3 η Ενότητα. Φωνητική παραγωγή



Σχετικά έγγραφα
Γλωσσική Κατάκτηση. Ενότητα 3 : Κατάκτηση Φωνολογίας. Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας

Η γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Οι διαταραχές του λόγου και τις οµιλίας στην παιδική ηλικία. Αναστασία Λαµπρινού Δεκέµβριος 2001

«Δοκιμασία Εκφραστικού Λεξιλογίου σε τυπικά αναπτυσσόμενα παιδιά ηλικίας 6 8 ετών»

Η ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΓΕΝΝΗΣΗ 6 ΕΤΩΝ ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Αναπτυξιακά ορόσημα λόγου

Αρθρωτικές-Φωνολογικές διαταραχές Αποκατάσταση φωνημάτων /f/ - /v/

- Καθυστέρηση λόγου (LLI)

Η γλώσσα ως σύστημα και ως χρήση. Ασπασία Χατζηδάκη, Επίκουρη καθηγήτρια ΠΤΔΕ

Τι είναι η Λογοθεραπεία. Φωνής Ομιλίας. Εξελικτική. Ο ρόλος του. λογοθεραπευτή, αξιολόγησης, του. αντιμετώπισης

4 η Ενότητα. Φωνολογική αντίληψη και παραγωγή

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (2)

Στάδια Ανάπτυξης Λόγου και Οµιλίας

Ο Γραπτός λόγος στο Νηπιαγωγείο

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΙΣ ΠΡΟ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΚΑΙ ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΔΕΞΙΟΤΗΤΕΣ

Προβλήματα ομιλίας στην παιδική ηλικία

Η φωνολογική επίγνωση. Ευφημία Τάφα

Γνωστική Ψυχολογία ΙΙ (ΨΧ 05) Γλώσσα (1)

Εξελικτική Ψυχολογία

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

21-24 μήνες...84 Ενδεικτικές καθημερινές αναπτυξιακές δραστηριότητες για εσάς και το παιδί σας (6-24 μηνών) έως 3 ετών...93 Η εκπαίδευση στη

Ε π ε ξ ε ρ γ α σ ί α Ο μ ι λ ί α ς κ α ι Φ υ σ ι κ ή ς Γ λ ώ σ σ α ς

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Η στοχοθεσία της Ελληνικής ως δεύτερης και ως ξένης γλώσσας. Α. Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε. Παν/μίου Κρήτης

ΣΤΑΔΙΑ ΤHΣ ΓΛΩΣΣΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ

ΔΙΔΑΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΜΑΘΗΣΙΑΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΜΑΘΗΜΑ ΕΠΙΛΟΓΗΣ 6 ΟΥ ΕΞΑΜΗΝΟΥ (2 Ο ΜΑΘΗΜΑ)

ΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ. Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός. Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

- αποκλίνοντα ή εξωτροπία (το μάτι βρίσκεται προς τα έξω)

Πότε πρέπει να αρχίζει η λογοθεραπεία στα παιδιά - λόγος και μαθησιακές δυσκολίες

ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

ιαταραχές Επικοινωνίας & Λόγου στον Αυτισμό Μαρίτσα Καμπούρογλου, Λογοπεδικός Μαρία Παπαντωνίου, Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

Διαστάσεις της διγλωσσίας α. χρόνος β. σειρά γ. πλαίσιο κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας

Η ενίσχυση της φωνολογικής επίγνωσης στα παιδιά της προσχολικής ηλικίας Ευφημία Τάφα

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΑΚΟΗΣ

Ο Ήχος. Υπεύθυνος Καθηγητής: Παζούλης Παναγιώτης

Ακουστική φωνητική μελέτη της παραγωγής και αναγνώρισης των φωνηέντων σε βαρήκοα άτομα

Ψυχογλωσσολογία. Ενότητα 3 : Αντίληψη προφορικού λόγου. Χριστίνα Μανουηλίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήμα Φιλολογίας

ΔΙΓΛΩΣΣΙΑ ΜΕ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ -ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΜΑΘΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΣΚΟΛΙΩΝ : ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΩΝ

ΥΛΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟΥ ΓΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥΣ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΕΝΤΑΞΗΣ 4ΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΕΑΕ

Επιμορφωτικό Σεμινάριο «Η μετάβαση από το Νηπιαγωγείο στο Δημοτικό Σχολείο»

Γλώσσα και Σκέψη. Γλώσσα και Σκέψη? Δεκέμβριος 2014, Μάθημα Γνωστικής Ψυχολογίας, ΜΙΘΕ

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ

Το μυϊκό σύστημα αποτελείται από τους μύες. Ο αριθμός των μυών του μυϊκού συστήματος ανέρχεται στους 637. Οι μύες είναι όργανα για τη σωματική

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού Μέση Εκπαίδευση Σεμινάρια Μουσικής Σεπτεμβρίου 2016 Σημειώσεις από το Εργαστήριο της Μαργαρίτας Ηλία

ΚΑΤΗΓΟΡΙΟΠΟΙΗΣΗ ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΛΟΓΟΥ, ΟΜΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ Πρώιμες ενδείξεις - Πρόληψη

Φωνητική-Φωνολογία της Ιταλικής Γλώσσας

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΩΝ ΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΟΜΙΛΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Περιεχόμενα ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΑΤΟΜΙΑΣ ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΠΝΟΗΣ. Κεφάλαιο 3

ΑΜΑΛΙΑ ΑΡΒΑΝΙΤΗ, University of California, San Diego (UCSD)

Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία Δυσλειτουργία στην ένωση του κρανίου με τον κορμό στο νεογέννητο μωρό (Ατλαντό-Ινιακή Δυσλειτουργία)

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΙΙ ΒΡΕΦΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ. Καλλιρρόη Παπαδοπούλου και Λήδα Αναγνωστάκη ΤΕΑΠΗ/ΕΚΠΑ

Πυξιδίσματα: Ένα καινοτόμο πρόγραμμα πρόληψης και αγωγής υγείας για τους βρεφονηπιακούς και παιδικούς σταθμούς

Ύψος Συχνότητα Ένταση Χροιά. Ο ήχος Ο ήχος είναι μια μορφή ενέργειας. Ιδιότητες του ήχου. Χαρακτηριστικά φωνής

5. Λόγος, γλώσσα και ομιλία

Εισαγωγή στη Γλωσσολογία Ι

Γράφει: ρ. Τιµολέων Τερζής, Ωτορινολαρυγγολόγος, Διευθυντής Ρινολογικής Ομάδας Αθηνών

ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ & ΙΑΤΑΡΑΧΕΣ

Μουσικοκινητική αγωγή

ΤΙΤΛΟΙ ΘΕΜΑΤΩΝ ΕΝΟΤΗΤΑΣ

ΑΝΑΔΟΜΗΣΗ ΕΠΕΑΕΚ 2. Τριάδα των διαταραχών: ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΤΗΤΑ Μαρία Βακαλοπούλου

Εναλλακτικές στρατηγικές, Πρακτικές και Προσεγγίσεις για κατάκτηση πυρηνικών γνώσεων και ορολογίας

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΩΝ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΧΟΛΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ. Μάθημα 4 «Η διαισθητική βιολογία των μικρών παιδιών»

Η ανάπτυξη της αντίληψης της ομιλίας. Περιεχόμενα. Αθανάσιος Χρ. Πρωτόπαπας. Ινστιτούτο Επεξεργασίας του Λόγου. Πέμπτο δοκίμιο, Μάιος 2007

Οδοντιατρική Σχολή Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Οδοντιατρική αντιμετώπιση παιδιών και εφήβων με σχιστία

Αντώνης Μποτίνης 1. 3 International Phonetic Association. Η Διεθνής Φωνητική Εταιρία διατηρεί ιστοσελίδα στη

Απευθείας Εναρμόνιση - Πώς να χρησιμοποιήσετε το παρόν βιβλίο

«ΑΝΑΛΥΣΗ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΓΛΩΣΣΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΡΑΧΩΝ ΣΕ 15 ΠΑΙΔΙΑ ΗΛΙΚΙΑΣ 3 ΕΩΣ 8 ΕΤΩΝ» ΜΙΚΡΟΒΑ ΕΙΡΗΝΗ-ΒΑΡΒΑΡΑ Α.Μ.9133

Αναπτυξιακή Ψυχολογία. Διάλεξη 1: Εισαγωγή στην αναπτυξιακή Ψυχολογία

Γνωστική Ανάπτυξη Ενότητα 7: Ανάπτυξη Αντίληψης

Φωνολογική Ανάπτυξη και Διαταραχές

Πώς μαθαίνουν οι μαθητές;

Καλοήθεις Καταστάσεις Φωνητικών Χορδών

«Φωνολογική διαταραχή» Υλικό παρέμβασης για το ζεύγος θ φ.

Η προσέγγιση του γραπτού λόγου και η γραφή. Χ.Δαφέρμου

Φωνητική-Φωνολογία της Ιταλικής Γλώσσας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ Ι. Εισαγωγή. Κεφάλαιο 1. Η ψυχολογία ως επιστήμη: σύντομη γνωριμία... 25

Γλώσσα : Ορισμός, Ανάπτυξη & Διαταραχές. Μαρίτσα Καμπούρογλου Λογοπεδικός Ίδρυμα για το Παιδί «Η Παμμακάριστος»

Ατομικές διαφορές στην κατάκτηση της Γ2. Ασπασία Χατζηδάκη, Επ. Καθηγήτρια Π.Τ.Δ.Ε

Φωνητική-Φωνολογία της Ιταλικής Γλώσσας

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ 05 ΦΥΣΙΚΗ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ ΘΕΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Διάρκεια: 3 ώρες ΣΥΝΟΛΟ ΣΕΛΙ ΩΝ: ΠΕΝΤΕ (5) U β A

Διάλεξη 11η Αποκλίσεις Σπονδυλικής Στήλης

Εκπαιδευτική Ψυχολογία Μάθημα 2 ο. Γνωστικές Θεωρίες για την Ανάπτυξη: Θεωρητικές Αρχές και Εφαρμογές στην Εκπαίδευση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Η Ακ. Αν. Α. αυξάνει την ικανότητα γρήγορης δραστηριότητας και γρήγορης παραγωγής ενέργειας στις ασκήσεις υψηλής έντασης.

Αλληλεπίδραση Ανθρώπου- Υπολογιστή & Ευχρηστία

Τεχνικές Πρώτων Βοηθειών

Μητρικός Θηλασμός μετά το Πρώτο Έτος.

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ - ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ

Διδάσκων : Επίκουρος Καθηγητής Στάθης Παπασταθόπουλος. Τμήμα: Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας

Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής στην εκπαίδευση παιδιών με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή

Παράγοντες που επηρεάζουν την εκμάθηση της Γ2/ΞΓ

Από τους πιο σημαντικούς ελέγχους που πρέπει να κάνουμε πολύ συχνά μέχρι μια συγκεκριμένη ηλικία του παιδιού είναι η σωματική του ανάπτυξη!

αντιμετώπιση προβλημάτων σίτισης σε νεογνά και βρέφη

Transcript:

3 η Ενότητα Φωνητική παραγωγή 1. Εισαγωγή Η φωνητική παραγωγή αρχίζει με τη γέννηση του βρέφους. Η φωνητική οδός του παιδιού κατά τη γέννησή του ομοιάζει πολύ περισσότερο με αυτή ενός πιθήκου παρά ενός ανθρώπου. Πρώτες φωνητικές παραγωγές είναι το κλάμα και ο βήχας. Αργότερα εμφανίζεται το βάβισμα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η εξέταση της πρώιμης φωνητικής παραγωγής μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με φασματογράφημα, 1 επειδή οι συχνότητες των φθόγγων που παράγει το βρέφος είναι διαφορετικές από τις συχνότητες των φθόγγων των ενηλίκων. Το μέγεθος της φωνητικής οδού του παιδιού είναι μικρότερο από αυτή του ενηλίκου, με συνέπεια να εκπέμπει σε υψηλότερες συχνότητες. Με το φασματογράφημα μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια τα χαρακτηριστικά των ήχων που παράγει το βρέφος και την απόκλισή τους από τους γλωσσικούς ήχους των ενηλίκων. Η διαφορά των ήχων που παράγουν τα βρέφη από τους ήχους των ενηλίκων οφείλεται στη διαφορετικότητα των φωνητικών οργάνων (βλ. σχήμα 1, σελ. 2). Οι διαφορές ανάμεσα στα φωνητικά όργανα των νεογέννητων και σ εκείνα των ενηλίκων είναι οι ακόλουθες: α) Τα νεογέννητα έχουν υψηλότερα το λάρυγγα από τους ενήλικες με αποτέλεσμα το φωνητικό κανάλι να είναι πολύ μικρότερο. β) Ο φάρυγγας είναι κοντύτερος και αφήνει ελάχιστο χώρο στο οπίσθιο τμήμα της γλώσσας για να κινηθεί. Αυτή η Ενότητα αποτελεί επικαιροποιημένη εκδοχή Ενοτήτων που αναπτύχθηκαν από την Χ. Αλεξάκη, στο πλαίσιο του Έργου ΕΠΕΑΕΚ-Προπτυχιακά Προγράμματα Σπουδών (2004-2005). Η επικαιροποίηση έγινε από την Ε. Καϊναδά (2010-2011). 1 Τρισδιάστατο γράφημα για τη μέτρηση των συχνοτήτων των φθόγγων και της διάρκειάς τους.

γ) Η γλώσσα είναι μεγάλη σε σχέση με τη στοματική κοιλότητα και η κορυφή ή η ράχη της έχει λίγο χώρο για να πραγματοποιήσει διάφορες κάθετες κινήσεις. δ) Η στοματική κοιλότητα με το φάρυγγα δε σχηματίζουν ορθή γωνία, αλλά μια καμπύλη και η σταφυλή πλησιάζει πολύ την επιγλωττίδα (Vihman 1996:104, Kent 1992). Σχήμα 1: Ενήλικη και παιδική φωνητική οδός (Johnson & Reimers 2010) Οι διαφορές του φωνητικού καναλιού των βρεφών σε σχέση μ εκείνο των ενηλίκων είναι αρκετές για να επηρεάσουν τις φωνητικές παραγωγές των νεογέννητων. Ο αριθμός των φωνηέντων που παράγουν τα βρέφη είναι περιορισμένος 2

εξ αιτίας του μεγέθους και της θέσης της γλώσσας σε σχέση με τη στοματική κοιλότητα. Η μικρή απόσταση μεταξύ της υπερώας, του φάρυγγα και του λάρυγγα οδηγεί στην πρώιμη έρρινη προφορά των φθόγγων. Νευρομυϊκοί παράγοντες επηρεάζουν επίσης την άρθρωση. Η γλώσσα, για παράδειγμα, είναι προορισμένη από τη γέννηση να καταπίνει και να πιπιλάει με αποτέλεσμα να μην μπορεί να πραγματοποιήσει περίπλοκες μυϊκές κινήσεις λόγω της βιολογικής ανωριμότητας γλωσσικών μυών του βρέφους (Vihman 1996:104). Σε ηλικία τεσσάρων μηνών συντελούνται σημαντικές αλλαγές στα φωνητικά όργανα του βρέφους, οι οποίες οδηγούν σταδιακά στο σχηματισμό των φωνητικών οργάνων των ενηλίκων. Στους τέσσερις έως έξι μήνες αρχίζει να κατεβαίνει ο λάρυγγας ο οποίος παίρνει την οριστική του θέση και μορφή στην ηλικία των τριών ετών. Στη συνέχεια, θα περιγραφούν τα δύο πρώιμα στάδια της φωνητικής παραγωγής, το κλάμα και το βάβισμα, και θα επισημανθεί η σπουδαιότητά τους για τη γλωσσική κατάκτηση. 2. Το κλάμα Το κλάμα που χαρακτηρίζει τη χρονική περίοδο από τη γέννηση έως τον έκτο μήνα περίπου είναι ο πρώτος τρόπος επικοινωνίας του παιδιού με το περιβάλλον του. Με το κλάμα εκδηλώνεται η πείνα, ο πόνος, ο φόβος ή η αδιαθεσία. Στις αρχές της δεκαετίας του 60, διαπιστώθηκε ότι το κλάμα μπορούσε να δώσει στους επιστήμονες πληροφορίες για τη γλωσσική ανάπτυξη του παιδιού (Penner 2000:116-7). Μακροχρόνιες έρευνες για τους ήχους του κλάματος παιδιών χωρίς γλωσσικές διαταραχές κατέδειξαν με τη βοήθεια φασματογραφημάτων ότι υπάρχει συσχετισμός ανάμεσα στην περίοδο διαμόρφωσης διαφορετικών ήχων στο κλάμα και στην ομαλή μετάβαση στη φάση του βαβίσματος. Στην περίοδο του κλάματος παρατηρήθηκαν τα χαρακτηριστικά που διακρίνουν το κλάμα των βρεφών με ομαλή γλωσσική ανάπτυξη από το κλάμα των βρεφών με αποκλίνουσα γλωσσική συμπεριφορά. Τα χαρακτηριστικά του κλάματος των βρεφών με ομαλή γλωσσική ανάπτυξη σε σύγκριση με εκείνο των βρεφών με διαταραγμένη γλωσσική ανάπτυξη είναι τα ακόλουθα: Α) Το πρώιμο κλάμα μοιάζει ως προς τα διαστήματα αναπνοής με τα ερεθίσματα του γλωσσικού περιβάλλοντος στο οποίο μεγαλώνει το βρέφος. 3

Συγκεκριμένα, τα διαστήματα αναπνοής στην παραγωγή του κλάματος ενός παιδιού θυμίζουν τα διαστήματα αναπνοής στην ομιλία των ενηλίκων. Στη διαταραγμένη γλωσσική ανάπτυξη, δεν παρατηρείται αυτή η ομοιότητα. Β) Η βασική συχνότητα 2 F 0 του κλάματος των παιδιών με τυπική γλωσσική ανάπτυξη είναι περίπου 400 Hz, ενώ των παιδιών με γλωσσικές διαταραχές φτάνει τα 2 khz. Γ) Η μεταβολή της βασικής συχνότητας του πρώιμου κλάματος είναι μια σημαντική ένδειξη της τυπικής γλωσσικής ανάπτυξης. Κριτήρια για παθολογικές καταστάσεις είναι η έλλειψη μεταβολής της βασικής συχνότητας, δηλαδή η παραγωγή μονότονου κλάματος, ή η υπερβολική μεταβολή της βασικής συχνότητας. Δ) Με την πάροδο του χρόνου, τα βρέφη με τυπική γλωσσική ανάπτυξη παράγουν πιο σύνθετες μελωδίες κλάματος, δηλ. το κλάμα φαίνεται να «ωριμάζει». Στα βρέφη με γλωσσική διαταραχή, το κλάμα παραμένει απλό, μονότονο και χωρίς μελωδία (Mende et al. 1990, πρβλ. Penner 2000:117). Το πρώιμο κλάμα του βρέφους θυμίζει ιδιαίτερα την παραγωγή φωνηέντων, αν και, όπως επισημάνθηκε, διαφέρει πολύ από τους γλωσσικούς ήχους που παράγουν οι ενήλικες. Οι ήχοι που παράγει αρχικά το βρέφος μοιάζουν στους ήχους /a/ και /u/ των ενηλίκων. Παράλληλα με το κλάμα, παρατηρείται η παραγωγή του βήχα που θυμίζει την παραγωγή των ουρανικών συμφώνων /k/, /γ/, /χ/ και /g/ των ενηλίκων. Πολλές φορές το βρέφος συνδυάζει τους δύο ήχους και σχηματίζει τις φωνητικές δομές /agu/. Αυτή η περίοδος ονομάζεται η φάση του ψελλίσματος (= cooing ). 3 Μετά από τον τέταρτο μήνα, το βρέφος παράγει και συνδυάζει ήχους σε ένα φωνητικό παιχνίδι ( vocal play ). Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την επανάληψη μη γλωσσικών ήχων, όπως τσιρίσματα, σβουρίσματα, διχειλικά τερετίσματα, συλλαβικά σύμφωνα, κλπ. Οι ατομικές αποκλίσεις στην παραγωγή των ήχων είναι μεγάλες (Κατή 1992:107). Σε αυτήν την περίοδο αρχίζει το φωνητικό κανάλι να ωριμάζει και να τροποποιείται κατάλληλα για την μετάβαση του βρέφους στη φάση του βαβίσματος. 2 Συχνότητα ενός ήχου ονομάζεται ο αριθμός των κύκλων (δηλ. πλήρων κινήσεων εμπρός-πίσω ενός σωματιδίου κατά την μετάδοση ενός ήχου) που επαναλαμβάνονται σε ένα δευτερόλεπτο. Μονάδα μέτρησης είναι το Hz (= Hertz). Βασική συχνότητα (ή αλλιώς Θεμελιώδης Συχνότητα, F0) ονομάζεται η συχνότητα με την οποία πάλλονται οι φωνητικές χορδές. 3 Η λέξη cooing είναι ονοματοποιία προέρχεται από το /agu/. 4

Καθόλο το πρώιμο στάδιο της ομιλίας η αναλογία παραγωγής φωνηεντικών ήχων σε σχέση με σύμφωνα είναι σαφώς μεγαλύτερη. Ξεκινώντας από μια αναλογία 4.5 φωνήεντα ανά ένα σύμφωνο σε μωρά 0-2 μηνών, πηγαίνουμε στο 3.6 στους 2-4 μήνες, 2.8 στους 4-8 μήνες και πέφτει στο 2.0 στους 8-12 μήνες. Στα αρχικά στάδια υπερέχει η παραγωγή πρόσθιων και κεντρικών μη υψηλών φωνηέντων [ε ʌ I]. Σχετικά με τα σύμφωνα, στα πρώτα στάδια τα περισσότερα σύμφωνα που παράγονται είναι τα γλωττιδικά [Ɂ h] (περίπου κατά 87%), ακολουθούμενα από τα υπερωικά [k g] (κατά περίπου 11,6%). Αν σκεφτούμε τους περιορισμούς της γλώσσας των βρεφών, αυτό το χαρακτηριστικό εξηγείται εύκολα. Οι γλωττιδικοί ήχοι δεν χρειάζονται κάποια ιδιαίτερη δεξιότητα στη χρήση της γλώσσας κατά την παραγωγή τους, και οι υπερωικοί δεν απαιτούν τη χρήση της άκρης της γλώσσας. 3. Το βάβισμα (= babbling ) Το βάβισμα θεωρείται ότι εμπεριέχει κάποια αρχική γλωσσική γνώση εκ μέρους του μωρού. Για παράδειγμα, οι Whalen et al (1991) εξέτασαν την παραγωγή επιτονικών καμπύλων από δισύλλαβα και τρισύλλαβα βαβίσματα μωρών από την Αμερική και τη Γαλλία ηλικίας 5-9 μηνών, ηλικία κατά την οποία το βάβισμα θεωρείται προγλωσσικό. Ενώ τα μωρά από τη Γαλλία είχαν επιτονισμό που ανέβαινε και κατέβαινε σε ίδιο ποσοστό, τα μωρά από την Αμερική επέδειξαν μεγαλύτερο ποσοστό καθοδικού επιτονισμού, γεγονός που αντικατοπτρίζει και τη δομή του επιτονισμού της κάθε γλώσσας, υποστηρίζοντας την αντίληψη ότι το βάβισμα του μωρού καθρεπτίζει την ομιλία του ενήλικα. Με βάση αυτήν και παρεμφερείς έρευνες οι ερευνητές θεωρούν ότι το μωρό που μαθαίνει τη γλώσσα κινείται ήδη προς την κατεύθυνση της γλώσσας-στόχου από την αρχή της γλωσσικής παραγωγής μέσω της έκθεσης στα γλωσσικά ερεθίσματα. Η περίοδος του βαβίσματος αρχίζει ξαφνικά περίπου τον έκτο μήνα και διαρκεί έως τον δωδέκατο (Penner 2000:117). 4 Το βάβισμα χαρακτηρίζεται από την παραγωγή σειρών από συλλαβές που μοιάζουν με τις συλλαβές των γλωσσικών ερεθισμάτων και έχουν τη μορφή «σύμφωνο-φωνήεν-σύμφωνο-φωνήεν». Η ωρίμανση των φωνητικών οργάνων που συντελείται σε αυτήν την περίοδο ανάπτυξης (4 ο -6 ο 4 Σύμφωνα με την Κατή (1992), η διάρκεια της περιόδου του βαβίσματος μπορεί να εκτείνεται ως το δέκατο όγδοο μήνα της ηλικίας του παιδιού. 5

μήνα) μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το βάβισμα είναι αποτέλεσμα των εξελικτικών αλλαγών στα φωνητικά όργανα. Παρ όλα αυτά, πρέπει να τονισθεί ότι το βάβισμα δεν εξαρτάται μόνο από την ωρίμανση των φωνητικών οργάνων, αλλά και από την έμφυτη γλωσσική ικανότητα του ανθρώπου, αφού είναι κοινό γνώρισμα όλων των βρεφών ανεξάρτητα από τη γλώσσα που κατακτούν (έναρθρη ή νοηματική). Πολλοί ερευνητές (Penner 2000) έχουν επισημάνει ότι πριν από την κύρια φάση του βαβίσματος εμφανίζεται το περιθωριακό βάβισμα ( marginal babbling ) το οποίο χαρακτηρίζεται από την παραγωγή συλλαβών που δεν έχουν την ίδια διάρκεια με τις συλλαβές της γλώσσας-στόχου. Αν και οι συλλαβές του περιθωριακού βαβίσματος υπερβαίνουν σε διάρκεια τις συλλαβές της γλώσσας-στόχου, η βασική συχνότητα και η ένταση βρίσκονται σε φυσιολογικό επίπεδο. Τα χαρακτηριστικά της κύριας φάσης του βαβίσματος είναι τα εξής: α) η συλλαβική οργάνωση (όμοια με τη συλλαβική οργάνωση της γλώσσας-στόχου), β) η χρήση ενός υποσυνόλου από τους πιθανούς ήχους των γλωσσών 5 και γ) η απουσία σημασίας από τις φωνητικές δομές που παράγει το παιδί. Το βάβισμα διακρίνεται σε κανονικό βάβισμα ( canonical babbling ) και σε ποικιλόχρωμο βάβισμα ( variegated babbling ). Το κανονικό βάβισμα χαρακτηρίζεται από την επανάληψη της ίδιας συλλαβής στη δομή «σύμφωνο-φωνήενσύμφωνο-φωνήεν». Για παράδειγμα, το βρέφος παράγει τις συλλαβικές σειρές /bababa/ και /dadada/. Το ποικιλόχρωμο βάβισμα περιλαμβάνει το συνδυασμό διαφορετικών συλλαβών, όπως /badadi/ και /papuki/. Στο ποικιλόχρωμο βάβισμα, η προσωδία των εκφράσεων του βρέφους ποικίλει και δημιουργείται η εντύπωση ότι το βρέφος παράγει λέξεις και προτάσεις με το ρυθμό και τον επιτονισμό της μητρικής του γλώσσας. Οι παραγωγές του βρέφους όμως δε φέρουν καμιά σημασία. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές (Penner 2000), το κανονικό βάβισμα προηγείται χρονικά του ποικιλόχρωμου, ενώ άλλοι επιστήμονες θεωρούν ότι τα δύο είδη βαβίσματος μπορεί να εμφανίζονται παράλληλα (Guasti 2002). Το βάβισμα των βρεφών που κατακτούν διαφορετικές γλώσσες έχει κοινά χαρακτηριστικά. Συγκεκριμένα, στην αρχή της περιόδου του βαβίσματος (από τον έκτο έως τον όγδοο μήνα περίπου) τα βρέφη παράγουν πιο συχνά στιγμικά σύμφωνα 5 Αυτό σημαίνει ότι οι φθόγγοι που παράγουν τα παιδιά σε αυτές τις ηλικίες δεν είναι απαραίτητα φθόγγοι της γλώσσας τους, αλλά μπορεί να είναι και φθόγγοι άλλων γλωσσών. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι γλωσσικοί ήχοι, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το κλάμα. 6

(π.χ. /p/, /b/, /t/, /d/, /k/, /g/) και έρρινα (π.χ. /m/, /n/), ενώ λιγότερο συχνά παράγουν τα διαρκή ή τριβόμενα σύμφωνα (π.χ. /f/, /v/, /θ/, /ð/). Επίσης, το φωνήεν /a/ παράγεται πιο συχνά από τα φωνήεντα /i/ και /u/. Οι σειρές «σύμφωνο-φωνήεν» είναι πιο συχνές από τις σειρές «φωνήεν-σύμφωνο-φωνήεν». Αυτά τα χαρακτηριστικά θεωρούνται τα καθολικά ( universal ) χαρακτηριστικά του βαβίσματος (πρβλ. Guasti 2002). Από τον όγδοο έως τον δέκατο μήνα, τα δεδομένα του γλωσσικού περιβάλλοντος αρχίζουν να επηρεάζουν τις παραγωγές του βρέφους. Οι γλωσσικοί ήχοι του βαβίσματος υπόκεινται σε διαγλωσσικές στατιστικές διαφορές ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισης των φθόγγων στη γλώσσα του περιβάλλοντος των παιδιών (Werker & Tees 1984). Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα από τα δεδομένα των πρώιμων συλλαβών της Ισπανικής στις οποίες τα παιδιά προτιμούν τα διαρκή ή τριβόμενα σύμφωνα όπως το οδοντικό /θ/. Σε αντίθεση με την κατάκτηση της Ισπανικής, τα διαρκή ή τριβόμενα σύμφωνα δεν παράγονται συχνά από τα παιδιά που κατακτούν την Ελληνική ή την Αγγλική ως μητρική γλώσσα. Τα χειλικά σύμφωνα είναι πιο συχνά στις γαλλικές λέξεις από ότι στις αγγλικές λέξεις με αποτέλεσμα τα βρέφη που κατακτούν τη γαλλική γλώσσα να παράγουν πιο συχνά χειλικά σύμφωνα από τα βρέφη που κατακτούν την Αγγλική. Τα παιδιά που κατακτούν τη Γιαπωνέζικη «βαβίζουν» πιο συχνά με οδοντικά σύμφωνα από ότι τα παιδιά που κατακτούν τη Γαλλική λόγω της αντίστοιχης ιδιότητας της γλώσσας-στόχου. Πρέπει, επίσης, να ληφθεί υπ όψιν ότι από την ηλικία των οκτώ έως δέκα μηνών τα βρέφη παρουσιάζουν μια ύφεση στην αντιληπτική ικανότητά τους να διακρίνουν ήχους που δεν ανήκουν στην μητρική τους γλώσσα. 6 Έρευνες Αγγλόφωνων παιδιών έδειξαν ότι σε βρεφική ηλικία μπορούν να ξεχωρίζουν μεταξύ οδοντικού και ανακεκαμμένου [t] της Ινδικής, στην ηλικία των 8-10 μηνών πολύ λιγότεροι να διαφοροποιούν, ενώ στην ηλικία των 10-12 μηνών μόνο το 20% των παιδιών σε Αγγλόφωνο περιβάλλον εξακολουθούν να τα αναγνωρίζουν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το [l] και [r] στην Ιαπωνική: μετά από την ηλικία των 12 μηνών τα παιδιά δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τις συλλαβές [la] και [ra]. 6 Η μέθοδος με την οποία ερευνάται κατά πόσο τα βρέφη διαφοροποιούν ήχους είναι η μέθοδος του τεχνητού θηλασμού (high amplitude sucking procedure HAS). Δίνεται στα παιδιά ένα τεχνητό στήθος, ή μπουκάλι/πιπίλα, τα οποία καταγράφουν τις αντιδράσεις τους σε κάθε περίπτωση αλλαγής του ερεθίσματος. Αν η αλλαγή του ερεθίσματος γίνει αντιληπτή, το παιδί αντιδρά με αλλαγή στην ένταση ή το ρυθμό θηλασμού. Πρόκειται για μέθοδο που χρησιμοποείται σε πολύ μικρές ηλικίες, μέχρι τους έξη μήνες περίπου, ενώ αργότερα χρησιμοποιείται η μέθοθος της στροφής του κεφαλιού για τη μελέτη της φωνητικής και φωνολογικής αντίληψης των μικρών παιδιών. 7

Πρωτοποριακές μελέτες σε αυτούς τους τομείς είναι των: Eimas et al. (1971), Werker & Lalonde (1988), Best (1995). Παράλληλα με τη φωνητική αντίληψη, επηρεάζεται η παραγωγή. Σ αυτήν την ηλικία, διαμορφώνεται η απεικόνιση των διαφόρων ήχων της γλώσσας-στόχου και συντελείται η προετοιμασία για την κατάκτηση του φωνολογικού συστήματος. Οι φωνητικές παραγωγές, επομένως, αρχίζουν να προσεγγίζουν περισσότερο τα φωνήματα της γλώσσας-στόχου. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το βάβισμα αποτελεί (προγλωσσική) διαδικασία, κοινή σε όλες τις γλώσσες και όχι απλή παραγωγή ήχων, επιβεβαιώθηκε από μια μελέτη των Holowka & Petitto (2002) που βρήκε ότι, ακριβώς όπως οι ενήλικες όταν μιλούν, έτσι και το στόμα των παιδιών ανοίγει περισσότερο προς τη δεξιά πλευρά όταν βαβίζουν, σε αντίθεση με το όταν γελάνε οπότε και ανοίγει περισσότερο η αριστερή πλευρά (ή όταν παράγουν διάφορους ήχους, που το στόμα ανοίγει ομοιόμορφα). Η έρευνα εξέτασε παιδιά και σε Αγγλόφωνο και σε Γαλλόφωνο γλωσσικό περιβάλλον. 7 Όπως υπογραμμίστηκε παραπάνω, από την περίοδο του βαβίσματος διέρχονται όλα τα βρέφη με τυπική (=φυσιολογική) γλωσσική ανάπτυξη πριν από την παραγωγή των πρώτων λέξεων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση ότι τα κωφά παιδιά «βαβίζουν» με κινήσεις. Το νοηματικό βάβισμα ( manual babbling ) έχει τα ίδια χαρακτηριστικά με το έναρθρο βάβισμα. Συγκεκριμένα, το νοηματικό βάβισμα διαφέρει από τις κινήσεις που πραγματοποιούν τα βρέφη για να επικοινωνήσουν ή από άλλες συνήθεις ρυθμικές κινήσεις τους. Εμπεριέχει συλλαβική οργάνωση, όπως το έναρθρο βάβισμα. Τα νοήματα που χρησιμοποιούνται στο βάβισμα είναι ένα υποσύνολο των νοημάτων που χρησιμοποιούνται στις νοηματικές γλώσσες και δεν έχουν σημασιολογικό περιεχόμενο. Παρατηρούνται ακόμη δύο είδη νοηματικού βαβίσματος, το κανονικό και το ποικιλόχρωμο. Στην ηλικία περίπου των δέκα μηνών τα νοήματα που χρησιμοποιούνται αντιστοιχούν στα συνήθη νοήματα του γλωσσικού περιβάλλοντος (Petitto & Marentette 1991, πρβλ. Guasti 2002). Η ερμηνεία που μπορεί να δοθεί στην ύπαρξη αυτών των ομοιοτήτων είναι ότι το βάβισμα είναι ένα γνώρισμα της έμφυτης γλωσσικής ικανότητας. Η γλωσσική 7 Αξίζει να διαβάσετε μόνοι σας το σχετικό άρθρο στο Science. http://utoronto.academia.edu/lauraannpetitto/papers/292958/holowka_s._and_petitto_l.a._2002_._ Left_Hemisphere_Cerebral_Specialization_for_Babies_While_Babbling._Science_Vol_297_page_151 5 8

ικανότητα είναι «ατροπική» ( amodal ), δηλαδή δεν χαρακτηρίζεται από τον τρόπο με τον οποίο θα εκδηλωθεί. Ο έναρθρος λόγος είναι ένας τρόπος εκδήλωσης της γλωσσικής ικανότητας και ο πιο συνήθης. Παρ όλα αυτά, όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα ανάπτυξης του έναρθρου λόγου, η γλωσσική ικανότητα πραγματώνεται μέσα από μια άλλη μορφή έκφρασης, τα νοήματα. Στην έκφραση της γλωσσικής ικανότητας με έναρθρο λόγο ή με νοήματα συμβάλλει η ωρίμανση του νευρομυϊκού συστήματος που ευθύνεται για τον έλεγχο των κινήσεων (Guasti 2002). Τελικά, στην ηλικία των δέκα έως δώδεκα μηνών αρχίζει παράλληλα με το βάβισμα η παραγωγή των πρώτων λέξεων με σημασιολογικό περιεχόμενο. Οι πρώτες λέξεις ή «πρωτολέξεις» σύμφωνα με τον Halliday (1975) δεν είναι λέξεις της μητρικής γλώσσας, αλλά είναι φωνητικά σταθεροί τύποι που χρησιμοποιούνται από το παιδί με μια συγκεκριμένη σημασία. Στην επόμενη περίοδο των τεσσάρων με πέντε μηνών είναι πολύ πιθανό το παιδί να «βαβίζει» και να παράγει μεμονωμένες λέξεις παράλληλα. Οι πρώτες λέξεις παράγονται από τα φωνήματα που χρησιμοποιούνταν κατά την περίοδο του βαβίσματος και έχουν τη συλλαβική δομή των λέξεων του βαβίσματος. Επομένως, παρατηρείται μια συνέχεια ανάμεσα στο βάβισμα και στην παραγωγή λέξεων η οποία φανερώνει τη σπουδαιότητα του βαβίσματος για τη γλωσσική ανάπτυξη (Κατή 1992). 9