Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη, η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Γιάννης Πέτσας Ο ΕΛΕΦΑΝΤΑΣ ΜΕ ΤΑ ΞΥΛΟΠΟΔΑΡΑ Το οριγκάμι του εξωφύλλου φιλοτέχνησε ο Παύλος Μαντσελλάρι. μυθιστόρημα Διόρθωση: Βασιλική Αντωνάκη Σελιδοποίηση: Ελπίδα Χατζηκωνσταντή Φωτογραφία: Μάνος Χατζηκωνσταντής Επιμέλεια έκδοσης: Πλάτων Μαλλιάγκας 2013 Γιάννης Πέτσας yannispetsas@gmail.com & 2016 Εκδόσεις CaptainBook.gr Σόλωνος 99, 10678 Αθήνα τηλ: 2103846805 fax: 2103848269 www.captainbookondemand.gr e-mail: info@captainbook.gr ISBN 978-618-5058-43-2 CaptainΒook.gr
«Άλλοι εικονογραφούν τα κείμενά τους. Εγώ κειμενοποιώ τις εικόνες μου».
Περιεχόμενα ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ 42 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ 65 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ 95 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ 125 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ 154 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ 187 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ 274 ΥΠΟΜΝΗΜΑ 314
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ενώ κοίταζα εκστασιασμένος μια μέρα τη θέα από τη στέγη του τότε γνωστού κόσμου, απ τον 86o όροφο του Empire State Building, όπου βρισκόμασταν, ο Σχίνος, ο ατζέντης μου δηλαδή εκείνο το διάστημα, ξενυχτισμένος ύστερα από ένα ολονύχτιο πάρτι, απ αυτά που γίνονται κατά χιλιάδες κάθε βράδυ στη Νέα Υόρκη, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα και που την επομένη δεν θυμάται κανείς ποτέ τίποτα, γιγαντόσωμος όπως ήταν, τυλιγμένος μες στη λιγδιασμένη, πολυκαιρισμένη καμπαρντίνα που φορούσε μονίμως για να κάνει εντύπωση, κράτησε το ξυρισμένο του κεφάλι ανάμεσα στα 11
χέρια, όπως ο Μπράντο στο Apocalypse now, και με φωνή που ίσα που έβγαινε, γύρισε και μου είπε: «Η τέχνη είναι γαμημένη υπόθεση. Κι ενώ εσύ την ψάχνεις, αυτή βρίσκει πάντα τρόπο και σου ξεφεύγει. Έτσι δεν μπορείς να είσαι ποτέ συνεπής με την τέχνη, κι αν θέλεις να την πετύχεις κάπου, πρέπει να βλέπεις τα σημάδια, να πιάνεις τη μυρουδιά της στον αέρα σαν κυνηγόσκυλο, να λογαριάζεις κατά πού μπορεί να πάει και να της τη στήσεις, να τη στριμώξεις και να της πάρεις το κεφάλι μ ένα δρεπάνι. Είναι ο μόνος τρόπος να συμπέσετε κάπου για ένα ολόκληρο λεπτό ή τέλος πάντων για όσο Αν σε θέλει και η τύχη. Και καλύτερα να βρίσκεται εκεί κοντά κι ένας φωτογράφος ν απαθανατίσει το γεγονός και να σε κάνει την άλλη μέρα εξώφυλλο στο Newsweek, γιατί η δημοσιότητα είναι αυτή που κάνει τον καλλιτέχνη. Θα χεις ακούσει για τα περίφημα δεκαπέντε λεπτά». Είχα ακούσει. «Και μετά;» ρώτησα. «Μετά το μόνο που έχεις να κάνεις είναι ν αποσυρθείς». «Ν αποσυρθείς;» έκανα έκπληκτος. «Ν αποσυρθείς και να πας πού;» «Σπίτι σου», είπε, «σε μια κωλοφάρμα στο Γουαϊόμινγκ ή σ ένα κωλοχώρι στην ορεινή Γορτυνία και να εξαφανιστείς». Απόρησα. «Να εξαφανιστείς;» «Ναι», έκανε ο Σχίνος αναστενάζοντας, «να χαθείς από προσώπου γης». Έδειξα ότι δεν καταλάβαινα, κι ο Σχίνος μου έκανε νόημα να σκεφτώ. «Γιατί ένα μαγαζί πουλάει καλύτερα όταν κλείνει», μου εξήγησε και μισόκλεισε βαριεστημένα τα μάτια. «Η τέχνη είναι μέρος της αγοράς. Δεν είναι το ευαίσθητο παραμύθι που έχετε κατά νου εσείς οι καλλιτέχνες, ο Ρούμπενς κι η φασολιά, ούτε η εξαιρετική διάνοια του ζωγράφου που κάνουν ένα έργο τέχνης διάσημο. Όλα άλλωστε δεν είναι παρά μια παρανόηση. Σε τι ωφελεί, για παράδειγμα, το να είναι κανείς καλός; Τι διάβολο σημαίνει αυτό; Πώς ένας πίνακας είναι καλός όταν δεν τον καταλαβαίνει κανείς; Και είναι καλή μια αηδία επειδή την καταλαβαίνουν υποτίθεται μερικοί; Ποιος ορίζει τι είναι και τι δεν είναι καλό; Και με ποια κριτήρια 12 13
ακριβώς αποφασίζεται αυτό; Ποιος εφευρίσκει όλους αυτούς τους κανόνες; Ποιος αποφασίζει για όλα αυτά τα πράγματα; Πώς το σύστημα ποδηγετεί τους πολίτες; Πώς εφαρμόζει τους νόμους; Μήπως φτιάχτηκε έτσι όπως φτιάχτηκε αυτό το πράγμα για να εξυπηρετεί τους εξουσιάζοντες; Μήπως επειδή έτσι θέλουν οι τράπεζες; Πώς γίνεται απ τη μια να τρως δέκα χρονάκια για πλάκα γιατί κουβαλάς πάνω σου λίγο χασίς και την άλλη μέρα, επειδή το λέει ένας νόμος, το χόρτο να κυκλοφορεί ελεύθερο και να μην σε πιάνει κανείς; Πώς ο φόνος, για παράδειγμα, είναι καλός όταν τον κάνει ο αστυνόμος και πώς αδίκημα όταν τον κάνει κάποιος οποιοσδήποτε φτωχοδιάβολος; Πού τέλος πάντων τα μαζεύει και πάει ο Θεός κάθε φορά που εκστρατεύει η Αμερική; Γιατί σηκώνεις τα χέρια μπροστά στο πιστόλι του ληστή, ή γιατί μπορεί να το κάνει εκείνος και δεν μπορείς να το κάνεις κι εσύ; Να σου πω εγώ γιατί δεν μπορείς: Γιατί άλλος μπορεί να ασκεί αυτή την πουτάνα τη βία κι άλλος δεν μπορεί, γι αυτό. Γιατί η βία είναι εκεί. Και την ασκεί ο ισχυρός. Ή ο καλύτερος. Και το ίδιο συμβαίνει και με την τέχνη. Η ζωή ξέρει καλά κάθε φορά ποιος είναι ποιος. Και τα βάζει όλα στη θέση τους, και γι αυτό βλέπεις αυτό εδώ το πράγμα και λειτουργεί», μου είπε και μου δειξε από κάτω εκείνο το αλλοπρόσαλλο χαλί που λεγόταν Νέα Υόρκη. Ο Σχίνος έλεγε συχνά τέτοια πράγματα, που δεν τα καταλάβαινα, όπως για παράδειγμα αυτό το παραπάνω, για τη σχέση που μπορεί να έχει η βία με την τέχνη. Δεν τα απηύθυνε σ εμένα απαραίτητα, ήταν σαν να τα έλεγε στον εαυτό του και σαν να μην έδινε δεκάρα αν ήμουν ή δεν ήμουν εκεί. Αυτό με εξόργιζε ώρες ώρες, αλλά δεν επηρέαζε την ουσία: Ο Σχίνος ήταν αναμφίβολα μια μεγαλοφυΐα και δεν μου έκανε καμιά εντύπωση που χε φτάσει μέχρι εκεί. Απορούσα όμως πού έβρισκε όλη αυτή την όρεξη, ή την αντοχή, ν αραδιάζει με απίστευτη ευκολία όλα αυτά τα πράγματα και πώς κατάφερνε, για παράδειγμα, να συνδυάζει μια κωλοφάρμα στο Γουαϊόμινγκ μ ένα κωλοχώρι 14 15