VIII. Αιρέσεις - Προθεσµίες



Σχετικά έγγραφα
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

περιεχόμενα Πρόλογος 15 Εισαγωγή "ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΑΙΚΑΙΟΥ"

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΟΜΟΡΡΥΘΜΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών ΚΥΡΙΟΤΗΤΑ Β. ΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΚΥΡΙΟΤΗΤΑΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

9.ΦΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

Ο περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόµος (ΚΕΦ.232)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΙΟΥΝΙΟΣ Ονοματεπώνυμο:. Α.Μ.: /..

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΓΙΑ ΤΑ ΕΤΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ (ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Θ. ΚΟΥΜΑΡΙΩΤΗΣ)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1997 ΜΕΧΡΙ 2004

Προεδρικό ιάταγµα 456/1984 «Αστικός Κώδικας και Εισαγωγικός του Νόµος» (ΦΕΚ Α' 164/ ) ΕΚΑΤΟ ΟΓ ΟΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ


ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ-ΑΡΘΡΑ ΓΙΑ ΥΙΟΘΕΣΙΑ

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

Θέμα: «ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ» Σχετ. το υπ αρ. πρωτ. Οικ / έγγραφό μας.

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο Υ Π Ο Υ Ρ Γ Ο Σ Ο Ι Κ Ο Ν Ο Μ Ι Κ Ω Ν

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ. Άρθρο 1. Πηγές του δικαίου

Ταχ. /νση :Ερµού ΠΡΟΣ: ΑΠΟ ΕΚΤΕΣ Ταχ. Κώδ. : ΑΘΗΝΑ ΠΙΝΑΚΑ ΙΑΝΟΜΗΣ Τηλέφωνο : FAX :

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων

32η ιδακτική Ενότητα ΓΕΝΙΚΑ - ΑΣΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΙΚΑΙΟΥ (ΠΡΟΣΩΠΑ) ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

E.E. Παρ. I (I), Αρ. 2721, Ν. 5ί(Ι)/92

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ. κάνουν το

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «Ι ΙΩΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ»

Μονογραφή από όλους τους συνδικαιούχους σε κάθε σελίδα. Γνήσιο υπογραφής στην τελευταία σελίδα από Αστυνομία ή ΚΕΠ από όλους τους συνδικαιούχους

ΚΑΛΑΜ ΑΤΑ! ΤΜ ΗΜ Α ΕΚΔΟΣΕΟΝ Λ ΜΒΑΙΟΘΗΚΗΤ } ΣΔΟ(ΧΡΗΜΕΛ) Π.597

Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο - Υιοθεσία

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ Ονοματεπώνυμο:. Α.Μ.: /..

34η ιδακτική Ενότητα ΙΚΑΙΩΜΑ ΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΚΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΣΚΗΣΗ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΙΚΑΙΟΥ - ΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ Α ΙΚΟΠΡΑΞΙΑ

Θέμα: Κοινοποίηση εγκυκλίων του Υπουργείου Οικονομικών

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

[όπως ισχύει μετά το ν. 2447/1996] ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Ι Κ Α Σ Τ Ι Κ Η Σ Υ Μ Π Α Ρ Α Σ Τ Α Σ Η

Συνυποβαλλόμενα έγγραφα θεμελίωσης εγγραπτέου δικαιώματος

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4565,

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΜΙΣΘΩΣΗΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΝΟΜΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ. Άρθρο 78 Σωµατείο

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

ΑΣΤΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΓΕΝΙΚΑ

ΗΜΕΡΙΔΑ Τ.Ε.Ε - ΤΜΗΜΑ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ. ΕΙΣΗΓΗΣΗ: «Θεσμικό Πλαίσιο λειτουργίας Εθνικού Κτηματολογίου»

ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ (ΦΕΚ Α 327/ ) ΙΑΤΡΙΚΗ ΥΠΟΒΟΗΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΟΥ KAI ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΖΟΜΕΝΟΥ 4.1 Κατά τη σύναψη της ασφάλισης 4.2 Κατά τη διάρκεια της ασφάλισης

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 2ας ΜΑΡΤΙΟΥ 1990 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014

ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΞΟΥΣΙΟΟΤΗΜΕΝΟΥ ΠΩΛΗΤΟΥ. Στην Αθήνα σήµερα την... του µηνός...του έτους... ηµέρα... µεταξύ των :

Απλή Ετερόρρυθμη Εταιρεία

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

ΙΑΚΗΡΥΞΗ Ν/ 50130/ ΦΥΛΑΞΗ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ Ε ΡΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΡΗΤΗΣ ΤΗΣ Ν ΣΥΜΒΑΣΗ Ν/

Δίκαιο των προσωπικών εταιρειών Δίκαιο των κεφαλαιουχικών εταιρειών

Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΙΑΤΑΞΕΙΣ ΜΕΡΟΣ ΙΙ ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 14 η. Προς όλους τους. Συµβολαιογράφους της χώρας. ΘΕΜΑ: Ενηµέρωση σε θέµατα πιστοποιητικού ΕΝΦΙΑ. Κυρίες και Κύριοι Συνάδελφοι,

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης. Θέμα: Κωδικοποίηση νομοθεσίας ΕΝΦΙΑ

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3413, 16/6/2000

Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014

Διευκρινήσεις και απαντήσεις

Νόμος 2121/93: Πνευματική Ιδιοκτησία, Συγγενικά Δικαιώματα και Πολιτιστικά Θέματα

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Ν.4072/2012 ΟΜΟΡΡΥΘΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αρµόδιος : Μάρκου ηµήτριος Αναπληρωτής Συνήγορος του Καταναλωτή

ΤΕΥΧΟΣ 4 ΕΙ ΙΚΟΙ ΟΡΟΙ

38η ιδακτική Ενότητα ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΣΧΕΣΕΙΣ ΓΟΝΕΩΝ ΚΑΙ ΤΕΚΝΩΝ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

I. Δικαιοπρακτική ελευθερία

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Transcript:

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Προστασία καλόπιστων τρίτων: Κατά το άρθρο 184 ΑΚ, η ακυρώσιµη δικαιοπραξία, µετά την ακύρωσή της εξοµοιώνεται µε την εξαρχής άκυρη, µε την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν εµπράγµατα δικαιώµατα που τρίτος απέκτησε από τη σύµβαση που ακυρώθηκε. Το άρθρο 184 ΑΚ παραπέµπει στα άρθρα 1203 και 1204 ΑΚ. Τα αποτελέσµατα της ακυρώσεως αρχίζουν από τότε που η απόφαση περί ακυρώσεως µεταγραφεί στο περιθώριο της µεταγραµ- µένης σύµβασης. Με την ακύρωση της σύµβασης για ακίνητο (λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής), δεν αναιρούνται τα εµπράγµατα δικαιώµατα που τρίτοι απέκτησαν από αυτή. Αν προϊόν πλάνης, απάτης ή απειλής είναι µονοµερής δικαιοπραξία, τότε η δικαιοπραξία είναι ακυρώσιµη. Π.χ. απειλήθηκε ο Α από τον Β και τον έκανε πληρεξούσιο. Ο Β ως πληρεξούσιος του Α πώλησε ακίνητο του Α στον Γ. Μετά ακυρώθηκε, µε δικαστική απόφαση, η πληρεξουσιότητα. Ο Α µπορεί από τον Γ να διεκδικήσει το ακίνητό του, γιατί το άρθρο 184 ΑΚ ορίζει ότι η ακυρωθείσα δικαιοπραξία εξοµοιώνεται µε άκυρη, αλλά µε την επιφύλαξη των αποκτηθέντων εµπραγµάτων δικαιωµάτων των τρίτων από ακυρωθείσα σύµβαση. Καµιά απολύτως επιφύλαξη δεν υπάρχει, ως προς τα αποκτηθέντα εµπράγµατα δικαιώµατα των τρίτων, από ακυρωθείσα µονοµερή δικαιοπραξία, όπως είναι η πληρεξουσιότητα. 389 390 VIII. Αιρέσεις - Προθεσµίες Α. Έννοια αιρέσεων Αίρεση είναι µια προσθήκη, που τίθεται στη δικαιοπραξία και δυνάµει της οποίας, τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας εξαρτώνται από µέλλον και αβέβαιο γεγονός. Ο υπό αίρεση δικαιούχος έχει δικαίωµα προσδοκίας. Από το δικαίωµα τις προσδοκίας, απορρέουν τα εξής δικαιώµατα: α) Ο υπό αίρεση δικαιούχος µπορεί να ασκήσει αναγνωριστική αγωγή, για να αναγνωρίσει το δικαίωµα προσδοκίας του. β) Μπορεί να το διασφαλίσει µε ενέχυρο, υποθήκη, προσηµείωση. γ) Μπορεί να το µεταβιβάσει. Οι δύο όµως σπουδαιότερες εκδηλώσεις του δικαιώµατος της προσδοκίας, επέρχονται, όταν πληρωθεί η αίρεση. Κατά το άρθρο 204 ΑΚ, εάν ο υπό αίρεση υπόχρεος, ηρτηµένης της αιρέσεως, µαταίωσε ή έβλαψε το υπό αίρεση δικαίωµα, υποχρεούται σε αποζηµίωση. Π.χ. πωλείται ένα αυτοκίνητο µε τον όρο παρακράτησης της κυριότητας µέχρι την 391 392 393 113

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 394 395 αποπληρωµή του τιµήµατος. Αν ηρτηµένης της αναβλητικής αιρέσεως (µέχρι δηλαδή να αποπληρωθεί το τίµηµα) ο πωλητής καταστρέφει το πωλούµενο αυτοκίνητο ολικώς ή µερικώς, υποχρεούται να αποζηµιώσει τον υπό αίρεση δικαιούχο, τον αγοραστή. Κατά το άρθρο 206 ΑΚ, αν ο υπό αίρεση υπόχρεος, ηρτηµένης της αιρέσεως, διέθεσε το υπό αίρεση δικαίωµα, η δε διάθεση το µαταιώνει ή το βλάπτει, όταν η αίρεση πληρωθεί, η διάθεση είναι άκυρη. Π.χ. ο Π πωλεί στον Α ένα ακίνητό του µε τον όρο παρακράτησης κυριότητας µέχρι την αποπληρωµή του τιµήµατος (532 ΑΚ). Ηρτηµένης της αίρεσης πωλεί και µεταβιβάζει το σπίτι στον Ε, ή το υποθηκεύει στην τράπεζα Τ. Μετά την πλήρωση της αιρέσεως, είναι άκυρη η διάθεση (η µεταβίβαση, η υποθήκη). Είναι έγκυρη όµως η υποσχετική δικαιοπραξία και δηµιουργείται υποχρέωση στο πλήρες ενδιαφέρον. Πλασµατική πλήρωση αίρεσης: Ο Α υπόσχεται στον Β ένα πριµ 100 χιλ. Ευρώ, αν εργασθεί ευδόκιµα για 10 χρόνια. Τις τελευταίες δέκα ηµέρες της δεκαετίας ο Α απολύει τον Β. Ο Β θα πάρει το πριµ, γιατί ο Α παρακώλυσε την πλήρωση της αιρέσεως εναντίον της καλής πίστης. Β. Διάκριση αιρέσεων Διακρίνονται σε δύο κατηγορίες, τις καταχρηστικές ή νόθες και τις γνήσιες ή πραγµατικές. 1. Καταχρηστικές αιρέσεις 396 Στην κατηγορία των καταχρηστικών αιρέσεων ανήκουν οι εξής: α) Οι αναγόµενες στο παρελθόν ή το παρόν, π.χ. ο Β πωλεί στον Κ ένα οικόπεδο, αν το έχει κληρονοµήσει από τον πατέρα του Π που πέθανε. (Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει υποκειµενική αβεβαιότητα, ενώ το χαρακτηριστικό της αίρεσης είναι η αντικειµενική αβεβαιότητα). β) Οι αναγκαίες αιρέσεις: Το γεγονός από το οποίο εξαρτώνται τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας, θα λάβει οπωσδήποτε χώρα, κατά τους φυσικούς ή νοµικούς κανόνες. Π.χ. ο Χ πωλεί το αυτοκίνητό του στον φίλο του Φ, όταν επέλθει ο θανατός του. Οι αναγκαίες αιρέσεις κρίνονται κατά τις διατάξεις περί προθεσµιών, γιατί το γεγονός είναι µέλλον και βέβαιο. γ) Οι νοµικές αιρέσεις ή αιρέσεις δικαίου που αναφέρονται σε γεγονός που αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την τελείωση της δικαιοπραξίας. Π.χ. ο Π πωλεί το κινητό του τηλέφωνο στον Φ, αν συµφωνήσουν ως προς το τίµητα. 2. Γνήσιες αιρέσεις 397 Στην κατηγορία των γνήσιων αιρέσεων ανήκουν οι εξής: 114

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ α) Οι αναβλητικές αιρέσεις: Αναβάλλονται τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας, µέχρι να πραγµατοποιηθεί το µέλλον και αβέβαιο γεγονός. Π.χ. ο Π δωρίζει το σκάφος του στον Φ, αν επιτύχει στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ. β) Διαλυτικές αιρέσεις: Επέρχονται τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας, αλλά στη συνέχεια αίρονται, αν πραγµατοποιηθεί το µέλλον και αβέβαιο γεγονός. Π.χ. ο Π δίνει δέκα χιλιάδες Ευρώ στον Φ, τις οποίες θα υποχρεωθεί να του αποδώσει, αν δεν πάρει το πτυχίο του. γ) Θετικές αιρέσεις: Όταν το µέλλον και αβέβαιο γεγονός συνίσταται σε πράξη, π.χ. ο Δ χρησιδανείζει στον Κ ένα µηχανάκι, αν τον βοηθήσει στις εξετάσεις ξένης γλώσσας. δ) Αποθετικές αιρέσεις. Αν το µέλλον και αβέβαιο γεγονός συνίσταται σε παράλειψη. ε) Τυχαίες αιρέσεις: Όταν η πραγµατοποίηση του µέλλοντος και αβέβαιου γεγονότος, εξαρτάται από µόνη την τύχη, π.χ. Ο Ε µισθώνει εκδροµικό λεωφορείο µε την αίρεση της καλοκαιρίας. στ) Εξουσιαστικές αιρέσεις: Όταν το µέλλον και αβέβαιο γεγονός εξαρτάται από τη βούληση του ενός από τα µέρη. Εάν εξαρτάται από τη βούληση του υπό αίρεση δικαιούχου, λέγεται κυρίως εξουσιαστική. π.χ. ο Χ δωρίζει στον Φ 10 χιλ. Ευρώ, αν ανέβει στην κορυφή ενός βουνού. Αν όµως η πλήρωση της αίρεσης εξαρτάται από τη βούληση του υπό αίρεση υποχρέου, τότε υπάρχει αµιγώς εξουσιαστική αίρεση, π.χ. ο Υ υπόσχεται στον Λ ότι θα του δώσει 10 χιλ. Ευρώ, εάν πραγµατοποιήσει (ο Υ) µια κερδοφόρα επένδυση. 398 399 400 401 402 403 Γ. Ενέργεια ειδικών αιρέσεων α) Αντιφατική αίρεση είναι εκείνη της οποίας η πλήρωση έρχεται σ αντίθεση, µε την ενέργεια της δικαιοπραξίας. Π.χ. Ο Σ πουλάει στον Τ το σπίτι του τοις µετρητοίς, αν εξακολουθεί να διατηρεί την κυριότητα αυτού. Η δικαιοπραξία είναι άκυρη (208 ΑΚ). β) Αθέµιτη ή παράνοµη είναι η αίρεση, η οποία όταν τίθεται στη δικαιοπραξία, προσδίδει σ αυτή παράνοµο ή ανήθικο περιεχόµενο. Π.χ. ο Α κάνει κληρονό- µο την Β, αν διαζευχθεί τον σύζυγό της. Οι αιρέσεις αυτές, είτε τίθενται στις εν ζωή δικαιοπραξίες, είτε στις τελευταίες διατάξεις (διαθήκες), καθιστούν άκυρη την δικαιοπραξία. γ) Ακατάληπτη είναι η αίρεση, η οποία λόγω ασαφούς διατύπωσης, δεν µπορεί να προσδιορισθεί κατ έννοια ή το περιεχόµενό της δεν µπορεί να νοηθεί. Όταν τίθεται στις εν ζωή δικαιοπραξίες, τις καθιστά άκυρες. Όταν τίθεται στις τελευταίες διατάξεις (διαθήκες), λογίζεται ως µη γεγραµµένη. 404 405 406 115

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 407 408 409 δ) Δελεαστική αίρεση εµφανίζεται κυρίως στις διαθήκες, π.χ. ο Κ εγκαθιστά κληρονόµο τον Α, αν αυτός µε τη σειρά του τον ορίσει κληρονόµο. Η τελευταία διάταξη είναι άκυρη. ε) Αίρεση αγαµίας και αίρεση χηρείας. Π.χ. ο Κ εγκαθιστά κληρονόµο την Α, αν δεν παντρευτεί. Η αίρεση αγαµίας θεωρείται ως µη γεγραµµένη. Ο Κ εγκαθιστά κληρονόµο την σύζυγό του, αν δεν ξαναπαντρευτεί. Η αίρεση είναι έγκυρη, κι αν η σύζυγός παντρευτεί, θα χάσει την κληρονοµιά. στ) Αδύνατη είναι η αίρεση που αναφέρεται σε γεγονός το οποίο αντικειµενικά, για λόγους πραγµατικούς ή νοµικούς, δεν µπορεί να επέλθει. Π.χ. πώληση µε την αίρεση της έγκρισης της δικαιοπραξίας από τον πατέρα του πωλητή ο οποίος έχει αποβιώσει. Αν η αίρεση είναι αναβλητική, καθιστά άκυρη τη δικαιοπραξία, ενώ αν είναι διαλυτική δεν έχει καµία ενέργεια (208 ΑΚ). Δ. Έννοια και είδη προθεσµιών 1. Έννοια προθεσµίας 410 Η προθεσµία νοείται, πρώτον, ως χρονικό σηµείο ή διάστηµα, που ορίζεται από το νόµο, τη δικαιοπραξία ή δικαστική απόφαση, π.χ. για την ισχύ νόµου ή για τον χρόνο καταγγελίας µιας σύµβασης (240-246 ΑΚ). Νοείται επίσης ως χρονικό διάστηµα εντός του οποίου πρέπει να ασκηθεί ένα δικαίωµα (βλ. αποσβεστική προθεσµία). Τέλος προθεσµία αποτελεί έναν πρόσθετο όρο που τίθεται στη δικαιοπραξία. Προθεσµία υπό την τελευταία αυτή έννοια είναι το µέλλον και βέβαιο γεγονός, από το οποίο εξαρτώνται τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας. Π.χ. ο Α δηλώνει ότι εκµισθώνει το διαµέρισµά του στον Μ, η δε µίσθωση ισχύει έως την 1.12.2007. 2. Είδη προθεσµιών 411 412 α) Αναβλητικές προθεσµίες. Αναβάλλεται η επέλευση των αποτελεσµάτων της δικαιοπραξίας, µέχρις ότου πληρωθεί το µέλλον και βέβαιο γεγονός. Π.χ. η µίσθωση θα αρχίσει από την αρχή του επόµενου από την κατάρτισή της µήνα. β) Διαλυτικές προθεσµίες. Επέρχονται τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας, αλλά θα ανατραπούν, όταν πραγµατοποιηθεί το µέλλον και βέβαιο γεγονός. Π.χ. η εταιρία θα λυθεί µετά από 10 έτη από την ίδρυσή της. Κατά το άρθρο 210 ΑΚ, επί των αναβλητικών και διαλυτικών προθεσµιών, εφαρµόζονται ανάλογα οι διατάξεις περί αναβλητικών και διαλυτικών αιρέσεων. Υπάρχουν όµως διατάξεις περί αιρέσεων γενικές (201-209) και ειδικές (1794 116

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ επ.). Δυνάµει συσταλτικής ερµηνείας, εφαρµόζονται µόνο οι γενικές διατάξεις περί αιρέσεων. IX. Αντιπροσώπευση και πληρεξουσιότητα Α. Αντιπροσώπευση Αντιπροσώπευση είναι το νοµικό φαινόµενο, δυνάµει του οποίου ένα πρόσωπο, καλούµενο αντιπρόσωπος, καταρτίζει τις δικαιοπραξίες, όχι για τον εαυτό του, αλλά για ένα άλλο πρόσωπο, τον αντιπροσωπευόµενο. Ο αντιπρόσωπος διαφέρει από τον άγγελο, γιατί ο αντιπρόσωπος είναι φορέας δικαιοπρακτικής βούλησης, αυτός καταρτίζει τις δικαιοπραξίες, ενώ ο άγγελος εκπληρώνει µηχανικά την αποστολή του, διαβιβάζει απλά τη δήλωση της βούλησης του τρίτου, ο οποίος τον χρησιµοποιεί. Π.χ. άγγελος είναι ο ανήλικος που αγοράζει την εφηµερίδα που του ζήτησε ο γονέας του. Ο αντιπρόσωπος διακρίνεται από το όργανο νοµικού προσώπου, διότι το όργανο, κατά την οργανική θεωρία, δεν δηλώνει τη βούληση ως αντιπρόσωπος άλλου, αλλά σχηµατίζει και εκφράζει τη βούληση του νοµικού προσώπου και η βούληση αυτή ισχύει ως βούληση του νοµικού προσώπου. Ανάλογα µε τον τρόπο που ενεργεί ο αντιπρόσωπος, η αντιπροσώπευση διακρίνεται σε έµµεση και άµεση. α) Έµµεση αντιπροσώπευση Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνοµά του, για λογαριασµό όµως του αντιπροσωπευόµενου. Τα αποτελέσµατα της δικαιοπραξίας επέρχονται στο πρόσωπο του αντιπροσώπου, ο οποίος µε άλλη πράξη (δικαιοπραξία) θα τα µεταβιβάσει στον αντιπροσωπευόµενο. β) Άµεση αντιπροσώπευση Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία, στο όνοµα του αντιπροσωπευό- µενου και για λογαριασµό αυτού, µέσα στα όρια της αντιπροσωπευτικής του εξουσίας, τα δε αποτελέσµατα επέρχονται απευθείας στο πρόσωπο αυτού. Ο ΑΚ προβλέπει και την άµεση και την έµµεση αντιπροσώπευση. Ρυθµίζει όµως µόνο την άµεση. Εν αµφιβολία, όµως, η αντιπροσώπευση είναι έµµεση. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 212 ΑΚ. Κατ αυτό, αν δεν µπορεί να διαγνωσθεί ότι κάποιος ενεργεί στο όνοµα άλλου, θεωρείται ότι ενεργεί στο δικό του όνοµα, εποµένως η αντιπροσώπευση είναι έµµεση. 413 414 415 416 417 117

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 418 Προϋποθέσεις της άµεσης αντιπροσώπευσης: i) Η επιχειρουµένη δικαιοπραξία από τον αντιπρόσωπο είναι δεκτική αντιπροσωπεύσεως. Δεν επιτρέπεται αντιπροσώπευση στον γάµο ή την αναγνώριση. ii) Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία µε την ίδια του τη βούληση. Αυτό προκύπτει από το άρθρο 214 ΑΚ. Κατ αυτό, τα ελαττώµατα της βούλησης, η γνώση ή υπαίτια άγνοια ορισµένων περιστατικών, καθώς και η επίδρασή τους στη δικαιοπραξία, κρίνονται από το πρόσωπο του αντιπροσώπου. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι ο αντιπρόσωπος είναι φορέας δικαιοπρακτικής βουλήσεως και ότι αυτός καταρτίζει τη δικαιοπραξία. Γι αυτό, σε περίπτωση κατά την οποία ο αντιπρόσωπος θέλει να ακυρώσει τη δικαιοπραξία λόγω πλάνης, απάτης, απειλής, θα πρέπει να επικαλεσθεί την πλάνη, την απάτη, την απειλή, στο πρόσωπο του αντιπροσώπου. Το ίδιο συµβαίνει και µε την γνώση ή την υπαίτια άγνοια ορισµένων περιστατικών. Εξαίρεση του άρθρου 214 ΑΚ, αποτελεί η διάταξη του άρθρου 215 ΑΚ. Σύµφωνα µε τη διάταξη αυτή αν ο αντιπρόσωπος ενήργησε σύµφωνα µε ορισµένες οδηγίες του αντιπροσωπευοµένου, δεν µπορεί ο αντιπροσωπευόµενος να επικαλεσθεί την άγνοια του αντιπροσώπου, για περιστατικά τα οποία ο ίδιος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει. Π.χ. Ο Α όρισε πληρεξούσιο τον Π, για να αγοράσει για λογαριασµό του ένα ποδήλατο από τον Β. Ο αντιπροσωπευόµενος γνώριζε ότι ο Β δεν ήταν κύριος του ποδηλάτου. Ο αντιπρόσωπος όµως ήταν καλόπιστος. Δεν µπορεί ο αντιπροσωπευόµενος Α να επικαλεσθεί την άγνοια του αντιπροσώπου του Π, για να γίνει κύριος, σύµφωνα µε το άρθρο 1036 ΑΚ. iii) Ο αντιπρόσωπος καταρτίζει τη δικαιοπραξία στο όνοµα του αντιπροσωπευόµενου και για λογαριασµό του. 419 420 Β. Πληρεξουσιότητα Πληρεξουσιότητα (216 ΑΚ) είναι η δυνάµει δικαιοπραξίας παρεχοµένη εξουσία προς αντιπροσώπευση. Η πληρεξουσιότητα είναι µια από τις περιπτώσεις της άµεσης και µάλιστα εκούσιας αντιπροσώπευσης. Η άµεση όµως αντιπροσώπευση είναι ευρύτερη της πληρεξουσιότητας, διότι η άµεση αντιπροσώπευση µπορεί να στηρίζεται στο νόµο, όπως είναι η γονική µέριµνα, σε διαθήκη, όπως είναι ο επίτροπος µε τελευταία διάταξη, τέλος σε δικαστική απόφαση, όπως συµβαίνει µε τη δοτή επιτροπεία. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της πληρεξουσιότητας είναι τα εξής: α) Η πληρεξουσιότητα είναι µονοµερής δικαιοπραξία. Το γεγονός ότι χρειάζεται αποδοχή του πληρεξουσίου, δεν µεταβάλλει τον χαρακτήρα της. Απλά µε την αποδοχή, τελειούται η έννοµη σχέση, επί της οποίας στηρίζεται η πληρεξουσιότητα, π.χ. η εντολή. β) H πληρεξουσιότητα είναι ιδία, αυτοτελής και ανεξάρτητη από την έννοµη σχέση, στην οποία στηρίζεται. 118

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ γ) H πληρεξουσιότητα είναι αναιτιώδης. Το κύρος της πληρεξουσιότητας δεν εξαρτάται από το κύρος της έννοµης σχέσης επί της οποίας στηρίζεται. Π.χ. ο Π ηλικίας 14 ετών εκµισθώνει τις υπηρεσίες του στον Λ και στη συνέχεια, ως πληρεξούσιος αυτού, πωλεί εµπορεύµατά του στον τρίτο Τ, ο οποίος αρνείται να καταβάλει το τίµηµα, µε τη δικαιολογία ότι είναι άκυρη η πώληση, γιατί η εκµίσθωση των υπηρεσιών του Π, χωρίς τη συναίνεση των γονέων του, είναι άκυρη. Η πώληση είναι έγκυρη, γιατί το κύρος της πληρεξουσιότητας είναι ανεξάρτητο από το κύρος της µισθώσεως. δ) Η πληρεξουσιότητα προϋποθέτει την ύπαρξη µιας βασικής έννοµης σχέσης εξουσιοδοτούντος και πληρεξουσίου που δικαιολογεί την παροχή πληρεξουσιότητας. Π.χ. σύµβαση εντολής, έργου, εταιρίας. ε) Η πληρεξουσιότητα ανακαλείται ελεύθερα, εκτός αν ο πληρεξουσιοδότης παραιτήθηκε του δικαιώµατος της ανακλήσεως. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, ανακαλείται, αν αφορά αποκλειστικά το συµφέρον του αντιπροσωπευόµενου. Π.χ. ο Α ορίζει πληρεξούσιο τον Π, για να αγοράσει για λογαριασµό του Α ένα αυτοκίνητο. Παρά την παραίτηση του Α από το δικαίωµά του να ανακαλέσει την πληρεξουσιότητα, την οποία έδωσε στον Β, µπορεί να την ανακαλέσει (218 ΑΚ). Οι διαφορές της εντολής από την πληρεξουσιότητα είναι οι εξής: - Η εντολή είναι σύµβαση, ενώ η πληρεξουσιότητα είναι µονοµερής δικαιοπραξία. - Η εντολή είναι αιτιώδης, ενώ η πληρεξουσιότητα είναι αναιτιώδης. - Η εντολή αφορά την ενέργεια υλικών και νοµικών πράξεων, ενώ η πληρεξουσιότητα την ενέργεια µόνο νοµικών πράξεων. Η πληρεξουσιότητα παύει: - Με ανάκληση, εκτός εάν ο αντιπροσωπευόµενος παραιτήθηκε από το δικαίωµα της ανάκλησης, αλλά και πάλι ανακαλείται, αν η πληρεξουσιότητα αφορά αποκλειστικά το συµφέρον του αντιπροσωπευόµενου (218 ΑΚ). - Αν έληξε η έννοµη σχέση στην οποία στηρίζεται η πληρεξουσιότητα. - Με τον θάνατο του αντιπροσωπευόµενου ή του πληρεξουσίου (223 ΑΚ). - Με την επερχόµενη δικαιοπρακτική ανικανότητα, είτε του πληρεξουσιοδότη, είτε του πληρεξουσίου (223 ΑΚ). - Με την παραίτηση του πληρεξουσίου, όταν µε µονοµερή δήλωση δηλώνει ότι δεν αποδέχεται την πληρεξουσιότητα. - Με δικαστική απόφαση, µε την οποία ακυρώνεται το πληρεξούσιο έγγραφο. Κύρος της δικαιοπραξίας, η οποία επιχειρείται µετά την παύση της πληρεξουσιότητας: Η δικαιοπραξία είναι ισχυρή και δεσµεύει τον αντιπροσωπευόµενο ή 421 422 423 119

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 424 425 τους κληρονόµους αυτού. Ο αντιπροσωπευόµενος ή οι κληρονόµοι του, για να ακυρώσουν τη δικαιοπραξία, πρέπει να αποδείξουν ή ότι ο πληρεξούσιος κατά την επιχείρηση της δικαιοπραξίας µε τους τρίτους, γνώριζε την παύση της πληρεξουσιότητας (225 ΑΚ), ή ότι ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει την παύση της πληρεξουσιότητας (224 ΑΚ). Αν ο αντιπροσωπευόµενος ή οι κληρονόµοι του ακυρώσουν τη δικαιοπραξία, αποδεικνύοντας ότι ο πληρεξούσιος γνώριζε την παύση της πληρεξουσιότητας, µπορεί, κατά τις περιστάσεις, να υποχρεωθούν σε εύλογη αποζηµίωση, εφόσον ήταν ευχερής η γνωστοποίηση της παύσης της πληρεξουσιότητας στον τρίτο. Ζήτηµα τίθεται ως προς το κύρος της σύµβασης η οποία επιχειρείται από τον λεγόµενο Falsus Procuratur, πρόσωπο δηλαδή το οποίο δεν έχει πληρεξουσιότητα (229 και 230 ΑΚ). Παράδειγµα: Ο Π χωρίς να έχει πληρεξουσιότητα από τον Α, πώλησε στον Τ ακίνητο του Α ή αντιθέτως, αγόρασε από τον Τ ακίνητο, για λογαριασµό του Α. Το κύρος της σύµβασης εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόµενου, δηλαδή του Α. Αν ο αντιπροσωπευόµενος εγκρίνει τη σύµβαση, τότε αυτή είναι έγκυρη. Ο τρίτος µπορεί να τάξει στον αντιπροσωπευόµενο εύλογη προθεσµία, καλώντας τον αντιπροσωπευόµενο να δηλώσει αν εγκρίνει την σύµβαση. Μπορεί, µάλιστα, να υπαναχωρήσει και προτού παρέλθει η προθεσµία, εφόσον όµως ο τρίτος δεν γνώριζε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας. Αν ο αντιπροσωπευόµενος δεν εγκρίνει την σύµβαση, ο τρίτος θα στραφεί κατά του ψευδοπληρεξουσίου και θα ζητήσει εκλεκτικά, είτε την εκτέλεση της σύµβασης, είτε αποζηµίωση (231 παρ. 1 AK). Η υποχρέωση του ψευδοαντιπροσώπου αφορά στο αρνητικό της σύµβασης διαφέρον (ή διαφέρον εµπιστοσύνης), αν αποδείξει ότι αγνοούσε την έλλειψη της πληρεξουσιότητας. Στην περίπτωση αυτή το αρνητικό της συµβάσεως διαφέρον δεν υπερβαίνει το διαφέρον από την έγκυρη σύµβαση (331 παρ. 2 AK). Απαλλάσσεται τελείως ο ψευδοαντιπρόσωπος, αν αποδείξει ότι ο τρίτος που είναι αντισυµβαλλόµενος, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν υπήρχε εξουσία αντιπροσώπευσης (331 παρ. 3 ΑΚ). Ζήτηµα επίσης τίθεται ως προς το κύρος µιας µονοµερούς δικαιοπραξίας, η οποία επιχειρείται από πρόσωπο, το οποίο δεν έχει πληρεξουσιότητα: Θα πρέπει να υπάρξει διάκριση ως προς το αν η µονοµερής δικαιοπραξία είναι ή όχι απευθυντέα. Αν δεν είναι απευθυντέα (π.χ. αποποίηση κληρονοµίας, προκήρυξη) είναι άκυρη η µονοµερής δικαιοπραξία. Αν είναι απευθυντέα (π.χ. υπαναχώρηση, καταγγελία) το κύρος της µονοµερούς δικαιοπραξίας, εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόµενου. Αν ο αντιπροσωπευόµενος ενέκρινε την απευθυντέα µονοµερή δήλωση στον τρίτο, είναι έγκυρη. Αν δεν ενέκρινε, η δήλωση είναι άκυρη. 120

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Σε περίπτωση έλλειψης έγκρισης της δικαιοπραξίας, ο τρίτος θα στραφεί κατά του ψευδοαντιπροσώπου και θα ζητήσει αποζηµίωση. Δεν γίνεται λόγος, ούτε για εκτέλεση της συµβάσεως, γιατί πρόκειται για µονοµερή δικαιοπραξία, ούτε για αρνητικό διαφέρον, γιατί αυτό οφείλεται µόνο στις συµβάσεις. X. Συναίνεση - Έγκριση Α. Έννοια συναίνεσης Υπάρχουν περιπτώσεις, όπου για το κύρος της δικαιοπραξίας δεν αρκούν οι δηλώσεις των δικαιοπρακτικών βουλήσεων των συναλλασσοµένων, αλλά απαιτείται και η συγκατάθεση τρίτου προσώπου. Η συγκατάθεση αυτή ονοµάζεται συναίνεση. Οι περιπτώσεις όπου ο νόµος απαιτεί συναίνεση είναι οι εξής: α) Όταν µε τη συναίνεση παρέχεται εξουσία προς αντιπροσώπευση για τη δικαιοπραξία που πρόκειται να επιχειρηθεί. Η συναίνεση στην περίπτωση αυτή έχει τον χαρακτήρα της πληρεξουσιότητας. Εκείνος στον οποίο δίδεται η συναίνεση συναλλάσσεται στο όνοµα και για λογαριασµό εκείνου που έδωσε τη συναίνεση. β) Όταν πρόκειται για πρόσωπα, τα οποία έχουν περιορισµένη δικαιοπρακτική ικανότητα, όπως συµβαίνει µε τα πρόσωπα που τελούν υπό δικαστική συµπαράσταση. Στην περίπτωση αυτή, απαιτείται συναίνεση του συµπαραστάτη. γ) Όταν γίνεται διάθεση από µη δικαιούχο, οπότε χρειάζεται συναίνεση του δικαιούχου (239, 1937 παρ. 2 ΑΚ). δ) Όταν µε τη δικαιοπραξία που επιχειρείται επηρεάζονται περιουσιακά ή ηθικά συµφέροντα τρίτου, π.χ. όταν υπάρχει ένα ενυπόθηκο ακίνητο και υπέρ του ενυποθήκου ακινήτου έχει συσταθεί δουλεία υδρεύσεως, προκειµένου ο ενυπόθηκος οφειλέτης να παραιτηθεί της δουλείας, χρειάζεται συναίνεση του ενυπόθηκου δανειστή (1134 ΑΚ). Στην περίπτωση της υιοθεσίας ανηλίκου τέκνου, χρειάζεται συναίνεση των γονέων του, οι οποίοι ασκούν τη γονική µέριµνα (1550 ΑΚ). Η συναίνεση είναι µια αφηρηµένη, µονοµερής δικαιοπραξία, που απευθύνεται είτε προς ένα είτε προς το άλλο µέρος της δικαιοπραξίας, που επιχειρείται. Είναι άτυπη, έστω και αν η δικαιοπραξία για την οποία παρέχεται απαιτεί τύπο (236 ΑΚ). Υπάρχουν περιπτώσεις, που η συναίνεση είναι η τυπική: Όταν η συναίνεση έχει τον χαρακτήρα της πληρεξουσιότητας, είναι τυπική, εφόσον η δικαιοπραξία για την οποία παρέχεται απαιτεί τύπο. Ρητώς ο νόµος απαιτεί τύπο στην εκούσια 426 427 428 121

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 429 430 αναγνώριση, οπότε πρέπει και η µητέρα του αναγνωρισθέντος, να συναινέσει συµβολαιογραφικά (1475 ΑΚ). Η συναίνεση µπορεί να ανακληθεί. Η ανάκληση γίνεται µε µονοµερή δήλωση στο πρόσωπο εκείνο, προς το οποίο απευθύνεται (237 ΑΚ). Η ανάκληση απαγορεύεται: - Αν η συναίνεση δίνεται στο δικαστήριο, όπως συµβαίνει µε τη συναίνεση του προσώπου, το οποίο υιοθετείται (1577 ΑΚ). - Αν από την ίδια την συναίνεση ή την έννοµη σχέση, στην οποία στηρίζεται, συνάγεται ότι δόθηκε αµετάκλητη. Τα αποτελέσµατα της συναινέσεως είναι ότι προσδίδεται κύρος στη δικαιοπραξία για την οποία δόθηκε η συναίνεση. 431 432 433 434 Β. Έννοια έγκρισης Έγκριση είναι η αφηρηµένη δικαιοπραξία, η οποία γίνεται µε µονοµερή δήλωση του τρίτου, είτε προς το ένα, είτε προς το άλλο µέρος, µετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας (238 ΑΚ). Η έγκριση είναι τυπική, όταν απαιτείται τύπος, για τη δικαιοπραξία για την οποία δόθηκε. Η έγκριση έχει αναδροµική δύναµη. Από την αναδροµική δύναµη αυτής, δεν θίγονται τα εµπράγµατα δικαιώµατα, που τρίτοι απόκτησαν από τον κύριο, προτού να γίνει η έγκριση. Π.χ. το έτος 1990 ο Α πώλησε ακίνητο στον Β, το οποίο ανήκε στον Κ, χωρίς τη συγκατάθεση του Κ. Το έτος 2000 ο Κ παραχώρησε δουλεία και υποθήκη στον Δ. Το έτος 2002, ο Κ ενέκρινε τη µεταβίβαση του ακινήτου του, που έκανε ο Α στον Β. Η µεταβίβαση καθίσταται έγκυρη και µάλιστα αναδροµικά, από το έτος 1990. Από την αναδροµική αυτή δύναµη της εγκρίσεως δεν θίγονται τα εµπράγµατα δικαιώµατα, τα οποία παραχώρησε στον Δ ο Κ το έτος 2000. Υπάρχει µία περίπτωση, όπου η έγκριση δεν θεραπεύει την ακυρότητα της διαθέσεως. Είναι η περίπτωση του άρθρου 1271 ΑΚ. Π.χ. όταν ο Α παραχωρεί υποθήκη µε τίτλο από ιδιωτική βούληση στον Ε σε ακίνητο του Κ και στη συνέχεια ο Κ ενέκρινε την υποθήκη, η έγκριση δεν θεραπεύει την ακυρότητα. Το ίδιο αναλογικά ισχύει, αν στο ακίνητο του Κ γράφτηκε υποθήκη µε νόµιµο τίτλο ή τίτλο από δικαστική απόφαση, όπου η έγκριση δεν θεραπεύει την ακυρότητα. Ειδικά ζητήµατα τίθενται στην περίπτωση διάθεσης από µη δικαιούχο (239 ΑΚ). Η διάθεση αντικειµένου που γίνεται από µη δικαιούχο είναι άκυρη. Θεραπεύεται η ακυρότητα, αν ο διαθέσας, απέκτησε το πράγµα (επίκτηση), είτε µε εν ζωή δικαιοπραξία, (π.χ. το αγόρασε από τον κύριο) είτε αιτία θανάτου, (π.χ. κληρονόµησε τον κύριο). Όµως µία διαθετική δικαιοπραξία δεν θεραπεύεται. Είναι η περίπτωση της υποθήκης που παραχωρήθηκε από µη δικαιούχο, σε 122

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ξένο ακίνητο, χωρίς την συγκατάθεση του κυρίου, όπου και η επίκτηση του ακινήτου, από εκείνον που παραχώρησε την υποθήκη στο ξένο ακίνητο, δεν θεραπεύει την ακυρότητα της διαθέσεως (1271 ΑΚ). Αν έγιναν πολλές διαθέσεις, π.χ. το ίδιο ακίνητο πωλήθηκε διαδοχικά στον Α, τον Β, τον Γ και παραχωρήθηκαν δουλείες θα πρέπει να γίνει διάκριση: Αν οι διαθέσεις είναι ασυµβίβαστες µεταξύ τους, προτιµάται η προγενέστερη από τις επικτήσεις (αρχή της χρονικής προτεραιότητας). Π.χ. αν υπήρξαν πολλές πωλήσεις του ίδιου ακινήτου από µη δικαιούχο, κύριος γίνεται ο πρώτος που απέκτησε το πράγµα επειδή κληρονόµησε αυτόν που του το πώλησε. Αν δεν είναι ασυµβίβαστες (π.χ. πολλές δουλείες συστάθηκαν στο ίδιο ακίνητο), είναι όλες έγκυρες. XΙ. Σύµβαση και αυτοσύµβαση A. Σύµβαση Σύµβαση είναι η δικαιοπραξία, η οποία καταρτίζεται, µε την οµόφωνη βούληση δύο ή περισσοτέρων προσώπων, τα οποία παρίστανται µε αντίθετα συµφέροντα. Δύο είναι τα στοιχεία της δικαιοπραξίας, η πρόταση και η αποδοχή. Πρόταση είναι µία µονοµερής δήλωση βουλήσεως, από τον ένα συµβαλλόµενο, η οποία απευθύνεται προς τον αντισυµβαλλόµενο, µε σκοπό την κατάρτιση της συµβάσεως. Η πρόταση θα πρέπει να είναι πλήρης. Θα πρέπει δηλαδή να περιέχει όλα τα ουσιώδη στοιχεία. Σε πολλές περιπτώσεις, η πρόταση δεν είναι πλήρης, η σύµβαση όµως είναι έγκυρη. Τούτο συµβαίνει, όταν ορισµένα στοιχεία αυτής µπορούν να συµπληρωθούν από προγενέστερες δηλώσεις, π.χ. ο αγοραστής πληροφορείται τις τιµές από τον τιµοκατάλογο που κυκλοφόρησε. Πολλές φορές, η πρόταση είναι πλήρης και όταν το περιεχόµενο αυτής, ως προς ορισµένα σηµεία, µπορεί να συµπληρωθεί από τον νόµο, π.χ. κατά το άρθρο 649 ΑΚ, αν η εργασία κατά τις συνηθισµένες περιστάσεις παρέχεται µόνο µε µισθό, λογίζεται ότι έχει σιωπηρά συµφωνηθεί µισθός (οµοίως, 653 ΑΚ -υποχρεώσεις εργοδότη, 705 ΑΚ µεσιτική αµοιβή, 379 ΑΚ αοριστία αντιπαροχής). Ακόµα, η πρόταση µπορεί να συµπληρωθεί ερµηνευτικά, κατά την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη ή από τις διαπραγµατεύσεις ή µε αλληλογραφία των µερών. Η πρόταση µπορεί να απευθύνεται σε αόριστο πρόσωπο, όπως συµβαίνει µε τις προτάσεις προς το κοινό. Πρόταση προς το κοινό αποτελεί και η εγκατάσταση αυτοµάτων συσκευών πωλήσεως ειδών. Όταν η πρόταση γίνεται στο κοινό, 123 435 436 437 438

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 439 440 441 442 443 444 µπορεί, κατά τις περιστάσεις, λόγω αθρόας ζητήσεως, αν δεν µπορούν να ικανοποιηθούν όλοι, αν δεν προβλέφθηκε κάτι γι αυτό, εκείνος που προέβη στην πρόταση σύναψης σύµβασης να υποχρεωθεί στο αρνητικό της συµβάσεως διαφέρον, σύµφωνα µε το άρθρο 197, 198 ΑΚ. Η πρόταση πρέπει να έγινε µε σκοπό την κατάρτιση της συµβάσεως. Η πρόταση είναι άτυπη, εκτός αν η σύµβαση, για την κατάρτιση της οποίας γίνεται, απαιτεί συµβολαιογραφικό τύπο. Η δέσµευση του προτείνοντος καλύπτει όλο τον χρόνο, µέσα στον οποίο εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η πρόταση, υποχρεούται να δηλώσει αν αποδέχεται την πρόταση. Αν π.χ. µε την πρόταση τάχθηκε προθεσµία, ο προτείνων δεσµεύεται µέσα στην προθεσµία που τάχθηκε. Αν δεν τάχθηκε προθεσµία, η δέσµευση του προτείνοντος εξαρτάται από τις συγκεκριµένες περιστάσεις (189 ΑΚ), αν δηλαδή γίνεται σε παρόντα, τηλεφωνικά, σε απεσταλµένο κ.λπ. Όσον αφορά την ανάκληση προτάσεως, σύµφωνα µε το άρθρο 186 ΑΚ, όποιος πρότεινε τη σύναψη µιας σύµβασης, έχει το δικαίωµα να ανακαλέσει την πρόταση, αν απέκλεισε τη δέσµευσή του από την πρόταση ή από τη φύση της σύµβασης ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι αποκλείεται η δέσµευση. Τέτοιο παράδειγµα αναφέρεται στις περιπτώσεις, που η πρόταση γίνεται αορίστως ή στο ευρύ κοινό. Π.χ. αν ο κυνηγός Κ κάνει πρόταση σε καταστηµατάρχη να αγοράσει ένα πανάκριβο κυνηγητικό όπλο, µπορεί να ανακαλέσει την πρόταση, αν του κόπηκε το χέρι σε αυτοκινητιστικό δυστύχηµα. Η απόσβεση πρότασης επέρχεται: α) Με την απόρριψη της πρότασης, από εκείνον στον οποίο απευθύνεται. β) Αν πέρασε ο χρόνος µέσα στον οποίο εκείνος προς τον οποίον γίνεται η πρόταση, όφειλε να την αποδεχθεί. γ) Αν ο προτείνων ανακάλεσε την πρόταση. Σε περίπτωση µεταβολής στο πρόσωπο των συµβαλλοµένων ισχύει το άρθρο 188 ΑΚ. Η πρόταση, εφόσον απ αυτήν δεν συνάγεται το αντίθετο, παραµένει ισχυρή και αν ακόµη, πριν γίνει δεκτή, αυτός που την έκανε ή αυτός στον οποίο απευθύνεται, πέθανε ή έγινε ανίκανος για δικαιοπραξία. Π.χ. ο Α κάνει πρόταση στην εταιρία Β, για την αγορά ενός αγωνιστικού αυτοκινήτου. Αν ο Α έγινε ανάπηρος, σηµαίνει ότι εκείνος που έκανε την πρόταση δεν ήθελε να δεσµευθεί. Όταν ο Α έκανε παραγγελία στον Β για την αγορά επιστηµονικών βιβλίων και ο Β υπέστη σοβαρή εγκεφαλική κάκωση, προκύπτει σαφώς ότι δεν υπάρχει πρόθεση δεσµεύσεως για την πρόταση. Στην περίπτωση που έγινε πρόταση σε διάσηµο πλαστικό χειρουργό, για την εκτέλεση χειρουργικής επεµβάσεως για αισθητικούς λόγους και πέθανε εκείνος που έκανε την πρόταση, προκύπτει ότι δεν υπάρχει πρόθεση δεσµεύσεως από την πρόταση. Αν πέθανε ο προτείνων, εκείνος προς τον οποίο έγινε η πρόταση, µπορεί να δηλώσει στους κληρονόµους του προτείνοντος ότι αποδέχεται την πρόταση. Αν 124

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ πέθανε, εκείνος προς τον οποίο γίνεται η πρόταση, οι κληρονόµοι του µπορούν να δηλώσουν στον προτείνοντα ότι αποδέχονται την πρόταση. Η αποδοχή της πρότασης είναι καταρχήν απευθυντέα δήλωση βουλήσεως. Πρέπει δηλαδή, να περιέλθει στον προτείνοντα. Υπάρχουν όµως περιπτώσεις, κατά τις οποίες η αποδοχή δεν χρειάζεται να περιέλθει στον προτείνοντα. Τούτο συµβαίνει, στις εξής περιπτώσεις: - Αν ο προτείνων απάλλαξε τον λήπτη από την υποχρέωση ανακοίνωσης της αποδοχής. - Όταν η σύµβαση καταρτίζεται µε συµβολαιογραφικό τύπο και µεταξύ απόντων, οπότε η πρόταση και η αποδοχή, γίνεται µε χωριστό συµβολαιογραφικό έγγραφο (194 ΑΚ). - Όταν µε βάση το περιεχόµενο της πρότασης ή από τα συναλλακτικά ήθη ή από τις ειδικές περιστάσεις συνάγεται ότι δεν είναι ανάγκη να περιέλθει η αποδοχή σ αυτόν που έκανε την πρόταση (193 ΑΚ). Παραδείγµατα: Στις παρακάτω αναφερόµενες περιπτώσεις δεν χρειάζεται η αποδοχή να περιέλθει στον προτείνοντα: Κράτηση δωµατίου σε ξενοδοχείο, πρόταση απευθυνό- µενη στον δικηγόρο για την άσκηση ασφαλιστικού µέτρου, πρόταση στον ιατρό να επισκεφθεί τον γιο του προτείνοντος, που είναι σοβαρά άρρωστος, αποστολή σ ένα σούπερ µάρκετ κατάστασης αποστολής ορισµένων εµπορευµάτων. Η αποδοχή µε τροποποιήσεις αποτελεί νέα πρόταση (191 ΑΚ). Η αποδοχή που καθυστέρησε, αποτελεί επίσης νέα πρόταση, γιατί η αρχική πρόταση αποσβέστηκε. Αποδοχή, που στάλθηκε εµπρόθεσµα, η οποία όµως λήφθηκε εκπρόθεσµα, δεσµεύει τον προτείνοντα, εκτός αν δηλώσει ότι δεν θέλει να δεσµεύεται (190 ΑΚ). Για τη φανερή ασυµφωνία των δηλώσεων βουλήσεως κάνει λόγο το άρθρο 195 του ΑΚ. Κατ αυτό σε περίπτωση αµφιβολίας, η σύµβαση δεν είναι καταρτισµένη, εφόσον τα µέρη δεν συµφώνησαν σε όλα τα σηµεία της. Ως σηµεία νοούνται οι όροι της σύµβασης, ακόµη δε και τα επουσιώδη σηµεία. Αντίθετα, όταν πρόκειται για ασυµφωνία σε ουσιώδη σηµεία της σύµβασης, όπως είναι το πράγµα ή το τίµηµα στην πώληση, η δικαιοπραξία είναι ανύπαρκτη. Παράδειγµα: Αγοραστής και πωλητής έθεσαν επί τάπητος τη συσκευασία ή τον χρόνο εκτελέσεως. Ο πωλητής ήθελε τη συσκευασία σε κιβώτια νάυλον, ενώ ο αγοραστής σε κιβώτια χάρτινα. Η σύµβαση εν αµφιβολία δεν θεωρείται καταρτισµένη. Πρόκειται όµως για ερµηνευτικό κανόνα και επιτρέπεται απόδειξη περί του αντιθέτου. Αν ο πωλητής έστειλε στον αγοραστή τα εµπορεύµατα, συσκευασµένα σε κιβώτια νάυλον και ο αγοραστής πλήρωσε το τίµηµα, η σύµβαση, εφόσον εκτελείται, θεωρείται ότι καταρτίσθηκε. Λανθάνουσα ασυµφωνία των δηλώσεων βουλήσεως: Τέτοια υπάρχει, όταν η παρανόηση αναφέρεται στην εσφαλµένη κατανόηση της δηλώσεως της βου- 125 445 446 447 448

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 449 450 451 452 λήσεως του ενός συµβαλλόµενου από τον άλλο, έτσι ώστε να µην ταυτίζονται οι δηλώσεις της βουλήσεως των µερών. Αν η λανθάνουσα ασυµφωνία αφορά τα ουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας, σύµβαση δεν καταρτίζεται. Π.χ. ο Α προτείνει στον Β ότι του πωλεί το αυτοκίνητό του προς 30.000 Ευρώ. Ο Β από αβλεψία διαβάζει 3.000 Ευρώ και απαντά εγγράφως ότι δέχεται να το αγοράσει προς 3.000 Ευρώ. Ο Α από αβλεψία διαβάζει την απάντηση 30.000 Ευρώ. Εδώ υπάρχει λανθάνουσα παρανόηση ως προς το τίµηµα και η σύµβαση δεν καταρτίζεται. Υποστηρίζεται ότι µπορεί να θεµελιωθεί ευθύνη µε τις διατάξεις των άρθρων 197, 198 ΑΚ, ευθύνη από τις διαπραγµατεύσεις. Όσον αφορά τη λανθάνουσα ασυµφωνία ως προς τα επουσιώδη στοιχεία της δικαιοπραξίας, το άρθρο 196 ΑΚ ορίζει ότι αν τα µέρη θεωρούν ότι η σύµβαση έχει συνοµολογηθεί, αν και δεν έχουν συµφωνήσει σε κάποιο όρο της, ισχύει ό,τι συµφώνησαν, εφόσον συνάγεται ότι η σύµβαση θα καταρτιζόταν και χωρίς τα µέρη να αποφασίσουν για τον όρο αυτό. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει ασυµφωνία για έναν όρο, είτε γιατί τα µέρη τον λησµόνησαν, είτε γιατί τα µέρη νόµισαν ότι συµφώνησαν ως προς τον όρο αυτό. Π.χ. τα µέρη λησµόνησαν να συµφωνήσουν για τον όρο της µεταφοράς ή τον όρο της συσκευασίας κ.λπ. Συνάγεται ότι τα µέρη θα ήθελαν τη δικαιοπραξία και χωρίς να συµφωνήσουν ως προς τον όρο της συσκευασίας ή των εξόδων µεταφοράς. Δεν αποκλείεται η εικαζοµένη θέληση των µερών να είναι να µη θέλουν καταρτισµένη τη δικαιοπραξία. Π.χ. πωλείται ένα πράγµα και ο αγοραστής έχει την εντύπωση ότι το πράγµα θα παραδοθεί σε 10 ηµέρες και ότι θα καταβάλει το τίµηµα σε έξι µήνες ατόκως. Αντίθετα ο πωλητής έχει την εντύπωση ότι θα παραδώσει το πράγµα σε τρεις µήνες και ότι ο αγοραστής θα πληρώσει το τί- µηµα, εντόκως, µέσα σ ένα µήνα. Στην περίπτωση αυτή, συνάγεται ότι τα µέρη δεν θα κατάρτιζαν την δικαιοπραξία, χωρίς να συµφωνήσουν στους παραπάνω όρους. Μπορεί εξάλλου ως προς τον επουσιώδη όρο να εµφιλοχωρεί πλάνη. Π.χ. ο πωλητής δήλωσε ότι το τίµηµα, που πίστωσε στον αγοραστή δεν θα είναι τοκοφόρο, ενώ ήθελε να είναι τοκοφόρο. Η σύµβαση καταρτίσθηκε, αλλά είναι προϊόν πλάνης και ο πλανηθείς θα ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας, σύµφωνα µε τα άρθρα 140 επ ΑΚ. Διφορούµενες δηλώσεις υπάρχουν όταν εκείνος προς τον οποίο έγινε η δήλωση της βουλήσεως εύλογα εννόησε διαφορετικά από ό,τι ο δηλών. Π.χ. Ελβετός στη Γαλλία κάνει σε Γάλλο πρόταση πωλήσεως αυτοκινήτου, προς 2 χιλ. φράγκα. Ο Γάλλος εννόησε δικαιολογηµένα γαλλικά φράγκα, αφού η πρόταση έγινε στη Γαλλία και σε άψογη γαλλική προφορά. Η σύµβαση καταρτίσθηκε, είναι όµως προϊόν πλάνης εν τη δηλώσει και ο Ελβετός µπορεί να ακυρώσει την δικαιοπραξία λόγω πλάνης εν τη δηλώσει. Υπάρχει και η περίπτωση που εκείνος προς τον οποίο έγινε η δήλωση της βουλήσεως, αδικαιολόγητα εννόησε διαφορετικά τη δήλωση από ό,τι ο δηλών. 126

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ Π.χ. ο Α κάνει πρόταση στον Β ότι του πωλεί το ισόγειο διαµέρισµα και ο Β αδικαιολόγητα υπολαµβάνει ότι πρόκειται για τον πρώτο όροφο. Η δήλωση ισχύει, όπως την εννόησε ο δηλών. Η πώληση καταρτίσθηκε ως προς το ισόγειο διαµέρισµα, ωστόσο ο Β µπορεί να ακυρώσει την δικαιοπραξία, µε τις διατάξεις της πλάνης εν τη δηλώσει. Τέλος περίπτωση διφορούµενων δηλώσεων συναντάται και όταν οι δύο συµβαλλόµενοι αδικαιολόγητα εννόησαν ό,τι εννόησαν. Π.χ. στην περίπτωση που η πρόταση του Ελβετού προς τον Γάλλο έγινε στην Ελλάδα και οι δύο εύλογα εννόησαν, ο µεν Ελβετός ελβετικά φράγκα, ο δε Γάλλος γαλλικά φράγκα. Οι δηλώσεις της βουλήσεως και των δύο δεν συµπίπτουν. Υπάρχει παρανόηση και η σύµβαση θεωρείται ότι δεν καταρτίσθηκε. 453 Β. Αυτοσύµβαση Αυτοσύµβαση είναι η δικαιοπραξία, την οποία καταρτίζει ο αντιπρόσωπος µε τον εαυτό του ατοµικά ή ως αντιπρόσωπος κάποιου άλλου. Παραδείγµατα: Ο Α ανέθεσε στον παραγγελιοδόχο Π να του αγοράσει ως αντιπρόσωπος εµπορεύµατα ορισµένου είδους και ποσότητας, στην καλύτερη δυνατή τιµή. Μπορεί ο Π να έχει δικά του διαθέσιµα εµπορεύµατα προς πώληση και να κλείσει τη σύµβαση µε τον εαυτό του. Στην περίπτωση αυτή, ο παραγγελιοδόχος ενεργεί αφενός για λογαριασµό του αγοραστή και αφετέρου ως πωλητής, για δικό του λογαριασµό. Ο Ε είναι επίτροπος δύο ανηλίκων και αποφασίζει να εκµισθώσει το διαµέρισµα του ενός στον άλλο, προς κατοικία. Εδώ συµβάλλεται µε τον εαυτό του και αντιπροσωπεύει δύο διαφορετικά πρόσωπα. Η αυτοσύµβαση ή αυτοδικαιοπραξία είναι άκυρη και ο λόγος της ακυρότητας είναι η έλλειψη ικανότητας προς αυτοδικαιοπραξία. Σύµφωνα µε το άρθρο 235 ΑΚ ο αντιπρόσωπος δεν µπορεί να επιχειρήσει στο όνοµα του αντιπροσωπευοµένου δικαιοπραξία µε τον εαυτό του ατοµικά ή µε την ιδιότητά του ως αντιπροσώπου άλλου. Η απαγόρευση των αυτοσυµβάσεων αφορά κάθε αντιπροσώπευση, εκούσια και νόµιµη και περιλαµβάνει κάθε δικαιοπραξία, δηλαδή τόσο τις συµβάσεις, όσο και τις µονοµερείς απευθυντέες δηλώσεις. Π.χ. ο Α ως αντιπρόσωπος του εκµισθωτή Ε καταγγέλλει προς τον εαυτό του τη µίσθωση που έχει κάνει µε τον εκµισθωτή. Οι αυτοσυµβάσεις απαγορεύονται διότι, όταν κάποιος αντιπροσωπεύει δύο αντίθετα και µεταξύ τους συγκρουόµενα συµφέροντα, υπάρχει βάσιµος φόβος να θυσιάσει το ένα υπέρ του άλλου. Υπάρχουν και εξαιρέσεις όπου επιτρέπεται η αυτοσύµβαση: 454 455 456 457 127

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 458 α) Όταν επιτράπηκε η αυτοσύµβαση από τον αντιπροσωπευόµενο, ρητά ή σιωπηρά. Π.χ. ο υπάλληλος ενός καταστήµατος, που πωλεί ορισµένα είδη του καταστήµατος, προς ορισµένες τιµές, δεν εµποδίζεται µε τις τιµές αυτές να αγοράσει ορισµένα εµπορεύµατα για την οικογένειά του. β) Αν η αυτοσύµβαση συνίσταται στην εκπλήρωση υποχρεώσεως. Η εκπλήρωση µπορεί να γίνει µε καταβολή ή συµψηφισµό, όχι όµως και µε δόση αντί καταβολής, γιατί θα ήταν πολύ επικίνδυνο για τα συµφέροντα των τρίτων. γ) Αν επιτρέπεται από το νόµο. Τούτο συµβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 1114 ΑΚ. Π.χ. οι Κ1 και Κ2 είναι συγκύριοι, ενός ακινήτου Α. Το κοινό κτήµα Α γειτονεύει µε το κτήµα του ενός των συγκυρίων, του Κ1. Συµφωνείται η σύσταση πραγµατικής δουλείας υπέρ του κοινού κτήµατος Α και εις βάρος του κτήµατος του Κ1. Στις περιπτώσεις που επιτρέπεται η αυτοσύµβαση, απαιτείται επί ποινή ακυρότητας η σύνταξη συµβολαιογραφικού εγγράφου (235 παρ. 2 ΑΚ). XIΙ. Προσύµφωνο και σύµφωνο προαιρέσεως 459 460 Α. Προσύµφωνο Στις συναλλαγές ενδέχεται οι ενδιαφερόµενοι να µην µπορούν να συνάψουν σε µία ορισµένη χρονική στιγµή τη σύµβαση (για διάφορους λόγους, ιδίως οικονοµικούς), πλην όµως να επιθυµούν δέσµευση για τη µελλοντική της κατάρτιση. Στις περιπτώσεις αυτές τα µέρη συνάπτουν µία προσύµβαση, η οποία ονοµάζεται προσύµφωνο. Προσύµφωνο είναι, λοιπόν, η σύµβαση µε την οποία τα µέρη αναλαµβάνουν την υποχρέωση να καταρτίσουν στο µέλλον την οριστική σύµβαση (ΑΚ 166). Το προσύµφωνο µπορεί να αναφέρεται και στην κατάρτιση οριστικής µονοµερούς δικαιοπραξίας. Νοµική φύση προσυµφώνου: Είναι µια απόλυτα δεσµευτική σύµβαση, µε την οποία αναλαµβάνεται η υποχρέωση οριστικής συµβάσεως. Στο αµφιµερώς δεσµευτικό προσύµφωνο που αποτελεί τον κανόνα στις συναλλαγές, εάν ο ένας συµβαλλόµενος αθετήσει την υποχρέωσή του για την κατάρτιση της οριστικής σύµβασης, ο άλλος µπορεί να ζητήσει είτε τη σύµπραξη του αντισυµβαλλοµένου στην κατάρτιση της σύµβασης µε αγωγή καταδίκης σε δήλωση βουλήσεως (949 ΚΠολΔ), είτε αποζηµίωση σύµφωνα µε τις διατάξεις της ενδοσυµβατικής ευθύνης (383, 385 ΑΚ). Όταν η απόφαση επί της αγωγής περί καταδίκης σε δήλωση βούλησης (949 ΚΠολΔ) τελεσιδικήσει, θεωρείται κατά πλάσµα δικαίου ότι έλαβε χώρα η δήλωση βούλησης του εναγοµένου για την κατάρτιση της οριστικής σύµβασης και αν ο ενάγων δηλώσει ότι την αποδέχεται (προβαίνο- 128

ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΕΣ ντας και σε τυχόν µεταγραφή αν αυτή απαιτείται), επέρχεται η κατάρτιση της οριστικής σύµβασης. Είδη προσυµφώνου είναι λοιπόν τα εξής: α) Μονοµερώς δεσµευτικό προσύµφωνο όπου το ένα µέρος αναλαµβάνει την υποχρέωση για την κατάρτιση της οριστικής συµβάσεως. β) Αµφιµερώς δεσµευτικό προσύµφωνο όπου και τα δύο µέρη αναλαµβάνουν την υποχρέωση, για την κατάρτιση της οριστικής συµβάσεως. γ) Προσύµφωνο υπέρ τρίτου: Το προσύµφωνο µπορεί να αναφέρεται τόσο σε σύµβαση που θα καταρτισθεί µεταξύ των µερών, όσο και σε σύµβαση που θα καταρτισθεί µε τρίτον. Παράδειγµα αποτελεί η σύµβαση µεταξύ του οικοπεδούχου και του εργολάβου, µε την οποία συµφωνείται ότι για την αντιπαροχή που του προσφέρεται από τον οικοπεδούχο, ο εργολάβος θα υποδείξει το πρόσωπο, στο οποίο θα γίνει η µεταβίβαση του διαµερίσµατος που θα κατασκευασθεί. Ο αντισυµβαλλόµενος δεσµεύεται να καταρτίσει την οριστική σύµβαση, είτε µε τον συµβαλλόµενο, είτε µε τον τρίτο. Πρόκειται για σύµβαση υπέρ τρίτου, η οποία είναι κατά την κρατούσα γνώµη στη νοµολογία µη γνήσια σύµβαση υπέρ τρίτου (410 ΑΚ). Το προσύµφωνο υποβάλλεται στον τύπο, ο οποίος απαιτείται για την κατάρτιση της κυρίας συµβάσεως, εφόσον για την κύρια σύµβαση προβλέπεται νόµιµος συστατικός τύπος (π.χ. προσύµφωνο πώλησης ακινήτου, άρθρα 166, 513, 369 ΑΚ). Το προσύµφωνο δεν µεταγράφεται, διότι δεν επέρχεται εµπράγµατη µεταβολή, αλλά αναλαµβάνεται η υποχρέωση της οριστικής υποσχετικής δικαιοπραξίας συνέπεια της οποίας είναι η κατάρτιση της εκποιητικής δικαιοπραξίας. Στο προσύµφωνο πρέπει να προσδιορίζεται µε σαφήνεια η οριστική σύµβαση που πρόκειται να συναφθεί. Πρέπει λοιπόν να περιλαµβάνονται τα ουσιώδη στοιχεία της οριστικής σύµβασης. Αν τα στοιχεία δεν προσδιορίζονται επαρκώς, το προσύµφωνο είναι άκυρο. Στην περίπτωση που το προσύµφωνο είναι άκυρο για οποιονδήποτε λόγο, δεν δηµιουργείται µεν η υποχρέωση για σύναψη της οριστικής σύµβασης, αλλά εφόσον η οριστική σύµβαση καταρτιστεί, τότε η σύµβαση αυτή είναι ισχυρή, γιατί το προσύµφωνο δεν αποτελεί τη νόµιµη αιτία της κύριας σύµβασης. Παράδειγµα: Κατά τις διαπραγµατεύσεις για την πώληση διαµερίσµατος ο υποψήφιος αγοραστής Μ χρειάζεται χρόνο για να ελέγξει τους τίτλους ή να συγκεντρώσει το τίµηµα, ενώ συγχρόνως επιθυµεί να διασφαλίσει ότι ο πωλητής Κ δεν θα πωλήσει σε άλλον το διαµέρισµα. Υπογράφουν λοιπόν στις 20.7.2005 οι Κ και Μ συµβολαιογραφικό έγγραφο µε το οποίο συµφωνούν να υπογράψουν στις 2.8.2005 την οριστική σύµβαση. Αν ο Κ δεν εµφανιστεί στις 2.8.2005 ο αγοραστής µπορεί να επιδιώξει δικαστικά την αξίωσή του από το προσύµφωνο, ζητώντας την καταδίκη σε δήλωση βούλησης του Κ. Αν η απόφαση τελεσιδικήσει και ο Μ αποδεχτεί µε συµβολαιογραφικό έγγραφο τη δήλωση του Κ µε 461 462 463 129

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ τη µεταγραφή της τελεσίδικης απόφασης και του συµβολαίου περί αποδοχής καταρτίζεται η οριστική σύµβαση της πώλησης του διαµερίσµατος. 464 465 466 467 468 469 Β. Σύµφωνο προαιρέσεως Το σύµφωνο προαιρέσεως είναι µια προπαρασκευαστική σύµβαση µε την οποία παρέχεται στο ένα µέρος το διαπλαστικό δικαίωµα να επιφέρει µε µονο- µερή δήλωσή του, την κατάρτιση της δικαιοπραξίας ορισµένου περιεχοµένου. Η εξουσία αυτή ονοµάζεται δικαίωµα προαιρέσεως (option). Π.χ. µεταξύ του Α και Β καταρτίζεται σύµφωνο προαιρέσεως περί πωλήσεως ορισµένου ακινήτου µε τίµηµα 120.000 Ευρώ. Η σύµβαση όµως αυτή θα καταρτισθεί µε τη µονοµερή δήλωση του Α προς τον Β για σύναψη πώλησης. Με την άσκηση του διαπλαστικού δικαιώµατος καταρτίζεται η σύµβαση. Δεν δηµιουργείται αξίωση για σύµπραξη του αντισυµβαλλοµένου στη σύναψη της επιδιωκόµενης σύµβασης (όπως στην περίπτωση του προσυµφώνου). Στοιχεία του πραγµατικού της οριστικής συµβάσεως είναι η προκαταρκτική σύµβαση και η µονοµερής δήλωση της βουλήσεως εκείνου που έχει το δικαίωµα προαιρέσεως. Νοµική φύση συµφώνου προαιρέσεως: Πρόκειται για ενοχική σύµβαση, η οποία µπορεί να παρέχει δικαίωµα για σύναψη ενοχικής ή και εµπράγµατης σύµβασης. Ειδική περίπτωση συµφώνου προαιρέσεως, η οποία ρυθµίζεται από το νόµο (άρθρο 565 ΑΚ) είναι το σύµφωνο εξώνησης, σύµφωνα µε το οποίο ο πωλητής έχει δικαίωµα µέσα σε ορισµένη προθεσµία να πάρει πίσω το πράγµα αντί του τιµήµατος που έχει συµφωνηθεί. Για το λόγο αυτό σε µεταγραφή υπόκεινται και οι δύο πράξεις. Το σύµφωνο προαιρέσεως έχει πρακτική σηµασία για το πρόσωπο που θέλει να συνάψει σύµβαση µε ορισµένο περιεχόµενο αλλά επιθυµεί να περάσει ορισµένο χρονικό διάστηµα πριν δεσµευτεί οριστικά. Στο µεταξύ θα διαπιστώσει αν η κατάστασή του (οικονοµική, επαγγελµατική, τεχνική) µπορεί να δικαιολογήσει το αρχικό του ενδιαφέρον. Αν δεν είχε συνάψει το σύµφωνο προαίρεσης είτε θα έχανε την ευκαιρία είτε θα είχε καταρτίσει τη σύµβαση χωρίς να γνωρίζει στοιχεία καθοριστικά της απόφασής του. Αν η επιδιωκόµενη σύµβαση υπόκειται σε τύπο, περιβάλλεται τον ίδιο τύπο και το σύµφωνο προαιρέσεως. Παράδειγµα: Ο Μ (µισθωτής) συνάπτει µε τον Ε (εκµισθωτή) σύµβαση µίσθωσης καταστήµατος δεκαετούς διάρκειας, ενώ παράλληλα συνάπτουν και σύµφωνο προαιρέσεως, µε το οποίο ο Ε παραχωρεί το δικαίωµα στον Μ, αν η επιχείρηση επιτύχει, να αγοράσει το µίσθιο, έναντι τιµήµατος 300.000 Ευρώ, µε µονοµερή δήλωση του Μ κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου της µίσθωσης. 130