Ασφάλεια ηλεκτρονικών επικοινωνιών: Απορρύθµιση ή Υπερρύθµιση;

Σχετικά έγγραφα
Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

κτικού μέσου ως αυτοτελής προσβολή ατομικού δικαιώματος

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1381/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΑΡ. 1 /2005

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 102/ 2017

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. Δικαιώματά του υποκειμένου των δεδομένων. Τμήμα 1. Διαφάνεια και ρυθμίσεις. Άρθρο 12

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Ηλίας Α. Στεφάνου Έλενα Α. Καπαρδή Δικηγόροι

ΙΑΤΡΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ (άρθρο 371 ΠΚ παρ. 1)

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ 2000»

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

EUROPOL JOINT SUPERVISORY BODY

ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 30ής Απριλίου 2010

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ 2012

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8841/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 66/2018

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Νόμος 2101/1992. Κύρωση της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού (ΦΕΚ Α 192)

Τα σχέδια άρθρων 38 και 39 βασίζονται απευθείας στα συµπεράσµατα της Οµάδας IX.

Η ποινικοποίηση της διαφθοράς στον ιδιωτικό τομέα: Το διεθνές νομικό πλαίσιο και το παράδειγμα της Ελλάδας

«ΕΝ ΤΑΧΕΙ» ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

«Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων: Χρήσιμες επισημάνσεις οκτώ μήνες μετά»

2.2. Ο Καθορισμός του Εφαρμοστέου Δικαίου στις Συμβατικές Ενοχές / Ο

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Βουλή είναι εξοπλισμένη με αναθεωρητική αρμοδιότητα. Το ερώτημα συνεπώς που τίθεται αφορά την κατά χρόνον αρμοδιότητα αυτού τούτου του αναθεωρητικού

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/762/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 18/2014

Άρθρο 29 - Οµάδα Εργασίας για την Προστασία των εδοµένων

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

O Γενικός Κανονισµός Προστασίας εδοµένων Μια νέα ρυθµιστική πρόκληση; Λίλιαν Μήτρου

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΡΙΘ. L 024 της 30/01/1998 σ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 115/2014

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. Άρθρο 44. Γενικές αρχές για διαβιβάσεις

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΑΠΟΦΑΣΗ. Η Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΕΕΤΤ),

ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ

Οι επιπτώσεις της κλοπής ή απώλειας του μέσου πληρωμών στις σχέσεις τράπεζας και πελάτη 1

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/2107/

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ ΟΔΗΓΟΣ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ

Αθήνα, 31 Μαρτίου Αριθμ. Πρωτ/λου:

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ. Γ/ΕΞ/2352/ Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 33 / 2017

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΟΡΟΙ ΧΡΗΣΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΥ ΤΟΠΟΥ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ ( αριθμ: 358/2013 )

Απόρρητο Επικοινωνιών και Προστασία Προσωπικών εδοµένων

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

Δημόσια Διαβούλευση αναφορικά με τον Κώδικα Δεοντολογίας για την Παροχή Υπηρεσιών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών στους Καταναλωτές

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/5799/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 52/2018

Η ποινική αξιολόγηση της ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης του ανηλίκου θύματος στα εγκλήματα κατά της γενετήσιας αξιοπρέπειας (αρ. 226 Α Κ.Π.Δ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΆΡΘΡΟ 1 ΣΚΟΠΟΣ. (άρθρο 1 και άρθρο 12 της οδηγίας)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3111 Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2011

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΕΣΡ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ Σ/Ν "ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΘΕΣΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΥ ΧΡΟΝΟΥ"

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Rui Teixeira Neves κατά Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Transcript:

Κωνσταντίνος Ν. Χριστοδούλου ρ. Ν., ικηγόρος, Λέκτορας στη Νοµική Σχολή του Πανεπιστήµιο Αθηνών Ασφάλεια ηλεκτρονικών επικοινωνιών: Απορρύθµιση ή Υπερρύθµιση; Σκοπός της παρούσας εισήγησης είναι αφενός η εξέταση της συνήθους αιτιάσεως ότι το πρόβληµα της ασφάλειας των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Ελλάδα έγκειται στην απουσία κατάλληλου αυστηρού νοµικού πλαισίου µε προστατευτικά µέτρα και κυρώσεις για την παράλειψη τήρησής τους και αφετέρου ο προβληµατισµός για τις βαθύτερες ρίζες του ζητήµατος. εδοµένων ιδίως των ορίων που θέτει η περίσταση, το θέµα δεν πρόκειται να εξετασθεί διεξοδικά, αλλά ενδεικτικά, µε βάση δύο κρίσιµα «παραδείγµατα εργασίας»: Το πρόβληµα του προσδιορισµού των µέτρων που θα πρέπει να λάβει ο πάροχος του δικτύου για την ασφάλεια της επικοινωνίας των µερών έναντι τρίτων (και της συνακόλουθης ευθύνης του για µη τήρηση των µέτρων αυτών) παρακάτω 1. και Το πρόβληµα της οριοθέτησης του απορρήτου της επικοινωνίας των µερών ανάµεσά τους παρακάτω 2. 1. Μέτρα ασφαλείας των δεδοµένων στα δίκτυα έναντι τρίτων 1.1. Ένταξη του ζητήµατος στο γενικό δίκαιο των προσωπικών δεδοµένων: Όπως κάθε νόµιµη επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων, έτσι και η επεξεργασία τους στα ηλεκτρονικά δίκτυα θα πρέπει να εξασφαλίζει το απόρρητό τους έναντι κάθε τρίτου πλην των επικοινωνούντων µερών, αποστολέα και λήπτη, τ.ε. υποκειµένου και υπεύθυνου της επεξεργασίας (άρθρο 10 ν.2472/ 1997= Οδ.95/ 46). Προς κατοχύρωση της αρχής του απορρήτου, ο υπέυθυνος της επεξεργασίας οφείλει να ακολουθεί "συγκεκριµένη πολιτική ασφάλειας (security policy)", περιλαµβάνουσα συγκεκριµένα µέτρα ασφαλείας. Κατά το γενικό δίκαιο της Οδ.95/ 46 τα µέτρα αυτά θα πρέπει να είναι ανάλογα προς τους κινδύνους που εγκυµονεί η "φύση της επεξεργασίας και η φύση των προς επεξεργασίαν δεδοµένων". 1.2. Η ειδική κοινοτική ρύθµιση: Ειδικώς «για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες» η Οδ. 02/ 58 και δη το άρθρ.4 αυτής επιβεβαιώνει µεν ότι οι φορείς εκµετάλλευσης τηλεπικοινωνιών, αλλά και των δηµοσίων δικτύων οφείλουν να λαµβάνουν τα ενδεδειγµένα τεχνικά και οργανωτικά µέτρα για να προστατεύεται η ασφάλεια των υπηρεσιών τους. Από την άλλη όµως πλευρά και σε αντίθεση προς το γενικό δίκαιο της ιδιωτικής σφαίρας- φαίνεται να περιορίζει τα ως εκ τούτου καθήκοντα του προµηθευτή σε απλά καθήκοντα ενηµέρωσης και όχι µέτρα προστασίας, καθώς δεν εξαρτά το επιτασσόµενο επίπεδο ασφαλείας στο δίκτυο από το είδος των δεδοµένων που διακινούνται διαµέσου αυτού, αλλά µόνον από τους υφισταµένους κινδύνους («τα µέτρα θα πρέπει να είναι ανάλογα µε τον υπάρχοντα κίνδυνο»). εδοµένου όµως ότι οι τελευταίοι δεν είναι πάντοτε οι ίδιοι, αλλά εξαρτώνται από τα δεδοµένα που θα επιλέξουν να υποβάλλουν στο δίκτυο οι χρήστες, η σχετική ρύθµιση πιθανόν να σηµαίνει µόνον ότι οι µεσάζοντες φορείς οφείλουν να ενηµερώνουν τους χρήστες για τον κίνδυνο που διατρέχουν (άρθρ.4 1-2 Οδ.02/ 58).

Αυτό το νόηµα φαίνεται να προσδίδει στο ασαφές γράµµα του άρθρ.4 1 Οδ.02/ 58 και η αυθεντική βούληση του ίδιου του κοινοτικού νοµοθέτη της, ο οποίος στη σκέψη (20) του προοιµίου αυτής αναφέρει ως υποχρεώσεις του παρόχου του δικτύου µόνον την "δωρεάν" "ενηµέρωση των χρηστών σχετικά µε τους υφισταµένους κινδύνους που δεν αντιµετωπίζονται µε µέτρα που δύναται να λάβει ο πάροχος", καθώς και µε τα µέτρα ασφαλείας που µπορούν οι ίδιοι οι χρήστες να λαµβάνουν για την ασφάλεια των επικοινωνιών τους! Έτσι παραµένει ζητούµενο αν ο πάροχος οφείλει να λάµβάνει κάθε δυνατό µέτρο για την ασφάλεια του δικτύου, ακόµη κι αν κάτι τέτοιο θα υπερπολλαπλασίαζε το κόστος της σύνδεσης µε το δίκτυο. Η -δυστυχώς µάλλον αυτονόητη- αρνητική απάντηση φαίνεται να επιβάλλεται και από το γράµµα του άρθρ.4 1β Οδ.02/58 (βλ. και το άρθρ.12 1β του σχετικού νοµοσχεδίου), που ορίζει ότι θα πρέπει να "λαµβάνονται υπ' όψιν οι πρόσφατες (ήτοι οι εκάστοτε υφιστάµενες) τεχνικές δυνατότητες και το κόστος" εφαρµογής τους. Συµπερασµατικά, αν διαλέξει κανείς "φθηνό" πάροχο υπηρεσιών δικτύου, δεν δικαιούται "ακριβά" µέτρα ασφαλείας. Με άλλα λόγια, το κόστος των µέτρων ασφαλείας βαρύνει σε τελική ανάλυση τον συνδροµητή, ο οποίος, έστω και προσφέροντας το ποσόν που του αναλογεί, δεν µπορεί να υποχρεώσει τον πάροχο να τα αυξήσει, αφού κάτι τέτοιο εξαρτάται φυσικά και από τους υπόλοιπους συνδροµητές. Υπό το πρίσµα αυτό η κοινοτική ρύθµιση φαίνεται να επιβάλλει στον πάροχο µόνον την υποχρέωση ενηµέρωσης του πελάτη του. 1 1.3. Το ανεύθυνο του παρόχου για αµέλεια κατά το κοινοτικό δίκαιο και η θέση του εθνικού νοµοθέτη: Αποκλείεται άραγε από το άρθρ.4 1 Οδ.02/ 58 η λήψη µέτρων ασφαλείας πέρα από την υποχρέωση ενηµέρωσης του πελάτη, ακόµη κι αν αυτά υπαγορεύονται από τη διέπουσα τις συναλλαγές κοινή λογική; Ο εθνικός νοµοθέτης (άρθρ.71 4 ν.3431/ 2006) φαίνεται να απαντά θετικά, καθώς επιρρίπτει στον τηλεπικοινωνιακό πάροχο την ευθύνη για κάθε ζηµία του χρήστη οφειλόµενη σε ελαττωµατική ή ελλιπή κατασκευή του δικτύου ή των εγκαταστάσεών του. Στο κοινοτικό δίκαιο όµως τα πράγµατα είναι περιπλοκότερα: Το άρθρ.15 Οδ.00/ 31= 14 π.δ.131/ 2003 επιτάσσει µεν την έλλειψη γενικής υποχρέωσης ελέγχου του παρόχου προς ασφαλείαν του δικτύου, αλλά η διάταξη αυτή "δεν εφαρµόζεται σε θέµατα που καλύπτονται από την Οδ.97/ 66" (άρθρ.1 5β Οδ.00/ 31= άρθρ.20 π.δ.131/ 2003) Οδ.02/ 58 2. Ως προφανής ratio της εξαίρεσης αυτής θα πρέπει να εκληφθεί η προστασία της ασφάλειας των δεδοµένων στα δίκτυα κι όχι η µείωσή της. Τούτο άλλωστε υπαγορεύεται και από τη ρήτρα ελάχιστης προστασίας του υποκειµένου των δεδοµένων στην Οδ.95/ 46, καθώς κι από την Σ 9Α. Ενόψει της τελευταίας αυτής παρατήρησης θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τόσο το άρθρ.4 Οδ.02/ 58, όσο και το άρθρ.15 Οδ.00/ 31 φαίνεται µεν να αρνούνται οποιαδήποτε ex lege υποχρέωση 1 Κατά τα λοιπά το ζήτηµα της έκτασης της απαιτούµενης ενηµέρωσης του πελάτη είναι γενικότερο - ήδη περιώνυµο- σύγχρονο πρόβληµα του όλου επαγγελµατικού δικαίου δεν παραλλάσσει ποιοτικώς στην προκείµενη περίπτωση, γι' αυτό και δεν θα απασχολήσει ειδικώς την παρούσα εισήγηση. Ο γράφων αρκείται να επισηµάνει τις τρεις εναλλακτικές λύσεις, µε τα αυτονόητα µειονεκτήµατά τους: "µεγάλη" (πλήρης µη ζητηθείσα) ενηµέρωση, "µικρή" ενηµέρωση (µόνον επί υποβληθεισών ερωτήσεων) και ενδιάµεση. Η πρώτη εκδοχή είναι υπερβολικά επαχθής για τον επαγγελµατία, που καλείται να µεταβληθεί σε προσωπικό πανεπιστηµιακό δάσκαλο του πελάτη του. η δεύτερη είναι σκληρή και λογικώς πρωθύστερη για τον πελάτη, που καλείται να γνωρίζει εκ των προτέρων αυτό για το οποίο έχει ανάγκη να ενηµερωθεί (!), οι ενδιάµεσες είναι ποικίλες και αόριστες, όλες δε πιθανότατα εξίσου αυθαίρετες, αφού το "αντικειµενικό" στατιστικό κριτήριο του συνήθως συµβαίνοντος δεν έχει θέση σε µια σωστή επαγγελµατική ενηµέρωση. 2 Ως αντικαταστατική της Οδ.97/ 66 στην οποία αναφέρεται το κείµενο της ρύθµισης.

προστασίας του χρήστη, πέρα από την υποχρέωση προς ενηµέρωσή του, αλλά δεν αποκλείουν πάντως το καθήκον λήψης εκείνων τουλάχιστον των µέτρων που η παράλειψή τους θα καταντούσε πλέον εξώφθαλµη, τ.ε. βαρεία αµέλεια. 3 1.4. Ειδικώς το καθήκον εγκατάστασης λογισµικού άρσης του απορρήτου κατ άρθρ.6 1 π.δ.47/ 2005; Μολαταύτα πριν από την επικείµενη ενσωµάτωση της παραπάνω κοινοτικής ρύθµισης το άρθρ.6 1 π.δ.47/ 2005 είχε ήδη επιβάλει στον πάροχο τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών την υποχρέωση να αναπτύξει ή να προµηθευθεί λογισµικό άρσεως του απορρήτου των συνδιαλέξεων, διαµέσου του οποίου και οφείλει να άρει το απόρρητο εντός τριών ωρών από την παραγγελία της "αρµόδιας αρχής" (άρθρ.8 π.δ.47/ 2005). Η νοµοθετική αυτή επιταγή διαφοροποιείται πιθανότατα προς το κοινοτικό δίκαιο (άρθρ.4 Οδ.02/ 58 και 15 Οδ.00/ 31), που αποκλείει κάθε υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης του παρανόµου περιεχοµένου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή οποιαδήποτε άλλη, πέρα από την υποχρέωση ενηµέρωσης του πελάτη. Όµοια γεννάται εύλογος προβληµατισµός της σχέσης του άρθρ.6 1 π.δ.47/ 2005 προς την ΠΚ 370Α 6, διάταξη τυπικού νόµου, ανωτέρου τυπικού κύρους έναντι του άρθρ.6 π.δ.47/ 2005 (η οποία και κολάζει την εµπορική διάθεση προιόντων ή υπηρεσιών παρακολούθησης συνδιαλέξεων), αλλά και προς την ίδια τη Σ 19, η οποία, απαγορεύοντας την προσβολή του απορρήτου των επικοινωνιών, αποκλείει κάθε διακινδύνευσή της, πολλώ δε µάλλον κάθε νοµοθετική επιβολή µιας τέτοιας διακυβεύσεως. Από την άλλη πλευρά γεννάται το ερώτηµα αν το άρθρ.8 π.δ.47/ 2005 επιτρέπει στον τηλεπικοινωνιακό πάροχο να καθυστερήσει να άρει το απόρρητο της ύποπτης επικοινωνίας επί τρείς ώρες, ακόµη κι αν άλλως ορίζει η σχετική δικαστική παραγγελία. 2. Ασφάλεια της ηλεκτρονικής επικοινωνίας απέναντι στον αποδέκτη της: Αναφορικά τώρα µε το µέτρο κατοχύρωσης της ηλεκτρονικής επικοινωνίας απέναντι σε τυχόν υποκλοπή-µαγνητοφώνησή της από τον ίδιο τον αποδέκτη της, το άρθρ.5 2 Οδ.02/ 58 επιτρέπει την αποθήκευση της επικοινωνίας από τον αποδέκτη της στο µέτρο που αυτό δικαιολογείται από την ανάγκη δικονοµικής αποδεικτικής κατοχύρωσής του ως προς το γεγονός της προς αυτόν δήλωσης: "Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει οποιαδήποτε επιτρεπόµενη από το νόµο καταγραφή συνδιαλέξεων όταν πραγµατοποιούνται κατά τη διάρκεια νόµιµης επαγγελµατικής πρακτικής µε σκοπό την παροχή αποδεικτικών στοιχείων µιας επαγγελµατικής συναλλαγής ή οποιασδήποτε άλλης επικοινωνίας επαγγελµατικού χαρακτήρα." Η ρύθµιση αυτή θα υπαγορευόταν και από το γενικό άρθρ.5 2α, δ ν.2472/ 1997 σε συνδυασµό µε την επιταγή για επίδειξη έγγραφου σ εκείνον που έχει έννοµο συµφέρον επί το περιεχόµενό του (ΑΚ 902, ΚΠολ 450 επ.), δηλαδή από την αξίωση που έτσι κι αλλιώς θα είχε ο αποδέκτης κατά του αποστολέως, αν ο αποστολέας κρατούσε στα χέρια του το έγγραφο της προς τον αποδέκτη δήλωσής του. 4 Μολαταύτα η εν λόγω ρύθµιση της οδηγίας τελεί υπό την επιφύλαξη του εσωτερικού δικαίου: «Η παράγραφος 1 δεν επηρεάζει οποιαδήποτε επιτρεπόµενη από τον [σ.σ.: εσωτερικό] νόµο καταγραφή συνδιαλέξεων». Όµως τόσο το άρθρ.4 3 του πρόσφατου νοµοσχεδίου για την ασφάλεια των προσωπικών δεδοµένων στις ηλεκτρονικές 3 Για το ζήτηµα βλ. αναλυτικά Χριστοδούλου iμεε 2004, 235 επ. 4 Την ίδια προβληµατική καθώς και την επισήµανση ότι τούτο απορρέει από την κατά κανόνα υπεροχή της Σ 20 έναντι της Σ 9Α (που περιέχει επιφύλαξη νόµου) βλ. παραπάνω α)αα).

επικοινωνίες, νοµοσχεδίου προσαρµογής στην Οδ.02/ 58, όσο και το προϋφιστάµενο αυτής εθνικό ποινικό δίκαιο (ΠΚ 370Α 2β) απαγορεύουν αυστηρότατα την εκ µέρους του επικοινωνούντος µαγνητοφώνηση των συνοµιλιών του χωρίς την συγκατάθεση του συνοµιλητή του, ενώ η πρόσφατη Σ 19 3 φαίνεται να τροποποιεί επί το ακόµη αυστηρότερο 5 την µέχρι πρό τινος προβλεπόµενη εξαίρεση των ΠΚ 370Α 3-4, όταν ο µαγνητοφωνών δεν µπορούσε να αποδείξει διαφορετικά την αθωότητά του. Τούτο, καθώς η Σ 19 3 απαγορεύει συλλήβδην κάθε αποδεικτικό µέσο που αποκτήθηκε παρά το απόρρητο της επικοινωνίας και της ιδιωτικής σφαίρας. 2.1. Εναρµόνιση προς το κοινοτικό δίκαιο: Αυτό το πλέγµα απαγορεύσεων, το αυστηρότερο της Ευρώπης 6 δεν στερείται ωστόσο προβληµάτων, συνυφασµένων πιθανότατα µε τον υπερπροστατευτικό χαρακτήρα του. Πρώτ' απ' όλα παρίσταται εξαιρετικά αµφίβολη η εξουσία του εθνικού νοµοθέτη της προσαρµογής στο άρθρ.5 2 Οδ.02/ 58 να εισαγάγει (στο άρθρ.4 2-3 ΝΑΗλΕπ) ρύθµιση ολότελα αντίθετη προς το δίκαιο της οδηγίας. Τούτο, τόσο ως εκ της ελλείψεως ρήτρας ελάχιστης προστασίας του υποκειµένου αναφορικά µε τις ρυθµίσεις της οδηγίας, όσο και επειδή -αυτονόητα- η σύγκρουση προς την οδηγία δεν συνιστά φυσικά ενσωµάτωσή της. Βεβαίως το άρθρ.5 2 Οδ.02/ 58 παραπέµπει µεν στο εσωτερικό δίκαιο, αφού αναφέρεται στην "επιτρεπόµενη από το νόµο καταγραφής των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων", όµως η (εκ πρώτης όψεως ταυτολογική) αυτή διατύπωση δεν µπορεί βέβαια να σηµαίνει ότι η συµµόρφωση προς την οδηγία αφήνεται στην ελεύθερη κρίση του εσωτερικού νοµοθέτη. Απλώς επιφυλάσσεται στο εσωτερικό δίκαιο η δυνατότητα απαγόρευσης συγκεκριµένων ειδικών περιπτώσεων ηχογράφησης συνοµιλιών, χωρίς να θίγεται πάντως ο πυρήνας της κοινοτικής ρύθµισης του άρθρ.5 2 Οδ.02/ 58, ήτοι η δυνατότητα καταγραφής των συνοµιλιών από τον επικοινωνούντα για αποδεικτικούς λόγους, ακόµη και χωρίς τη συγκατάθεση του άλλου µέρους. Τούτο, αφού ο νοµοθέτης της Οδ.02/ 58 όρισε σε ποιές περιπτώσεις προσαπαιτεί και τη συγκατάθεση του υποκειµένου για την επεξεργασία των δεδοµένων του στα δίκτυα, αποκλειοµένης κατ' αρχήν της επίτασης της προστασίας του στα δίκτυα, ελλείψει ρήτρας ελάχιστης προστασίας. Η ίδια λύση επιβάλλεται όπως ήδη αναφέρθηκε- αν λάβει κανείς υπ' όψιν του και το γενικό δίκαιο της προσωπικής σφαίρας: Η επεξεργασία-καταγραφή των προσωπικών δεδοµένων του συνοµιλητή επιτρέπεται και χωρίς την συναίνεσή του, αν υπαγορεύεται από λόγους δικαστικής προστασίας υπερτέρων εννόµων συµφερόντων σύµφωνα µε το άρθρ.5 2 ν.2472/ 1997, άρθρ.13 1ζ. Το άρθρ.5 2 Οδ.02/ 58 φαίνεται να περιορίζει τη νοµιµότητα της δικτυακής επεξεργασίας χωρίς συγκατάθεση στα επαγγελµατικά προσωπικά δεδοµένα για αποδεικτικούς λόγους. Όµως και των µη περιουσιακού χαρακτήρα επικοινωνιών επιβάλλεται η αποδεικτική κατοχύρωση, στο µέτρο που αυτές δεν ευρίσκονται στον ελεύθερο δικαίου χώρο, το δε άρθρ.5 2α, δ ν.2472/ 1997 και η ΑΚ 902 σκοπούν να κατοχυρώσουν και αυτών την απόδειξη. Όντως η αντίθετη λύση θα οδηγούσε σε οξύµωρο, αφού οι µεν επαγγελµατικές-εµπορικές συναλλαγές θα κατοχυρώνονταν µε (ηλεκτρονικά) έγγραφα, µολονότι µπορούν ν' αποδειχθούν και δια µαρτύρων (ΚΠολ 394 1δ), οι δε αστικές µη επαγγελµατικές συναλλαγές θα απαγορευόταν να 5 Πριν το 19991 η νµλγ υπέρ του παραδεκτού ΑΠ 60/ 69 ΝοΒ 1969, 562 επ., 673/ 83 1983, 445 επ., ΑΠ 381/ 87 ΝοΒ 1988, 563-564 ΕφΑθ 7758/ 1990 1991, 139 (παρακολούθηση µε ντετέκτιβ), ΕφΑθ 3081/ 85 1985, 521 επ. 6 Βλ. α.ά. Τζ. Ηλιοπούλου-Στράγγγα, Χρήση παρανόµως κτηθέντων αποδεικτικών µέσων και δικαίωµα υπεράσπισης του κατηγορουµένου (2003), σ.91

αποδειχθούν µε (ηλεκτρονικά) έγγραφα, µολονότι δεν µπορούν ν' αποδειχθούν και δια µαρτύρων (ΚΠολ 393 1). Άλλωστε σε τελευταία ανάλυση σε τι θα διέφερε ως επεξεργασία των προσωπικών δεδοµένων του διαδίκου η µαρτυρική κατάθεση από οποιοδήποτε προσαγόµενο (ηλεκτρονικό ή χάρτινο) έγγραφο; Αυτονόητο ότι αν απαγορευόταν οποιαδήποτε απόδειξη (ακόµη και η µαρτυρική) για τις µη περιουσιακές έννοµες σχέσεις, τότε το κράτος δικαίου θα αργούσε γι' αυτές. Εννοείται ότι και ο αποδέκτης του µηνύµατος θα πρέπει να ενηµερώνει το υποκείµενο για το σκοπό της επεξεργασίας των δεδοµένων του (µολονότι η Οδ.02/ 58 δεν περιέχει τέτοια ρύθµιση) σύµφωνα µε τα γενικώς κρατούντα (άρθρ.11 ν.2472/ 1997: δικαίωµα ενηµέρωσης του υποκειµένου). Συµπερασµατικά θα µπορούσε να διαπιστωθεί ότι η σύµφωνη µε το κοινοτικό δίκαιο ερµηνεία του εσωτερικού δικαίου θα υπαγόρευε το επιτρεπτό της αποθήκευσης του περιεχοµένου οποιασδήποτε νοµικά σηµαντικής επικοινωνίας από τον αποδέκτη της για αποδεικτικούς σκοπούς, τεκµαιροµένου πάντως e contrario ότι δηλώσεις µη αφορώσες περιουσιακές έννοµες σχέσεις έχουν εν αµφιβολία χαρακτήρα όχι νοµικά δεσµευτικό 7 και άρα δεν υφίσταται έννοµο συµφέρον προς απόδειξίν τους,. 2.2. Σύµφωνη προς το (υπόλοιπο) Σύνταγµα ερµηνεία: Υπό το ίδιο πρίσµα η φαινοµενικώς άτεγκτη απαγόρευση της Σ 19 3 αµβλύνεται, αφού παραπέµπει στη ρύθµιση της Σ 9Α (και της Σ 19 1), που µε τη σειρά της εξαρτάται από την ήδη εκτεθείσα ρύθµιση του άρθρ.5 2α του εκτελεστικού αυτής ν.2472/ 1997. 8 Με την έννοια αυτή η έκταση της απαγόρευσης της καταγραφής φαίνεται να απόκειται στη στάθµιση της αξίας του επιδίκου αντικειµένου προς την (κατά κανόνα) ηθική αξία που διακυβεύεται από την προσβολή του απορρήτου των προσωπικών δεδοµένων του συνοµιλητή. 9 Τούτο, καθώς η στάθµιση της βαρύτητας των διαζευκτικώς επαπειλουµένων παραβάσεων ή αγαθών φαίνεται να αποτελεί το έσχατο µέσο άρσεως της συγκρούσεως των αντιστοίχων κανόνων δικαίου, αναφαίρετο µεθοδολογικό (και άρα προνοµοθετικό) "εργαλείο" του ερµηνευτή σε κάθε τέτοια περίπτωση. Υπό την ίδια αυτή θα µπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι -κατ' αρχήν τουλάχιστον- το δικαίωµα έννοµης προστασίας (Σ 20) θα προηγείται αυτού της προσωπικής σφαίρας (Σ 9Α), αφού σε τελευταία ανάλυση χωρίς δικαστική λειτουργία και κράτος δικαίου δεν θα προστατεύονταν ούτε και τα προσωπικά δεδοµένα. 2.3. Συστηµατική ερµηνεία ενόψει της ΠΚ 370 Α: Οµοίως σχετική φαίνεται η απαγόρευση των υποκλοπών η οποία θεσπίζεται από το πλέγµα των ΠΚ 370 Α 2α,β, 3-4. Πράγµατι, ενώ η καταγραφή συνοµιλίας από τρίτον κολάζεται µόνον όταν γίνεται "αθέµιτα", ο ίδιος ο συνοµιλητής φαίνεται να τιµωρείται σε κάθε περίπτωση που αποτολµά να καταγράψει όσα αυτοβούλως και απευθείας του εµπιστεύεται ο άλλος, στο µέτρο που το γράµµα του β' εδαφίου της 1 της ΠΚ 370 Α δεν διακρίνει! Η πρόδηλη αυτή ανισότητα επιβάλλει -a fortiori µάλιστα- το να ερµηνευθεί το εν λόγω β' εδάφιο της ΠΚ 370 Α 1 ενόψει του αµέσως προηγουµένου αυτού α' εδαφίου, προς το οποίο άλλωστε και συνέχεται νοηµατικά, ώστε να 7 Κανόνας που γίνεται άλλωστε και γενικότερα δεκτός, βλ. α.ά. Σταθόπουλο ΓενΕν 4 2, αρ.39. 8 Αν αναλογισθεί κανείς ότι και ο (προ)εκτελεστικός ν.2472/ 1997 θα πρέπει κι αυτός να κήδεται του όλου Συντάγµατος και άρα και της πρώτης παραπεµπτικής Σ 19 3, τότε η συνταγµατική γενναιοδωρία σε διεξοδικές ρυθµίσεις µοιάζει να προσλαµβάνει διαστάσεις φαύλου κύκλου. Για το ζήτηµα των εννόµων συνεπειών, των ρυθµιστικών στόχων και της φύσεως των συνταγµατικών διατάξεων (κατευθυντήριες, leges perfectae, imperfectae, plus quam perfectae κ.λ.π.) βλ. α.ά.... 9 Για την ανάλυση της Σ 19 3 βλ. Στράγγα, ό.π., Χριστοδούλου, Ηλεκτρονικά έγραφα και ηλεκτρονική δικαιοπραξία (2001), σελ.35.

διώκονται µόνον οι "αθέµιτες" ηχογραφήσεις του συνοµιλητή και όχι λοιπόν και όσες υπαγορεύονται από εύλογο έννοµο συµφέρον (µε την έννοια της ΑΚ 901). Η συσταλτική αυτή pro reo συστηµατική ερµηνεία της ΠΚ 370 Α 1β διικαιολογείται όχι µόνον από την αρχή της ισότητας, αλλά και από την αρχή nullum crimen sine lege stricta (αλλά και certa). Άλλωστε σύµφωνα µε την ΠΚ 370 Α 4 ακόµη και οι ηχογραφήσεις παραµένουν ατιµώρητες, αν χρησιµοποιηθούν σε δίκη ως τα µόνα υπάρχοντα αποδεικτικά µέσα. 2.4. Τελολογική προσέγγιση: Περαιτέρω, προσεγγίζοντας κανείς τελολογικώς το συγεκριµένο ζήτηµα (επιτρεπτό της καταγραφής των τηλεφωνικών δηλώσεων εκ µέρους του αποδέκτη τους) αναρωτιέται εύλογα σε τι διαφέρει ουσιαστικώς η λαθραία µαγνητοφώνηση του συνοµιλητή από τη λαθραία ωτακουστία, που θα µπορεί να εξελιχθεί σε παραδεκτή µαρτυρική κατάθεση: Η έλλειψη ενσωµάτωσης της τηλεφωνικής δήλωσης σε αρχείο αντικειµενικώς προσβάσιµο σε όλους, δηλ. η έλλειψη της αναγκαίας και ικανής προϋπόθεσης υπαγωγής στην ειδική νοµοθετική προστασία των προσωπικών δεδοµένων σηµαίνει πρακτικώς τη µειωµένη αποδεικτική δύναµη (ΚΠολ 444 αρ.3, 443 εν σχέσει προς ΚΠολ 340), αλλά και αξιοπιστία του παραδεκτού αποδεικτικού µέσου (της µαρτυρίας) έναντι του απαραδέκτου (µηχανικής απεικόνισης-ηχοληψίας). Άραγε αυτός ηταν ο στόχος του νοµοθέτη της ιδιωτικής σφαίρας, να επιτρέψει µεν την γνωστική πρόσβαση στα δεδοµένα του υποκειµένου, αλλά ταυτόχρονα να συντηρήσει αµφιβολίες, τ.ε. να αποκλείσει τον αναιρετικό έλεγχο της ορθότητας της δικανικής διαπίστωσης των δεδοµένων αυτών; Εξάλλου, προκειµένου για την καταγραφή των τηλεφωνικών δηλώσεων εκ µέρους εκείνου στον οποίο απευθύνονται, αναρωτιέται εύλογα κανείς αν είναι σύµφωνο µε την αρχή της καλής πίστης (τ.ε. µε την απαιτούµενη ευθύτητα και εντιµότητα στις συναλλαγές) το να εµποδίζει κανείς τον συνοµιλητή του να καταγράψει τις δηλώσεις που απευθύνονται σ' αυτόν, µόνο και µόνο για να µπορεί να µπορεί να αρνείται εκ των υστερων όσα ο ίδιος του δήλωσε, υπαναχωρώντας κατ' αυτόν τον τρόπο ακόµη και από νοµικώς δεσµευτικές δηλώσεις του. 2.5. Συνοψίζοντας και ενόψει όλων των παραπάνω επιχειρηµάτων φαίνεται κατά µείζονα λόγο νόµιµη η καταγραφή του περιεχοµένου της συνδιαλέξεως από τον ένα συνοµιλητή, όταν αυτό επιβάλλεται από θεµιτή ανάγκη δικαστικής προάσπισης των δικαιωµάτων του, ιδίως την απόδειξη των γεγονότων που τα στηρίζουν. Το βάρος της απόδειξης του θεµιτού της ηχοληψίας αποτελεί λεπτοµερειακό θέµα, που δεν θα µας απασχολήσει εκτενώς στην παρούσα εισήγηση, διαφοροποιούµενο άλλωστε ανάλογα µε τις ιδιαιτερότητες των εκάστοτε σκοπούµενων εννόµων σχέσεων (π.χ. pro reo στις ποινικές κ.ά.). Από την έκθεση των παραπάνω δυσχερέστατων νοµικών προβληµάτων θα µπορούσε να κανείς να καταλήξει σε δύο πρόχειρα συµπεράσµατα. Πρώτ απ όλα τα περισσότερα νοµικά διλήµµατα της ασφάλειας των ηλεκτρονικών επικοινωνιών γεννώνται από τη σύγκρουση ενός πλήθους αντιθέτων εν πολλοίς διατάξεων, εθνικών, κοινοτικών, συνταγµατικών κ.ά, οι οποίες τείνουν πλέον να σχηµατίσουν ένα νοµοθετικό παλίµψηστο, χωρίς ορατές αξιολογήσεις και κριτήρια ιεράρχησης ανάµεσα στα εκατέρωθεν συγκρουόµενα συµφέροντα, ιδίως ανάµεσα στην κατοχύρωση της ιδιωτικής σφαίρας και σ άλλα αντίρροπα αιτήµατα, π.χ. το δικαίωµα δικαστικής προστασίας, την επιταγή για ουδετερότητα της πολιτείας απέναντι στις διάφορες πολιτικές και λογισµικά µεγαλύτερης ή µικρότερης-

ασφαλείας ως εµπορικά προϊόντα (cryptoproducts) των διαφόρων ανταγωνιστών της τηλεπικοινωνιακής αγοράς κ.ο.κ. Η στάθµιση ανάµεσά τους δεν µπορεί παρά να ανταποκρίνεται κατ αρχήν στις ανωτέρου τυπικού κύρους επιταγές της έννοµής µας τάξης, το συνταγµατικό και το κοινοτικό δίκαιο. Μια τέτοια στάθµιση όµως ούτε ευχερής είναι, ούτε ίσως έχει οδηγηθεί σε αποκρυσταλλωµένα συµπεράσµατα στο επιστηµονικό πεδίο. Κι έτσι η πολιτεία αναγκάζεται να φέρει τις αναπόφευκτες συνέπειες της νοµοθετικής επέµβασης σε άλυτα ακόµη επιστηµονικά ζητήµατα.