768 1 4. δ ι κ η γ ο ρ ο ι 71/2010 (Πρόεδρος: Γεώργιος Σπηλιωτόπουλος, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Βασίλειος Πέττας-Εισηγητής, Εφέτες). (Δικηγόρος: Γεώργιος Τσίρος). Δικηγόροι. Δικηγόροι του ΙΚΑ. Αμειβόμενοι σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια τα οποία καθορίζονται από τις εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του ν.2753/1999 υπουργικές αποφάσεις στο βαθμό κατά τον οποίο τα ελάχιστα αυτά όρια είναι ανώτερα από τα αντίστοιχα ελάχιστα όρια που ορίζει ο Κώδικας περί Δικηγόρων ΙΚΑ. Είναι αυτοδιοικούμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, απολαύει των προνομίων του Δημοσίου, όσον αφορά όμως τις δικηγορικές αμοιβές δεν εξομοιώνεται με το δημόσιο αλλά υπάγεται στις ρυθμίσεις που καθορίζουν οι υπουργικές αποφάσεις. Γνωμοδοτήσεις δικηγόρων του ΙΚΑ. Τόκοι κατά του Δημοσίου. Πρέπει να ασκηθεί καταψηφιστική αγωγή. Αν μετά ταύτα περιορισθεί μόνο στο αναγνωριστικό αίτημα, δεν τρέχουν τόκοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 11 του σχετικού θεσμικού Α.Ν. 1846/1951, ο οποίος κυρώθηκε με τον Ν 2113/1952, το ΙΚΑ αποτελεί αυτόνομο πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που τελεί υπό την εποπτεία του Κράτους, κατά δε το άρθρο 19 παρ.1 απαλλάσσεται κάθε δημόσιου, δημοτικού, κοινοτικού ή λιμενικού φόρου, άμεσου ή έμμεσου, κάθε τέλους ταχυδρομικού και δικαστικού σε κάθε δίκη του και απολαύει ανεξαιρέτως όλων των ατελειών και προνομίων δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών, ως εάν είναι αυτό το Δημόσιο. Κατά τη διάταξη του άρθρου 5 του Ν.3210/1955 το ΙΚΑ απολαύει όλων των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου, επί τούτου δε ως ενάγοντος ή εναγομένου εφαρμόζονται όλες οι εκάστοτε ισχύουσες για το Δημόσιο αντίστοιχες διαδικαστικές διατάξεις του Κώδικα περί δικών του Δημοσίου, της Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, ενώ κατά τη διάταξη της παραγράφου 9 του άρθρου 21 του Ν.1902/1990 το ΙΚΑ και οι λοιποί οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχουν όλα τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 του Ν.2579/1998, οι διατάξεις των άρθρων 11 του κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1994 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών Δημοσίου» και 22 παρ.4 του Ν.1868/1989, έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τα οποία έτσι απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση των αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος, ή για τη διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 του Ν.Δ. 2698/1953 «περί διοικήσεως του ΙΚΑ και άλλων τινών διατάξεων», σε όσα υποκαταστήματα, γραφεία ή παραρτήματα του ΙΚΑ δεν συσταθούν δικα-
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 769 στικά γραφεία, ορίζεται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος, μετά από γνώμη του Νομικού Συμβούλου, ένας δικηγόρος, στον οποίο ανατίθεται ή ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστικών αρχών εν γένει της έδρας του παράσταση και υπεράσπιση των συμφερόντων του Ιδρύματος σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις αυτού, επιτρέπεται όμως αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, εξουσιοδότηση από τον Διοικητή, μετά από γνώμη του Νομικού Συμβούλου, και άλλου δικηγόρου ως προς ορισμένη υπόθεση, οι δικηγόροι δε αυτοί, φέροντες τον τίτλο δικηγόροι του ΙΚΑ, αμείβονται με μηνιαία αντιμισθία που ορίζεται από το ΔΣ ή με βάση τα κατώτατα όρια των αμοιβών δικηγόρων κατά τον δικηγορικό κώδικα ή και κάτω αυτών κατόπιν ειδικής συμφωνίας, δεν δικαιούται όμως αμοιβή για τις παρεχόμενες δικηγορικές συμβουλές και οι σχέσεις τους διέπονται από τον Αστικό Κώδικα, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 β του ν.2556/1997, οι Διοικητές των Ασφαλιστικών οργανισμών ΙΚΑ και ΤΕΒΕ, οι Πρόεδροι του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων (ΤΑΕ) και του ΤΣΑΥ, καθώς και ο Διοικητής του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού (ΟΑΕΔ) μετά από σύμφωνα γνώμη των Διοικητικών τους Συμβουλίων, μπορούν να αναθέτουν κατά περίπτωση δικαστικές υποθέσεις ασφαλιστικής και οικονομικής φύσης σε ιδιώτες δικηγόρους για τη διεκπεραίωση τους και η αμοιβή για τις παραπάνω περιπτώσεις καθορίζεται με απόφαση των Διοικητικών τους Συμβουλίων. Η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 13 του Ν.Δ. 2698/1953, κατά το μέρος που με αυτή ορίζεται ότι οι δικηγόροι του ΙΚΑ αμείβονται και κάτω των κατωτάτων ορίων των αμοιβών κατά τον Κώδικα Δικηγόρων κατόπιν ειδικής συμφωνίας, έχει καταργηθεί με τη μεταγενέστερη διάταξη του εδαφίου 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 92 του Κώδικα αυτού, που προστέθηκε με την παρ.3 άρθρου 5 του ΝΔ 4272/1962 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν.1093/1980, κατά την οποία κάθε συμφωνία για λήψη μικρότερης αμοιβής είναι άκυρη ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεως της, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 του ίδιου νόμου, κατά την οποία από την έναρξη ισχύος αυτού (28-11-1980) καταργείται κάθε άλλη διάταξη γενική ή ειδική που αντίκειται στις διατάξεις αυτού. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, Α)ότι εφόσον οι δικηγόροι του ΙΚΑ αμείβονται σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια, τα οποία ορίζει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, αμείβονται πλέον σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια, τα οποία καθορίζονται από τις εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 υπουργικές αποφάσεις, στον βαθμό κατά τον οποίο τα ελάχιστα αυτά όρια είναι ανώτερα από τα αντίστοιχα ελάχιστα όρια που ορίζει ο Κώδικας περί Δικηγόρων. Η παραπομπή του ως άνω Ν.Δ. 2698/1953 στις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων για την αμοιβή των δικηγόρων του ΙΚΑ έχει την έννοια ότι οι αμοιβές των δικηγόρων του ΙΚΑ πρέπει να ρυθμίζονται, σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα όρια δικηγορικών αμοιβών που όρισε ο νομοθέτης στον ως άνω Κώδικα. Δεδομένου, όμως, ότι ο νομοθέτης του ως άνω νομοθετικού διατάγματος είχε υπόψη του κατά την σύνταξη του μόνο τις ρυθμίσεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, ως μόνου νομοθετήματος που ρύθμιζε τα ελάχιστα όρια των δικηγορικών αμοιβών, η παραπομπή του στις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων, δεν έχει την έννοια ότι αποκλείεται η εφαρμογή τυχόν νεότερων διατάξεων, όπως είναι
770 οι υπουργικές αποφάσεις που εκδίδονται κατ εξουσιοδότηση του άρθρ. 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 και καθορίζουν νέα ελάχιστα όρια δικηγορικών αμοιβών και Β) Ότι το ΙΚΑ, που είναι αυτοδιοικούμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, απολαύει μεν των προαναφερόμενων προνομίων του Δημοσίου, όσον αφορά όμως την καταβλητέα στους απασχολημένους, ανά υπόθεση, δικηγόρους του, δικηγορική αμοιβή, δεν εξομοιώνεται με το Δημόσιο, αλλά υπάγεται αφενός στις ανωτέρω γενικές ρυθμίσεις και συγκεκριμένα στις εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 υπουργικές αποφάσεις σε συνδυασμό κατά την προαναφερόμενη έννοια-με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και αφετέρου στις ειδικές για το ΙΚΑ ρυθμίσεις, όπως είναι η προβλεπόμενη από το άρθρο 19 παρ.1β του Ν. 2556/1997. Επομένως η διάταξη του άρθρου 23 παρ.5 του ΠΔ 282/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ.4 του Ν. 2873/2000, όπως και εκείνη του άρθρου 24 παρ. 5 εδ. α του ν.3086/2002 που ορίζει ότι η αμοιβή των Δικηγόρων του Δημοσίου διέπεται από τις διατάξεις του ΝΔ 3026/1954 «Περί του Κώδικος των Δικηγόρων», όπως κάθε φορά ισχύουν και καθορίζεται στο διπλάσιο του ελάχιστου ορίου από εκείνο που προβλέπεται από αυτές για κάθε δικαστική ή εξώδικη ενέργεια, ότι σε δικαστικές ή εξώδικες εργασίες, για τις οποίες από διατάξεις του Κώδικα ή αμοιβή ορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της υπόθεσης, οι δικηγόροι του Δημοσίου αμείβονται με το διπλάσιο του ελάχιστου ορίου, που ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 100 παράγραφος 4, 107 παράγραφος 1 εδάφιο 2 και 110 παράγραφος 1 του πιο πάνω Κώδικα στην πρώτη περίπτωση και από το άρθρο 161 παράγραφος 4 στη δεύτερη περίπτωση και ότι αμοιβές αυτές μπορούν κατά την εκκαθάριση τους είτε να μειωθούν μέχρι του ελάχιστου ορίου, που προβλέπουν οι διατάξεις του παραπάνω Κώδικα, όταν πρόκειται για χειρισμό μεγάλου αριθμού ομοίων υποθέσεων ή όταν ο δικηγόρος του Δημοσίου δεν χειρίστηκε την υπόθεση με την προσήκουσα επιμέλεια, είτε να αυξηθούν μέχρι το τετραπλάσιο του ελαχίστου αυτού ορίου, όταν επιδείχτηκε από τον δικηγόρο ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια, δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις του ΙΚΑ με τους δικηγόρους αυτού, οι οποίες διέπονται από τις εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 προαναφερόμενη έννοια-με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων (ΑΠ 317/2007 δημ. στην τράπεζα νομικών πληροφοριών «ΝΟ- ΜΟΣ», ΑΠ 920/2006 ΕλλΔνη 50, 128). Στην προκειμένη περίπτωση, το εκκαλούν με τον πρώτο λόγο της εφέσεως παραπονείται ότι το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ.9 του ν. 2753/1999 και τις κατ εξουσιοδότηση αυτού ΚΥΑ με αριθμ. 94324/1994 1007604/132/Α001/1-2-2000 και 1118877/2240/Α0012/ 1314/21-12-2000, ότι η αμοιβή της ενάγουσας δεν μπορούσε να υπολογιστεί σε ποσοστό επί του αντικειμένου της δίκης κατά τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ.1-3, 107 παρ.1 εδ. α ΚΑ 110 παρ.1 του Δικηγορικού Κώδικα και ότι αυτή (αμοιβή) έπρεπε να υπολογιστεί ανάλογα με το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου διενήργησε τις αναφερόμενες στην αγωγή δικαστικές πράξεις, με βάση το διπλάσιο του ελάχιστου ορίου σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 23 ΠΔ 282/1996 για τους δικηγόρους του Δημοσίου διότι το ΙΚΑ απολαμβάνει όλων των διαδικαστικών ατε-
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 771 λειών και προνομίων αυτού (Δημοσίου). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι η ανωτέρω διάταξη του ΠΔ 282/1996 (όπως και εκείνη του ν.3086/2002) δεν εφαρμόζεται, όπως προαναφέρθηκε στις σχέσεις του ΙΚΑ με τους δικηγόρους αυτού, μη εφαρμοζόμενων των διατάξεων των άρθρων 100 παρ.4, 107 εδ. β κα 110 παρ. 1 εδ. β του Δικηγορικού Κώδικα. Περαιτέρω το αίτημα επιδικάσεως αμοιβής για σύνταξη γνωμοδοτήσεων από την ενάγουσα είναι επαρκώς 105/2010 ορισμένο, διότι κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η ενάγουσα περιορίστηκε μόνο στο γνωμοδοτικό έργο περί μη ασκήσεως ένδικων μέσων κατά των σ αυτήν αναφερόμενων αποφάσεων. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η ένσταση περί αοριστίας αυτού ως αβάσιμη. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο δέχθηκε τα ίδια και το έκρινε νόμιμο (και στην συνέχεια ως ουσία βάσιμο) ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει να απορριφθούν τα όσα αντίθετα υποστηρίζονται με την έφεση ως αβάσιμα. (Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Αλεξόπουλος, Σπυριδούλα Μοσχονά-Εισηγήτρια, Εφέτες). (Δικηγόρος: Ευάγγελος Ανδριόπουλος). Δικηγόρος. Άσκηση αγωγής για αμοιβές που χειρίσθηκε. Λεπτομέρειες και περιστατικά. Στο Ν.Δ 3026/1954 «περί Κώδικος των Δικηγόρων», ορίζονται τα εξής: α] στο άρθρο 92 παρ.1 : «Τα όρια της αμοιβής του Δικηγόρου κανονίζονται κατά συμφωνίαν μετά του εντολέως αυτού του αντιπροσώπου του, περιλαμβάνουσαν είτε την όλην διεξαγωγήν της δίκης είτε μέρος, ή κατ ιδίαν πράξεις αυτής, ή άλλας πάσης φύσεως νομικός εργασίας εν ουδεμία, όμως, περιπτώσει επιτρέπεται η αμοιβή να υπολείπεται των εν άρθροις 98 και επόμενα ελαχίστων ορίων αυτής. Πάσα συμφωνία περί λήψεως μικροτέρας αμοιβής είναι άκυρος, ανεξαρτήτως χρόνου συνάψεώς της», β] στο άρθρο 98 παρ.1 και 2 «Εν ελλείψει ειδικής συμφωνίας,το ελάχιστον ποσόν της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζεται κατά τις διατάξεις των επομένων άρθρων αυξανόμενον κατά την κρίσιν του δικαστού ή του δικαστηρίου, αναλόγως της επιστημονικής εργασίας, της αξίας και του είδους της διεκπεραιωθείσης υποθέσεως, του καταναλωθέντος χρόνου, της σπουδαιότητας της διαφοράς, των ιδιαζουσών αυτή περιστάσεων και εν γένει των καταβληθεισών ή εξωδίκων ενεργειών. Κατά τον προσδιορισμόν τούτον, η αποτίμησις εκάστης πράξεως και ενεργείας δεν δύναται να ορισθή υπό των δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών κατωτέρα της εν τοις επομένοις άρθροις», γ] στο άρθρο 99 «Το ελάχιστον όριον αμοιβής επί των πολιτικών υποθέσεων, των ποινικών και ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων και αρχών εκτός των εν άρθροις 94 και 124 αναγραφομένων και των εξωδίκων, πλην των εν άρθροις 160 και 161 είναι ίσον προς το γινόμενον των δραχμών, αίτινες αναγράφονται εν τω παρόντι και δι εκάστην ειδικήν εργασίαν, επί συντελεστήν οριζόμενον δι αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά σύμφωνον γνώμην του
772 Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο ανωτέρω υπολογισμός επί τη βάσει του συντελεστού, δεν λαμβάνει χώραν, όπου κατά τον παρόντα νόμον, η αμοιβή ορίζεται κατά ποσοστόν επί της αξίας του αντικειμένου, πλην αν άλλως ορίζεται εις ειδικάς περιπτώσεις». Κατ εξουσιοδότηση της διατάξεως αυτής, ο ανωτέρω συντελεστής ορίστηκε με την Υ.Α 12398/9.2.1980 [ΦΕΚ Β 131/21.2.1989] σε 140 μονάδες, δ] στο άρθρο 100 παρ.1 : «Το ελάχιστον όριον της αμοιβής για την σύνταξιν κυρίας αγωγής ορίζεται εις ποσοστόν 2% επί της αξίας του αντικειμένου της αγωγής» και παρ.4: «Εάν το αντικείμενον της αγωγής δεν δύναται φύσει να αποτιμηθή εις χρήμα, το όριον τούτο συνίσταται εις δραχ. 20 δια τας ενώπιον του Ειρηνοδικείου αγωγός, δραχ.,50 δια τα ενώπιον του Πρωτοδικείου και δραχ. 100 δια τας ενώπιον των λοιπών δικαστηρίων τοιαύτας», ε] στο άρθρο 107 παρ.1 : «Δια την σύνταξιν προτάσεων επί της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του μεν δικηγόρου του εναγομένου είναι ίσον προς το δια την σύνταξιν αγωγής κλπ οριζόμενον εν άρθρω 100 επ., του δε δικηγόρου του ενάγοντος είναι το ήμισυ ταύτης. Πάντως, όμως, ουδέποτε είναι κατώτερο των 20 δραχ. δια τας ενώπιον του Ειρηνοδικείου υποθέσεις και των δραχ. 50 δια τας ενώπιον του Πρωτοδικείου τοιαύτας», στ] στο άρθρο 109: «Δια παράστασιν προς συζήτησιν πάσης φύσεως υποθέσεως, πλην των ρητώς εν τω παρόντι νόμω άλλως κανονιζομένων, ενώπιον του Ειρηνοδικείου και του Πρωτοδικείου, το ελάχιστον όριον αμοιβής είναι, δια μεν το Ειρηνοδικείον δραχ. 20, δια δε το Πρωτοδικείον δραχ.40», ζ] στο άρθρο 110 παρ.1 : «Δια την σύνταξιν προτάσεων επί της πρώτης ενώπιον του Εφετείου συζητήσεως πάσης υποθέσεων, το ελάχιστον όριον αμοιβής των Δικηγόρων αμφοτέρων των διαδίκων είναι το διπλάσιον του δια τον δικηγόρον του ενάγοντος ή του αιτούντος καθοριζομένου εν άρθρω 107 παρ.1 ορίου αμοιβής δια τας προτάσεις της πρώτης πρωτοδίκου συζητήσεως, δια δε την σύνταξιν προτάσεων εφ εκάστης των επομένων συζητήσεων είναι το διπλάσιον του εν άρθρω 107 παρ.2 ορίου, πάντως, όμως, κατ αμφοτέρας τας περιπτώσεις, το όριο τούτο δεν δύναται να είναι κατώτερον των δραχμών 80», η] στο άρθρο 111 «Δια παράστασιν προς συζήτησιν πάσης φύσεως υποθέσεων ενώπιον του Εφετείου, το ελάχιστον όριον αμοιβής είναι δραχμαί 50», θ ] στο άρθρο 125 παρ3: «Δια την σύνταξιν αιτήσεως περί αναιρέσεως, το όριον τούτο είναι δραχ. 100». Εξάλλου, το άρθρο 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 «Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στην φορολογία εισοδήματος και άλλες διατάξεις» ορίζει ότι για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, για την σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθώς και για κάθε άλλη νομική υπηρεσία, που παρέχουν αυτοί στον εντολέα τους, καθορίζεται τον μήνα Δεκέμβριο κάθε δεύτερου έτους, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας των προέδρων των δικηγορικών συλλόγων της Ελλάδος, ελάχιστη αμοιβή, ενιαία για όλους τους δικηγορικούς συλλόγους της Χώρας. Η ισχύς της πιο πάνω διατάξεως, σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ.12 του Ν.2873/2000, αρχίζει από το έτος 2000, το οποίο λογίζεται
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 773 ως πρώτο έτος για την έναρξη της περιόδου, που ορίζεται σ αυτήν. Περαιτέρω κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του παραπάνω ν.2753/1999 εκδόθηκε η με αρ.1121675/ 2031/Α0012/29.12.1999 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που ίσχυσε από 1 έως 31.12.2000 και της οποίας η εφαρμογή ανεστάλη με την 1007604/132/ Α0012/25.1.2000 [ΦΕΚ Β 77/1.2.200] όμοια μέχρι στις 30/6/2000 και στην συνέχεια μέχρι στις 31/12/ 2000 με την όμοια 1058635/1233/Α0012/ 29.6.2000 [ΦΕΚ Β 804/30.6.2000]. Με την τελευταία αυτήν απόφαση και την προαναφερόμενη 1007604/132/ Α0012/25.1.2000 ορίστηκε ότι μέχρι την έναρξη εφαρμογή της απόφασης, που αναστέλλεται, οι ελάχιστες αμοιβές για τις νομικές υπηρεσίες των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων, μεταξύ των οποίων για τις παραστάσεις τους και την σύνταξη δικογράφων, που απευθύνονται στα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, καθώς και για την σύμπραξη τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως αυτές προβλέπονται από τις οικείες διατάξεις, έχουν όπως φαίνονται στον συνημμένο πίνακα της 1007604/132/ Α0012/25.1.2000 κοινής υπουργικής απόφασης για τις περιπτώσεις, που αναφέρονται σ αυτόν, ο οποίος αποτελεί αναπόσπαστο παράρτημα αυτής. Περαιτέρω, κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του προδιαληφθέντος ν.2753/1999 εκδόθηκε η 1314/21.12.2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως [ΦΕΚ Β 1626/29.12.2000] και άρχισε να ισχύει από 1/1/2001, με την οποία καθορίστηκαν τα ελάχιστα όρια αμοιβών των δικηγόρων όλης της Χώρας, για τις προαναφερόμενες νομικές υπηρεσίες. Με την πιο πάνω διάταξη του ν.2753/1999 και τις κατ εξουσιοδότηση αυτής εκδιδόμενες υπουργικές αποφάσεις δεν καταργούνται, ούτε τροποποιούνται οι προαναφερόμενες διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων, που προβλέπουν τις αμοιβές των δικηγόρων, οι οποίες εξακολουθούν να εφαρμόζονται σε όλες τις περιπτώσεις νομικών υπηρεσιών γενικά, για τις οποίες δεν προεισπράττεται δικηγορική αμοιβή, καθώς και στις περιπτώσεις, που τα καθοριζόμενα απ αυτόν ελάχιστα όρια αμοιβών δικηγόρων είναι ανώτερα από αυτά, που καθορίζονται από τις πιο πάνω υπουργικές αποφάσεις. Εξάλλου, το ΙΚΑ κατά την διάταξη του άρθρου 11 του σχετικού θεσμικού Α.Ν 1846/1951, ο οποίος κυρώθηκε με τον ν.213/1952, αποτελεί αυτόνομο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, που τελεί υπό την εποπτεία του Κράτους, κατά δε το άρθρο 19 παρ.1 αυτού απαλλάσσεται κάθε δημόσιου, δημοτικού, κοινοτικού ή λιμενικού φόρου, άμεσου ή έμμεσου, κάθε τέλους ταχυδρομικού και δικαστικού σε κάθε δίκη του και απολαύει,ανεξαιρέτως, όλων των ατελειών και προνομίων δικαστικών, διοικητικών και οικονομικών ως εάν είναι αυτό το Δημόσιο. Κατά την διάταξη του άρθρου 5 Ν.3210/1955 το ΙΚΑ απολαύει όλων των διαδικαστικών προνομίων του Δημοσίου, επί τούτου δε ως ενάγοντος ή εναγομένου εφαρμόζονται όλες οι εκάστοτε ισχύουσες για το Δημόσιο αντίστοιχες διαδικαστικές διατάξεις του Κώδικα περί Δικών του Δημοσίου, της Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας, ενώ κατά την διάταξη της παρ.9 του άρθρου 21 του ν.1902/1990 το ΙΚΑ και οι λοιποί Οργανισμοί αρμοδιότητας Υπουργείου Υγείας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσε-
774 ων έχουν όλα τα δικαστικά και δικονομικά προνόμια του Δημοσίου. Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 28 παρ.4 του ν.2579/1998, οι διατάξεις των άρθρων 11 του Κανονιστικού Διατάγματος της 26/6-10/7/1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου» και 22 παρ.4 του ν.1868/1989, έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, τα οποία έτσι απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παραβόλου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ή για την διενέργεια οποιασδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης, ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών. Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 13 του ν.δ. 2698/1953 «περί διοικήσεως του ΙΚΑ και άλλων τινών διατάξεων» σε όσα υποκαταστήματα, γραφεία ή παραρτήματα του ΙΚΑ δεν συσταθούν δικαστικά γραφεία, ορίζεται με απόφαση του Διοικητή του Ιδρύματος, μετά από γνώμη του Νομικού Συμβούλου, ένας δικηγόρος, στον οποίο ανατίθεται η ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστικών αρχών εν γένει της έδρας του παράσταση και υπεράσπιση των συμφερόντων του Ιδρύματος σε όλες τις δικαστικές υποθέσεις αυτού, επιτρέπεται, όμως, αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι, εξουσιοδότηση από τον Διοικητή, μετά από γνώμη του Νομικού Συμβούλου, και άλλοι δικηγόροι ως προς ορισμένη υπόθεση, οι δικηγόροι δε αυτοί, φέροντες τον τίτλο δικηγόροι του ΙΚΑ αμείβονται με μηνιαία αντιμισθία, που ορίζεται από το Δ.Σ ή με βάση τα κατώτερα όρια των αμοιβών δικηγόρων κατά τον Κώδικα Δικηγόρων, ή και κάτω αυτών, κατόπιν ειδικής συμφωνίας, δεν δικαιούνται, όμως, αμοιβή για τις παρεχόμενες δικηγορικές συμβουλές οι σχέσεις τους διέπονται από τον Αστικό Κώδικα, ενώ σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 19 παρ.1β του ν.2556/1997, οι Διοικητές των ασφαλιστικών Οργανισμών ΙΚΑ και ΤΕΒΕ, οι Πρόεδροι του Ταμείου Ασφαλίσεως Εμπόρων [ΤΑΕ] και του ΤΣΑΥ καθώς και ο Διοικητής του Οργανισμού Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού [ΟΑΕΔ] μετά από σύμφωνη γνώμη των Δ.Σ αυτών, μπορούν να αναθέτουν, κατά περίπτωση, δικαστικές υποθέσεις ασφαλιστικής και οικονομικής φύσεως σε ιδιώτες δικηγόρους για την διεκπεραίωσή τους και η αμοιβή για τις παραπάνω περιπτώσεις καθορίζεται με απόφαση των ΔΣ τους. Η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 13 του ΝΔ 2698/1953, κατά το μέρος, που με αυτήν ορίζεται ότι οι δικηγόροι του ΙΚΑ αμείβονται και κάτω των κατωτάτων ορίων των αμοιβών κατά τον Κώδικα Δικηγόρων, κατόπιν ειδικής συμφωνίας, έχει καταργηθεί με την μεταγενέστερη διάταξη του εδαφίου 2 της παρ.1 του άρθρου 92 Κώδικα Περί Δικηγόρων, που προστέθηκε με την παρ.3 άρθρου 5 του ν.δ 4272/1962, και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 8 του Ν.1093/1980, κατά την οποία κάθε συμφωνία για λήψη μικρότερης αμοιβής είναι άκυρη, ανεξαρτήτως του χρόνου συνάψεώς της, σε συνδυασμό με την διάταξη του άρθρου 19 παρ.2 του ίδιου νόμου, κατά την οποία από την έναρξη ισχύος αυτού [28.11.1980] καταργείται κάθε άλλη διάταξη γενική ή ειδική, που αντίκειται στις διατάξεις αυτού. Από τον συνδυασμό των προδιαληφθεισών διατάξεων συνάγεται Α] ότι, εφόσον οι δικηγόροι του ΙΚΑ αμείβονται σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια, τα οποία ορίζει ο Κώδικας περί Δικηγόρων, αμείβονται, πλέον, σύμφωνα με τα ελάχιστα όρια, τα οποία καθορίζονται από τις εκδι-
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ δόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 υπουργικές αποφάσεις, στον βαθμό, κατά τον οποίο τα ελάχιστα αυτά όρια είναι ανώτερα από τα αντίστοιχα ελάχιστα όρια, που ορίζει ο Κώδικας Περί Δικηγόρων. Η παραπομπή του ως άνω Ν.Δ 2698/1953 στις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων για την αμοιβή των δικηγόρων του ΙΚΑ έχει την έννοια ότι οι αμοιβές των δικηγόρων του ΙΚΑ πρέπει να ρυθμίζονται σύμφωνα με τα εκάστοτε ισχύοντα ελάχιστα όρια δικηγορικών αμοιβών, που όρισε ο νομοθέτης στον ως άνω Κώδικα. Δεδομένου, όμως, ότι ο νομοθέτης του ως άνω νομοθετικού διατάγματος είχε υπόψη του κατά την σύνταξη του, μόνον τις ρυθμίσεις του Κώδικα περί Δικηγόρων,ως μόνου νομοθετήματος, που ρύθμιζε τα ελάχιστα όρια των δικηγορικών αμοιβών, η παραπομπή του στις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων δεν έχει την έννοια ότι αποκλείεται η εφαρμογή τυχόν νεότερων διατάξεων, όπως είναι οι υπουργικές αποφάσεις, που εκδίδονται κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 και καθορίζουν νέα ελάχιστα όρια δικηγορικών αμοιβών και Β] ότι το ΙΚΑ, που είναι αυτοδιοικούμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου απολαύει μεν των προαναφερόμενων προνομίων του Δημοσίου, όσον αφορά, όμως, την καταβλητέα στους απασχολούμενους, ανά υπόθεση δικηγόρους του, δικηγορική αμοιβή δεν εξομοιώνεται με το Δημόσιο, αλλά υπάγεται αφενός στις ανωτέρω γενικές ρυθμίσεις και συγκεκριμένα στις εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 υπουργικές αποφάσεις σε συνδυασμό -κατά την προαναφερόμενη έννοια- με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και αφετέρου στις ειδικές για το ΙΚΑ ρυθμίσεις, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 19 παρ.1β 775 του Ν.2556/1997. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 23 παρ.5 του Π.Δ 282/1996, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ.4 του Ν.2873/2000, που ορίζει ότι η αμοιβή των Δικηγόρων του Δημοσίου διέπεται από τις διατάξεις του Ν.Δ 3026/1954 του Κώδικος Περί Δικηγόρων», όπως κάθε φορά ισχύουν και καθορίζονται στο διπλάσιο του ελαχίστου ορίου από εκείνο που προβλέπεται από αυτές για κάθε δικαστική εξώδικη ενέργεια, ότι σε δικαστικές ή εξώδικες εργασίες για τις οποίες από τις διατάξεις του Κώδικα η αμοιβή ορίζεται σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της υπόθεσης, οι δικηγόροι του Δημοσίου αμείβονται με το διπλάσιο του ελαχίστου ορίου, που ορίζεται με τις διατάξεις των άρθρων 100 πρ.4, 107 παρ.1 εδαφ.2 και 110 παρ.1 του πιο πάνω Κώδικα, στην πρώτη περίπτωση και από το άρθρο 161 παρ.4 στην δεύτερη περίπτωση και ότι οι αμοιβές αυτές μπορούν κατά την εκκαθάρισή τους, είτε να μειωθούν μέχρι του ελαχίστου ορίου, που προβλέπουν οι διατάξεις του πιο πάνω κώδικα, όταν πρόκειται για χειρισμό μεγάλου αριθμού ομοίων υποθέσεων ή όταν ο Δικηγόρος του Δημοσίου δεν χειρίστηκε την υπόθεση με την προσήκουσα επιμέλεια, είτε να αυξηθούν μέχρι το τετραπλάσιο του ελαχίστου αυτού ορίου, όταν επιδείχθηκε από τον δικηγόρο ιδιαίτερο ενδιαφέρον και επιμέλεια, δεν εφαρμόζεται στις σχέσεις του ΙΚΑ με τους δικηγόρους αυτού, οι οποίες διέπονται από τις εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 κοινές υπουργικές αποφάσεις, σε συνδυασμό -κατά την προαναφερόμενη έννοια- με τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων [ΑΠ 920/2006 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 317/2007 και ΑΠ 318/2007 προσκ.]. Στην προκειμένη περίπτωση από
776 την προσήκουσα επανεκτίμηση των επικαλουμένων και προσκομιζομένων εγγράφων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικό περιστατικά: Ο ενάγων με την υπ αρ. 13813/1.11.2004 απόφαση του Διοικητή του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ-ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΕΠΙ- ΚΟΥΡΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ [ΙΚΑ-ΕΤΑΜ]» διορίστηκε, νομίμως, πληρεξούσιος δικηγόρος αυτού για να τον εκπροσωπεί ενώπιον των Πολιτικών και Διοικητικών Δικαστηρίων καθώς και των Διοικητικών Αρχών της Περιφερείας Πατρών, αμειβόμενος ανά υπόθεση. Στο πλαίσιο της άνω εντολής ο ενάγων προέβη κατά το χρονικό διάστημα από 1/11/2004 έως 30/11/2006 στις παρακάτω αναλυτικά αναφερόμενες δικαστικές εργασίες, ενώπιον των Πολιτικών και Διοικητικών Δικαστηρίων Περιφέρειας Πατρών για τις οποίες δικαιούται των αναφερόμενων κατωτέρω ελαχίστων αμοιβών δι εκάστη αυτών, [εργασιών] με βάση τον Κώδικα περί Δικηγόρων και την 1085081/147/ Α 0 0 0 1 2 / Π Ο Λ 11 0 8 / 2 0 0 3 [ Φ Ε Κ Β 1960/31.12.2003 κοινή υπουργική απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, για το χρονικό διάστημα από 1/1/2004 έως 31/12/2005 και για το χρονικό διάστημα από 1/1/2006 έως 30/11/2006 με βάση την 120867/2005 Κ.ΥΑ [ΦΕΚ 1964Β /30.12.2005], οι οποίες εκδόθηκαν κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα από 1-11- 2004 έως 30-12-2006 παραστάθηκε κατόπιν εντολής του εναγομένου ενώπιον των Δικαστηρίων που αναφέρονται παρακάτω, προς υπεράσπιση των υποθέσεων του πρώτου, έλαβε δε από αυτό αμοιβή κατώτερη από τις οριζόμενες στις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις. Ειδικότερα αυτός παρέστη για λογαριασμό του εναγομένου: Α) Το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 31-12- 2005 στα παρακάτω Δικαστήρια και δικαιούται τις ακόλουθες αμοιβές, με βάσει την ΠΟΛ 1108/24-9-2003: 1. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Γ.Γ δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 24-11-2004 το ποσό των 190 Ευρώ, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος το ποσό των 80 Ευρώ και συνολικά 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 2.Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση Ι.Κ Α.Ε. - ΙΚΑ, δικαιούται κατά την δικάσιμο της 21.1.05 ποσό 240,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 320,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,73. 3. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Κ.Κ - ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 10.1.2005 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 4. Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Κ.Σ δικαιούται κατά την δικάσιμο της 21.1.2005 ποσό 80,00, για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ποσό 65,00 και συνολικά 145,00 Ε. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 ευρώ και του οφείλει την διαφορά ποσού
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 71,04. 5. Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Κ.Σ δικαιούται κατά την δικάσιμο της 21.1.2005 ποσό 80,00, για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ποσό 65,00 και συνολικά ποσό 145,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 71,04. 6. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση Κ.Ε Α.Ε. δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 11.3.05 ποσό 240,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά 320,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,73. 7.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Α.Θ, δικαιούται κατά την δικάσιμο της &4.2005 ποσό 190,00 για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 8. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Σ.Λ - ΙΚΑ κατά την δικάσιμο της 6.4.2005 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 9. Εφετείο Πατρών στην υπόθεση : Θ. κλπ - ΙΚΑ (διαδικασία 681 Α ΚΠολΔ), δικαιούται για παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 7.42005 ποσό 145,00., για σύνταξη και κατάθεση ( προτάσεων στην δικάσιμο της 7.4.2005 ποσό 135,00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του 777 ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,26 και του οφείλει την διαφορά ποσού 156,74. 10. Εφετείο Πατρών στην υπόθεση Γραφείο Διεθνούς Ασφάλισης (διαδικασία 681Α ΚΠ0λΔ), δικαιούται για παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 7.4.2005 ποσό 145,00 για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων στην δικάσιμο της 7.4.2005 ποσό 135,00. Και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,26 και του οφείλει την διαφορά ποσού 156,74. 11. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Δ.Κ δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 20.5.05 ποσό 240,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 320,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,73. 12. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Ζ.Δ - ΙΚΑ δικαιούται για παράσταση και εκπροσώπηση της Υπηρεσίας ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 18.5.2005 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 13. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Α.Ο. - ΙΚΑ δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 25.5.2005 ποσό 90,00 για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 14. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών Β.Π - ΙΚΑ δικαιούται για παράσταση ενώπιον του
778 Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 25.5.2005 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 195,04. 15. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Φ.Τ δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 21.9.05 ποσό 190,00 για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 16. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Σ.Π, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 28.9.05 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 17. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Ν.Κ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 23.9.05 ποσό 240,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 320,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του ΚΕ κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,73. 18. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Ν.Β. - ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 28.9.05 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 19. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Α.Α, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 21.10.05 ποσό 240,00, γιο σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 320,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,73.20. Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Α.Ο (τακτική διαδικασία) δικαιούται κατά την δικάσιμο της 4.10.2005 ποσό 125,00 για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ποσό 125,00 και συνολικά ποσό 250,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 176,04. 21. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Π.Π - ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 12.10.05 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 22. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Ι.Σ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 11.11.05 ποσό 240,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 320,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,73. 23. Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Κ.Σ (διαδικασία 681 Α ΚΠολΔ), δικαιούται για σύνταξη, κατάθεση και προσδιορισμό εφέσεως για την δικάσιμο της 6.4.2006 ποσό 150,00 και συνολικά ποσό 150,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 32,86 και του οφείλει την διαφορά ποσού 117,14. 24. Τριμελές
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 779 Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Ι.Τ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 5.12.05 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 25. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Λ.Κ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 5.12.05 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 26.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Κέντρο κατάρτισης Εκπαιδευομένων- ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 7.12.05 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 27.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Κ.Τ - ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 7.12.05 ποσό 190,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 80,00 και συνολικά ποσό 270,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 196,04. 28.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στις υποθέσεις Σ.Λ - ΙΚΑ και Α.Μ κατά ΙΚΑ, στη δικάσιμο της 7-12-2005 δικαιούται για δύο παραστάσεις ποσό 190 Ευρώ Χ 2380 Ευρώ και για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος 80 ευρώ Χ2=160 Ευρώ και συνολικά ποσό 540 Ευρώ και αντί αυτού έλαβε από το εναγόμενο ποσό 157 Ευρώ και του οφείλει ποσό 382,08 Ευρώ. Επομένως, για το ανωτέρω χρονικό διάστημα το εναγόμενο του οφείλει συνολικά το ποσό των 5.065,76 Ευρώ Β. Το χρονικό διάστημα από 1-1- 2006 έως 30-11-2006 ο ενάγων παρέστη στα παρακάτω Δικαστήρια και δικαιούται τις ακόλουθες αμοιβές με βάσει την προαναφερόμενη ΚΥΑ 120867/2005: 1. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση 1. Ν.Αγ. Σ.Ζ - ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 13.1.06 ποσό 249,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 33100. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 208,73. 2. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση Σ.Μ - ΙΚΑ δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 20.1.06 ποσό 249,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 332,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 208,73. 3.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ- Ο.Ε. Β.Π - Π.Η δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 11.1.2006 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 4. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Β.Φ, δικαιούται κατά την δικάσιμο της 10.3.06 ποσό 249,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 332,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την δια-
780 φορά ποσού 208,73. 5. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Π.Π, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 11.1.2006 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 6.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Ο.Μ - ΙΚΑ, δικαιούται κατά την δικάσιμο της 15.2.06 ποσό 197,00 για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 7.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών: Ε.Γ -ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 15.2.06 ποσό 197,00 για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματός ποσό 83,00 και συνολικά 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 8. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών: Γ.Ι ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 15.2.06 ποσό 197,00 για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 9.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Δ.Σ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 15.3.06 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 10. Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Κ.Σ κλπ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 6.4.06 ποσό 145,00, για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ποσό 135,00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,21 και του οφείλει την διαφορά ποσού 156,73. 11. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Κ.Κ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 5.4.06 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83, 00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 12.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Σ.Α - ΙΚΑ δικαιούται γιο παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 15.3.06 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και μου οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 13.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Β.Φ- ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 3.4.06 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 ε και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 14.Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Π.Κ κλπ. δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 5.6.06 ποσό 210,00 (και συνολικά ποσό 210,00 ) Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 41,09 και του οφείλει την διαφορά ποσού 168,91. 15. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Α.Ο, δικαιούται για σύνταξη και κατάθεση εφέσεως ποσό 228,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 32,86 και
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ μου οφείλει την διαφορά ποσού 195,84. 16.Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Β.Χ - ΙΚΑ, δικαιούται. Κατά την δικάσιμο της 21.6.06 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 17. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Μ.Γ, δικαιούται κατά την δικάσιμο της 10.11.06 ποσό 249,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 332,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 208,73. 18. Διοικητικό Εφετείο Πατρών στην υπόθεση Δ.Μ - ΙΚΑ, δικαιούται για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος σε αίτηση αναστολής, ποσό 83,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 41,09 και του οφείλει την διαφορά ποσού 41,91. 19. Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Α. Ν. του Σ - ΙΚΑ δικαιούται για παράσταση κατά την δικάσιμο της 21.9.2006, 130,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο, του κατέβαλε 32,86 και του οφείλει την διαφορά ποσού 97,14. 20. Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση ΙΚΑ Ε.Π, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 14.11.2006 ποσό 160,00, για σύνταξη και κατάθεση προτάσεων ποσό 84,00 και συνολικά ποσό 244,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 120,73. 21. Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Ο.Μ - ΙΚΑ, δικαιούται για παράσταση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την δικάσιμο της 22.11.06 ποσό 197,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 781 και συνολικά ποσό 280,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 73,96 και του οφείλει την διαφορά ποσού 206,04. 22. Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στην υπόθεση ΙΚΑ Ά.Β. - Κ, δικαιούται σε αίτηση ανάκλησης της από 17.11.2006 προσωρινής διαταγής ποσό 249,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 332,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 208,73. 23. Διοικητικό Εφετείο Αθηνών στην υπόθεση ΙΚΑ Δ.Φ δικαιούται σε αίτηση ανάκλησης της από 17.11.2006 προσωρινής διαταγής ποσό 249,00, για σύνταξη και κατάθεση υπομνήματος ποσό 83,00 και συνολικά ποσό 332,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 123,27 και του οφείλει την διαφορά ποσού 208,73. 24. Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Α.Ν.Σ - ΙΚΑ, για σύνταξη, κατάθεση και προσδιορισμό αγωγής για την δικάσιμο της 8.5.2007 (άρθρο 100 παρ.1 Κ.Δ) 898.324,16 Χ 2% 17.966,48. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 41,09 και του οφείλει την διαφορά ποσού 17.925,39. 25. Πολυμελές Πρωτοδικείο Πατρών στην υπόθεση Α. Ν.τ. Σ - ΙΚΑ, δικαιούται για σύνταξη, κατάθεση και προσδιορισμό αγωγής για την δικάσιμο της 4.12.2007 ποσό 550,00 και συνολικά ποσό 550,00. Αντί του ανωτέρω ποσού το εναγόμενο του κατέβαλε 41,09 και του οφείλει την διαφορά ποσού 508,91. Συνολικά δηλαδή το εναγόμενο για το χρονικό διάστημα από 1.1.2006 μέχρι 30.11.2006) του οφείλει ποσό είκοσι δύο χιλιάδων εννιακοσίων τριάντα ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (22.903,43 ). Συνεπώς, το συνολικό ποσό το οποίο δικαιούται ο ενάγων για ολόκληρη
782 την ένδικη χρονική περίοδο (1/11/2004-31/11/2006) ανέρχεται στα 27.996,18 ευρώ, με βάση τις διατάξεις του Κώδικα περί Δικηγόρων και τις προδιαληφθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις, με τις οποίες καθορίστηκαν τα ελάχιστα όρια αμοιβής των Δικηγόρων, στον βαθμό, που αυτές είναι ανώτερες από τα αντίστοιχα όρια, που ορίζει ο Κώδικας Περί Δικηγόρων και όχι την αμοιβή. Ο ισχυρισμός του εκκαλούντος ΙΚΑ, ο οποίος περιέχεται στον μοναδικό λόγο εφέσεως ότι τα δικαιούμενα από τον ενάγοντα ποσά αμοιβής για τις προαναφερόμενες δικαστικές εργασίες, οι οποίες δεν αμφισβητούνται από αυτό, ανέρχονται στο ήμισυ του ελαχίστου ορίου με βάση την μεταξύ τους συμφωνία καθώς και όσον αφορά την αμοιβή του ενάγοντος για την σύνταξη, κατάθεση και προσδιορισμό δικασίμου της αγωγής του ΙΚΑ κατά του Α.Ν του Σ, με αντικείμενο 989.324,16 ευρώ αυτή ανέρχεται στο ελάχιστο όριο που προβλέπεται από τις προδιαληφθείσες κοινές υπουργικές αποφάσεις και όχι σε ποσοστό 2% με βάση τον Κώδικα Περί Δικηγόρων [άρθρο 100 παρ.1 αυτού], όπως ισχύει για το Δημόσιο είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, καθόσον σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στην μείζονα σκέψη αυτής της απόφασης, η οποιοδήποτε συμφωνία περί αμοιβής του δικηγόρου κατώτερης των ελαχίστων ορίων, που προβλέπονται από τις εκδιδόμενες κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 7 παρ.2 του Ν.2753/1999 κοινές υπουργικές αποφάσεις, στον βαθμό, που τα καθοριζόμενα από αυτές ελάχιστα όρια δικηγορικών αμοιβών είναι ανώτερα από τα αντίστοιχα όρια, που ορίζει ο Κώδικας περί Δικηγόρων καθώς και αμοιβής κατώτερης εκείνης, που καθορίζει ο τελευταίος [κώδικας περί δικηγόρων, εφόσον αυτά -ελάχιστα όρια δικηγορικής αμοιβής είναι ανώτερα των καθοριζομένων με τις ΚΥΑ-] είναι άκυρη, ενώ δεν τυγχάνουν εφαρμογής οι ειδικές για το Δημόσιο διατάξεις του άρθρου 23 παρ.5 του ΠΔ 282/1996 [ήδη άρθρου 24 παρ.5 του Ν.3086/2002] σύμφωνα με τις οποίες ο δικηγόρος του ΙΚΑ ακόμη και για δικαστικές εργασίες, που ο Κώδικας περί Δικηγόρων ορίζει αμοιβή σε ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της υπόθεσης, δεν αμείβεται με βάση το ποσοστό αυτό, αλλά σύμφωνα με το πάγιο ελάχιστο όριο, που προβλέπεται από τις οικείες διατάξεις του ίδιου Κώδικα. Και τούτο γιατί το ΙΚΑ δεν εξομοιώνεται με το Δημόσιο ως προς τον διάφορο τρόπο αμοιβής των Δικηγόρων που χρησιμοποιεί. Το πρωτοβάθμιο, επομένως, Δικαστήριο, που κατέληξε με τις ίδιες σκέψεις στο ίδιο συμπέρασμα, δεν έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή των προδιαληφθεισών νομικών διατάξεων και τα αντίθετα υποστηριζόμενα από το εκκαλούν ΙΚΑ είναι απορριπτέα ως αβάσιμα καθώς και κρινομένη έφεση στο σύνολό της. Τέλος τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν εις βάρος του εκκαλούντος, εφόσον ηττήθηκε, μειωμένα, όμως, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ.1 και 3 του ν.3693/1957, όπως η πρώτη παράγραφο ισχύει μετά την 134423/8.12.1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης [ΦΕΚ Β 11/20.1.1993], που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 του ν.1738/1987 σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 9 του ν.δ. 2698/1953, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ 783 550/2010 (Πρόεδρος: Ελένη Διονυσοπούλου, Πρόεδρος Εφετών). (Δικαστές: Γεώργιος Οικονόμου, Παρασκευή Τσούμαρη-Εισηγήτρια, Εφέτες). (Δικηγόρος: Αλκαίος Βγενόπουλος). Δικηγόροι. Όταν είναι υποχρεωτική η παράσταση δικηγόρου, πρέπει το δικόγραφο να φέρει την υπογραφή του δικηγόρου (118 ΚΠολΔ ). Αν, κατά νόμο, είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, πρέπει τα, κατά το άρθρο 118 ΚΠολΔ, συντασσόμενα από αυτόν δικόγραφο να φέρουν και την υπογραφή του, η οποία δεν έχει πανηγυρικό χαρακτήρα αλλά επιβάλλεται για την εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου, το ελάττωμα δε από την έλλειψη τη υπογραφής του δικηγόρου θεραπεύεται με την διαδικαστική πράξη της κατάθεσης του δικογράφου και την υπογραφή αυτής από δικηγόρο που δικαιούται κατά νόμο να παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το έγγραφο. Αναγγελτήριο που επιδίδεται στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο (συμβολαιογράφο), τον επισπεύδοντα και τον καθ ού η εκτέλεση, μέσα σε προθεσμία 15 ημερών από τον πλειστηριασμό. Για το αναγγελτήριο δεν απαιτείται υπογραφή από δικηγόρο. Περιστατικά. Το άρθρο 118 ΚΠολΔ ορίζει ότι «τα δικόγραφα που επιδίδονται από έναν διάδικο σε άλλον ή υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να αναφέρουν: 1)... 2)... 3)... 4)... και 5) τη χρονολογία και την υπογραφή του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου του και, όταν είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, την υπογραφή του δικηγόρου», το δε άρθρο 94 παρ. 1 ιδίου κώδικα, ότι στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι υποχρεούνται να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις εξαιρέσεις της παρ.2, οπότε επιτρέπεται η αυτοπρόσωπη παράσταση. Περαιτέρω, το άρθρο 39 παρ. 1 του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικας Δικηγόρων), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 14 του ν. 1366/1983, καθιερώνει την παράσταση του δικηγόρου ενώπιον κάθε δικαστηρίου, αρχής ή επιτροπής ειδικής δικαιοδοσίας, εκτός αν πρόκειται για τις ρητώς προβλεπόμενες στις παρ. 2 και 3 εξαιρέσεις, το άρθρο 44 του ιδίου κώδικα ορίζει ότι ο δικηγόρος έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημά του στην περιφέρεια του Συλλόγου του οποίου είναι μέλος, απαγορεύεται όμως σ αυτόν να δικηγορεί σε δικαστήρια που εδρεύουν εκτός της περιφέρειας του Συλλόγου του οποίου είναι μέλος, εκτός των αναφερομένων στο άρθρο 56 εξαιρέσεων, στο δε άρθρο 54 ορίζονται τα δικαστήρια ενώπιον των οποίων ο δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται μόνος του και να ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις καθώς και τα δικαστήρια στα οποία ο δικηγόρος υποχρεούται να συμπαρίσταται με άλλον δικηγόρο που είναι διορισμένος σ αυτά. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι αν, κατά νόμο, είναι υποχρεωτική η παράσταση με δικηγόρο, πρέπει τα, κατά το άνω άρθρο 118 ΚΠολΔ, συντασσόμενα από αυτόν δικόγραφα να φέρουν και την υπογραφή του, η οποία δεν έχει πανηγυρικό χαρακτήρα αλλά επιβάλλεται για την εξασφάλιση της γνησιότητας του δικογράφου, το ελάττωμα δε του δικογράφου από την έλλειψη της υπογραφής του δικηγόρου ή από την υπογραφή αυτού από δικηγόρο μη δικαιούμενο,
784 κατά νόμο να παρίσταται και να ενεργεί ως πληρεξούσιος του διαδίκου ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το έγγραφο, θεραπεύεται με την διαδικαστική πράξη της κατάθεσης του δικογράφου και την υπογραφή αυτής από δικηγόρο που δικαιούται κατά νόμο να παρίσταται ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται το έγγραφο. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 972 παρ. 1 ΚΠολΔ που ρυθμίζει τα της αναγγελίας των δανειστών στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις των άρθρων 974-980 ιδίου κώδικα, προκύπτει, ότι η συμμετοχή δανειστή του καθ ού η αναγκαστική εκτέλεση προς ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, στη διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ο οποίος δανειστής δεν μετείχε στη διαδικασία αυτή, γίνεται με δικόγραφο (αναγγελτήριο), που επιδίδεται στον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο), τον επισπεύδοντα και τον καθ ού η εκτέλεση, μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών από τον πλειστηριασμό, εντός της οποίας προθεσμίας πρέπει να κατατεθούν από τον αναγγελλόμενο, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο και τα έγγραφα που αποδεικνύουν την αναγγελλόμενη απαίτηση. Η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική διαδικαστική πράξη του αναγγελλομένου δανειστή, κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και μάλιστα στο τμήμα αυτής που αφορά τη διανομή του πλειστηριάσματος, με τη συμμετοχή του αναγγελλομένου δανειστή στη διανομή αυτού, η οποία γίνεται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού (συμβολαιογράφο) με την κατάρτιση του πίνακα κατάταξης δανειστών. Τα κατά νόμον στοιχεία του αναγγελτηρίου, το οποίο δεν αποτελεί εισαγωγικό δικόγραφο διεξαγωγής δίκης, ορίζονται στο άνω άρθρο 972 παρ. 1 ΚΠολΔ, μεταξύ δε των στοιχείων που απαιτούνται για το κύρος της αναγγελίας, δεν απαιτείται από τη διάταξη αυτή και η υπογραφή του αναγγελτηρίου από πληρεξούσιο δικηγόρο. Ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος συμβολαιογράφος, κατά την κατάρτιση του πίνακα κατάταξης δανειστών, ενεργεί ως όργανο της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και δεν αποτελεί «δικαστική αρχή» ούτε ειδικό δικαιοδοτικό όργανο, αφού δεν διεξάγεται ενώπιόν του δίκη, με την παράσταση των διαδίκων με τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους και τη διεξαγωγή αποδείξεων, για την ύπαρξη, το ύψος και το τυχόν προνόμιο των απαιτήσεων που αναγγέλθηκαν, αλλά καταρτίζει τον πίνακα κατάταξης αφού λάβει υπόψη τις αναγγελίες και τις τυχόν παρατηρήσεις των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, του επισπεύδοντος και του καθ ού η εκτέλεση, αμφισβητήσεις δε ή αντιρρήσεις ως προς την ύπαρξη, το ύψος και το προνόμιο της απαίτησης που αναγγέλθηκε, καθώς και για την κατά νόμο σειρά και τάξη κατάταξή της, επιλύονται οριστικώς με απόφαση του αρμοδίου δικαστηρίου, μετ άσκηση σχετικής ανακοπής, κατά τα άρθρα 933, 979 και 980 ΚΠολΔ, κατά τη συζήτηση της οποίας οι διάδικοι παρίστανται με τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους, μέχρι της τελεσιδικίας της οποίας το ποσόν για το οποίο κατατάχθηκε η αμφισβητούμενη με την ανακοπή απαίτηση δεν αποδίδεται σ αυτόν από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού. Από αυτά συνάγεται ότι, για το κύρος του δικογράφου της αναγγελίας δεν απαιτείται και η υπογραφή αυτού από πληρεξούσιο δικηγόρο και μάλιστα από δικηγόρο που δικαιούται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων να παρίσταται και να ενεργεί όλες τις διαδικαστικές
ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ πράξεις ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η έδρα του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου (συμβολαιογράφου), αλλά αρκεί η υπογραφή του από τον δανειστή που αναγγέλλεται ή τον νόμιμο αντιπρόσωπό του (Ολομ. ΑΠ 1/2010, ΝΟΜΟΣ). Αποδεικνύονται τα ακόλουθα: με την υπ αρ. 3115/8-3-2006 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού, του συμβ/ φου Βάλτου, Χ.Π., εκπλειστηριάστηκε, με επίσπευση του πρώτου των καθών η ανακοπή, μη διαδίκου στην παρούσα δίκη και με εκτελεστό τίτλο την υπ αρ. 3/06 διαταγή πληρωμής, του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αγρινίου, το λεπτομερώς περιγραφόμενο στην υπ αρ. 1111/13-1-2005 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αγρινίου, Χ. Λ., ακίνητο του οφειλέτη Ι. Κ.. Το ποσό του πλειστηριάσματος ανήλθε σε 39.001 ευρώ και ο ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού, συνέταξε τον προσβαλλόμενο 3176/2006 πίνακα κατάταξης σύμφωνα με τον οποίο, αφού προαφαίρεσε το ποσό των 3.708,31 ευρώ για έξοδα, στο εναπομείναν πλειστηρίασμα των 35.292,69 ευρώ, κατέταξε το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο, ως γενικό προνομιούχο δανειστή και μέχρι το 1/3 του πλειστηριάσματος, ήτοι για το ποσό των 11.764,23 ευρώ και την δεύτερη των καθών η ανακοπή ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία Α.Λ. Ανώνυμη Εταιρία Χρηματοδοτικής Μίσθωσης, ως ειδική προνομιούχο (προσημειούχο) δανείστρια, τυχαία για το ποσό των 23.528,46 ευρώ. Η τελευταία αυτή εταιρία είχε αναγγείλει την ως άνω απαίτησή της, στον επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, με την από 17-3-2006 αναγγελία της, η οποία περιείχε όλα τα απαιτούμενα από τη διάταξη του άρθρου 972 στοιχεία, για 785 απαίτησή της, ύψους 137.687,51 ευρώ. Την ως άνω αναγγελία υπέγραφε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της δευτέρας των καθών η ανακοπή Γ.Ρ., Δικηγόρος του δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν στην νομική σκέψη που προηγήθηκε, για το κύρος της ως άνω αναγγελίας δεν απαιτείται και η υπογραφή αυτής από πληρεξούσιο δικηγόρο και μάλιστα από δικηγόρο που δικαιούται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων να παρίσταται και να ενεργεί όλες τις διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του δικαστηρίου, στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η έδρα του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου. Ως εκ τούτου η ως άνω αναγγελία, εφόσον όπως προαναφέρθηκε περιέχει τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, είναι καθ όλα έγκυρη και παράγει τα έννομα αποτελέσματά της. Κατά συνέπεια ορθά ο ανωτέρω υπάλληλος του πλειστηριασμού κατέταξε την δευτέρα των καθών η ανακοπή, τυχαία ως προσημειούχο δανείστρια στο ποσό των 23.528,46 ευρώ και ο πρώτος λόγος της κρινομένης ανακοπής, με τον οποίο το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι πάσχει το κύρος της ως άνω αναγγελίας, για το λόγο ότι αυτή φέρει υπογραφή δικηγόρου, μη δικαιουμένου να ενεργεί πράξεις στην περιφέρεια του δικαστηρίου στο οποίο υπάγεται ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, κρίνονται αβάσιμα.. Επομένως η κρινόμενη ανακοπή, πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δευτέρας των καθών η ανακοπή. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η ως άνω αναγγελία, είναι άκυρη και δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, για το λόγο ότι αυτή, υπογράφτηκε μόνο από τον προαναφερόμενα δικηγόρο Αθη-
786 νών, χωρίς την σύμπραξη και δικηγόρου μέλους του δικηγορικού συλλόγου Αγρινίου και κατ ακολουθία δέχτηκε τον πρώτο λόγο της κρινομένης ανακοπής, ως ουσιαστικά βάσιμο, μεταρρυθμίζοντας τον προσβαλλόμενο πίνακα, εσφαλμένα τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και το νόμο εφάρμοσε κατά τον βάσιμο περί τούτο λόγο της κρινομένης εφέσεως. Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει δεκτή ως και ουσιαστικά βάσιμη. Περαιτέρω πρέπει, αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που εκκαλείται, να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο για να εκδικαστεί στην ουσία της η ανακοπή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δευτέρας των καθών η ανακοπή (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ), η οποία είναι νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 975, 979, 583, και 176 του ΚΠολΔ και αφού ερευνηθεί κατ ουσίαν, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν.