος δια-κειμενικός τροπισμός του παραμυθιού είναι αυτός που συνδέεται με την υπέρ-κειμενική υφή του: Τα τρία μικρά λυκάκια μετασχηματίζουν θεματικά το κλασικό παραμύθι Τα τρία γουρουνάκια. Στο επίπεδο των ηρώων και των ιδιοτήτων τους, Τα τρία μικρά λυκάκια διαβάζουν με δύο κυρίως τρόπους το κλασικό παραμύθι: κατανέμοντας αντίστροφα τους ρόλους στους ήρωες (θύματα είναι τα αδέλφια, τα λυκάκια, θύτης είναι το γουρούνι) και εγκαθιδρύοντας ορισμένες αντιθέσεις ανάμεσα στις ιδιότητες των ηρώων. Τα δύο από τα γουρουνάκια στο κλασικό παραμύθι είναι φυγόπονα, ανυπάκουα και προκαλούν τον λύκο, με τις εξαιρετικά ευάλωτες στις επιθέσεις του κατασκευές τους. Τα λυκάκια στο παραμύθι του Τριβιζά, όλα, είναι υπάκουα, κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους να χτίσουν γερά τείχη, για να κρατήσουν έξω το κακό, όπως τους επιτάσσει η παραδοσιακή σοφία της μητέρας - λύκαινας. Κανείς δεν μπορεί να τους καταλογίσει ότι προκάλεσαν τον θύτη: εδώ το θύμα δεν θυματοποιείται ακόμη μια φορά, με το να του επισημανθούν παραλείψεις- κι αυτή είναι ακόμη μία ουσιώδης διαφοροποίηση του κειμένου του Τριβιζά από το κλασικό παραμύθι. Στο επίπεδο των λειτουργιών, δηλαδή των ενεργειών των δρώντων προσώπων, οι οποίες καθορίζουν την πορεία της δράσης, θα λέγαμε ότι το υπέρ-κείμενο μιμείται σχεδόν πιστά το υπό-κείμενο. Οι διαφορές είναι λίγες, αλλά κρίσιμες. Ξεχωρίζω και αναφέρομαι μόνον σε εκείνη που αφορά στην κλιμάκωση και τη λύση της περιπέτειας και, προτρέχοντας κάπως, στη διαφορά εκείνη που έχει εξέχουσα σημασία, καθώς μέσω αυτής το υπέρ- 5 Για την παρακειμενική διάσταση του ζητήματος, βλ. τον ενδιαφέροντα σχολιασμό που κάνει η Οικονομίδου (2000), ιδίως ως προς το σκέλος της εικονογράφησης. Η δια-κειμενικότητα αναγνωρίζεται σε επίπεδο φράσης, με παραθέματα, συνήθως εν μέρει παραλλαγμένα, από διάφορες εκδοχές του κειμένου, όπως π.χ. οι απειλές του Ρούνι-Ρούνι ότι θα φυσήξει και θα τους ρίξει το σπίτι. Η δε μετακειμενική δράση του θα λέγαμε ότι συνίσταται στην κριτική ανάγνωση τόσο του κλασικού παραμυθιού όσο και στη διορθωτική στάση του έναντι του είδους του παραδοσιακού παραμυθιού, όπως επιχειρούμε να δείξουμε στη συνέχεια αυτής της εργασίας. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 573
κείμενο του Τριβιζά διαβάζει διορθωτικά το υπό- κείμενο του 6. Διαβάζει ακόμη διορθωτικά και το παραδοσιακό είδος του παραμυθιού, τροποποιώντας το: ο ανταγωνιστής, το ύπουλο κακό γουρούνι, όχι μόνον δεν τιμωρείται (λειτουργία της τιμωρίας, Προπ, 1987/ 1928, σελ. 70), αλλά παίρνει, στο τέλος της ιστορίας (κι αυτό είναι σημαντικό), μία νέα, όμορφη όψη (λειτουργία της μεταμόρφωσης, Προπ, 1987/ 1928, σελ. 69-70), δυναμικό αφηγηματικό δεδομένο που στο παραδοσιακό παραμύθι δεν συνδέεται με τον εχθρό, τον κακό, αλλά μόνον με τον θετικό χαρακτήρα, και ακόμη αλλάζει ως προσωπικότητα και διάθεση, λειτουργία η οποία δεν προβλέπεται βέβαια από το παραδοσιακό παραμύθι. Οι τελευταίες επισημάνσεις, που αφορούν στις διαφοροποιήσεις του σύγχρονου 7 παραμυθιού του Τριβιζά από το κλασικό ρεπερτόριο των λειτουργιών που δομούν το αφηγηματικό περιεχόμενο στο παραμύθι, μας οδηγούν στην κατεύθυνση της αρχικειμενικότητας. Το παραμύθι, δηλαδή, του Τριβιζά αποστασιοποιείται από κρίσιμες ειδολογικές σταθερές του ιστορικά παγιωμένου είδους του παραμυθιού. Γιατί οι λειτουργίες των δρώντων προσώπων αποτελούν «μόνιμα, σταθερά στοιχεία του παραμυθιού [ ] ανεξάρτητα από το ποιοι και πώς τις επιτελούν. Οι λειτουργίες συγκροτούν τα θεμελιώδη συστατικά του παραμυθιού» (Προπ, 1987/ 1928, σελ. 27). Και αυτό θα λέγαμε, μέσω της ανάπτυξης μίας νέας, της λειτουργίας της μεταστροφής όπως θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε, που συμπαρασύρει τόσο τα θύματα όσο και τον θύτη, τους καλούς και τον κακό. Σύμφωνα με την πειστική προσέγγιση της Οικονομίδου (2000), το κείμενο του Τριβιζά και η εικονογράφηση της Όξενμπερι αποσκοπούν να «ανατρέψουν κάποια από τα ιδεολογικά στερεότυπα που αναπαράγονται μέσα από το παραμύθι αφετηρία Τα τρία γουρουνάκια» (σελ. 107). Μία ενδιαφέρουσα σχετική παρατήρηση, που προχωρά πέραν της ανατροπής των προκαταλήψεων «του πολιτισμένου ανθρώπου γύρω από την άγρια φύση και τα άγρια ζώα» (σελ. 116-117) όπως ο λύκος, είναι η εξής: Ο λύκος επομένως μπορεί να θεωρηθεί το σύμβολο όλων όσα ο άνθρωπος καταπιέζει αλλά και φοβάται στον ίδιο του τον εαυτό. Με την ανατροπή αυτού του συμβόλου το κείμενο του Τριβιζά ανατρέπει κατ επέκταση και αυτή την παραδοσιακή ταύτιση του «κακού», πρωτόγονου εαυτού μας με την άγρια φύση, με το «άλλο», το εκτός του πολιτισμού. Διότι, αν «κακό» μπορεί να είναι και το εξημερωμένο ζώο, το κατοικίδιο, τότε ο «κακός» μας εαυτός, ο αντικοινωνικός, ο 6 Ένα υπέρ- κείμενο είναι δυνατόν να ενσωματώνει αφηγηματικά ή σημασιολογικά συστατικά από το υπόκείμενό του, χωρίς ανατρεπτική διάθεση: χαρακτηριστική, σε αυτό το πλαίσιο, είναι η περίπτωση του παραμυθιού του Τριβιζά Ο Ιγνάτιος και η γάτα (2001), στο οποίο, όπως στον Δον Κιχώτη, η ανεπαρκής ανάπτυξη της δεξιότητας της αποστασιοποίησης από τον χάρτινο κόσμο και της διάκρισης του φανταστικού από το πραγματικό οδηγεί τον κεντρικό χαρακτήρα στην ψευδαίσθηση ότι είναι ήρωας και επιχειρώντας να δράσει σαν ιππότης οδηγείται στην καταστροφή και τον θάνατο. Η υπέρ- κειμενική υφή του παραμυθιού του Τριβιζά, δεν ισοδυναμεί βεβαίως με την κριτική διάστασή του. Πρόκειται ειδικότερα για παρωδία, όπως έχει ήδη επαρκώς τεκμηριωθεί (Οικονομίδου, 2000). 7 Βλ. τον χαρακτηρισμό που δίνει η Οικονομίδου (2000) στα Τα τρία μικρά λυκάκια, μέσω ενός διαφορετικού σκεπτικού, ως «σύγχρονο, χιουμοριστικό, εικονογραφημένο παραμύθι» (σελ. 107). Επισημαίνουμε ως ένα ακόμη ενισχυτικό δεδομένο το γεγονός ότι το, τυπικό στο παραμύθι, απροσδιόριστο χωροχρονικό πλαίσιο, εδώ δεν παραπέμπει σε έναν προ- αστικό κόσμο, αλλά στον σύγχρονο. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 574
επιθετικός, ο αχαλίνωτα σεξουαλικός, ο αδηφάγος, δεν ζει πια εξορισμένος κάπου «έξω», από εμάς, αλλά αντίθετα μέσα μας, κοντά μας, στην «κατοικία» μας (σελ. 118-119) Συμπληρωματικά περισσότερο παρά αντιθετικά, προσθέτουμε ότι η ανατροπή δεν διενεργείται μόνον στο πεδίο του ποιοι χαρακτήρες αναλαμβάνουν ποιους ρόλους, αλλά ακόμη και στο τι κάνουν οι χαρακτήρες. Ποια είναι τα περιθώρια ενεργειώνλειτουργιών δηλαδή- που διανοίγονται από τη λογική της αφήγησης στο σύγχρονο παραμύθι για τον ήρωα εκείνον που αναλαμβάνει τον ρόλο του εχθρού ή του ανταγωνιστή; Πόσο το πρόσωπο προδιαγράφεται από τον ρόλο του και πόσο ο ρόλος το προκαθορίζει και το περιορίζει ασφυκτικά ως προς το πεδίο δράσης του; Μπορεί ο κακός, ανεξάρτητα από το αν είναι ο λύκος ή το γουρούνι, να αλλάξει; Τα λυκάκια μισάνοιξαν την πόρτα και τι να δούνε; Τον Ρούνι-Ρούνι, το ύπουλο, κακό γουρούνι, με μια μαργαρίτα στο αυτί να χορεύει ταραντέλα. Κατάλαβαν αμέσως ότι ο Ρούνι-Ρούνι είχε αλλάξει και από ύπουλο, κακό γουρούνι είχε γίνει θαυμάσιο, καλό γουρούνι. Το σύγχρονο παραμύθι, λοιπόν, απαντά καταφατικά καθώς, ως φαίνεται, ξεκινά από μια αρκετά διαφορετική σύλληψη του ανθρώπινου προσώπου και της δυνατότητάς του να αλλάζει. Το πώς βέβαια αλλάζει ο κακός είναι ένα άλλο θέμα, που βρίσκεται έξω από τα όρια αυτής της εργασίας. Ενδεικτικά πάντως να επισημάνουμε ότι στα Τρία μικρά λυκάκια η δεκτική πλευρά του υποκειμένου (η στιγμή που ο Ρούνι-Ρούνι ανοίγει τον εαυτό του στην επίδραση από το περιβάλλον παίρνοντας αναπνοή βαθιά για να φυσήξει) σε συνδυασμό με ένα στρατηγικής παιδαγωγικής βαρύτητας ερέθισμα από το περιβάλλον, το ωραίο, η ομορφιά ως άρωμα, αλλά και το ωραίο ως λόγος μπορούμε να προσθέσουμε, αποτελούν τα κλειδιά της μεταστροφής: Και πραγματικά ο Ρούνι-Ρούνι, το ύπουλο, κακό γουρούνι, πήρε μια βαθιά βαθιά ανάσα και ένιωσε την ευωδιά απ τα κρινάκια, τις βιολέτες και τα γιασεμιά, τα χρυσάνθεμα, τα κυκλαμινάκια και τα τριαντάφυλλα τα κόκκινα σαν τη φωτιά κι όλα τ άλλα λουλούδια να τον πλημμυρίζει. Τι όμορφα που ήταν! Χάρμα! Αντί να φυσάει, άρχισε να μυρίζει. Μουφ, μουφ!! μύριζε και μουφ- μουφ- μουφ ξαναμύριζε. Και όσο πιο πολύ μύριζε, τόσο πιο πολύ του άρεσε, και όσο πιο πολύ του άρεσε, τόσο πιο πολύ μύριζε, ώσπου ένιωσε ανάλαφρο σαν πούπουλο και την καρδιά του τρυφερή σαν λουλουδάκι. Στο πλαίσιο αυτό σκόπιμο είναι να αναφέρουμε ορισμένα ακόμη παραδείγματα της λειτουργίας της μεταστροφής, όπως αισθητοποιείται σε ορισμένα ακόμη παραμύθια του Ευγένιου Τριβιζά. Στη Φρικαντέλα, τη μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα (1998), και επιχείρησε να τα εξαφανίσει, είναι το ωραίο ξανά, η μουσική αυτή τη φορά που αναλαμβάνει να δώσει τη δυνατότητα στον κακό να μεταστραφεί: 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 575
Έτσι λοιπόν, για να μην τα πολυλογούμε, τα παιδιά τραγουδούσαν όλο το βράδυ στη μάγισσα Φρικαντέλα τα κάλαντα. Κάλαντα μικρά και κάλαντα μεγάλα, κάλαντα από μέρη μακρινά και κάλαντα από μέρη κοντινά, κάλαντα σημερινά και κάλαντα αλλοτινά. Κάλαντα και πάλι κάλαντα και μόνο κάλαντα. Όταν τέλειωσαν και τα τελευταία κάλαντα ξημέρωνε πια. Ο Σεβαστιανός Μπισμπικούκης έδωσε στη μάγισσα το μαγικό της ραβδί: «Ορίστε πάρ το!» «Όχι», είπε η μάγισσα, «δεν το θέλω»!» «Δεν θέλεις το ραβδί σου; Τι θέλεις τότε;» ρώτησε απορημένη η Λούλα Παγωτογλειψούλα. «Να ερχόσαστε κάθε Χριστούγεννα και κάθε Πρωτοχρονιά και να μου λέτε τα κάλαντα. Τώρα που αναγκάστηκα να τα ακούσω, κατάλαβα πόσο όμορφα είναι. Τι λέτε χορεύουμε ένα καλαματιανό;» Έτσι κι έγινε. Από τότε η μάγισσα Φρικαντέλα Ζαρζουέλα Σαλμονέλα Στρυφνίνη άλλαξε και άρχισαν να της αρέσουν όχι μόνο τα κάλαντα, αλλά και όλα τα καλά πράγματα. Πέταξε όλα τα κακάθια της και στη θέση τους έβαλε καλάθια. Και πέταξε όλα τα μπουκακάκια της και στη θέση τους έβαλε μπουκαλάκια. Και πέταξε όλα τα κακώδια και στη θέση τους έβαλε καλώδια. Και δε λέει πια κακαμπούρια. Λέει μόνο καλαμπούρια. Στις Χελώνες του Βαρώνου (2002), η ανάγκη για φιλία και ανθρώπινη επαφή οδηγεί στη μεταστροφή τόσο τον βαρώνο, που κλείνεται μέσα σε ένα χρηματοκιβώτιο για να προστατέψει την περιουσία του, όσο και το ληστή που προσπαθεί να τον κλέψει, μόλις συναντιούνται: Τι κάνεις εκεί μέσα; ρώτησε. Εδώ μένω. Ποιος σ έκλεισε στο χρηματοκιβώτιο; Μόνος μου κλείστηκα. Γιατί; Για ασφάλεια 8. Τι μου λες! Πόσον καιρό είσαι μέσα; Ουουου Χρόνια και ζαμάνια. Θα πρέπει να αισθάνεσαι μεγάλη μοναξιά. Μπα, καθόλου όχι και πολύ Ίσως λιγάκι Αρκετά Δηλαδή πολύ Τι να σου πω Αφάνταστα! Σε καταλαβαίνω Αλήθεια; Ναι Έτσι αισθανόμουνα κι εγώ στη φυλακή, όταν με βάζανε στο κελί της απομόνωσης Προχτές βγήκα Αλλά ώρα να πηγαίνω Να μη σε κρατάω Δε βαριέσαι Κάτσε λιγάκι. 8 Στο σημείο αυτό παρατηρούμε ένα ακόμη στερεότυπο που θεματοποιείται αναιρετικά. Η υπόθεση της ασφάλειας, η αναζήτηση της ιδανικής της μορφής, και η αναλογία της κατάστασης θύτη θύματος στην οποία απολήγει, είναι επίσης εκείνη που οδηγεί και τα τρία λυκάκια να φτιάχνουν όλο και πιο οχυρά σπίτια, καταλήγοντας σε ένα κτίριο που θυμίζει φυλακή, με κάμερες, αλυσίδες, συρματόπλεγμα κ.ά. Έτσι, το θύμα καταλήγει να βρίσκεται σε εκείνη τη θέση που σύμφωνα με μια άποψη θα έπρεπε να βρίσκεται ο θύτης. Το θέμα της ασφάλειας υπογραμμίζεται από τα τρία λυκάκια. Όταν φτιάχνουν το τελευταίο σπίτιφυλακή, αναφωνούν: «Αυτό θα πει σιγουριά και ασφάλεια!». Βλ. και Οικονομίδου (2000), σελ. 110-112. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 576
Καθίσανε λοιπόν λιγάκι και πιάσανε την κουβέντα. Διαπίστωσαν ότι δεν είχαν δει ένα σωρό πράγματα ακόμα. Ο ένας κλεισμένος χρόνια στη φυλακή, ο άλλος στο χρηματοκιβώτιο. Έχω καιρό να δω πυροτεχνήματα και πασχαλίτσες, είπε ο βαρώνος. Έχω καιρό να δω λιμπελούλες και λούνα- παρκ, είπε ο διαρρήκτης. Έχω καιρό να δω κυπαρισσόμηλα και τρεχαντήρια, είπε ο βαρώνος Φλαφ φον Φλουφ. Έχω καιρό να δω ανεμώνες και πεφταστέρια, είπε ο διαρρήκτης. Μετά θυμηθήκανε την εποχή που ήτανε ανέμελα παιδιά. Τι λες; παίζουμε; πρότεινε ο διαρρήκτης. Και δεν παίζουμε, είπε ο βαρώνος. Τι να παίξουμε; Ό,τι να ναι. Παίξανε λοιπόν κρυφτό. Ο βαρώνος κρύφτηκε μέσα σ ένα μεγάλο, κινέζικο βάζο, αλλά ο διαρρήκτης τον βρήκε. Μετά παίξανε κυνηγητό. Τα κάνανε όλα άνω- κάτω στο σαλόνι. Αλλά το ευχαριστηθήκανε με την καρδιά τους. Σε ορισμένες βέβαια περιπτώσεις, πιο αυστηρές είναι οι προϋποθέσεις για την αναμόρφωση του κακού, δεν του στερείται όμως προγραμματικά αυτή η δυνατότητα. Κάτι τέτοιο ισχύει στην περίπτωση της Φουφήχτρας, της μάγισσας με την ηλεκτρική σκούπα (1998), που τιμωρείται από την μικρή ηρωίδα σε εγκλεισμό στην ηλεκτρική σκούπα όπου παγίδευε άλλα πλάσματα, μέχρι να δείξει καλή διαγωγή: Χαμήλωσε, πάτησε το κόκκινο κουμπί και βρρρρουμ! ρούφηξε τη Φουφήχτρα. - Άσε με να βγω! Ελευθέρωσέ με! Πάτησε το πράσινο κουμπί! Λυπήσου με! - Να σε λυπηθώ; Εσύ τα λυπήθηκες τα ψαράκια; Τις λυπήθηκες τις πεταλούδες; Τις λυπήθηκες τις γατούλες, τα παιδιά και τα παπάκια; Όχι! Θα μείνεις εκεί μέσα και θα κάνεις ό,τι σου λέω! Αν δείξεις καλή διαγωγή, μπορεί να σ ελευθερώσω σε πέντ έξι χρόνια! Θα κάνεις ό,τι σου λέω ή να ρουφήξω κι έναν καρχαρία για να σου κάνει παρέα; Καταλήγοντας, είναι σκόπιμο να κάνουμε μία γενικότερη παρατήρηση, που νομιμοποιείται μετά τον σχολιασμό που προηγήθηκε. Η δια-κειμενικότητα δεν αποτελεί εκδήλωση πολιτισμικής εξάντλησης, ούτε του παραδοσιακού κειμένου που διαπλέκεται στον μηχανισμό της ούτε της μυθοπλαστικής επίνοιας του σύγχρονου συγγραφέα. Αντίθετα, είναι ένας από τους μηχανισμούς, τους ικανούς να διαβάζουν δυναμικά την λογοτεχνική παράδοση, δηλαδή ερωτηματικά μα και κριτικά, καθιστώντας την έτσι δρώσα, σχετική με τον σύγχρονο κόσμο. Και επιπλέον είναι παράγοντας που τροφοδοτεί τον ειδολογικό δυναμισμό της εποχής μας, όπως και κάθε εποχής που αναζητά, και βρίσκει, τη φωνή της στον τομέα της παιδικής λογοτεχνίας και βεβαίως της λογοτεχνίας εν γένει ευνοώντας τη διαμόρφωση νέων λογοτεχνικών μορφών και ειδών. 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 577
Ξενόγλωσση βιβλιογραφία Genette, Gérard (1982). Palimpsestes. La littérature au second degré, Paris: Seuil Kristeva, Julia (1978/ 1969), Recherches pour une sémanalyse. Paris: Seuil Riffaterre, Michaël (1978). Semiotics of Poetry. Indiana University Press Ελληνική βιβλιογραφία Adam, Jean- Michel (1999/ 1992). Τα κείμενα: τύποι και πρότυπα. μτφρ. Γ. Παρίσης. Αθήνα: Πατάκης. Ζερβού, Αλεξάνδρα (2007). Ευγένιος ο παρωδός, της εποχής μας κληρωτός, ή οι περιπέτειες των λέξεων και των κειμένων. Κείμενα (6) 1-26. Ζερβού, Αλεξάνδρα (2004/ 1997). Διακειμενικές προσεγγίσεις κι εξωκειμενικές μεταμορφώσεις. Παιδική λογοτεχνία και διακειμενικότητα. Στη χώρα των θαυμάτων. Το παιδικό βιβλίο ως σημείο συνάντησης παιδιών- ενηλίκων. Αθήνα: Πατάκης. Κανατσούλη, Μένη (2004). Διακειμενικές σχέσεις, ανατρεπτικά κείμενα και ιδεολογία. Ιδεολογικές διαστάσεις της παιδικής λογοτεχνίας, Αθήνα: Τυπωθήτω - Γ. Δαρδανός. 47 62. Οικονομίδου, Σούλα (2000). Χίλιες και μία ανατροπές. Η νεοτερικότητα στη λογοτεχνία για μικρές ηλικίες. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Προπ, Β. Γ. (1987/ 1928). Μορφολογία του παραμυθιού. Η διαμάχη με τον Κλωντ Λεβί- Στρως και άλλα κείμενα. μτφρ. Αριστέα Παρίση. Αθήνα: Καρδαμίτσας. Τριβιζάς, Ευγένιος (1994). Τα τρία μικρά λυκάκια. Αθήνα: Μίνωας. Τριβιζάς, Ευγένιος (1998). Φρικαντέλα. Η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα. Αθήνα: Άμμος. Τριβιζάς, Ευγένιος (2002). Οι χελώνες του Βαρώνου. Αθήνα: Καλέντης. Τριβιζάς, Ευγένιος (2001). Ο Ιγνάτιος και η γάτα. Αθήνα: Καλέντης. Τριβιζάς, Ευγένιος (1992/ 1983).Ο χιονάνθρωπος και το κορίτσι. Αθήνα: Κέδρος. Τριβιζάς, Ευγένιος (1998). Η μάγισσα Φουφήχτρα. Αθήνα: Μίνωας. Τοματσέφσκι, Μπόρις (1995/ 1925). Θεματική. Θεωρίας λογοτεχνίας κείμενα των Ρώσων φορμαλιστών. Αθήνα: Οδυσσέας. 280-325 10 o Συνέδριο Παιδαγωγικής Εταιρείας Κύπρου 578