ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ *

Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΡΑΤΙΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗ αριθ. o SA (C 11/2004)

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Βρυξέλλες, D(2006)

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. περί καταργήσεως της απόφασης 2009/589/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Πολωνία

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

11554/16 ROD/alf,ech DGG 1A

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Σύσταση για ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Περιφερειακή ενίσχυση στη Lamda Shipyard

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Ανάκτηση της φορολογικής απαλλαγής που χορηγήθηκε με τα άρθρα 2 και 3 του ν.3220/2004

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών. Παρατηρήσεις

Το παρόν έγγραφο αποτελεί απλώς βοήθημα τεκμηρίωσης και τα θεσμικά όργανα δεν αναλαμβάνουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενό του

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Μεταφορά παραγωγικής ικανότητας από την Kvaerner Warnow Werft (KVV) στην Aker MTW κατά το έτος 2002 (NN 56/03)

Καλλιθέα Αριθµός απόφασης: 2282 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΘΕΜΑ: Ανάκτηση της φορολογικής απαλλαγής που χορηγήθηκε με τα άρθρα 2 και 3 του ν.3220/2004

Πρωτ. Από τα επίσηµα Πρακτικά της ΡϟΑ, 4 Ιουνίου 2013, Συνεδρίασης της Ολοµέλειας της Βουλής, στην οποία ψηφίστηκε το παρακάτω σχέδιο νόµου:

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2016 (OR. en)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Ε.Ε. Παρ.Ι(Ι), Αρ. 4349, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΕΩΝ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΣΤΙΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ. για την κατάργηση της απόφασης 2009/416/ΕΚ σχετικά με την ύπαρξη υπερβολικού ελλείμματος στην Ιρλανδία

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Περιεχόμενα ΤΟΜΟΥ Ι Α. ΕΠΙΜΕΡΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ, ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΜΜΕ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

L 351/40 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4217, 30/10/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΕΝΙΣΧΥΣΕΩΝ ΝΟΜΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 26ης Μαρτίου 1987 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Τροποποιημένη πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗΣ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑΣ,

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2017) 196 final.

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Αθήνα, 19 Νοεμβρίου Θέμα: Ισοζύγιο Πληρωμών: ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΛΑΡΙΣΑΣ ΑΕ

Ε Κ Θ Ε Σ Η. του Διοικητικού Συμβουλίου της Ανωνύμου Εταιρίας με την επωνυμία. «Unibios Ανώνυμος Εταιρία Συμμετοχών»

Σύσταση για ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δελτίο Τύπου. Ετήσια Οικονομική Έκθεση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας

(Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

EPSILON EUROPE PLC. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ Έτος που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017

Διαβιβάζεται συνημμένως στις αντιπροσωπίες το έγγραφο COM(2016) 297 final.

ΕΙΔΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΧΡΕΟΥΣ Υποχρεωτικοί Κανόνες Σύμβασης Αναδιάρθρωσης Οφειλών (άρθ. 9 Ν.4469/2017)

ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 8 Μαΐου 2018 (OR. en)

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 131/

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Απόφαση Γενικού Δικαστηρίου περί κρατικών ενισχύσεων σε Ναυπηγεία (15/3/2012).

1. Απαγορεύεται επικοινωνία με τον οφειλέτη για οφειλές για τις οποίες έχει προβεί σε δικαστικές ενέργειες αμφισβήτησης

Απαλλαγή 2012: Φορέας Ευρωπαϊκών Ρυθμιστικών Αρχών για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. της

Transcript:

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ * «Κρατικές ενισχύσεις Ναυπηγεία Ενισχύσεις που χορήγησαν οι ελληνικές αρχές σε ναυπηγείο Απόφαση που κηρύσσει τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και διατάσσει την ανάκτησή τους Καταχρηστική εφαρμογή της ενίσχυσης» Στην υπόθεση T-391/08, Ελληνικά Ναυπηγεία AE, με έδρα τον Σκαραμαγκά (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Ι. Δρόσο, Κ. Λουκόπουλο, Α. Χιωτέλλη, Χ. Παναγουλέα, Π. Τζιούμα, Α. Μπαλλά, Β. Βουτσάκη και Ξ. Γκούστα, δικηγόρους, κατά προσφεύγουσα, Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους C. Urraca Caviedes και Μ. Κωνσταντινίδη, καθής, με αντικείμενο προσφυγή ακύρωσης του άρθρου 1, παράγραφος 2, των άρθρων 2, 3, 5, 6, του άρθρου 8, παράγραφος 2, και των άρθρων 9, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 18, 19 της απόφασης 2009/610/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 2008, για τις ενισχύσεις C 16/04 (πρώην NN 29/04, CP 71/02 και CP 133/05) που χορήγησε η [Ελληνική Δημοκρατία] στην επιχείρηση Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ (EE L 225, σ. 104). Ιστορικό της διαφοράς 1 Η προσφεύγουσα εταιρία, η Ελληνικά Ναυπηγεία AE (στο εξής: ΕΝΑΕ), είναι ένα από τα σημαντικότερα ναυπηγεία της Μεσογείου. Το 1985 η ΕΝΑΕ έπαυσε τις δραστηριότητές της και τέθηκε υπό εκκαθάριση. Τον Σεπτέμβριο του 1985 η κρατικής ιδιοκτησίας Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης (στο εξής: EL * Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 ΕΤΒΑ) αγόρασε την ΕΝΑΕ. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1995 το 49 % των μετοχών της ΕΝΑΕ πωλήθηκε στους εργαζομένους της. 2 Το 2001 η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να ιδιωτικοποιήσει πλήρως την ΕΝΑΕ. Τον Αύγουστο του 2001 εκδόθηκε ο νόμος 2941/2001, ο οποίος περιελάμβανε διάφορα μέτρα με σκοπό τη διευκόλυνση της πώλησης της ΕΝΑΕ. Στις 11 Οκτωβρίου 2001 υπογράφηκε η συμφωνία για την πώληση των μετοχών της ΕΝΑΕ μεταξύ αφενός της ΕΤΒΑ και των εργαζόμενων της ΕΝΑΕ και αφετέρου μιας κοινοπραξίας που είχαν συστήσει η εταιρία Howaldtswerke- Deutsche Werft GmbH (στο εξής: HDW) και η εταιρία Ferrostaal AG (οι οποίες θα αναφέρονται στο εξής από κοινού ως: HDW/Ferrostaal). Η συμφωνία αυτή ολοκληρώθηκε με συμπληρωματική συμφωνία, που υπογράφηκε στις 31 Μαΐου 2002. Η HDW/Ferrostaal ίδρυσε την Ελληνική Ναυπηγοκατασκευαστική ΑΕ Χαρτοφυλακίου (στο εξής: ΕΝΑΕΧ), οι μετοχές της οποίας ανήκαν κατ ίσα μέρη στην HDW και στη Ferrostaal, με σκοπό να διαχειρίζεται τη συμμετοχή τους στην ΕΝΑΕ. 3 Τον Ιανουάριο του 2005 η ThyssenKrupp AG εξαγόρασε την HDW. Τον Νοέμβριο του 2005 η ThyssenKrupp απέκτησε τις μετοχές της ΕΝΑΕΧ που κατείχε η Ferrostaal. Κατά συνέπεια, η ThyssenKrupp κατέχει έκτοτε όλες τις μετοχές της ΕΝΑΕ και ελέγχει πλήρως την εταιρία αυτή. Η ΕΝΑΕΧ και η ΕΝΑΕ έχουν ενταχθεί στην ThyssenKrupp Marine Systems AG (στο εξής: TKMS), δηλαδή στο τμήμα της ThyssenKrupp που ειδικεύεται στα συστήματα πολεμικών πλοίων και στα ειδικευμένα εμπορικά πλοία. 4 Στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης της ΕΤΒΑ, η Τράπεζα Πειραιώς ΑΕ (στο εξής: Τράπεζα Πειραιώς), μια ιδιωτική Τράπεζα, απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της ΕΤΒΑ, και συγκεκριμένα το 57,7 %, κατόπιν συμφωνίας που υπέγραψε με το Ελληνικό Δημόσιο στις 18 Δεκεμβρίου 2001 και που τροποποιήθηκε στις 20 Μαρτίου 2002. 5 Η Ελληνική Δημοκρατία χορήγησε διάφορες ενισχύσεις στην ΕΝΑΕ, για τις οποίες έχει εκδοθεί σειρά αποφάσεων της Επιτροπής και του Συμβουλίου. 6 Η οδηγία 90/684/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1990, σχετικά με τις ενισχύσεις στις ναυπηγικές εργασίες (ΕΕ L 380, σ. 27), περιελάμβανε διάφορες διατάξεις υπέρ της Ελληνικής Δημοκρατίας. Η οδηγία επέτρεπε τη χορήγηση ενισχύσεων λειτουργίας για αναδιάρθρωση στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης των ναυπηγείων. Το άρθρο 10 της οδηγίας 90/684 πρόβλεπε τα εξής: «1. Το άρθρο 5 της παρούσας οδηγίας θα ισχύσει για την [Ελληνική Δημοκρατία] μόνο από την 1η Ιανουαρίου 1992. 2. Κατά το 1991, οι ενισχύσεις για τη λειτουργία των ναυπηγείων κατασκευής, μετατροπής και επισκευής πλοίων οι οποίες δεν συνδέονται με νέες συμβάσεις μπορούν να θεωρούνται συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, αν χορηγούνται με II - 2

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ σκοπό την οικονομική αναδιάρθρωση των ναυπηγείων στα πλαίσια συστηματικού και συγκεκριμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης που συνδέεται με την εκποίηση των ναυπηγείων. 3. Παρά την προβλεπομένη στην παράγραφο 2 υποχρέωση εκποίησης των ναυπηγείων, η Ελληνική Κυβέρνηση μπορεί να διατηρήσει την πλειοψηφία του 51 % σε κάποιο από τα ναυπηγεία, αν η απόφαση αυτή δικαιολογείται για λόγους εθνικής άμυνας.» 7 Η Επιτροπή, κατ εφαρμογή της οδηγίας αυτής και λαμβάνοντας υπόψη τη δέσμευση της Ελληνικής Κυβέρνησης να ιδιωτικοποιήσει την ΕΝΑΕ πριν από τις 31 Μαρτίου 1993, ενέκρινε, με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 1992 (ΕΕ 1993 C 88, σ. 6), τη χορήγηση ενίσχυσης στην ΕΝΑΕ με τη μορφή της διαγραφής χρεών ύψους 44 δισεκατομμυρίων δραχμών. 8 Με απόφαση της 16ης Φεβρουαρίου 1994 (ΕΕ C 138, σ. 2), η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν είχε εκπληρώσει την υποχρέωση που υπείχε κατά το άρθρο 10 της οδηγίας 90/684 να ιδιωτικοποιήσει την ΕΝΑΕ πριν από τις 31 Μαρτίου 1993, κίνησε, με βάση το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, τη διαδικασία στην υπόθεση C 10/94 σχετικά με την καταχρηστική εφαρμογή της ενίσχυσης που είχε εγκριθεί με την απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 1992. Στις 26 Ιουλίου 1995 η Επιτροπή εξέδωσε τελική αρνητική απόφαση όσον αφορά την ενίσχυση την οποία αφορούσε η υπόθεση C 10/94. 9 Με ανακοίνωση της 31ης Οκτωβρίου 1995, που εκδόθηκε βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (ΕΕ 1996, C 68, σ. 4) σχετικά με την υπόθεση C 10/94, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση την είχε πληροφορήσει ότι η ΕΤΒΑ είχε υπογράψει συμφωνία για τη μεταβίβαση του 49 % του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΝΑΕ στον σύλλογο εργαζομένων της εταιρίας αυτής και αποφάσισε να ανακαλέσει την τελική αρνητική απόφαση για την ενίσχυση την οποία αφορούσε η υπόθεση C 10/94. 10 Στις 8 Ιανουαρίου 1997 η Επιτροπή πληροφόρησε την Ελληνική Κυβέρνηση για την απόφασή της να επεκτείνει τη διαδικασία που είχε κινήσει στην υπόθεση C 10/94 (ΕΕ C 80, σ. 8). Η Επιτροπή ανέφερε ότι η αναγκαία ενίσχυση για τη διαγραφή των χρεών των ναυπηγείων δεν αντιστοιχούσε πλέον στο εγκριθέν ποσό των 44 δισεκατομμυρίων δραχμών, αλλά χρειαζόταν ένα συμπληρωματικό ποσό, ίσο με τους απαιτητούς στις 31 Δεκεμβρίου 1991 τόκους, όπως είχαν αυξηθεί μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1996. Η Επιτροπή αποφάσισε συνεπώς να επεκτείνει τη διαδικασία, για να καλύψει το νέο αυτό ποσό. 11 Στις 2 Ιουνίου 1997 το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ) 1013/97, για την ενίσχυση ορισμένων ναυπηγείων που τελούν υπό αναδιάρθρωση (ΕΕ L 148, σ. 1). Το άρθρο 1, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού προβλέπει ότι «[δ]ύναται να θεωρηθεί ως συμβατή με την κοινή αγορά η χορήγηση ενίσχυσης υπό τη μορφή διαγραφής χρεών των Ελληνικών Ναυπηγείων μέχρι ανωτάτου ποσού 54 525 II - 3

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 εκατομμυρίων δραχμών, το οποίο αντιστοιχεί σε χρέη από εργασίες του ναυπηγείου επί εμπορικών πλοίων, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί στις 31 Δεκεμβρίου 1991, επαυξημένα κατά τους τόκους και τις ποινές μέχρι τις 31 Ιανουαρίου 1996. Όλες οι υπόλοιπες διατάξεις της οδηγίας 90/684/ΕΟΚ τυγχάνουν εφαρμογής επί του εν λόγω ναυπηγείου». 12 Στις 15 Ιουλίου 1997 η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση σχετικά με την υπόθεση C 10/94 (ΕΕ C 306, σ. 5, στο εξής: απόφαση C 10/94), με την οποία ενέκρινε, δυνάμει του κανονισμού 1013/97, τη διαγραφή χρεών ύψους 54,525 δισεκατομμυρίων δραχμών (160 εκατομμυρίων ευρώ). 13 Στις 15 Ιουλίου 1997 η Επιτροπή εξέδωσε επίσης απόφαση σχετικά με την υπόθεση N 401/97 (ΕΕ 1998, C 47, σ. 3, στο εξής: απόφαση N 401/97), με την οποία ενέκρινε ενίσχυση για επενδύσεις υπέρ της ΕΝΑΕ ύψους 22,9 εκατομμυρίων ευρώ (7,8 δισεκατομμυρίων δραχμών), ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στην ΕΝΑΕ να ολοκληρώσει το επιχειρηματικό της σχέδιο στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησής της και να καταστεί κερδοφόρος. 14 Στις 5 Ιουνίου 2002 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση στην υπόθεση N 513/01 (ΕΕ C 186, σ. 5, στο εξής: απόφαση N 513/01) σχετικά με ορισμένα μέτρα που περιλαμβάνονται στον νόμο 2941/2001 και τα οποία η Ελληνική Δημοκρατία είχε κοινοποιήσει στην Επιτροπή. Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση των 29,5 εκατομμυρίων ευρώ, που προοριζόταν να χρησιμοποιηθεί ως κίνητρο για την εθελούσια αποχώρηση από την ΕΝΑΕ των μισθωτών που εργάζονταν στη ναυπήγηση εμπορικών πλοίων, πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού 1540/98 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998, περί των νέων κανόνων ενισχύσεως της ναυπηγικής βιομηχανίας (ΕΕ L 202, σ. 1), και ήταν επομένως συμβατή με την κοινή αγορά. 15 Με την ίδια απόφαση η Επιτροπή κίνησε την κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία στην υπόθεση C 40/02, σχετικά με τα μέτρα απαλλαγής της ΕΝΑΕ από φόρους 11,2 εκατομμυρίων ευρώ σχετικά με τα αποθεματικά της και με τα μέτρα κατ εφαρμογή των οποίων το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει εν μέρει τις μελλοντικές συνταξιοδοτικές δαπάνες (ύψους 1 εκατομμυρίου ευρώ) του προσωπικού της ΕΝΑΕ που απασχολείται στις δραστηριότητες ναυπήγησης εμπορικών πλοίων. Με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2004 (ΕΕ 2005 L 75, σ. 44), η Επιτροπή έκρινε ότι οι δύο αυτές ενισχύσεις δεν συμβιβάζονταν με την κοινή αγορά. 16 Με την απόφαση C(2004) 1359, της 20ής Απριλίου 2004 (ΕΕ C 202, σ. 3, στο εξής: απόφαση κίνησης της διαδικασίας), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας, που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, στην υπόθεση C 16/04 (ex NN 29/04) (στο εξής: επίσημη διαδικασία έρευνας), σχετικά με τις τροποποιήσεις που είχαν επέλθει στο επενδυτικό πρόγραμμα της ΕΝΑΕ στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσής της, το οποίο χρηματοδοτούνταν εν μέρει με την επενδυτική ενίσχυση που είχε εγκριθεί με την απόφαση N 401/97. Η απόφαση II - 4

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ κίνησης της διαδικασίας αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι η ΕΤΒΑ, ιδιοκτησίας του Δημοσίου, χορήγησε διάφορα δάνεια και εγγυήσεις προς την ΕΝΑΕ και ότι οι ελληνικές αρχές δεν είχαν υποβάλει ετήσιες εκθέσεις, όπως όφειλαν. 17 Με την απόφαση C(2006) 2983, της 4ης Ιουλίου 2006 (ΕΕ C 236, σ. 40), η Επιτροπή επεξέτεινε την επίσημη διαδικασία έρευνας, προκειμένου να συμπεριλάβει διάφορα πρόσθετα μέτρα που είχαν ληφθεί υπέρ της ΕΝΑΕ (στο εξής: απόφαση επέκτασης της διαδικασίας). 18 Στις 2 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2009/610/ΕΚ, για τις ενισχύσεις C 16/04 (πρώην NN 29/04, CP 71/02 και CP 133/05) που χορήγησε η [Ελληνική Δημοκρατία] στην επιχείρηση [ΕΝΑΕ] (ΕΕ 2009, L 225, σ. 104, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η προσβαλλόμενη απόφαση 19 Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά δεκαέξι μέτρα. 20 Το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης έχει ως εξής: «Άρθρο 1 Οι ενισχύσεις για τις επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποίησε η ΕΝΑΕ πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 2001 στο πλαίσιο του επενδυτικού προγράμματος που περιγράφεται στην απόφαση της Επιτροπής της 15ης Ιουλίου 1997 σχετικά με την υπόθεση N 401/97 (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Δ1 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης της Επιτροπής της 15ης Ιουλίου 1997. Κάθε ενίσχυση για άλλες επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποίησε η ΕΝΑΕ και ιδίως επενδυτικές δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2001 δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της απόφασης της 15ης Ιουλίου 1907 και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Άρθρο 2 Η εγγύηση που χορήγησε η [Ελληνική Δημοκρατία] στην ΕΤΒΑ με απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 1999 και η οποία καλύπτει δάνειο ύψους 4,67 δισεκατ. δραχμών (13,72 εκατ. ευρώ) που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην ΕΝΑΕ (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Δ2 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) συνιστά ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Αν η εγγύηση εξακολουθεί να ισχύει κατά την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης, η κρατική εγγύηση πρέπει να διακοπεί αμέσως. Επιπλέον, πρέπει να ανακτηθούν οι ενισχύσεις για το χρονικό διάστημα από την ολοσχερή II - 5

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 αποπληρωμή του εγγυημένου δανείου προς την ΕΝΑΕ μέχρι την απόσβεση της εγγύησης. Το ύψος της προς ανάκτηση εγγύησης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς που ισχύει για την [Ελληνική Δημοκρατία], προσαυξημένου κατά 600 μονάδες βάσης, και του συνολικού κόστους του εγγυημένου δανείου (επιτόκιο συν προμήθεια για την εγγύηση που κατέβαλε η ΕΝΑΕ). Άρθρο 3 Το δάνειο ύψους 1,56 δισεκατ. δραχμών (4,58 εκατ. ευρώ) που χορηγήθηκε τον Ιούλιο του 1999 από την ΕΤΒΑ στην ΕΝΑΕ και εξοφλήθηκε το 2004 (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Δ3 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) συνιστά ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ ] ΕΚ και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Για το χρονικό διάστημα από την ολοσχερή καταβολή του δανείου στην ΕΝΑΕ μέχρι την εξόφλησή του, το ύψος της προς ανάκτηση εγγύησης αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς για την [Ελληνική Δημοκρατία], προσαυξημένου κατά 600 μονάδες βάσης, και του επιτοκίου του δανείου. [ ] Άρθρο 5 Η ενίσχυση ύψους 54 δισεκατ. δραχμών (160 εκατ. ευρώ), η οποία εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 15ης Ιουνίου 1997 σχετικά με την υπόθεση κρατικής ενίσχυσης C 10/1994 (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Ε7 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) εφαρμόσθηκε καταχρηστικά και πρέπει να ανακτηθεί. Άρθρο 6 Η ενίσχυση ύψους 29,5 εκατ. ευρώ, η οποία εγκρίθηκε με απόφαση της Επιτροπής της 5ης Ιουνίου 2002 σχετικά με την υπόθεση N 513/2001 (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Ε8 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης), εφαρμόσθηκε καταχρηστικά και πρέπει να ανακτηθεί. [ ] Άρθρο 8 Η εισφορά κεφαλαίου ύψους 800 εκατ. δραχμών (2,3 εκατ. ευρώ) από την ΕΤΒΑ προς την ΕΝΑΕ στις 20 Μαΐου 1998 (αυτή η αύξηση κεφαλαίου, καθώς και οι δύο επόμενες, ονομάστηκαν μέτρο Ε10 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) δεν συνιστά ενίσχυση. Οι εισφορές κεφαλαίου ύψους 321 εκατ. δραχμών (0,9 εκατ. ευρώ) και 397 εκατ. δραχμών (1,2 εκατ. ευρώ) από την ΕΤΒΑ προς την ΕΝΑΕ στις 24 Ιουνίου 1999 II - 6

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ και στις 22 Μαΐου 2000, αντίστοιχα, συνιστούν ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η ενίσχυση αυτή πρέπει να ανακτηθεί. Άρθρο 9 Οι αντεγγυήσεις που χορήγησε το Δημόσιο στην ΕΤΒΑ για να εγγυηθεί τις εγγυήσεις τις οποίες παρέσχε η ΕΤΒΑ στο πλαίσιο των συμβάσεων που συνήψε η ΕΝΑΕ με τον Οργανισμό Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) και με τους Ηλεκτρικούς Σιδηροδρόμους Αθηνών-Πειραιώς (ΗΣΑΠ) (τα μέτρα αυτά ονομάστηκαν μέτρο Ε12β στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) συνιστούν ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ ] ΕΚ και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Στην περίπτωση των αντεγγυήσεων που αφορούν τις συμβάσεις με τον ΗΣΑΠ, η ενίσχυση αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ μιας ετήσιας προμήθειας 480 μονάδων βάσης (δηλαδή 4,8 %) και των προμηθειών που κατέβαλε πράγματι η ΕΝΑΕ (δηλαδή της προμήθειας εγγύησης που κατέβαλε στην ΕΤΒΑ συν την προμήθεια εγγύησης που κατέβαλε στο Δημόσιο). Η ενίσχυση αυτή πρέπει να ανακτηθεί για το χρονικό διάστημα μέχρι την απόσβεση των αντεγγυήσεων του Δημοσίου. Στην περίπτωση των αντεγγυήσεων που αφορούν τις συμβάσεις με τον ΟΣΕ, εφόσον εξακολουθούν να ισχύουν, πρέπει να διακοπούν αμέσως. Επιπλέον, πρέπει να ανακτηθούν οι ενισχύσεις για την περίοδο από την έναρξη ισχύος των αντεγγυήσεων. Οι προς ανάκτηση εγγυήσεις αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ μιας ετήσιας προμήθειας 680 μονάδων βάσης (δηλαδή 6,8 %) και των προμηθειών που κατέβαλε πράγματι η ΕΝΑΕ (δηλαδή της προμήθειας εγγύησης που κατέβαλε στην ΕΤΒΑ συν την προμήθεια εγγύησης που κατέβαλε στο Δημόσιο). [ ] Άρθρο 11 Το δάνειο ύψους 16,9 δισεκατ. δραχμών (49,7 εκατ. ευρώ) που χορηγήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1999 από την ΕΤΒΑ στην ΕΝΑΕ και εξοφλήθηκε το 2004 (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Ε13α στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) συνιστά ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η προς ανάκτηση ενίσχυση για την περίοδο μέχρι τον Ιούνιο του 2001 αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς που ισχύει για την [Ελληνική Δημοκρατία], προσαυξημένου κατά 600 μονάδες βάσης, και του επιτοκίου που κατέβαλε πράγματι η ΕΝΑΕ στην ΕΤΒΑ. Για το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι την εξόφληση του δανείου, η προς ανάκτηση ενίσχυση αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς για II - 7

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 την [Ελληνική Δημοκρατία], προσαυξημένου κατά 400 μονάδες βάσης, και του επιτοκίου που κατέβαλε πράγματι η ΕΝΑΕ στην ΕΤΒΑ. II - 8 Άρθρο 12 Οι εγγυήσεις ύψους 3,26 εκατ. ευρώ και 3,38 εκατ. ευρώ που χορήγησε η ΕΤΒΑ στις 4 Μαρτίου 1999 και στις 17 Ιουνίου 1999 αντίστοιχα και οι οποίες ακυρώθηκαν το 2002 (τα μέτρα αυτά ονομάστηκαν μέτρο Ε13β στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) συνιστούν ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η προς ανάκτηση ενίσχυση για το χρονικό διάστημα μέχρι την κατάργηση των εγγυήσεων αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ ετήσιας προμήθειας εγγυήσεων 480 μονάδων βάσης (4,8 %) και της προμήθειας εγγυήσεων που κατέβαλε πράγματι η ΕΝΑΕ. Άρθρο 13 Το 75 % της εγγύησης του Δημοσίου που χορηγήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1999 για την εξασφάλιση δανείου ύψους 10 δισεκατ. δραχμών (29,3 εκατ. ευρώ) που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην ΕΝΑΕ (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Ε14 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 296 [ΕΚ]. Το υπόλοιπο 25 % της εγγύησης του Δημοσίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 296 της Συνθήκης και συνιστά ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ]. Ποσό ύψους 750 εκατ. δραχμών (2,20 εκατ. ευρώ) της ενίσχυσης αυτής συμβιβαζόταν με την κοινή αγορά μέχρι τις 31 Μαρτίου 2002. Μετά την ημερομηνία αυτή, μόνο ποσό 1,32 εκατ. ευρώ ήταν συμβιβάσιμο με την κοινή αγορά. Το υπόλοιπο της ενίσχυσης δεν είναι συμβιβάσιμο. Αν η εγγύηση του Δημοσίου ισχύει ακόμη, το μέρος της εγγύησης αυτής που συνιστά μη συμβιβάσιμη ενίσχυση (δηλαδή το 25 % της τρέχουσας ακόμη εγγύησης, μείον 1,32 εκατ. ευρώ, που είναι συμβιβάσιμα) πρέπει να διακοπεί αμέσως. Επιπλέον, για το χρονικό διάστημα από την καταβολή του εγγυημένου δανείου στην ΕΝΑΕ μέχρι τη λήξη της μη συμβιβάσιμης εγγύησης του Δημοσίου, πρέπει να ανακτηθεί ενίσχυση το ύψος της οποίας αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς για την [Ελληνική Δημοκρατία], προσαυξημένου κατά 600 μονάδες βάσης, και του συνολικού κόστους του εγγυημένου δανείου (επιτόκιο συν προμήθεια εγγύησης που κατέβαλε η ΕΝΑΕ). Η ενίσχυση αυτή υπολογίζεται σε σχέση με το μέρος της κρατικής εγγύησης που συνιστούσε μη συμβιβάσιμη ενίσχυση.

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Άρθρο 14 Το 75 % των δανείων ύψους 1,99 δισεκατ. δραχμών (5,9 εκατ. ευρώ), 10 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ και 5 εκατ. δολαρίων ΗΠΑ που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην ΕΝΑΕ στις 25 Ιουλίου 1997, στις 15 Οκτωβρίου 1997 και στις 27 Ιανουαρίου 1998 αντίστοιχα (τα μέτρα αυτά ονομάστηκαν μέτρο Ε16 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 296 [ΕΚ]. Το υπόλοιπο 25 % των εν λόγω δανείων συνιστά ενίσχυση. Η ενίσχυση που περιλαμβάνεται στο πρώτο δάνειο, το οποίο εκφραζόταν σε δραχμές, αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του επιτοκίου αναφοράς για την [Ελληνική Δημοκρατία], προσαυξημένου κατά 400 μονάδες βάσης, και του επιτοκίου που κατέβαλε πράγματι η ΕΝΑΕ. Η ενίσχυση που περιέχεται στο δεύτερο και το τρίτο δάνειο, που είχαν εκφρασθεί σε δολάρια ΗΠΑ, αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ του LIBOR για συναλλαγές δολαρίου ΗΠΑ, προσαυξημένου κατά 475 μονάδες βάσης, και του επιτοκίου που κατέβαλε η ΕΝΑΕ. Και στις τρεις περιπτώσεις, η ενίσχυση τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Οι ενισχύσεις αυτές πρέπει, επομένως, να ανακτηθούν. Άρθρο 15 Το 25 % από τα 81,3 εκατ. ευρώ και τα 40 εκατ. ευρώ, που αποτελούν κατά προσέγγιση εκτιμήσεις των προκαταβολών που κατέβαλε το Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό κατά τα έτη 2000 και 2001 καθ υπέρβαση των δαπανών της ΕΝΑΕ για την εκτέλεση των αντίστοιχων συμβάσεων κατά την περίοδο εκείνη (τα μέτρα αυτά ονομάστηκαν μέτρο Ε17 στο προοίμιο της παρούσας απόφασης), συνιστά ενίσχυση επί ένα έτος. Η ενίσχυση αυτή τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Η ενίσχυση που πρέπει να ανακτηθεί αντιστοιχεί στο επιτόκιο αναφοράς για την [Ελληνική Δημοκρατία], προσαυξημένο κατά 600 μονάδες βάσης, το οποίο πρέπει να υπολογισθεί στη διάρκεια ενός έτους. Άρθρο 16 Η εγγύηση αποζημίωσης που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην HDW/Ferrostaal και προβλέπει ότι η ΕΤΒΑ θα αποζημιώσει την HDW/Ferrostaal για κάθε κρατική ενίσχυση που θα [υποχρεωθεί να αποδώσει] η ΕΝΑΕ (το μέτρο αυτό ονομάστηκε μέτρο Ε18γ στο προοίμιο της παρούσας απόφασης) συνιστά ενίσχυση η οποία τέθηκε σε εφαρμογή κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] και δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά. Επιπλέον, η εγγύηση δεν συμβιβάζεται per se με την κοινή αγορά και πρέπει, επομένως, να διακοπεί αμέσως. II - 9

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 [ ] Άρθρο 18 1. Η [Ελληνική Δημοκρατία] θα ανακτήσει από την ΕΝΑΕ τις προς ανάκτηση ενισχύσεις, όπως ορίζονται στα άρθρα 2, 3, 5, 6, 8, 9 και 11 έως 15. 2. Τα προς ανάκτηση ποσά φέρουν τόκους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση της ΕΝΑΕ μέχρι την πραγματική ανάκτησή τους. 3. Ο τόκος υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής [της 21ης Απριλίου 2004 σχετικά με την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ, EE L 140, σ. 1]. 4. Η ανάκτηση της ενίσχυσης είναι άμεση και πραγματική. 5. Η [Ελληνική Δημοκρατία] εξασφαλίζει την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της. Άρθρο 19 1. Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η [Ελληνική Δημοκρατία] υποβάλλει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή: α) το ποσό (κεφάλαιο και τόκοι ανάκτησης) που θα ανακτηθεί από τον αποδέκτη, β) λεπτομερή περιγραφή των ήδη ληφθέντων και των σχεδιαζόμενων μέτρων για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση, γ) έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο αποδέκτης έχει διαταχθεί να επιστρέψει την ενίσχυση. 2. Η [Ελληνική Δημοκρατία] τηρεί την Επιτροπή ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι την ολοκλήρωση της ανάκτησης της ενίσχυσης. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, πληροφορίες σχετικά με τα ήδη ληφθέντα και τα σχεδιαζόμενα μέτρα για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση. Υποβάλλει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα ποσά της ενίσχυσης και τους τόκους ανάκτησης που [έχει] ήδη [επιστρέψει ο] αποδέκτης. [ ]» II - 10

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων 21 Η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, νυν Γενικού Δικαστηρίου, στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, άσκησε την παρούσα προσφυγή. 22 Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο: να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφος 2, τα άρθρα 2, 3, 5, 6, το άρθρο 8, παράγραφος 2, και τα άρθρα 9, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 18, 19 της προσβαλλόμενης απόφασης, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα. 23 Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο: να απορρίψει την προσφυγή, να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα. Λόγοι ακύρωσης και επιχειρήματα των διαδίκων 24 Προς στήριξη του ακυρωτικού αιτήματός της, η προσφεύγουσα προβάλλει εννέα λόγους. Πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακύρωσης όλων των προσβαλλόμενων διατάξεων. Ο πρώτος λόγος αντλείται από τη μη εφαρμογή του άρθρου 298 ΕΚ. Ο δεύτερος λόγος, που προβάλλεται επικουρικά, στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 296 ΕΚ. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται στον ισχυρισμό περί προδήλως εσφαλμένης εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας της ΕΝΑΕ από την Επιτροπή και, επικουρικώς, στον ισχυρισμό περί έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας. 25 Δεύτερον, η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους ακύρωσης ορισμένων μόνο από τις προσβαλλόμενες διατάξεις. Ο τέταρτος λόγος, με τον οποίο ζητείται η ακύρωση του άρθρου 5 της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης της καταχρηστικής εφαρμογής της ενίσχυσης των 160 εκατομμυρίων ευρώ που εγκρίθηκε το 1997 (μέτρο Ε7). Ο πέμπτος λόγος, με τον οποίο ζητείται η ακύρωση του άρθρου 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης της καταχρηστικής εφαρμογής της ενίσχυσης των 29,5 εκατομμυρίων ευρώ για το κλείσιμο εγκαταστάσεων, η οποία είχε εγκριθεί το 2002 (μέτρο Ε8). Ο έκτος λόγος, με τον οποίο ζητείται η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης της καταχρηστικής εφαρμογής της επενδυτικής ενίσχυσης που εγκρίθηκε το 1997 (μέτρο Δ1). Ο έβδομος λόγος, με τον οποίο ζητείται η ακύρωση του άρθρου 8, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης του μέτρου Ε10, το οποίο II - 11

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 αφορά την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου κατά την περίοδο 1998-2000 ενόψει της χρηματοδότησης του επενδυτικού προγράμματος. Ο όγδοος λόγος, με τον οποίο ζητείται η ακύρωση των άρθρων 2, 3, 9, 11, 12, 13 και 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης του μέτρου Δ2, το οποίο αφορά ένα δάνειο 13,72 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορηγήθηκε το 1999 και καλυπτόταν από εγγύηση του Δημοσίου, του μέτρου Δ3, το οποίο αφορά ένα δάνειο 4,58 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο χορηγήθηκε το 1999, του μέτρου Ε12β, το οποίο αφορά κρατικές αντεγγυήσεις για τις συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ ΕΝΑΕ και ΟΣΕ και ΗΣΑΠ, του μέτρου Ε13α, το οποίο αφορά το δάνειο που χορήγησε η ΕΤΒΑ για τη χρηματοδότηση της σύμβασης Στρίντζη, του μέτρου Ε13β, το οποίο αφορά την εγγύηση που παρέσχε η ΕΤΒΑ στο πλαίσιο της σύμβασης Στρίντζη, του μέτρου Ε14, το οποίο αφορά την κρατική εγγύηση που χορηγήθηκε προς κάλυψη δανείου 29,3 εκατομμυρίων ευρώ, και του μέτρου Ε16, το οποίο αφορά δάνεια που χορήγησε η ΕΤΒΑ το 1997 και το 1998. Ο ένατος λόγος, με τον οποίο ζητείται η ακύρωση του άρθρου 15 της προσβαλλόμενης απόφασης, στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης του μέτρου E17, το οποίο αφορά τη διεπιδότηση μεταξύ των στρατιωτικών και των μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ έως το 2001. 26 Η Επιτροπή υποστηρίζει καταρχάς ότι το αίτημα της προσφεύγουσας να ακυρωθεί το άρθρο 16 της προσβαλλόμενης απόφασης είναι απαράδεκτο, καθόσον το δικόγραφο της προσφυγής δεν περιέχει κανένα ισχυρισμό προς στήριξη του αιτήματος αυτού. Επί της ακύρωσης όλων των προσβαλλόμενων διατάξεων Επί του πρώτου λόγου ακύρωσης, που στηρίζεται στον ισχυρισμό περί μη εφαρμογής του άρθρου 298 ΕΚ 27 Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε τη διαδικασία του άρθρου 298 ΕΚ για να εξετάσει τα μέτρα που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ η ΕΝΑΕ είναι κατά κύριο λόγο στρατιωτική βιομηχανική μονάδα. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή έπρεπε, αφού εφάρμοσε, εν μέρει έστω, το άρθρο 296 ΕΚ στα διάφορα μέτρα που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, να εφαρμόσει τη διαδικασία του άρθρου 298 ΕΚ. 28 Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 298 ΕΚ σε μια παρεμφερή υπόθεση, η οποία αφορούσε τα ισπανικά στρατιωτικά ναυπηγεία IZAR (στο εξής: υπόθεση IZAR). Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στην υπόθεση εκείνη, τις ιδιαιτερότητες της αμυντικής βιομηχανίας, δηλαδή ότι η διατήρηση μιας μη στρατιωτικής δραστηριότητας στα πλαίσια μιας κυρίως στρατιωτικής βιομηχανικής μονάδας είναι αναγκαίο παρακολούθημα, που εξυπηρετεί εν τέλει τη βιωσιμότητα αυτής της ίδιας της στρατιωτικής δραστηριότητας. Η Επιτροπή, μη εφαρμόζοντας εν προκειμένω το άρθρο 298 ΕΚ, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, αφού η II - 12

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ διατήρηση της μη στρατιωτικής δραστηριότητας της ΕΝΑΕ εξυπηρετεί μόνο τη βιωσιμότητα της στρατιωτικής δραστηριότητάς της, κάθε μέτρο ενίσχυσης υπέρ της ΕΝΑΕ αποσκοπεί στη διατήρηση της αμυντικής παραγωγικής ικανότητάς της και θα έπρεπε να εξετάζεται αποκλειστικά και μόνο από την άποψη του άρθρου 298 ΕΚ. 29 Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει βασίμως ότι η διαδικασία του άρθρου 298 ΕΚ είναι παρακολουθηματική έναντι της διαδικασίας του άρθρου 88 ΕΚ και να συναγάγει από την υπόθεση IZAR το συμπέρασμα ότι είναι υποχρεωμένη να εκδώσει απόφαση για τις παράνομες ενισχύσεις πριν εφαρμόσει το άρθρο 298 ΕΚ. 30 Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν παρέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση καμία αιτιολογία για τη μη εφαρμογή του άρθρου 298 ΕΚ, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία είχε ζητήσει, με έγγραφο της 5ης Οκτωβρίου 2006, την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο αυτό. 31 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, πριν την εκτίμηση οιουδήποτε μέτρου με βάση τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, εξέτασε κατά πόσον το σχετικό μέτρο υποστηρίζει στρατιωτική δραστηριότητα και κατά συνέπεια εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 296 ΕΚ. Το συμπέρασμά της, όπως εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν ότι, εφόσον το επίμαχο μέτρο χρηματοδοτεί μερικώς στρατιωτική παραγωγή, έχει εφαρμογή το άρθρο 296 ΕΚ. Η Επιτροπή επέβαλε την ανάκτηση μόνο εκείνων των τμημάτων των μέτρων ενίσχυσης που δεν χρηματοδότησαν στρατιωτικές δραστηριότητες. Η Επιτροπή αναφέρει ότι, με την απόφαση επέκτασης της διαδικασίας, εξαίρεσε από το πεδίο της επίσημης διαδικασίας έρευνας όλα τα μέτρα ενίσχυσης που χρηματοδοτούσαν αποκλειστικά στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ και που ενέπιπταν στο άρθρο 296 ΕΚ. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξέτασε με γνώμονα το άρθρο 87 ΕΚ τα μέτρα μόνο που δεν χρηματοδοτούσαν τις στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ. 32 Όσον αφορά την υπόθεση IZAR, η Επιτροπή τονίζει ότι αρχικά είχε εκδώσει αρκετές αποφάσεις με βάση το άρθρο 88 ΕΚ, με τις οποίες διέτασσε την απόδοση μεγάλων ποσών κρατικών ενισχύσεων από την IZAR, με αποτέλεσμα να τεθεί η IZAR υπό εκκαθάριση. Οι ισπανικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι σκόπευαν να διασώσουν τις ναυπηγικές εγκαταστάσεις της IZAR που κατασκεύαζαν κυρίως πολεμικά πλοία. Στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται από το άρθρο 298 ΕΚ, η Επιτροπή και οι ισπανικές αρχές κατέληξαν σε συμφωνία που παρείχε, υπό όρους, τη δυνατότητα διάσωσης των στρατιωτικών ναυπηγείων. 33 Η Επιτροπή τονίζει ότι, ακόμη και αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι μη στρατιωτικές δραστηριότητες είναι αναγκαίο παρακολούθημα των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ, το άρθρο 296 ΕΚ εφαρμόζεται μόνο στις δραστηριότητες που αφορούν τα στρατιωτικά προϊόντα που περιλαμβάνονται II - 13

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 στον πίνακα του Συμβουλίου της 15ης Απριλίου 1958. Επιπλέον, αντικρούει τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η διατήρηση μιας μη στρατιωτικής δραστηριότητας εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνο τη βιωσιμότητα της στρατιωτικής δραστηριότητας. Κατά την Επιτροπή, πρώτον, ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με τις μη στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ, δηλαδή την κατασκευή τροχαίου υλικού και την επισκευή και κατασκευή άλλων πλοίων και όχι πολεμικών. Δεύτερον, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι οι μη στρατιωτικές δραστηριότητες εξυπηρετούν τη βιωσιμότητα των στρατιωτικών δραστηριοτήτων, το γεγονός αυτό δεν θα έδινε το δικαίωμα στην Ελληνική Δημοκρατία να χορηγήσει ενίσχυση στις μη στρατιωτικές δραστηριότητες κατά παράβαση των κοινοτικών κανόνων. 34 Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, αν η Ελληνική Δημοκρατία θεωρεί ότι η ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων που απέβησαν υπέρ των μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα ολόκληρης της επιχείρησης, τότε μπορεί να επικοινωνήσει με την Επιτροπή, προκειμένου να κινηθεί η διαδικασία του άρθρου 298 ΕΚ. Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να κινηθεί παρά μόνο μετά την έκδοση της απόφασης που διατάσσει την ανάκτηση των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στις μη στρατιωτικέ; δραστηριότητες και δεν επηρεάζει συνεπώς τη νομιμότητα της πρώτης αυτής απόφασης. Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, που στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εφαρμογής του άρθρου 296 ΕΚ 35 Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή, στην προσπάθειά της να προβεί στον προσδιορισμό του οφέλους που απέφεραν τα επίμαχα μέτρα στις μη στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ, αποδέχθηκε την ποσοστιαία κατανομή του συνόλου των δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ ως τον ορθό τρόπο εφαρμογής του άρθρου 296 ΕΚ. Εντούτοις, μολονότι από το έγγραφο της Ελληνικής Δημοκρατίας προς την Επιτροπή της 14ης Ιουνίου 2006 προέκυπτε ότι η μη στρατιωτική δραστηριότητα της ΕΝΑΕ ήταν μικρότερη του 20 % του συνόλου των δραστηριοτήτων της, η Επιτροπή, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα, κατέληξε στην αποδοχή της αναλογίας 75 % για τις στρατιωτικές και 25 % για τις μη στρατιωτικές δραστηριότητες. 36 Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έπρεπε να βασιστεί στην αναλογία 75 % προς 25 % για κάθε μέτρο που αφορά τη λειτουργία της ΕΝΑΕ ως σύνολο, δηλαδή για κάθε μέτρο που δεν αφορά την αμιγώς εμπορική δραστηριότητα της ΕΝΑΕ. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι η Επιτροπή όμως, αναιτιολόγητα, δεν εφάρμοσε την αναλογία αυτή στα μέτρα Δ1, Δ2, Δ, Ε7 και Ε10 που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η ορθή αναλογία είναι, κατ αυτήν, 80 % προς 20 %. 37 Η προσφεύγουσα αντικρούει τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι η Ελληνική Δημοκρατία αποδέχθηκε την αναλογία 75 % προς 25 % στην υπόθεση C 40/02. II - 14

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ Στην υπόθεση εκείνη, κατόπιν της απόφασης της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές διαμαρτυρήθηκαν, με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006, κατά του ότι ο συντελεστής αυτός δεν είχε εφαρμοστεί στα μέτρα που εξετάζονταν με την εν λόγω απόφαση. Η Επιτροπή, με έγγραφο της 20ής Απριλίου 2006, κάλεσε τις ελληνικές αρχές να της υποβάλουν ακριβέστερα στοιχεία, που να καλύπτουν μακρότερο χρονικό διάστημα, ώστε να αποδειχθεί με μεγαλύτερη βεβαιότητα η ποσοστιαία κατανομή των δραστηριοτήτων της ΕΝΑΕ σε στρατιωτικές και μη στρατιωτικές. Με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2006, οι ελληνικές αρχές διαβίβασαν νέα και ακριβέστερα στοιχεία, τα οποία αποδείκνυαν την αναλογία 80 % προς 20 %. Επομένως, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της αυτή τη νέα επικαιροποιημένη κατανομή, την οποία όμως δεν έλαβε υπόψη, χωρίς μάλιστα να αιτιολογήσει την άρνησή της να τη λάβει υπόψη. 38 Η Επιτροπή αναφέρει ότι για την επιλογή του ποσοστού του 75 % για τις στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ παρέχονται εξηγήσεις στην αιτιολογική σκέψη 73 της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ποσοστό αυτό έγινε δεκτό από την Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαδικασίας ανάκτησης στην υπόθεση C 40/02 σχετικά με τα μέτρα του 2001 (έγγραφο της Ελληνικής Δημοκρατίας της 16ης Ιανουαρίου 2006), καθώς και στην υπόθεση N 513/01. Η Επιτροπή προσθέτει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, με το έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2006, στο οποίο παραπέμπει η προσφεύγουσα, επιβεβαίωσε επίσης την επιλογή του 75 % και, αντίθετα από ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, δεν ανέφερε ότι το ποσοστό των μη στρατιωτικών δραστηριοτήτων ήταν μικρότερο από 20 %. Επιπλέον, η αναλογία των μη στρατιωτικών προς τις στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ για το 2006 και μόνο δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση υπολογισμού του κατά πόσο οι μη στρατιωτικές δραστηριότητες ωφελήθηκαν από μέτρα ενίσχυσης μεταξύ των ετών 1996 και 2002. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι έλαβε υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα στοιχεία που της υπέβαλε η Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με το χρονικό διάστημα 1997-2005. Επιπλέον, η Επιτροπή τονίζει ότι για τα ποσοστά που περιέχονται στο έγγραφο αυτό δεν έχει συνυπολογιστεί η κατασκευή τροχαίου υλικού, πράγμα που δείχνει την υποβάθμιση του μη στρατιωτικού τομέα της ΕΝΑΕ. 39 Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι έχει παραθέσει σε πολλά σημεία της προσβαλλόμενης απόφασης αιτιολογίες για την απόφασή της να μην εφαρμόσει τα ποσοστά αυτά για τα μέτρα Δ1, Δ2, Δ3, Ε7 και Ε10. Επί του τρίτου λόγου ακύρωσης, που στηρίζεται στον ισχυρισμό περί προδήλως εσφαλμένης εκτίμησης της πιστοληπτικής ικανότητας της ΕΝΑΕ από την Επιτροπή και, επικουρικώς, στον ισχυρισμό περί έλλειψης νόμιμης αιτιολογίας 40 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η άποψη της Επιτροπής ότι η ΕΝΑΕ είχε μειωμένη πιστοληπτική ικανότητα μεταξύ 1997 και 2002 ενέχει πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης και, επικουρικά, δεν είναι αιτιολογημένη. II - 15

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 41 Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε την πιστοληπτική ικανότητα της ΕΝΑΕ ως στρατιωτικής βιομηχανικής μονάδας. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι μια στρατιωτική βιομηχανική μονάδα έχει κατεξοχήν αυξημένη πιστοληπτική ικανότητα, αφού μπορεί να ενισχυθεί από το κράτος, χωρίς νομικά εμπόδια, με αναθέσεις μεγάλων συμβάσεων στρατιωτικού υλικού. Το γεγονός ότι το κράτος αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος και οφειλέτη μιας ναυπηγικής βιομηχανίας συνεπάγεται μια ισχυρή πιστοληπτική θέση για την εταιρία αυτή, ακόμα και κατά τη διάρκεια των περιόδων που η βιομηχανική αυτή μονάδα δεν λαμβάνει καμία ή λαμβάνει περιορισμένες παραγγελίες. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι κάθε ενίσχυση που χορηγήθηκε στην ΕΝΑΕ από το ελληνικό κράτος είχε ως στόχο και μοναδικό σκοπό τη διατήρηση της αμυντικής παραγωγικής ικανότητάς της και όχι την υποβοήθηση της εμπορικής της δραστηριότητας. Ενόψει του ρόλου της ΕΝΑΕ στην εθνική ασφάλεια της Ελληνικής Δημοκρατίας, η κρατική στήριξη της ΕΝΑΕ παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια στους επενδυτές. 42 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προκαταβολές για τις αμυντικές παραγγελίες δεν αποτελούν μόνο αμοιβή για μελλοντικές εργασίες, αλλά αποσκοπούν και στην κάλυψη του κόστους των εργασιών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί από το ναυπηγείο κατά τη διάρκεια αφενός της πολύχρονης ανάπτυξης του σχεδιασμού και αφετέρου του σταδίου της διαπραγμάτευσης. Συνεπώς, οι προκαταβολές των αμυντικών συμβάσεων τείνουν περισσότερο στην κάλυψη του υψηλού κόστους των παρεχόμενων υπηρεσιών προς το Πολεμικό Ναυτικό κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων παρά στην προχρηματοδότηση της συνολικής λειτουργίας της εταιρίας. Επομένως, η Επιτροπή εσφαλμένα αξιολόγησε τις προκαταβολές αυτές ως «δάνεια» κατά την εξέταση του μέτρου Ε7. 43 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, αναγνωρίζοντας στην ΕΝΑΕ ελάχιστη πιστοληπτική ικανότητα, παραγνωρίζει ότι, κατά το χρονικό διάστημα 1997-2000, βρισκόταν σε εξέλιξη ένα μείζον πρόγραμμα αμυντικών εξοπλισμών και ότι επρόκειτο να ανατεθεί στην ΕΝΑΕ η κατασκευή πλοίων και υποβρυχίων. 44 Η προσφεύγουσα, κατά δεύτερον, ισχυρίζεται ότι στο σημείο 3.1 της προσβαλλόμενης απόφασης, που επιγράφεται: «Οριζόντιο θέμα 1: Φερεγγυότητα και πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά μεταξύ 1997 και 2002», η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμο την εκτίμησή της σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα της ΕΝΑΕ και προέβη σε εσφαλμένες εκτιμήσεις. 45 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή αναγνώρισε, με την αιτιολογική σκέψη 37 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι με τις αποφάσεις C 10/94 και N 401/97 είχε δεχτεί ότι το επιχειρηματικό σχέδιο που είχε υποβάλει η Ελληνική Δημοκρατία ήταν βιώσιμο και ότι η ΕΝΑΕ ήταν σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά δανείων. Στη συνέχεια όμως η Επιτροπή ανέτρεψε τα συμπεράσματά της αυτά. II - 16

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ 46 Πρώτον, με την αιτιολογική σκέψη 41 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την εκτίμησή της ότι ο ισολογισμός της ΕΝΑΕ της 31ης Δεκεμβρίου 1996 ήταν «τεχνητός». Η εκτίμηση αυτή είναι εσφαλμένη επίσης για τον λόγο ότι ο ισολογισμός αυτός είχε ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή, όταν εξέδωσε την απόφαση Ν 401/97, την οποία βεβαίως θα ανακαλούσε, αν ανακάλυπτε ότι ο ισολογισμός αυτός είχε συνταχθεί με βάση ψευδή στοιχεία. Δεύτερον, με την αιτιολογική σκέψη 40 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ορισμένες συμβάσεις κατασκευής πλοίων που είχαν ανατεθεί ή αναμενόταν ότι θα ανατεθούν στην ΕΝΑΕ κατά το διάστημα μεταξύ 1997 και 2000. Οι συμβάσεις αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να καταγράψει η ΕΝΑΕ μικρά κέρδη κατά τα έτη 1997 και 1998. Το εκτιθέμενο στις αιτιολογικές σκέψεις 44 και 45 της προσβαλλόμενης απόφασης συμπέρασμα της Επιτροπής ότι από τις 30 Ιουνίου 1999 η ΕΝΑΕ είχε χάσει κάθε προοπτική βιωσιμότητας και την πιστοληπτική της ικανότητα είναι συνεπώς αβάσιμο. Τρίτον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι η μεγάλη ακίνητη περιουσία της ΕΝΑΕ ήταν απολύτως κατάλληλη για την παροχή επαρκών εμπραγμάτων ασφαλειών, ως κάλυψη για ενδεχόμενη χρηματοδότησή της από ιδιωτική τράπεζα. Τέταρτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η ΕΝΑΕ δεν είχε το δικαίωμα να παρέχει ασφάλειες επί ναυπηγούμενων σκαφών ή να εκχωρεί απαιτήσεις της από τις σχετικές συμβάσεις, πράγμα που αποτελούσε στοιχείο φερεγγυότητας της ΕΝΑΕ. Αποτελεί όμως αντίφαση το γεγονός ότι η Επιτροπή δέχτηκε, σχετικά με το μέτρο Ε13α, την ύπαρξη εμπράγματης ασφάλειας επί των ναυπηγούμενων πλοίων. Πέμπτον, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την αμφισβήτηση των χρηματοοικονομικών δεικτών και κριτηρίων που χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας της ΕΝΑΕ στην έκθεση του οίκου Deloitte της 27ης Οκτωβρίου 2006 (στο εξής: έκθεση Deloitte) σχετικά με τα δάνεια και τις εγγυήσεις της ΕΝΑΕ. Από την απάντηση που απέστειλε η εταιρία Deloitte στην Επιτροπή στις 9 Σεπτεμβρίου 2008 προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά. Οι δείκτες που αναφέρει η έκθεση αυτή χρησιμοποιούνται από όλες τις τράπεζες και συνεπώς η αμφισβήτηση του περιεχομένου της έκθεσης από την Επιτροπή συνιστά εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Έκτον, είναι εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι η απομάκρυνση της τότε διοίκησης της ΕΝΑΕ την οδήγησε σε απώλεια της φερεγγυότητάς της. 47 Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την ορθότητα της εκτίμησης της Επιτροπής ότι η ΕΝΑΕ αδυνατούσε να λάβει δάνειο από άλλη Τράπεζα πλην της μητρικής της εταιρίας, της ΕΤΒΑ. Η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η ΕΤΒΑ, λόγω της πλειοψηφικής συμμετοχής της στην ΕΝΑΕ, είχε αυτονόητο ενδιαφέρον για την αξία και την απόδοση της συμμετοχής της, εκτίμησε εσφαλμένα τα πραγματικά περιστατικά. Η Επιτροπή, αναιτιολόγητα, δεν εφάρμοσε στις σχέσεις μεταξύ ΕΝΑΕ και ΕΤΒΑ την πρακτική των μητρικών εταιριών να παρέχουν χρηματοδότηση στις θυγατρικές τους, μολονότι την είχε αποδεχθεί για τις σχέσεις εντός του ομίλου TKMS (αιτιολογική σκέψη 336 της προσβαλλόμενης απόφασης). Κατά συνέπεια, η εκτιθέμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 53 της προσβαλλόμενης απόφασης εκτίμηση της Επιτροπής ότι η ΕΤΒΑ και το Δημόσιο δεν ενήργησαν, κατά τη χορήγηση δανείων και εγγυήσεων II - 17

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 στην ΕΝΑΕ, όπως θα ενεργούσε ένας ιδιώτης επενδυτής σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς είναι προδήλως εσφαλμένη ή, επικουρικά, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη. 48 Η Επιτροπή υποστηρίζει, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη φερεγγυότητα της ΕΝΑΕ ως στρατιωτικής βιομηχανικής μονάδας, ότι το άρθρο 296 ΕΚ δίνει το δικαίωμα στα κράτη μέλη να επιδοτούν την παραγωγή πολεμικού υλικού και όχι την παραγωγή μη στρατιωτικών προϊόντων μέσω κεφαλαίων που προορίζονται για τη στρατιωτική παραγωγή. Το άρθρο 296 ΕΚ δημιουργεί απλώς ένα δικαίωμα και το κράτος δεν έχει καμία υποχρέωση να υποστηρίζει στο διηνεκές ένα ναυπηγείο που αντιμετωπίζει μονίμως οικονομικές δυσκολίες. Το γεγονός ότι είναι μάλλον απίθανο η Ελληνική Δημοκρατία να αφήσει όλα τα ναυπηγεία της να παύσουν κάθε είδους ναυπηγική δραστηριότητα, και μάλιστα τη δραστηριότητα ναυπήγησης πολεμικών σκαφών δεν συνεπάγεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία θα παρέχει πάντοτε ενισχύσεις στην προσφεύγουσα. Επομένως, το παρεχόμενο από το άρθρο 296 ΕΚ δικαίωμα λίγη ασφάλεια παρέχει στους δανειστές που χρηματοδοτούν τις μη στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ. 49 Η Επιτροπή φρονεί ότι, ακόμα και αν υποτεθεί ότι το δικαίωμα της Ελληνικής Δημοκρατίας να χρηματοδοτεί τη στρατιωτική δραστηριότητα της ΕΝΑΕ μπορούσε να παρέχει κάποια ασφάλεια στους ιδιώτες επενδυτές, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι αυτό το στοιχείο είναι επαρκές για να αναιρέσει το συμπέρασμα του σημείου 3.1 του προοιμίου της προσβαλλόμενης απόφασης, και συγκεκριμένα να επισκιάσει όλους τους αρνητικούς παράγοντες που αναφέρονται στο σημείο αυτό. Στο εν λόγω σημείο η Επιτροπή κατέδειξε ότι η ΕΝΑΕ ήταν μια εταιρία σε μόνιμη οικονομική δυσχέρεια από τη δεκαετία του 1980, η οποία κατέστη ελαφρώς κερδοφόρος το 1997 και το 1998, λόγω της διαγραφής χρεών της από το Δημόσιο, και η οποία στη συνέχεια επανεμφάνισε ζημιογόνες χρήσεις. Ο δυνητικός επενδυτής σε επιχείρηση με οικονομικές δυσχέρειες δεν θα αρκούνταν στη δυνατότητα απλώς ενίσχυσης των στρατιωτικών δραστηριοτήτων της εν λόγω επιχείρησης. Επιπλέον, κατά την επίμαχη περίοδο κανείς επενδυτής, πέραν της ΕΤΒΑ, δεν δέχτηκε να χρηματοδοτήσει την ΕΝΑΕ. 50 Όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με την εκτίμηση του μέτρου Ε7, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι το συμπέρασμά της ότι οι προκαταβολές για τις παραγγελίες πολεμικού υλικού χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση άλλων δραστηριοτήτων προκύπτει από τις δηλώσεις της ίδιας της ΕΝΑΕ. 51 Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας σχετικά με τα σφάλματα που της καταλογίζει η προσφεύγουσα ως προς το σημείο 3.1 της προσβαλλόμενης απόφασης σχετικά με την πιστοληπτική ικανότητα της ΕΝΑΕ. Πρώτον, η Επιτροπή αναφέρει ότι, όταν χαρακτήρισε τον ισολογισμό της ΕΝΑΕ του 1997 «τεχνητό», δεν χαρακτήρισε εσφαλμένο τον ισολογισμό αυτό, αλλά τόνισε ότι η καλή λογιστική κατάσταση στο τέλος του 1997 δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ακολουθίας ετών με υψηλά κέρδη και χαμηλό δανεισμό, αλλά II - 18

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ κατά ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ το αποτέλεσμα μαζικής διαγραφής χρεών εκ μέρους του Δημοσίου υπέρ μιας επιχείρησης που ήταν ζημιογόνος επί δεκαπενταετία. Επομένως, ο ισολογισμός αυτός δεν αντικατόπτριζε τη διαβλεπόμενη πορεία και κερδοφορία της επιχείρησης. Δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έλαβε υπόψη όλες τις συμβάσεις που υπέγραψε η ΕΝΑΕ μεταξύ 1997 και 1999 και τις οποίες αναφέρει η προσφεύγουσα. Ορισμένες από τις συμβάσεις αυτές μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 40 και 44), ορισμένες δεν αφορούν ναυπηγική δραστηριότητα και μία από αυτές υπογράφηκε μόλις τον Δεκέμβριο του 1999. Τρίτον, όσον αφορά την ακίνητη περιουσία της ΕΝΑΕ, η Επιτροπή παραπέμπει στην υποσημείωση 43 της προσβαλλόμενης απόφασης, όπου γίνεται ανάλυση της «διαθεσιμότητας περιουσιακών στοιχείων επί των οποίων θα μπορούσαν να συσταθούν ασφάλειες». Τέταρτον, η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφεύγουσα έχει ερμηνεύσει εσφαλμένα την προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ότι η υποθήκη επί ναυπηγούμενου σκάφους αποτελεί εμπράγματη ασφάλεια, αλλά υποστήριξε, με την αιτιολογική σκέψη 247 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το ποσό που μπορεί να ανακτήσει κατ αυτόν τον τρόπο ο πιστωτής είναι περιορισμένο, διότι η αξία ενός πλοίου υπό ναυπήγηση αποτελεί ένα πολύ μικρό τμήμα της αξίας ενός ολοκληρωμένου σκάφους ή του κόστους ναυπήγησης. Ως εκ τούτου, αυτού του είδους η εμπράγματη ασφάλεια δεν επαρκεί για να πείσει μία τράπεζα να χορηγήσει δάνειο σε ένα ναυπηγείο, το οποίο έχει χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα. Πέμπτον, η Επιτροπή δηλώνει ότι ανέλυσε με προσοχή την έκθεση της Deloitte. Η Επιτροπή παραπέμπει στην υποσημείωση 43 της προσβαλλόμενης απόφασης και τονίζει ότι σκοπός της έκθεσης αυτής ήταν να εκτιμηθεί η προσβασιμότητα της ΕΝΑΕ σε πηγές χρηματοδότησης γενικότερα, ενώ η Επιτροπή καλούνταν να εκτιμήσει συγκεκριμένες συναλλαγές. Έκτον, όσον αφορά το γεγονός ότι η αλλαγή της διοίκησης μπορεί να θεωρηθεί από τους πιθανούς δανειστές αρνητικός παράγοντας, η Επιτροπή παραπέμπει στις εξηγήσεις που παρέθεσε στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλόμενης απόφασης. 52 Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ ΕΤΒΑ και ΕΝΑΕ, η Επιτροπή παραπέμπει στην εκτίμηση που περιέχεται στο σημείο 3.1.3 της προσβαλλόμενης απόφασης, που επιγράφεται: «Ανάλυση των σχέσεων στο εσωτερικό του ομίλου», και θεωρεί ότι δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ της εκτίμησης αυτής και της αιτιολογικής σκέψης 336 της προσβαλλόμενης απόφασης. Με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι ένας ιδιωτικός όμιλος επιχειρήσεων κατανέμει τους πόρους του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μεταξύ των διαφόρων νομικών οντοτήτων του ομίλου. Στο σημείο 3.1.3 η Επιτροπή ανέφερε ότι ένας ιδιωτικός όμιλος επιχειρήσεων που θα ήλεγχε την ΕΝΑΕ δεν θα είχε δεχθεί να συσσωρεύσει κινδύνους σε μια τόσο χαμηλής αξίας οντότητα. II - 19

ΕΚΘΕΣΗ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟΥ ΥΠΟΘΕΣΗ T-391/08 Επί της ακύρωσης ορισμένων από τις προσβαλλόμενες διατάξεις Επί του τέταρτου λόγου ακύρωσης, που στηρίζεται στον ισχυρισμό περί εσφαλμένης εκτίμησης της καταχρηστικής εφαρμογής της ενίσχυσης των 54 δισεκατομμυρίων δραχμών (160 εκατομμυρίων ευρώ) που εγκρίθηκε το 1997 (μέτρο E7) 53 Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση του άρθρου 5 της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το οποίο η ενίσχυση των 160 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία εγκρίθηκε με την απόφαση C 10/94, εφαρμόστηκε καταχρηστικά και πρέπει να αναζητηθεί. 54 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η απόφαση C 10/94 δεν έθεσε όρους για την έγκριση της ενίσχυσης και, επικουρικά, ότι δεν έθεσε σαφείς και αναμφισβήτητου περιεχομένου όρους. Υποστηρίζει ότι ο περιεχόμενος στην προσβαλλόμενη απόφαση ισχυρισμός ότι η απόφαση C 10/94 έχει θέσει όρους, τους οποίους παραβίασε η ΕΝΑΕ, είναι εσφαλμένος. 55 Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι ενισχύσεις τις οποίες αφορά το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 90/684 χορηγήθηκαν «με σκοπό» και όχι «υπό τον όρο» της οικονομικής αναδιάρθρωσης των ναυπηγείων που συνδέεται με την εκποίησή τους. Κατ εφαρμογή της οδηγίας αυτής, η Επιτροπή ενέκρινε, με απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 1992, τη χορήγηση ενίσχυσης στην ΕΝΑΕ, με τη μορφή της διαγραφής χρεών, χωρίς να επιβάλει τον παραμικρό όρο. Κατόπιν της πώλησης από την ΕΤΒΑ του 49 % του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΝΑΕ στους εργαζομένους της ΕΝΑΕ, η Επιτροπή ζήτησε από την Ελληνική Δημοκρατία, με απόφαση της 31ης Οκτωβρίου 1995, να της υποβάλει επιχειρηματικό σχέδιο το οποίο θα αποδείκνυε την βιωσιμότητα και την κερδοφόρο προοπτική του ναυπηγείου. Με απόφαση της 8ης Ιανουαρίου 1997, η Επιτροπή επεξέτεινε τη διαδικασία, για να περιλάβει μια νέα ενίσχυση, η οποία αποσκοπούσε να καλύψει τους τόκους για την ενίσχυση που είχε ήδη εγκριθεί, αλλά δεν είχε καταβληθεί. Με τον κανονισμό 1013/97 το Συμβούλιο κήρυξε συμβατή με την κοινή αγορά την ενίσχυση που συνίστατο στις διαγραφές χρεών και στους τόκους που ήσαν απαιτητοί στις 31 Ιανουαρίου 1996. Κατά την προσφεύγουσα πάντα, η Επιτροπή, με την απόφαση C 10/94, ενέκρινε την εν λόγω ενίσχυση χωρίς να επιβάλει όρους. 56 Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η απόφαση C 10/94 προβλέπει ρητά ότι «οι όροι που τίθενται στο άρθρο 10 της οδηγίας [90/684] και στην απόφαση της Επιτροπής του Οκτωβρίου 1995 για την έγκριση της ενίσχυσης ικανοποιήθηκαν». Η απόφαση C 10/94 αφορά μόνο τους όρους αυτούς, οι οποίοι είχαν ήδη ικανοποιηθεί. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η απόφαση C 10/94 επέβαλε νέους όρους για την έγκριση της επίμαχης ενίσχυσης είναι αστήρικτος. Επιπλέον, η απόφαση C 10/94 εκδόθηκε κατόπιν της απόφασης επέκτασης της διαδικασίας, η έκδοση της οποίας αποσκοπούσε στην κάλυψη μιας νέας II - 20