Λ Α Κ Ρ Ι Μ Ο Σ Α D α µ ά ζ ο ν τ α ς τ ο ό ν ε ι ρ ο
Σειρά: Ελληνική Λογοτεχνία Συγγραφέας: ήµητρα Φραγκούλη Τίτλος: ΛΑΚΡΙΜΟΣΑ αµάζοντας το όνειρο Σελιδοποίηση: Αλίκη Τριανταφυλλίδου Φιλολογική Επιµέλεια: Ανθή Μπίσσα Εκπόνηση εξωφύλλου: Έλενα Ματθαίου Copyright εξωφύλλου: Indigo Images Θεώρηση οκιµίων: Εύη Ζωγράφου Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόµος 2121/1993 και κανόνες του ιεθνούς ικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. 2015 ήµητρα Φραγκούλη & ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ Σόλωνος 136, 106 77, Αθήνα Τηλ.: 210 3829339, 210 3803925, Φαξ: 2103829659 e-mail: info@oceanosbooks.gr www.oceanosbooks.gr ISBN 978-618-5104-37-5
Δ Η Μ Η Τ Ρ Α Φ Ρ Α Γ Κ Ο Υ Λ Η ΛΑΚΡΙΜΟΣΑ D α µ ά ζ οντ α ς τ ο όν ε ι ρ ο
Σ τ η ν κ ό ρ η μ ο υ Α λ ί κ η
Lacrimosa* dies illa, Qua resurget ex favilla. Judicandus homo reus: Huic ergo parce, Deus. Pie Jesu Domine, Dona eis requiem. Amen. t Δάκρυα γεμάτη θα είναι η ημέρα εκείνη που θα αναδυθεί μέσα από τις στάχτες ο ένοχος άνθρωπος για να κριθεί Γι αυτό Θεέ, λυπήσου τον, Φιλεύσπλαχνε Κύριε, Ιησού δώσ του αιώνια ανάπαυση. Αμήν * Το Lacrimosa είναι τμήμα της νεκρώσιμης ακολουθίας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 1 ΠΑΤΡΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1941 Ήταν πια μεσάνυχτα και η βροχή δεν έλεγε να κοπάσει ούτε ένα λεπτό. Ο άνεμος περνούσε μανιασμένα από τις ψηλές λεύκες των δρόμων, λυγίζοντάς τες ώς το έδαφος, εκείνη την παγωμένη νύχτα του Φλεβάρη. Έβρεχε ασταμάτητα εδώ και δυο μέρες και οι χωματόδρομοι είχαν ανοίξει, γεμίζοντας τεράστιες λακκούβες με νερό. Οι λάσπες κυλούσαν μέσα στα σπίτια, κάτω από χαραμάδες, βοηθώντας το κρύο να φωλιάσει στις γωνιές και στις καρδιές των φτωχών κατοίκων. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα γεννούσε τεράστια κύματα που χτυπούσαν δυνατά στους κυματοθραύστες, δημιουργώντας ψηλά δάση νερού. Τίποτε όμως απ όλα αυτά δεν έφτανε στο αρχοντικό των Λιβάνηδων. Το μεγάλο πέτρινο διώροφο σπίτι, απέναντι ακριβώς από τη θάλασσα, στεκόταν επιβλητικό και αγέρωχο ενάντια σε κάθε στοιχείο της
Δ Η Μ Η Τ Ρ Α Φ Ρ Α Γ Κ Ο Υ Λ Η Φύσης. Εκείνο το βράδυ τα ξύλινα, βαριά πορτοπαράθυρα ήταν σφαλισμένα. Φως δεν έβγαινε από πουθενά και το σπίτι έδινε την αίσθηση πως όλοι του οι ένοικοι απουσίαζαν. Κι όμως, στο τεράστιο σαλόνι βρισκόταν από ώρα το ζεύγος Λιβάνη. Η Βούλα Λιβάνη, καθισμένη στον μπροκάρ καναπέ, έσφιγγε με το δεξί της χέρι το λευκό μαντίλι καθώς προσπαθούσε να σταματήσει έναν λυγμό. «Τί να γίνεται τώρα Βάιε;» Η γυναίκα κοίταζε ανήσυχη τον άνδρα της που στεκόταν όρθιος στην άλλη πλευρά του δωματίου. Δεν ήταν ψηλός, αλλά η έντονη προσωπικότητά του τον έκανε να μοιάζει τεράστιος μπροστά στα μάτια των άλλων. Είχε φαρδιές πλάτες και κοντά χέρια που δεν τον κολάκευαν ιδιαίτερα, αλλά το παχύ μουστάκι κάλυπτε ένα αποφασιστικό στόμα και τα μάτια του άστραφταν από εξυπνάδα και αίσθηση ισχύος. «Πού θες να ξέρω βρε Βούλα;» την αποπήρε. «Έτσι όπως τα κατάφερε η κόρη σου, άσ την να τα βγάλει πέρα μόνη της». «Δεν είναι κουβέντες αυτές, τέτοιαν ώρα». Ο Βάιος διέσχισε όλο το σαλόνι, κατευθύνθηκε προς το παράθυρο και κουνώντας πέρα-δώθε τα παραθυρόφυλλα σιγουρεύτηκε ότι ήταν κλεισμένο καλά. Ύστερα άρχισε πάλι τη μουρμούρα. «Σαν να μην τη μεγαλώσαμε με ό,τι είχαμε και δεν είχαμε. Όλα για εκείνη και το ευχαριστώ; Να το τώρα». ~ 12 ~
Δ Α Μ Α Ζ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Ο Ν Ε Ι Ρ Ο Η Βούλα καθόταν αμίλητη στον καναπέ και συνέχιζε να σιγοκλαίει. Η φωτιά στο σκαλιστό μαρμάρινο τζάκι είχε σβήσει προ πολλού και στο μεγάλο σαλόνι είχε απλωθεί παγωνιά. Ωστόσο, κανείς δεν είχε μπει στον κόπο να την ξανανάψει. Η οικονόμος της οικογένειας ήταν από ώρα στο προσκεφάλι της κόρης του ζευγαριού, στο πάνω δωμάτιο. «Θεέ μου, βάλε το χέρι σου να πάνε όλα καλά και το ρεζιλίκι που μας βρήκε κάπως θα το βολέψουμε», προσευχήθηκε η Βούλα. Εδώ και μήνες προσπαθούσαν να κρύψουν από τη μικρή κοινωνία των Πατρών την εγκυμοσύνη της δεκαεξάχρονης κόρης τους, της Αθηνάς. Όταν πια η κοιλιά της είχε αρχίσει να στρογγυλεύει τόσο που δεν μπορούσε να κρυφτεί ούτε πίσω από τα φαρδιά ρούχα, ο πατέρας της τής απαγόρευσε να βγαίνει έξω. Πίστευαν μάλιστα πως τα είχαν καταφέρει μέχρι που συνέβη ένα περιστατικό που τάραξε τη Βούλα Λιβάνη. Ένα πρωινό που είχε πάει για ψώνια, τη συνάντησε η κόρη του συμβολαιογράφου, η Αργυρούλα. Χαρωπή την πλησίασε ρωτώντας πού έχει χαθεί η κόρη της και γιατί δεν πήγαινε στο σχολείο πια. Η Βούλα κοκκίνισε ολόκληρη, χάνοντας τα λόγια της. Προσπάθησε να μη δείξει την ταραχή της, αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει τη σκέψη πως η Αργυρώ με κάποιον τρόπο είχε μάθει την κατάσταση της κόρης της και την κορόιδευε, φέρνοντάς τη σε δύσκολη θέση. Το αποτέλεσμα ήταν να ~ 13 ~
Δ Η Μ Η Τ Ρ Α Φ Ρ Α Γ Κ Ο Υ Λ Η απαντήσει πολύ απότομα, λίγο πριν βάλει το κεφάλι κάτω γεμάτη ντροπή και φύγει τρέχοντας για το σπίτι. Η Βούλα ήταν άξια και υπερήφανη γυναίκα από παλιά, πλούσια οικογένεια, και αυτή της την αξιοπρέπεια τη μετέφερε και στην οικογένεια που έφτιαξε με τον Βάιο Λιβάνη, έναν από τους πιο πλούσιους κτηματίες των Πατρών. Η Αθηνούλα τους είχε μεγαλώσει σαν πραγματική πριγκίπισσα, με όλα τα πλούτη και τις ανέσεις που μπορούσαν να της προσφέρουν. Το κορίτσι είχε εξελιχθεί σε ένα χαρωπό, έξυπνο, καλόβολο πλάσμα. Όλοι είχαν να λένε πως το μεγαλύτερο προτέρημά της ήταν η ικανότητα που είχε να φωτίζει τα πάντα γύρω της με χαρά και θετική αύρα. Η κοινωνία όμως ήταν μικρή και κακιά και ο φόβος ότι η εγκυμοσύνη του κοριτσιού θα αμαύρωνε την καλή της φήμη είχε στοιχειώσει όλη την οικογένεια. Η Βούλα αγαπούσε το παιδί της με όλη της την καρδιά και είχε καλή και μεγάλη καρδιά ωστόσο δεν μπορούσε να χωνέψει ότι το βλαστάρι της πριν ακόμη τελειώσει το σχολείο, είχε μείνει έγκυος από έναν νεαρό, ο οποίος είχε φύγει για το μέτωπο όπως όλα τα αγόρια εκείνον τον καιρό. Στον επάνω όροφο του σπιτιού, στη μικρή κρεβατοκάμαρά της, η δεκαεξάχρονη Αθηνά, ιδρωμένη και εξαντλημένη κοιτούσε την οικονόμο του σπιτιού, την Ελένη, στα μάτια. Ένιωθε πως δεν είχε τη δύναμη να ~ 14 ~
Δ Α Μ Α Ζ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Ο Ν Ε Ι Ρ Ο μιλήσει, ενώ το στόμα της ήταν στεγνό. Τα δάκρυα είχαν αυλακώσει στο πλάι το πρόσωπό της έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη. «Αθηνούλα μου, τα κατάφερες! Έφερες στον κόσμο ένα υγιέστατο, πανέμορφο κοριτσάκι!» Η Ελένη έπλυνε το παιδί, το τύλιξε σε μια κουβερτούλα και το έδωσε στη μητέρα του. Κοίταξε το κορίτσι και δάκρυα της ήρθαν στα μάτια. Καθ όλη τη διάρκεια του τοκετού, η Αθηνά έπνιγε τις κραυγές της σε μια πετσέτα γιατί δεν ήθελε να ακουστεί. Είχε απαιτήσει να μην έχει κοντά της γιατρό ή μαμή, ούτε καν τη μητέρα της. Όταν ήθελε, γινόταν τόσο ξεροκέφαλο και πεισματάρικο παιδί, ίδιο ο πατέρας της, σκέφτηκε η Ελένη και χαμογέλασε. Η Αθηνά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της αγκάλιασε με δυσκολία το νεογέννητο και σχεδόν χωρίς να ακούγεται είπε: «Ελένη, θέλω... θέλω να μου υποσχεθείς πως αν μου συμβεί οτιδήποτε, θα την προσέχεις πάντα». «Σςς, ησύχασε τώρα εσύ και όλα θα πάνε καλά. Να δεις τώρα με το καλό που θα τελειώσει ο πόλεμος και θα γυρίσει και ο Νίκος, μαζί θα το μεγαλώσετε. Κοιμήσου τώρα, ξεκουράσου. Σε λίγο η μικρή θα πεινάσει και θα σε γυρέψει» της είπε και της χάιδεψε το μέτωπο. Η Αθηνά χαμογέλασε αδύναμα και της έδωσε το μωρό πίσω. ~ 15 ~
Δ Η Μ Η Τ Ρ Α Φ Ρ Α Γ Κ Ο Υ Λ Η Λίγο αργότερα η Ελένη άκουσε τη ρυθμική ανάσα του κοριτσιού, σημάδι ότι είχε αποκοιμηθεί. Αθόρυβα, βγήκε από το δωμάτιο και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι. Μια βροντή συντάραξε όλο το σπίτι και έκανε τα φώτα να τρεμοσβήσουν. «Βάιε, Βούλα, απόψε αποκτήσατε μια υγιέστατη εγγονή. Μητέρα και παιδί είναι καλά και κοιμούνται». Ακούγοντας τα νέα η Βούλα ανάσανε ανακουφισμένη. Ο Βάιος παρέμεινε σιωπηλός και προβληματισμένος. ~ 16 ~
Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 2 X Οκαιρός περνούσε και οι σχέσεις πατέρα και κόρης ήταν ακόμη πολύ τεταμένες. Ο Βάιος δεν μιλούσε στην κόρη του, ενώ η Αθηνά περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας της με το μωρό και με τις ασχολίες του σπιτιού, περιμένοντας τον Νίκο να γυρίσει. Δυστυχώς, τα νέα από το μέτωπο ήταν αποκαρδιωτικά. Πληροφορίες ανέφεραν πως οι Ιταλοί είχαν ξεκινήσει νέα επίθεση στο αλβανικό μέτωπο υπό τις διαταγές του ίδιου του Μουσολίνι. Η στρατιωτική τους υπεροχή, τόσο αριθμητικά όσο και σε πολεμοφόδια, έκανε τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα. Οι βρετανικές ενισχύσεις που είχαν καταφτάσει ήταν βέβαια μια μεγάλη ανακούφιση για τα απογυμνωμένα και αδύναμα ελληνικά στρατεύματα, αλλά και πάλι τα πράγματα παρέμεναν δύσκολα. Όλη η πατρίδα βασιζόταν στο θάρρος και στην ανδρεία εκείνων των παιδιών και όχι στα όπλα και στην εξάρτυσή τους. Λόγω της κατάστασης της πατρίδας και της απουσίας του Νίκου στο μέτωπο, ο οποίος είχε να δώσει
Δ Η Μ Η Τ Ρ Α Φ Ρ Α Γ Κ Ο Υ Λ Η σημεία ζωής πολύ καιρό, ο Βάιος αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να βαφτιστεί το μωρό. Κυριακή πρωί, σχεδόν χάραμα, ξεκίνησαν για την εκκλησία πατέρας, κόρη και η Ελένη, που θα γινόταν νονά. Η Αθηνά είχε φορέσει ένα απλό, αλλά όμορφο γαλάζιο φουστάνι που ταίριαζε με τα μεγάλα της μάτια, μάτια γαλανά που είχε πάρει και η κορούλα της. Η Βούλα είχε βγάλει τα βαφτιστικά της Αθηνάς, τα είχε πλύνει, τα είχε σιδερώσει και τα είχε βάλει σε ένα όμορφο καλάθι, που το στόλισε με μια ροζ κορδέλα. Ο παπα-βασίλης τους περίμενε και μόλις τους είδε να ανεβαίνουν το μονοπάτι, έριξε στην κολυμπήθρα το νερό που είχε ετοιμάσει και βγήκε να τους προϋπαντήσει. «Άντε παπά μου, να τελειώνουμε προτού ξημερώσει καλά. Μην ξυπνήσει ο κόσμος και δει τα χαΐρια μας», του είπε ο Βάιος καθώς έσκυβε να του φιλήσει το χέρι λοξοκοιτάζοντας την κόρη του. Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και δεν μίλησε. «Μη λες τέτοια πράγματα Βάιε», τον μάλωσε ο παπάς, «εγγόνα σου είναι», του είπε καθώς πήρε το όμορφο μωράκι στην αγκαλιά του. «Όλοι παιδιά του Θεού είμαστε! Άντε Αθηνά μου, ετοιμάστε το μωρό με την Ελένη να ξεκινήσουμε». Η εκκλησία, ένα μικρό, λευκό, ορθογώνιο κτήριο, ήταν περιτριγυρισμένη από ένα όμορφο μεγάλο προαύ- ~ 18 ~
Δ Α Μ Α Ζ Ο Ν Τ Α Σ Τ Ο Ο Ν Ε Ι Ρ Ο λιο, όπου πολλές φορές η τοπική κοινωνία οργάνωνε τις γιορτές και τις επετείους. Όταν μπήκαν μέσα, ο χώρος ήταν σκοτεινός. Δυο καντήλια κρεμασμένα και ένα κεράκι που άναψε και κράτησε στα χέρια της η Αθηνά ήταν όλος κι όλος ο φωτισμός. Το μυστήριο ξεκίνησε, και το όνομα αυτής Όλγα, όπως η γιαγιά της, η συγχωρεμένη μάνα του Νίκου. Η μικρή Όλγα καθ όλη τη διάρκεια της βάπτισης δεν έβγαλε φωνή, αντίθετα γελούσε και το χαιρόταν. Όταν την έντυσαν και της φόρεσαν τον σταυρό, τη σήκωσε στα χέρια της η νονά της. Ο Βάιος με το ένα χέρι στην τσέπη του πανταλονιού του στεκόταν δίπλα στην κόρη του και τους κοιτούσε σκεπτικός. Τότε η μικρή Όλγα γύρισε στον παππού της και του άπλωσε τα στρουμπουλά της χεράκια. Ο άνδρας τα χασε. Κοίταζε μια το μωρό και μια την Ελένη. Συνεχίζεται... ~ 19 ~