ΟΜΙΛΙΑ Γ.Γ. ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ ΑΝΤΩΝΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΗΔΗΚΕΚ-ΠΕΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ CYTA ΚΑΙ Η ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΤΡΟΙΚΑ Η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. συνοδεύτηκε από ένα λάθος το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Λειτουργήσαμε σαν βασιλικότεροι του βασιλέως, δεν λάβαμε υπόψη τις ανάγκες της οικονομίας και τις ιδιαίτερες συνθήκες της Κύπρου σαν μικρή απομονωμένη αγορά που βρίσκεται υπό ημικατοχή, και δεν ζητήσαμε να πάρουμε τις αναγκαίες εξαιρέσεις. Ένα από αυτά τα θέματα ήταν η ελευθεροποίηση της αγοράς και ο ανταγωνισμός. Τα αποτελέσματα που έφερε το ρυθμιστικό πλαίσιο που ψηφίστηκε είναι η δογματική επιδίωξη για εισαγωγή του ιδιωτικού τομέα στην αγορά δίνοντας του πλεονεκτήματα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το συμφέρον των καταναλωτών, του Κράτους και της κοινωνίας. Εμείς εντοπίσαμε αυτά τα προβλήματα πριν από το 2000 και προσπαθήσαμε μέσα από Δημόσιο διάλογο και επιχειρήματα να τα μετατρέψουμε σε θέμα της κοινωνίας. Αναδείξαμε το ρόλο και την προσφορά της CYTA στην πορεία ανάπτυξης και οικονομικής σταθερότητας, στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών, και στην κοινωνική συνοχή που οδήγησαν στην πρόοδο και την ευημερία για τους πολίτες. Παράλληλα, προειδοποιούσαμε για τον κίνδυνο να χαθεί ο τεράστιος πλούτος που δημιουργήθηκε σε ακίνητα, υποδομή, δίκτυα, τεχνολογία, υπηρεσίες και τεχνογνωσία ενώ υποδεικνύαμε και την ανάγκη για εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, της δομής και οργάνωσης του Οργανισμού και κάναμε προς την κατεύθυνση αυτή
συγκεκριμένες προτάσεις που δυστυχώς δεν είχαν το προσδοκούμενο αποτέλεσμα. Πιστεύουμε ότι σε μεγάλο βαθμό πετύχαμε να πείσουμε την πλειοψηφία των πολιτικών, κοινωνικών δυνάμεων και την κοινή γνώμη μέχρι την προ Μνημονίου εποχή. Ο Οργανισμός μπόρεσε δε να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό παρά τις εσωτερικές αδυναμίες και τα εμπόδια που προκαλούσαν οι αποφάσεις της Ρυθμιστικής Αρχής και της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Ο Οργανισμός ήταν κερδοφόρος, έδωσε στο κράτος 750 εκατ., πρόσφερε χαμηλά τιμολόγια και συνέχισε την αναπτυξιακή πολιτική. Η Παγκόσμια οικονομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος που ξέσπασε το 2008 αναπόφευκτα επηρέασε και την Κύπρο και την πραγματική οικονομία (κατασκευές-τουρισμός-απασχόλησημείωση των εσόδων). Λαμβάνονταν μέτρα, όμως κατά γενική ομολογία δεν γνωρίζαμε, και ως εκ τούτου δεν εκτιμήθηκε σωστά το τεράστιο πρόβλημα που υπήρχε από το υπέρογκο για την οικονομία της Κύπρου Τραπεζικό Σύστημα, και την επικίνδυνη επέκταση του στην Ελλάδα και άλλες χώρες. Οι συνεχείς υποβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης και ο αποκλεισμός από τις αγορές με κύρια αιτία την ανάγκη στήριξης των τραπεζών, οδήγησαν την Κυβέρνηση μη έχοντας άλλη επιλογή στην υποβολή αίτησης για δανειακή σύμβαση. Γνωρίζαμε τις Πολιτικές Λιτότητας και τις Νεοφιλελεύθερες οικονομικές πρακτικές που ακολουθά η Τρόικα για αυτό κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης καταβλήθηκε έντονη προσπάθεια για προστασία της κοινωνικής συνοχής, των θεσμών, των θεσμικών ωφελημάτων, την αποτροπή των ιδιωτικοποιήσεων και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων στο φυσικό αέριο.
Η κατ αρχήν συμφωνία με την Τρόικα το Νοέμβριο του 2012 δεν υπογράφηκε παρά το γεγονός ότι τα μέτρα ψηφίστηκαν το Δεκέμβριο του 2012 με μόνη εκκρεμότητα τον καθορισμό του ύψους του χρέους σε σχέση με τις ανάγκες για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Δυστυχώς, έγιναν δεύτερες σκέψεις από τους Ευρωπαίους εταίρους μας που οδήγησαν στο γνωστό «κούρεμα» των καταθέσεων το Μάρτιο του 2013 και τη μετέπειτα υπογραφή της Δανειακής Σύμβασης. Δυστυχώς, η Κυβέρνηση παρά τις δεσμεύσεις της αποδέχτηκε να περιληφθεί η ιδιωτικοποίηση της CYTA και άλλων Η.Ο. και η εκποίηση Δημόσιας περιουσίας. Προβλέπει να αποφέρει 1.4 δισεκατ. μέχρι το 2016 και άλλα 400 εκατ. μέχρι το 2018. Το ερώτημα είναι αν αυτές οι πρόνοιες θα αποβούν προς το συμφέρον της οικονομίας και θα βοηθήσουν στην έξοδο από την κρίση ή αν αποτελούν τη δογματική επιβολή μιας αποτυχημένης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Σε απάντηση εμείς λέμε ότι τυχόν εφαρμογή αυτής της πρόνοιας θα λειτουργήσει όπως και τα άλλα μέτρα λιτότητας γιατί: Το εφάπαξ ποσό που σίγουρα δεν αντιπροσωπεύει την αξία των οργανισμών θα πάει στη μαύρη τρύπα και τον αδιέξοδο φαύλο κύκλο που προκαλούν αυτές οι πολιτικές. Θα στερήσει μόνιμα από το κράτος μοχλούς ανάπτυξης που τους έχουμε τόση ανάγκη, τον πλούτο που έχει δημιουργηθεί και την κερδοφορία των Οργανισμών. Το επιχείρημα ότι ο ανταγωνισμός θα ωφελήσει την κοινωνία έχει αποδειχθεί στην πράξη λανθασμένο. Αντιθέτως, θα δημιουργηθούν συνθήκες ολιγοπωλίου, αύξησης των τιμών, θα περιορισθούν οι επενδύσεις και θα επιβαρυνθεί το Δημόσιο για τη συνεχή τεχνολογική αναβάθμιση. Οι ανταγωνιστές της CYTA
παρά τα πλεονεκτήματα που τους δόθηκαν κάνουν «ζημιές» και καραδοκούν να επωφεληθούν από τις εξελίξεις. Παλαιότερα η ιδιωτικοποίηση τηλεπικοινωνιακών Οργανισμών προσέλκυε χρηματιστηριακές επενδύσεις έστω και αν δεν ήταν υγιές φαινόμενο, σήμερα δεν υπάρχει αυτό το ενδεχόμενο. Ακόμα και αυτοί που επιμένουν στην πιστή εφαρμογή του Μνημονίου αναγνωρίζουν ότι για να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα της οικονομίας χρειάζεται ανάπτυξη, προσέλκυση επενδύσεων, αναζωογόνηση της επιχειρηματικής και εμπορικής δραστηριότητας, δημιουργία θέσεων εργασίας και στήριξη των αδύνατων στρωμάτων. Σίγουρα στα πιο πάνω δεν συμβάλλουν ούτε οι ιδιωτικοποιήσεις ούτε οι Μνημονιακές Πολιτικές Λιτότητας. Δυστυχώς, σε αυτή τη συγκυρία η κατάσταση στη CYTA δεν είναι και η καλύτερη με πιο σοβαρό το πρόβλημα ρευστότητας λόγω της μείωσης των εσόδων από την οικονομική κρίση, τις επιπτώσεις από το κούρεμα των καταθέσεων, και τα δάνεια που έδωσε προς το κράτος για την αποτροπή της στάσης πληρωμών. Η συστηματική στόχευση των εργαζομένων αποκαλώντας τους προνομιούχους και τεμπέληδες και η διερεύνηση της επένδυσης του Ταμείου Σύνταξης στη Δρομολαξιά αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τα κύρια προβλήματα και δημιουργούν συνθήκες αποδοχής των πολιτικών της Τρόικας. Ο Οργανισμός τέθηκε υπό κηδεμόνευση από την Κυβέρνηση-Βουλή, υπάρχει διοικητικό κενό και αμηχανία στη Διεύθυνση, οι δε εργαζόμενοι είναι τρομοκρατημένοι ή τουλάχιστον συγχυσμένοι μη γνωρίζοντας πιο είναι το μέλλον τους και πως εξασφαλίζεται το καθεστώς εργασίας τους, τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα και η ίδια η δουλειά τους. Εμείς πρέπει να βγούμε με καθαρές και τεκμηριωμένες θέσεις και να αγωνισθούμε για να σώσουμε τον Οργανισμό και να
προστατεύσουμε τους εργαζόμενους. Βρισκόμαστε στο τελικό στάδιο και τα περιθώρια έχουν στενέψει. Πρώτα και κύρια πρέπει να απαιτήσουμε διάλογο. Δεν γνωρίζουμε τι περιλαμβάνουν οι μελέτες και τα νομοσχέδια για τον Οργανισμό και τους εργαζόμενους. Προτάθηκε και θεωρούμε σαν την πιο σωστή λύση να αναλάβουν οι ίδιοι οι Οργανισμοί τις οικονομικές δεσμεύσεις του Μνημονίου. Η πρόταση αυτή μπορεί να λειτουργήσει πρακτικά αν υπάρχει καλή θέληση να συζητηθεί προς 2 άξονες. Ο πρώτος είναι να υιοθετηθεί και να συγκεκριμενοποιηθεί η εισήγηση των προέδρων των 5 Ημικρατικών Οργανισμών να εξασφαλίσουν αντίστοιχο δάνειο με εξασφάλιση τα περιουσιακά τους στοιχεία. Η εναλλακτική λύση είναι οι Οργανισμοί να αναλάβουν την αποπληρωμή των δόσεων που αντιστοιχεί στο 1.4 δισεκατ. κατά τη διάρκεια των 20 χρόνων που προβλέπει το Μ0νημόνιο. Θεωρούμε επομένως ότι ο Οργανισμός πρέπει να διατηρήσει το Δημόσιο χαρακτήρα του για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω και να αποτρέψουμε το ξεπούλημα του. Τα παραδείγματα των άλλων χωρών της Ε.Ε. αποδεικνύουν ότι όποιο μοντέλο αποκρατικοποίησης, μετοχοποίησης και αν επιλεχθεί στο τέλος καταλήγει στην πλήρη ιδιωτικοποίηση. Δεν μπορεί να υπάρξουν ασφαλιστικές δικλείδες για έλεγχο από το Κράτος και σε όλες τις περιπτώσεις χάθηκε το καθεστώς εργασίας και μειώθηκαν δραματικά τα ωφελήματα των εργαζομένων συμπεριλαμβανομένων των συνταξιοδοτικών. Θα πρέπει να καλυφθεί άμεσα το κενό διοίκησης, να ανασυνταχθεί η διευθυντική πυραμίδα, και να παρθούν μέτρα για καλύτερη λειτουργία και βελτίωση των αποτελεσμάτων.
Να γίνει αναδιοργάνωση και εκσυγχρονισμός της δομής, καλύτερη αξιοποίηση του προσωπικού για αύξηση της παραγωγικότητας, βελτίωση της ποιότητας υπηρεσιών και της εξυπηρέτησης των πελατών. Να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες για αλλαγή της εικόνας του Οργανισμού προς τα έξω και ανάκτησης της φήμης του. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται συντονισμός και πλήρης συνεργασία όλων των συνιστωσών που αποτελούν τον Οργανισμό. Αυτά πρέπει να γίνουν το συντομότερο για να μπορέσουμε να αγωνισθούμε με συγκεκριμένο πρόγραμμα που θα στοχεύει: 1. Να υποχρεώσουμε την Κυβέρνηση να εγκαταλείψει την τακτική της να μην συζητά μαζί μας. 2. Να πείσουμε πολιτικά κόμματα, κοινωνικούς φορείς και τους πολίτες για την ορθότητα των θέσεων μας. 3. Αν υποχρεωθούμε να πάμε σε κινητοποιήσεις ενωμένοι μαζί με όσους αντιλαμβάνονται τις αρνητικές επιπτώσεις από τις ιδιωτικοποιήσεις. Πλανάται το ερώτημα ότι αυτά είναι τροχιοδρομημένα και δεν μπορούμε να τα αποτρέψουμε και ότι ίσως είναι καλύτερα να διαμορφώσουμε προτάσεις στη βάση της λογικής της ιδιωτικοποίησης. Πρώτα δεν μπορεί κάποιος να προαναγγέλλει θέσεις αν δεν γνωρίζει το περιεχόμενο της πρότασης και χωρίς πρώτα να αγωνισθεί για να πείσει για τις θέσεις και να στηρίξει τις αρχές που είναι προς το συμφέρον του τόπου. Χωρίς αγώνα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις θα επιβληθούν τα χειρότερα και δεν θα υπάρχει κανένα περιθώριο αντίδρασης. Καμιά μάχη δεν κερδίζεται όταν εκ των προτέρων σχεδιάζεις την υποχώρηση και αποδέχεσαι αμαχητί τα τετελεσμένα.
Αλλά για να ολοκληρώσω, θεωρώ ότι είναι κοντά στην κοινή λογική ότι όταν εξελίσσεται η μάχη οι αντίπαλοι προσαρμόζουν την τακτική τους ανάλογα με την έκβαση της. Τέλος, θέλω να πω ότι οι θεμελιωτές του Συνδικαλιστικού Κινήματος μας έχουν κληρονομήσει ασήκωτα βάρη με τους αγώνες και τις θυσίες τους. Οφείλουμε να φανούμε αντάξιοι τους και να μην επιτρέψουμε την επιστροφή στην ίδια αφετηρία.