1 Πέµπτη 30 εκεµβρίου 2010 www.geostrategy.gr Ρευστό παραµένει το 2011 για την Τουρκία Του Χρήστου Μηνάγια Η πολιτική Ερντογάν εισήγαγε την Τουρκία σε µια µακρά περίοδο εξελίξεων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό της χώρας που προβλέπεται να συνεχισθεί και το 2011. Συγκεκριµένα τα τελευταία χρόνια παρατηρείται µια πολύ σηµαντική αλλαγή η οποία δεν είναι απαλλαγµένη από σοβαρές εσωτερικές και εξωτερικές προκλήσεις. Το προφίλ της χώρας αλλάζει συνεχώς και η µέχρι τώρα στρατηγική της καταδεικνύει ότι οι πολιτικές που εφαρµόζει στηρίζονται σ ένα πολύ αυστηρά οριοθετηµένο πεδίο ελιγµών. Η Τουρκία είναι µια µουσουλµανική χώρα όπου όλα τα είδη του Ισλάµ έχουν, άλλα µικρότερο και άλλα µεγαλύτερο, ποσοστό επιρροής. Είναι µια χώρα όπου συνυπάρχουν το ριζοσπαστικό Ισλάµ, το φονταµενταλιστικό Ισλάµ, το πολιτικό Ισλάµ, το ήπιο Ισλάµ, το εκσυγχρονιστικό Ισλάµ, το Ισλάµ των χωριών και το Ισλάµ των πόλεων. Οι Τούρκοι αναλυτές εντάσσουν τον πρωθυπουργό Ερντογάν στην κατηγορία των ήπιων ισλαµιστών και θεωρούν ότι η νεο-οθωµανική του πολιτική προκαλεί έντονο σκεπτικισµό αφενός στον κρατικό πολιτικο-στρατωτικό µηχανισµό και στους εθνικιστικούς κύκλους της χώρας αφετέρου στις Ηνωµένες Πολιτείες και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι Τούρκοι στρατηγοί είχαν συνηθίσει να κατευθύνουν όλες τις πολιτικές ηγεσίες της χώρας διότι θεωρούσαν ότι δεν διοικούν µόνο τις ένοπλες δυνάµεις αλλά ολόκληρη τη χώρα. Για να διατηρήσουν την εξουσία τους και να συνεχίσουν να έχουν υπό την κηδεµονία τους το λαό και το κράτος εδραίωσαν την παρουσία τους στη νοµική υποδοµή της Τουρκικής ηµοκρατίας µέσω του Συντάγµατος, πραγµατοποίησαν πραξικοπήµατα, εξέδωσαν υποµνήµατα παρέµβασης στην πολιτική ζωή της χώρας, δηµιούργησαν οργανώσεις ανατροπής της νόµιµα εκλεγµένης κυβέρνησης και αµαύρωσαν τη ζωή εκατοµµυρίων πολιτών υποτάσσοντας τους στην επίσηµη ιδεολογία και στην κρατική ελίτ καταπατώντας τις ατοµικές τους ελευθερίες και τα ατοµικά τους δικαιώµατα. Η στρατηγική του Ερντογάν έναντι του στρατιωτικού κατεστηµένου ήταν πολυδιάστατη, όπως η αλλαγή της σύνθεσης του Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και του τρόπου λήψεως αποφάσεων αυτού, η νοµοθετική µεταρρύθµιση σχετικά µε την πολιτική αυτονοµία των στρατιωτικών, η
2 δικαστική µεταρρύθµιση που οριοθετεί το πεδίο αρµοδιοτήτων της στρατιωτικής δικαιοσύνης κ.λπ. Συνακόλουθα δε, άρχισε να παρεµβαίνει και στις εσωτερικό των ενόπλων δυνάµεων µε έµφαση στις αποφάσεις του Ανωτάτου Στρατιωτικού Συµβουλίου (ΑΣΣ). Το ΑΣΣ συνεδριάζει δύο φορές ετησίως και συµµετέχουν ο πρωθυπουργός, ο υπουργός Άµυνας και όλοι οι ανώτατοι αξιωµατικοί βαθµού στρατηγού, ναυάρχου και πτεράρχου. Η σύσταση του συµβουλίου αυτού έγινε το 1971, αµέσως µετά το στρατιωτικό πραξικόπηµα της 12-3-1971, προκειµένου οι στρατιωτικοί να κρατήσουν τις κυβερνήσεις σε απόσταση από το εσωτερικό τους καθεστώς και τις εσωτερικές αποφάσεις των τουρκικών ενόπλων δυνάµεων αποκτώντας µια ολοκληρωτική αυτονοµία. Το Ανώτατο Στρατιωτικό Συµβούλιο αποφάσιζε για τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωµατικών και τη στρατιωτική στρατηγική, ενώ η παρουσία όλων των πρωθυπουργών ήταν άκρως συµβολική. Για την ακρίβεια όλων πλην του Ερντογάν, ο οποίος τον Αύγουστο και το Νοέµβριο του 2010, µετά από 8 χρόνια πρωθυπουργός, αντιτάχθηκε στην πολιτική αυτή επιδεικνύοντας µια πρωτόγνωρη για τα τουρκικά δεδοµένα επίδειξη πολιτικής δύναµης αιφνιδιάζοντας τους στρατιωτικούς. Πέτυχε δηλαδή οι αποφάσεις του ΑΣΣ σχετικά µε τις προαγωγές-αποστρατείες των αξιωµατικών να έχουν την ουσιαστική έγκριση της πολιτικής εξουσίας της χώρας. Επιπρόσθετα, στις 16-12-2010 άρχισε η δίκη των 196 στρατιωτικών, µεταξύ των οποίων πρώην αρχηγοί και στρατηγοί, που αντιµετωπίζουν ποινές φυλάκισης 15 έως 20 ετών διότι εµπλέκονται σε σχεδιασµούς ανατροπής της κυβέρνησης Ερντογάν (σχέδιο Βαριοπούλα), ενώ έχουν συλληφθεί επιπλέον 39 αξιωµατικοί λόγω εµπλοκής τους σε υπόθεση κατασκοπείας, εκβιασµών και πορνείας στη ιεύθυνση Ηλεκτρονικών Συστηµάτων του τουρκικού ΓΕΕΘΑ, στο υφυπουργείο Αµυντικής Βιοµηχανίας, στη ιοίκηση Ασφαλείας Ακτών, στη ιοίκηση Ναυτικών υνάµεων και στο TUBΙΤΑΚ (Τουρκικό Ίδρυµα Επιστηµονικών και Τεχνολογικών Ερευνών). Τα κόµµατα της αντιπολίτευσης, ρεπουµπλικανικό CHP και εθνικιστικό MHP, αποδείχθηκαν ανεπαρκή στην προαναφερόµενη «ερντογανική επίθεση» διότι αφενός έχουν προβλήµατα ηγεσίας και ιδεολογίας στο εσωτερικό τους, αφετέρου η πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας τα θεωρεί ως πολιτικό σκέλος του βαθέος κράτους. Το βασικό τρωτό σηµείο των κοµµάτων αυτών είναι ότι στηρίζονται στη ψυχολογία της «µη αλλαγής» ενώ δεν διστάζουν να κατηγορούν ως προδότες έναντι του ατατουρκισµού όσους επιδιώκουν την αλλαγή. Άλλωστε ο ιδεολογικός τους δογµατισµός πάντα έµπαινε εµπόδιο σε κάθε αντίληψη που ανταποκρινόταν στις ανάγκες και στις δηµοκρατικές προσδοκίες της κοινωνίας. Τα αποτελέσµατα του δηµοψηφίσµατος της 12-9-2010 στην Τουρκία ανέδειξαν έναν πανίσχυρο Ερντογάν που µπορεί πλέον να προχωρήσει σε µια οριστική πολιτική ρήξη µε το στρατιωτικό κατεστηµένο και όλους εκείνους τους µηχανισµούς που συνιστούν το αποκαλούµενο «βαθύ κράτος». Επίσης, σύµφωνα µε τελευταίες δηµοσκοπήσεις το ποσοστό του κυβερνώντος κόµµατος ΑΚΡ ανέρχεται στο 46% και δεν διαφαίνεται στο εγγύς µέλλον να
3 υπάρξει κάποια άλλη εναλλακτική πρόταση πολιτικής εξουσίας. ιαπιστώνεται λοιπόν ότι όλα εξελίσσονται σύµφωνα µε τις επιδιώξεις του Ερντογάν που υποβοηθείται σε µεγάλο βαθµό από τις συγκυρίες, διότι ούτε η σκληρή αν όχι αλαζονική του συµπεριφορά, ούτε η κόπωση της κυβέρνησης του φαίνονται να επηρεάζουν αρνητικά τους Τούρκους ψηφοφόρους. Όµως δεν πρέπει να λησµονούµε ότι σε ανύποπτο χρόνο όλα µπορεί να αλλάξουν, διότι η εικόνα της εθνο-θρησκευτικο-ιδεολογικής τριχοτόµησης που παρουσίασε η Τουρκία στο πρόσφατο δηµοψήφισµα αποτελεί στοιχείο ιδιάζουσας σηµασίας µε πολλούς αποδέκτες. Οι Κούρδοι από την εποµένη του δηµοψηφίσµατος άρχισαν να δηµοσιοποιούν τις «αυτονοµιστικές» τους απαιτήσεις δίδοντας την εντύπωση ότι έχει ανοίξει το «κουτί της Πανδώρας» για το κουρδικό, ενώ το βαθύ κράτος βρίσκεται σε στάση αναµονής προκειµένου να εκµεταλλευθεί οποιαδήποτε κυβερνητική αποτυχία ειδικά σε θέµατα όπως το κουρδικό, το πρόβληµα του Αιγαίου, η Α.Ο.Ζ., το κυπριακό κ.λπ. Κρίνεται σκόπιµο να τονισθεί ότι στις 17-12-2010 το τουρκικό Γενικό Επιτελείο Ενόπλων υνάµεων εξέδωσε την υπ. αριθ. ΒΑ-03/10 ανακοίνωση γνωστοποιώντας την ανησυχία του για τις συζητήσεις που γίνονται για την κουρδική γλώσσα, ενώ ήδη ο πρόεδρος της ηµοκρατίας Αµπντουλάχ Γκιούλ είχε δηλώσει ότι: «Επίσηµη γλώσσα της Τουρκίας είναι και θα παραµείνει η Τουρκική». Με τον τρόπο αυτό οι Τούρκοι στρατηγοί, αγνοώντας τις αρµοδιότητες της πολιτικής εξουσίας της χώρας, καταδεικνύουν ότι δεν θα πάψουν να παρεµβαίνουν και να διεκδικούν ένα είδος πολιτικού ρόλου σε σοβαρά θέµατα όπως είναι το κουρδικό. Η Τουρκία εισήλθε σε µια πολύ κρίσιµη περίοδο και στους επόµενους 10 µήνες, λίγο µετά τις γενικές εκλογές του Ιουνίου 2011, πιθανόν να υπάρξουν σοβαρότατες εξελίξεις οι οποίες εστιάζονται σε τρείς τοµείς: στο κουρδικό, στις σχέσεις του Ερντογάν µε το στρατό και στην Ανατολική Μεσόγειο. Συγκεκριµένα: Το κουρδικό πρόβληµα κατά βάση αποτελεί ένα εθνικό πρόβληµα µε πολιτικές διαστάσεις. εν αφορά µόνο στην αναγνώριση της κουρδικής ταυτότητας και των πολιτιστικών δικαιωµάτων των Κούρδων αλλά εµπεριέχει συγκεκριµένες απαιτήσεις για αυτονοµία, όπως δηµιουργία κοινοβουλίων στις πόλεις, Πολιτικής Ακαδηµίας, ηµοκρατικού Κογκρέσου της Κουρδικής Κοινότητας, συνεταιρισµών κ.λπ. Ωστόσο υπάρχει σοβαρή αβεβαιότητα για την επίλυση του προβλήµατος αυτού και εάν µέχρι το επόµενο Μάρτιο δεν ικανοποιηθούν τα κυριότερα αιτήµατα των Κούρδων τότε το ΡΚΚ θα αρχίσει εκ νέου τις επιχειρήσεις του. Και αυτό διότι οι Κούρδοι θα εκλάβουν τη στάση της κυβέρνησης Ερντογάν ως την εξής απειλή: «ή θα πεθάνεις ή θα σε σκοτώσουµε». Επίσης, επισηµαίνεται ότι η επίλυση του κουρδικού προβλήµατος έχει άµεση σχέση µε την επίλυση του στρατιωτικού προβλήµατος (στρατιωτικό κατεστηµένο) στην Τουρκία. εν είναι τυχαίο ότι Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι το
4 κουρδικό πρόβληµα και το στρατιωτικό πρόβληµα αποτελούν δύο ασθένειες όπου η µια εµπεριέχεται εντός της άλλης. Ο Ερντογάν επιδιώκει να δώσει ένα τέλος στη στρατιωτική χειραφέτηση, όχι για να µειώσει την επιχειρησιακή δυναµική και πολεµική ισχύ των τουρκικών ενόπλων δυνάµεων αλλά για να δηµιουργήσει µια µοντέρνα µορφή πολιτικο-στρατιωτικών σχέσεων σύµφωνα µε τα δυτικά πρότυπα. Άλλωστε η πολιτική των εξοπλισµών που ακολουθεί το κυβερνών κόµµα ΑΚΡ εξυπηρετεί πλήρως την πολιτική Ερντογάν-Νταβούτογλου για ανάδειξη της Τουρκίας σε σηµαντική περιφερειακή δύναµη. Η συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο ενόχλησε ιδιαίτερα την Άγκυρα η οποία άρχισε να απειλεί ότι δεν θα δεχθεί τετελεσµένα και θα αντιδράσει δυναµικά σε οποιαδήποτε ενέργεια σχετική µε έρευνα πετρελαίου στην Α.Ο.Ζ., χωρίς πρότερη επίλυση του κυπριακού προβλήµατος. Και γι αυτό άλλωστε στις 16-12-2010 ο Τούρκος υφυπουργός Εξωτερικών Feridun Sinirlioglu κάλεσε τον Ισραηλινό πρέσβη στην Άγκυρα προκειµένου να επισηµάνει την αποφασιστικότητα της Τουρκίας στο θέµα αυτό. Φυσικά η εν λόγω στάση των Τούρκων δεν αποτελεί κάτι νέο διότι αυτοί εκτιµούν ότι µε τις απειλές θα αποτρέψουν την Ελλάδα και την Κύπρο από την ενάσκηση των κυριαρχικών τους δικαιωµάτων. Συνακόλουθα δε, οι Τούρκοι θεωρούν την στρατιωτική συνεργασία Ελλάδος-Κύπρου-Ισραήλ ως δηµιουργία ενός νέου µεσογειακού άξονα ο οποίος τους απασχολεί ιδιαίτερα. Τα ανοίγµατα της Άγκυρας στη Μέση Ανατολή, στα Βαλκάνια και στον Καύκασο φαντάζουν φιλόδοξα ωστόσο µπορούν µέσα σε µια νύκτα να µετατρέψουν τους εχθρούς σε φίλους αλλά και τους φίλους σε εχθρούς. Η πολιτική του Ερντογάν φαίνεται ότι δεν ταυτίζεται µε την άποψη ότι ο φίλος που παραµερίζεται γίνεται εχθρός, ενώ ο εχθρός που προσεγγίζεται δεν γίνεται ποτέ φίλος. Έτσι οι σχέσεις της Τουρκίας µε τις Ηνωµένες Πολιτείες, την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ισραήλ κινδυνεύουν να µετατραπούν σε σχέσεις «πολλαπλών προβληµάτων» µε απρόβλεπτες συνέπειες. Εν τω µεταξύ η Ουάσιγκτον δεν έχει εκδηλώσει ακόµη τις προθέσεις της, δεδοµένου ότι ο πρόεδρος Οµπάµα δεν επιθυµεί προς το παρόν την αποκοπή µε την ηγεσία του ΑΚΡ και θα περιµένει µέχρι τις εκλογές του Ιουνίου 2011 οπότε και θα καθορίσει τη γραµµή που θα εφαρµόσει. (Ο Χρήστος Μηνάγιας είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η γεωπολιτική στρατηγική και η στρατιωτική ισχύς της Τουρκίας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τουρίκη. Πρόκειται για µια εµπεριστατωµένη µελέτη η οποία βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε πρωτογενείς τουρκικές πηγές και µπορεί να χαρακτηρισθεί ως ένας χρήσιµος οδηγός για το είδος της απειλής που συνιστούν οι τουρκικές ένοπλες δυνάµεις και τις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας υπό το µανδύα του
5 νεο-οθωµανσιµού. Επίσης, είναι τακτικός αρθρογράφος επί θεµάτων Τουρκίας στην ιστοσελίδα www.geostrategy.gr )