ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: «Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ» Εισηγητής: Πιερράκος Σπυρίδων (Α.Μ. 21103127) Επιβλέποντες Καθηγητές: 1) Δρ. Μπεκιάρης Μιχάλης 2) Δρ. Ρογδάκη Ελένη Χίος, 2008
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΟΣ 1 Ο ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο : ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ σελ 1.1 Γενικά 7 1.2 Οι διακρίσεις των αποθεμάτων 8 1.3 Οι λογαριασμοί της ομάδας 2 του Ε.Γ.Λ.Σ 9 1.4 Η λειτουργία των λογαριασμών αποθεμάτων 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο : H ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ 2.1Γενικά 13 2.2Η σπουδαιότητα της απογραφής 14 2.2.1 Οι επιπτώσεις στις οικονομικές καταστάσεις των λαθών στην απογραφή των αποθεμάτων 14 2.2.2 Η σπουδαιότητα της απογραφής για το κύρος των βιβλίων 15 2.3 Αγαθά που περιλαμβάνονται στα απογραφέντα αποθέματα 16 2.3.1 γενικά 16 2.3.2 Τα υπό διαμετακόμιση αγαθά 17 2.3.3 Αγαθά που πωλήθηκαν από την επιχείρηση και δεν παραδόθηκαν στον αγοραστή 18 2.3.4 Αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους 18 2.4 Η απογραφή με τη μέθοδο της διαρκούς απογραφής 18 2.5 Η απογραφή αποθεμάτων που βρίσκονται σε χώρους εκτός του κεντρικού καταστήματος 19 2.6Απογραφή αποθεμάτων υποκαταστημάτων 20 2.7Απογραφή αποθεμάτων αποθηκευτικών χώρων 21 2.8Απογραφή αποθεμάτων που στέλνονται σε τρίτους 21 2.9Λογιστικοποίηση διαφορών απογραφής αποθεμάτων 22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο : ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ 3.1Γενικά 23 3.2Η μέθοδος του μέσου κόστους 23-2 -
3.2.1Η μέθοδος του μέσου σταθμικού κόστους 23 3.2.2Η μέθοδος του κυκλοφοριακού μέσου όρου 24 3.3Η μέθοδος σειράς εξάντλησης αποθεμάτων (FIFO) 24 3.4Η μέθοδος της αντιστρόφου σειράς εξαντλήσεως (LIFO) 25 3.5Η μέθοδος NIFO (NEXT IN FIRST OUT) 26 3.6Μέθοδοι προσδιορισμού αποθεμάτων κατ εκτίμηση 26 3.6.1Η μέθοδος του μικτού κέρδους 26 3.6.2Η μέθοδος των λιανικών τιμών πώλησης 27 3.7 Η μέθοδος του εξατομικευμένου κόστους 27 3.8 Η μέθοδος του μεταβλητού ή άμεσου κόστους 28 3.9 Η μέθοδος του πρότυπου κόστους. 29 3.10 Η μέθοδος του βασικού αποθέματος 29 3.11 Η μέθοδος αποτίμησης στη τρέχουσα τιμή 30 3.12 Η μέθοδος της καθαρής ρευστοποιήσιμης άξιας 31 3.13 Η μέθοδος της αξίας χρήσεως ή τεκμαρτής αξίας 31 3.14 Η μέθοδος αποτίμησης στη μικρότερη τιμή μεταξύ κτήσεως και τρέχουσας 31 3.15 Η αποτίμηση των συμπαράγωγων προϊόντων 32 3.16 Η αποτίμηση των ελαττωματικών προϊόντων 33 3.17 Αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της τιμής κτίσης ή του ιστορικού κόστους 33 3.18 Συμπεράσματα σχετικά με της μεθόδους αποτίμησης 34 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο : ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟΘΗΚΗΣ 35 ΜΕΡΟΣ 2 Ο ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο : ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ 1.1 Ο ορισμός της ελεγκτικής 36 1.2 Οι διακρίσεις του ελέγχου 37 1.3 Ο σκοπός του ελέγχου 39 1.3.1 Ο σκοπός του εξωτερικού ελέγχου 39 1.3.2 Ο σκοπός του εσωτερικού έλεγχου 40 1.4 Ο εσωτερικός έλεγχος 40-3 -
1.4.1Η έννοια του εσωτερικού ελέγχου 40 1.4.2 Διακρίσεις του εσωτερικού ελέγχου 41 1.4.2.1Εσωτερικός χρηματοοικονομικός έλεγχος 41 1.4.2.2Εσωτερικός λειτουργικός έλεγχος 42 1.4.2.3Εσωτερικός διοικητικός έλεγχος 42 1.4.3 Ο ανθρώπινος παράγοντας στον εσωτερικό έλεγχο 42 1.4.4 Χαρακτηριστικά ενός αποτελεσματικού συστήματος εσωτερικού ελέγχου 43 1.4.5 Στελέχωση της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου και περιγραφή των αρμοδιοτήτων των στελεχών της 44 1.4.5.1 Στελέχωση της υπηρεσίας 44 1.4.5.2Αρμοδιότητες των στελεχών της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου 44 1.4.5.2.1 Αρμοδιότητες του διευθυντή της υπηρεσίας 44 1.4.5.2.2Αρμοδιότητες του manager της υπηρεσίας 45 1.4.5.2.3Αρμοδιότητες του βοηθού ελεγκτή 45 1.4.6 Oι εκθέσεις εσωτερικού ελέγχου 46 1.4.7 Αδυναμίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου 46 1.4.8 Συμπεράσματα για τον εσωτερικό έλεγχο 47 1.5 O εξωτερικός έλεγχος 47 1.5.1 Έννοια και σκοπός του εξωτερικού ελέγχου 47 1.5.2 Χρησιμότητα του εξωτερικού ελέγχου 48 1.5.3 Σχέση εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου 50 1.5.4 Κατάρτιση προγραμμάτων ελέγχου 51 1.5.4.1Έννοια και σπουδαιότητα των προγραμμάτων ελέγχου 51 1.5.4.2Κατάρτιση προγράμματος έλεγχου 51 1.5.5Αποδεικτικά στοιχεία ελέγχου 52 1.5.5.1 Έννοια των αποδεικτικών στοιχείων 52 1.5.5.2 Είδη αποδεικτικών στοιχείων 53 1.5.5.3 Καταλληλότητα αποδεικτικών στοιχείων 56 1.5.5.4 Η επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων 57 1.5.5.5 Μέθοδοι και κόστος απόκτησης αποδεικτικών στοιχείων 57 1.5.6 Δειγματοληψία 58 1.5.6.1Γενικά 58-4 -
1.5.6.2Ο σχεδιασμός της δειγματοληψίας 58 1.5.6.3Μέθοδοι επιλογής δείγματος 59 1.5.7Τα φύλλα εργασίας των ελέγχων 60 1.5.7.1 Έννοια και σκοπός των φύλλων εργασίας 60 1.5.7.2 Μορφή και περιεχόμενο των Φύλλων Εργασίας 62 1.5.7.3 Κατηγορίες φύλλων εργασίας 63 1.5.8 Μόνιμος φάκελος ελέγχου 64 1.5.9 Ο φάκελος ετήσιου ελέγχου 65 1.5.10 Οι εκθέσεις ελέγχου των Ορκωτών Ελεγκτών 67 1.5.10.1 Γενικά 1.5.10.2Έννοια του πιστοποιητικού ελέγχου 67 1.5.10.3Η δομή της έκθεσης ελέγχου 68 1.5.10.4Οι τύποι των πιστοποιητικών ελέγχου 68 1.5.10.5 Πιστοποιητικό Ελέγχου και προσδιορισμός της μετά από την ημερομηνία κλεισίματος του Ισολογισμού Περιόδου 70 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο : Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ 2.1Γενικά 72 2.2Η σημασία των αποθεμάτων για τους ελεγκτές 72 2.3Οι αντικειμενικοί στόχοι και οι ευθύνες των ελεγκτών κατά τον έλεγχο των αποθεμάτων 73 2.4Ο εσωτερικός έλεγχος των αποθεμάτων 74 2.4.1 Ο αντικειμενικός σκοπός του εσωτερικού ελέγχου 74 2.4.2 Η λειτουργία των προμηθειών 75 2.4.3 Η λειτουργία των παραλαβών 75 2.4.4 Η λειτουργία αποθήκευσης και χορήγησης 76 2.4.5 Η λειτουργία επεξεργασίας 76 2.4.6 Η λειτουργία αποστολής 77 2.4.7 Η υπηρεσία του λογιστηρίου και κοστολόγησης των αποθεμάτων 77 2.4.8 Το σύστημα διαρκούς απογραφής των αποθεμάτων 78 2.4.9 Εκθέσεις εσωτερικού ελέγχου για τη διοίκηση 79 2.5Θέματα που εξετάζουν οι ελεγκτές κατά την επισκόπηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου 79 2.6Μελέτη και αξιολόγηση του συστήματος εσωτερικού ελέγχου 80 2.7Ουσιαστικοί έλεγχοι επί των αποθεμάτων 82-5 -
2.7.1Διαπίστωση της κυριότητας των αποθεμάτων 82 2.7.2 Έλεγχος της ποιότητας και των συνθηκών τήρησης των αποθεμάτων 83 2.7.3 Φυσική απογραφή 84 2.7.4 Έλεγχος της σωστής κατάταξης των αποθεμάτων 85 2.7.5 Συμμετοχή στον σχεδιασμό της πραγματικής απογραφής των αποθεμάτων 85 2.7.6 Εξέταση της απογραφής των αποθεμάτων και διενέργεια ελέγχων μετρήσεων 87 2.7.7 Σύγκριση της πραγματικής απογραφής με τα στοιχεία της διαρκούς απογραφής των αποθεμάτων 87 2.7.8 Επισκόπηση των μεθόδων και τεχνικών αποτίμησης των αποθεμάτων 87 2.7.9 Έλεγχος του χειρισμού των αποθεμάτων σε παρακαταθήκη και καθορισμός ότι αγαθά που ανήκουν σε άλλους δεν περιλαμβάνονται στα αποθέματα ή έχουν βαρύνει άλλους λογαριασμούς 89 2.7.10 Επαλήθευση των αγαθών που βρίσκονται σε δημόσιες αποθήκες ή έχουν δοθεί επί παρακαταθήκη 89 2.7.11 Εφαρμογή του ελέγχου της μικρότερης τιμής στις τιμές των αποθεμάτων 90 2.7.12Επισκόπηση του διαχωριστικού σημείου τέλους χρήσης για τις αγορές και πωλήσεις 90 2.7.13 Έλεγχος των αρχικών αποθεμάτων κατά τον πρώτο έλεγχο ενός νέου πελάτη 91 2.7.14 Εξέταση του κόστους πωληθέντων αγαθών 92 2.7.15Λήψη από τον πελάτη μιας ενημερωτικής επιστολής για τα αποθέματα και το κόστος πωληθέντων αγαθών 92 2.7.16Έλεγχος της παρουσίασης των αποθεμάτων στον ισολογισμό 93 2.8 Πρόγραμμα ελέγχου αποθεμάτων 94 2.9 Προβλήματα και δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ελεγκτές κατά τον έλεγχο των αποθεμάτων. 100 2.10 Σχόλια για τον έλεγχο των αποθεμάτων στην έκθεση ελέγχου 102 2.11 Τελικά συμπεράσματα 102 Βιβλιογραφία 104-6 -
ΜΕΡΟΣ 1 Ο ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο : ΕΝΝΟΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ 1.1 Γενικά Σύμφωνα με το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο τα αποθέματα είναι υλικά αγαθά τα οποία βρίσκονται στην κυριότητα της επιχείρησης και προορίζονται για να α) πωληθούν σαν έτοιμα προϊόντα, β) να βιομηχανοποιηθούν ώστε να πωληθούν όταν πάρουν τη τελική τους μορφή ή γ) που είναι με τη μορφή υλικών ή εφοδίων και προορίζονται να αναλωθούν στη διαδικασία παραγωγής ή στη παροχή υπηρεσιών ( π.χ να αναλωθούν για την καλή λειτουργία των παγίων στοιχείων ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν για τη συσκευασία ετοίμων προϊόντων ). Στις περισσότερες επιχειρήσεις τα αποθέματα αποτελούν ένα σημαντικό μέρος του ενεργητικού τους, ενώ από την πώληση τους προέρχεται ένα σημαντικό μέρος των κερδών τους. Τα αποθέματα προκαλούν στους διοικούντες της επιχείρησης πολλά προβλήματα. Αυτό οφείλεται κυρίως στη συνεχή τους ροή και ανακύκλωση που προκαλούν προβλήματα επάρκειας ή υπεραποθεματοποίηση. Έτσι μια αποτυχημένη διοίκηση αποθεμάτων μπορεί να προκαλέσει αποτυχία σε όλη την επιχειρηματική προσπάθεια. Το Ε.Γ.Λ.Σ αναφέρει ότι στην ομάδα 2 «παρακολουθούνται τα αποθέματα της οικονομικής μονάδας που προέρχονται είτε από απογραφή, είτε από αγορά, είτε από ιδιοπαραγωγή και σε εξαιρετικές περιπτώσεις, είτε από ανταλλαγή, είτε από εισφορά σε είδος, είτε από δωρεά». Η λέξη «παρακολουθούνται» θα μπορούσε να παρερμηνευτεί και αυτό διότι υπονοεί ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να δούμε την αξία των αποθεμάτων που βρίσκονται στην επιχείρηση. Όμως η λειτουργία των λογαριασμών είναι τέτοια ώστε να εκφράζουν την αξία των αποθεμάτων μόνο στην αρχή και τη λήξη της χρήσης. Κατά τη διάρκεια της χρήσης το υπόλοιπο τους ισούται με το άθροισμα: αρχικό απόθεμα + αγορές χρήσεως. Αυτό είναι επιταγή του Ε.Γ.Λ.Σ να καταρτίζεται ο λογαριασμός γενικής εκμετάλλευσης στο τέλος της χρήσης με λογιστικές εγγραφές. Σύμφωνα με αυτή την επιταγή, δεν επιτρέπεται η πίστωση των λογαριασμών των αποθεμάτων για τις πωλήσεις αγαθών, παράδοση υλικών για κατεργασία και αναλώσεις υλικών γιατί κάτι τέτοιο θα καθιστούσε αδύνατη την - 7 -
μεταφορά των αρχικών αποθεμάτων και των αγορών στο λογαριασμό εκμεταλλεύσεως. Η ομάδα 2 είναι η πιο εύκαμπτη του Ε.Γ.Λ.Σ καθώς ορίζει μόνο τους πρωτοβάθμιους και ελάχιστους δευτεροβάθμιους εκ των οποίων μόνο τέσσερις από αυτούς είναι υποχρεωτικοί (Γρηγοράκος, Θ. 1988, Παπαναστασάτος, Α. 1992, Σακέλλης, Ε. 1999, Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 2) 1.2 Οι διακρίσεις των αποθεμάτων Τα αποθέματα διακρίνονται λογιστικά με βάση τα κριτήρια: Το κριτήριο του προορισμού τους, στο οποίο η παρακολούθηση των αποθεμάτων στηρίζεται όχι στην αντικειμενική τους μορφή αλλά στον προορισμό τους στα πλαίσια της λειτουργικής δραστηριότητας της επιχείρησης. Έτσι αποθέματα τα οποία είναι όμοια στη φύση τους μπορεί να διαφέρουν λειτουργικά ανάλογα με το είδος της επιχείρησης στην οποία ανήκουν. Το κριτήριο του κλάδου στον οποίο ανήκει η επιχείρηση όπου τα αποθέματα διακρίνονται σε εμπορικά και βιομηχανικά. Οι εμπορικές επιχειρήσεις διαχειρίζονται μόνο έτοιμα προϊόντα ενώ οι βιομηχανικές διαχειρίζονται και πρώτες και βοηθητικές ύλες και ανταλλακτικά. Το κριτήριο του τρόπου απόκτησης τους, όπου τα αποθέματα διακρίνονται σε αγοραζόμενα και παραγόμενα. Αγοραζόμενα είναι τα προϊόντα, οι πρώτες και βοηθητικές ύλες, τα υλικά συσκευασίας, τα αναλώσιμα υλικά και τα ανταλλακτικά, ενώ τα παραγόμενα είναι τα έτοιμα προϊόντα, τα ημιτελή προϊόντα, τα υποπροϊόντα, τα υπολείμματα και τα ημικατεργασμένα υλικά. Το κριτήριο του τρόπου ενσωμάτωσης τους στο κόστος των παραγόμενων προϊόντων, όπου τα υλικά διακρίνονται σε άμεσα και έμμεσα. Κατά το Ε.Γ.Λ.Σ τα άμεσα υλικά είναι οι πρώτες και βοηθητικές ύλες, που ενσωματώνονται στο προϊόν που παράγεται από αυτές. Τα άμεσα υλικά βρίσκονται σε αναλογία με τον όγκο παραγωγής π.χ για το διπλασιασμό της παραγωγής θα χρειαστούν περίπου οι διπλάσιες πρώτες και βοηθητικές ύλες. Τα έμμεσα υλικά κατά το Ε.Γ.Λ.Σ είναι τα υλικά τα οποία αν και αναλώνονται για την παραγωγή προϊόντων δεν ενσωματώνονται σε αυτά όπως - 8 -
π.χ τα προϊόντα αποχρωματισμού ή καθαρισμού στη βιομηχανία εξευγενισμού ελαίων. Τα έμμεσα υλικά μπορούν να βρίσκονται ή όχι σε αναλογία με τα παραγόμενα προϊόντα αλλά δεν προσαυξάνουν το βάρος τους. (Σακέλλης, Ε. 1999). 1.3 Οι λογαριασμοί της ομάδας 2 του Ε.Γ.Λ.Σ Οι λογαριασμοί των αποθεμάτων παρακολουθούνται στην ομάδα 2 του Ε.Γ.Λ.Σ και περιλαμβάνουν τους ακόλουθους πρωτοβάθμιους λογαριασμούς: -Λογαριασμός 20 <<Εμπορεύματα>>. Σαν εμπορεύματα ορίζονται τα υλικά αγαθά που κατέχει η επιχείρηση τα οποία προορίζονται να μεταπωληθούν στη κατάσταση που τα αγόρασε. -Λογαριασμός 21 <<Προϊόντα έτοιμα και ημιτελή>>. Έτοιμα προϊόντα ορίζονται τα αγαθά τα οποία έχουν παραχθεί από την οικονομική μονάδα και είναι έτοιμα προς πώληση. Ημιτελή είναι τα προϊόντα τα οποία έχουν υποστεί ένα βαθμό επεξεργασίας και προορίζονται είτε για πώληση σε αυτή την ημιτελή μορφή είτε για περαιτέρω επεξεργασία. -Λογαριασμός 22 <<Υποπροϊόντα και υπολείμματα>>. Τα υποπροϊόντα είναι αγαθά τα οποία παράγονται μαζί με τα κύρια προϊόντα, από τις ίδιες πρώτες ύλες και μπορούν να επαναχρησιμοποιηθούν σαν πρώτη ύλη ή να πωληθούν αυτούσια. Tα υπολείμματα είναι τα διάφορα κατάλοιπα της παραγωγικής διαδικασίας τα οποία αν δεν χρησιμεύουν πουθενά αποτελούν τη φύρα της πρώτης ύλης ενώ αν μπορούν να πωληθούν ή να επαναχρησιμοποιηθούν στη παραγωγική διαδικασία παρακολουθούνται όπως τα υποπροϊόντα. -Λογαριασμός 23 <<Παραγωγή σε εξέλιξη>>. Παραγωγή σε εξέλιξη θεωρούνται οι πρώτες ύλες, τα ημιτελή προϊόντα, τα βοηθητικά υλικά και άλλα στοιχεία του κόστους ( πχ. Εργασία, βιομηχανικά έξοδα) τα οποία βρίσκονται σε ενδιάμεσα σταδία της παραγωγικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της χρήσης ή στο τέλος αυτής. -Λογαριασμός 24 <<Πρώτες και βοηθητικές ύλες-υλικά συσκευασίας>>.οι πρώτες και βοηθητικές ύλες είναι υλικά αγαθά τα οποία αποκτά η επιχείρηση με σκοπό την - 9 -
επεξεργασία τους για την παραγωγή τελικών προϊόντων. Τα υλικά συσκευασίας είναι υλικά αγαθά που χρησιμοποιεί η οικονομική μονάδα για να συσκευάσει τα προϊόντα ώστε να τα διαθέσει στην αγορά ( πχ. Χαρτοκιβώτια ηλεκτρικών ειδών). -Λογαριασμός 25 <<Αναλώσιμα υλικά>>. Είναι τα υλικά αγαθά που αποκτά η οικονομική μονάδα με σκοπό την ανάλωση τους για τη συντήρηση του παγίου εξοπλισμού και γενικότερα για την εύρυθμη λειτουργία των κυρίων και βοηθητικών υπηρεσιών της. -Λογαριασμός 26 <<Ανταλλακτικά πάγιων στοιχείων>>. Είναι τα αγαθά που αποκτά η επιχείρηση με σκοπό τη συντήρηση και επισκευή των παγίων στοιχείων. -Λογαριασμός 28 <<Είδη συσκευασίας >>. Είναι τα μέσα που χρησιμοποιεί η επιχείρηση για τη συσκευασία προϊόντων και εμπορευμάτων που παραδίδει στους πελάτες της. -Όμιλος λογαριασμών 29 <<Αποθέματα υποκαταστημάτων ή άλλων κέντρων>>. Στον όμιλο αυτό λογαριασμών περιέχονται εννέα πρωτοβάθμιοι με τριψήφιο κωδικό από το 290 έως 298 οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν προαιρετικά για να παρακολουθήσουμε αποθέματα τα οποία βρίσκονται σε υποκαταστήματα ή άλλα κέντρα τα οποία δεν έχουν λογιστική αυτοτέλεια. (Παπαναστασάτος, Α. 1992) 1.4 Η λειτουργία των λογαριασμών αποθεμάτων Η λειτουργία των λογαριασμών των αποθεμάτων είναι η εξής: Στην αρχή κάθε χρήσης οι λογαριασμοί των αποθεμάτων χρεώνονται με την αξία που έχει βρεθεί από την απογραφή που έχει γίνει στο τέλος της προηγούμενης χρήσης. Στη διάρκεια της χρήσης χρεώνονται με την αξία κτήσεως των αγαθών που έχουν αγορασθεί και πιστώνονται με τις επιστροφές αγαθών και τις εκτός τιμολογίου εκπτώσεις. Κατά τη διάρκεια της χρήσης οι λογαριασμοί των αποθεμάτων δεν δέχονται πιστώσεις για εξαγωγές αγαθών για οποιαδήποτε αιτία, ούτε χρεώσεις για - 10 -
εισαγωγές αγαθών που δεν προέρχονται από τρίτους όπως προϊόντα που έχει παράγει η ίδια η επιχείρηση. Έτσι στο τέλος της χρήσης οι λογαριασμοί των αποθεμάτων θα παρουσιάζουν την αξία των αρχικών αποθεμάτων και την καθαρή αξία από τις αγορές χρήσεως. Στο τέλος της χρήσεως τα αρχικά αποθέματα και οι αγορές χρήσεως μεταφέρονται με χρέωση του λογαριασμού 80.00 «λογαριασμός γενικής εκμετάλλευσης». Ακόμα οι λογαριασμοί των αποθεμάτων χρεώνονται με την αξία των αποθεμάτων λήξης όπως προκύπτει από την απογραφή, πιστώνοντας το λογαριασμό 80.00. Έτσι στο τέλος της χρήσης εμφανίζουν την αξία των αποθεμάτων λήξης. Επίσης στα πλαίσια λειτουργίας των λογαριασμών αποθεμάτων το Ε.Γ.Λ.Σ ορίζει ότι: α) τα αρχικά αποθέματα καταχωρούνται με χρέωση των λογαριασμών της ομάδας 2 με τις αξίες στις οποίες αποτιμούνται κατά την απογραφή που γίνεται στο τέλος της χρήσεως, β) οι αγορές που γίνονται στη διάρκεια της χρήσεως καταχωρούνται με χρέωση των λογαριασμών της ομάδας 2 στην τιμή κτίσεως τους, δηλαδή με την τιμολογιακή τους αξία προσαυξημένη με τα ειδικά έξοδα αγοράς. Σαν τιμολογιακή αξία ορίζεται η αξία που αναγράφεται στο τιμολόγιο, μειωμένη με το πόσο των εκπτώσεων που αναγράφονται στο τιμολόγιο, χωρίς να περιέχει φόρους και αλλά τέλη που περιέχονται στο τιμολόγιο π.χ Φ.Π.Α. Εάν τα αποθέματα έχουν αγορασθεί από το εξωτερικό, η αξία τους υπολογίζεται με βάση τη τιμή του ξένου νομίσματος την ημέρα διακανονισμού της αξίας, η οποία συμπίπτει με την ημερομηνία εκκαθαρίσεως της τράπεζας μέσω της οποίας έγινε η εισαγωγή ή με την ημερομηνία του παραμβάσματος, γ) τα αποθέματα στο τέλος της χρήσεως αποτιμώνται σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζει η εκάστοτε νομοθεσία. Ειδικότερα το Ε.Γ.Λ.Σ ορίζει ότι : Τα αποθέματα που προέρχονται από αγορές αποτιμώνται στη χαμηλότερη τιμή μεταξύ τιμής κτήσεως και αγοράς. Τα αποθέματα που προέρχονται από την παραγωγή της ίδιας της μονάδας, εκτός από τα υπολείμματα και τα υποπροϊόντα, αποτιμώνται στην κατ είδος χαμηλότερη τιμή μεταξύ τιμών ιστορικού κόστους και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας. - 11 -
Τα υπολείμματα αποτιμώνται στην πιθανή τιμή πώλησης τους μειωμένη με τα άμεσα έξοδα που υπολογίζεται ότι θα πραγματοποιηθούν για την πώληση τους. Τα υποπροϊόντα αποτιμώνται όπως τα υπολείμματα εάν πρόκειται να πωληθούν. Αν όμως προορίζονται για επαναχρησιμοποίηση από την επιχείρηση τότε αποτιμώνται στην τιμή που θα αγοράζονταν από την επιχείρηση για να τα χρησιμοποιήσει. Εάν η επιχείρηση ακολουθεί το σύστημα πρότυπης κοστολόγησης μπορεί να αποτιμήσει τα αποθέματα της στο πρότυπο κόστος, αλλά οι αποκλίσεις που θα παρουσιαστούν ανάμεσα στο πρότυπο και ιστορικό κόστος θα πρέπει να κατανέμονται με ιδιαίτερη λογιστική εμφάνιση σε αυτές που αναλογούν στα πωληθέντα και στα απούλητα. (Γρηγοράκος, Θ. 1988,Παπαναστασάτος, Α. 1992, Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 2) - 12 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο : H ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ 2.1 Γενικά Σύμφωνα με το Ε.Γ.Λ.Σ όλες οι οικονομικές μονάδες είναι υποχρεωμένες τουλάχιστον μια φορά σε κάθε χρήση και ειδικά στο τέλος αυτής, να πραγματοποιούν φυσική απογραφή των αποθεμάτων που έχουν στις αποθήκες τους. Η απογραφή είναι το σύνολο των ενεργειών μέσα από τις οποίες προσδιορίζεται ακριβώς κατά ποσότητα και αξία το ενεργητικό και παθητικό μιας οικονομικής μονάδας. Η διαδικασία της απογραφής περιλαμβάνει δυο σταδία: α) το στάδιο του ακριβή ποσοτικού και ποιοτικού προσδιορισμού των περιουσιακών στοιχείων και β) την αποτίμηση σε χρηματική άξια των μονάδων που απογράφηκαν. Η διαδικασία της απογραφής περιλαμβάνει επίσης τη καταμέτρηση και τη κατάταξη όλων των αποθεμάτων κατ είδος, κατά ποιότητα. κατά ποσότητα και την κατάταξη τους στους λογαριασμούς των αποθεμάτων στους οποίους ανήκουν. Ο Κ.Β.Σ ορίζει ότι η απογραφή των αποθεμάτων θα πρέπει να καταγράφεται στο βιβλίο απογραφών ξεχωριστά για κάθε αποθηκευτικό χώρο. Η κάθε καταχώρηση στο βιβλίο απογραφών πρέπει να περιλαμβάνει το είδος του προϊόντος, τη ποσότητα του και τη μονάδα μέτρησης. Την ημερομηνία σύνταξης του ισολογισμού καταχωρείται η κατά μονάδα αξία του κάθε αγαθού όπως αυτό αποτιμήθηκε ανάλογα με τη μέθοδο αποτίμησης καθώς και η συνολική αξία του είδους. Επίσης σύμφωνα με τον Κ.Β.Σ η απογραφή είναι υποχρεωτική για όλα τα στοιχεία της περιουσίας της επιχείρησης. Αυτό περιλαμβάνει και στοιχεία τα οποία δεν είναι εμπορεύσιμα όπως παραρτήματα εμπορευμάτων και ελαττωματικά προϊόντα αλλά και προϊόντα που βρίσκονται σε τρίτους, ως ενέχυρο, ή για άλλους λόγους τα οποία καταχωρούνται ξεχωριστά στην απογραφή. Η απογραφή διακρίνεται στις παρακάτω κατηγόριες: Στην τακτική απογραφή ή απογραφή τέλους χρήσεως. Πρόκειται για την απογραφή που διενεργείται στο τέλος της χρήσης και περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις της επιχείρησης βάσει της οποίας συντάσσεται ο ισολογισμός. Στην έκτακτη απογραφή η οποία γίνεται σε έκτακτες περιπτώσεις. Στην γενική απογραφή η οποία περιλαμβάνει όλα τα περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις της επιχείρησης. - 13 -
Η μερική απογραφή η οποία περιλαμβάνει ένα μέρος μόνο της περιουσίας της επιχείρησης. Η εξωλογιστική απογραφή η οποία αποκαλείται και πραγματική απογραφή η οποία αφορά κυρίως τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία που υποβάλλονται σε πραγματική καταμέτρηση. Η εσωλογιστική απογραφή η οποία στηρίζεται μόνο στα υπόλοιπα των λογιστικών βιβλίων και γίνεται κυρίως για τα ασώματα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις. Η απογραφή τέλους χρήσεως γίνεται εξωλογιστικά για τα ενσώματα περιουσιακά στοιχεία και εσωλογιστικά για τα ασώματα. (Αληφαντής, Γ. 2001, Σακέλλης, Ε. 1999) 2.2 Η σπουδαιότητα της απογραφής 2.2.1Οι επιπτώσεις στις οικονομικές καταστάσεις των λαθών στην απογραφή των αποθεμάτων Πολλές φορές λόγω του μεγάλου αριθμού των ειδών και τη μεγάλη ποικιλία των χαρακτηριστικών των αποθηκευτικών χώρων, γίνονται λάθη στον προσδιορισμό της αξίας των αποθεμάτων. Τα λάθη αυτά αφορούν κυρίως τον ποσοτικό προσδιορισμό και στις αξίες της αποτίμησης. Τα λάθη αυτά οδηγούν σε υπερεκτίμηση ή υποτίμηση της αξίας των αποθεμάτων και κατ επέκταση και των αποτελεσμάτων χρήσης. Οι επιπτώσεις των λαθών στην απογραφή των αποθεμάτων στα αποτελέσματα χρήσης είναι: α) Όταν υπερεκτιμώνται τα τελικά αποθέματα, υπερεκτιμώνται και τα αποτελέσματα χρήσης. β) Όταν υποεκτιμώνται τα τελικά αποθέματα, υποεκτιμώνται και τα αποτελέσματα χρήσης. γ) Όταν υπερεκτιμώνται τα αρχικά αποθέματα, τα αποτελέσματα χρήσης υποεκτιμώνται. δ) Όταν υποεκτιμώνται τα αρχικά αποθέματα, τα αποτελέσματα χρήσης υπερεκτιμώνται. Επιπλέον τα λάθη στην απογραφή αποθεμάτων οδηγούν σε λανθασμένο προσδιορισμό της αξίας ορισμένων στοιχείων του ισολογισμού π.χ του κυκλοφορούντος ενεργητικού. - 14 -
Τα συνηθέστερα λάθη που γίνονται κατά την απογραφή των αποθεμάτων είναι: α) Στην απογραφή των αποθεμάτων να συμπεριλήφθηκαν αποθέματα τα οποία δεν έχουν περιέλθει ακόμα στην κυριότητα της επιχείρησης και η αγορά τους δεν έχει απεικονιστεί στα λογιστικά βιβλία. Αυτό οδηγεί σε υπερεκτίμηση του αποθέματος λήξης, του μικτού κέρδους και του καθαρού προ φόρων αποτελέσματος. β) Στην απογραφή των αποθεμάτων να συμπεριλήφθηκαν αποθέματα τα οποία δεν έχουν περιέλθει ακόμα στην κυριότητα της επιχείρησης και η επί πιστώσει αγορά αυτών να έχει απεικονιστεί στα λογιστικά βιβλία. Αυτά τα δυο λάθη οδηγούν σε υπερεκτίμηση του αποθέματος λήξης, των αγορών και των πληρωτέων λογαριασμών. Τα μικτά και τα καθαρά αποτελέσματα της χρήσεως είναι ακριβή αφού το λάθος στα αποθέματα αντισταθμίζεται με το λάθος στη χρέωση των αγορών. Η μόνη συνέπεια από αυτά τα λάθη είναι ότι τα αποτελέσματα και οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις παρουσιάζονται στον ισολογισμό διογκωμένα κατά το ποσό αυτό. γ) στην απογραφή των αποθεμάτων δεν συμπεριλήφθηκαν αγαθά των οποίων η κυριότητα έχει αποκτηθεί από την επιχείρηση και η επί πιστώσει αγορά τους έχει απεικονιστεί στα λογιστικά βιβλία. Αυτό το λάθος οδηγεί σε υποεκτίμηση του τελικού αποθέματος και των μικτών και καθαρών προ φόρων αποτελεσμάτων κατά αυτό το ποσό. δ) στην απογραφή των αποθεμάτων δεν συμπεριλήφθηκαν αγαθά των οποίων η κυριότητα έχει αποκτηθεί από την επιχείρηση και η επί πιστώσει αγορά τους δεν έχει απεικονιστεί στα λογιστικά βιβλία. Αυτά τα δυο λάθη έχουν σαν αποτέλεσμα την υποεκτίμηση των αποθεμάτων λήξης των αγορών και των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Το προ φόρων αποτέλεσμα απεικονίζεται σωστά γιατί το λάθος στα αποθέματα αντισταθμίζεται με το λάθος στις αγορές. Η μόνη συνέπεια από αυτά τα λάθη είναι ότι τα αποτελέσματα και οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις παρουσιάζονται στον ισολογισμό υποεκτιμημένες κατά το ποσό αυτό (Σακέλλης, Ε. 1999) 2.2.2 Η σπουδαιότητα της απογραφής για το κύρος των βιβλίων Η φορολογική νομοθεσία δίνει μεγάλη βαρύτητα στη σωστή τήρηση του Βιβλίου Απογραφών και στη διενέργεια της πραγματικής απογραφής. Να πως αντιμετωπίζονται οι σχετικές παραλήψεις: - 15 -
α) Η μη σύνταξη απογραφής ενάρξεως συνιστά ανεπάρκεια των βιβλίων διότι γίνεται ανέφικτος ο υπολογισμός του αποτελέσματος με τη σύγκριση των απογραφών έναρξης και λήξης και ως εκ τούτου συνεπάγεται την απόρριψη των βιβλίων. β) Η μη τήρηση βιβλίου απογραφών όταν αυτό επιβάλλεται από τον Κ.Β.Σ συνεπάγεται απόρριψη των βιβλίων καθώς γίνεται ανέφικτος ο λογιστικός προσδιορισμός των κερδών. γ) Η μη τήρηση θεωρημένου βιβλίου απογραφών και η καταχώρηση της απογραφής σε ανεπίσημο βιβλίο οδηγεί σε απόρριψη των βιβλίων και εξεύρεση των κερδών εξωλογιστικά. δ) Η ανακριβής τήρηση του βιβλίου απογραφών συνιστά λόγω απόρριψης των βιβλίων. Το κύρος των βιβλίων δεν θίγεται στις περιπτώσεις παρατυπιών ή παραλήψεων που δεν οφείλονται σε πρόθεση απόκρυψης κερδών. ε) Η σοβαρή καθυστέρηση καταχώρησης της απογραφής συνιστά λόγω απόρριψης των βιβλίων μιας και καθιστά επισφαλή τα αποτελέσματα της επιχείρησης. Η μικρή καθυστέρηση όταν είναι δικαιολογημένη δεν θα πρέπει να οδηγεί σε απόρριψη των βιβλίων. στ) Η μη αναλυτική καταχώρηση της απογραφής δεν καθιστά ανέφικτο το λογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων, εφόσον τα αναλυτικά στοιχεία των εμπορευμάτων προκύπτουν από άλλα αναλυτικά ή βοηθητικά βιβλία π.χ το βιβλίο αποθήκης. (Σακέλλης, Ε. 1999) 2.3 Αγαθά που περιλαμβάνονται στα απογραφέντα αποθέματα 2.3.1 Γενικά Στην απογραφή τέλους χρήσεως πρέπει να περιλαμβάνονται όλα τα αγαθά των οποίων η επιχείρηση έχει την κυριότητα την ημέρα κλεισίματος του ισολογισμού, ανεξάρτητα το που βρίσκονται. Το κρίσιμο σημείο στη λογιστική καταχώρηση των αποθεμάτων κατά την απογραφή, είναι το σημείο στο οποίο η κυριότητα μεταβιβάζεται από την επιχείρηση στον πελάτη, εάν πρόκειται για πώληση, ή η στιγμή που η κυριότητα μεταβιβάζεται από τον προμηθευτή στην επιχείρηση, εάν πρόκειται για αγορά. Πολλές φορές είναι δύσκολο να αποσαφηνιστεί ποτέ μεταβιβάζεται η κυριότητα ενός αγαθού μιας και το νομικό καθεστώς των αγοραζόμενων και - 16 -
πωλούμενων προϊόντων είναι δύσκολο να αποσαφηνισθεί. Σε αυτές τις περιπτώσεις πρέπει να λαμβάνεται υπ όψιν η πρακτική που ακολουθούν τα δυο μέρη, η πρακτική του κλάδου, και άλλες ενδείξεις που μπορούν να αποσαφηνίσουν τη συγκεκριμένη περίπτωση. Με βάση τα παραπάνω φαίνεται ότι η επιχείρηση μπορεί να έχει στις αποθήκες της αγαθά τα οποία δεν βρίσκονται στην κυριότητα της την ημέρα της απογραφής, αλλά και αντίθετα αγαθά που ανήκουν στην κυριότητα της μπορεί να μην βρίσκονται στις αποθήκες τη μέρα αυτή. (Σακέλλης, Ε. 1999) 2.3.2 Τα υπό διαμετακόμιση αγαθά Στα υπό διαμετακόμιση αγαθά θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι όροι της πώλησης, προκείμενου να αποσαφηνιστεί αν τα αγορασμένα αγαθά πρέπει να συμπεριληφθούν στην απογραφή ή όχι. Αν τα αγαθά που αγόρασε η επιχείρηση φορτώθηκαν f.o.b destination, η κυριότητα των προϊόντων δεν μεταβιβάζεται στην αγοράστρια επιχείρηση μέχρι να παραλάβει τα αγαθά και επομένως δεν τα περιλαμβάνει στην απογραφή. Από την άλλη αν τα αγαθά φορτώθηκαν f.o.b shipping point, η κυριότητα περνά στην αγοράστρια επιχείρηση από τη στιγμή που παραδίδονται στον κοινό μεταφορέα και επομένως πρέπει να συμπεριληφθούν στην απογραφή. Σύμφωνα με το Ε.Γ.Λ.Σ τα αγοραζόμενα αγαθά περιλαμβάνονται στα αποθέματα μετά τη παραλαβή τους. Αν κατά το τέλος της χρήσης λαμβάνονται τιμολόγια για αγαθά που δεν έχουν παραληφθεί, αλλά έχουν φορτωθεί για λογαριασμό και με ευθύνη της επιχείρησης χρεώνεται ο λογαριασμός 36.02 «αγορές υπό παραλαβή» με πίστωση του λογαριασμού του προμηθευτή. Όταν παραληφθούν τα αγαθά τότε πιστώνεται ο 36.02 και χρεώνεται ο κατάλληλος λογαριασμός της ομάδας 2. Κατά τον Κ.Β.Σ η επιχείρηση πρέπει να καταχωρεί σε μεταβατικούς λογαριασμούς τα στοιχεία που λαμβάνει για αγαθά που έχει αγοράσει αλλά δεν έχει ακόμα παραλάβει, οι οποίοι τακτοποιούνται μετά την παραλαβή των αγαθών. Δηλαδή η εγγραφή θα πρέπει να γίνεται ανεξάρτητα αν η επιχείρηση έχει αποκτήσει ή όχι την κυριότητα των αγαθών. (Σακέλλης, Ε. 1999) - 17 -
2.3.3 Αγαθά που πωλήθηκαν από την επιχείρηση και δεν παραδόθηκαν στον αγοραστή Αν κατά την ημέρα της απογραφής η επιχείρηση έχει πωλήσει κάποια αγαθά αλλά χωρίς να έχουν παραληφθεί από τον πελάτη, τα αγαθά αυτά θα πρέπει να καταχωρηθούν στην απογραφή ως αγαθά τρίτων και όχι ως ίδια. Κατά το Ε.Γ.Λ.Σ θεωρούνται πωλημένα τα αγαθά που μένουν στην αποθήκη του πωλητή για φύλαξη. Σύμφωνα με τον Κ.Β.Σ που τα αγαθά που τίθενται στη διάθεση του αγοραστή χωρίς αυτά να φεύγουν από τις εγκαταστάσεις του πωλητή, θεωρούνται για τον αγοραστή «αποθέματα σε τρίτους» και για τον πωλητή «αποθέματα τρίτων» (Σακέλλης, Ε. 1999) 2.3.4 Αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους Αν κατά την μέρα της απογραφής η επιχείρηση έχει κάποια αγαθά σε υποκαταστήματα, πράκτορες, ή αντιπροσώπους της επιχείρησης για πώληση, αυτά πρέπει να περιλαμβάνονται στην απογραφή. Αντίθετα αγαθά που η κυριότητα τους ανήκει σε τρίτους, τα οποία κατά την ημέρα της απογραφής κατέχει η επιχείρηση για πώληση, ως αντιπρόσωπος του κύριου αυτών, δεν περιλαμβάνονται στα αποθέματα της επιχείρησης, αλλά καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών σε ιδιαίτερη ομάδα ως εμπορεύματα τρίτων. Σύμφωνα με το Ε.Γ.Λ.Σ τα αγαθά που βρίσκονται σε τρίτους για πώληση, για ενέχυρο ή για άλλους λόγους, καταχωρούνται ιδιαίτερα στην απογραφή, ενώ σύμφωνα με τον Κ.Β.Σ τα αποθέματα καταγράφονται στο βιβλίο απογραφών ή σε κατάσταση ξεχωριστά για κάθε αποθηκευτικό χώρο. (Σακέλλης, Ε. 1999) 2.4 Η απογραφή με τη μέθοδο της διαρκούς απογραφής Σύμφωνα Ε.Γ.Λ.Σ οι επιχειρήσεις που τηρούν τους λογαριασμούς των αποθεμάτων με τη μέθοδο της διαρκούς απογραφής έχουν το δικαίωμα αντί να κάνουν απογραφή για όλα τα αποθέματα στο τέλος της χρήσης, να εφαρμόζουν τη μέθοδο της διαρκούς απογραφής. Με αυτή τη μέθοδο η απογραφή του κάθε προϊόντος γίνεται μέσα στη χρήση και σε χρόνους που θα επιλέξει η ίδια η επιχείρηση αρκεί το κάθε προϊόν να απογράφεται τουλάχιστον μια φορά μέσα σε κάθε χρήση. Η αποτίμηση των αποθεμάτων που απογράφονται περιοδικά γίνεται στο τέλος της χρήσης και με βάση τα λογιστικά δεδομένα για τις ποσότητες των ειδών τη τελευταία εργάσιμη μέρα της χρήσης. (Αληφαντής, Γ. 2001) - 18 -
2.5 Η απογραφή αποθεμάτων που βρίσκονται σε χώρους εκτός του κεντρικού καταστήματος Πολλές φορές η επιχείρηση για να καλύψει τις ανάγκες της για αποθηκευτικούς χώρους, χρησιμοποιεί αποθηκευτικούς χώρους εκτός της έδρας της. Αυτές οι εγκαταστάσεις μπορεί να είναι υποκαταστήματα όπου μπορούν να γίνουν εμπορικές συναλλαγές ή διάφοροι άλλοι αποθηκευτικοί χώροι όπου δεν μπορούν να γίνονται συναλλαγές. Ο επιχειρηματίας που επιθυμεί να αποθηκεύσει αποθέματα εκτός του κεντρικού πρέπει να υποβάλλει δήλωση στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ εντός δέκα ημερών από τη έναρξη χρήσης τους. Στην περίπτωση που ο επιχειρηματίας δεν υποβάλλει τη παραπάνω δήλωση είναι πιθανό να μην γίνονται οι ελεγκτικές επαληθεύσεις και το αποτέλεσμα να εξάγεται εξωλογιστικά. Το Ε.Γ.Λ.Σ ορίζει ότι στη περίπτωση που η επιχείρηση μεταφέρει αποθέματα μεταξύ αποθηκευτικών χώρων που έχουν μεγάλη απόσταση μεταξύ τους τότε για να εξασφαλιστεί ο έλεγχος αυτών των διακινήσεων θα πρέπει να τηρούνται οι ενδιάμεσοι υπολογαριασμοί του λογαριασμού 94 «αποθέματα» της αναλυτικής λογιστικής. Οι υπολογαριασμοί αυτοί χρεώνονται όταν αποστέλλουμε αποθέματα με πίστωση των αναλυτικών μεριδίων του κάθε προϊόντος και πιστώνονται όταν παραλαμβάνουμε προϊόντα με χρέωση των αναλυτικών μεριδίων των ειδών της αποθήκης από την οποία τα παραλάβαμε. Σε περίπτωση που η αποστολή ή η παραλαβή αποθεμάτων γίνεται σε αποθήκες οι οποίες δεν τηρούν αναλυτική λογιστική τότε τηρούνται οι λογαριασμοί 99.01 «χορηγήσεις που λήφθηκαν σε αλλά καταστήματα ή υποκαταστήματα» και 99.02 «χορηγήσεις που δόθηκαν σε αλλά καταστήματα ή υποκαταστήματα». Αν δεν υπάρχουν καθυστερήσεις στην παραλαβή ή κάποια άλλη ανωμαλία τότε αυτοί οι ενδιάμεσοι λογαριασμοί θα πρέπει να είναι εξισωμένοι. Αν υπάρχουν υπόλοιπα σε αυτούς τους λογαριασμούς τότε θα πρέπει να διερευνηθεί η αιτία στην οποία οφείλονται αυτά τα υπόλοιπα. Σύμφωνα με τη βασική αρχή απογραφής αποθεμάτων, τα αποθέματα στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμού θα πρέπει να απογράφονται ξεχωριστά κατά υποκατάστημα και αποθηκευτικό χώρο. Τα αποθέματα τα οποία βρίσκονται σε αποθήκες εκτός του κεντρικού δεν θα πρέπει να συναθροίζονται με αυτά του κεντρικού ούτε να απογράφονται ενιαία. Σε αντίθετη περίπτωση θίγεται το κύρος των βιβλίων και οδηγούμαστε σε εξωλογιστικό προσδιορισμό του κόστους διότι γίνονται αδύνατες οι ελεγκτικές επαληθεύσεις. (Αληφαντής, Γ. 2001) - 19 -
2.6 Απογραφή αποθεμάτων υποκαταστημάτων Σαν υποκατάστημα θεωρείται οποιαδήποτε επαγγελματική εγκατάσταση στην οποία πραγματοποιείται οποιαδήποτε παραγωγική ή συναλλακτική διαδικασία. Η απλή παράδοση και παραλαβή εμπορευμάτων ή είσπραξη και πληρωμή ήδη πραγματοποιηθέντων συμβάσεων δεν αρκούν για να χαρακτηρίσουν ένα χώρο σαν υποκατάστημα αλλά σαν ένα απλό αποθηκευτικό χώρο. Η τήρηση βιβλίων υποκαταστημάτων δεν είναι υποχρεωτική στην περίπτωση α) που το υποκατάστημα στεγάζεται σε συνεχόμενο ή στο ίδιο κτιριακό χώρο με την έδρα ή άλλο υποκατάστημα και β) στις οποιεσδήποτε πρόσκαιρες εγκαταστάσεις όπως για παράδειγμα τα εργοτάξια στις κατασκευαστικές επιχειρήσεις, όπου τα στοιχεία των συναλλαγών αυτών των εγκαταστάσεων καταχωρούνται στα βιβλία της έδρας ή του υποκαταστήματος στο οποίο ανήκουν, το αργότερο μέχρι την 15 η μέρα του επόμενου μήνα. Για τα υποκαταστήματα τα οποία τηρούν βιβλία από τα οποία εξάγεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα η καταχώρηση των αποθεμάτων γίνεται σε θεωρημένο βιβλίο απογραφών και ισολογισμού που τηρεί το υποκατάστημα. Η καταχώρηση των ποσοτήτων των αποθεμάτων γίνεται ως την εικοστή μέρα του μεθεπόμενου από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου μήνα. Η εταιρία που έχει υποκαταστήματα ενσωματώνει τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού καθώς και τα στοιχεία εσόδων και εξόδων των υποκαταστημάτων στον ισολογισμό και στα αποτελέσματα χρήσης του κεντρικού καταστήματος. Ο ισολογισμός, ο λογαριασμός αποτελεσμάτων χρήσης και λογαριασμός εκμεταλλεύσεως καταχωρούνται στο βιβλίο απογραφών και ισολογισμού του κεντρικού καταστήματος. Στην περίπτωση των υποκαταστημάτων τα οποία τηρούν βιβλία από τα οποία δεν εξάγεται αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα τα αποθέματα καταχωρούνται κατ είδος, ποσότητα και μονάδα μέτρησης σε θεωρημένες διπλότυπες καταστάσεις όπου το ένα αντίτυπο αποστέλλεται στο κεντρικό κατάστημα για την ενημέρωση του βιβλίου απογραφών και ισολογισμού για την ποσοτική καταμέτρηση των αποθεμάτων και το άλλο αντίτυπο φυλάσσεται στο αρχείο του υποκαταστήματος. Πρέπει να σημειωθεί ότι σε αυτές τις καταστάσεις καταχωρούνται και τα αποθέματα αποθηκευτικών χώρων που ανήκουν στο υποκατάστημα. Στη συνέχεια η επιχείρηση θα αποτιμήσει τα απογραφέντα αποθέματα του υποκαταστήματος και με το σύνολο της αξίας που θα βρεθεί θα ενημερώσει το βιβλίο απογραφών και ισολογισμού. - 20 -
Για τα υποκαταστήματα που λειτουργούν στον ίδιο νομό ή σε απόσταση μικρότερη των 50 χιλιομέτρων από την έδρα και δεν εξάγουν αυτοτελές λογιστικό αποτέλεσμα από τα λογιστικά τους βιβλία η καταγραφή των αποτελεσμάτων γίνεται κατ ευθείαν στο βιβλίο απογραφών του κεντρικού αλλά διακεκριμένα. (Αληφαντής, Γ. 2001, Σακέλλης, Ε. 1999) 2.7 Απογραφή αποθεμάτων αποθηκευτικών χώρων Σύμφωνα με Κ.Β.Σ ως αποθήκη θεωρείται κάθε επαγγελματική εγκατάσταση στην οποία δεν εκδηλώνεται καμία συναλλακτική ή παραγωγική διαδικασία αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τη φύλαξη και αποθήκευση αγαθών. Από την αποθήκη γίνονται μόνο παραδόσεις ή παραλαβές αγαθών. Η έκδοση δελτίων αποστολής από την αποθήκη για αγαθά που παραδίνονται ή αποστέλλονται σε πελάτες της επιχείρησης με βάση το τιμολόγιο-δελτίο αποστολής της έδρας ή του κεντρικού δεν δίνει στην αποθήκη την έννοια του υποκαταστήματος. Ως ξεχωριστός αποθηκευτικός χώρος θεωρείται αυτός που διακρίνεται από κάποιον άλλο χωρικά αλλά και αυτοί που βρίσκονται στον ίδιο όροφο που όμως δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Αν οι εγκαταστάσεις της επιχείρησης βρίσκονται σε ένα ενιαίο χώρο χωρίς να υπάρχουν άλλες επιχειρήσεις μέσα στο κτίριο ή αν το κεντρικό κατάστημα επικοινωνεί με την αποθήκη με κάποια ιδιαίτερη είσοδο τότε θεωρείται σαν ενιαίος χώρος και δεν χρειάζεται ξεχωριστή απογραφή. Αν οι αποθηκευτικοί χώροι επικοινωνούν μέσω των κοινόχρηστων χώρων τότε η απογραφή γίνεται ξεχωριστά για κάθε αποθηκευτικό χώρο. Στη περίπτωση που κάποιος αποθηκευτικός χώρος αποδεδειγμένα δεν χρησιμοποιείται για αποθήκευση αγαθών, η επιχείρηση δεν είναι υποχρεωμένη να κάνει απογραφή στο χώρο αυτό. (Αληφαντής, Γ. 2001) 2.8 Απογραφή αποθεμάτων που στέλνονται σε τρίτους Τα αποθέματα που στέλνονται σε τρίτους για διαφόρους λόγους (π.χ προς αποθήκευση, προς πώληση, προς προσωρινή φύλαξη, ως ενέχυρο) παρακολουθούνται σε υπολογαριασμούς του λογαριασμού 94 «αποθέματα» και παρακολουθούνται αναλυτικά κατά ποσότητα, κατά αξία, κατά αποθηκευτικό χώρο ώστε να εξασφαλίζεται ανά πάσα στιγμή η σωστή πληροφόρηση για την αξία των αποθεμάτων που βρίσκονται σε τρίτους. Ο Κ.Β.Σ αναφέρει ότι τα αποθέματα που - 21 -
βρίσκονται σε τρίτους παρακολουθούνται για τον κάθε τρίτο ξεχωριστά και δεν απαιτείται η παρακολούθηση τους κατά αποθηκευτικό χώρο. (Αληφαντής, Γ. 2001, Σακέλλης, Ε. 1999) 2.9 Λογιστικοποίηση διαφορών απογραφής αποθεμάτων Αν διαπιστωθούν διαφορές ανάμεσα στα αποτελέσματα της απογραφής και τα στοιχεία των καθολικών των αποθεμάτων τότε αυτές λογιστικοποιούνται με χρεοπίστωση των λογαριασμών των αποθεμάτων με αντίστοιχη χρεοπίστωση των λογαριασμών 97.10.00.00 «Ελλείμματα» και 97.10.00.01 «Πλεονάσματα» της αναλυτικής λογιστικής. Αν στα μερίδια αποθήκης τηρούνται ιδιαίτερα στήλες πλεονασμάτων και ελλειμμάτων τότε μπορούν να χρησιμοποιηθούν αυτές και τα ελλείμματα θα καταχωρούνται προσθετικά στο τέλος της πιστώσεως. (Αληφαντής, Γ. 2001) - 22 -
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Ο : ΜΕΘΟΔΟΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗΣ ΑΠΟΘΕΜΑΤΩΝ 3.1 Γενικά Ως αποτίμηση ορίζουμε τη διαδικασία έκφρασης ενός περιουσιακού στοιχείου σε χρηματική αξία. Η αποτίμηση αποθεμάτων είναι η μετατροπή των ποσοτικών διακινήσεων ή της απογραφής ενός αποθέματος σε χρηματική αξία. Η αποτίμηση των αποθεμάτων είναι το σημαντικότερο και το δυσκολότερο στάδιο της απογραφής διότι ανάλογα τη μέθοδο αποτίμησης μπορούμε να εμφανίσουμε διαφορετικό αποτέλεσμα. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιούμε μεθόδους γνωστούς ως «μέθοδοι αποτίμησης αποθεμάτων» οι οποίες είναι οι εξής: (Βαρβάκης Κ. 2003, Μπαλής, Θ. 2001) 3.2 Η μέθοδος του μέσου κόστους Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται με δυο τρόπους ανάλογα αν η επιχείρηση εφαρμόζει α) περιοδική απογραφή ή β) διαρκή απογραφή. Στη μεν πρώτη περίπτωση της περιοδικής απογραφής ακολουθείται ο μέσος σταθμικός όρος ή μέσο σταθμικό κόστος, στη δε περίπτωση της διαρκούς απογραφής ακολουθείται η μέθοδος του κυκλοφοριακού μέσου όρου 3.2.1 Η μέθοδος του μέσου σταθμικού κόστους Η μέθοδος αυτή βασίζεται στην υπόθεση ότι οι μονάδες που πωλούνται προέρχονται τόσο από τα προηγούμενα αποθέματα όσο και από τις μεταγενέστερες αγορές. Το κόστος σχηματίζεται α) από το κόστος των αποθεμάτων στην αρχή της χρήσης και β) από το κόστος των αποθεμάτων που αγοράσθηκαν στην διάρκεια της περιόδου. Η μέθοδος αυτή είναι πιο κατάλληλη για επιχειρήσεις που προσδιορίζουν εσωλογιστικά τα αποτελέσματα τους. Με αυτή τη μέθοδο ανεξαρτοποιείται τόσο το κόστος όσο και το αποτέλεσμα κάθε περιόδου από τυχόν διακυμάνσεις των τιμών των πρώτων υλών που έγιναν σε προηγούμενες περιόδους. Για παράδειγμα : μονάδες τιμή κτήσης συνολικό κόστος αρχικό απόθεμα 1000 100 100000 αγορά α 1000 150 150000 αγορά β 2000 200 400000 σύνολο 4000 650000-23 -
Άρα ο μέσος σταθμικός όρος είναι : 650000:4000 = 162,5 Επομένως αν έχουμε πωλήσει 2000 μονάδες θα έχουμε : Κόστος πωληθέντων : 2000Χ162,5 = 325000 Κόστος μενόντων αποθεμάτων : 2000Χ162,5 = 325000 3.2.2 Η μέθοδος του κυκλοφοριακού μέσου όρου Με τη μέθοδο αυτή η μέση τιμή βρίσκεται έπειτα από κάθε νέα αγορά. Προϋποθέτει ακριβή τήρηση αναλυτικών καθολικών. Με αυτή τη μέθοδο ανανεώνεται συνεχώς η μέση τιμή η οποία συγκλίνει συνεχώς με τη τρέχουσα τιμή και υπολογίζεται από την αξία των προηγούμενων αποθεμάτων συν την αξία των νέοεισαχθέντων αποθεμάτων διαιρεμένο με το άθροισμα των μονάδων πριν και μετά την εισαγωγή. Αυτή η μέση τιμή χρησιμοποιείται για την αποτίμηση των εξαγόμενων προϊόντων προς ανάλωση, προς πώληση, ή διακίνηση τους σε αποθηκευτικούς χώρους, που γίνονται μέχρι να υπάρξει νέα εισαγωγή όπου θα υπολογισθεί νέα μέση τιμή. Αγορά α 2000 τεμ x100 = 200000 Πώληση 500 τεμ Υπόλοιπο 1500 τεμ x100 = 150000 Αγορά β 1000 τεμ x120 = 120000 Υπόλοιπο 2500 τεμ x 108= 270000 Άρα μέση σταθμική τιμή =270000:2500 = 108 Η μέθοδος αυτή όταν χρησιμοποιείται από εμπορικές επιχειρήσεις χρησιμεύει αφ ενός στο προσδιορισμό με μεγάλη ακρίβεια της τιμής των αποθεμάτων, αφ ετέρου στο προσδιορισμό του κατά εμπορεύματος, κλάδου, τομέα ή υπευθύνου μικτού αποτελέσματος. Όταν χρησιμοποιείται από μεταποιητικές επιχειρήσεις βοηθά στον έλεγχο του κατ αξία και ποσοτικού όγκου των αποθεμάτων. (Βαρβάκης, Κ 2003, Μπαλής, Θ. 2001) 3.3 Η μέθοδος σειράς εξάντλησης αποθεμάτων (FIFO) Η μέθοδος αυτή βασίζεται στη λογική ότι τα υλικά αγαθά που αγοράσθηκαν πρώτα πωλούνται πρώτα. Με αυτό το τρόπο οι τιμές των αποθεμάτων της απογραφής προσεγγίζουν τις τρέχουσες τιμές των αποθεμάτων μιας και προέρχονται από τις - 24 -
τελευταίες αγορές. Με αυτή τη μέθοδο το κόστος των πωληθέντων εμφανίζεται στο κόστος κτήσης τους που σημαίνει ότι δεν υπάρχει σωστή αντιστοιχία μεταξύ κόστους και κερδών. Επομένως αυτή η μέθοδος υπερεκτιμά τα κέρδη της επιχείρησης (αυξάνοντας τον φόρο εισοδήματος) όταν υπάρχει άνοδος τιμών και τα υποτιμά (μειώνοντας τον φόρο εισοδήματος ) όταν υπάρχει πτώση τους. Για παράδειγμα : Έστω ότι στο παράδειγμα του μέσου σταθμικού κόστους πωλήθηκαν 3000 τεμάχια και έμειναν 1000 άρα θα έχουμε : 1000 τεμ από το αρχικό απόθεμα 1000 τεμ από τη πρώτη αγορά 1000 τεμ (από τα 2000) από τη δεύτερη αγορά επομένως κόστος τελικού αποθέματος = 1000Χ200 =200000 άρα το κόστος κτήσης των πωληθέντων θα είναι : αξία αρχικών αποθεμάτων 100000 + αξία αγορών +550000 σύνολο 650000 -αξία τελικού αποθέματος -200000 τιμή κτήσης πωληθέντων 450000 (Μπαλής, Θ. 2001, Βούλγαρη-Παπαγεωργίου, Ε. 2004) 3.4 Η μέθοδος της αντιστρόφου σειράς εξαντλήσεως (LIFO) Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην υπόθεση ότι τα αποθέματα που αγοράσθηκαν τελευταία εξάγονται πρώτα. Κατά κύριο λόγο εφαρμόζεται από επιχειρήσεις που κοστολογούν κατά παραγωγική διαδικασία αλλά εμφανίζει πολλά προβλήματα κυρίως λόγω αφύσικης ροής αποθεμάτων, απόκλισης από τη τρέχουσα τιμή και διάθεσης πεπαλαιωμένων αποθεμάτων. Το βασικό της πλεονέκτημα είναι ότι τιμή κτήσης των πωληθέντων βασίζεται στις τρέχουσες τιμές των αγορών και μπορεί να συγκριθεί καλύτερα με τα έσοδα των πωλήσεων. Αυτή η μέθοδος ενδείκνυται για περιόδους έντονου πληθωρισμού διότι εμφανίζει λιγότερα κέρδη με αποτέλεσμα να μειώνει το φόρο εισοδήματος. - 25 -
Για παράδειγμα : Από το προηγούμενο παράδειγμα της FIFO έχουμε: Από τα 4000 τεμάχια που είχαμε πουλήσει τα 3000, τα οποία προέρχονται 2000 από τη δεύτερη αγορά και 1000 από την πρώτη ενώ μένουν ανέπαφα τα αρχικά αποθέματα. Επομένως θα έχουμε: Κόστος μενόντων αποθεμάτων 1000Χ100 =100000 Επομένως η αξία κτήσης των πωληθέντων θα είναι: Αξία αρχικού αποθέματος 100000 +αξία αγορών +550000 σύνολο 650000 -αξία τελικού αποθέματος -100000 αξία κτήσης πωληθέντων 550000 (Μπαλής, Θ. 2001, Βούλγαρη-Παπαγεωργίου, Ε. 2004) 3.5 Η μέθοδος NIFO (NEXT IN FIRST OUT) Σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο η αποτίμηση των πωλούμενων προϊόντων γίνεται στη τιμή αντικαταστάσεως τους και όχι στη τιμή της αγοράς τους. Για παράδειγμα έστω ότι αγοράσουμε ένα προϊόν 1000 ευρω και το πουλάμε 1500. Όταν χρειαστεί να το αντικαταστήσουμε και το αγοράσουμε 1100 ευρω τότε το πουλημένο προϊόν θα αποτιμηθεί στη τιμή των 1100 ευρω οπότε το κέρδος από τη πώληση θα είναι 400 και όχι 500 ευρω. Συμπεραίνουμε επομένως ότι η NIFO δεν χρησιμοποιείται για την αποτίμηση των αποθεμάτων αλλά για την αποτίμηση των πωληθέντων. (Βαρβάκης Κ. 2003) 3.6 Μέθοδοι προσδιορισμού αποθεμάτων κατ εκτίμηση Υπάρχει η μέθοδος α) του μικτού κέρδους και β) η μέθοδος του λιανικού εμπορίου. 3.6.1 Η μέθοδος του μικτού κέρδους Η μέθοδος αυτή βασίζεται στο ποσοστό μικτού κέρδους επί των πωλήσεων. Η μέθοδος αυτή δεν γίνεται αποδεκτή από το Εθνικό Συμβούλιο Λογιστικής διότι α) δεν περιλαμβάνεται στις χρησιμοποιούμενες μεθόδους που αναφέρει το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο Νο 2 και β) έχει σαν μειονέκτημα ότι το κόστος των μενόντων υπολογίζεται μόνο κατά προσέγγιση. Αυτή η μέθοδος γίνεται αποδεκτή μόνο στις - 26 -
περιπτώσεις που νομίμως δεν τηρείται αποθήκη για την αξία και την ποσότητα των εισαγωγών, οπότε αναγκαστικά αποτελεί τον καλύτερο τρόπο υπολογισμού της αξίας κτήσεως των αποθεμάτων της απογραφής. Το ποσοστό μικτού κέρδους υπολογίζεται από τον τύπο : Ποσοστό μικτού κέρδους = μικτό κέρδος : πωλήσεις Όπου μικτό κέρδος = πωλήσεις κόστος πωληθέντων 3.6.2 Η μέθοδος των λιανικών τιμών πώλησης Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στο ποσοστό συμμετοχής του κόστους στη τιμή πώλησης και προϋποθέτει την τήρηση αρχείων τόσο στις τιμές πώλησης όσο και στις τιμές του κόστους και υπολογίζεται από τον τύπο : Ποσοστό κόστους = κόστος εμπορευμάτων προς πώληση : λιανικές τιμές εμπορευμάτων προς πώληση Η μέθοδος χρησιμοποιείται στις περιοδικές απογραφές αλλά και στον έλεγχο των τελικών αποθεμάτων. Χρησιμοποιείται ευρέως από μεγάλα εμπορικά καταστήματα που έχουν πολύ μεγάλη ποικιλία αποθεμάτων και παρουσιάζεται δυσκολία στην απογραφή τους, για τον κατά προσέγγιση υπολογισμό αποθεμάτων αλλά και για την επαλήθευση των άλλων μεθόδων αποτίμησης. (Μπαλής, Θ. 2001) 3.7 Η μέθοδος του εξατομικευμένου κόστους Με αυτή τη μέθοδο μπορούμε να παρακολουθήσουμε το κάθε αγαθό ξεχωριστά όχι μόνο κατ είδος αλλά και κατά παρτίδες παραγωγής ή αγοράς. Κατά την αποτίμηση της απογραφής τα προϊόντα αυτά αναλύονται σε ποσότητες κατά παρτίδα από την οποία προέρχονται και αποτιμώνται στο κόστος της δικής τους παρτίδας, ανεξάρτητα από το χρόνο παραγωγής ή αγοράς τους. Η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται κυρίως σε ακριβά προϊόντα όπως πλοία ή αυτοκίνητα. Τα προϊόντα καταγράφονται κατά τεμάχιο ή παρτίδα όταν αγοράζονται ή παράγονται. Με αυτό το τρόπο υπολογίζεται το πραγματικό κόστος ή τιμή κτίσης των μενόντων και των πωληθέντων. Π.χ Μια αντιπροσωπεία αυτοκίνητων στην απογραφή της 31/12/2002 κατέγραψε 10 αυτοκίνητα μάρκας Α τα οποία προέρχονταν από την αγορά της 31/3, 3 τεμάχια - 27 -
προς 8.000 ευρώ το τεμάχιο, από την αγορά της 20/5, 2 τεμάχια προς 10.000 ευρώ το ένα και από την αγορά της 11/6, 5 τεμάχια προς 9.000 ευρώ το ένα. Επομένως η τιμή κτίσης των αποθεμάτων σύμφωνα με τη μέθοδο του εξατομικευμένου κόστους θα είναι: 3 Χ 8.000 = 24.000 ευρώ 2 Χ 10.000 = 20.000 ευρώ 5 Χ 9.000 = 45.000 ευρώ 10 τεμ. αξίας 89.000 ευρώ Αν οι συνολικές αγορές για αυτοκίνητα της μάρκας Α ήταν για όλο το χρόνο 250.000 ευρώ και στην αρχή της χρήσης δεν υπήρχε καθόλου απόθεμα τότε η τιμή κτήσης των πωληθέντων είναι: Αγορές -Αξία τελικού αποθέματος 250.000 ευρώ -89.000 ευρώ 161.000 ευρώ Αν και αυτή η μέθοδος φαίνεται λογική έχει δυο βασικά μειονεκτήματα: α) είναι δύσκολη και προκαλεί προβλήματα σε πολλές περιπτώσεις η παρακολούθηση των αγορών και των πωλήσεων ή αναλώσεων για κάθε είδος ξεχωριστά και β) όταν η επιχείρηση έχει να κάνει με παρόμοια είδη, η απόφαση για το ποιο θα πουλήσει ή θα αναλώσει πρώτα, μπορεί να οδηγήσει σε αυθαιρεσίες. Η επιχείρηση μπορεί να αυξήσει ή μειώσει τα κέρδη της ανάλογα αν διαλέγει να πώληση υψηλού ή χαμηλού κόστους προϊόντα. (Βούλγαρη-Παπαγεωργίου, Ε. 2004) 3.8 Η μέθοδος του μεταβλητού ή άμεσου κόστους Σε αυτή τη μέθοδο τα αποθέματα δεν επιβαρύνονται με το σταθερό κόστος αλλά μόνο με το μεταβλητό. Έτσι το σταθερό κόστος επιβαρύνει μόνο τα πωληθέντα αγαθά και όχι τα αποθέματα, επιβαρύνοντας μόνο τα έσοδα και όχι το κόστος των αποθεμάτων. Παρόλο που αυτή η μέθοδος αυτή δεν εφαρμόζεται στην Ελλάδα βοήθα σημαντικά στον προγραμματισμό της παραγωγής και στον έλεγχο του κόστους. (Μπαλής, Θ. 2001) - 28 -
3.9 Η μέθοδος του πρότυπου κόστους. Το πρότυπο κόστος είναι ουσιαστικά προϋπολογιστικό κόστος, καθορίζονται δηλαδή πριν τη παραγωγή οι πρότυπες τιμές και ποσότητες των στοιχείων του κόστους (πρώτες και βοηθητικές ύλες, άμεση εργασία και γενικά βιομηχανικά έξοδα). Η μέθοδος αυτή βοηθά στο να μη υπάρχουν περιττά έξοδα κατά τη παραγωγική διαδικασία. Το Ελληνικό Γενικό Λογιστικό Σχέδιο δέχεται αυτή τη μέθοδο με τη προϋπόθεση ότι οι διαφορές που θα υπάρξουν μεταξύ πρότυπου και ιστορικού κόστους θα κατανέμονται ανάλογα στα μένοντα και πωληθέντα αποθέματα και θα εμφανίζονται σε ειδικούς λογαριασμούς κατά την απογραφή. H χρήση αυτής της μεθόδου προϋποθέτει να υπάρχει καλή οργάνωση και εξειδικευμένο προσωπικό. Για την κατάρτιση του πρότυπου κόστους θα πρέπει να γίνουν κάποιες μετρήσεις και υπολογισμοί. Οι μετρήσεις περιλαμβάνουν α) την ποσότητα των υλικών που αναλώνονται άμεσα στη παραγωγή της μονάδας του προϊόντος β) τον χρόνο άμεσης εργασίας που χρειάζεται για την παραγωγή της μονάδας προϊόντος και γ) την ποσότητα των λοιπών στοιχείων κόστους π.χ ηλεκτρικό ρεύμα που χρειάζονται κατά μονάδα δραστηριότητας. Οι υπολογισμοί περιλαμβάνουν α) το ύψος των λοιπών εξόδων κατά μονάδα δραστηριότητας ή για μια ολόκληρη κοστολογική περίοδο β) την τιμή της μονάδας των άμεσων υλικών γ) την τιμή μονάδας της άμεσης εργασίας δ) των τιμών μονάδας των λοιπών συστατικών στοιχείων και ε) τον προσδιορισμό του πρότυπου βαθμού απασχόλησης, για την περίοδο που ισχύει το πρότυπο κόστος που καταρτίζεται, που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό του κατά μονάδα προϊόντος ή δραστηριότητας πρότυπου συντελεστή επιβάρυνσης με σταθερό κόστος. (Βαρβάκης Κ. 2001, Μπαλής, Θ. 2001, Βούλγαρη-Παπαγεωργίου, Ε. 2004) 3.10 Η μέθοδος του βασικού αποθέματος Οι μεγάλες οργανωμένες επιχειρήσεις είτε εμπορικές είτε βιομηχανικές θα πρέπει να διατηρούν στις αποθήκες ένα ελάχιστο απόθεμα ασφαλείας ώστε να μπορούν να λειτουργούν ομαλά. Πολλές όμως επιχειρήσεις διατηρούν επιπλέον αποθέματα ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε μελλοντικές ανάγκες πωλήσεων. Επομένως έχουμε το βασικό απόθεμα το οποίο αποτιμάται στη τιμή κτίσης του και το υπεραπόθεμα το οποίο αποτιμάται με τις μεθόδους που περιγράψαμε παραπάνω ( FIFO, LIFO κτλ). Το Ε.Γ.Λ.Σ δέχεται αυτή τη μέθοδο και επιπλέον δέχεται ότι αν δεν υπάρχει σημαντική - 29 -
διαφορά στα αποθέματα από χρήση σε χρήση τότε μπορούμε να τα λάβουμε ολόκληρα σαν βασικό απόθεμα και να τα αποτιμήσουμε στη τιμή κτήσης τους. π.χ Έστω για ένα εμπόρευμα το βασικό απόθεμα είναι 3000 μονάδες με αξία κτήσης 100 ευρω ανά μονάδα: -βασικό απόθεμα 3.000 Χ 100 = 300.000 -τελικό βασικό απόθεμα 3.000 Χ 100 = 300.000 -έλλειμμα (λόγω ότι τελικό απόθεμα είναι μικρότερο από το βασικό) 1.000 Χ 130 = -130.000 -αξία τελικού αποθέματος 2.000 170.000 Επειδή η τρέχουσα τιμή αγοράς για το τελικό απόθεμα είναι : 2.000 Χ 135 = 270.000 ευρω θα γίνει η αποτίμηση στη μικρότερη τιμή που δίνει η μέθοδος του βασικού αποθέματος. (Μπαλής, Θ. 2001-Βούλγαρη-Παπαγεωργίου, Ε. 2004) 3.11 Η μέθοδος αποτίμησης στη τρέχουσα τιμή Η μέθοδος αυτή απογραφής των αποθεμάτων στην τρέχουσα τιμή ή τιμή αντικαταστάσεως έχει σαν στόχους : 1) Στον προσδιορισμό του κόστους χωρίς την επίδραση της μεταβολής των τιμών των στοιχείων που απαρτίζουν τα αποθέματα αφού αποτιμώνται σε τρέχουσες τιμές τον χρόνο που γίνεται η αποτίμηση. 2) Στον διαχωρισμό του κόστους και των αποτελεσμάτων διαφόρων τομέων της επιχείρησης οι οποίοι παράγουν προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούνται σαν πρώτη ύλη από άλλους τομείς της επιχείρησης ενώ θα μπορούσαν να πωληθούν σαν τελικά προϊόντα στην αγορά. 3) Τη βοήθεια στη λήψη αποφάσεων όπως τη τιμή πώλησης, την περαιτέρω επεξεργασία ενός προϊόντος ή πώληση του στην κατάσταση που βρίσκεται, τον προσδιορισμό του κόστους λειτουργίας και παραγωγής και την αντιμετώπιση του ανταγωνισμού. (Βαρβάκης Κ. 2003) - 30 -