ΕΠΤΑ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥΣ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΕΣ 30 Απριλίου 2014 Ως γνωστόν, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την αρμοδιότητα για τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αφορούν τον τόπο μας, ενώ η Ευρωβουλή αποτελεί ουσιαστικά το νομοθετικό σώμα γι αυτά. Εν όψει αυτής της α μέσω σταυρού προτίμησης, η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, ακολουθώντας μια παράδοση που άρχισε το 1974, πριν από 40 χρόνια, σας δίνει την ευκαιρία να απαντήσετε σε επτά καίριες ερωτήσεις όσον αφορά τις περιβαλλοντικές πολιτικές που θα προωθήσετε ή θα υποστηρίξετε εφόσον εκλεγείτε στην Ευρωβουλή. Από την Δευτέρα, 5 Μαΐου η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ θα αρχίσει να αναρτά τις απαντήσεις σας στις δύο σχετικές μας ιστοσελίδες την www.ellet.gr και www.egaio.gr. 1. Το Ευρωκοινοβουλιο Και Το Περιβαλλον: Ασφαλώς θα γνωρίζετε σε γενικές γραμμές τις αποφάσεις και δραστηριότητες του Ευρωκοινοβουλίου όσον αφορά το περιβάλλον κατά την περίοδο 2009-2014. (α) Ποιες είναι κατά την γνώμη σας οι μεγαλύτερες επιτυχίες του Ευρωκοινοβουλίου κατά την πρόσφατη πενταετία; (β) Και ποια η μεγαλύτερη αποτυχία είτε λόγω λανθασμένης απόφασης είτε λόγω απραξίας; (γ) Υπάρχει τομέας της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής στην οποίαν πιστεύετε ότι μπορείτε να συνεισφέρετε ουσιαστικά, εάν εκλεγείτε στο Ευρωκοινοβούλιο; Η Ευρωπαϊκή Κοινοτική περιβαλλοντική πολιτική καλύπτει σήμερα σχεδόν το σύνολο των περιβαλλοντικών θεμάτων. Χαρακτηρίζεται από μία έντονη εσωτερική δυναμική η οποία, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, της επέτρεψε να επεκταθεί σε συνεχώς νέα πεδία δράσης να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί σε ένα
θεσμικό πλαίσιο που αφήνει περιθώρια στον ελεύθερο ανταγωνισμό και στην απρόσκοπτη ανάπτυξη του εμπορίου. Αδιαμφισβήτητα, η δέσμη δεσμευτικών νομοθετικών διατάξεων «για το κλίμα και την ενέργεια», οι οποίες εγκρίθηκαν το 2009, καθιστούν πλέον και έμπρακτα το περιβάλλον ως πρωταρχικό/βασικό στοιχείο της ανάπτυξης επισημαίνοντας την αναγκαιότητα της διατήρησης και προστασίας του. Σημαντικά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση συνιστά η ενσωμάτωση της προστασίας του περιβάλλοντος στη Νομοθεσία των κρατών μελών της ΕΕ, στην Κοινή Αγροτική πολιτική, στα Διαρθρωτικά Ταμεία και στο Ταμείο Συνοχής ενώ παράλληλα καταγράφεται σε επίπεδο ΕΕ έντονη ερευνητική δραστηριότητα σε θέματα περιβάλλοντος. Η περιβαλλοντική πολιτική της ΕΕ στρέφεται κυρίως στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, που προκαλεί μια σειρά από δυσμενείς επιπτώσεις σε περιβαλλοντικό, κοινωνικό -πολιτιστικό αλλά και οικονομικό επίπεδο. Η ΕΕ πρωτοστατεί στην θέσπιση μέτρων (Πρωτόκολλο του Κιότο) που θέτουν περιορισμούς στις εκπομπές αερίων (διοξείδιο του άνθρακα CO 2, Μεθάνιο CH 4, υποξείδιο του αζώτου N 2 O και υδροφθοράνθρακες HFC S υπερφθοράνθρακες PFC S, εξαφθοριούχο θείο SF 6 και τριφθορίδιο του αζώτου ) θερμοκηπίου των αναπτυγμένων χωρών αλλά και στην προώθηση των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας καθώς και στη προσαρμογή της κοινωνίας στις κλιματικές αλλαγές- το 2012 ξεκίνησε η Ευρωπαϊκή Πλατφόρμα Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή. Η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής είναι ένα από τα πέντε κύρια θέματα της ευρείας στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για μια βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Η ΕΕ μέσω των πολιτικών της, έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να μετριάσει ή και να μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από τα κράτη μέλη της μέσω του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής (ΣΕΔΕ) έχει καλύψει τους στόχους που είχαν τεθεί από το Πρωτόκολλο του Κιότο για το 2008-2012. Παράλληλα με την μείωση των εκπομπών και τον περιορισμό της αποψίλωσης των δασών, προώθησε δυναμικά την καθαρή ενέργεια και την ενεργειακή απόδοση. Οι πολιτικές της ΕΕ είναι γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις δεν υιοθετούνται επαρκώς από τα εθνικά δίκαια των κρατών μελών και αυτό αποτελεί τροχοπέδη στην επιτυχία τους. Επιπλέον, μια σειρά ζητήματα παραμένουν άλυτα καθώς επαφίενται σε μεγάλο βαθμό στην πολιτική βούληση των κρατών μελών ή δεν λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ιδιαιτερότητες. Τέτοια ζητήματα σχετίζονται με την αντιμετώπιση της ρύπανσης, τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, την προστασία της αγροτικής γης, τη μείωση της χρήσης χημικών υλικών, την προστασία των υδάτων και των δασών. Τομείς που θα μπορούσε κανείς να ενισχύσει είναι η μείωση των εκπομπών από τις μεταφορές (πτήσεις, οδικές μεταφορές), με τη στήριξη της ανάπτυξης καινοτόμων τεχνολογιών χαμηλών εκπομπών και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, καθώς και τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης αερίων που εκπέμπουν οι βιομηχανικές μονάδες. Επιπλέον, αύξηση της απόδοσης της ενεργειακής αλυσίδας, από τη μετατροπή στη διανομή και την τελική κατανάλωση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί εφόσον τα κράτη μέλη εκπονήσουν ολοκληρωμένα σχέδια υποχρεώσεων ως προς
την ενεργειακή απόδοση αλλά και μέτρα και πολιτικές εξοικονόμησης και ορθής χρήσης της ενέργειας από βιομηχανίες, μεταφορές και νοικοκυριά. Σαφώς, θα πρέπει να δοθεί έμφαση και στη διατήρηση των δασών, των γλυκών και θαλάσσιων υδάτων και την προστασία της βιοποικιλότητας μέσω ευρύτερων πολιτικών και δράσεων αλλά κυρίως μέσω της ευαισθητοποίησης των πολιτών της Ευρώπης ότι η προστασία του περιβάλλοντος μπορεί να βελτιώσει την ανθρώπινη ευημερία και να συμβαδίσει με την οικονομική ανάπτυξη. 2. Πολιτικές για την Κλιματική Αλλαγή: Η κρισιμότητα του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής έχει αναγνωρισθεί από την επιστημονική κοινότητα διεθνώς αλλά η ανταπόκριση από τις πολιτικές ηγεσίες του κόσμου εμφανίζεται προς το παρόν ανεπαρκής. Θα υποστηρίξετε μια ουσιαστική πανευρωπαϊκή φορολόγηση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακος που θα ωθούσε επιχειρήσεις, δημόσιες υπηρεσίες και ιδιώτες καταναλωτές προς μειωμένη χρήση μορφών ενέργειας με υψηλές εκπομπές (πχ. λιγνίτη) χωρίς να δημιουργήσει στρεβλώσεις στην σχετική μεταξύ τους ανταγωνιστικότητα των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής αποτελεί ένα από τα μείζονα προβλήματα το οποίο απασχολεί όχι μόνο την Ευρωπαϊκή αλλά και τη Διεθνή Κοινότητα. Οι υψηλότερες θερμοκρασίες που παρατηρούνται στις μέρες μας έχουν πρωτοφανείς επιπτώσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Προκαλούν μια σειρά από δυσμενείς φαινόμενα όπως είναι το λιώσιμο των πάγων, την άνοδο της επιφάνειας της θάλασσας με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν άμεσα πολλές νησιωτικές περιοχές και να απειλούνται πολλά είδη από εξαφάνιση, επίσης ευθύνονται για ξηρασίες και πλημμύρες που εμφανίζονται απρόοπτα σε αρκετές περιοχές, επηρεάζοντας αρνητικά σε μεγάλο βαθμό το περιβάλλον, την οικονομία αλλά και την ανθρώπινη ζωή. Αν και η ΕΕ ευθύνεται μόλις για το 11% περίπου των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, ωστόσο φαίνεται να πρωτοστατεί σε δράσεις και πρωτοβουλίες που αφορούν την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, δυστυχώς δεν ακολουθούν με παρόμοια θέρμη άλλες αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες του κόσμου. Μία πολιτική που θα είχε ως στόχο την πανευρωπαϊκή φορολόγηση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακος γεγονός που θα ωθούσε τις επιχειρήσεις, τις δημόσιες υπηρεσίες και τους ιδιώτες καταναλωτές στη μείωση χρήσης μορφών ενέργειας με υψηλές εκπομπές θα μπορούσε να έχει θετικά αποτελέσματα εφόσον αφενός λάμβανε υπόψη τις ιδιαιτερότητες (βαθμός ανάπτυξης, οικονομική κατάσταση, διαθεσιμότητα πόρων και τεχνογνωσίας, κλπ.) του κάθε κράτους μέλους και αφετέρου συμβάδιζε με πολιτικές και δράσεις που θα
ενίσχυαν την ανάπτυξη καινοτόμων τεχνολογιών στους τομείς τόσο της συμβατικής ενέργειας (μείωση ρύπων, εξοικονόμηση ή ανακύκλωση ενέργειας) όσο και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Επιπλέον, η πολιτική αυτή θα είχε ουσιαστικά αποτελέσματα εφόσον μπορούσε να ενταχθεί σε ένα διεθνές πλαίσιο ανάληψης δράσεων από αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. 3. Πολιτική για την Υπεραλίευση: Τα στατιστικά δεδομένα εμφανίζουν κάθετη πτώση στην επάρκεια πολλών αλιευμάτων κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Θα υποστηρίξετε μια πολιτική δημιουργίας αλιευτικών καταφυγίων; Θα αντισταθείτε σε πολιτικές που επιτρέπουν κάποιους ευρωπαϊκούς αλιευτικούς στόλους να καταστρέφουν ανεξέλεγκτα τον αλιευτικό πλούτο ασθενέστερων χωρών, πχ. στην Αφρική, για χάρη πρόσκαιρων και σαφώς μη αειφόρων κερδών; Οι πολιτικές που αναπτύχθηκαν σε επίπεδο ΕΕ και αφορούν τη διαχείριση και την ανάπτυξη της αλιείας απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να αποτρέψουν την υπεραλίευση με αποτέλεσμα το 80% των αποθεμάτων της Μεσογείου και το 47% των αποθεμάτων του Ατλαντικού να έχουν υποστεί υπεραλίευση σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ο κλάδος συνεπώς της αλιείας στην ΕΕ φαίνεται να πάσχει εξαιτίας της υπεραλίευσης των διαφόρων ιχθυαποθεμάτων, καθώς ο αλιευτικός στόλος των κρατών μελών είναι άνισα μεγαλύτερος σε σχέση με τους αλιευτικούς πόρους, γεγονός που οδηγεί στη μείωση των ιχθυαποθεμάτων με ότι αυτό συνεπάγεται αφενός για το θαλάσσιο οικοσύστημα και αφετέρου για τον ίδιο τον αλιευτικό κλάδο με δυσμενείς συνέπειες ειδικά για τις παράκτιες περιοχές που εξαρτώνται από την αλιεία και είναι ευάλωτες σε εξωτερικούς παράγοντες (τιμές καυσίμων, ανταγωνισμός, κλπ.) Ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι, σε πρόσφατη συνεδρίαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου η συντριπτική πλειοψηφία υποστήριξε τον τερματισμό της υπεραλίευσης, ψηφίζοντας μεταρρυθμίσεις που θέτουν σαφή στόχο για την αποκατάσταση των ιχθυαποθεμάτων μέχρι το 2020 και σε επίπεδα άνω της μέγιστης βιώσιμης απόδοσης. Μια βιώσιμη αντιμετώπιση των αλιευτικών πόρων πέραν από πολιτικές περιορισμού της υπεραλίευσης φυσικά θα μπορούσε να περιλαμβάνει και δημιουργία αλιευτικών καταφυγίων, χαρακτηρίζοντας κάποιες περιοχές με ιδιαίτερα ευαίσθητα οικοσυστήματα ως προστατευόμενες περιοχές (π.χ. υπό τη μορφή θαλάσσιων πάρκων). Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατόν να προστατευθούν τόσο κάποια είδη θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας που τείνουν να εξαφανιστούν όσο και ολόκληρα θαλάσσια οικοσυστήματα. Επιπρόσθετα, η καταπολέμηση της παράνομης αλιείας ως εγκληματικής δραστηριότητας, η οποία είναι επιβλαβής όχι μόνο για τους αλιείς και τις αγορές της ΕΕ, αλλά και για τις τοπικές κοινότητες των αναπτυσσόμενων και
υποανάπτυκτων χωρών, προφανώς θα είχε στόχο και την προστασία των τελευταίων από την υπερεκμετάλλευση. Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει σαφώς να επιβληθούν ουσιαστικοί περιορισμοί που θα θέτουν τις προϋποθέσεις και τα όρια της αλιευτικής δραστηριότητας των ευρωπαϊκών αλιευτικών στόλων σε ύδατα ξένων και δη υποανάπτυκτων χωρών. 4. Πολιτικές για τα Ύδατα: Υπάρχει παγκόσμια ανάγκη εξοικονόμησης και διατήρησης της ποιότητας των υδατικών πόρων που έχει αναγνωρισθεί παλαιότερα από την Ευρωπαϊκή Ένωση με την Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά (60/2000/ΕΚ). Θα πιέσετε για την ορθολογικότερη χρήση υδατικών πόρων (π.χ. τιμολόγηση νερού για αρδευτικές χρήσεις) και την καλή τους οικολογική κατάσταση όπως προβλέπεται από την εν λόγω Οδηγία Πλαίσιο, που ακόμα δεν εφαρμόσθηκε σε όλες τις χώρες μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας; Είναι κοινός τόπος ότι μια χώρα σαν την δική μας, που στηρίζεται στον τουρισμό, θα πρέπει να διαφυλάξει τα θαλάσσια οικοσυστήματα της ώστε να βρεθούν σε καλή οικολογική κατάσταση μέχρι το 2020, όπως προβλέπεται από την Οδηγία-Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική (56/2008/ΕΚ). Θα υποστηρίξετε έμπρακτα τον στόχο αυτό; Η Οδηγία Πλαίσιο για τα Νερά (60/2000/ΕΚ) προβλέπει τη διατήρηση της ποιότητας και την εξοικονόμηση των υδάτινων πόρων (γλυκού νερού και θαλάσσιων υδάτων). Στην χώρα μας γίνεται μία προσπάθεια εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με τις αρχές της Οδηγίας Πλαίσιο του ΕΚ μέσα από τον Ν. 3199/2003 «Προστασία και Διατήρηση των Υδάτων- Εναρμόνιση με την Οδηγία 60/2000/του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23 ης Οκτωβρίου 2000» και από το Π.Δ. 51/08.03.2007 «Καθορισμός μέτρων και υπηρεσιών για την ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτων σε συμμόρφωση με τις διατάξεις της Οδηγίας 60/2000/ΕΚ «για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσης στον τομέα της πολιτικής των υδάτων» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23 ης Οκτωβρίου 2000». Η προστασία και η διατήρηση των υδάτινων πόρων είτε πρόκειται για το θαλάσσιο περιβάλλον είτε για τα ύδατα γλυκού νερού αποτελούν ζητήματα ζωτικής σημασίας για την ανθρώπινη ύπαρξη και δραστηριότητα. Είναι λοιπόν επόμενο να πρέπει η προστασία των υδάτινων πόρων από τη μόλυνση, η διατήρηση της ποιότητας τους αλλά και η χρηστή χρήση τους να αποτελεί μέλημα όλων των πολιτών του κόσμου. Οι υδάτινοι πόροι αποτελούν ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εξαντλούνται, στην εξάντληση τους μπορεί να συμβάλλει η αλόγιστη χρήση τους και επιπλέον η κλιματική αλλαγή με
την άνοδο της θερμοκρασίας αλλά και άμεσες ανθρώπινες παρεμβάσεις όπως η αποψίλωση δασών καθώς και η ξήρανση λιμνών. Στο πλαίσιο της βιώσιμης ανάπτυξης είναι αναγκαία η περαιτέρω ενσωμάτωση της προστασίας και της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων σε όλους τους τομείς της Ευρωπαϊκής πολιτικής, σε θέματα μεταφορών, γεωργίας, ενέργειας, βιομηχανίας, αλιείας και τουρισμού. Προς αυτήν την κατεύθυνση σαφώς θα πρέπει να υιοθετηθούν δράσεις για την ορθολογικότερη χρήση των υδάτων για την προστασία τους από τις πιθανές μολύνσεις αλλά και για τη διατήρηση της ποιότητας τους. Δράσεις όπως η δημιουργία φραγμάτων ή σημείων συγκέντρωσης νερού, η ανακύκλωση, η ευαισθητοποίηση των πολιτών σε θέματα περιβάλλοντος, η χρηματοδότηση έρευνας για τεχνολογικές καινοτομίες αναφορικά με τη χρηστή/λογική χρήση των υδάτων για τις γεωργικές καλλιέργειες, τον τουρισμό, τα νοικοκυριά, κλπ., εντάσσονται σε πολιτικές που είναι χρήσιμο να προωθηθούν και να υποστηριχθούν. Η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος είναι επίσης σημαντικό ζήτημα και αποτελεί έναν βασικό στόχο της Ευρωπαϊκής Πολιτικής. Στην χώρα μας το θαλάσσιο περιβάλλον εκτός των άλλων, έχει έναν πρωταρχικό ρόλο στην κύρια οικονομική μας δραστηριότητα, τον τουρισμό, καθώς αποτελεί τον βασικό πόλο έλξης των περισσοτέρων τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα μας και συμβάλλει στην ανάπτυξη μιας μεγάλης γκάμας τουριστικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με διαφορετικούς τύπους και μορφές τουρισμού. Συνεπώς, η προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος από την ρύπανση ή την αλόγιστη χρήση σαφώς και συνιστά βασική μέριμνα της πολιτικής μας. 5. Πολιτικές για την Γεωργία: Με δεδομένες πλέον τις επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, την οικονομία και το περιβάλλον, συμφωνείτε πως είναι αναγκαία η απαγόρευση των γενετικά τροποποιημένων οργανισμών, η διαφύλαξη των γενετικών πόρων και η προώθηση βιολογικών καλλιεργειών και παραδοσιακών αγροτικών προϊόντων; Θα υποστηρίξετε την ενσωμάτωση των απαιτήσεων των σχετικών Οδηγιών (για τα Ύδατα και τα γεωργικά φάρμακα) αλλά και της Στρατηγικής για την Βιοποικιλότητα, στην Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), απαιτώντας παράλληλα ενίσχυση του Πυλώνα 2 της ΚΑΠ; Η Κοινή Αγροτική Πολιτική που υιοθέτησε η ΕΕ βασίστηκε στην αρχή της ενότητας των γεωργικών προϊόντων, στην κοινοτική προτίμηση και στη χρηματοδοτική αλληλεγγύη. Η ΚΑΠ περιλαμβάνει ένα σύνολο κανονισμών και οδηγιών που αφορούν στην αγροτική παραγωγή και στην ανάπτυξη της υπαίθρου, στη ρύθμιση των αγορών των γεωργικών προϊόντων με στόχο τη σταθερότητα των τιμών και την υψηλή ποιότητα προϊόντων καθώς επίσης την
προστασία της γεωργικής γης αλλά και τη συμβατότητα της γεωργικής δραστηριότητας με το εκάστοτε περιβάλλον. Η διαφύλαξη των γενετικών πόρων και η προώθηση βιολογικών καλλιεργειών και παραδοσιακών αγροτικών προϊόντων αποτελεί επίσης μέλημα της ΕΕ και καταδεικνύεται μέσα από πολιτικές και δράσεις που ενισχύουν τις βιολογικές και παραδοσιακές καλλιέργειες. Τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και οργανισμοί αν και αναπτύχθηκαν κυρίως με τη δικαιολογία της αντιμετώπισης του υποσιτισμού, καθώς πρόκειται για τροποποιημένους γενετικά οργανισμούς που έχουν μεγάλη αντοχή σε αντίξοες καιρικές συνθήκες και δεν προσβάλλονται εύκολα από παράσιτα και υιούς, εντούτοις ενέχουν πολλούς κινδύνους τόσο για την ανθρώπινη υγεία όσο και για τη βιοποικιλότητα της γης. Η ανησυχία για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς αφορά κυρίως στη χρήση γενετικά τροποποιημένων ουσιών σε επεξεργασμένες ή προπαρασκευασμένες τροφές και σε ζωοτροφές και στη χρήση γενετικά τροποποιημένων σπόρων σε καλλιέργειες. Η πολιτική της ΕΕ δεν είναι σαφής ως προς τις εισαγωγές τέτοιου είδους τροφίμων από άλλες χώρες αλλά και σε σχέση με την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων ειδών από τα κράτη μέλη της. Με τις υφιστάμενες επιστημονικές έρευνες αποδεικνύεται ότι η βρώση μεταλλαγμένων γενετικά οργανισμών μπορεί να προκαλέσει διαχρονικά εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία (καρκίνο, αλλεργίες, πρόωρο θάνατο, κλπ.), το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις αρνητικές επιπτώσεις που προκαλούνται από την ανάπτυξη τους στα οικοσυστήματα των περιοχών, συμβάλλει στην αναγκαιότητα του περιορισμού των μεταλλαγμένων τροφίμων, της αυστηρής επιβολής ειδικής σήμανσης των προϊόντων αυτών αλλά και της απαγόρευσης της καλλιέργειας γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών από τις χώρες μέλη της ΕΕ. Σαφώς, οι απαιτήσεις για τη χρηστή διαχείριση και την προστασία της ποιότητας των υδάτων, για τη μείωση και τον έλεγχο της χρήσης γεωργικών φαρμάκων-προώθηση βιολογικών καλλιεργειών καθώς επίσης και για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας θα πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής που προωθείται από την ΕΕ. 6. Πολιτικές για την Βιοποικιλότητα: Υπάρχουν ήδη πολλές θεσμοθετημένες από την Ευρωπαϊκή Ένωση περιοχές του δικτύου Natura 2000 (Οδηγία 92/43 για τους Οικοτόπους, Οδηγία 2009/147 για τα Άγρια Πτηνά), όπου επιτρέπονται μόνον ήπιες οικονομικές δραστηριότητες, αλλά που στηρίζουν τις γειτονικές κοινότητες λόγω της υψηλής οικολογικής τους σημασίας, των υπηρεσιών των οικοσυστημάτων, της πολύτιμης βιοποικιλότητας ή/και της ομορφιάς των τοπίων. Σε κάποιες χώρες/ μέλη πολλές από τις περιοχές αυτές π.χ. κινδυνεύουν πλέον από έντονη και πυκνή δόμηση (στην Ελλάδα με την πρόσφατα χορηγημένη δυνατότητα εγκατάστασης σύνθετων τουριστικών
καταλυμάτων - ξενοδοχείων και εκτεταμένων τουριστικών κατοικιών). Θα συμβάλλετε ενεργά στην πλήρη και αποτελεσματική εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας ώστε να επιτευχθούν οι ευρωπαϊκοί στόχοι για τη βιοποικιλότητα μέχρι το 2020 και να αποφευχθεί η υποβάθμιση του δικτύου Natura 2000; Το Δίκτυο Natura 2000 είναι ένα ευρύ Ευρωπαϊκό Δίκτυο προστατευόμενων φυσικών περιοχών, οι οποίες φιλοξενούν είδη χλωρίδας και πανίδας, πτηνών και οικοτόπων που είναι σημαντικοί σε Ευρωπαϊκό επίπεδο. Αποτελείται από δύο κατηγορίες περιοχών, τις «Ζώνες Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ)» (Special Protection Areas - SPA) για την Ορνιθοπανίδα, όπως ορίζονται στην Οδηγία 79/409/EK, και τους «Τόπους Κοινοτικής Σημασίας (ΤΚΣ)» (Sites of Community Importance - SCI) όπως ορίζονται στην Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Στόχος του δικτύου ζωνών που εκτείνεται σε ολόκληρη την Κοινότητα είναι να διασφαλίσει σε ικανοποιητικό βαθμό τη μακροπρόθεσμη διατήρηση των σημαντικών και απειλούμενων ειδών και ενδιαιτημάτων της. Είναι γεγονός ότι ορισμένες χώρες μέλη της ΕΕ αναπτύσσουν οικονομικές δραστηριότητες σε περιοχές που ανήκουν στο δίκτυο Natura 2000, αυτό οδηγεί στην υποβάθμιση και τη σταδιακή αλλοίωση των περιοχών αυτών, με άμεση απειλή για τα εκάστοτε οικοσυστήματα. Η προστασία των περιοχών αυτών θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα τόσο των εθνικών πολιτικών όσο και της ευρωπαϊκής πολιτικής, και εντάσσεται στην ευρύτερη πολιτική προστασίας του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας η οποία θα πρέπει να ενισχυθεί με περαιτέρω περιορισμούς και δράσεις. Σαφώς, η πλήρης και αποτελεσματική εφαρμογή της υπάρχουσας νομοθεσίας αποτελεί βασικό στόχο και μέλημα μιας ορθής πολιτικής που δεν μπορεί στο βωμό του όποιου οικονομικού συμφέροντος να ακυρώνει ευρωπαϊκές πολιτικές. 7. Οικονομία και Αειφορία: Η μετάβαση σε μια βιώσιμη οικονομία απαιτεί την ουσιαστική οικονομική ανάπτυξη των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τρόπο που να προστατεύεται το περιβάλλον και η κοινωνία, ώστε η όποια μελλοντική ευημερία των αριθμών να αντικατοπτρίζεται και στην ποιότητα ζωής των ευρωπαίων πολιτών. Θα συμβάλλετε ενεργά στη λήψη μέτρων προς αυτή την κατεύθυνση; Η επίτευξη μιας αειφορικής ανάπτυξης αποτελεί έναν βασικό στόχο αλλά και ένα στοίχημα για την ευρωπαϊκή αλλά και τη διεθνή κοινότητα. Οι συζητήσεις για μία αειφορική ανάπτυξη η οποία θα ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να υποβαθμίζει την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες, ξεκίνησαν τη δεκαετία του 60 και συνεχίζονται μέχρι και
σήμερα. Η αειφορική ανάπτυξη προϋποθέτει ισορροπία ανάμεσα στις τρεις διαστάσεις της στην περιβαλλοντική, την κοινωνική και την οικονομική. Μια ολοκληρωμένη στρατηγική αειφορικής ανάπτυξης πρέπει να περιλαμβάνει πολιτικές και δράσεις για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες: τη βιομηχανία, η οποία έχει ένα σύνθετο ρόλο στην πορεία προς την αειφορία, αφού αποτελεί ένα από τα αίτια της τρέχουσας περιβαλλοντικής κρίσης και ταυτόχρονα προϋπόθεση για την έξοδο από αυτήν, τις μεταφορές με κυριότερο στόχο τις οδικές μεταφορές και με προτεινόμενα μέσα που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των μαζικών μέσων, την τεχνολογική βελτίωση των οχημάτων και των καυσίμων, την ορθολογικότερη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου και την επιβολή άμεσων και έμμεσων φόρων, κ.λ.π., τη γεωργία με μια πολιτική η οποία περιλαμβάνει βιολογικές καλλιέργειες, φιλικές καλλιεργητικές μεθόδους, βελτίωση της παραγωγικότητας, αναδασώσεις αγροτικών γαιών, μείωση της ρύπανσης των υδάτων, καλύτερη εφαρμογή των αρδεύσεων, προστασία του εδάφους και της βιοποικιλότητας, έλεγχο των πωλήσεων και της χρήσης των φυτοφαρμάκων, κ.λπ. και τέλος τον τουρισμό σε δράσεις που αφορούν στην έκταση των τουριστικών υποδομών και την ένταξη τους στο ευρύτερο περιβάλλον, στις μορφές και τύπους του τουρισμού που αναπτύσσονται σε κάθε περιοχή αλλά και στη χρήση των τοπικών πόρων μέσα από την ανάπτυξη των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, στην εξοικονόμηση ενέργειας και στη χρήση Ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, στην ανακύκλωση κ.λ.π.. Αδιαμφισβήτητα, η λήψη μέτρων και η θεσμοθέτηση πολιτικών προς την κατεύθυνση της αειφορικής ανάπτυξης αποτελεί πλέον μοναδική επιλογή για την επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης με παράλληλη εξασφάλιση της περιβαλλοντικής προστασίας και της ευημερίας των λαών.