ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

Ενδεικτικές απαντήσεις στα θέματα των εξετάσεων στο μάθημα «Ασκήσεις Αστικού και Αστικού Δικονομικού Δικαίου» (Εξετ. Περίοδος Σεπτεμβρίου 2014)

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 6 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. Διδάκτορoς Παν/μίου Αθηνών

ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΑΣ (ΕΚΠΑ) ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΑΚ. ΕΤΟΥΣ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΕΞΕΤΑΣΤΕΑ ΥΛΗ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ 7 ου ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

1. Δωρεά κινητού, τήρηση τύπου, αρνητική αναγνώριση χρέους

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Μεταβίβαση λόγω ενεχύρου. Ο ενεχυράσας οφειλέτης που πλήρωσε ακάλυπτη επιταγή, αποκτώντας εκ νέου τον τίτλο, καθίσταται κομιστής της επιταγής.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΕΙΔΙΚΟ ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Εαρινό εξάμηνο 2017 Διδάσκοντες: Αχιλλέας Κουτσουράδης - Απόστολος Τασίκας Φροντιστηριακό Υλικό/Ερωτήσεις θεωρίας

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Αρµόδιος : Μάρκου ηµήτριος Αναπληρωτής Συνήγορος του Καταναλωτή

ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ

ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΝΟΧΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΠΑΣΠ ΝΟΜΙΚΗΣ - 1 -

Πάνος Κορνηλάκης Καθηγητής του Αστικού Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ

εναγομένου στην πολιτική δίκη της καταδολίευσης δανειστών (παυλιανή αγωγή)». Το άρθρο

ΑΡΧΕΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ Η ECON ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΗ. Σας ενημερώνει και σας υπενθυμίζει Η ΓΝΩΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΠΕΝΔΥΣΗ

Τον Καθηγητή και άσκαλο Κ. Καλαβρό για όσα μου έχει προσφέρει.

Αποφάσεις Ανωτάτου Δικαστηρίου & Επαρχιακών Δικαστηρίων ανά άρθρο του Νόμου ΛΕΥΚΩΣΙΑ Λούης Παρλάς

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

1 Μνηστεία Επιστροφή δώρων και συμβόλων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΜΟΝΑΔΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΜΚΕ)

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Β. ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΧΕΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

Πρόλογος... VII Πρόλογος στην πέμπτη έκδοση... VIII Πρόλογος στην τέταρτη έκδοση... IΧ Πρόλογος στην τρίτη έκδοση... ΧI Πρόλογος στη δεύτερη

Προς: Τα μέλη του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Εφετείου Θεσσαλονίκης

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Συντομογραφίες...15 Ελληνικές...15 Ξενόγλωσσες...18

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ 5 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ. Επί του ανωτέρω ερωτήματος έχω να παρατηρήσω τα ακόλουθα: Ν.3463/2006 Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Η παραγραφή της αξίωσης επιστροφής Φ.Π.Α.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Εξώδικος συµβιβασµός (Αίτηµα ιµηνά Μιλτιάδη του Αθανασίου

Στοιχεία Αστικού Δικαίου - 4 ο Μάθημα

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 11/ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Ζήτημα τρίτο (βαθμοί 2) Να απαντήσετε αιτιολογημένα εάν η εκχώρηση είναι υποσχετική και αιτιώδης σύμβαση.

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Η θέση του ετερόρρυθμου εταίρου μετά την ισχύ του Ν. 4072/2012

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Επί των ως άνω θεμάτων το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους γνωμοδοτεί ως εξής:

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

«Βασικές Αρχές Ασφάλισης Ζημιών»

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. V. Η εμπιστοσύνη ως αυτόνομο θεμέλιο ευθύνης του παραγωγού 17

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

(EEL 280/ ) την απόκτηση δικαιώματος χρήσης ενός ή περισσοτέρων ακινήτων υπό καθεστώς χρονομεριστικής

Εφαρμοστέο δίκαιο στα έναντι τρίτων αποτελέσματα των εκχωρήσεων απαιτήσεων. Πρόταση κανονισμού (COM(2018)0096 C8-0109/ /0044(COD))

ΓΝΩΜΟΔΟΣΗΗ. Επί υποβληθέντων ερωτημάτων από τη Δ.Ε.Υ.Α. Αρ. Πρωτ. Εισ. 1492/

849 Ν. 105(Ι)/95. Ε.Ε. Παρ. 1(1) Αρ. 3028,

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Τα δημόσια έσοδα (συνέχεια)

ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ ΑΠΟΔΟΘΕΝΤΟΣ Φ.Π.Α. ΑΠΟ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΜΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Εισαγωγή EΙΣΑΓΩΓΗ. 1. Η εγγύηση ως προσωπική παρεπόμενη ασφάλεια. I. Έννοια και προϋποθέσεις γέννησης της ευθύνης του εγγυητή

Περιεχόμενα ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ Πρόλογος... 7

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Συντάκτης: Ομάδα Καθηγητών

Πότε η εφορία θεωρεί ότι υπάρχει αδικαιολόγητη προσαύξηση περιουσίας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

ΘΕΜΑ: Έγγραφη Σύσταση Πόρισμα. ΣΧΕΤ. : Αρ. πρωτ. B/5976/ , Β/8293/ έγγραφά μας.

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ (αριθ. 7)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 06/ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΑΚΤΙΚΟ 14/ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΗΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΑΣ

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος Φ. Δωρή... ΧΙ Προλογικό σημείωμα του συγγραφέα... XXXIII Συντομογραφίες... XLV

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Δίκαιο Μ.Μ.Ε. Μάθημα 10: Προστασία της προσωπικότητας και τύπος. Επικ. Καθηγητής Παναγιώτης Μαντζούφας Τμήμα Νομικής Α.Π.Θ.

«ΑΠΟΚΟΠΕΣ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΦΟΡΕΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ ΠΑΡΟΧΩΝ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΛΟΓΩ ΧΡΕΟΥΣ & ΚΑΤΟΠΙΝ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΛΑΤΗ- ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΣΕ ΜΕΤΡΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

ΠΟΛ /01/2008 Published on TaxExperts (

ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1997 ΜΕΧΡΙ 2004

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Transcript:

ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΡΑΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: Περιορισμός και επίταση της ευθύνης του λήπτη στο δίκαιο του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού. ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: κ. Ελευθέριος Καστρήσιος, λέκτορας Δ. Π. Θ. ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: Σοφία Σαββοπούλου ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013 \

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ I. Εισαγωγή II. Βασικές Έννοιες 1) Περιουσιακή μετακίνηση από την περιουσία ή με ζημία του δότη στην περιουσία του λήπτη 2) Πλουτισμός του λήπτη 3) Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας του δότη 4) Έλλειψη νόμιμης αιτίας III. Η Αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού 1) Γενικά χαρακτηριστικά της αξίωσης 2) Επικουρικότητα της αξίωσης 3) Αδικαιολόγητος πλουτισμός και αδικοπραξία ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΛΗΠΤΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ I. Εισαγωγικά ΙΙ. Ανάλυση και ερμηνεία των διατάξεων του Αστικού Κώδικα 1. Η απαίτηση αχρεωστήτου α) Εισαγωγικά β) Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης γ) Γνώση και βούληση του δότη του πλουτισμού δ) Ανάλογη εφαρμογή της διάταξης - 1 -

2. Αποκλεισμός της απαίτησης αχρεωστήτου α) Εισαγωγικά β) Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης γ) Ανάλογη εφαρμογή της διάταξης 3. Απαίτηση παροχής από αισχρή αιτία α) Εισαγωγικά β) Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης γ) Ειδικότερα η συνομολόγηση υποχρέωσης παροχής ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ ΕΠΙΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΛΗΠΤΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ I. Εισαγωγή II. Ανάλυση και ερμηνεία των διατάξεων 908-913 ΑΚ 1. Περιεχόμενο της ευθύνης του λήπτη για επιστροφή του πλουτισμού α) Eισαγωγικά β) Πράγμα-αντικείμενο του πλουτισμού γ) Αντάλλαγμα δ) Επιβαλλόμενος πλουτισμός ε) Καρποί και ωφελήματα ως αντικείμενο του επιστρεπτέου πλουτισμού 2. Η ευθύνη του λήπτη κατά το χρόνο επίδοσης της αγωγής α) Εισαγωγικά β) Προϋποθέσεις απαλλαγής του λήπτη-υπολογισμός του πλουτισμού γ) Αδικαιολόγητος πλουτισμός στις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις δ) Αδικαιολόγητος πλουτισμός στις τριμερείς σχέσεις 3. Η ευθύνη του λήπτη μετά την επίδοση της αγωγής - 2 -

α) Εισαγωγικά β) Συνέπειες από την επίδοση της αγωγής στο λήπτη γ) Ευθύνη του λήπτη για τα ωφελήματα δ) Ευθύνη του λήπτη από τις διατάξεις για την υπερημερία 4. Περιπτώσεις αυξημένης ευθύνης του λήπτη α) Εισαγωγικά β) Προϋποθέσεις επίτασης της ευθύνης του λήπτη κατά τη διάταξη του άρθρου 911 ΑΚ γ) Προϋποθέσεις επίτασης της ευθύνης του λήπτη κατά τη διάταξη του άρθρου 912 ΑΚ δ) Η ευθύνη του λήπτη για απόδοση των καρπών 5. Η ευθύνη του τρίτου που απέκτησε τον πλουτισμό με χαριστική πράξη α) Εισαγωγικά β) Ευθύνη του αρχικού λήπτη και του τρίτου ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ-ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΛΟΓΟΣ-ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - 3 -

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ Αστικός Κώδικας ΑΠ Άρειος Πάγος Αρμ. Αρμενόπουλος (περιοδικό) ΑΧΑΝΟΜ Αχαϊκή Νομολογία (περιοδικό) Γνωμ. ΝΣΚ Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ΔΕΕ Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών (περιοδικό) ΕλλΔνη Ελληνική Δικαιοσύνη (περιοδικό) ΕΔικΠολυκ Επιθεώρηση Δικαίου Πολυκατοικίας (περιοδικό) ΕΡΝΟΜΑΚ Ερμηνεία Νομολογία Αστικού Κώδικα ΕφΑθ Εφετείο Αθηνών ΕφΔωδ Εφετείο Δωδςκανήσου ΕφΘεσσ Εφετείο Θεσσαλονίκης ΕφΛαμ Εφετείο Λαμίας ΚΠολΔ Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας ΝοΒ Νομικό Βήμα (περιοδικό) ό. π. όπως παραπάνω ΣΤΕ Συμβούλιο της Επικρατείας ΧρΙΔ Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου (περιοδικό) - 4 -

ΠΡΩΤO ΜΕΡΟΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ήδη από το Ρωμαϊκό Δίκαιο παρατηρούνται ρυθμίσεις-πρόδρομοι της έννοιας του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Έτσι το Ρωμαϊκό Δίκαιο, παρόλο που δεν αναγνωρίζει γενικότερη θεωρία αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθιερώνει σειρά αγωγών, στηριζόμενες σε αξιώσεις, που στοχεύουν στην προστασία του ενάγοντα με την επιστροφή μη δικαιολογημένου περιουσιακού κέρδους, το οποίο και ωφελήθηκε ο εναγόμενος σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντα. Οι αγωγές αυτές ονομάζονται Condictiones και αποτελούν προσωπικές (δηλαδή ενοχικές σε αντίθεση με τις εμπράγματες) αγωγές 1. Οι condictiones αυτές είναι οι εξής: condictio sine causa (έλλειψη νόμιμης αιτίας), condictio debiti (παροχή αχρεώστητη), condictio causa data causa non secuta (απαίτηση για αιτία που δεν επακολούθησε), condictio ob causa infinitam (παροχή για αιτία που έληξε), condictio ob injustam causam (παροχή για παράνομη αιτία) και η condictio ob turpem causa (παροχή για αιτία ανήθικη). Ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, μαζί με την δικαιοπραξία και την αδικοπραξία, αποτελούν τις βασικές πηγές ενοχών, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται με τις άλλες δύο. Ειδικότερα η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν προϋποθέτει παράνομη και υπαίτια πράξη, όπως συμβαίνει στην αδικοπραξία, αφού ο λήπτης του πλουτισμού, ενδέχεται να κατέστη πλουσιότερος χωρίς πταίσμα του. Ακολούθως αντικείμενο της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελεί η ωφέλεια του λήπτη, ανεξάρτητα αν αυτή ταυτίζεται ή όχι με την ζημία του δότη του πλουτισμού. Ο δότης δεν απαιτεί από τον λήπτη την αποκατάσταση της 1. Βλ. Γιαννιού, Απαίτησις αδικαιολόγητου πλουτισμού, σελ. 2. - 5 -

ζημίας του, λόγω της περιουσιακής μετακίνησης, αλλά την επιστροφή του αντικειμένου του πλουτισμού. Έτσι δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο η ζημία του δότη να είναι μικρότερη από την ωφέλεια του λήπτη ή και το αντίστροφο. Η πηγή αυτή ενοχών, που στηρίζεται απευθείας στον νόμο, λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τις άλλες δύο. Το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904-913 ΑΚ), καταλαμβάνει μια ιδιαίτερη θέση στον Αστικό Κώδικα. Αυτό συμβαίνει, καθώς ο αδικαιολόγητος πλουτισμός, προστατεύει το δότη από ανήθικες, ή κοινωνικά αποδοκιμαστέες (όχι όμως απαραίτητα και παράνομες) περιουσιακές μετακινήσεις, υποχρεώνοντας το λήπτη της ωφέλειας αυτής να αποδώσει στον δότη ότι ωφελήθηκε. Με άλλα λόγια οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού καλούνται να αποκαταστήσουν αδικίες και ανισότητες, οι οποίες οφείλονται σε περιουσιακές μετακινήσεις, που δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές από το δίκαιο. Έτσι ο αδικαιολόγητος πλουτισμός λειτουργεί ως ένα είδος επανορθωτικής δικαιοσύνης 2, αποτρέποντας καταχρηστικές συμπεριφορές μεταξύ των υποκειμένων του δικαίου, οι οποίες συμπεριφορές κρίνονται αντίθετες στους κανόνες της ηθικής και της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης. Χαρακτηριστικό του σημαντικού επανορθωτικού έργου, που επιτελείται με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, είναι το παράδειγμα της προστασίας της νομής. Αν επέλθει παραγραφή της αξιώσεως για την αποβολή από την νομή, κατά το άρθρο 992 ΑΚ, στην οποία (παραγραφή) υπόκεινται οι αγωγές των άρθρων 987 και 989 ΑΚ, με τις οποίες επέρχεται προσκαίρως ειρηνική διευθέτηση, δεν αποκλείεται η αξίωση (απαίτηση) αποδόσεως της νομής κατά το άρθρο 904 ΑΚ (condictio possessionis). Στοιχεία δε της σχετικής αγωγής, η οποία είναι όχι ένδικο μέσο προστασίας της νομής, αλλά απλώς ενοχική προς απόδοση του, από την απόκτηση αλλότριας νομής, ως περιουσιακού στοιχείου, επελθόντος πλουτισμού, και υπόκειται στη γενική εικοσαετή παραγραφή, του άρθρου 249 2. Βλ. Κορνηλάκη Π, Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Τόμος I, 2012, σελ. 376. - 6 -

ΑΚ, είναι η κατάληψη και κατοχή του επιδίκου από τους εναγομένους, που κατέστησαν έτσι αδικαιολογήτως πλουσιότεροι, και αίτημα αυτής η αποβολή αυτών από το επίδικο και η απόδοση στους ενάγοντες της με την αφαιρεθείσα νομή επελθούσας ωφελείας 3. Περαιτέρω παρατηρείται στις διατάξεις των άρθρων 904-913 ΑΚ μια οργανωμένη δικαϊκή προσπάθεια να λυθούν ζητήματα, που αφορούν περιουσιακές μετακινήσεις χωρίς νόμιμη αιτία, η οποία προσπάθεια επιχειρεί να θέσει όσο το δυνατόν απλούστερες προϋποθέσεις, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της. Έτσι λοιπόν δεν συναντούμε συχνά έννοιες, όπως υπαιτιότητα ή ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις, όπως σε άλλα κεφάλαια του ενοχικού δικαίου και οι οποίες, όχι σπάνια, χρήζουν ερμηνείας από τα δικαστήρια. Συνοψίζοντας μπορεί να λεχθεί, ότι οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αποτελούν την ύστατη προσπάθεια, που καταβάλει το δίκαιο, προκειμένου να προστατεύσει τα υποκείμενά του και ιδιαίτερα στο σημείο, εκείνο, όπου οι άλλες διατάξεις (π. χ. περί αδικοπραξιών) δεν μπορούν να το καταφέρουν. Για τον λόγο αυτό εύκολα γίνεται κατανοητή η σημασία του κεφαλαίου αυτού του ενοχικού δικαίου. II. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ Σύμφωνα με το άρθρο 904 ΑΚ «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος». Η διάταξη αυτή καθιερώνει την υποχρέωση προς απόδοση της 3. Βλ. ΕφΑθ 2431/1997 ΕλλΔ/νη 1982,192. - 7 -

ωφέλειας, από αυτόν που έγινε πλουσιότερος σε βάρος άλλου, χωρίς νόμιμη αιτία. Καθιερώνεται έτσι γενική απαίτηση ή ρήτρα από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό 4. Ο αδικαιολόγητος αυτός πλουτισμός μπορεί να επέλθει, είτε με παροχή του δότη, είτε με ενέργεια του λήπτη, είτε τέλος με ενέργεια προερχόμενη από τρίτο παράγοντα 5. Για να δημιουργηθεί η αξίωση απόδοσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, πρέπει να πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις: α) περιουσιακή μετακίνηση από την περιουσία ή με ζημία του δότη στην περιουσία του λήπτη, β) πλουτισμός του λήπτη, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας του δότη και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας. 1) Περιουσιακή μετακίνηση από την περιουσία ή με ζημία του δότη στην περιουσία του λήπτη Όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, το άρθρο 904 ΑΚ ορίζει, ότι προκειμένου να εφαρμοσθούν οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα πρέπει αυτός, που κατέστη πλουσιότερος, να έγινε πλουσιότερος από την περιουσία άλλου ή με ζημία άλλου. Η πρώτη περίπτωση αφορά τον πλουτισμό του λήπτη, όταν αυτός προέρχεται όχι με ζημία του δότη, αλλά σε βάρος του τελευταίου. Δηλαδή στην περίπτωση αυτή ο λήπτης του πλουτισμού αποκομίζει κάποιο όφελος από την περιουσία του δότη του πλουτισμού, χωρίς όμως απαραίτητα ο τελευταίος να υφίσταται και αντίστοιχη ζημία. Ενδεικτικά αναφέρεται το παράδειγμα της συγκομιδής και πώλησης καρπών από δέντρα, που ανήκουν στον δότη του πλουτισμού, τους οποίους όμως καρπούς ο δότης δεν προτίθεται να συλλέξει ή να πωλήσει. Η δεύτερη περίπτωση αφορά μείωση της περιουσίας του δότη, είτε με 4. Βλ. ΑΠ 1333/2008 Α Δημοσίευση Νόμος. 5. Βλ. Ζέπου Ενοχικόν Δίκαιον, Μέρος Ειδικόν, σελ. 715-8 -

την αύξηση του παθητικού της περιουσίας αυτής, είτε με την μείωση του ενεργητικού της. Αυτό συμβαίνει π. χ στην περίπτωση της αναγνώρισης χρέους. Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε, ότι δεν υπάρχει πάντα αντιστοιχία στην ζημία του δότη με την ωφέλεια του λήπτη. Ενώ δηλαδή στις περισσότερες περιπτώσεις η ζημία του δότη και η ωφέλεια του λήπτη ταυτίζονται, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Έτσι στο ως άνω αναφερόμενο παράδειγμα με την συγκομιδή των καρπών και την πώλησή τους παρατηρούμε, ότι ο λήπτης του πλουτισμού αποκομίζει όφελος, αφού θα πωλήσει καρπούς, για τους οποίους δεν έχει δαπανήσει χρήματα, προκειμένου να τους αποκτήσει, από την πώληση των οποίων προσδοκά κάποιο οικονομικό όφελος. Η ωφέλεια όμως αυτή δεν ταυτίζεται με αντίστοιχη ζημία του δότη του πλουτισμού, δηλαδή του κυρίου των καρπών, αφού αυτός δεν προσδοκούσε κανένα όφελος από αυτούς δεδομένου, ότι δεν είχε την πρόθεση να τους συλλέξει και να τους πωλήσει. 2) Πλουτισμός του λήπτη Δεύτερη προϋπόθεση προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι ο πλουτισμός του λήπτη. Ο πλουτισμός του λήπτη, δηλαδή η αύξηση της περιουσίας του, μπορεί να πραγματοποιηθεί είτε με αύξηση του ενεργητικού αυτής, είτε με μείωση του παθητικού της. Με άλλα λόγια ο πλουτισμός του λήπτη συνίσταται, τόσο στην αύξηση της περιουσίας του, όσο και στην μη ελάττωση αυτής. Τέτοια είναι προπάντων η περίπτωση αποφυγής δαπανών, στις οποίες ο υπόχρεος ήταν για πραγματικούς λόγους αναγκασμένος να προβεί ή όφειλε από το νόμο ή τη σύμβαση να έχει προβεί 6. Περαιτέρω ο πλουτισμός του λήπτη πρέπει να είναι πραγματικός και 6. Βλ. ΑΠ 791/2012 Α Δημοσίευση Νόμος. - 9 -

συγκεκριμένος 7 : Πραγματικός είναι ο υπάρχων πλουτισμός, αυτός δηλαδή, που έχει ήδη επιτευχθεί και όχι αυτός που δύναται να επιτευχθεί. Συγκεκριμένος είναι ο πλουτισμός, όταν αυτός υπολογίζεται αναφορικά με την ωφέλεια που αποκομίζει ο συγκεκριμένος λήπτης από αυτόν, όχι λαμβάνοντας υπ όψιν γενικά κριτήρια, αλλά κριτήρια, που αφορούν τον συγκεκριμένο πλουτήσαντα. Έτσι δεν ενδιαφέρει τι θα μπορούσε να αποκομίζει οποιοσδήποτε άλλος λήπτης στις παρούσες συνθήκες, αλλά ο πλουτισμός του συγκεκριμένου λήπτη. Πλουτισμός και ωφέλεια δεν ταυτίζονται. Ωφέλεια είναι οτιδήποτε εισέρχεται στην περιουσία του λήπτη, ενώ ο πλουτισμός είναι ότι παραμένει στην περιουσία του λήπτη, ώστε να μπορεί να επιστραφεί 8. Άλλωστε, όπως θα αναπτυχθεί και παρακάτω, όταν δεν υφίσταται πλέον πλουτισμός, δεν υφίσταται καταρχήν- και υποχρέωση προς απόδοση. 3) Αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας του δότη Τρίτη προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας του δότη. Από την διατύπωση της διάταξης του άρθρου 904 ΑΚ προκύπτει, ότι ο πλουτισμός του λήπτη πρέπει να προέρχεται είτε από την περιουσία του δότη, είτε με ζημία του. Επομένως επιβάλλεται η ύπαρξη συνάφειας μεταξύ της περιουσιακής μετακίνησης (από την περιουσία του δότη στην περιουσία του λήπτη), ή της ζημίας του δότη και του λήπτη του πλουτισμού. Η ωφέλεια του λήπτη του πλουτισμού θα πρέπει να αποτελεί συνέπεια της περιουσιακής μετακίνησης, από την περιουσία του δότη, ή της ζημίας του τελευταίου με αποτέλεσμα να μην αρκεί τυχόν 7. Βλ. Σταθόπουλου, Αξίωσις αδικαιολόγητου πλουτισμού, σελ. 188. 8. Βλ. Κατζέλα Μαρ. Αδικαιολόγητος πλουτισμός, Ερμηνεία - Νομολογία, σελ. 196. - 10 -

αντανακλαστική και τυχαία ωφέλεια του λήπτη 9. Ζήτημα επίσης δημιουργεί το ερώτημα, αν προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αποτελεί και η αμεσότητα της περιουσιακής μετακίνησης από την περιουσία του δότη στην περιουσία του λήπτη, ή αν είναι αδιάφορες τυχόν παρεμβολές τρίτων προσώπων. Η νομολογία 10 απαντά θετικά στο ερώτημα αυτό, θέτοντας ως βασική προϋπόθεση της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό την ύπαρξη άμεσης περιουσιακής μετακίνησης μεταξύ του πλουτισμού του λήπτη και της ζημίας του δότη, δηλαδή, προκειμένου να στηριχθεί αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υφίσταται άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παροχής ή της ζημίας του ενάγοντος και του πλουτισμού του εναγομένου. Περαιτέρω αποκλείεται η παρεμβολή τρίτης περιουσία, εκτός της περιουσίας του δότη και του λήπτη του πλουτισμού υπό την έννοια, ότι η περιουσιακή μετακίνηση πρέπει να πραγματοποιείται από την περιουσία του ζημιωθέντος στην περιουσία του πλουτήσαντος, χωρίς την παρεμβολή τρίτου προσώπου, που να ενεργεί για δικό του λογαριασμό. Έτσι δεν υφίσταται τέτοια αιτιώδης συνάφεια και επομένως αδικαιολόγητος πλουτισμός του εναγομένου, επί παροχής γενομένης από τον ενάγοντα σε εκτέλεση σύμβασης αυτού με τρίτο, που ενήργησε για λογαριασμό του 11. Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές, ότι η Νομολογία θεωρεί ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την αμεσότητα στην περιουσιακή μετακίνηση. Την ίδια άποψη φαίνεται να ενστερνίζεται και μέρος της θεωρίας. Πρέπει δηλαδή ο πλουτισμός του λήπτη και η ζημία του δότη να προκύπτουν από το ίδιο γεγονός, χωρίς την παρεμβολή τρίτου προσώπου. Ωστόσο η παρεμβολή 9. Βλ. Γεωργιάδη Απ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 548-549. 10. Βλ. ΑΠ 1548/2007 Α Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1613/1999 ΕλλΔ/νη 2000,440, ΕφΛαρ 395/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012,757 ΕφΑθ 395/2010 ΕΔικΠολυκ 2010,137. 11. Βλ. ΑΠ 753/2008 Α Δημοσίευση Νόμος και ΑΠ 543/2005 Α Δημοσίευση Νόμος. - 11 -

τρίτου προσώπου μπορεί να νοηθεί στις περιπτώσεις, όπου η επίδοση του πλουτισμού γίνεται μέσω του τρίτου αυτού προσώπου, όπως αυτό συμβαίνει με την χρησιμοποίηση τρίτου προσώπου, ως αντιπροσώπου ή βοηθού εκπλήρωσης 12. Οποιαδήποτε παρεμβολή τρίτου προσώπου αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κυρίως λόγω της ανάγκης ασφάλειας των συναλλαγών, καθώς λόγω του αφηρημένου χαρακτήρα των εκποιητικών δικαιοπραξιών η άσκηση της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού στις περιπτώσεις διαδοχικών λήψεων του πλουτισμού κατά του δεύτερου, τρίτου κ.ο.κ. λήπτη θα δημιουργούσε ανασφάλεια και ασάφεια στις συναλλαγές, καθώς και αδικαιολογήτως προνομιακή μεταχείριση της αξίωσης 13. Τα επιχειρήματα υπέρ αυτής της άποψης στηρίζονται τόσο στην ανάγκη ασφάλειας των συναλλαγών, όσο και στην διατύπωση του άρθρου 913 ΑΚ, το οποίο ορίζει: «Εφόσον ο λήπτης δεν ευθύνεται σε απόδοση, επειδή ό,τι περιήλθε σ`αυτόν χωρίς αιτία το προσπόρισε σε τρίτον με χαριστική πράξη, ο δότης μπορεί να αναζητήσει από τον τρίτο ό,τι περιήλθε σ` αυτόν». Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την άποψη αυτή, όπου ο νομοθέτης δεν απαιτεί αμεσότητα στην περιουσιακή μετακίνηση, το αναφέρει ρητά, εισάγοντας τον έμμεσο πλουτισμό σαν εξαίρεση στον κανόνα. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι σε περίπτωση περαιτέρω μεταβίβασης δεν αποκλείεται πάντα η αναζήτηση από τον τελικό λήπτη του πλουτισμού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της λεγόμενης αλυσίδας πλουτισμών. Αλυσίδα πλουτισμών υφίσταται στις περιπτώσεις εκείνες, στις οποίες πραγματοποιούνται περισσότερες της μίας μεταβιβάσεις του πλουτισμού από τον πρώτο λήπτη σε δεύτερο κ.ο.κ. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι μεταβιβάσεις, μεταξύ του πρώτου και του δευτέρου και του δευτέρου και του τρίτου κ. ο. κ, είναι αδικαιολόγητες, ο αρχικός μεταβιβάσας έχει αξίωση κατά του τελικώς αποκτήσαντος, καθόσον ζημιωθείς και πλουτήσας - και συνεπώς δανειστής και οφειλέτης της αξίωσης αδικαιολογήτου πλουτισμού -είναι τα δύο 12. Βλ. Ζέπου, Ενοχικό Δίκαιον, Μέρος Ειδικόν, σελ. 719-720. 13. Βλ. Κοτσίρη Λαμπ. Ενασχόλησις εις το Δίκαιον του αδικαιολόγητου πλουτισμού, σελ. 65. - 12 -

αυτά πρόσωπα, αντίστοιχα. Δηλαδή, νέος οφειλέτης στις περιπτώσεις αυτές καθίσταται ο περαιτέρω λήπτης που δεν έχει να επιδείξει νόμιμη αιτία στο πρόσωπό του για τη διατήρηση του πλουτισμού 14. Στον αντίποδα της άποψης αυτής βρίσκεται μέρος της θεωρίας 15. Η άποψη αυτή προκρίνει, ότι δεν απαιτείται αμεσότητα στην περιουσιακή μετακίνηση. Τα επιχειρήματα της άποψης αυτής έχουν έρισμα στην γραμματική διατύπωση του άρθρου 904 ΑΚ, αλλά και στην φύση της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ειδικότερα, οι υπέρμαχοι αυτής της άποψης, θεωρούν, ότι η αμεσότητα ως προϋπόθεση οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, αφού αφήνει απροστάτευτους, όσους ζημιώθηκαν εφόσον υπήρξε παρεμβολή τρίτου προσώπου μεταξύ του ζημιωθέντος και του τελικώς πλουτήσαντα. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση εφαρμογής των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού η αμεσότητα στην περιουσιακή μετακίνηση από τον ζημιωθέντα στον πλουτήσαντα. Περαιτέρω, η ίδια άποψη υποστηρίζει, ότι από την γραμματική διατύπωση του άρθρου 904 ΑΚ δεν προκύπτει ως προϋπόθεση η αμεσότητα. Αρκεί δηλαδή, ο πλουτήσας να πλούτισε σε βάρος του πλουτήσαντα. Πιο κοντά στο πνεύμα των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού φαίνεται να βρίσκεται η δεύτερη άποψη. Πράγματι, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελούν κάποιος είδος επανορθωτικής δικαιοσύνης. Για τον λόγο αυτό, θα ήταν αντίθετη στο πνεύμα των διατάξεων αυτών και στον σκοπό τους η προσπάθεια να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής τους, με την θέσπιση περιορισμών. Άλλωστε και ο εμμέσως πλουτήσας (δηλαδή αυτός, που δεν πλούτισε απευθείας από την περιουσία του δότη, αλλά με παρεμβολή τρίτου προσώπου) δεν μένει απροστάτευτος, καθώς δεν κινδυνεύει ο κάθε πλουτισμός του, παρά μόνο ο αδικαιολόγητος. Δεν τίθεται επομένως ζήτημα ανασφάλειας των συναλλαγών. 14. Βλ. ΑΠ 1899/2011 Α Δημοσίευση Νόμος. 15. Βλ. Γεωργιάδη Απ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 549 επ., Κορνηλάκη Π. Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Τόμος I, 2012, σελ. 403, Γιαννιού, Απαίτησις αδικαιολόγητου πλουτισμού, σελ.162. - 13 -

4) Έλλειψη νόμιμης αιτίας Τελευταία προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι η έλλειψη νόμιμης αιτίας για την περιουσιακή μετακίνηση. Η έλλειψη νόμιμης αιτίας δεν πρέπει να συνδέεται με το παράνομο της περιουσιακής μετακίνησης 16. Δεδομένου ότι ο Αστικός Κώδικας δεν περιέχει ορισμό σχετικά με το περιεχόμενο της έννοιας της νόμιμης αιτίας, ως νόμιμη αιτία θα μπορούσε να οριστεί η αιτία, η οποία είναι σύμφωνη με το δίκαιο, τον νόμο και την έγκυρη βούληση των ενδιαφερομένων 17. Στο άρθρο 904 ΑΚ, αναφέρονται ενδεικτικά περιπτώσεις έλλειψης νόμιμης αιτίας: Παροχή αχρεώστητη: όταν η παροχή καταβάλλεται προς εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία όμως υποχρέωση είναι ανύπαρκτη κατά τον χρόνο της παροχής (βλ. αναλυτικότερα παρακάτω). Παροχή για αιτία που δεν επακολούθησε: όταν η παροχή καταβάλλεται για ορισμένο σκοπό, που πρόκειται να πραγματοποιηθεί στο μέλλον και αυτός τελικά ματαιώνεται.το ζήτημα της ματαίωσης του σκοπού κρίνεται κατά περίπτωση. Ο ζημιούμενος ενάγων πρέπει να αποδείξει τον πλουτισμό του λήπτη για ορισμένο μέλλοντα και συμφωνηθέντα σκοπό, καθώς και την ματαίωση του σκοπού αυτού. Κατά την πραγματοποίηση της παροχής 16. Βλ. Χελιδόνη, Αρμ 2000,317. 17. Βλ. Ζέπου, Ενοχικόν Δίκαιον, Μέρος Ειδικόν, σελ. 721, ο οποίος χρησιμοποιεί και τους όρους έγκυρη αιτία και έγκυρος νομικός σκοπός, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά: «ότι το αδικαιολόγητο του πλουτισμού κρίνεται από την έλλειψη νόμιμης ή έγκυρης αιτίας, δεδομένου δε ότι ο ΑΚ δεν παρέχει ορισμό της αιτίας, ως νόμιμη αιτία γενικά νοείται η σύμφωνη με το δίκαιο, τον νόμο ή την έγκυρη βούληση των ενδιαφερομένων. Έτσι η έλλειψη νόμιμης αιτίας ή διαφορετικά η έλλειψη νόμιμου ή έγκυρου νομικού σκοπού κατά την μετακίνηση κλπ των αγαθών, χαρακτηρίζει τον πλουτισμό αδικαιολόγητο χωρίς να ενδιαφέρει αν η έλλειψη αυτή υπήρχε εξ αρχής ή προέκυψε αργότερα». - 14 -

συμφωνείται και ο σκοπός από τα συμβαλλόμενα μέρη, ενώ δεν αρκούν απλά παραγωγικά αίτια της βούλησης 18. Παροχή για αιτία που έληξε: Όταν η παροχή καταβάλλεται για σκοπό, ο οποίος υφίσταται κατά τον χρόνο καταβολής, αλλά στο μέλλον λήγει οριστικά. Απαίτηση παροχής για αιτία λήξασα είναι η απαίτηση του ζημιουμένου κατά του λήπτη προς ανάληψη του πλουτισμού αυτού, του επελθόντος συνεπεία παροχής γενομένης για ορισμένο νόμιμο σκοπό, ο οποίος, καίτοι πληρωθείς, εν τούτοις μεταγενεστέρως εξέλιπε 19. Περαιτέρω παροχή για αιτία που έληξε είναι και η καταβολή σε εκτέλεση αποφάσεως πολιτικού ή ποινικού δικαστηρίου, αν η απόφαση αυτή εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει με νέα απόφαση (συνήθως ανώτερου) δικαστηρίου συνεπεία ασκήσεως ενδίκου μέσου 20. Παροχή για αιτία παράνομη ή ανήθικη: Όταν η παροχή καταβάλλεται για σκοπό, ο οποίος αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου 21 ή στα χρηστά ήθη. Παράνομος είναι ο σκοπός, που αντίκειται σε διάταξη νόμου, αλλά και γενικότερα στο δίκαιο. Το νόμιμο ή το παράνομο του σκοπού εξετάζεται για το κύρος κάθε παροχής, προερχόμενης από αιτιώδη ή αναιτιώδη δικαιοπραξία. Ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις των αναιτιωδών δικαιοπραξιών ότι καταβλήθηκε για σκοπό παράνομο αναζητάται μέσω της απαίτησης για αιτία παράνομη 22. Η απαρίθμηση των περιπτώσεων έλλειψης νόμιμης αιτίας, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ενδεικτική. Περαιτέρω δεν αναφέρεται πότε υπάρχει νόμιμη αιτία και πότε αυτή λείπει. Για τον λόγο αυτό πρέπει να διερευνάται σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη (ή η έλλειψη) νόμιμης αιτίας, προκειμένου να εφαρμοστούν οι διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Με άλλα λόγια αυτό που θα πρέπει να ερευνηθεί προκειμένου να εξακριβωθεί η ύπαρξη των προϋποθέσεων του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν είναι αν υπάρχει αιτία για 18. Βλ Φίλιου Παυλ. Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, σελ. 668. 19. Βλ. ΑΠ 1881/2005, Α Δημοσίευση Νόμος. 20. Βλ. ΑΠ 287/2005, Α Δημοσίευση Νόμος. 21. Βλ. Γεωργιάδη Απ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 558. 22. Βλ. Ζέπου, Ενοχικόν Δίκαιον, Μέρος Ειδικόν, σελ. 746. - 15 -

την περιουσιακή μετακίνηση από την περιουσία του δότη στην περιουσία του λήπτη, αλλά αν υπάρχει αιτία της οριστική διατήρησης του πλουτισμού από τον λήπτη. III. Η Αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού 1) Γενικά χαρακτηριστικά Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 904 ΑΚ είναι ενιαία και γενική. Από την ίδια την γραμματική ερμηνεία του νόμου προκύπτουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής των κανόνων του αδικαιολόγητου πλουτισμού...όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, έχει υποχρέωση να αποδώσει τον πλουτισμό Αυτό σημαίνει ότι ο κανόνας του άρθρου 904 ΑΚ αφορά όλες τις περιπτώσεις, που θα μπορούσε να εφαρμοστεί το δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού με την συνδρομή γενικών προϋποθέσεων. Περαιτέρω πρόκειται για ενοχική αξίωση, με την οποία συνδέονται δύο πρόσωπα: ο λήπτης και ο δότης κατ αντιστοιχία του δανειστή και οφειλέτη. Η αξίωση αυτή παρέχεται απευθείας από τον νόμο (άρθρα 904-913 ΑΚ). Ακόμη κι όταν αντικείμενο της αξίωσης είναι συγκεκριμένο πράγμα, η αξίωση εξακολουθεί να είναι ενοχική, καθώς συνδέεται με το πρόσωπο του λήπτη και όχι κατ αρχήν με το πράγμα, όπως αναλυτικότερα θα εκτεθεί κατωτέρω. Επακόλουθο του χαρακτηρισμού αυτού της αξίωσης ως ενοχικής και προσωπικής, είναι η σχετικότητα, που την χαρακτηρίζει. Η σχετικότητα αυτή δεν παραμερίζεται ακόμη και όταν αφορά σχέση από εμπράγματο δικαίωμα. Έτσι στο παράδειγμα, αναφορικά με την προστασία της νομής κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, που ανωτέρω αναφέρθηκε (βλ. σελ. 5) η πιο πάνω αξίωση αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως ενοχική, δεν μπορεί να στραφεί κατά των ειδικών διαδόχων εκείνου που απέκτησε τη νομή, - 16 -

εκτός αν περιήλθε σ` αυτούς η νομή από χαριστική αιτία, οπότε και εφαρμόζεται το άρθρο 913 ΑΚ 23. Σε πολλές περιπτώσεις ο λήπτης μολονότι δεν κατέχει πια τον πλουτισμό, ενδέχεται να ευθύνεται απέναντι στο λήπτη για απόδοση του ανταλλάγματος ή της αξίας του αρχικού πλουτισμού, να εξακολουθεί δηλαδή να υπέχει ευθύνη απέναντι στον δότη γιατί σώζεται ο πλουτισμός του ή εξακολουθεί να είναι πλουσιότερος. Επιπρόσθετα ο δότης ενδέχεται να δικαιούται να αναζητήσει τον σωζόμενο πλουτισμό από τον τρίτο, στον οποίο τον μεταβίβασε ο λήπτης. Αυτό ορίζεται ρητά στο άρθρο 913 ΑΚ (βλ. κατωτέρω), αλλά και στις περιπτώσεις, που δεν υπάρχει νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού από τον τρίτο 24. Εκτός, όμως από τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όχι σπάνια, και άλλες διατάξεις του Αστικού Κώδικα παραπέμπουν στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι εξής περιπτώσεις από τον Αστικό Κώδικα: Το άρθρο 380 ΑΚ ορίζει: «Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή και την αναζητεί, αν τυχόν την κατέβαλε, κατά τις διατάξεις για το αδικαιολόγητο πλουτισμό». Το άρθρο 389 παρ. 2 ΑΚ ορίζει: «Η υπαναχώρηση επιφέρει απόσβεση των υποχρεώσεων για παροχή που πηγάζουν από τη σύμβαση και οι συμβαλλόμενοι έχουν αμοιβαία υποχρέωση να αποδώσουν τις παροχές που έλαβαν κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό». 23. Βλ. Φίλη σε Γεωργιάδη Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Τόμος VI, σελ. 276. 24. Βλ. Κορνηλάκη Π. Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο Τόμος I, 2012, σελ.382. - 17 -

Ομοίως το άρθρο 943 παρ. 2 ΑΚ ορίζει: «Σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία ο τρίτος, αν ήταν καλόπιστος, ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό» 2) Επικουρικότητα της αξίωσης Μεγάλη συζήτηση έχει προκαλέσει το ερώτημα σχετικά με την επικουρικότητα της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σύμφωνα με την κρατούσα στην Νομολογία 25 θέση η αξίωση έχει επικουρικό χαρακτήρα. Προς την άποψη αυτή κλίνει και ο Φίλιος, ο οποίος εκτιμά, πως τις περισσότερες φορές η αξίωση έχει επικουρικό χαρακτήρα και ιδιαίτερα όσον αφορά α) τις απαιτήσεις, που προέρχονται από έγκυρη σύμβαση, β) την διεκδικητική αγωγή και την αξίωση προς απόδοση της νομής, με εξαίρεση την απαίτηση για την απόδοση των ωφελημάτων και γ) απαίτηση από την προσβολή της νομής, δ) την απαίτηση αποζημίωσης από αδικοπραξία εξαιρουμένων των περιπτώσεων, που η ωφέλεια του λήπτη είναι μεγαλύτερη της ζημίας του δανειστή και ε) το δικαίωμα διάρρηξης απολλοτριωτικής δικαιοπραξίας, γενόμενης με σκοπό την καταδολίευση δανειστών 26. Από την γραμματική ερμηνεία του νόμου δεν προκύπτει περιορισμός στην αυτοτέλεια της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εντούτοις γίνεται δεκτή η επικουρικότητα της αξίωσης του αδικαιολογήτου πλουτισμού, όταν αυτή συντρέχει με αξίωση από σύμβαση, ενώ στην περίπτωση που συρρέει η αξίωση με αδικοπρακτική αξίωση, γίνεται δεκτή η συρροή των αξιώσεων (αδικαιολόγητου πλουτισμού και αδικοπραξίας) 27. 25. Βλ. (Ολ) ΑΠ 914/1998, Δ/νη 1999,315, ΕφΛαμ 22/2011 Α Δημοσίευση Νόμος, ΕφΔωδ 58/2007 Α Δημοσίευση Νόμος, ΕφΑθ 1162/2006 ΔΕΕ 2006,1073. 26. Βλ. Φίλιου Παυλ., Ενοχικό δίκαιο, Ειδικό Μέρος, σελ. 655-656. 27. Βλ. Γεωργιάδη Απ., Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, σελ. 538 με τις εκεί παραπομπές, με τον Γεωργιάδη να υποστηρίζει, ότι δεν τίθεται ζήτημα επικουρικότητας της αξίωσης. Στο ίδιο πνεύμα και ο Κορνηλάκης υποστηρίζει ότι δεν τίθεται ζήτημα επικουρικότητας της αξίωσης, ούτε όταν συρρέει με αξίωση από σύμβαση, αλλά ούτε και με αξίωση από αδικοπραξία. Στην πρώτη δε περίπτωση υποστηρίζει, ότι η αξίωση γεννιέται ανεξάρτητα από το γεγονός της γέννησης αξίωσης και από - 18 -

Και βέβαια δεν θα πρέπει να συγχέονται τα παραπάνω με το ζήτημα της επικουρικότητας της αξίωσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, όσον αφορά την δικονομική της υπόσταση. Η νομολογία 28 έχει αποφανθεί υπέρ της επικουρικότητας της αξίωσης. Πράγματι η επικουρικότητα, η οποία χαρακτηρίζει την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφορά την δικονομική της φύση, δηλαδή αφορά την δικαστική της επιδίωξη. Έτσι προκειμένου το δικαστήριο να ασχοληθεί και να εξετάσει την βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, θα πρέπει να έχει απορριφθεί η κύρια βάση της αγωγής, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε. Συνεπώς για να ασκηθεί η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι αναγκαίο να λείπουν οι προϋποθέσεις, άσκησής της από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτή (η αγωγή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) θεμελιώνεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίζονται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία. Αντίθετα, αν ο πλουτισμός προήλθε εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως, πρέπει για το ορισμένο της σχετικής αγωγής να διαλαμβάνεται το στοιχείο της ακυρότητας της εν λόγω συμβάσεως 29. Ιδιαίτερης σημασία είναι η υπ αριθμ. 23/2003 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία μεταξύ άλλων ορίζει: «Επειδή από το άρθρο 904 του ΑΚ που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν σύμβαση, αρκεί να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 904 ΑΚ και ιδιαίτερα η έλλειψη της νόμιμης αιτίας. Βλ. Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, 2012, σελ. 387. 28. Βλ. ΑΠ 1326/2011 Α Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 28/2010 Α Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 493/2010 Α Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 456/2010 Α Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 863/2010 Α Δημοσίευση Νόμος. 29. Βλ ΑΠ 712/2001 ΕλλΔ/νη 2002,762, ΣΤΕ 318/2012 Α Δημοσίευση Νόμος. - 19 -

στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτία. Τέτοια έλλειψη υπάρχει και όταν η αιτία της παροχής είναι παράνομη, εξαιτίας απαγορευτικής διατάξεως νόμου, τούτο δε συμβαίνει και στην περίπτωση της παροχής εργασίας από εργαζόμενο που δεν έχει τα απαιτούμενα, κατά νόμο, για τη συγκεκριμένη εργασία τυπικά προσόντα. Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα εργαζόμενο ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου εργοδότη, εξαιτίας της ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εργοδότη δεν είναι νόμιμη. Αν όμως η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρ. 219 ΚΠολΔ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως αυτής από τη σύμβαση εργασίας, αρκεί για την πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσεως να γίνεται απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα. Και τούτο, διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη στην έγκυρη σύμβαση εργασίας κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ ένσταση του εναγομένου εργοδότη, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔικ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Επομένως στη δικονομικώς ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσεως της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό δεν είναι αναγκαία η επίκληση από τον εργαζόμενο του λόγου ακυρότητας της συμβάσεως εργασίας που διαγνώστηκε ήδη δικαστικώς στην ίδια δίκη και είναι έτσι δεδομένος, κατά την εξέταση της ως άνω επικουρικής βάσεως...». - 20 -

Παρατηρούμε λοιπόν, ότι επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση στην ίδια αξίωση, ανάλογα με το αν αποτελεί η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού την κύρια βάση της αγωγής ή επικουρική αυτής. Όταν λοιπόν η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού αποτελεί την κύρια βάση της αγωγής, πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση των γεγονότων, που αποδεικνύουν την ακυρότητα της σύμβασης και συνεπώς αφού είναι άκυρη η αιτία του πλουτισμού του λήπτη-εργοδότη, αδικαιολόγητός είναι και ο πλουτισμός του τελευταίου. Αντιθέτως όταν η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται επικουρικά με την κυρίως αξίωση από σύμβαση εργασίας, η οποία αποτελεί και την βάση της αγωγής, θα πρέπει να γίνει σαφής έκθεση των γεγονότων, που αποδεικνύουν, ότι έχει καταρτιστεί έγκυρη σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων, από την οποία απορρέουν και οι υποχρεώσεις του εργαζομένου. Ο ενάγων δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί τίποτα άλλο παρά την ακυρότητα της εργατικής σχέσης, που τον συνδέει με τον εργοδότη του. Αυτό δεν είναι παράδοξο, αφού το έγκυρο της εργατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων θα έχει ήδη ελεγχθεί από το δικαστήριο, κατά την εξέταση της κύριας βάσης της αγωγής δηλαδή την εργατική διαφορά. Άλλωστε με την επικουρική σώρευση αγωγών δίδεται η δυνατότητα στον ενάγοντα να σωρεύσει περισσότερες αγωγές, με την έκδοση βέβαια μίας απόφασης, οι οποίες αντιφάσκουν μεταξύ τους. Η επικουρική σώρευση αιτημάτων και ιστορικών βάσεων, που αντιφάσκουν μεταξύ τους επιτρέπεται απεριόριστα 30. Στην επικουρική σώρευση αγωγών, η εκκρεμοδικία της επικουρικής βάσης, τελεί υπό την διαλυτική αίρεση της αποδοχής της κύριας αγωγής, καθώς σε περίπτωση, που γίνει δεκτή η κύρια βάση της αγωγής, το δικαστήριο δεν ασχολείται με την επικουρική βάση. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, εάν το δικαστήριο κρίνει, οτι καταρτίστηκε έγκυρη σύμβαση εργασίας, με συνέπεια 30. Βλ. Νίκα Ν. Πολιτική Δικονομία, Τόμος II, σελ. 164. - 21 -

να προκύπτει και υποχρέωση του εναγομένου-εργοδότη να καταβάλει στον ενάγοντα-εργαζόμενο και την συμφωνημένη αμοιβή, δεν θα ασχοληθεί καθόλου με την επικουρική βάση της αγωγής, δηλαδή την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εκ των πραγμάτων βέβαια δεν μπορεί τα ίδια πραγματικά περιστατικά να αποτελούν περιεχόμενο και των δύο αξιώσεων δηλαδή από σύμβαση εργασίας και από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Περαιτέρω ο ενάγων, προκειμένου να στηρίξει την βάση της κύριας αγωγής του θα πρέπει να αποδείξει, ότι καταρτίστηκε έγκυρη σύμβαση εργασίας μεταξύ των διαδίκων, με συνέπεια την υποχρέωση του εναγομένου για καταβολή συμφωνημένων παροχών. Δεν χρειάζεται όμως σε περίπτωση, που απορριφθεί αυτή η κύρια αγωγή και το δικαστήριο προχωρήσει στην εξέταση της επικουρικής βάσης της αγωγής, να αποδείξει τώρα ο ενάγων, ότι καταρτίστηκε μεν σύμβαση εργασίας, η οποία όμως ήταν άκυρη και να αποδείξει την ακυρότητά της, δηλαδή την έλλειψη της νόμιμης αιτίας του πλουτισμού του εργοδότη, αλλά αρκεί απλή επίκληση της ακυρότητας. Ουσιαστικά δηλαδή και μολονότι στην επικουρική σώρευση αγωγών μπορούν οι περισσότερες αγωγές να είναι αντιφατικές μεταξύ του, παρατηρείται, ότι ο ενάγων δεν υποχρεούται να προβεί σε αντιφατικούς ισχυρισμούς και να τους αποδείξει, αφενός δηλαδή να προσπαθεί να αποδείξει την εγκυρότητα της σύμβασης εργασίας για να γίνει δεκτή η κύρια αγωγή και αφετέρου να προσπαθεί να αποδείξει την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας, ώστε να γίνει δεκτή η επικουρική βάση της αγωγής. 3) Αδικαιολόγητος πλουτισμός και αδικοπραξία Όπως ήδη αναφέρθηκε προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η αξίωση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, μεταξύ άλλων είναι απαραίτητο ο λήπτης να έγινε πλουσιότερος από την περιουσία άλλου ή με ζημία άλλου. Η έννοια της ζημίας, που αναφέρεται στην διάταξη δεν θα πρέπει να συγχέεται με την ζημία, που αναφέρεται στο άρθρο 914 ΑΚ και αφορά τις αδικοπραξίες. - 22 -

Η ζημία στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της περιουσίας του λήπτη. Έτσι πραγματοποιείται αύξηση του ενεργητικού της περιουσίας του λήπτη, ή μείωση του παθητικού της, η οποία δεν είναι σύμφωνη με τον νόμο. Στην αδικοπραξία παρατηρείται μείωση της περιουσίας του ζημιωθέντος 31. Περαιτέρω στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού δεν ενδιαφέρει η υπαιτιότητα του λήπτη σχετικά με την περιουσιακή μετακίνηση, σε πλήρη αντίθεση με ότι συμβαίνει στις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Αυτό που απασχολεί και εξετάζεται κατά περίπτωση, είναι αν πράγματι έχει συντελεστεί η περιουσιακή μετακίνηση από την περιουσία του δότη στην περιουσία του λήπτη, χωρίς νόμιμη αιτία. Σε περίπτωση, που έχει συντελεστεί η μετακίνηση αυτή ενεργοποιούνται οι διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, χωρίς να ενδιαφέρει η ενδιάθετη κατάσταση του λήπτη. Ως συνέπεια της διαπίστωσης αυτής παρατηρείται και η έλλειψη υποχρέωσης αποζημίωσης του δότη. Ο λήπτης δεν είναι υποχρεωμένος να αποζημιώσει τον δότη για την περιουσιακή μετακίνηση, που πραγματοποιήθηκε. Η μόνη υποχρέωση του λήπτη συνίσταται στο γεγονός, ότι υποχρεώνεται να επιστρέψει στον δότη, ότι σώζεται από την περιουσιακή αυτή μετακίνηση. Αυτό όμως δεν συνεπάγεται, ότι ο δότης με την επιστροφή αυτή του πλουτισμού, θα βρεθεί στην κατάσταση, στην οποία βρισκόταν πριν από την περιουσιακή μετακίνηση, αφού ο πλουτισμός, που θα επιστραφεί τελικά, δεν είναι απαραίτητο να είναι ταυτόσημος του πλουτισμού, που μετακινήθηκε αρχικά από την περιουσία του δότη στην περιουσία του λήπτη. Αντιθέτως στο δίκαιο της αδικοπραξίας κύριος σκοπός του νομοθέτη είναι να αποκατασταθεί απόλυτα η ζημία, πουέχει προκληθεί από την υπαίτια συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος. Επιπρόσθετα στο δίκαιο της αδικοπραξίας απαραίτητο στοιχείο αποτελεί και η παράνομη συμπεριφορά του αδικοπρακτούντος. Αντίθετα η περιουσιακή μετακίνηση δεν απαιτείται να είναι παράνομη, πολλώ δε μάλλον 31. Βλ. Χελιδόνη Απ., Αρμ 2000,316. - 23 -

δεν απαιτείται να είναι παράνομη η συμπεριφορά του λήπτη. Δεν πρέπει άλλωστε να παραβλέπεται το γεγονός, ότι η περιουσιακή μετακίνηση, ενδέχεται αρχικά να είναι καθόλα νόμιμη και δικαιολογημένη και να ανατραπεί μελλοντικά για κάποια αιτία στο μέλλον, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της αιτίας που έληξε ή δεν επακολούθησε. Από την σύντομη αυτή απαρίθμηση των διαφορών μεταξύ των δύο αξιώσεων συνάγεται αδιαμφισβήτητα, ότι οι δύο αυτές αξιώσεις διαφέρουν ριζικά, τόσο ως προς την φύση του, όσο και ως προς το αντικείμενό τους. - 24 -

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΛΟΓΟΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ ΛΗΠΤΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΟΥ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΥ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΥ Ι) Εισαγωγικά Όπως ήδη ανωτέρω αναφέρθηκε, βασική αρχή του δικαίου του αδικαιολογήτου πλουτισμού αποτελεί η απόδοση του πλουτισμού από τον λήπτη στον δότη, εφόσον ο πλουτισμός αυτός είναι αδικαιολόγητος, δηλαδή εφόσον η ωφέλεια του λήπτη προέρχεται από την περιουσία του δότη ή με ζημία του τελευταίου, χωρίς νόμιμη αιτία. Αυτός είναι και ο βασικός κανόνας της έννοιας του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όμως ο Αστικός Κώδικας, στις λοιπές διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, ορίζει περιπτώσεις, στις οποίες απαλλάσσεται ο λήπτης από την ευθύνη απόδοσης του πλουτισμού του, ή αντίθετα επιτείνεται η ευθύνη του δότη προς απόδοση της ωφέλειάς του. Στο παρόν δεύτερο μέρος της εργασίας, θα παρατεθεί ανάλυση των διατάξεων 905-907 του Αστικού Κώδικα, με σκοπό να αποσαφηνιστεί η ευθύνη του λήπτη στο δίκαιο του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Στις διατάξεις αυτές, αντίθετα με ότι συμβαίνει με τις διατάξεις των άρθρων 908-913, όπου και παρατηρείται επίταση της ευθύνης του λήπτη, η ευθύνη του λήπτη είναι μειωμένη, εξ αιτίας διαφόρων λόγων π.χ. μείωση ή άρσης του πλουτισμού. ΙΙ) Ανάλυση και ερμηνεία των διατάξεων 905-907 του Αστικού Κώδικα 1) Η απαίτηση αχρεωστήτου. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 905 ΑΚ η απαίτηση αχρεωστήτου αποκλείεται, αν ο λήπτης της παροχής αποδείξει ότι αυτός που κατέβαλε γνώριζε - 25 -

ότι δεν υπάρχει το χρέος. Το χρέος που καταβλήθηκε πριν από την λήξη του δεν αναζητείται. Επίσης δεν αναζητούνται οι καρποί του ενδιάμεσου χρόνου. α)εισαγωγικά Η διάταξη του άρθρου 905 ΑΚ εισάγει μια εξαίρεση στην γενική ευθύνη του λήπτη του αδικαιολόγητου πλουτισμού για απόδοση της ωφέλειας του. Ενώ λοιπόν η διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ εισάγει τον γενικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος έγινε πλουσιότερος, χωρίς νόμιμη αιτία, έχει υποχρέωση να αποδώσει τον πλουτισμό...η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης...», η διάταξη του άρθρου 905 ΑΚ εισάγει εξαίρεση στην υποχρέωση αυτή του λήπτη, ορίζοντας ότι ο λήπτης απαλλάσσεται από την υποχρέωση επιστροφής του πλουτισμού στην περίπτωση, που ο δότης γνώριζε ότι η παροχή, που δόθηκε δεν οφειλόταν. Με άλλα λόγια η διάταξη του άρθρου 905 ΑΚ καθιερώνει μια ακόμη προϋπόθεση, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη του λήπτη προς απόδοση της ωφέλειάς του: Η παροχή να είναι αχρεώστητη και ο δότης να γνωρίζει περί του αχρεωστήτου της παροχής. β) Προϋποθέσεις εφαρμογής της διάταξης οι κατωτέρω: Απαραίτητες προϋποθέσεις για την ύπαρξη απαίτησης αχρεωστήτου είναι Α) Παροχή γενόμενη με σκοπό να εκπληρωθεί υποχρέωση. Με τον όρο παροχή νοείται οποιαδήποτε παροχή πραγμάτων, χρημάτων, ορισμένη κατά είδος ή γένος, παροχή εργασίας, επιχείρηση πράξεως, αναγνώριση χρέους, άφεση χρέους κλπ 32. Δεν ενδιαφέρει το είδος της υποχρέωσης, δηλαδή 32. Βλ. Αποστολίδη, Ενοχικόν Δίκαιον Αστικού Κώδικος, Τόμος Τέταρτος, Ειδικό Mέρος, σελ. 718. - 26 -

αν η παροχή δόθηκε για εκπλήρωση ενοχικής ή εμπράγματης υποχρέωσης. Β) Ανυπαρξία της υποχρέωσης. Ανύπαρκτη είναι η υποχρέωση, η οποία i) δεν έχει γεννηθεί έγκυρα εξ αρχής, είτε διότι αφορούσε χρέος εντελώς ανύπαρκτο, είτε διότι προέκυψε από άκυρη, ή ακυρώσιμη δικαιοπραξία, που πάντως ακυρώθηκε πριν την καταβολή 33 και ii) αποσβέστηκε πριν την καταβολή. Η παροχή θα πρέπει να μην έχει υπάρξει, χωρίς να ενδιαφέρει αν κυρίως δεν έχει υπάρξει ή υπήρξε αλλά έχει αποσβεστεί, με οποιονδήποτε τρόπο, κατά τον χρόνο της καταβολής 34. Εάν η υποχρέωση υφίσταται υπό διαλυτική αίρεση ή προθεσμία θεωρείται ανύπαρκτη, ενώ δεν θεωρείται ανύπαρκτη η παροχή που υφίσταται υπό αναβλητική αίρεση ή προθεσμία. Ανύπαρκτη πρέπει να θεωρηθεί και η υποχρέωση, όταν η παροχή καταβάλλεται για εκπλήρωση υποχρέωσης, η οποία πράγματι μεν υπήρχε προς άλλον όμως δανειστή, ή από άλλον οφειλέτη, ή για διαφορετικό αντικείμενο, ή τέλος για μέρος μεγαλύτερο από το οφειλόμενο, οπότε και αναζητάται το υπερβάλλον 35.Τέλος ανύπαρκτη είναι η παροχή, αν ο δότης κατά το χρόνο καταβολής της μπορεί να προτείνει ανατρεπτική ένσταση 36. γ) Γνώση και βούληση του δότη Απαίτηση αχρεωστήτου (condictio in debiti) υφίσταται, όταν προς εκπλήρωση ανύπαρκτης υποχρέωσης κατεβλήθη παροχή από τον λήπτη στον δότη. Για να ενεργοποιηθεί η διάταξη του άρθρου 905 ΑΚ θα πρέπει ο δότης να ενήργησε γνωρίζοντας την ανυπαρξία της υποχρέωσης, δηλαδή να υπήρχε βούληση ελευθεριότητας 37. Με τον τρόπο αυτό ο δότης δεν κατέβαλε στον λήπτη προκειμένου να εξοφλήσει χρέος ή οποιαδήποτε άλλη υποχρέωσή του, αφού γνωρίζει ότι αυτή είναι ανύπαρκτη, αλλά με σκοπό την δωρεά. 33. Βλ. Κορνηλάκη Π. Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, 2012, σελ. 439. 34. Βλ. Βαθρακοκοίλη Βασ., ΕΡΝΟΜΑΚ, Τόμος Γ, Ημίτομος Γ, Ειδικό Ενοχικό, σελ. 817. 35. Βλ. Ζέπου Ενοχικόν Δίκαιον, Μέρος Ειδικόν, σελ. 738. 36. Βλ. Φίλιου Παυλ. Ενοχικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, σελ. 665. 37. Βλ. Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη Απ.-Σταθόπουλου Μιχ. Αστικός Κώδιξ, Τόμος IV, σελ. 640. - 27 -

Επομένως, αποκλεισμός της απαίτησης αχρεωστήτου, με βάση την ανωτέρω διάταξη, που εφαρμόζεται και αυτεπαγγέλτως, γιατί η σχετική από αυτή ένσταση είναι καταχρηστική, δεν υφίσταται στην περίπτωση της ανυπαρξίας της βούλησης ελευθεριότητας, όπως συμβαίνει και όταν ο δότης υποχρεώθηκε να προβεί στην καταβολή υπό την πίεση και για την αποφυγή αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του 38. Ακόμα, δεν αποκλείεται αναζήτηση από πλευράς του δότη της αχρεωστήτου παροχής να προσκρούει στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ 39. Περαιτέρω δικαιούται να αναζητήσει τον πλουτισμό και αυτός που όταν κατέβαλε γνώριζε μεν το αχρεώστητο, αλλά εξαναγκάστηκε να καταβάλει. Συνεπώς, ο ισχυρισμός αυτός του ενάγοντα-δότη του πλουτισμού αποτελεί αντέσταση στην ένσταση, που θα προβάλει ο εναγόμενος λήπτης του πλουτισμού, ο οποίος και θα ισχυριστεί, ότι ο ενάγων-δότης μολονότι γνώριζε την ανυπαρξία του χρέους προχώρησε σε καταβολή. Η ύπαρξη του στοιχείου του καταναγκασμού θα κρίνεται κατά περίπτωση, ενώ το περιεχόμενό του ανάγεται στην παράσταση ενός κακού, του οποίου η επέλευση εξαρτάται από το αν ο απειλούμενος δεν θα υποκύψει στη θέληση του απειλούντος, στου οποίου την εξουσία εναπόκειται και η επέλευση αυτού του κακού. Έτσι, εξαναγκασμός με την ανωτέρω έννοια δεν υπάρχει όταν από τον δικαιούχο γίνεται επίκληση προσφυγής στο δικαστήριο για την ικανοποίηση νομίμου δικαιώματός του αφού, στην περίπτωση αυτή η επίλυση της διαφοράς αναγκαίως θα υποστεί την δικαστική οδό με στόχο την εξακρίβωση της αλήθειας και με όλες τις εγγυήσεις που παρέχει η προσφυγή στο δικαστήριο 40. Επίσης η βούληση του δότη θα πρέπει να μπορεί να παράγει έννομα αποτελέσματα, επομένως θα πρέπει να είναι έγκυρη και να πληροί τις προϋποθέσεις, που θέτει ο νόμος. Έτσι άκυρη βούληση δεν μπορεί να ληφθεί υπ όψιν. 38. Βλ. ΑΠ (Ολομ) 29/2002, Α Δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1886/2006, Α Δημοσίευση Νόμος. 39. Βλ. Κορνηλάκη Π. Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, 2012, σελ. 440. 40. Βλ. ΑΠ 119/2004, Α Δημοσίευση Νόμος. - 28 -

Επιπρόσθετα προκειμένου να απαλλαγεί ο λήπτης από την υποχρέωση επιστροφής της ωφέλειάς του θα πρέπει να αποδείξει ότι μολονότι ο δότης γνώριζε την ανυπαρξία της υποχρέωσης, κατέβαλε στον λήπτη. Απαιτείται λοιπόν θετική γνώση του δότη και δεν αρκεί ακόμη και υπαίτια άγνοια, ακόμη κι αν οφείλεται σε βαριά αμέλεια του δότη 41. Ως εκ τούτου η αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος δεν αποκλείεται, όταν ο καταβαλών αμφιβάλει απλώς περί της υπάρξεως ή μη του χρέους, έστω κι αν στην τελευταία περίπτωση η καταβολή έγινε χωρίς επιφύλαξη, αφού πάντως ελλείπει η γνώση, ότι η καταβολή γίνεται άνευ αιτίας του χρέους 42. Περαιτέρω με την παράγραφο 2 του άρθρου 905 αποκλείεται η έγερση αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού και στην περίπτωση, που χρέος καταβλήθηκε πριν από την λήξη του. Στην περίπτωση αυτή το χρέος είναι υπαρκτό, αλλά όχι ληξιπρόθεσμο και εντούτοις καταβάλλεται από τον οφειλέτη, ενώ δεν ενδιαφέρει η γνώση ή άγνοια του δότη. Στο ίδιο πνεύμα αποκλείεται από την ίδια διάταξη και η αναζήτηση καρπών στον ενδιάμεσο χρόνο μεταξύ καταβολής και ληξιοπροθέσμου συμπεριλαμβανομένων και των τόκων 43. δ)ανάλογη εφαρμογή της διάταξης Μολονότι η περίπτωση του άρθρου 905 ΑΚ αφορά στην παροχή αχρεωστήτου, γίνεται δεκτό 44, ότι χωρεί αναλογική εφαρμογή και στις υπόλοιπες περιπτώσεις έλλειψης νόμιμης αιτίας (αιτία που έληξε, αιτία που δεν επακολούθησε κλπ), όταν ο δότης μολονότι γνωρίζει την έλλειψη αιτίας, προβαίνει σε καταβολή, έτσι ώστε να προκύπτει βούληση ελευθεριότητας απέναντι στον λήπτη. Η αναλογική εφαρμογή όμως δεν μπορεί να επεκταθεί 41. Βλ. Σταθόπουλο σε Γεωργιάδη Απ.-Σταθόπουλου Μιχ., Αστικός Κώδιξ, Τόμος IV, σελ. 642. 42. Βλ. ΑΠ 1242/1984 ΝοΒ 1985,804. 43. Βλ. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, Τόμος Γ, Ημίτομος Γ, Ειδικό Ενοχικό, σελ. 819. 44. Βλ. Κορνηλάκη Π., Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, Τόμος Ι, 2012, σελ. 441, - 29 -

και στις περιπτώσεις, που λείπει η νομικά ισχυρή βούληση, καθώς και σε εκείνες, όπου η παροχή έγινε προς εκπλήρωση χρέους, που απορρέει από σύμβαση άκυρη λόγω αντίθεσης στον νόμο ή στα χρηστά ήθη, ή λόγω μη τήρησης του απαιτούμενου τύπου. Συνεπώς ακόμα και αν ο καταβαλών γνώριζε την ακυρότητα της σύμβασης ή ακόμη περισσότερο, αν μολονότι γνώριζε την ακυρότητα της σύμβασης προέβη στην παροχή και την εκτέλεση της σύμβασης, τα τελευταία δεν αποτελούν παραίτηση του από την αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς δεν μπορεί να καλυφθεί η ακυρότητα από την έλλειψη του απαιτούμενου τύπου και συνεπώς η έλλειψη της νόμιμης αιτίας 45. Ειδικότερα στην περίπτωση της πώλησης ακινήτου με εικονικό τίμημα, το υπερβάλλον τίμημα, το οποίο συμφωνείται και καταβάλλεται εκτός του συμβολαίου αγοραπωλησίας, αποτελεί παροχή αχρεωστήτου αφού αφορά ανύπαρκτη οφειλή δεδομένου ότι δεν περιβλήθηκε τον συμβολαιογραφικό τύπο και επομένως, όσον αφορά το υπερβάλλον τίμημα είναι άκυρη. Στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική της πωλήσεώς του ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, δηλαδή το πράγμα και το τίμημα. Η μη τήρηση δε του τύπου δεν οδηγεί στην ακυρότητα ολόκληρη την σύμβαση, αλλά μόνο κατά το μέρος αυτής, που δεν περιλήφθηκε τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου. Το μη αναγραφόμενο στο συμβόλαιο επί πλέον μέρος του συμφωνηθέντος τιμήματος, αν δεν έχει καταβληθεί, δεν μπορεί να απαιτηθεί από τον πωλητή ούτε με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού αφού ο αγοραστής εκ νομίμου αιτίας έλαβε ολόκληρο το πωληθέν ακίνητο με βάση το νομίμως συμφωνηθέν, ως καλυπτόμενο από τον τηρηθέντα τύπο, μικρότερο τίμημα, ώστε κατά το επιπλέον τίμημα ο μη καταβαλών αγοραστής δεν ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία. Στην αντίθετη περίπτωση που το επί πλέον μέρος έχει καταβληθεί μπορεί να αναζητηθεί από 45. Βλ. ΕφΑθ 4277/1977, Αρμ 1979,517. - 30 -