Έρευνα-εκπαίδευση και σχεδιασµός στη νέα εποχή E. Παναγιωτάτου, Καθηγήτρια Ε.Μ.Π. Σχολή Αρχιτεκτόνων, Τοµέας Πολεοδοµίας και Χωροταξίας Περίληψη Η συµβολή της έρευνας στην εκπαίδευση και στη διαµόρφωση πολιτικών σχεδιασµού δεν είναι θέµα καινούριο. Αποκτά όµως νέες διαστάσεις στο ευρύτερο πλαίσιο της ευρωπαϊκής συγκυρίας και του τριπτύχου επιστήµη-τεχνολογία-κοινωνία. Το κείµενο επιχειρεί να εµβαθύνει στα διαµορφούµενα δίκτυα σηµαντικών ζητηµάτων, περιορισµών και νέων αξιολογήσεων υπό το πρίσµα της τεχνολογικής, οικονοµικής και πολιτισµικής ανάπτυξης. Να διερευνήσει τους όρους µε τους οποίους κατανοούµε τους µετασχηµατισµούς που πραγµατοποιούνται στην ελληνική κοινωνία στο πλαίσιο της συµµετοχής της στις εξελίξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Να παρουσιάσει παραδείγµατα ερευνητικής προσπάθειας στο Ε.Μ.Π. υπό το πρίσµα µιας άλλης οπτικής, η οποία αναδεικνύει το πολυδιάστατο της χωροκοινωνικής δυναµικής. Τη σηµασία εµπλουτισµού της Ευρωπαϊκής εµπειρίας µε την κατανόηση των αλλαγών στον Ελληνικό χώρο. Το κείµενο αναλύει την αναγκαιότητα διαµόρφωσης εθνικής, ερευνητικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, τη σηµασία του ρόλου του πανεπιστηµίου, της συνεργασίας των φορέων και της συνεχούς κρατικής επιχορήγησης. Είναι ιδιαίτερα σηµαντικό η έρευνα και η εκπαίδευση να προσανατολιστούν στα ζητήµατα που αφορούν τους «µικρο-χώρους» σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. Συχνά οι σπουδαστές µου λένε, σχεδιάζω τώρα το «µικρο-επίπεδο», τα αναπτυξιακά ζητήµατα θα τα «βάλω» στη µεγάλη κλίµακα. Αυτό δεν είναι τυχαίο, προέρχεται από την αντίληψη ότι όταν µιλάµε για «µικρούς» χώρους, ο σχεδιασµός είναι φυσικός σχεδιασµός. «Τακτοποιούµε» τους δρόµους, τα σπίτια, το περιβάλλον, το χώρο που ζούµε, ξεχνάµε όµως το κοινωνικό περιεχόµενο αυτού του χώρου, το οποίο το «αποθηκεύουµε» για τις «µεγάλες κλίµακες» για κάποιους άλλους να το δουν και να το αποτιµήσουν, για τα περιφερειακά και τα εθνικά σχέδια. Τα τελευταία όµως, έχουν δείξει ότι δεν έχουν το σφυγµό της πραγµατικότητας είναι «ξύλινα» ακριβώς επειδή δεν έχουν σκύψει πάνω στο «µικρο-επίπεδο». Είναι ευτυχές ότι συζητάµε σήµερα αυτά τα ζητήµατα εδώ, στο Μετσόβιο Κέντρο ιεπιστηµονικής Έρευνας, για την προστασία και ανάπτυξη του ορεινού περιβάλλοντος και των τοπικών ευρωπαϊκών πολιτισµών, το οποίο µπορεί να προσφέρει πολλά προς αυτήν την κατεύθυνση. Στη νέα εποχή η συµβολή της επιστήµης και της τεχνολογίας στη σύγχρονη οικονοµική και πολιτισµική ανάπτυξη έχει θέσει ένα νέο σηµαντικό δίκτυο ζητηµάτων. Έχει θέσει νέους προσδιορισµούς και νέες αξιολογήσεις και αυτό οφείλεται στη συσσώρευση εµπειρίας και γνώσης, χωρίς ιστορικό προηγούµενο. Η πόλη και η «περιφέρεια» είναι το «θέατρο» αυτών των εξελίξεων, για αυτό έχει πάρα πολλή µεγάλη σηµασία να δούµε πώς συγκεντρώνουµε αυτή τη πληροφορία, πώς την αξιολογούµε, πώς εντέλει την αξιοποιούµε 1. Είναι λοιπόν παρά πολύ σηµαντικό, αν αυτή η πληροφορία έχει δίαυλους επικοινωνίας, από τα «χαµηλότερα» στα «υψηλότερα» επίπεδα. Νοµίζω ότι όσο πιο δηµοκρατική είναι µία κοινωνία, τόσο πιο ευέλικτοι είναι αυτοί οι δίαυλοι επικοινωνίας. Αντίθετα, όσο πιο αυταρχική είναι η κυρίαρχη ιδεολογία, τόσο περισσότερο τα κανονιστικά µοντέλα προέρχονται από τα κεντρικά επίπεδα. υστυχώς στην Ελλάδα, έχουµε διαχρονική εµπειρία κανονιστικών λύσεων, που προέρχονται από κεντρικά επίπεδα για το σχεδιασµό της κοινωνίας και του χώρου και που στην πραγµατικότητα, η εµπειρία έχει δείξει, ότι υπήρξαν αναποτελεσµατικά γιατί ακριβώς δεν µπορούσαν να παρακολουθήσουν το σφυγµό των εξελίξεων. Στη κοινωνία της γνώσης, αυτό είναι το επιτακτικότερο θέµα, πώς αξιολογούµε
την πληροφορία και πώς αυτή η πληροφορία συµβάλλει να καταλάβουµε καλύτερα τις νέες συνθήκες που διέπουν το «όλο» και «τα µέρη», τα τελευταία συχνά µε ιδιάζουσες αυτοδυναµίες. Η αναγνώριση και η ερµηνεία των νέων συνθηκών και η διερεύνηση των τεχνολογικών, κοινωνικών, οικονοµικών και συναφών παραµέτρων αποκτά ιδιαίτερη σηµασία, δεδοµένου µάλιστα ότι στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης η αναπτυξιακή προσπάθεια έρχεται σε αντίθεση µε τις νέες ανισότητες και τη νέα χωρικά και τοµεακά προσδιορισµένη φτώχεια 2. Η ανάπτυξη του Ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και η ζητούµενη πρωτοπορία της Ευρώπης στον ερευνητικό, εκπαιδευτικό και τεχνολογικό τοµέα, η ενίσχυση και χρηµατοδότηση της βασικής έρευνας µε αποκλειστικό κριτήριο την «αριστεία», διαµορφώνουν ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον 3. Οι υψηλές προδιαγραφές του ανταγωνισµού, δεδοµένου µάλιστα ότι όλο και περισσότερο δεν θα υπάρξει «juste retour» δηλαδή χρηµατοδότηση µε δευτερεύοντα κριτήρια π.χ. µε κριτήρια κοινωνικά, σε συνδυασµό µε τα σηµερινά διαρθρωτικά προβλήµατα της έρευνας στις λιγότερο αναπτυγµένες χώρες φαίνεται να οδηγούν σε ακόµη µεγαλύτερη διάσταση µε τα κέντρα του Ευρωπαϊκού ερευνητικού και επιστηµονικού γίγνεσθαι 4. Τα ελληνικά πανεπιστήµια, µε µειωµένες δυνατότητες παρέµβασης στον ορισµό ερευνητικών προτεραιοτήτων σε εθνικό ή ευρωπαϊκό επίπεδο 5, και δίκτυα συνεργασιών µικρής σχετικά εµβέλειας απέχουν από το να µπορούν να επηρεάσουν καθοριστικά τις διαµορφούµενες διαδικασίες. Μπορούν όµως, υποστηρίζουµε εδώ, τα ελληνικά Α.Ε.Ι. και ιδιαίτερα το Ε.Μ.Π. να αξιολογήσουν και, αν χρειασθεί, να επαναπροσδιορίσουν την εσωτερική πολιτική τους και τη διαχείριση των θεµάτων που αφορούν την έρευνα και την εκπαίδευση σε διεπιστηµονικό επίπεδο. Μέσα από κατάλληλες δράσεις να γίνουν φορείς καινοτοµιών και διάχυσης τεχνολογίας, µοχλοί ανάπτυξης αξιοποιώντας την πολυεπίπεδη ερευνητική τους δραστηριότητα, την εµπειρία τους σε βασική έρευνα για την άµβλυνση των τεχνολογικών, εκπαιδευτικών, οικονοµικών και χωρικών ανισοτήτων. Και, τέλος, στο πλαίσιο των γενικότερων κινητοποιήσεων, να ηγηθούν προσπάθειας αύξησης του ποσοστού του Α.Ε.Π. που διατίθεται για την έρευνα και, κυρίως, να συµβάλουν στη διαµόρφωση εθνικής ερευνητικής και τεχνολογικής πολιτικής κατάλληλης για την οικονοµική και πολιτισµική ανάπτυξη της χώρας. Τα παραπάνω θέτουν πλέγµα σηµαντικών ζητηµάτων, περιορισµών και νέων αξιολογήσεων για την ποιότητα των διαδικασιών και του «αποτελέσµατος». Μακροχρόνια, όµως, η προσπάθεια αυτή θα συµβάλει σε περαιτέρω ανάπτυξη και βελτίωση της αποτελεσµατικότητας των ερευνητικών εκπαιδευτικών φορέων και του δυναµικού της χώρας 6. Αν η έρευνα, η καινοτοµία και η εκπαίδευση είναι βασικές συνιστώσες του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας, αν η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση βασίζεται στο συντονισµό ευρωπαϊκής και εθνικής προσπάθειας, σε τι αναπτυξιακούς ατρωπούς πρέπει να αναζητηθεί ο ρόλος της εθνικής στρατηγικής, του δηµόσιου πανεπιστηµίου, του Ε.Μ.Π., και εν τέλει τι ιδεολογικό χαρακτήρα αποδίδουµε στη συµβολή µας στη διαµόρφωση της εθνικής και ευρωπαϊκής πραγµατικότητας; Και ακριβώς υποστηρίζουµε εδώ ότι, σε χώρες όπως η Ελλάδα, οι οποίες δεν βρίσκονται στην ευρωπαϊκή επιστηµονική και τεχνολογική πρωτοπορία, ο χαρακτήρας του ρόλου και των πρακτικών του δηµόσιου πανεπιστηµίου πρέπει να αναζητηθεί καταρχήν στο ιδεολογικό περιεχόµενο της έρευνας και της εκπαίδευσης. Σ ένα πλαίσιο όπου οι εκπαιδευτικές και ερευνητικές πρακτικές θα στοχεύουν στη γεφύρωση του χάσµατος µεταξύ επιστήµης, τεχνολογίας, κοινωνίας. Στην προώθηση ερευνητικής, εκπαιδευτικής και τεχνολογικής κουλτούρας και πολιτικής που θα υιοθετεί και θα ενισχύει το µοναδικό χαρακτήρα της ευρωπαϊκής έρευνας, τον ιστορικά διαµορφωµένο προσανατολισµό της, τη συµβολή της στην πολιτισµική ανάπτυξη. Μ αυτό το πρίσµα η δόµηση νέων διαδικασιών, τα δίκτυα καινοτοµίας, η διάχυση τεχνολογικής ανάπτυξης, ο εκσυγχρονισµός της εκπαίδευσης,
θα στοχεύουν στην ανάδειξη των πολλαπλών «µικρο-επιπέδων», µε στόχο τη «βιώσιµη ανάπτυξη», την κοινωνική συνοχή, τη µείωση των κοινωνικο-οικονοµικών ανισοτήτων. Σ αυτό το ιδεολογικό πλέγµα οι υποθέσεις εργασίας µας υποστηρίζουν την άποψη ότι η διάχυση της γνώσης, των τεχνολογικών αλλαγών, οι καινοτόµες δραστηριότητες, η έρευνα και η τεχνολογία είναι και κοινωνικές δραστηριότητες. Εντάσσονται, δηλαδή, σε ένα ευρύ πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων, αντιλήψεων, δράσεων, θεσµών και πολιτικών, είναι, εποµένως, άµεσα εξαρτηµένες από τη γενικότερη κοινωνική µετεξέλιξη. Μ αυτήν την οπτική η πολιτική αναµένεται να αντιµετωπίσει την καινοτοµία ως ανθρώπινη δραστηριότητα, ως καθοριστικό στοιχείο της «βιώσιµης ανάπτυξης», των διαφορετικών τάσεων, δυνατοτήτων και οραµάτων. Πολιτική καινοτοµική, λοιπόν, όχι κατ ανάγκη µόνο στο επίπεδο της τεχνολογίας αλλά και στο επίπεδο της προσέγγισης της κοινωνικής και χωρικής πραγµατικότητας. Πολιτική, η οποία ενισχύει τη διερεύνηση νέων συνθηκών συνοχής των κοινωνιών µέσα από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και εργασίας, η οποία στηρίζει τις δοµές αναπαραγωγής µέσα από τη συνεχή ανανέωση του συστήµατος εκπαίδευσης. Μια ερευνητική πολιτική που θα αντιµετώπιζε την καινοτοµία ως κοινωνική δραστηριότητα, θα µπορούσε να την αναδείξει ως καθοριστικό στοιχείο της «βιώσιµης ανάπτυξης» 7. Θα ήταν η ίδια καταλύτης αυτής της ανάπτυξης. Πόσο η επιστηµονική έρευνα έχει ασχοληθεί µε τις µεταβολές στις κοινωνικές σχέσεις, στις αντιλήψεις, στις δράσεις και στους θεσµούς, οι οποίοι συναρτώνται µε τις εξελίξεις της τεχνολογίας; Πότε η εθνική ερευνητική στρατηγική έχει ενδιαφερθεί για να χρηµατοδοτήσει συστηµατικά και διαχρονικά τα συναφή θέµατα; Έχουµε στα πανεπιστήµια διαρθρώσει ένα στρατηγικό πλαίσιο προς αυτή την κατεύθυνση; Εδώ, λοιπόν, ανοίγεται µία εξαιρετική διαδροµή για τον εκσυγχρονισµό του συστήµατος και τον επαναπροσδιορισµό του περιεχοµένου της προσπάθειας. Θα έχει ιστορική σηµασία το Ε.Μ.Π. να ηγηθεί τέτοιας προσπάθειας. Και, ίσως, η εµπλοκή των πανεπιστηµίων και του Ε.Μ.Π. ειδικότερα στα παραπάνω θέµατα είναι και ο µόνος τρόπος για να κινηθούν τα θεµέλια της ακαµψίας που διαχρονικά εµφανίζει η «εθνική στρατηγική», και οι «πολιτικές έρευνας», δυστυχώς, αποσπασµατικές και χωρίς συνοχή. Παρόλα αυτά, δεν θα πρέπει να σταµατήσουµε να τονίζουµε τη σηµασία κατάλληλης εθνικής ερευνητικής πολιτικής, τη σηµασία της σύνδεσης της έρευνας στα πανεπιστήµια µε εκείνης στα ερευνητικά κέντρα, στους ιδιωτικούς ερευνητικούς φορείς, µε τη διαµόρφωση πολιτικών και την υλοποίηση κατάλληλων µέτρων. Απαραίτητη είναι και η συνεχής παρακολούθηση των επί µέρους ζητηµάτων, γεγονός στο οποίο πρέπει εν µέρει να αποδώσουµε και τη γενικότητα που χαρακτηρίζει τον αναπτυξιακό λόγο. Χωρίς αυτήν τη δυνατότητα, χωρίς να έχουµε, δηλαδή, αυτή την καλειδοσκοπική προσέγγιση στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πολύ φοβάµαι ότι το ευρωπαϊκό περίβληµα είναι εξωραϊστικού χαρακτήρα, δεν δείχνει την αληθινή δυναµική των πραγµάτων. Αποθέτω, λοιπόν, ιδιαίτερα µεγάλη σηµασία στο να θεσµοθετήσουµε την έρευνα όχι για να συγκροτήσουµε καινούρια εθνικά συµβούλια, ούτε για να περιγράφουµε µε γλαφυρούς τρόπους τι πιστεύουµε για την έρευνα. Θεσµοί στην έρευνα χρειάζονται για να υπάρχουν δηµοκρατικοί δίαυλοι επικοινωνίας των εµπειριών και των επιθυµιών και των οραµάτων των διαφόρων κοινωνικών οµάδων. Νοµίζω ότι αυτό διακυβεύεται σήµερα: Σε ποιο βαθµό οι κοινωνικές οµάδες µπορούν να εκφράσουν την εµπειρία τους και τα οράµατά τους. Έχουµε διερωτηθεί ποτέ, πώς οραµατίζονται τη «γειτονιά τους» οι µετανάστες, που έχουν κατακλύσει τον αστικό και περιφερειακό χώρο σήµερα στην Ελλάδα; Μας έχει απασχολήσει ποτέ αυτό το θέµα; Φοβάµαι όχι αρκετά. Με προϋπόθεση την πολιτική βούληση, είναι απαραίτητες ισχυρές οριζόντιες δράσεις και συντονισµός σχεδιαστικής προσπάθειας και χρηµατοδότησης των Υπουργείων Ανάπτυξης, Παιδείας, Οικονοµικών, ΠΕ.ΧΩ..Ε., κ.λπ., για συστηµατική καταγραφή, αξιολόγηση, ερµηνεία, διάχυση και αξιοποίηση επιστηµονικών δεδοµένων και πορισµάτων,
προώθηση της σύνθεσης των τεχνολογικών και ερευνητικών επιτευγµάτων µε την αναπτυξιακή πολιτική. Μπορεί η έρευνα να λειτουργήσει σαν καταλύτης προς αυτήν την κατεύθυνση αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν δύο σηµαντικά ζητήµατα. Το ένα σηµαντικό ζήτηµα είναι ότι δεν µπορούµε να προχωρήσουµε µε το παραδοσιακό εννοιολογικό και επιχειρησιακό οπλοστάσιο του σχεδιασµού. Χρειαζόµαστε από-αθροιστικές προσεγγίσεις για την κατανόηση των επιµέρους «χώρων», περαιτέρω ενίσχυση της διεπιστηµονικότητας και συνεργασίας και προσδιορισµός τοµέων εθνικής σηµασίας, όπως η υγεία, η πρόνοια, η εκπαίδευση, η απασχόληση, ο κοινωνικός αποκλεισµός, ο αστικός και αγροτικός χώρος, το περιβάλλον, ο τουρισµός, οι πολιτικοί και κοινωνικοί θεσµοί, κ.λπ. Η στρατηγική αυτή, η οποία θα εµπλέκει τους αρµόδιους φορείς, δεν µπορεί παρά να έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσµατα στον αναπτυξιακό σχεδιασµό της χώρας, στην αναδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης και των υπηρεσιών, στην ανάπτυξη τεχνολογικής πρωτοπορίας και στην εν γένει εκσυγχρονιστική διαδικασία. Εποµένως, λοιπόν, χρειαζόµαστε διαφορετικό οπλοστάσιο σχεδιασµού. Σε αυτό το επίπεδο έχουµε κάνει πάρα πολύ µεγάλη προσπάθεια τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια 8. Βεβαίως παραµένει µια ερευνητική προσπάθεια, δεν έχει σκύψει κανένας φορέας, να µας ζητήσει διαχρονική διερεύνηση, να µας δώσει διαχρονική χρηµατοδότηση για αυτή την προσπάθεια, ούτως ώστε να έχουµε την χαρά να πούµε, ότι τα πορίσµατα αυτής της διαχρονικής προσπάθειας τα υιοθετούνε οι φορείς χάραξης πολιτικής, ότι είναι πραγµατικά εργαλεία για την ενίσχυση του αναπτυξιακού γίγνεσθαι στον ελληνικό χώρο. Αυτό είναι το ένα ζήτηµα. Και το άλλο ζήτηµα είναι ο τρόπος που εντοπίζουµε το θέµα της τεχνολογίας. Όπως είπαµε πριν, πρέπει να δούµε την καινοτοµία σαν ανθρώπινη δραστηριότητα, όχι κατά ανάγκην τεχνολογική, πρέπει να δούµε τις επιπτώσεις της τεχνολογίας στη καθηµερινότητα, στο κατά πόσο οι ασθενέστερες κοινωνικές οµάδες µπορούν να την υιοθετήσουν και τι προβλήµατα έχουν από τη σύγχρονη τεχνολογία. Είναι ένα µεγάλο έλλειµµα, στο ότι δεν έχουµε ερευνητικό υλικό, που να µας ενηµερώνει για αυτές τις διαστάσεις της ανάπτυξης. Κάτω από το βάρος, κάτω από την πίεση του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και της τριλογίας, πάνω στην οποία στηρίζεται, της επιστήµης, της έρευνας και της τεχνολογίας, χώρες όπως η δική µας, που δεν συµµετέχουν στην πρωτοπορία της έρευνας και της τεχνολογίας πρέπει να αναζητήσουν άλλες διεξόδους. Η κουλτούρα είναι µια τέτοια διέξοδος. Βεβαίως µπορεί να µην ακουµπήσει αυτό το όραµα την δική µου τη γενιά. Θέλω να ελπίζω όµως, ότι αν µεταφέρουµε το όραµα στους σπουδαστές µας, θα υπάρχει καλύτερο αύριο. Θεωρώ λοιπόν, για όλα αυτά που σας είπα πριν, ότι χρειαζόµαστε µια άλλη ερευνητική και επιστηµονική κουλτούρα. Και αυτό δεν γίνεται µε διατάγµατα, δεν γίνεται από τη µία µέρα στην άλλη. Και σ αυτό το ζήτηµα, τον κύριο ρόλο έχει η εκπαίδευση. Υποστηρίζουµε εδώ ότι η έρευνα είναι άµεσα συνδεδεµένη µε την εκπαίδευση και, κυρίως, µε τις µεταπτυχιακές σπουδές 9. Το 1992, στην πραγµατικότητα χωρίς σαφή εθνική στρατηγική, σχεδιάσαµε συνέργειες επιστηµονικών περιοχών εξάροντας τη σηµασία σύνδεσης µεταπτυχιακών σπουδών και έρευνας ως κινητήρια δύναµη ανάπτυξης στο Ε.Μ.Π. και την εκπαίδευση γενικότερα, η οποία θα ενίσχυε και θα αναδείκνυε τις πολλαπλές περιοχές που αναπτύσσονται ανεπαρκώς και µεµονωµένα 10. Το 1996 σηµειώναµε ότι η χρηµατοδότηση σε µεγάλο βαθµό «παραβίασε» την πραγµατική εικόνα της δυναµικής των δυνατοτήτων των Α.Ε.Ι. και του δηµόσιου φορέα, όσον αφορά στη δηµιουργία µεταπτυχιακών σπουδών, χωρίς στην πράξη εθνική στρατηγική, επιπλέον λόγος ο οποίος καθιστά εντελώς απαραίτητη την παρακολούθηση της βιωσιµότητάς τους όταν αυτά αρχίσουν να λειτουργούν και την αποσαφήνιση των κριτηρίων καθορισµού της επιτυχίας τους. Σηµειώναµε ότι χρειαζόµαστε αξιολόγηση των µέχρι τότε βηµάτων, επιβεβαίωση ότι οι πυρήνες µεταπτυχιακών σπουδών αποτελούν πράγµατι στρατηγικές περιοχές για το Ε.Μ.Π. και την ανάπτυξη της χώρας.
Σηµειώναµε, επίσης, ότι ανοίγεται ένα µεγάλο πεδίο δράσης, το οποίο αφορά την αποσαφήνιση στρατηγικής µεταπτυχιακών σπουδών και έρευνας, ενώ προϋποθέτει την ουσιαστική παρουσία των Α.Ε.Ι. στη διαδικασία αποφάσεων για εθνικές ερευνητικές επιλογές και την ενίσχυση διαλόγου στα Α.Ε.Ι. για την επεξεργασία και αποσαφήνιση αυτών των επιλογών 11. Σ αυτό το πλαίσιο είναι αναγκαία η διαµόρφωση κριτηρίων επιλογής επιστηµονικών περιοχών για τις οποίες θα διατίθεται χρηµατοδότηση και ο προσδιορισµός του απαραίτητου βαθµού εµβάθυνσης. Μερικοί από τους τοµείς αυτούς µπορούν σήµερα να µη χρηµατοδοτούνται από την αγορά, να υπερβαίνουν, όµως, τις απαιτήσεις της αγοράς και να µπορούν να χαράξουν νέους δρόµους για τα Α.Ε.Ι. και τον κοινωνικό χώρο γενικότερα. Με τον κατάλληλο χειρισµό, η ανάπτυξη των περιοχών αυτών θα ενισχύσει τη δηµιουργία ερευνητικών εκπαιδευτικών πυρήνων, ενώ ο συσχετισµός τους σε διατµηµατικό και διαπανεπιστηµιακό επίπεδο θα οδηγήσει στην καλύτερη αξιοποίηση των πόρων που διαθέτουν τα Α.Ε.Ι., το Ε.Μ.Π. ειδικότερα, και άλλοι φορείς 12. Είναι, λοιπόν, απαραίτητος ένας συνεχής και πολύµορφος διάλογος για την ανάπτυξη των µεταπτυχιακών σπουδών και την ενίσχυσή τους µε κριτήριο τη µακροπρόθεσµη σπουδαιότητά τους. Σε σχέση µε τα παραπάνω, υπάρχουν σηµαντικά θέµατα, τα οποία αφορούν την οργάνωση των µεταπτυχιακών σπουδών, όπως η συνεχής ανανέωση των επιστηµονικών περιοχών, για να ανταποκριθούν σ όλα όσα έχουν τεθεί προηγουµένως, οι οποίες στο πλαίσιο ευρύτερης στρατηγικής θα συµβάλουν στον εκσυγχρονισµό της έρευνας και της εκπαίδευσης. Η ποιότητα της έρευνας, υπό το πρίσµα όσων συζητήθηκαν προηγουµένως και η σχέση έρευνας και µεταπτυχιακών σπουδών είναι καίρια ζητήµατα. Η συνύπαρξη και οι επικαλύψεις από τα προγράµµατα άλλων Α.Ε.Ι., τα κριτήρια και τα προαπαιτούµενα εισαγωγής µεταπτυχιακών σπουδαστών, η συσχέτιση, χρονική και ποιοτική, των προπτυχιακών και µεταπτυχιακών σπουδών, ο συντονισµός των µαθηµάτων, η διοίκηση των διατµηµατικών προγραµµάτων, κ.λπ., αποτελούν θέµατα για τα οποία η αξιολόγηση της εµπειρίας, η οποία θα συσσωρευτεί, ασφαλώς, θα οδηγήσει σε γόνιµες αναθεωρήσεις και τροποποιήσεις 13. Είχαµε, επίσης, συζητήσει εκτενώς την αναγκαιότητα ευελιξίας παρακολούθησης µαθηµάτων σε περισσότερους από έναν «πυρήνες» µεταπτυχιακών προγραµµάτων, το σχεδιασµό πακέτων µαθηµάτων και εργασίας για κάθε σπουδαστή, µε ευαισθησία στις επιλογές εξειδίκευσής του και τη βοήθεια συµβούλου σπουδών. Τη χάραξη πορείας εµβάθυνσης από τις προπτυχιακές µέχρι τις µεταπτυχιακές σπουδές εξειδίκευσης και το διδακτορικό δίπλωµα. Θα µπορούσε, για παράδειγµα, για κάθε καίριο επιστηµονικό ζήτηµα να υπάρχουν επιλογές και βαθµοί εµβάθυνσης προπτυχιακών µαθηµάτων σε περισσότερα από ένα Τµήµατα, µεταπτυχιακών µαθηµάτων σε περισσότερα από ένα µεταπτυχιακά προγράµµατα και σεµινάρια για την απόκτηση του διδακτορικού διπλώµατος. Έχει επέλθει το πλήρωµα του χρόνου για εσωτερική αξιολόγηση αυτής της προσπάθειας. Στη χώρα µας δεν υπάρχουν «αµιγή» κέντρα αριστείας έρευνας και εκπαίδευσης. Υπάρχουν όµως «θύλακες» αριστείας διαµορφωµένοι ή εν δυνάµει, η συνέργεια των οποίων πρέπει να επιτευχθεί. Ο σχεδιασµός µιας νέας ερευνητικής και εκπαιδευτικής πολιτικής µπορεί να δράσει καταλυτικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Για να το επιτύχουµε χρειαζόµαστε θεσµικές ρυθµίσεις, αλλά και νέες αντιλήψεις, οι οποίες θα κάνουν δυνατή την κινητοποίηση όλων των δυνάµεων, οι οποίες µπορούν να αρθρώσουν αναπτυξιακό λόγο, και την υπέρβαση αντιθέσεων ανάµεσα στα Α.Ε.Ι., τα ερευνητικά κέντρα και τους φορείς διαµόρφωσης πολιτικής µε αίτηµα την «ενοποιηµένη» πορεία τους. Στην ευρωπαϊκή συγκυρία δεν έχουµε την πολυτέλεια να αγνοήσουµε καµία συνεισφορά στην κατανόηση της φυσιογνωµίας της ελληνικής κοινωνίας και του ρόλου που αυτή µπορεί και θέλει να έχει στον κόσµο που την περιβάλλει. Η στοιχειοθέτηση ερευνητικών προτεραιοτήτων έχει γίνει σήµερα κοινή πρακτική στα ευρωπαϊκά πανεπιστήµια και αποτελεί κυρίαρχο ζήτηµα. Επιδιώκοντας την «αριστεία» στην
έρευνα και υπό το πρίσµα της ανταγωνιστικότητας, τα πανεπιστήµια επιλέγουν εταίρους και διαρθρώνουν διεθνή δίκτυα ενσωµατώνοντας φορείς του ιδιωτικού και δηµόσιου φορέα σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Οι πρακτικές αυτές παρουσιάζουν σαφή γεωγραφική ανισότητα, τόσο ως προς την ένταση όσο και ως προς την ποιότητα της ερευνητικής δραστηριότητας ή την επιλογή των θεµάτων προς διερεύνηση µε αναπτυγµένους µεν θύλακες στην Ισπανία, την Ιταλία και το σκανδιναβικό χώρο, αλλά µε την κυριαρχία της Γερµανίας, της Γαλλίας, της Βρετανίας και της Ολλανδίας, χωρών µε µακρόχρονη παράδοση στην έρευνα και στη θεσµοθέτηση των σχέσεων έρευνας και πολιτικής 14. Η συσσωρευµένη εµπειρία, οι διεπιστηµονικές συνεργασίες, η διάχυση της γνώσης στην επιµόρφωση ερευνητών, ο προσδιορισµός θεµάτων-κλειδί, που αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητες και «συνθέτουν» το σύνολο, µπορεί να οδηγήσει όχι µόνο στην κατανόηση των ζητηµάτων που αφορούν ειδικά και γενικά ζητήµατα των χωρών που συµµετέχουν στη διαµόρφωση της ευρωπαϊκής πραγµατικότητας, αλλά και σε διεξόδους και πολιτικές προτάσεις αντιµετώπισης αυτών των προβληµάτων. Και εδώ, ακριβώς, είναι καταλυτικός ο ρόλος του πανεπιστηµίου, ως ισχυρός, ανεξάρτητος θεσµός, ο οποίος µπορεί να εγγυηθεί την ανάπτυξη ελεύθερης και δηµιουργικής έρευνας. Μπορεί να συµβάλει σηµαντικά και µε ευαισθησία στην ανάδειξη των επί µέρους αναγκών και στην αποκωδικοποίηση των τρόπων ένταξής τους σε «γενικότερα» φαινόµενα και τάσεις. Με τις λιγότερο ισχυρές χώρες της Ευρώπης - παλιές και νέες - να βρίσκονται µπροστά σε νέο φάσµα οικονοµικών, τοµεακών και χωρικών ανακατατάξεων, κάθε διακήρυξη για την εξασφάλιση «βιώσιµης ανάπτυξης» στο «σύνολο» του ευρωπαϊκού χώρου βρίσκεται σε διάσταση µε τη δυναµική της πραγµατικότητας. Ξεκινάµε σήµερα αυτή τη συζήτηση, σε αυτή εδώ την τοπική κοινωνία, σε ένα «µικρό» ελληνικό χώρο. Θέλω να ελπίζω ότι αυτό δίνει µια σηµατοδότηση, ότι σταδιακά θα αποτάξουµε από πάνω µας το µανδύα της ξύλινης γλώσσας, του ξύλινου αναπτυξιακού λόγου και θα εισχωρήσουµε πραγµατικά στην καρδιά των προβληµάτων. Ευχαριστώ πολύ. Βιβλιογραφικές Παραποµπές 1 Το κείµενο βασίζεται στο Παναγιωτάτου Ε., «Εκπαίδευση, Έρευνα, Πόλη, Πολεοδοµία» στο Πόλη και Χώρος από τον 20ο στον 21ο αιώνα, Ε.Μ.Π., 2004. 2 Βλέπε Amin, A., Thrift, N. (επιµέλεια), Globalization, Institutions and Regional Development in Europe, Oxford: Oxford University Press, 1994. Επίσης, Bulpett, C., «Regimes of Exclusion», στο European Urban and Regional Studies, 1 April 2002, vol. 9, no 2, p.p. 137-149, Sage Publications. Σε σχέση µε τις «νέες οικονοµίες» βλέπε, επίσης, Aydalot, P., Keeble, D. (επιµέλεια), High Technology, Industry and Innovative Environments: The European Experience, London: Routledge, 1988. 3 Βλέπε The Communication from the European Commission. Making a Reality of the European Research Area: Guidelines for EU Research Activities, 2002-2006, Confederation Statement, 2000. Επίσης, ELSF, European Research Council- The Life Scientist s View, October 2003, ESF Position Paper, New Structures for the Support of High-Quality Research in Europe, April 2003, Report of SCSS Working Group on Social Science and a European Research Council, Strasbourg, February 2004, European Research Advisory Board (EURAB), Recommendations on the ERA and the Social Sciences and Humanistic (SSH), January 2004, Eurab 03.076-final. 4 Βλέπε, The European Research Council, A Cornerstone in the European Research in the European Research Area, Ministry of Science, Technology and Innovation, Copenhagen, December 2003 και Social Science in the European Research Area, Contribution to the E.S.F., Proposals for FP6 from the E.S.F. Standing Committee to the Social Sciences, 2000.
5 EUA, European University Association, Graz Declaration, 2003. 6 Βλέπε Παναγιωτάτου Ε., Ηµερίδες για τη Βασική Έρευνα, Ε.Μ.Π., 2005, 2006. 7 Βλέπε Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), Επιχειρησιακό Σχέδιο ράσης, 2001-2006, Ιούλιος 2001. 8 Βλέπε ερευνητικό έργο Εργαστηρίου Σχεδιαστικής Μεθοδολογίας και Ρύθµισης του Χώρου, Ε.Μ.Π., Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Τοµέας Πολεοδοµίας και Χωροταξίας και ειδικότερα, Μάρκου, Μ., Μορφές και ιαδικασίες Οικειοποίησης του Χώρου στο υτικό Λεκανοπέδιο Αττικής, ιδακτορική ιατριβή, 2001, Σαγιάς, Ι., Κοινωνικός και Χωρικός Καταµερισµός Εργασίας στον Αστικό Χώρο. Το Παράδειγµα των Βιοµηχανικών και Βιοτεχνικών ραστηριοτήτων στο Νοµό Αττικής, 1978-1988, ιδακτορική ιατριβή, 2001, Βαλεριάνου, Κ., Μετασχηµατισµοί στο Σύγχρονο Αστικό Χώρο, ιδακτορική ιατριβή, 2007. Επίσης, Κοσµετάτος, Γ., Καψάλης, Χ., Σπουρδαλάκης, Μ., Μαλούτας, Θ., Σαγιάς, Ι., Μάρκου, Μ., Παναγιωτάτου, Ε., Παραγωγική Αναδιάρθρωση της Βιοτεχνίας. Χωρικές και Κοινωνικο-Οικονοµικές Επιπτώσεις, 1996, Μάρκου, Μ., Σαγιάς, Ι., Πάνζαρης., Θ., Παναγιωτάτου, Ε., Αναβάθµιση Περιοχής ήµου Μοσχάτου, 1998, Gortsos, K., Kamoutsi P., Sayas I., Panayotatos, E., «Second Home and Settlement Space Growth: the Greek Experience», 2000, στο Rivista Geografica Italina, Annata CVII-Fasc.3/4-Settembre- Dicembre, σελ. 17-56, Deffner A., Sayas J., Panayotatos, E., «Socio-Spatial Differentiations and Second Home Settlement Development: the Case of the Evoikos Coastal Area in Greece», 2002, εισήγηση στο 38th International Planning Congress, ιοργάνωση: International Society of City and Regional Planners (ISOCARP), 21-26 Σεπτεµβρίου 2002, Βαλεριάνου, Κ., Παναγιωτάτου, Ε. (επιµέλεια), Κλαµπατσέα, Ε., Σαγιάς, Ι. (σύµβουλοι), Παρατηρώντας τον Πειραιά, 2006, και Κλαµπατσέα, Ε., Παναγιωτάτου, Ε. (επιµέλεια), Σαγιάς, Ι. (σύµβουλος), Παρατηρώντας το Αιγαίο, 2007. 9 Για τις Μεταπτυχιακές Σπουδές βλέπε Ξανθόπουλος, Θ., Ι., «Οι Μεταπτυχιακές Σπουδές στα Α.Ε.Ι. και το Ε.Μ.Π.», στο Πυρφόρος, Μάρτιος- Απρίλιος, 1997. 10 Βλέπε σχετικά Παναγιωτάτου Ε., Βεσκούκης Β., «Ηµερίδα για τις Μεταπτυχιακές Σπουδές», στο Πυρφόρος, Μάρτιος-Απρίλιος, 1994, ---------., «Μεταπτυχιακές Σπουδές», στο Πυρφόρος, Σεπτέµβρης-Οκτώβριος, 1994, Παναγιωτάτου Ε., «Οι Μεταπτυχιακές Σπουδές στο ΕΜΠ: Ένα Χρονικό», στο Πυρφόρος, Μάρτιος-Απρίλιος, 1966, ---------., «Απολογισµός Εργασιών της Επιτροπής Μεταπτυχιακών Σπουδών Ε.Μ.Π., 1992-1996», στο Πυρφόρος, Μάιος-Ιούνιος, 1966, ---------., Οι Μεταπτυχιακές Σπουδές στο Ε.Μ.Π.: Ένα Χρονικό, Ηµερίδα για την Ανώτατη Παιδεία, 1995. 11 Βλέπε, επίσης, σχετικά Ρόκος,., Το ηµόσιο Πανεπιστήµιο στα Χρόνια της Ασυδοσίας των Αγορών. Αντιστάσεις και Κερκόπορτες, εισήγηση στο 4ο ιεθνές Επιστηµονικό Συνέδριο «Ιστορία της Πανεπιστηµιακής Εκπαίδευσης», στο http://www.survey.ntua.gr/main/labs/rsens/to_dimosio_panepistimio.pdf, ---------., Η Φύση, η Αποστολή και ο ηµόσιος Χαρακτήρας του Πανεπιστηµίου Σήµερα, εισήγηση στο 5ο Πανελλήνιο Επιστηµονικό Συνέδριο «Το Πανεπιστήµιο στην Κοινωνία που Αναδύεται», Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων, Τοµέας Φιλοσοφίας, σε συνεργασία µε το ήµο Χανίων, 29-31/8/1997, Χανιά, και Πρακτικά Συνεδρίου, 1999, Ελληνικά Γράµµατα, σελ. 17-43, ---------., «Το Τέλος του Πανεπιστηµίου ή το Πανεπιστήµιο στην Εποχή της «Λευκής Βίβλου», Περιοδικό Ουτοπία, τεύχος 24, Μάρτιος-Απρίλιος 1997, σελ. 107-127. 12 Βλέπε σχετικά Παναγιωτάτου Ε., Βεσκούκης Β., Μάρτιος-Απρίλιος 1994, και Σεπτέµβριος- Οκτώβριος 1994, op.cit. 13 Ibid. 14 Για το ζήτηµα αυτό βλέπε Structure Issues Affecting Universities Research Capacity and Potential, EUA, Research, Working Group, 2003.
The Field of Research, Education and Development Planning in the New Era E. Panayotatos, Professor, Department of Urban and Regional Planning, School of Architectural Engineering, N.T.U.A. Abstract The contribution of research to educational strategy and development policy is not a new issue. It does however take on new dimensions within the context of European re-alignments and in relation to the trilogy of science, research and technology. This paper focuses on multiple networks of critical variables, restrictions and evaluation criteria in the light of technological, economic and cultural change. It investigates the transformations of Greek society and the criteria of our interpretations within the framework of European integration. It presents examples of research practices in the N.T.U.A. which demonstrate the multidimensional processes of socio-spatial development. It stresses the need for the field of research in Europe to draw upon the accumulated experience of Greek society. Finally, the paper emphasizes the importance of national research and educational strategy, of the university s role in the new era, of cooperation between institutions, and of continuous state support.