ΥΠ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΑΜΟΙΒΩΝ



Σχετικά έγγραφα
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 21 ο / ΑΠΟΦΑΣΗ 836/2012

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Σελίδα 1 από 7. Αριθμός Απόφασης 12093/2017 (Αριθμός κατάθεσης αγωγής./2016) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα,

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

ΜΕΙΖΟΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: 0001 (Αποδοχές και Συντάξεις ) ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΔΑΠΑΝΗΣ: Α. Θεσμικό πλαίσιο δαπάνης.

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3828, 31/3/2004 Ο ΠΕΡΙ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΑΣΧΕΤΑ ΑΠΟ ΦΥΛΕΤΙΚΗ Ή ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ 2/7/2014 ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛ. ΡΟΔΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΣΤ. ΚΟΥΤΑΛΙΑΝΟΣ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΥΠΕΡΕΡΓΑΣΙΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Αριθμός απόφασης 226/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΠΟΛ /09/ Παροχή οδηγιών για την

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΒΟΛΑ ΚΑΙ ΤΕΛΗ ΕΝΔΙΚΩΝ ΒΟΗΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΕΞΟΔΑ

Πίνακας δικαστικών εξόδων

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης. Ειδικοί Χρόνοι Ασφάλισης

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Βιβλίο IV του Ν.4412/2016. Εισηγήτρια: Καλλιόπη Παπαδοπούλου, Νομική Σύμβουλος ΔήμοςΝΕΤ

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Νέες Διατάξεις για τη Διαμεσολάβηση. Δημήτριος Μάντζος Δικηγόρος ΥπΔΝ - Διαμεσολαβητής Εκτελεστικός Γραμματέας ΟΠΕΜΕΔ

Αριθμός 52(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010 ΜΕΧΡΙ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ. Από 26/6/2017

Τροποποιήσεις με το Ν. 4335/2015 ως προς τα κατ ιδίαν αποδεικτικά μέσα - Ένορκες βεβαιώσεις

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Άρειος Πάγος 175/2013 Εργασία και έκτη ημέρα την εβδομάδα σε επιχειρήσεις με καθεστώς πενθήμερης εργασίας

Αριθμός αποφάσεως 5520/2016 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

Α Π Ο Σ Π Α Σ Μ Α. Από το πρακτικό της αριθ. 52/2018 τακτικής Συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας-Νέας Χαλκηδόνας

Ατελώς (Άρθρο 30 του ν. 40: ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Υ Π Ο Δ Ε Ι Γ Μ Α Σ Υ Μ Β Α Σ ΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ. για (περιγραφή αντικειμένου σύμβασης) για την κάλυψη αναγκών της Βουλής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 Ο ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΕΚ ΠΕΡΙΤΡΟΠΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑ,ΜΕΡΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ, ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΤΟΥ Ν.4329/2015 ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ ΣΤΗ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΚΗ

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136 /2017

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Transcript:

ΥΠ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΑΜΟΙΒΩΝ ΑΘΗΝΑ 2014 1

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ - ΥΠ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΔΣΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ - ΑΜΟΙΒΩΝ ΥΠ. ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 2014

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΙ ΔΙΚΑΖΕΤΑΙ: α. Οι διαφορές του άρθρου 663 ΚΠολΔ, β. Οι απαιτήσεις του άρθρου 14 ν. 3471/2006, γ. Οι αγωγές του άρθρου 16 παρ. 2 ν. 2947/2001 από το Μονομελές Πρωτοδικείο ανεξαρτήτως ποσού, δ. Οι διαφορές του άρθρου 681Α Κ.Πολ.Δ ε. Οι διαφορές του άρθρου 681 Β Κ.Πολ.Δ, στ. Η βεβαίωση της παραβάσεως της υποχρεώσεως για παράλειψη ή ανοχή πράξεως και η καταδίκη του παραβάτη σε χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση από το αποκλειστικά αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο (άρθρο 947 Κ.Πολ.Δ). Α. ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ: 1. ΥΛΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: Μέχρι και είκοσι χιλιάδες (20.000) ΕΥΡΩ. 2. ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: Το Δικαστήριο του τόπου της παροχής εργασίας ή της κατοικίας του εναγομένου ή της έδρας του, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο ή του τόπου ύπαρξης περιουσίας του εναγομένου κατοίκου αλλοδαπής ή του τόπου κατάρτισης της εργασιακής συμβάσεως ή εκπληρώσεως της παροχής ή του τόπου τελέσεως αξιόποινης πράξεως (π.χ. εργατικό ατύχημα). 1. ΚΑΤΑΘΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΓΩΓΗΣ: Στο ισόγειο, Γραφείο 9. Χρειάζεται εγγραφή στο πινάκιο. Σε περίπτωση αναβολής χρειάζεται και πάλι εγγραφή στο πινάκιο. 3. ΕΠΙΔΟΣΗ: Τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αγωγής. Σε περίπτωση που ο καλούμενος είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει στο εξωτερικό, η προθεσμία επίδοσης είναι εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση. 2. ΑΙΘΟΥΣΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ:. Στο ισόγειο, Αριθμός ακροατηρίου 1. 4. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: Κατατίθενται επί της έδρας. Όμως η κατάθεση τους είναι προαιρετική. 5. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΑΝΤΑΓΩΓΗ: Για την παρέμβαση (κύρια και πρόσθετη) ισχύουν τα άρθρα 79-93 Κ.Πολ.Δ και κατ απόκλιση από αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 669 Κ.Πολ.Δ προκειμένου για επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών. Για την ανταγωγή ισχύει το άρθρο 268 Κ.Πολ.Δ. Αυτή μπορεί να ασκηθεί και προφορικά, με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά της δίκης. 6. ΠΡΟΣΘΗΚΗ - ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ: Το αργότερο εντός τριών (3) εργασίμων ημερών μετά τη συζήτηση της αγωγής, στο γραφείο του Γραμματέως της έδρας, μέχρι τις 12 η ώρα το μεσημέρι. 7. ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ: Σύμφωνα με το άρθρο 672 ΚΠοΔ, εάν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. 8. ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 ΕισνΚΠολΔ στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο δικαστικό ένσημο, ακόμα και αν το αίτημα είναι καταψηφιστικό. 11. ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Στο ισόγειο, Γραφείο 9. 5. ΛΗΨΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΓΡΑΦΩΝ: Στο ισόγειο, Γραφείο 9. 9. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ: Επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, εφόσον εκείνος ο οποίος δι- 4

κάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα καθώς και εάν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας (άρθρο 673 ΚΠολΔ) 6. ΕΦΕΣΗ: Απευθύνεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και κατατίθεται προ πάσης επιδόσεως ή μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της αποφάσεως. Κατατίθεται στο Ειρηνοδικείο στο ισόγειο, Γραφείο 5 και προσδιορίζεται στο Πρωτοδικείο Αθηνών (Κτίριο 2, 2ος όροφος, Γραφείο 203 και τα αντίγραφα χορηγούνται στο Γραφείο 201). Σημειώνεται ότι με το ν. 4055/2012 τροποποιήθηκε το άρθρο 495 ΚΠολΔ και καθιερώθηκε επί ποινή απαραδέκτου παράβολο ποσού διακοσίων (200,00) ΕΥΡΩ για το ένδικο μέσο της έφεσης (και αντίστοιχα τριακοσίων (300,00) ΕΥΡΩ για το ένδικο μέσο της αναίρεσης και τετρακοσίων (400,00) ΕΥΡΩ για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης 10. ΑΝΤΕΦΕΣΗ - ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: Η αντέφεση και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο επιδίδεται νομίμως. Όμως, τόσο η αντέφεση όσο και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως μπορούν ν ασκηθούν και με τις κατατεθείσες προτάσεις. Η αντέφεση και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως θα πρέπει ν αφορούν στα κεφάλαια της αποφάσεως που προσβάλλονται με την έφεση ή σε εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Η αντέφεση ισχύει ως αυτοτελής έφεση, μόνον εφόσον ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως. Β. ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ 1. ΥΛΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: Πάνω από είκοσι χιλιάδες (20.000) ΕΥΡΩ. Κατ άρθρο 11 παρ. 7 ΚΠολΔ, για τις έννομες σχέσεις από τις οποίες πηγάζουν περιοδικές παροχές, η υλική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου προσδιορίζεται από το δεκαπλάσιο της ετήσιας προσόδου και όχι από το αιτούμενο ποσό. Συνηθέστατη περίπτωση η ακύρωση της καταγγελία της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας, συνεπεία της οποίας διεκδικούνται μισθοί υπερημερίας. «Αν όμως ζητείται με την αγωγή και η διάγνωση της έννομης σχέσης, ως αμφισβητούμενης και αυτής από τον εναγόμενο, από την οποία έννομη σχέση πηγάζουν οι περιοδικές παροχές, η υλική αρμοδιότητα, εφόσον πρόκειται για παροχές η παύση των οποίων είναι βέβαιη, αβέβαιος όμως ο χρόνος της, κρίνεται από το δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής. Από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής προκύπτει ότι κατάγεται σε κρίση αυτό τούτο το δικαίωμα της ενάγουσας και ήδη αναιρεσίβλητης σχετικά με τη μετατροπή της σύμβασης μειωμένης απασχόλησής της σε πλήρους απασχόλησης και για την ένταξή της στο μόνιμο προσωπικό της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας, η δε επιδίκαση των αιτούμενων περιοδικών παροχών, προϋποθέτει τη διάγνωση της όλης έννομης σχέσης, από την οποία αυτές πηγάζουν.?ετσι όμως το αντικείμενο της δίκης προσδιορίζεται κατ? άρθρο 11 παρ. 7 ΚΠολΔ στο δεκαπλάσιο της ετήσιας παροχής (94.328 δρχ Χ 14 Χ 10 ίσον 13.205.920 δρχ) και υπερβαίνει το ποσό της υλικής αρμοδιότητας του ειρηνοδικείου (1.000.000 δρχ.). Επρεπε συνεπώς το ειρηνοδικείο να κηρυχθεί αναρμόδιο για να δικάσει την αγωγή αυτήν» (ολαπ 5/2001) 2. ΤΟΠΙΚΗ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ: Το Δικαστήριο του τόπου της παροχής εργασίας ή της κατοικίας του εναγομένου ή της έδρας του, αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο ή του τόπου υπάρξεως περιουσίας του εναγομένου κατοίκου αλλοδαπής ή του τόπου καταρτίσεως της εργασιακής συμβάσεως ή εκπληρώσεως της παροχής ή του τόπου τελέσεως αξιόποινης πράξεως. 3. ΚΑΤΑΘΕΣΗ - ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΑΓΩΓΗΣ: Κτίριο δύο (2), πρώτος (1ος) όροφος, 5

Γραφείο 101. Χρειάζεται εγγραφή στο πινάκιο. Σε περίπτωση αναβολής χρειάζεται και πάλι εγγραφή στο πινάκιο. 4. ΕΠΙΔΟΣΗ: Τριάντα (30) ημέρες πριν από τη συζήτηση της αγωγής. Σε περίπτωση που ο καλούμενος είναι άγνωστης διαμονής ή διαμένει στο εξωτερικό, η προθεσμία επίδοσης είναι εξήντα (60) ημέρες πριν από τη συζήτηση. 5. ΚΤΙΡΙΟ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ: Κάθε ημέρα: Κτίριο εννέα (9), αίθουσες δεκατέσσερα (14): Πινάκιο ΚΑ και Δέκα έξι (16): Πινάκιο ΚΒ, πλην Πέμπτης, οπότε συζητούνται στο κτίριο Έντεκα (11), αίθουσες Διακόσια ένα (201): Πινάκιο ΚΑ και Διακόσια δύο (202): Πινάκιο ΚΒ. Κατ άρθρο 665 ΚΠολΔ νοείται αυτοπρόσωπη παράσταση, χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο, κατ εξαίρεση του άρθρου 94 παρ. 2 ΚΠολΔ. 6. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ: Κατατίθενται επί της έδρας. 7. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΑΝΤΑΓΩΓΗ: Για την παρέμβαση (κύρια και πρόσθετη) ισχύουν τα άρθρα 79-93 Κ.Πολ.Δ και κατ απόκλιση από αυτά εφαρμόζεται το άρθρο 669 Κ.Πολ.Δ προκειμένου για επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών. Για την ανταγωγή ισχύει το άρθρο 268 Κ.Πολ.Δ. Αυτή μπορεί να ασκηθεί και προφορικά, με δήλωση που καταχωρείται στα πρακτικά της δίκης. 8. ΠΡΟΣΘΗΚΗ - ΑΝΤΙΚΡΟΥΣΗ: Το αργότερο εντός τριών (3) εργασίμων ημερών μετά τη συζήτηση της αγωγής, στο Γραφείο του Γραμματέα της έδρας, στο Κτίριο έντεκα (11), στο δεύτερο (2ο) όροφο, Γραφείο 204. 9. ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑ: Σύμφωνα με το άρθρο 672 ΚΠοΔ, εάν κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν εμφανιστεί κάποιος διάδικος ή εμφανισθεί και δεν λάβει νόμιμα μέρος στη συζήτηση, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι. 10. ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΕΝΣΗΜΟ: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 71 ΕισνΚΠολΔ στις εργατικές διαφορές δεν καταβάλλεται το κατά το νόμο δικαστικό ένσημο, ακόμα και αν το αίτημα είναι καταψηφιστικό, μέχρι το ποσό της εκάστοτε αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, ήτοι σήμερα 20.000. Όλες οι αγωγές που εκδικάζονται με τη συγκεκριμένη διαδικασία, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο, εφόσον είναι αναγνωριστικές. 11. ΕΥΡΕΤΗΡΙΑ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ: Κτίριο δεκατρία (13), πρώτος (1ος) όροφος. 12. ΛΗΨΗ ΑΝΤΙΓΡΑΦΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΓΡΑΦΩΝ: Κτίριο δεκατρία (13), Γραφείο 104. 13. ΑΝΑΚΟΠΗ ΕΡΗΜΟΔΙΚΙΑΣ: Επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής ερημοδικίας μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από την επίδοση της αποφάσεως, εφόσον εκείνος ο οποίος δικάσθηκε ερήμην δεν κλητεύθηκε καθόλου ή δεν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα καθώς και εάν συντρέχει λόγος ανωτέρας βίας (άρθρο 673 ΚΠολΔ. 14. ΕΦΕΣΗ: Απευθύνεται στο Εφετείο Αθηνών. Κατατίθεται προ πάσης επιδόσεως καθώς και μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της αποφάσεως. Κατατίθεται στο Πρωτοδικείο, στο Κτίριο τρία (3), στον πρώτο (1ο) όροφο, Γραφείο 101 και προσδιορίζεται στο Εφετείο Αθηνών, στον πέμπτο (5ο) όροφο, Γραφείο 1115, στην αντίστοιχη θυρίδα.. Σημειώνεται ότι με το ν. 4055/2012 τροποποιήθηκε το άρθρο 495 ΚΠολΔ και καθιερώθηκε επί ποινή απαραδέκτου παράβολο ποσού διακοσίων (200,00) ΕΥΡΩ για το ένδικο μέσο της έφεσης (και αντίστοιχα τριακοσίων (300,00) ΕΥΡΩ για το ένδικο μέσο της αναίρεσης και τετρακοσίων (400,00) ΕΥΡΩ για το ένδικο μέσο της αναψηλάφησης). 15. ΑΝΤΕΦΕΣΗ - ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΕΦΕΣΗΣ: Η αντέφεση και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη Γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο επιδίδεται νομίμως. Όμως, τόσο η αντέφεση όσο και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως μπορούν ν ασκηθούν και με τις κατατεθείσες προτάσεις. Η αντέφεση 6

και οι πρόσθετοι λόγοι εφέσεως θα πρέπει ν αφορούν στα κεφάλαια της αποφάσεως που προσβάλλονται με την έφεση ή σε εκείνα που συνέχονται αναγκαστικά με αυτά. Η αντέφεση ισχύει ως αυτοτελής έφεση, μόνον εφόσον ασκείται με ιδιαίτερο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου εντός της προβλεπόμενης από το νόμο προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως. ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΕΠΙΔΙΚΑΣΗ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ «Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 728 παρ. 1 περ. γ` και δ του Κ.Πολ.Δ. το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει προσωρινά ως ασφαλιστικό μέτρο, εν όλω ή εν μέρει απαιτήσεις καθυστερουμένων τακτικών ή έκτακτων αποδοχών οποιασδήποτε μορφής ή αμοιβών ή αποζημιώσεων που οφείλονται από την παροχή εργασίας ή εξόδων που έγιναν με αφορμή την εργασία, μισθών υπερημερίας ή αποζημίωσης για παράνομη καταγγελία της σύμβασης εργασίας ή για εργατικό ατύχημα ή που οφείλεται από τη σύμβαση εργασίας ή λόγω παραβάσεως της.η έννοια των αποδοχών δεν εκτείνεται μόνο στο βασικό μισθό αλλά, ενόψει της γενικότητας της διατύπωσης της διάταξης, καταλαμβάνει όλες τις αποδοχές του εργαζομένου, όπως π.χ. τα δώρα εορτών, το επίδομα αδείας και οικογενειακών βαρών (βλ Β. Βαθρακοκοίλη, αριθμ. 27, ΜΠρΠειρ 1879/1982 ΕΕργΔ 42.25). Με το παραπάνω άρθρο καθορίζονται περιοριστικά οι απαριθμούμενες και κατονομαζόμενες σ` αυτό περιπτώσεις προσωρινής επιδίκασης απαιτήσεων, δηλαδή της καταδίκης του οφειλέτη χρηματικών απαιτήσεων ή άλλης επιτρεπτής κατά το ουσιαστικό δίκαιο, μορφής παροχής, για τις απαριθμούμενες στη διάταξη αυτή απαιτήσεις, προς το σκοπό κάλυψης άμεσης και ανεπίδεκτης αναβολής ανάγκης του δικαιούχου προς λήψη από τον υπόχρεο οφειλέτη του της παροχής ολικώς ή έστω μερικώς, για την αποτροπή στέρησης των απόλυτα αναγκαίων μέσων προς διαβίωση του ή έκθεσης σε κίνδυνο της υγείας ή της ζωής του. Η αίτηση για προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, από το γεγονός και μόνο της ένταξης της σε μια από τις περιπτώσεις του άρθρου 728 Κ.Πολ.Δ., δεν καθίσταται αυτοδικαίως βάσιμη, αλλά προσθέτως και στις οριζόμενες περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να χωρήσει προσωρινή επιδίκαση απαίτησης, για να επιδικαστεί αυτή προσωρινά, απαιτείται η συνδρομή της κατά το άρθρο 682 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προϋπόθεσης της επείγουσας περίπτωσης, της επείγουσας δηλαδή ανάγκης να ενεργοποιηθεί κατά ένα μέρος από τώρα η επίδικη έννομη σχέση, προϋπόθεση η οποία εναρμονίζεται και προς τον παραπάνω επιδιωκόμενο σκοπό της προσωρινής επιδίκασης της απαίτησης (βλ. ΜΠρΑθ 9514/1995 ΑρχΝ 48.83, ΜΠΠατρ 1872/2003 ΕΕργΔ 62 σελ. 1098, ΜΠΑθ 11631/98 ΝΟΜΟΣ ΜΠΝαυπλ 57/1984 Δ 18.526, Τζίφρα, Ασφαλιστικά μέτρα, σελ. 244, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνευτική Νομολογιακή ανάλυση Κ.Πολ.Δ., άρθρο 728 αριθμ. 1,3,27,28,55, άρθρο 682 αριθμ. 12 και εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία, Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ερμηνεία του Κ.Πολ.Δ., άρθρο 728 αριθμ. 1, 2 και εκεί παραπομπές στη θεωρία και νομολογία), οι ανάγκες δε του δικαιούχου εκτιμώνται ανάλογα προς την ηλικία του, την οικογενειακή του κατάσταση, την οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική του θέση και τις εν γένει υποχρεώσεις του, όπως π.χ. σπουδές τέκνων, ασθένεια μέλους της οικογένειας του κ.λπ (βλ ΜΠΝαυπλ 57/1984 Δ 18.526, Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμηνευτική Νομολογιακή ανάλυση ΚΠολΔ, άρθρο 728 αριθμ. 3, 55, Ασφαλιστικά μέτρα, ΒασικΝομΒιβλιοθ Εκδ. 2000, τόμ. 1, σελ. 278). Η προσωρινή επιδίκαση δίνεται, όπως προαναφέρθηκε, μόνο για τον μετά την υποβολή της αίτησης χρόνο, εκτός αν ο αιτών επικαλεσθεί και πιθανολογήσει ότι η προϋπόθεση της επείγουσας περίπτωσης συντρέχει και για τον προγενέστερο χρόνο, η οποία εν προκειμένω θα μπορούσε να δικαιολογηθεί αν αυτός ιστορεί ότι αναγκάσθηκε να πορισθεί τα αναγκαία προς συντήρηση του ποσά, για το διάστημα αυτό με δανεισμό από τρίτους, στους οποίους εξακολουθεί να τα οφείλει (βλ. ΜΠΑθ 298/1995 ΕπΕργΔικ 7

1996.248). Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η τελεσίδικη δικαστική απόφαση, που δέχεται την αγωγή του εργαζομένου για μισθούς υπερημερίας λόγω άκυρης απολύσεως, δημιουργεί δεδικασμένο ως προς την αξίωση για μισθούς υπερημερίας του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, την ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως εργασίας και την ακυρότητα της καταγγελίας που προτάθηκε κατ` αντένσταση ή αποτέλεσε αυτοτελές αναγνωριστικό αίτημα της αγωγής.(απ 1673/2007 δημ/νομοσ)» (ΜΠΑ 2745/2010, ΝΟΜΟΣ). ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ. Ο ν. 3198/1955 θεσπίζει στα άρθρα 6 παρ. 1 και 2, δύο αποκλειστικές ή αποσβεστικές προθεσμίες: Τρίμηνη προθεσμία για την αγωγή επιδικάσεως αξιώσεων του μισθωτού από άκυρη καταγγελία της εργασιακής σχέσεως και εξάμηνη για την αγωγή επιδικάσεως της νόμιμης αποζημιώσεως σε περίπτωση που ο μισθωτής θεωρεί έγκυρη την καταγγελία. Και στις δύο περιπτώσεις η εκπρόθεσμη επίδοση της αγωγής συνεπάγεται την αυτεπάγγελτη απόρριψη της ως απαράδεκτης. Η τρίμηνη προθεσμία αρχίζει από το χρόνο λύσεως της εργασιακής σχέσεως, ενώ η εξάμηνη από τον χρόνο κατά τον οποίο κατέστη απαιτητή η αποζημίωση. Ως προς την αναστολή και την διακοπή των προθεσμιών αυτών εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ωστόσο σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 263 ΑΚ, που έχει ανάλογη εφαρμογή και για τις συγκεκριμένες προθεσμίες, η επανέγερση της αγωγής για αξιώσεις από άκυρη καταγγελία, πρέπει να ασκηθεί εντός τριών μηνών και όχι έξι (ΑΠ 999/1982) ΠΑΡΑΓΡΑΦΕΣ: Οι κάθε είδους μισθολογικές απαιτήσεις του μισθωτού υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή (άρθρα 250 παρ. 6 και 17 και 253 Α.Κ). Όμως, οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό υπόκεινται σε εικοσαετή παραγραφή, με εξαίρεση τις απαιτήσεις από παράνομη υπερωριακή εργασία που υπάγονται σε πενταετή παραγραφή. Για τη διακοπή και την αναστολή της παραγραφής εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Ειδικώς, για τις αξιώσεις των μισθωτών του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ και των Ο.Τ.Α προβλέπεται συντομότερη παραγραφή. «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 5 παρ. 1 και 2 του ν. 2112/1920, ο εργοδότης μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου χωρίς να τηρήσει προθεσμία, εφόσον κατά του υπαλλήλου υποβλήθηκε μήνυση για αξιόποινη πράξη που διαπράχθηκε κατά την άσκηση της υπηρεσίας του ή απαγγέλθηκε κατ` αυτού κατηγορία για αδίκημα, το οποίο φέρει χαρακτήρα τουλάχιστον πλημμελήματος. Αν ο υπάλληλος απαλλαγεί με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση από την κατηγορία, δικαιούται να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση. Επίσης, το άρθ. 7 του ν. 3198/1955 ορίζει ότι: «οι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απολυομένων συνεπεία υποβολής κατ` αυτών μηνύσεως συμφώνως προς τα υπό της παρ. 1 του άρθ. 5 του ν. 2112 ή της παρ. 2 του άρθ. 6 του β.δ/τος της 16/18.7.1920 οριζόμενα. Εάν όμως επακολουθήσει απαλλαγή του μισθωτού διά βουλεύματος ή διά δικαστικής αποφάσεως, και διατάξεις του παρόντος έχουν εφαρμογή και επ` αυτού από της εις τον εργοδότη κοινοποιήσεως υπό του ενδιαφερομένου του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αποφάσεως». Η απαλλαγή του εργοδότη, με τη συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων, από την υποχρέωση (τήρησης προθεσμίας και) καταβολής αποζημίωσης δεν είναι οριστική και η τελική εκκαθάριση της κατάστασης γίνεται μετά τον τερματισμό της ποινικής δίκης, από την έκβαση της οποίας εξαρτάται το κύρος της έκτακτης καταγγελίας. Αν ο εργαζόμενος καταδικαστεί, η ισχύς της καταγγελίας ως έκτακτης 8

οριστικοποιείται. Αν ο εργαζόμενος απαλλαγεί με βούλευμα ή απόφαση, η καταγγελία παύει να ισχύει ως έκτακτη. Από τη διατύπωση όμως των παραπάνω διατάξεων και ιδίων του άρθ. 7 προκύπτει ότι δεν αναβιώνει αυτόματα η σύμβαση, αλλά απλά η έκτακτη καταγγελία μετατρέπεται σε τακτική και επομένως ο εργοδότης οφείλει να καταβαλει τη νόμιμη αποζημίωση. Η υποχρέωση αυτή του εργοδότη δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται η εκ μέρους του εργαζομένου κοινοποίηση σ` αυτόν του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αθωωτικής απόφασης και η ταυτόχρονη δήλωση του εργαζομένου ότι επιθυμεί να εισπράξει την αποζημίωση απόλυσης (ΑΠ 1106/2000 ΕλλΔνη 2000.1617, ΑΠ 1829/1999 ΕΕργΔ 2001.66). Ανεξάρτητα από την έκβαση της ποινικής δίκης και την αντίδραση του εργοδότη στην κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης, η έκταση καταγγελίας μπορεί να είναι άκυρη, ήδη από τη στιγμή της άσκησης της, για διάφορους λόγους, όπως όταν π.χ. ο εργοδότης προβαίνει στην απόλυση γνωρίζοντας ότι είναι ψευδείς οι κατηγορίες εις βάρος του εργαζομένου, ή όταν η καταγγελία, ανεξάρτητα από τη βασιμότητα της κατηγορίας, δεν γίνεται λόγω της αξιόποινης πράξης, που φέρεται ότι διέπραξε ο εργαζόμενος, αλλά για άλλους λόγους, που αποδοκιμάζει η έννομη τάξη (εκδίκηση του εργαζομένου κλπ.), οπότε υπάρχει κατάχρηση δικαιώματος (ΑΠ 471/2000 ΕΕργΔ 2001.263, ΑΠ 448/1999 ΕλλΔνη 1999.1552, ΕφΘεσ 173/2004 Αρμ 2004.395). Στην περίπτωση αυτή, η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία του άρθ. 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 για την άσκηση της αγωγής με την οποία προσβάλλονται αξιώσεις του μισθωτού από την άκυρη καταγγελία, αρχίζει μετά την πάροδο, από την κοινοποίηση του βουλεύματος ή της απόφασης, του κατά τα άνω ευλόγου χρόνου, εντός του οποίου ο εργοδότης οφείλει να καταβαλει αποζημίωση. Αν όμως η κατόπιν υποβολής μήνυσης καταγγελία προσβάλλεται ως καταχρηστική (άρθ. 281 ΑΚ), η τρίμηνη ως άνω προθεσμία αρχίζει από την καταγγελία και όχι από την παρέλευση ευλόγου χρόνου από την κοινοποίηση του απαλλακτικού βουλεύματος ή της απόφασης (ΑΠ 946/2001 ΕλλΔνη 2003.168, ΕφΑθ 1138/2006 ΕλλΔνη 2006.1965, ΕφΘ 528/2005 ΔΕΕ 2005.1000)» (ΕφΘεσ 52/2009 Αρμ. 2009, σ. 718, ΝΟΜΟΣ). ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΒΟΛΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ «Κατά τη διάταξη του άρθρου 591 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ όπως ίσχυε πριν την αντικατάστασή του από το άρθρο 19 του ν. 2915/2001 «αν στις ειδικές διατάξεις των ειδικών διαδικασιών δεν ορίζεται διαφορετικά α) οι προτάσεις κατατίθενται στο ακροατήριο, β) όλοι οι αυτοτελείς ισχυρισμοί προτείνονται προφορικά και όσοι δεν περιέχονται στις προτάσεις καταχωρίζονται στα πρακτικά «κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ. 1 περ. δ` του ιδίου Κώδικα τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως περιέχουν «όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων.τις καταθέσεις των μαρτύρων». Από την πρώτη των διατάξεων αυτών συνάγεται σαφώς, ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 έως 676 ΚΠολΔ), όπου δε είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η ένσταση καταχρήσεως δικαιώματος, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και επί πλέον οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με σαφή (έστω και συνοπτική) έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (άρθρο 262 ΚΠολΔ), εκτός αν περιέχονται στις κατατιθέμενες στο ακροατήριο προτάσεις απαιτείται, δηλονότι, σε κάθε περίπτωση προφορική πρόταση των ισχυρισμών που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε των άνω διατάξεων συνάγεται, ότι η κατά την πρώτη τούτων 9

σημείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και των δηλώσεων τμήματος αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προτάσεως αυτών, είτε εκ του περιεχομένου των ακολούθως καταχωρουμένων μαρτυρικών καταθέσεων, είτε εκ του περιεχομένου των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων» (ΑΠ (ολ) 2/2005 ΕλλΔνη 2005, σ. 689, ΝΟΜΟΣ (ΑΠ 637/2009 ΕφΑΔ 2009, σ. 1087, ΧρΙΔ 2010, σ. 117, ΝΟΜΟΣ). «Κατά το άρθρο 527 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη εκτός εάν: 1) προτείνονται από την εφεσίβλητη ως υπεράσπιση κατά της έφεσης ή από εκείνο που παρεμβαίνει με κύρια παρέμβαση στην κατ` έφεση δίκη ή παρεμβαίνει με πρόθεση παρέμβαση ως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου. 2) Γεννήθηκαν μετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. 3) Συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 269. Το απαράδεκτο, δε, της προβολής αυτής λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Και κατά το άρθρο 562 παρ 2 του ΚΠολΔ είναι απαράδεκτος ο λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νόμιμα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται: α) Για παραβίαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας. β) Για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) Για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι: α) Ολοι οι πραγματικοί ισχυρισμοί πρέπει να προτείνονται στην πρωτόδικη δίκη. β) Στη διαδικασία εκδικάσεως των εργατικών διαφορών πρέπει να προτείνονται κατά την προαναφερθέντα τρόπο. γ) Στην κατ`έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισμών αυτών μόνο εάν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις τις οποίες πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο` προτείνων αυτούς διάδικος. δ) Η προβολή στην κατ` έφεση δίκη γίνεται είτε με το δικόγραφο της έφεσης είτε με τις προτάσεις. ε) Οι λόγοι αναιρέσεως που στηρίζονται σε ισχυρισμούς, που δεν προτάθηκαν παραδεκτώς κατά τον προαναφερθέντα τρόπο στην πρωτόδικη συζήτηση της εργατικής διαδικασίας η κατ` εξαίρεση στην κατ` έφεση δίκη, είναι απαράδεκτοι. στ) Για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός, στον οποίο στηρίζεται, προτάθηκε παραδεκτά και νόμιμα στην πρωτόδικη συζήτηση επαναφέρθηκε νομότυπα στην κατ` έφεση δίκη ή νομίμως κατ` εξαίρεση προβλήθηκε το πρώτον στην τελευταία και να εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζεται άλλως ο λόγος είναι αόριστος και κατά συνέπεια απαράδεκτος Και ζ) Η απόδειξη της προβολής αυτών γίνεται με την προσκόμιση στον Αρειο Πάγο των πρακτικών της πρωτόδικης συζήτησης, του εφετηριου και των προτάσεων ώστε από την επισκόπηση των δικογράφων αυτών να διαπιστωθεί το παραδεκτό της προβολής τους, το ορισμένο της βάσεως αυτών και το νομικά βάσιμό τους» (ΑΠ 56/2005, ΝΟΜΟΣ). ΕΡΓΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΕΝΟΡΚΩΝ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΝ «Επειδή, κατά το άρθρο 671 παρ. 1εδ. τελευταίο του ΚΠολΔ, ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου λαμβάνονται υπόψη μόνον αν έγιναν ύστερα από προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, όπως η προκειμένη, δεν επιτρέπεται η λήψη υπόψη ως αποδεικτικών μέσων τέτοιων ενόρκων βεβαιώσεων που έγιναν χωρίς την πιο πάνω κλήτευση, τούτο δε εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, γιατί αναφέρεται στη νομιμότητα του αποδεικτικού μέσου» (ΑΠ 873/2004 ΕλλΔνη 2006, σ. 1632) 10

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΡΙΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ «Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι οι υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι μαρτυρίες των τρίτων δίδονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο, είτε με ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον Ειρηνοδίκη ή Συμ/φου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου πριν από εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες. Μαρτυρία που δόθηκε με άλλο τρόπο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη κατά την εκτίμηση των αποδείξεων ήτοι ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων. Αυτό ισχύει και για τις δηλώσεις ή βεβαιώσεις τρίτων που αποτελούν μαρτυρίες αυτών, εφόσον έγιναν για να χρησιμοποιηθούν κατά την κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως αποδεικτικά μέσα στην ορισμένη μεταξύ άλλων πολιτική δίκη χωρίς να τηρηθούν οι άνω δικονομικές διατάξεις, έστω και αν τηρήθηκε γι αυτές ο τύπος του άρθρου 8 ν. 1599/86 (Ολ ΑΠ 8/1987)» (ΑΠ 631/2004 ΕλλΔνη 2006, σ. 106). ΓΝΗΣΙΑ ΜΗ ΓΝΗΣΙΑ ΕΤΟΙΜΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΣΙΑ «Από τα. άρ. 648, 649, 653, 659 Α.Κ. και από τις ( εν μέρει καταργηθείσες και εν μέρει ισχύουσες) διατάξεις των ν. 3239/1955 και του ν.δ. 3755/1957 καθώς και από τις διατάξεις των ν. 435/1976, 1082/1980 και 1876/1990 προκύπτει, ότι σε περίπτωση γνήσιας ετοιμότητας προς εργασία, η οποία συντρέχει όταν κατά την σχετική σύμβαση υφίσταται πλήρης δέσμευση του ελεύθερου χρόνου του εργαζομένου και ο μισθωτός οφείλει να βρίσκεται σε ορισμένο τόπο για ορισμένο χρόνο διατηρώντας σε εγρήγορση τις σωματικές και πνευματικές δυνάμεις του στην διάθεση του εργοδότη για να προσφέρει τις υπηρεσίες του μόλις παραστεί ανάγκη, θεωρείται ότι υπάρχει πλήρης απασχόληση, ανεξάρτητα αν θα παρουσιασθούν περιστατικά για την παροχή εργασίας, η ετοιμότητα αυτή εξομοιώνεται εντελώς με την κανονική εργασία και επ` αυτής έχουν εφαρμογή όλες οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και δη σε σχέση με τα ελάχιστα όρια αμοιβής και τις προσαυξήσεις για νυχτερινή εργασία, υπερεργασία, υπερωριακή απασχόληση, εργασία κατά τις νύκτες, Κυριακές και εξαιρετέες ημέρες. Αντίθετα, οι διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται, εκτός εάν συμφωνηθεί ειδικά το αντίθετο, σε περίπτωση μη γνήσιας ή απλής ετοιμότητας προς εργασία, κατά την οποία ο μισθωτός κατά την σχετική συμφωνία δεν έχει την υποχρέωση να διατηρεί σε εγρήγορση τις πνευματικές και σωματικές δυνάμεις του στην διάθεση του εργοδότη κάθε στιγμή, έχοντας την δυνατότητα να κοιμάται ή να βρίσκεται έξω από τον τόπο της εργασίας του. Η διάκριση αυτή μεταξύ της γνήσιας και μη γνήσιας (απλής) ετοιμότητας προς εργασία αναφορικά με το θέμα της αμοιβής του μισθωτού δεν διαφοροποιείται με το ΠΔ 88/1999, με το οποίο εναρμονίσθηκε το εσωτερικό δίκαιο προς την 93/104 ΕΚ Οδηγία του Συμβ/λίου της 23-11-1993 που τροποποιήθηκε με την επακολουθήσασα 2000/34 του Συμβουλίου της 22-6-2000 και σε συμμόρφωση προς αυτήν το ΠΔ 88/1999 με το ΠΔ 76/2005 (Ολ ΑΠ 10/2009)» (ΑΠ 1352/2009 ΝΟΜΟΣ). ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗΣ ΒΑΣΗΣ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ «Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου, τούτο δε συμβαίνει και στην περίπτωση της παροχής εργασίας από εργαζόμενο που δεν έχει τα απαιτούμενα, κατά νόμο, για τη συγκεκριμένη εργασία τυπικά προσόντα. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να 11

αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα» (ΑΠ (ολ) 23/2003 ΝοΒ 2004, σ. 1179). ΑΡΧΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΙΣΗΣ ΑΜΟΙΒΗΣ ΓΙΑ ΙΣΗΣ ΑΞΙΑΣ ΠΑΡΑΣΧΕΘΕΙΣΑ ΕΡΓΑΣΙΑ «Ειδική εκδήλωση της δεσμεύουσας το νομοθέτη συνταγματικής αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος) αποτελεί το άρθρο 22 παρ. 1 εδαφ. β του Συντάγματος, το οποίο αφορά τις σχέσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου και κατά το οποίο για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας οφείλεται ίση αμοιβή. Ο κανόνας όμως αυτός δεν εφαρμόζεται επί συγκεκριμένης, βάσει διατάξεως νόμου, παροχής προς ορισμένη κατηγορία μισθωτών σε σχέση με μισθωτούς οι οποίοι ανήκουν σε διαφορετική κατηγορία, όπως είναι και οι έχοντες διαφορετικό εργοδότη και διαφορετικούς όρους απασχολήσεως και απολαβών. Επίσης η παραπάνω αρχή της ισότητας δεν έχει εφαρμογή και στην περίπτωση κατά την οποία άλλος είναι ο ρυθμιστικός παράγων που καθορίζει τη μισθολογική κατάσταση μιας κατηγορίας υπαλλήλων από τον παράγοντα εκείνο που ρυθμίζει την ίδια κατάσταση άλλης κατηγορίας υπαλλήλων, όπως συμβαίνει όταν οι μισθολογικές παροχές στη μία περίπτωση ρυθμίζονται από νόμο ή κανονιστικό όρο Σ.Σ.Ε. και στην άλλη περίπτωση από απόφαση του Δ.Σ. νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου» (ΑΠ 1165/2006 ΧρΙΔ 2006, σ. 1000). ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΜΙΣΘΩΤΟΥ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ. ΕΞΑΜΗΝΗ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟ- ΘΕΣΜΙΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ «Είναι σαφής ο σκοπός του νόμου (άρθρο 5 &1 ν. 435/1976), με την προσθήκη του δευτέρου εδαφίου του άρθρου 8 και την ρητή παραπομπή στο άρθρο 6 του ν. 3198/1955, να ισχύει η προβλεπόμενη από το τελευταίο αυτό άρθρο εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία ασκήσεως της αγωγής και στην περίπτωση της αποχωρήσεως του μισθωτού με τη συγκατάθεση του εργοδότη. Εξάλλου τα δυο αυτά εδάφια του άρθρου 8 αποτελούν ενιαίο κείμενο και όχι δύο διαφορετικές διατάξεις για κάθε εδάφιο, η ρύθμιση δε του άρθρου 5 του ν. 435/1976 δεν έγινε αυτοτελώς, αλλά με την προσθήκη κειμένου στο ήδη υπάρχον κείμενο του άρθρου 8 του ν. 3198/1955, ως εάν τα κείμενα των δύο αυτών εδαφίων ενομοθετήθησαν συγχρόνως. Εφόσον δε η περιλαμβανόμενη στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 435/1976 φράση «δια την κατά τα ανωτέρω χορηγουμένην εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς αποζημίωσιν» καλύπτει εννοιολογικά και την αρχικά προβλεπόμενη από το άρθρο 8 εδάφ. α του ν. 3198/1955 περίπτωση αποχωρήσεως με τη συγκατάθεση του εργοδότη ( Ολ. ΑΠ 118/1972), η προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 6 & 2 του ν. 3198/1955 αποσβεστική προθεσμία εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή του πρώτου εδαφίου του άρθρου 8, αφού δεν περιορίζεται ρητά με παραπομπή του προστιθέντος κειμένου σε μόνη την γενόμενη νέα ρύθμιση (Ολ. ΑΠ 17/2003)» (ΑΠ (ολ) 31/2003 ΝοΒ 2004, σ. 958, ΝΟΜΟΣ) 12

ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ. ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΠΡΟΣ- ΦΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΝΕΑΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ «...Η καταγγελία αναπτύσσει την άμεση διαπλαστική της ενέργεια, σε περίπτωση που ασκείται από τον εργοδότη, από τη στιγμή που λαμβάνει γνώση ο παραλήπτης της - εργαζόμενoς κατά το άρθρο 167 Α.Κ.. Μετά την περιέλευσή της στον εργαζόμενo δεν μπορεί να γίνει ούτε ανάκληση αυτής από τον εργοδότη έστω και με τη συναίνεση του εργαζόμενoυ, αφού η ανάκληση έχει νομική ενέργεια μόνο αν γίνει προηγουμένως ή ταυτοχρόνως με την καταγγελία (άρθρο 168 Α.Κ.) ούτε, περαιτέρω, να συμφωνηθεί μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενoυ ότι αυτή δεν θα αναπτύσσει τα έννομα αποτελέσματά της. Εξάλλου η συνέχιση, μετά την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης, της προσφοράς της εργασίας από τον εργαζόμενo και η αποδοχή της από τον εργοδότη, μπορεί να οδηγήσει μόνο στη σύναψη νέας σύμβασης εργασίας χωρίς να επιδρά στη λύση της σύμβασης εργασίας που επέρχεται με την περιέλευση της καταγγελίας στον εργαζόμενο» (ΑΠ 1619/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ). ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΛΑΧΙΣΤΕΣ ΝΟΜΙΜΕΣ ΑΜΟΙΒΕΣ ΤΟΥ «Εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο νόμο, η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμά του να λάβει τις νόμιμες αποδοχές του είναι άκυρη, έστω και αν γίνεται εκ των υστέρων με τη μορφή της αφέσεως χρέους (άρθρο 454 ΑΚ.). Η ακυρότητα αυτή αφορά στα ελάχιστα όρια των μισθών και αποζημιώσεων που προβλέπονται από το νόμο, τις Σ.Σ.Ε. ή άλλες κανονιστικές διατάξεις και συνεπώς η παραίτηση από συμβατικές εργατικές αξιώσεις είναι έγκυρη, κατά το μέρος που οι αξιώσεις αυτές υπερβαίνουν τα ως άνω ελάχιστα όρια. Και στην τελευταία περίπτωση, πάντως, η (επιτρεπτή) παραίτηση από τις εργατικές αξιώσεις πρέπει να είναι ειδική και σαφής» (ΑΠ 1089/2006, ΧρΙΔ 2006, σ. 1001). ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΒΟΛΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΩΣ ΑΚΥΡΗΣ. ΑΝΕΠΙΦΥΛΑΚΤΗ ΕΙΣΠΡΑΞΗ ΝΟΜΙΜΗΣ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ «Επειδή, το δικαίωμα προσβολής της καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ως άκυρης μπορεί να αποσβεσθεί, σύμφωνα με το άρθρο 156 Α.Κ., με παραίτηση του εργαζόμενου, ρητή ή σιωπηρή, αφού πρόκειται για σχετική ακυρότητα υπέρ του δικαιούχου, ο οποίος μπορεί να θεωρήσει έγκυρη την καταγγελία και να παραιτηθεί από το δικαίωμα να προσβάλλει το κύρος της. Η σιωπηρή παραίτηση μπορεί να συναχθεί και από δηλώσεις ή πράξεις του δικαιούχου, που έγιναν κυρίως για άλλο σκοπό, ενέχουν όμως συμπερασματικά και άλλη δικαιοπρακτική βούληση, ήτοι της παραιτήσεως από το ως άνω δικαίωμα. Σε κάθε περίπτωση η σιωπηρή παραίτηση πρέπει να προκύπτει σαφώς και ανενδοιάστως από συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά. Μόνη όμως η είσπραξη της νόμιμης αποζημιώσεως, έστω ανεπιφύλακτα, δεν αρκεί για να συναχθεί κατά τρόπο αναμφίβολο η βούληση του εργαζόμενου να παραιτηθεί από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας» (ΑΠ 811/2006 ΧρΙΔ 2006, σ. 1002). ΤΡΙΜΗΝΗ ΑΠΟΣΒΕΣΤΙΚΗ ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑ- ΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ (άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1966). «Η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 παρ. 1 ν. 3198/1966) έχει εφαρμογή σε κάθε καταγγελία της σχέσης εργασίας, είτε αορίστου είτε ορισμένου χρόνου είναι αυτή και από οποιαδήποτε παράβαση και αν προέρχεται η ακυρότητα, δηλαδή έχει εφαρμογή όχι μόνον για τους μισθωτούς που υπάγονται στις ρυθμίσεις του ρηθέντος νόμου και για ακυρότητα της καταγγελίας λόγω παραβάσεως των διατάξεών του, αλλά και στις περιπτώσεις ακυρότητας της καταγγελίας λόγω παραβάσεως άλλων διατάξεων ή και κανονισμών του εργοδό- 13

τη που έχουν ισχύ νόμου. Εκ του σαφούς όμως γράμματος της διατάξεως, ομιλούσης περί καταγγελίας της εργασιακής συμβάσεως, δηλαδή περί απευθυντέας μονομερούς δηλώσεως του εργοδότη, συνάγεται περαιτέρω ότι η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή επί της κατ άλλον τρόπον λύσεως της εργασιακής συμβάσεως, όπως επί προβλεπομένης από διάταξη νόμου ή έχοντος ισχύ νόμου κανονισμού του εργοδότη αυτοδίκαιης αποχωρήσεως του μισθωτού από την εργασία του, εκτός αν γίνεται στην περίπτωση αυτή, παραπομπή περί εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως» (ΑΠ 21/2004 ΕλλΔνη 2004, σ. 784). (ΜΗ) ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΑΚΥΡΩΣΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ «από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652, 653, 656 και 361 ΑΚ προκύπτει, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο δικαστήριο, ότι ο εργοδότης διαθέτοντας με βάση το διευθυντικό του δικαίωμα, την εξουσία να ρυθμίζει όλα τα θέματα που ανάγονται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχειρήσεως του για την επίτευξη των σκοπών της δεν έχει καταρχήν, εκτός από αντίθετη συμφωνία, υποχρέωση να απασχολεί το μισθωτό και η μη αποδοχή εκ μέρους του των προσφερομένων υπηρεσιών αυτού δεν έχει κατά τις εν λόγω διατάξεις άλλες συνέπειες εκτός από εκείνες που επέρχονται από την υπερημερία του. Η καταρχήν όμως νόμιμη άρνηση του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία του μισθωτού καθίσταται παράνομη όταν υπερβαίνει προφανώς τα κριτήρια που θέτει το άρθρο 281 ΑΚ και αποβαίνει έτσι καταχρηστική, όπως όταν θίγει υλικά ή ηθικά συμφέρον τα του εργαζομένου ή επιφέρει χωρίς λόγο προσβολή της προσωπικότητας του κατά τα άρθρα 59, 914 και 932 ΑΚ, οπότε παρέχεται σ` αυτόν αξίωση για την άρση της προσβολής και την παράλειψη της στο μέλλον, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, περιστατικά, τα οποία πρέπει να κρίνονται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του ν. 1264/1982 που επιβάλλει στον εργοδότη, με απειλή ποινικών κυρώσεων, την υποχρέωση για πραγματική απασχόληση του μισθωτού, αναφέρεται στην εξαιρετική περίπτωση που ο εργαζόμενος απολύθηκε και η απόλυση του κρίθηκε άκυρη με δικαστική απόφαση. Ωστόσο, και στη περίπτωση αυτή, κατά τη γνώμη της πλειοψηφίας η υποχρέωση του εργοδότη για αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου δεν ανακύπτει ως αυτόματη συνέπεια της αναγνώρισης της ακυρότητας της καταγγελίας, αλλά με την συνδρομή των παραπάνω περιστάσεων» (ΟλΑΠ 9/2011) ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΕΥΘΥΝΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ «Το διευθυντικό δικαίωμα, στο οποίο υπόκεινται οι εργαζόμενοι με σχέση εξαρτημένης εργασίας, δίνει στον εργοδότη την εξουσία να εξειδικεύει κάθε φορά την υποχρέωση του μισθωτού για εργασία, καθορίζοντας τον τόπο, το χρόνο και τον τρόπο παροχής της, εφόσον οι όροι αυτοί δεν έχουν προσδιορισθεί από κανόνες δικαίου ή από τη σύμβαση εργασίας. Παράλληλα το άνω δικαίωμα υλοποιεί την εξουσία του εργοδότη, ως διευθυντή της εκμετάλλευσης, να οργανώνει και να διευθύνει την επιχείρησή του κατά το δυνατό προσφορότερο τρόπο. Η άσκηση όμως του διευθυντικού δικαιώματος υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή δεν δύναται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Τέτοια υπέρβαση υπάρχει και στην περίπτωση που ο εργοδότης, στο πλαίσιο εφαρμογής των κανονιστικών διατάξεων που διέπουν τις σχέσεις του με το προσωπικό του, παραλείπει να τοποθετήσει σε θέση προϊσταμένου υπηρεσιακής λειτουργίας ορισμένης στάθμης υπάλληλό του ικανό και αντ` αυτού τοποθετεί άλλον, έναντι του οποίου ο παραλειφθείς υπερέχει καταφανώς σε ουσιαστικά και τυπικά προσόντα, χωρίς αυτό να υπαγορεύεται από το συμφέρον της υπηρεσίας. Η ως άνω, 14

καθ` υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ παράλειψη της τοποθετήσεως υπαλλήλου σε θέση προϊσταμένου, ως πράξη παράνομη, συνιστά αδικοπραξία κατά την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ (ΟλΑΠ 897/1985, 14/1998). Εντεύθεν δημιουργείται, εκτός άλλων, δικαίωμα του παραλειφθέντος σε αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας που υπέστη από την παράλειψη. Η αποζημίωση κατά το άρθρο 298 εδ. β` ΑΚ, περιλαμβάνει και το διαφυγόν κέρδος, το οποίο, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, σύμφωνα και με τον ορισμό που δίδεται με αυτή, συνίσταται στη ματαίωση συνεπεία του ζημιογόνου γεγονότος (παράλειψης) της αύξησης της περιουσίας του παραλειφθέντος, η οποία αύξηση χωρίς αυτό θα επερχόταν με κάθε πιθανότητα» (ΑΠ(ολ) 11/2007 ΕλλΔνη 2007, σ. 758, ΝΟΜΟΣ) ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΧΡΗΜΑΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΛΟΓΩ ΗΘΙΚΗΣ ΒΛΑΒΗΣ «Οι διατάξεις του άρθρου 16 1 του ν. 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τηρήσεως των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημιώσεως για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι αυτό μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986). Επομένως για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν, με την έννοια του άρθρου 914 ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια περί την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 1 του ν. 551/1915 (ΑΠ 1185/1993)» (ΑΠ 1380/2001 ΧρΙΔ 2001, σ. 797). ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΜΕΝΟΥ ΣΤΟ Ι.Κ.Α «Από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 α.ν 1846/51, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 1 ν. 551/15, κωδικοποιημένου με το β.δ. της 24.07/25.8.1920, συνάγεται ότι, όταν ο εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ) και υποστεί ατύχημα, κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορμής της εργασίας, ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση αποζημιώσεώς του, τόσο ως προς τη σύμφωνα με το κοινό δίκαιο ευθύνη για αποζημίωση, όσο και ως προς την προβλεπόμενη από τον παραπάνω ν. 551/15 ειδική αποζημίωση και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή αυτών που ο εργοδότης έχει προστήσει, ο τελευταίος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 α.ν. 1841/51 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού της κατά το κοινό δίκαιο αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που χορηγεί το ΙΚΑ. Ο παθών, όμως, διατηρεί την αξίωσή του γα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, η οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), κατά του εργοδότη και του προσώπου που προστήθηκε από αυτόν, όταν το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα αυτών. `Ετσι, λοιπόν, σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος, όταν ο παθών εργαζόμενος υπάγεται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, το οποίο έχει αναλάβει την αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, δεν νομιμοποιείται (παθητικά) αυτός να αξιώσει από τον εργοδότη και την αυτοτελή αποζημίωση από το άρθρο 931 ΑΚ, λόγω του περιουσιακού χαρακτήρα αυτής» (ΑΠ (ολ) 18/2008, ΝΟΜΟΣ). «Κατά το άρθρο 1 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το β.δ. της 24ης Ιουλίου/25ης Αυγούστου 1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με 15

το άρθρο 8 εδαφ. α` του ΕισΝΑΚ, ως εργατικό ατύχημα θεωρείται οποιαδήποτε βλάβη που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο, που απασχολείται σε οικοδομικά και άλλα τεχνικά έργα, στις αναφερόμενες στο άρθρο 2 επιχειρήσεις και σε κάθε άλλο τόπο εργασίας, καθώς και στο Δημόσιο και σε κάθε εν γένει νομικό πρόσωπο, που απασχολεί απευθείας εργάτες ή υπαλλήλους στις ως άνω εργασίες ή επιχειρήσεις και οφείλεται σε αιφνίδιο βίαιο συμβάν, που προήλθε από εξωτερικά αίτια, δηλαδή ξένα προς τον οργανισμό του παθόντος κατά την εκτέλεση της εργασίας του, προηγουμένως ή ύστερα από αυτήν αλλά εξ αφορμής αυτής. Η τελευταία αυτή περίπτωση συντρέχει όταν το ατύχημα δεν αποτελεί την άμεση συνέπεια της εκτέλεσης της εργασίας, αλλά συνδέεται προς αυτή με σχέση αιτίου και αποτελέσματος ως εκ του ότι, λόγω της εργασίας, δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες που δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 34 παρ. 2 και 60 παρ. 3 του ΑΝ 1846/1951 «Περί κοινωνικών ασφαλίσεων», συνδυαζόμενες με τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ 1 και 3 του ως άνω Ν. 551/1914, σαφώς, συνάγεται ότι, όταν ο παθών από ατύχημα, που προκλήθηκε εξαιτίας βίαιου συμβάντος κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή την εργασία (εργατικό, ατύχημα) υπάγεται στην ασφάλιση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΙΚΑ), δηλαδή έπαθε στον τόπο της εργασίας του, που βρίσκεται μέσα σε ασφαλιστική περιοχή του ΙΚΑ, οπότε ο παθών θεωρείται αυτοδικαίως ασφαλισμένος σ` αυτό (ήδη η ασφάλιση του ΙΚΑ επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χώρα με το άρθρο 3 του Ν. 1305/1982), τότε ο εργοδότης απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση για αποζημίωση του εργαζομένου, δηλαδή απαλλάσσεται τόσο από την ευθύνη για αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του κοινού δικαίου (Αστικού Κώδικα), όσο και από την προβλεπόμενη, κατά τις διατάξεις του Ν. 551/1914 ειδική αποζημίωση, και μόνο αν το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη ή προσώπου που έχει προστηθεί από τον εργοδότη, ο τελευταίος έχει υποχρέωση να καταβάλει στον παθόντα εργαζόμενο την από το άρθρο 34 παρ. 2 ΑΝ 1846/19651 προβλεπόμενη διαφορά μεταξύ του ποσού ΐ της σύμφωνης με το κοινό δίκαιο οφειλόμενης αποζημίωσης και του ολικού ποσού των παροχών που λόγω του ατυχήματος χορηγεί στον εργαζόμενο το ΙΚΑ. Από τις ίδιες διατάξεις, εξάλλου, συνάγεται ότι η παραπάνω απαλλαγή αφορά όχι μόνο την περίπτωση που το ατύχημα προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη του εργοδότη ή του εργαζομένου (παθόντος), αλλά και την περίπτωση που προκλήθηκε από ενέργεια ή παράλειψη προσώπου που είχε προστηθεί από τον εργοδότη, καλύπτει δε η απαλλαγή αυτή και την περίπτωση της «ειδικής αμελείας», δηλαδή την περίπτωση κατά την οποία το ατύχημα οφείλεται στο ότι δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών σχετικών με την ασφάλεια των εργαζομένων. Έτσι ο εργαζόμενος, που είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ και υπέστη εργατικό ατύχημα, δικαιούται στις παραπάνω (εκτός δόλου) περιπτώσεις μόνο τις παροχές που χορηγούνται από το ΙΚΑ. Πάντως ο παθών από εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε πταίσμα, επομένως και σε οποιαδήποτε μορφής αμέλεια, του εργοδότη ή των προσώπων που αυτός έχει προστήσει στην υπηρεσία του, έχει το δικαίωμα να απαιτήσει, σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 299, 914, 922, 926 και 932 ΑΚ, να του καταβάλει ο εργοδότης χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που του προκάλεσε το ατύχημα, γιατί η πιο πάνω απαλλαγή των υπαιτίων από κάθε υποχρέωσή τους για αποζημίωση, δηλαδή για αξίωση εντελώς περιουσιακού χαρακτήρα, δεν καλύπτει και την περιλαμβανόμενη σ` αυτή ως άνω αξίωση, για χρηματική ικανοποίηση, αφού καμία παροχή χορηγούμενη από το ΙΚΑ δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό της εκ λόγω διαφορετικής φύσεως αξιώσεως, η επιδίκαση ή μη της οποίας εξαρτάται από την εύλογη κρίση του Δικαστηρίου...» (ΑΠ 1085/2008, ΝΟΜΟΣ). 16

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΑΝΑΓΓΕΛΙΑΣ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΑΤΥΧΗΜΑΤΟΣ ΕΠΙΜΗΚΥΝΣΗ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ «Η καθιερούμενη βραχυπρόθεσμος παραγραφή των τριών ετών χωρεί υπό την επιτακτική προϋπόθεση της συμμορφώσεως του εργοδότου προς το άρθρο 10, ήτοι της δηλώσεως παρ αυτού του ατυχήματος ενώπιον του Ειρηνοδίκου του τόπου της επελεύσεως του και της εκπληρώσεως των λοιπών υποχρε-ώσεων που επιβάλλονται σ αυτόν και ότι αν ο εργοδότης δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από το άρθρο 10 δεν ισχύει η τριετής, αλλά η κοινή παραγραφή. Τούτο ισχύει ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ο εργοδότης δεν συμμορφώθηκε προς τις διατάξεις του άρθρου 10, ακόμη και αν τούτο οφείλεται στην άρνηση των αυτοπτών μαρτύρων να προσέλθουν να καταθέσουν... Στην περίπτωση όμως, κατά την οποία το δικαστήριο της ουσίας βεβαιώσει, κατά την ανέλεγκτη επί των πραγματικών γεγονότων κρίση του, ότι δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του ατυχήματος, τότε βέβαια ο εργοδότης, ο οποίος δεν προσήγαγε αυτόπτες μάρτυρες, δεν θα υφίσταται την κύρωση της επιμηκύνσεως της παραγραφής των εκ του ν. 551/1915 υποχρεώσεών του από την βραχυπρόθεσμο τριετή σε αυτήν του κοινού δικαίου» (ΑΠ (ολ) 4/2003 ΕλλΔνη 2003, σ. 395). ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΣΕ ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΕΡΗΜΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗΣ «Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων με εκείνες των άρθ. 115 2 και 591 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι στην ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθ. 663 επ. ΚΠολΔ), εφόσον η συζήτηση είναι άμεση και προφορική, δεν ισχύει στον πρώτο βαθμό, όπως δεν ισχύει πλέον μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 2915/2001 ούτε στην τακτική διαδικασία, η πλασματική κατ άρθ. 242 2 ΚΠολΔ παράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου με την υποβολή έγγραφης δηλώσεως. Τέτοια παράσταση με την υποβολή δηλώσεως νοείται μόνο στο δεύτερο βαθμό, επειδή εδώ η συζήτηση δεν είναι υποχρεωτικά προφορική, με εξαίρεση μόνο την περίπτωση του άρθ. 524 2 ΚΠολΔ, όταν δηλαδή ασκείται έφεση κατά ερήμην αποφάσεως, οπότε η συζήτηση είναι υποχρεωτικά προφορική (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Συμπληρωματικός Τόμος ΚΠολ.Δ «οι τροποποιήσεις έως το ν. 2915/2001», άρθ. 242 σελ. 285 επ. άρθ. 524, σελ. 492 επ. άρθ. 528, σελ. 499)» (ΕφΑθ 5838/2005, ΕλλΔνη 2006, σ. 904). ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ «Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται και ως προς αυτά η επίλυση των διαφορών με συμβιβασμό, εφόσον όμως υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις που στηρίζουν τις σχετικές αξιώσεις, είτε ως προς την έννοια ή την έκταση των δικαιωμάτων αυτών, και με αμοιβαίες υποχωρήσεις επιλύονται οι ως άνω διαφορές. Στις περιπτώσεις αυτές ο συμβιβασμός δεν αντιβαίνει στις διατάξεις δημόσιας τάξεως των άρθρων 679 του ΑΚ, 8 του Ν. 2112/1920, 8 παρ. 2 και 4 του Ν. 4020/1959, 2 και 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955 και 5 του ΑΝ 539/1945 και συνεπώς είναι έγκυρος, διότι ο εργαζόμενος αποφεύγει με αυτόν να αποδυθεί σε δικαστικό αγώνα με αβέβαιη διάρκεια και έκβαση. Όταν όμως δεν υπάρχει πραγματική αλλά μόνο προσχηματική αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα ή όταν οι υποχωρήσεις δεν είναι αμοιβαίες, αλλά γίνονται μόνο από τον εργαζόμενο, δεν υπάρχει συμβιβασμός με την παραπάνω έννοια και η σχετική σύμβαση υποκρύπτει παραίτηση του εργαζομένου από νόμιμες αξιώσεις του, η οποία είναι άκυρη» (ΑΠ 1408/2005 ΕλλΔνη 2006, σ. 186). «Κατά το άρθρο 293 Κ.Πολ.Δ., οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι προϋ- 17

ποθέσειςτου ουσιαστικού δικαίου. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλμένου δικαστή ή συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Συμβιβασμός που έγινε με άλλον τρόπο δεν επιφέρει κατάργηση της δίκης και κρίνεται κατά τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 158, 288, 361 και 871 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι κατάργηση της δίκης επιφέρει μόνο ο δικαστικός συμβιβασμός, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου, είναι δε ο συμβιβασμός δικαστικός αν γίνεται κατά τις διατυπώσεις του ως άνω άρθρου 293 ΚΠολΔ, ήτοι κατά τη διάρκεια της δίκης, προς κατάργηση αυτής, με δήλωση των συμβιβαζομένων διαδίκων ενώπιον του δικαστηρίου ή συμβολαιογράφου και συνταχθεί περί αυτού, ανάλογη, δικαστική έκθεση ή συμβολαιογραφικό έγγραφο, καθόσον η τήρηση του τύπου αυτού συνιστά συστατικό όρο του συμβιβασμού που γίνεται προς κατάργηση της δίκης, ο οποίος έχει το χαρακτήρα σύμβασης. Κάθε άλλος συμβιβασμός που γίνεται χωρίς τις παραπάνω διατυπώσεις, ήτοι ο συμβιβασμός που καταρτίζεται με ιδιωτικό έγγραφο, δεν έχει δικονομικά αποτελέσματα και δεν καταργεί τη δίκη, αλλά στηρίζει ανατρεπτική ένσταση κατά της βασιμότητας της αγωγής και το δικαστήριο αν προταθεί και αποδειχθεί ο εξώδικος αυτός συμβιβασμός, οφείλει να ρυθμίσει το διατακτικό της απόφασης του σύμφωνα με το περιεχόμενο αυτού (εξώδικου συμβιβασμού) και αποφανθεί περαιτέρω ότι δεν υπάρχει αντικείμενο δίκης. Σε περίπτωση δε που πρόκειται για αγωγή περί καταβολής χρέους και εξοφληθεί τούτο, μετά το γενόμενο συμβιβασμό, απορρίπτεται η παραπάνω αγωγή, κατά παραδοχή της σχετικής ενστάσεως εξοφλήσεως (ΑΠ 270/80 NοB 28.1711, ΑΠ 1220/80 NοB 28.548, ΕΑ 2520/1990 ΕλλΔικ 32.1641, όπου και οι εκεί παραπομπές). Η ανωτέρω ανατρεπτική ένσταση, εφόσον ο συμβιβασμός εχώρησε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δύναται να προταθεί το πρώτον ενώπιον του Εφετείου με λόγο έφεσης (ΕΑ 3269/ 91 ΕλλΔικ. 32.1677). Ειδικά για τα δικαιώματα του εργαζομένου, που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό, όταν υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις είτε ως προς την έννοια των δικαιωμάτων αυτών, οπότε ο εν λόγω συμβιβασμός δεν αντιβαίνει στη δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 679 ΑΚ (ΑΠ 1784/01 ΕλλΔικ 43.1400)» (ΕφΠατρών 590/2003 ΑχΝομ 2004, σ. 258, ΝΟΜΟΣ). «Κατά το άρθρο 293 Κ.Πολ.Δ., οι διάδικοι μπορούν σε κάθε στάση της δίκης να συμβιβάζονται, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Ο συμβιβασμός γίνεται με δήλωση ενώπιον του δικαστηρίου ή του εντεταλμένου δικαστή ή συμβολαιογράφου και επιφέρει αυτοδίκαιη κατάργηση της δίκης. Εξάλλου, κατά το άρθρο 871 Α.Κ., με τη σύμβαση του συμβιβασμού οι συμβαλλόμενοι διαλύουν με αμοιβαίες υποχωρήσεις την έριδα ή αβεβαιότητα για υφιστάμενη έννομη σχέση, αρκεί το αντικείμενο της σύμβασης αυτής να μην έχει εξαιρεθεί από την ιδιωτική πρωτοβουλία, διότι τότε η σύμβαση του συμβιβασμού θεωρείται ως μη γενόμενη. Ειδικά, για τα δικαιώματα του εργαζομένου, που πηγάζουν από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου, γίνεται δεκτό ότι επιτρέπεται η επίλυση και των διαφορών αυτών με συμβιβασμό, όταν υπάρχει σοβαρή αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα είτε σε σχέση με τις νομικές και πραγματικές προϋποθέσεις είτε ως προς την έννοια των δικαιωμάτων αυτών, οπότε ο εν λόγω συμβιβασμός δεν αντιβαίνει στη δημοσίας τάξεως διάταξη του άρθρου 679 Α.Κ. (ΑΠ. 1784/2001 ΕλλΔικ 33.1400)» (ΕφΠατρών 1115/2003 ΑχΝομ 2004, σ. 448, ΝΟΜΟΣ). ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΠΟΥ ΕΠΙΔΙΚΑΖΕΙ ΠΕΡΙΟΔΙΚΕΣ ΠΑΡΟΧΕΣ «Κατά τις διατάξεις του άρθρου 334 παρ.1 εδ. πρώτο, 2 και 4 του Κ.Πολ.Δικ., «κάθε διάδικος έχει δικαίωμα να ζητήσει να μεταρρυθμισθεί τελεσίδικη ή ανέκκλητη απόφαση, 18

που καταδικάζει σε καταβολή περιοδικών παροχών, οι οποίες οφείλονται κατά το νόμο από οποιαδήποτε αιτία και γίνονται απαιτητές στο μέλλον, αν μεσολάβησε ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών επάνω στις οποίες βασίστηκε η απαγγελία της καταδίκης (παρ. 1). Μεταβολή των συνθηκών θεωρείται και η ουσιώδης αυξομείωση του τιμαρίθμού της ζωής (παρ. 2). Η μεταρρύθμιση μπορεί να ζητηθεί μόνο με αγωγή που εισάγεται στο αρμόδιο δικαστήριο (παρ. 4)». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι για να ζητηθεί η μεταρρύθμιση της τελεσίδικης ή ανέκκλητης αποφάσεως, που καταδικάζει σε καταβολή περιοδικών παροχών, οι οποίες οφείλονται κατά το νόμο από οποιαδήποτε αιτία και γίνονται απαιτητές στο μέλλον, πρέπει να μεσολάβησε ουσιαστική μεταβολή των συνθηκών στις οποίες βασίστηκε η απαγγελία της καταδίκης. Ως συνθήκες, των οποίων η ουσιαστική μεταβολή δικαιολογεί την αναθεώρηση του δεδικασμένου, θεωρούνται εκείνες οι οποίες τέθηκαν υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας και συγκεκριμένα εκείνα τα κρίσιμα περιστατικά επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση που καθόρισε το ποσό της περιοδικής παροχής και τη διάρκειά της. Στην αποζημίωση δε για στέρηση των προσόδων από εργασία, λόγω βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, κρίσιμα γεγονότα είναι το ποσοστό ανικανότητας προς εργασία, οι συνθήκες εργασίας, τα έσοδα του παθόντος από εργασία, τα έσοδα και η περιουσία του υποχρέου καθώς και η ρητώς μνημονευόμενη στην πιο πάνω διάταξη ουσιώδης αυξομείωση του τιμαρίθμου της ζωής. Εξάλλου, η μεταρρύθμιση αυτή μπορεί να γίνει μόνο με νεότερη απόφαση που θα προέλθει από άσκηση σχετικής αγωγής ή άλλου ισοδύναμου εισαγωγικού της δίκης δικογράφου και αντίστοιχα δεν μπορεί να γίνει ύστερα από προβολή ενστάσεως ή αντενστάσεως. Κατά συνέπεια, ο προς απόκρουση της αγωγής, με την οποία ζητείται εξαιτίας ουσιώδους αυξομειώσεως του τιμαρίθμου, η μεταρρύθμιση τελεσίδικης αποφάσεως που καταδικάζει σε καταβολή περιοδικών παροχών ως αποζημίωση για στέρηση των προσόδων από εργασία λόγω βλάβης του σώματος του ενάγοντος, προβαλλόμενος από τον εναγόμενο αυτοτελής ισχυρισμός, ότι λόγω επιγενόμενων της τελεσιδικίας περιστατικών ο παθών-ενάγων είναι πλέον ικανός προς εργασία ή μειώθηκε το ποσοστό της ανικανότητάς του, είναι απαράδεκτος, διότι η τυχόν παραδοχή του συνεπάγεται όχι μόνο την απόρριψη της μεταρρυθμιστικής αγωγής αλλά και τη μεταρρύθμιση της τελεσίδικης αποφάσεως αφού με τον τρόπο αυτό δεν καταλύεται απλώς το προς μεταρρύθμιση αγωγικό δικαίωμα του παθόντος αλλά εν μέρει ή εν όλω και το τελεσικώς κριθέν δικαίωμά του προς αποζημίωση, πράγμα που, κατά τη ρητή διατύπωση της πιο πάνω διατάξεως, μπορεί να γίνει μόνο με αγωγή. Περαιτέρω, η παράλειψη του δικαστηρίου να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο ή απαράδεκτο και άρα μη ασκούντα επιρροή στην έκβαση της δίκης, δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθμ. 8 Κ.Πολ.Δικ. λόγο αναιρέσεως» (ΑΠ 637/2009 ΕφΑΔ 2009, σ. 1087, ΧρΙΔ 2010, σ. 117, ΝΟΜΟΣ). ΑΓΩΓΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΟΙΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΚΡΑΤΗΣΗΣ (Άρθρο 947 1 ΚΠολΔ) ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ: Η διαδικασία για την εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 947 1 ΚΠολΔ διέρχεται δύο στάδια και απαιτεί την έκδοση δύο (2) δικαστικών αποφάσεων: α: Με την πρώτη απόφαση βεβαιώνεται η υποχρέωση ενός διαδίκου να παραλείψει ή να ανεχθεί πράξη και συγχρόνως απειλούνται κατ αυτού οι ποινές της χρηματικής ποινής και ο χρόνος της προσωπικής κράτησης για την περίπτωση της απείθειας και της παραβίασης από αυτόν της υποχρέωσης προς παράλειψη ή ανοχή. β: Με την δεύτερη απόφαση που εκδίδεται κατά την διαδικασία των άρθρων 670 676 ΚΠολΔ και μετά από 19

την προηγούμενη κοινοποίηση της πρώτης απόφασης με επιταγή προς εκτέλεση (ΕφΑθ 4860/1985 ΕλλΔνη 1985, σελ. 696) γίνεται διάγνωση της παράβασης και καταδικάζεται ο παραβάτης καθ ου η εκτέλεση στη χρηματική ποινή και την προσωπική κράτηση, η οποία έχει απαγγελθεί. ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΓΡΑΦΟΥ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ: Προϋπόθεση για την βεβαίωση της παράβασης και στοιχείο του δικογράφου της αγωγής είναι η αναφορά ότι επιδόθηκε η απόφαση, η οποία αποτελεί και τον εκτελεστό τίτλο για την παράλειψη ή ανοχή, μαζί με επιταγή προς εκτέλεση (ΕφΘεσ 615/1983, Αρμ. 1984, σ. 391). Θέμα παράβασης του διατακτικού της πρώτης απόφασης ανακύπτει μόνο εάν προηγήθηκε κανονική επίδοση της και συγκεκριμένα επίδοση αντιγράφου από απόγραφο και επιταγή. Ακόμα και όταν η απειλή των ποινών του άρθρου 947 ΚΠολΔ περιλαμβάνεται σε απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, τίθεται θέμα παράβασης του διατακτικού της απόφασης που την απείλησε, μόνο εάν προηγουμένως επιδόθηκε στον αντίδικο επιταγή προς συμμόρφωση. Απλή επίδοση της απόφασης που διέταξε το ασφαλιστικό μέτρο δεν αρκεί. Η έλλειψη δε ή η ανεπαρκής ή ασαφής αναφορά κάποιου από τα στοιχεία αυτά, δηλαδή η αοριστία της αγωγής συνιστά έλλειψη της επιβαλλόμενης με ποινή απαραδέκτου προδικασίας, η οποία, ως αναγόμενη στη δημόσια τάξη, εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Η αοριστία δε αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα της δίκης. Η ΠΡΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ, ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΔΙΚΑ- ΣΗ «Από τη διάταξη του άρθρου 947 1 ΚΠολΔ, η οποία κατά το μέρος που προβλέπει ποινές έχει χαρακτήρα κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον με αυτή θεσπίζεται ενοχή από αδικοπραξία, προκύπτει ότι για την καταδίκη του οφειλέτη στην ποινή που απείλησε το Δικαστήριο με προηγουμένη (στο πρώτο στάδιο) απόφαση του για την περίπτωση παράβασης των διατάξεων της, απαιτείται απαραιτήτως η από πρόθεση παράβαση των διατάξεων της προηγουμένης απόφασης από τον οφειλέτη. Η πρόθεση όμως ως γνώση και θέληση του παραπάνω αποτελέσματος δεν έχει ανάγκη εξειδίκευσης των στοιχείων που τη συγκροτούν, όταν μάλιστα δεν προβάλλονται ισχυρισμοί περί πλάνης του εναγομένου οφειλέτη κ.λπ., αλλά αρκεί να αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, ότι ο οφειλέτης έχει ενεργήσει από πρόθεση ή να συνάγεται, από τα εκτιθέμενα, παραδοχή του δικαστηρίου περί ύπαρξης τέτοιας πρόθεσης. Η πρόθεση του οφειλέτη, κατά την έννοια της διάταξης που προαναφέρθηκε, συνίσταται στο ότι ο τελευταίος θέλει την παραγωγή των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν αντικειμενικά την παραβίαση της ως άνω απόφασης, προβλέποντας και αποδεχόμενος ως αναγκαία ή ενδεχόμενη συνέπεια της συμπεριφοράς του το ανωτέρω παράνομο αποτέλεσμα χωρίς να απαιτείται και ειδική πρόθεση (σκοπός) παράβασης της απόφασης (ΑΠ 416/2009, ΑΠ 1803/2008, ΑΠ 1664/2008, ΑΠ 46/2007 δημ/ση ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, για την επιδίκαση της απειληθείσας χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης το δικαστήριο της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθ. 947 1 εδ. γ-δ) πρέπει να κρίνει, αν η παράβαση εκ μέρους του οφειλέτη αντιστοιχεί με την υποχρέωση παράλειψης, που προκύπτει από την εκτελούμενη απόφαση (Πελ. Γέσιου - Φαλτσή, Αναγκ, Εκτέλεση II, 52.113 σελ. 81). Είναι συνεπώς απαραίτητο, η απόφαση που καταδικάζει σε παράλειψη ή ανοχή και απειλεί για «κάθε παράβαση» χρηματική ποινή και προσωπική κράτηση να εξειδικεύει επαρκώς και σαφώς την παραλειπτέα ή ανεκτέα πράξη, ώστε το περιεχόμενο της επιτασσόμενης από αυτήν απαγόρευσης να γίνεται ευχερώς κατανοητό όχι μόνο από τον οφειλέτη, αλλά και από 20