Ιατρική Η επιστήμη της Ιατρικής καλλιεργήθηκε από επιφανείς γιατρούς και θεωρητικούς της θεραπευτικής και της φαρμακολογίας στις μεγάλες πρωτεύουσες της αυτοκρατορίας, τόσο κατά την Ύστερη Αρχαιότητα όσο και κατά το μέσο και ύστερο Βυζάντιο. Τα έργα του Ιπποκράτη και του Γαληνού αποτέλεσαν τα θεμέλια της βυζαντινής ιατρικής, ωστόσο οι γιατροί δεν εφάρμοζαν κατά γράμμα τις οδηγίες των αρχαίων συγγραμμάτων αλλά εμπλούτιζαν τη γνώση τους με την παρατήρηση και την δική τους εμπειρία. Κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας σημαντικά ονόματα της ιατρικής συνέγραψαν επιτομές και σχόλια κυρίως στα έργα του Γαληνού, αλλά και άλλων ιατρών της αρχαιότητας. Ο Ορειβάσιος συνέγραψε κατ εντολήν του προσωπικού φίλου του και αυτοκράτορα Ιουλιανού, τις Ιατρικές συναγωγές, που αποτελεί περίληψη των έργων του Γαληνού, λίγο μετά το 361, ενώ στο έργο του Ευπόριστα δίνει κατάλογο των φαρμάκων που παρασκευάζονται εύκολα. Ο Αέτιος από την Άμιδα έζησε κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού οι σπουδές του έγιναν στην Αλεξάνδρεια, αλλά στην Κωνσταντινούπολη έγραψε δεκάξι ιατρικές πραγματείες οργανωμένες σε τέσσερα βιβλία (Τετράβιβλος), από τις οποίες εκείνη της οφθαλμολογίας θεωρείται η σημαντικότερη πριν από την Αναγέννηση. Στις υπόλοιπες αποδεικνύει τις γνώσεις του για τα φάρμακα και την αποτελεσματική χρήση των βοτάνων, περιγράφει αναλυτικά την ταινία των εντέρων και ενδιαφέρεται για τα ουρολογικά προβλήματα και την αρθρίτιδα όμως, δεν διστάζει ορισμένες φορές να συνιστά φυλακτά που θα κρατήσουν μακριά το κακό μάτι. Ο Αλέξανδρος από τις Τράλλεις, αδελφός του Ανθεμίου, του αρχιτέκτονα της Αγίας Σοφίας, φαίνεται ότι είχε μελετήσει ειδικά τις ιδιότητες των βοτάνων πέραν του κειμένου του Διοσκουρίδη. Ο Παύλος από την Αίγινα έδρασε στην Αλεξάνδρεια, ακόμη και μετά την κατάληψή της από τους Άραβες (634), όπου τις γνώσεις του στην γυναικολογία, την τοξικολογία και τη θεραπευτική, που καταγράφει στο έργο του Επιτομής ιατρικής βιβλία επτά, μετέδωσε και σ εκείνους. Ο Θεόφιλος, γιατρός του 7ου αιώνα, στο Σύνταγμα περί ούρων αναπτύσσει τρόπους διάγνωσης ασθενειών με βάση τη λεπτομερή ανάλυση των χαρακτηριστικών των ούρων. Τα έργα συγγραφέων, όπως οι παραπάνω, δεν ήταν τίποτε άλλο από επιτομές, συμπιλήματα ή ανθολογίες με αποσπάσματα συγγραμμάτων των ιατρών της αρχαιότητας ωστόσο, η αξία τους βρίσκεται στην αποθησαύριση κειμένων που σήμερα έχουν χαθεί, εν όλω ή εν μέρει, στην καίρια τοποθέτησή τους σε σειρά και σε συνάφειες τέτοιες που, τις περισσότερες φορές, επεξηγούν τη σκοτεινή διατύπωση των πρωτοτύπων. Στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο η ιατρική αναπτύσσεται με συγγράμματα όπως η Περί της του 1 από 8
ανθρώπου κατασκευής του Μελετίου μοναχού, που επικεντρώνεται στην ανθρώπινη ανατομία και φυσιολογία, την Επιτομή ιατρικής του Λέοντος ιατρού, που εστιάζει στη θεωρία της ιατρικής, την θεραπευτική και τη χειρουργική, την Επιτομή περί θεραπείας ασθενειών του Θεοφάνη Χρυσοβαλλάντη, πού ήκμασε μάλλον τον 10ο αιώνα, την Επιτομή ιατρικής του Συμεών Σηθ, προσωπικού γιατρού και αστρολόγου του Αλεξίου Α Κομνηνού, το Δυνάμερον του Νικόλαου Μυρεψού, που θησαύρισε 2.656 ιατρικές συνταγές με κολλύρια, ενέματα, αλοιφές, καταπραϋντικά φάρμακα, σκόνες κτλ., τα οποία αποτέλεσαν μέχρι και τον 15ο αιώνα τον επίσημο φαρμακευτικό κώδικα της Δύσης, το Ιατρική μέθοδος του Ιωάννη Ακτουάριου, γιατρού στην αυλή του Ανδρονίκου Β Παλαιολόγου, που γράφηκε για τον προσωπικό του φίλο Αλέξιο Απόκαυκο κ.ά. Γιατροί όπως οι παραπάνω βασίστηκαν στα παλαιότερα συγγράμματα, αλλά πολλές φορές πρωτοτύπησαν, καθώς κατέγραψαν τις παρατηρήσεις τους από τη δική τους εμπειρία και πρακτική. Για παράδειγμα, το Περί ούρων λόγοι του Ιωάννη Ακτουάριου είναι υποδειγματικό ως προς την ανάλυση των χαρακτηριστικών των ούρων, τη συμπτωματολογία ασθενειών, την αιτιολόγηση και την πρόγνωση. Ο Σηθ αναφέρθηκε σε ταξίδι του στην Αίγυπτο και στην αποτελεσματικότητα των αραβικών συνταγών, ενώ ο Μυρεψός είχε γνώση συνταγών με υλικά από το Σαλέρνο, αλλά και από την Ανατολή. Πράγματι, οι εμπόλεμες ή οι ειρηνικές επαφές του Βυζαντίου με τους Άραβες μετά τον 7ο αιώνα επέτρεψαν τη εκεί μετάδοση των αρχών και των μεθόδων της αρχαίας ιατρικής, ενώ από τον 10ο αιώνα χρονολογείται η σημαντική επιρροή της βυζαντινής ιατρικής στους Αρμενίους. Η επιμελής παρατήρηση και η λεπτομερής καταγραφή των συμπτωμάτων μιας ασθενείας δεν υπάρχουν μόνο σε ιατρικά συγγράμματα, αλλά και σε έργα λαϊκών ή εκκλησιαστικών συγγραφέων, που κατείχαν βασικές ιατρικές γνώσεις. Για παράδειγμα, ο Προκόπιος περιέγραψε με λεπτομέρειες την επιδημία πανούκλας στα χρόνια του Ιουστινιανού, ενώ ο Μιχαήλ Ψελλός ανέφερε τον επίμονο πυρετό μιας βακτηριαιμίας, από την οποία απεβίωσε η κόρη του Στυλιανή. Επίσης, ήταν συχνό φαινόμενο, ιδιαίτερα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, η χρήση της μαγείας και των μαγικών φυλακτών για αποτροπή ή θεραπεία από ασθένειες και η χρησιμοποίηση της αστρολογίας και των ωροσκοπίων για τη διάγνωση ασθενειών ή την πρόβλεψη της υγείας. Γενικότερα, η ιατρική στο Βυζάντιο στράφηκε κυρίως γύρω από τρεις άξονες: κατά πρώτον τη θεωρία της ιατρικής, που περιλάμβανε την υγιεινή, τη διαιτητική, τη φυσιολογία, τους πυρετούς και τις ασθένειες ή τις παθήσεις του ανθρώπινου σώματος, δεύτερον τη θεραπευτική, που περιλάμβανε τη βοτανική, τη φαρμακολογία, τα αντίδοτα των δηλητηρίων και τη νοσηλευτική, και τρίτον τη χειρουργική, που περιλάμβανε τις αφαιμάξεις, τις καυτηριάσεις και την καθ αυτήν χειρουργική. Έχει υπολογιστεί ότι στα βυζαντινά ιατρικά συγγράμματα έχουν καταγραφεί περίπου 700 ουσίες από φυτά, ζώα ή ορυκτά, από τα οποία μπορούν να παρασκευαστούν φάρμακα, και πάνω από 200 είδη χειρουργικών εργαλείων. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι τον 10ο αιώνα έγινε στην Κωνσταντινούπολη μια εγχείριση αποχωρισμού ομφαλοπαγών σιαμαίων παιδιών από την Αρμενία, από την οποία δυστυχώς δεν επέζησε κανένα. 2 από 8
Τα γνωστά από τις πηγές νοσοκομεία ήταν φιλανθρωπικά ιδρύματα που τη λειτουργία τους ήλεγχε η Εκκλησία. Σε πρώιμους αιώνες ονομάζονταν καταγώγια ή ξενώνες και φαίνεται ότι ήταν ξενοδοχεία για προσκυνητές, που διέθεταν προσωπικό και για την παροχή υπηρεσιών υγείας από τον 6ο αιώνα ήταν νοσηλευτικά ιδρύματα για ντόπιους και ξένους. Στην Κωνσταντινούπολη τον 10ο αιώνα σημαντικά νοσοκομεία ήταν του αγίου Σαμψών και του Ευβούλου, που είχαν ιατρούς και νοσηλευτές, καθώς και βοηθητικό προσωπικό. Το σημαντικότερο, όμως, νοσοκομείο της πρωτεύουσας ήταν αυτό που ο αυτοκράτορας Ιωάννης Β Κομνηνός το 1136 εξάρτησε από τη μονή Παντοκράτορος. Συγκεκριμένα, το ίδρυμα περιλάμβανε γηροκομείο, λεπροκομείο και ξενώνα (νοσοκομείο) με εξωτερικά ιατρεία και πενήντα κλίνες κατανεμημένες σε πέντε τμήματα: χειρουργικό, οφθαλμολογικό, γαστρεντερολογικό, γυναικολογικό, παθολογικό. Το προσωπικό αποτελούνταν από γιατρούς, εκπαιδευόμενους και βοηθούς, μια ιάτραινα για τις γυναίκες, μαίες και νοσηλευτές, ενώ υπήρχαν επίσης και φαρμακοποιοί, μάγειροι, αρτοποιοί, πλύστρες και καθαριστές, υπηρέτες και θυρωροί. Λειτουργούσαν επίσης αποχωρητήρια, λουτρό, φαρμακείο, χώροι για τους ιατρούς, εργαστήρια και βοηθητικοί χώροι για το προσωπικό. Από τα παραπάνω ιδρύματα, το μόνο ίσως που επέζησε ως τα τέλη του 13ου αιώνα, αν όχι και αργότερα, ήταν το νοσοκομείο του αγίου Σαμψών. Οι περίπλοκες τεχνικές κατασκευής των φαρμάκων, τα εξεζητημένα εργαλεία χειρουργικής και η ανά τομέα ειδίκευση (οφθαλμιατρική, γυναικολογία και μαιευτική, δερματολογία, οδοντιατρική, καρδιολογία, ορθοπεδική) που βασιζόταν σε ελέγχους των εκκρίσεων των ασθενών (ουροσκοπία), αποδεικνύουν το υψηλό επίπεδο της Ιατρικής που απολάμβαναν οι ασθενείς στο Βυζάντιο. Η πρόσφατη έρευνα όμως επισημαίνει ότι άνθρωποι κυρίως των ανώτερων τάξεων τύχαιναν θεραπείας στα νοσοκομεία ή και από ιδιώτες γιατρούς, ενώ όσοι ασθενούσαν από τις κατώτερες τάξεις κατέφευγαν κατά κανόνα σε ναούς ιαματικών αγίων, όπου η παροχή νοσηλευτικών υπηρεσιών ήταν στοιχειώδης και η νοσηλεία ήταν ουσιαστικά εγκοίμηση στο ναό με την ελπίδα να γίνει κάποιο θαύμα. Γλωσσάρι (1) Υστεροβυζαντινή περίοδος: η περίοδος που αρχίζει από το 1204, οπότε καταλαμβάνεταιη Κωνσταντινούπολη από τους Φράγκους, και τερματίζεται με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, το 1453. Πληροφοριακά Κείμενα (5) 3 από 8
Ιουλιανός (332-363): Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 361 έως το 363. Είναι γνωστός και ως Ιουλιανός ο Παραβάτης ή Ιουλιανός ο Αποστάτης. Συμβασίλευσε, ως Καίσαρας με τον Κωνστάντιο Β από το 355 ως το 360 και μόνος του, ως Αύγουστος, από το 361 ως το 363. Ο Ιουλιανός ήταν ο τελευταίος αυτοκράτορας της Κωνσταντίνειας Δυναστείας και ο μοναδικός παγανιστής. Έλαβε ευρύτατη κλασική παιδεία στη Νικομήδεια και την Αθήνα. Ως αυτοκράτορας, επιχείρησε να αποκαταστήσει την παραδοσιακή ρωμαϊκή κοινωνία. Η πολιτική που ακολούθησε υπήρξε στην ουσία μια προσπάθεια αναβίωσης της εθνικής θρησκείας και εξουδετέρωσης της επιρροής που ασκούσε ο Χριστιανισμός στα κοινωνικά στρώματα της αυτοκρατορίας, εξ' ου και οι χαρακτηρισμοί Αποστάτης και Παραβάτης που του προσδόθηκαν αργότερα από την χριστιανική Εκκλησία. Η βασιλεία του Ιουλιανού διήρκεσε μόλις δύο χρόνια, καθώς το 363 σκοτώθηκε σε μάχη με τους Πέρσες. Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού. Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή 4 από 8
χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση. Ο ναός της Αγίας Σοφίας: Ο ναός της Αγίας Σοφίας, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Σουλταναχμέτ, απέναντι από το Μπλε Τζαμί. Ο ναός που βλέπουμε σήμερα είναι ο τρίτος που κτίστηκε στην ίδια θέση: η αρχική Αγία Σοφία, που ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404, όταν στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν ταραχές εξαιτίας της εκθρόνισης του Πατριάρχη Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενώ ο ανακαινισμένος από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Β ναός έπαθε ανεπανόρθωτες βλάβες το 532, επίσης από πυρκαγιά, κατά τη Στάση του Νίκα. Οι ναοί την Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης ήταν αφιερωμένοι σε ιδιότητες του Θεού και αποτελούσαν από κοινού τους ναούς του Πατριαρχείου. Ωστόσο, μόνον η Αγία Σοφία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εκκλησία». Η κατασκευή του ναού άρχισε αμέσως μετά την καταστολή της Στάσης από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ανατέθηκε στους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη Μίλητο. Η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια και έντεκα μήνες και τα εγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικά το Δεκέμβριο του 537. Ο ναός της Αγίας Σοφίας θεωρείται ένα από τα λαμπρότερα κτίρια της τότε οικουμένης αν ο ναός αυτός ήταν το μόνο κτίριο που μας είχε διασωθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ακόμη και τότε θα άξιζε να μελετάμε και να θαυμάζουμε 5 από 8
τον Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Περί Κτισμάτων» περιγράφει τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια του ναού που άφηνε κατάπληκτους του πιστούς με το μέγεθος, την ομορφιά, την ποικιλία και τον πλούτο της διακόσμησης. Στο ίδιο έργο δίνει επίσης πληροφορίες για την κατασκευή του και αναφέρει τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι αρχιτέκτονες κατά την ανέγερση ενός τόσο μεγάλου κτιρίου, τα οποία διορθώθηκαν, όπως γράφει, χάρη στην ιδιοφυία του Ιουστινιανού που με σοφία συμβούλευε τους αρχιτέκτονες. Ο ναός της Αγίας Σοφίας όφειλε να ήταν μεγαλύτερος, μεγαλοπρεπέστερος και λαμπρότερα διακοσμημένος από το ναό του αγίου Πολύευκτου που λίγα χρόνια πριν είχε ιδρύσει η ζάπλουτη Ιουλιανή Ανικία, που ήλπιζε να ανεβάσει στο θρόνο το γιό της Ολύβριο. Η Αγία Σοφία συνδυάζει τον τύπο της βασιλικής με τρούλο με τον τύπο περίκεντρου κτιρίου, και η κατασκευή της υπήρξε επαναστατική και καινοτόμα για την εποχή της. Η κάτοψη του ναού σχηματίζει ορθογώνιο διαστάσεων 77 επί 71 μέτρων που καταλήγει ανατολικά στην αψίδα του ιερού, ενώ δυτικά προστίθενται νάρθηκας και εξωνάρθηκας και μια μεγάλη υπαίθρια αυλή που περιβαλλόταν από στοές. Στο εσωτερικό, στο κέντρο του κυρίως ναού, τέσσερις μεγάλοι πεσσοί υψώνονται στις γωνίες ενός τετραγώνου πλευράς 31 μέτρων. Οι πεσσοί συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερα τόξα, από τα οποία το βόρειο και το νότιο είναι πολύ ρηχά, ενώ το ανατολικό και το δυτικό απλώνονται προς τουε εξωτερικούς τοίχους σχηματίζοντας μεγάλες κόγχες στα ανατολικά και τα δυτικά του κεντρικού τετραγώνου. Ο τρούλος εσωτερικά στηρίζεται από σαράντα νευρώσεις,ανάμεσά τους, στο κατώτερο τμήμα του τρούλλου, ανοίγονται σαράντα παράθυρα, τα οποία φέρουν το φως στο εσωτερικό του κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη διαθέτουν υπερώα: από το νότιο υπερώο παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και τις υπόλοιπες ακολουθίες ο αυτοκράτορας, η οικογένειά του, οι ανώτατοι αξιωματούχοι και οι αυλικοί του παλατιού. Η είσοδος στον κυρίως ναό γίνεται από τις πέντε θύρες του νάρθηκα, από τις οποίες η κεντρική είναι γνωστή ως «Βασίλειος Πύλη». Η εκκλησία δε φημίζεται μόνο για την αρχιτεκτονική της, αλλά και για τη μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το φως μέσα στον ναό, καθώς αντανακλάται στα πολύτιμα υλικά που λάμπουν στο εσωτερικό του. Τα παράθυρα που ανοίγονται περιμετρικά στον τρούλο διαχέουν το φως και δίνουν την εντύπωση της ελαφρότητας και της εξαΰλωσης, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι οι θόλοι αιωρούνται και ο τρούλος κρέμεται από τον ουρανό. Εσωτερικά ο πλούτος και η πολυτέλεια των υλικών προκαλούν το θαυμασμό. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, κίονες, μάρμαρα, έργα τέχνης και πολύτιμα υλικά μεταφέρθηκαν από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας προκειμένου να εκπληρωθεί το όραμα του Ιουστινιανού. Οι πεσσοί και οι τοίχοι του μεσαίου κλίτους έχουν εξωτερικά επενδυθεί με ορθομαρμαρώσεις από πράσινες, γκριζοκίτρινες και σκούρες μπλε μαρμαρόπλακες, διατεταγμένες με τέτοιον τρόπο ώστε οι φλέβες τους να σχηματίζουν συμμετρικά σχέδια, ενώ οι κίονες στις κόγχες εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού και την είσοδο είναι κατασκευασμένοι από πανάκριβο, ακόμη και τότε, πορφυρό γρανιτόλιθο (πορφυρίτη). Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού, κιονόκρανα, γείσα και πλαίσια θυρών, φέρουν λεπτουργημένο ανάγλυφο διάκοσμο, που συχνά έχει αποδοθεί με τη χρήση λεπτού τρυπανιού, ώστε τα ανάγλυφα σχέδια να είναι σαν δαντέλλες που περιβάλλουν τα κυρίως μέλη. Από τα έξοχα ψηφιδωτά του ναού σώζονται σήμερα μόνο ψήγματα. Τμήματα του ιουστινιάνειου διακόσμου διατηρούνται στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών του μεσαίου κλίτους, στους θόλους των πλαγίων κλιτών και των υπερώων και στην παρυφή της αψίδας. Ο διάκοσμος ήταν ανεικονικός (δεν περιλάμβανε ανθρώπινες μορφές) και αποτελούνταν από φυτικά μοτίβα και γεωμετρικά σχήματα τοποθετημένα σε χρυσό βάθος. Οι παραστάσεις που σώζονται σήμερα φιλοτεχνήθηκαν μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, το 843, και διατηρήθηκαν επειδή καλύφθηκαν με σοβά κατά την περίοδο που ο ναός λειτουργούσε ως τζαμί. Η Παναγία Βρεφοκρατούσα παρουσιάζεται ένθρονη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού, πλαισιωμένη 6 από 8
από αρχαγγέλους, ενώ στα λοφία του τρούλου διατηρούνται εξαπτέρυγα Σεραφείμ. Στους τοίχους του κεντρικού κλίτους, ψηλά ανάμεσα στα παράθυρα, σώζονται μορφές ιεραρχών και προφητών. Στο τύμπανο πάνω από τη θύρα του διαδρόμου που οδηγούσε από το παλάτι προς το νάρθηκα, η ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα πλαισιώνεται από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που της προσφέρει ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης και τον Ιουστινιανό που της προσφέρει ομοίωμα της Αγίας Σοφίας, υπενθυμίζοντας στους μελλοντικούς αυτοκράτορες τους αφιερωτές της Πόλης και του ναού. Στο ημικυκλικό τύμπανο πάνω από την κεντρική (τη Βασίλειο) θύρα του νάρθηκα εικονίζεται αυτοκράτορας να κάνει μετάνοια μπροστά στον ένθρονο Χριστό, που πλαισιώνεται από μετάλλια με την Παναγία και έναν αρχάγγελο. Ο αυτοκράτορας αυτός είναι κατά πάσαν πιθανότητα ο Λέων ΣΤ που εικονίζεται στη στάση αυτή σε ένδειξη μεταμέλειας για τον τέταρτο γάμο που συνήψε, που ήταν παράνομος κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο. Στο βόρειο υπερώο υπάρχει ψηφιδωτή παράσταση του αδελφού του Λέοντα ΣΤ, Αλέξανδρου, με τυπικά αυτοκρατορικά ενδύματα, που μάλλον φιλοτεχνήθηκε στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του το 912-913. Στον ανατολικό τοίχο του νότιου υπερώου σώζονται οι δύο αναθηματικοί ψηφιδωτοί πίνακες των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Μονομάχου και Ζωής, που χρονολογείται κοντά στο έτος ανάρρησης στο θρόνο του Κωνσταντίνου, γύρω στο 1044, και του Ιωάννου Κομνηνού με την Ειρήνη, γύρω στο 1118. Στο νότιο υπερώο σώζεται επίσης η γιγαντιαίων διαστάσεων παράσταση της Δέησης, με το Χριστό να πλαισιώνεται από τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου, που μεσιτεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων ίσως πρόκειται για αφιέρωμα του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η του Παλαιολόγου, για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261. Το μνημείο έχει υποστεί αρκετές επισκευές και τροποποιήσεις στο πέρασμα των αιώνων. Ο αρχικός τρούλος κατέρρευσε λόγω σεισμού το 558 και ανακατασκευάστηκε κατά 6 μέτρα ψηλότερος από τον Ισίδωρο το Νεότερο. Το τεράστιο βάρος του φαίνεται ότι δεν αντιστηριζόταν επαρκώς, γεγονός που προκάλεσε την παραμόρφωση της βάσης του τρούλου, την κλίση των πεσσών και των αντηρίδων προς τα πίσω, και τη διεύρυνση του ανατολικού και του δυτικού τόξου. Το 989 ο Αρμένιος αρχιτέκτονας Trdat (Τιριδάτης) μετακλήθηκε στην Πόλη και πραγματοποίησε εργασίες αποκατάστασης στο δυτικό τόξο και σε τμήματα του τρούλου που είχαν καταπέσει μετά από σεισμό. Το ανατολικό τμήμα του τρούλου κατέπεσε άλλη μια φορά, το 1346. Το 16ο αιώνα έγιναν πρόσθετες επισκευές και προστέθηκαν οι τέσσερις μιναρέδες που εξακολουθούν να υψώνονται στις γωνίες του κτιρίου. Άλλη μια επισκευή μεγάλης κλίμακας έγινε την περίοδο 1847-1849 από τους Ελβετούς αρχιτέκτονες Γκασπάρ και Τζιουζέπε Φοσσάτι. Ο ναός, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε την έδρα του Πατριαρχείου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ο ναός έγινε καθεδρικός για το Λατίνο αρχιεπίσκοπο, ενώ μετά το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Έκτοτε, παρέμεινε χώρος λατρείας μέχρι την ανακήρυξή του σε μουσείο το 1935. Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου 7 από 8
να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118. Βιβλιογραφία (5) 1. Μουτζάλη Α., Ιατροί, ευαγή ιδρύματα και περίθαλψη ασθενών στο Βυζάντιο, 2001 2. Κωνσταντέλος Δ., Βυζαντινή φιλανθρωπία και κοινωνική πρόνοια, Αθήνα, 1986 3. Χαριζάνης Γ., Παροχή νοσοκομειακής περίθαλψης από τις βυζαντινές μονές κατά τον 10ο 12ο αιώνα, 2004-2005 4. Η ιατρική στο Βυζάντιο, 2007 5. Miller T., The Birth of the Hospital in the Byzantine Empire, London, 1985 8 από 8