www.inlaw.gr Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ποινικό 3-71 [ 2 ]
ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ Αδικήµατα - Αγορανοµικά αδικήµατα Αριθµός απόφασης: 851 Έτος: 2009 - Αγορανοµικά αδικήµατα. Νόθευση καυσίµων. Έλεγχος. ειγµατοληψία. Ένδικα µέσα. Αναστολή ποινική δίωξης. Απόλυτη ακυρότητα. - Κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδαφ. γ' του ΚΠ απόλυτη ακυρότητα, η οποία κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ίδιου Κώδικα ιδρύει λόγο αναίρεσης της απόφασης, επιφέρει και η µη τήρηση των διατάξεων, οι οποίες καθορίζουν την αναστολή της ποινικής διώξεως στις περιπτώσεις εκείνες που υποχρεωτικά την επιτάσσει ο νόµος. Τέτοια περίπτωση προβλέπει η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 1 και 3 του Ν 136/1946 "περί Αγορανοµικού Κώδικος" κατά την οποία "ο κύριος του δείγµατος ή ο εξ ου ηγόρασε τρίτος τούτο, δύναται να υποβάλη έφεσιν κατά του αποτελέσµατος της πρώτης εξετάσεως επιδιδόµενην εντός 48 ωρών από της εις εκάτερον των ενδιαφεροµένων επιδόσεως... Η προθεσµία της εφέσεως και η άσκησης ταύτης αναστέλλει την διαδικασίαν της ποινικής διώξεως". Κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 27 και 28 του Ν 136/1946 "περί Αγορανοµικού Κωδικός" και των σχετικών Υπουργικών Αποφάσεων, οι οποίες εκδίδονται, κατ` εξουσιοδότηση νόµου, και καθορίζουν τη διαδικασία λήψεως δειγµάτων για χηµική εξέταση, τη διαδικασία και τον τρόπο της εξετάσεως αυτών σε πρώτο και δεύτερο βαθµό, ανάγονται στην προδικασία της σχετικής µε τα αγορανοµικά αδικήµατα ποινικής διώξεως και οι από την παραβίασή τους ακυρότητες δεν αποτελούν λόγο αναιρέσεως, κατά το προµνηµονευόµενο άρθρο 510 παρ. 1 του Κ.Π.. - Όπως προκύπτει, από τις αυτές πιο πάνω διατάξεις του Αγορανοµικού Κώδικα και των εκδοθεισών κατ' εξουσιοδότηση αυτού Υπουργικών Αποφάσεων µετά γνώµη του Ανώτατου Χηµικού Συµβουλίου (ΑΧΣ 1166/1993, αρ. 12-13, 19, 20 του Κώδικα Τροφίµων και Ποτών (ΥΑ 1100/87), κατ' εξαίρεση, δεν απαιτείται η επίδοση του αποτελέσµατος της εξετάσεως στον ενδιαφερόµενο, αν πρόκειται για ευαλλοίωτα τρόφιµα και ποτά, διότι η αρµοδία χηµική υπηρεσία, η οποία επιλαµβάνεται τάχιστα της χηµικής εξετάσεως του πρώτου από τα δύο ληφθέντα δείγµατα, εφόσον δε προκύπτει ότι το εξετασθέν δείγµα είναι νοθευµένο ή ακατάλληλο προς βρώση και ότι γενικώς δεν πληροί τους όρους των σχετικών διατάξεων του Κώδικα περί τροφίµων, ποτών κ.λ.π. προβαίνει αυτεπαγγέλτως και άνευ ασκήσεως από τον ενδιαφερόµενο της προβλεπόµενης εφέσεως, στην εξέταση του δεύτερου δείγµατος, εκτός εάν στο πρωτόκολλο δειγµατοληψίας ρητώς αναγράφεται από τον ενδιαφερόµενο ότι δεν επιθυµεί την κατ' έφεση εξέταση του ληφθέντος δείγµατος. Τα υγρά καύσιµα εξετάζονται µε την πιο πάνω διαδικασία των ευαλλοιώτων ειδών, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στην 548/1998 ΥΑ Οικονοµικών και Ανάπτυξης (ΦΕΚ 127/18-2-1999) "Υγρά καύσιµα - Εξέταση µε τη διαδικασία των ευαλλοιώτων ειδών". Συνεπώς και επί υγρών καυσίµων δεν απαιτείται η επίδοση του αποτελέσµατος της εξετάσεως του πρώτου δείγµατος, καθόσον η εξέταση του δευτέρου δείγµατος γίνεται αυτεπαγγέλτως και άνευ ασκήσεως εφέσεως από τον ενδιαφερόµενο, εφόσον ο κάτοχος του δείγµατος δηλώσει εγγράφως στο πρωτόκολλο δειγµατοληψίας ότι επιθυµεί την κατ' έφεση εξέταση του δεύτερου δείγµατος. Οι δειγµατίζουσες δε Αρχές πρέπει να παραδόσουν εντός τριών εργασίµων ηµερών το αργότερο τα λαµβανόµενα υπ' αυτών δείγµατα στις πλησιέστερες Χηµικές Υπηρεσίες, σύµφωνα
µε τις διατάξεις του Αγορανοµικού Κώδικα. Τυχόν ακυρότητα της δειγµατοληψίας, διότι παραβιάστηκε η προθεσµία αυτή, είναι σχετική και αφορά την προδικασία, δεδοµένου ότι ανάγεται στον τρόπο εξετάσεως του δείγµατος, και, εποµένως, όπως προεκτέθηκε, δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ. 1 του ΚΠ. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Α, Ν : 136/1946, άρθ. 27, 28, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικήµατα - Έκρηξη Αριθµός απόφασης: 992 Έτος: 2008 - Έκρηξη. Βαριά σωµατική βλάβη. Απλός συνεργός.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 270 εδ. β' ΠΚ, "Όποιος µε πρόθεση προξενεί έκρηξη µε οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως µε τη χρήση εκρηκτικών υλών, τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και µε χρηµατική ποινή τουλάχιστον 100.000 µεταλλικών δραχµών (290 ευρώ) αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ή κίνδυνος σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τον απαρτισµό της έννοιας της κακουργηµατικής αυτής µορφής του εγκλήµατος της εκρήξεως, το οποίο αποτελεί έγκληµα συγκεκριµένης διακινδυνεύσεως, απαιτείται, αντικειµενικώς, πρόκληση εκρήξεως µε οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως µε τη χρήση εκρηκτικών υλών και από αυτήν (έκρηξη) πρόκληση κινδύνου για άνθρωπο ή σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, υποκειµενικώς δε, δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει, αφενός, τη γνώση από το δράστη, έστω και µε την έννοια της αµφιβολίας, της εκρηκτικής ιδιότητας της χρησιµοποιούµενης ύλης και της καταλληλότητας αυτής (προσφορότητας - πιθανότητας) να προκαλέσει µε την έκρηξη κίνδυνο για άνθρωπο ή σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας και, αφετέρου, τη θέληση ή αποδοχή να προκαλέσει έκρηξη και εξ αυτής διακινδύνευση των ανωτέρω εννόµων αγαθών. - Κατά το άρθρο 310 ΠΚ, αν η πράξη του άρθρου 308 του ίδιου Κώδικα είχε επακόλουθο τη βαριά σωµατική ή διανοητική πάθηση του παθόντος επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών (παράγραφος 1) και αν ο υπαίτιος επιδίωκε το αποτέλεσµα που προξένησε, τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών (παράγραφος 3). Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασµό µε εκείνη του άρθρου 308 ΠΚ, που προβλέπει και τιµωρεί την απλή σωµατική βλάβη, προκύπτει ότι το έγκληµα της βαριάς σωµατικής βλάβης είναι έγκληµα χαρακτηριζόµενο από το αποτέλεσµα και για τη στοιχειοθέτησή του απαιτείται ο υπαίτιος να προξενήσει µε πρόθεση σε άλλον σωµατική κάκωση ή βλάβη της υγείας, που έχει ως επακόλουθο βαριά σωµατική ή διανοητική πάθησή του, όπως αυτή προσδιορίζεται ενδεικτικώς στην παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου και, αν µεν το επακόλουθο αυτό επιδιώκετο από το δράστη, τιµωρείται σε βαθµό κακουργήµατος µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών, αν δε αυτό µπορεί να αποδοθεί σε αµέλειά του (άρθρο 29 ΠΚ), τιµωρείται σε βαθµό πληµµελήµατος µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών. - Κατά το άρθρο 47 παράγραφος 1 του ίδιου Κώδικα, "όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1 στοιχ. β' του προηγούµενου άρθρου, παρέσχε µε πρόθεση σε άλλον οποιαδήποτε συνδροµή πριν από την τέλεση ή κατά την τέλεση της άδικης πράξης που διέπραξε, τιµωρείται ως συνεργός µε ποινή ελαττωµένη (άρθρο 83). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση της απλής [4]
συνέργειας απαιτείται, αντικειµενικώς, παροχή στον αυτουργό πριν από την τέλεση της άδικης πράξης οποιασδήποτε συνδροµής, υλικής ή ψυχικής, η οποία συµβάλλει στην τέλεση της εν λόγω άδικης πράξης ή κατά την τέλεση αυτής, εφόσον όµως στην τελευταία περίπτωση η παροχή της συνδροµής δεν είναι άµεση, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει, αφενός µεν, τη γνώση, έστω και µε την έννοια της αµφιβολίας, της τελέσεως ορισµένης άδικης πράξης από τον αυτουργό και, αφετέρου, τη θέληση ή την αποδοχή όπως συµβάλλει µε τη δική του συνδροµή στη τέλεση της πράξεως αυτής. Όταν όµως για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος απαιτείται άµεσος ή υπερχειλής δόλος, απαιτείται ο δόλος αυτός να συντρέχει και στο πρόσωπο του απλού συνεργού. Ψυχική δε συνδροµή αποτελεί και η ενίσχυση και ενθάρρυνση του αυτουργού στην απόφαση που έχει πάρει να τελέσει ορισµένο έγκληµα, που µπορεί να πραγµατωθεί µε την απλή παρουσία του συνεργού στον τόπο της πράξης ή µε την παροχή σ' αυτόν πριν από την πράξη υπόσχεσης για βοήθεια µετά την τέλεση της πράξης ή και συγκάλυψη αυτής και απόκρυψη των αντικειµένων της. - Η καταδικαστική απόφαση, έχει την απαιτούµενη κατά το άρθρο 93 παράγραφος 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, όπως το τελευταίο τροποποιήθηκε µε το άρθρο 2 παράγραφος 5 του Ν.2408/1996, ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 περ. ' του Κ.Π.. λόγο αναιρέσεως, όταν σ' αυτή περιέχονται µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο, σχετικά µε τα υποκειµενικά και τα αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις, µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά, στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ιδιαίτερη αιτιολόγηση για την ύπαρξη του δόλου, δεν είναι κατ' αρχήν αναγκαία, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των περιστατικών που συγκροτούν την αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τελέσεως του, διαλαµβάνεται δε περί αυτού (δόλου) αιτιολογία, στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, εκτός αν αξιώνονται από το νόµο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειµενική υπόσταση του εγκλήµατος, όπως η εν γνώσει ορισµένου περιστατικού τέλεση της πράξεως (άµεσος δόλος) ή ορισµένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήµατα µε υπερχειλή υποκειµενική υπόσταση). Ιδιαίτερη αιτιολόγηση επιβάλλεται επίσης, για την απόρριψη των αυτοτελών ισχυρισµών. Τέτοιοι ισχυρισµοί είναι εκείνοι που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 170 παράγραφος 2 και 333 παράγραφος 2 του Κ.Π.. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή την άρση ή µείωση της ικανότητας προς καταλογισµό ή την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη µείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισµού, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί διαφορετικά ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, για έλλειψη αιτιολογίας, ενώ η µη απάντηση στον ισχυρισµό, συνιστά έλλειψη ακρόασης κατά το άρθρο 170 παράγραφος 2 του ίδιου Κώδικα και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, εκ του άρθρου 510 παράγραφος 1 περ. Β' του Κ.Π.. Όταν όµως ο αυτοτελής ισχυρισµός δεν προβάλλεται κατά τρόπο πλήρη και ορισµένο ή ο φερόµενος ως αυτοτελής ισχυρισµός, δεν είναι στην πραγµατικότητα αυτοτελής, κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αλλά αρνητικός της κατηγορίας, το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει, ούτε να διαλάβει στην απόφαση του ιδιαίτερη αιτιολόγηση, αφού δεν υπάρχει υποχρέωση απαντήσεως σε αόριστο ισχυρισµό, ενώ αιτιολογία για τους αρνητικούς της κατηγορίας ισχυρισµούς, εµπεριέχεται εκ των πραγµάτων στην κύρια αιτιολογία της απόφασης για την ενοχή. Ως προς τα αποδεικτικά µέσα, ειδικότερα, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο προσδιορισµός τους γενικώς, κατά το είδος τους, χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τί [5]
προκύπτει από το καθένα χωριστά. Πρέπει όµως να προκύπτει ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίµησε όλα τα αποδεικτικά µέσα -και όχι µόνο µερικά από αυτά, προκειµένου να µορφώσει την καταδικαστική για τον κατηγορούµενο κρίση του. εν αποτελεί όµως λόγο αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. ΠΚ: 29, 47, 270, 308, 310, ΚΠ : 170, 333, 369, 510 παρ. 1 περ., Αδικήµατα - Εµπρησµός Αριθµός απόφασης: 294 Έτος: 2011 - Εµπρησµός. Έκρηξη. Κατοχή εκρηκτικών υλών. Έννοια και ποινή της απόπειρας. Ηθικός αυτουργός. - Κατά τις διατάξεις του άρθρου 264 του ΠΚ, "όποιος µε πρόθεση προξενεί πυρκαγιά τιµωρείται: α) µε φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα, β) µε κάθειρξη, αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για άνθρωπο". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το έγκληµα αυτό τελείται, όταν από µία ενέργεια του δράστη προξενείται πυρκαγιά, δηλαδή όταν εκραγεί πυρ οπωσδήποτε σηµαντικό και όχι συνηθισµένης εκτάσεως µε τάση εξαπλώσεως και χωρίς να µπορεί εύκολα να κατασβησθεί, από το οποίο είναι δυνατόν να προκύψει κίνδυνος σε ένα ευρύτερο και απροσδιόριστο κύκλο έννοµων αγαθών ή σε άνθρωπο. Υποκειµενικώς απαιτείται δόλος, που συνίσταται στη θέληση να προξενηθεί πυρκαγιά και στη γνώση ότι από αυτή µπορεί να προκληθεί κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα ή κίνδυνος για άνθρωπο. Ενδεχόµενος δόλος αρκεί. Από το γεγονός ότι σε συγκεκριµένη περίπτωση προκαλείται από την πυρκαγιά τόσο κίνδυνος για άνθρωπο, όσο και κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα, δεν σηµαίνει ότι υπάρχει αληθινή κατ' ιδέαν συρροή κακουργήµατος και πληµµελήµατος, σύµφωνα µε τα εδάφια α' και β' του άρθρου 264 του ΠΚ. Η συνύπαρξη περισσότερων κινδύνων δεν δηµιουργεί συρροή περισσότερων εγκληµάτων. Η διαβάθµιση της τιµωρίας σε βαθµό κακουργήµατος ή πληµµελήµατος εξαρτάται από το έννοµο αγαθό, που απειλείται σε κάθε περίπτωση. Εάν απειλείται το µεγαλύτερης αξίας έννοµο αγαθό της ζωής ή της υγείας ανθρώπου, τότε η πράξη τιµωρείται σε βαθµό κακουργήµατος. Ο εµπρησµός µε κίνδυνο για άνθρωπο απορροφά τη διακινδύνευση πραγµάτων. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 270 εδ. β' ΠΚ, "όποιος µε πρόθεση προξενεί έκρηξη µε οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως µε τη χρήση εκρηκτικών υλών, τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και µε χρηµατική ποινή τουλάχιστον 290 ευρώ αν από την πράξη µπορεί να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο ή κίνδυνος σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη συγκρότηση της αντικειµενικής υποστάσεως του υπ' αυτής προβλεποµένου εγκλήµατος, το οποίο αποτελεί έγκληµα συγκεκριµένης διακινδυνεύσεως απαιτείται αντικειµενικώς µεν πρόκληση εκρήξεως µε οποιονδήποτε τρόπο και ιδίως µε τη χρήση εκρηκτικών υλών και από αυτήν (έκρηξη) πρόκληση κινδύνου για άνθρωπο ή [6]
σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας, υποκειµενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαµβάνει αφενός τη γνώση από το δράστη, έστω και µε την έννοια της αµφιβολίας, της εκρηκτικής ιδιότητας της χρησιµοποιούµενης ύλης και της καταλληλότητας αυτής (προσφορότητας - πιθανότητας) να προκαλέσει µε την έκρηξη κίνδυνο για άνθρωπο ή σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας και αφετέρου τη θέληση ή αποδοχή να προκαλέσει έκρηξη και εξ αυτής διακινδύνευση των ανωτέρω εννόµων αγαθών. Η έκρηξη δε συνιστά φαινόµενο αιφνίδιο, κατά τη διάρκεια του οποίου ελευθερώνονται αέρια που τελούν υπό υψηλή πίεση ή παράγονται αέρια εντός βραχυτάτου χρόνου, των οποίων η διαστολή σε πολλαπλάσιο του αρχικού όγκου προκαλεί ισχυρό µηχανικό αποτέλεσµα που συνοδεύεται από κρότο, παροδική λάµψη και έκρηξη θερµότητας. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 42 του ΠΚ, "όποιος έχοντας αποφασίσει να εκτελέσει κακούργηµα ή πληµµέληµα επιχειρεί πράξη που περιέχει τουλάχιστον αρχή εκτελέσεως τιµωρείται, αν το κακούργηµα ή το πληµµέληµα δεν ολοκληρώθηκε, µε ποινή ελαττωµένη". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πράξη που περιέχει αρχή εκτελέσεως είναι εκείνη µε την οποία αρχίζει η πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος, καθώς και εκείνη η ενέργεια που τελεί σε τέτοια συνάφεια µε την πράξη, ώστε, στη συγκεκριµένη περίπτωση, θεωρείται, κατά την κοινή αντίληψη, τµήµα αυτής που οδηγεί αµέσως στην πράξη, αν δεν αποκοπεί από οποιονδήποτε λόγο. Έτσι, οι πριν την ολοκλήρωση του εκρηκτικού φαινοµένου ενέργειες του δράστη, όπως η σύνδεση, το άναµµα του φυτιλιού, η ρίψη του εκρηκτικού µηχανισµού ή η ταχυδροµική αποστολή αυτού µε δέµα, συνιστούν απόπειρα εκρήξεως, κατά την προεκτεθείσα έννοια του άρθρου 42 του ΠΚ, εφόσον κρίνεται ότι εάν ολοκληρωνόταν η έκρηξη θα µπορούσε, στη συγκεκριµένη περίπτωση, να προκύψει κοινός κίνδυνος σε ξένα πράγµατα ή κίνδυνος για άνθρωπο ή κίνδυνος σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας. - Κατά το άρθρο 272 παρ. 1 του ΠΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 2928/2001, όποιος κατασκευάζει, προµηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικές βόµβες µε σκοπό να τις χρησιµοποιήσει για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγµατα ή κίνδυνο για άνθρωπο ή να τις παραχωρήσει σε άλλον για τέτοια χρήση τιµωρείται µε κάθειρξη". Ως εκρηκτικές ύλες, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 στοιχ. ε' του Ν. 2168/1993, θεωρούνται "τα στερεά ή υγρά σώµατα τα οποία από οποιαδήποτε αιτία υφίστανται χηµική µεταβολή και µετατρέπονται σε αέριες µάζες µε συνθήκες υψηλών θερµοκρασιών ή πιέσεων, µε αποτελέσµατα βλητικά ή εκρηκτικά", ως εκρηκτικός δε µηχανισµός, κατά το στοιχείο στ' της ίδιας διατάξεως, θεωρείται κάθε συσκευή που µπορεί να προκαλέσει έκρηξη οποιασδήποτε εκρηκτικής ύλης, στην έννοια της οποίας περιλαµβάνεται και η βενζίνη, αν είναι συγκεντρωµένη σε δοχείο, γιατί τότε υφίσταται κατά τους κανόνες της κοινής πείρας κίνδυνος εκρήξεως µε τη µετατροπή της σε εκρηκτική ύλη δια της ανυψώσεως της θερµοκρασίας. Ως κατασκευή νοείται η δηµιουργία από πρώτες ύλες εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών µηχανισµών. Προµήθεια εκρηκτικής ύλης είναι η απόκτηση µε οποιονδήποτε τρόπο εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών βοµβών, ενώ υπάρχει κατοχή όταν η εκρηκτική ύλη ή ο εκρηκτικός µηχανισµός βρίσκεται στη διάθεση του δράστη, είτε γι αυτόν τον ίδιο είτε για άλλον. Υποκείµενο του σωρευτικώς µικτού εγκλήµατος του άρθρου 272 1 του ΠΚ δύναται να είναι οποιοσδήποτε (δηλαδή δεν απαιτείται να έχει ορισµένη ιδιότητα) που κατασκευάζει, προµηθεύεται ή κατέχει εκρηκτικές ύλες ή εκρηκτικούς µηχανισµούς, µε σκοπό να τις χρησιµοποιήσει ο ίδιος για να προξενήσει κοινό κίνδυνο σε ξένα πράγµατα (ήτοι απειλή της ιδιοκτησίας τρίτων σε µεγάλη κλίµακα) ή κίνδυνο ανθρώπου ή να τις παραχωρήσει σε άλλον για να τις χρησιµοποιήσει εκείνος για τον ίδιο σκοπό, η επιτυχία του οποίου είναι αδιάφορη. Απαραίτητο στοιχείο του εγκλήµατος του άρθρου 272 1 του ΠΚ είναι η δόλια [7]
προαίρεση του υπαιτίου, η οποία έγκειται στη γνώση και θέληση της κατασκευής, προµήθειας και κατοχής των εκρηκτικών υλών. Τα εγκλήµατα της εκρήξεως και της κατοχής εκρηκτικών υλών και εκρηκτικών µηχανισµών διαφέρουν κατά τα αντικειµενικά συστατικά τους στοιχεία και, εποµένως, υπάρχει µεταξύ τους αληθής πραγµατική συρροή, όπως υπάρχει τέτοια συρροή µεταξύ των εγκληµάτων κατασκευής, προµήθειας και κατοχής εκρηκτικών υλών ή εκρηκτικών µηχανισµών. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 46 παρ. 1α του ΠΚ, κατά την οποία "µε την ποινή του αυτουργού τιµωρείται επίσης: α) όποιος µε πρόθεση προκάλεσε σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει την άδικη πράξη που διέπραξε", προκύπτει ότι για την ύπαρξη αξιόποινης ηθικής αυτουργίας απαιτείται, αντικειµενικώς, η πρόκληση από τον ηθικό αυτουργό σε κάποιον άλλον της αποφάσεως να τελέσει ορισµένη πράξη, η οποία συγκροτεί την αντικειµενική υπόσταση ορισµένου εγκλήµατος ή τουλάχιστον συνιστά αρχή εκτελέσεως αυτής, την οποία και τέλεσε. Η πρόκληση της αποφάσεως αυτής µπορεί να γίνει µε οποιοδήποτε τρόπο ή µέσο, όπως, µε συµβουλές, απειλή ή µε εκµετάλλευση οποιασδήποτε πλάνης, πραγµατικής ή νοµικής ή περί τα παραγωγικά της βουλήσεως αίτια ή µε τη διέγερση µίσους κατά του θύµατος, µε πειθώ ή φορτικότητα ή µε την επιβολή ή την επιρροή προσώπου, λόγω της ιδιότητας και της θέσεώς του ή και της σχέσεώς του µε το φυσικό αυτουργό. Υποκειµενικός απαιτείται δόλος ο οποίος συνίσταται στη συνείδηση του ηθικού αυτουργού ότι παράγει σε άλλον την απόφαση να εκτελέσει άδικη πράξη καν στη συνείδηση της ορισµένης πράξεως στην οποία παρακινεί το φυσικό αυτουργό, χωρίς να είναι αναγκαίος ο καθορισµός της πράξεως αυτής µέχρι λεπτοµερειών, αρκεί δε και ενδεχόµενος, εκτός αν για την υποκειµενική θεµελίωση του οικείου εγκλήµατος απαιτείται άµεσος ή υπερχειλής δόλος, οπότε ο δόλος αυτός πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του ηθικού αυτουργού. ΠΚ: 42, 46, 264, 270, 272, ΚΠ : 309, 316, Αδικήµατα - Κατοχή όπλων Αριθµός απόφασης: 700 Έτος: 2003 - Κατοχή όπλων. Πραγµατική πλάνη.ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία, ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. - Από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 περίπτ. α, δ, ε και 7 παρ. 1, 2 περίπτ. α και β, 8 του Ν. 2168/1993 προκύπτει ότι η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειµένων που διαλαµβάνονται στο άρθρο 1 του νόµου αυτού, µεταξύ των οποίων τα πυροµαχικά και οι εκρηκτικές ύλες, απαγορεύεται, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόµου αυτού και ότι οι παραβάτες των διατάξεων αυτών τιµωρούνται µε τις αναφερόµενες ποινές φυλακίσεως και εις χρήµα. - Στη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι η πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη, αν αυτός κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αγνοεί τα περιστατικά που τη συνιστούν. Αν όµως η άγνοια αυτών των περιστατικών µπορεί να αποδοθεί σε αµέλεια του υπαιτίου, η πράξη του καταλογίζεται ως έγκληµα από αµέλεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η πραγµατική πλάνη, που είναι άγνοια (πλάνη σε ευρεία έννοια), µε την οποία ταυτίζεται και η εσφαλµένη αντίληψη (πλάνη σε στενή έννοια) του πράττοντος για κάποιο ουσιαστικό όρο της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος, αποκλείει τον καταλογισµό. Στην πραγµατική πλάνη, ο δράστης αγνοεί ή [8]
εσφαλµένως αντιλαµβάνεται τι πράττει, αναφέρεται δε σε περιστατικά της εγκληµατικής πράξης και µάλιστα όχι µόνο σε γεγονότα ή πραγµατικές καταστάσεις, αλλά και σε νοµικές ιδιότητες ή σχέσεις ή άλλα αξιολογικά στοιχεία της αντικειµενικής υπόστασης του εγκλήµατος και είναι αδιάφορα ποια υπήρξε η πηγή της πλάνης. Η προβολή της πλάνης αποτελεί αυτοτελή ισχυρισµό. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στ. ΚΠ λόγο αναιρέσεως, όταν σ αυτήν περιέχονται µε σαφήνεια πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από τη διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά µε τα υποκειµενικά και αντικειµενικά στοιχεία του εγκλήµατος, οι αποδείξεις επί των οποίων θεµελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις µε τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρµοσθείσα ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό που αποτελούν ενιαίο σύνολο, αρκεί δε να αναφέρονται τα αποδεικτικά µέσα γενικώς και κατ είδος, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται τι προέκυψε από το καθένα χωριστά. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισµούς, όπως και ο περί πραγµατικής πλάνης, που προβάλλονται από τον κατηγορούµενο και το συνήγορό του και τείνουν µεταξύ άλλων στον αποκλεισµό του δόλου, όπως κατά τα προεκτεθέντα, η πραγµατική πλάνη (άρθρο 30 παρ. 1 ΠΚ). - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε του ΚΠ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως συνιστά και η εσφαλµένη ερµηνεία, ή εφαρµογή ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ αυτή διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγµατικά έχει ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υφίσταται όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε ορθώς τα πραγµατικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, στην εφαρµοσθείσα διάταξη. Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η παραβίαση αυτής γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του σκεπτικού προς το διατακτικό της και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος περί της ορθής ή µη εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 26, 27, 30, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 2168/1993, άρθ. 1, 7, 8, ηµοσίευση: INLAW 2003 Αδικήµατα - Κατοχή όπλων Αριθµός απόφασης: 248 Έτος: 2011 - Κατοχή όπλων. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. - Κατά το άρθρο 1 παρ. 2 στοιχ. β του Ν. 2168/1993 "Ρύθµιση θεµάτων που αφορούν όπλα, πυροµαχικά, εκρηκτικές ύλες, εκρηκτικούς µηχανισµούς και άλλες διατάξει", όπλα θεωρούνται επίσης τα αντικείµενα που είναι πρόσφορα για επίθεση ή άµυνα και ιδιαίτερα µαχαίρια κάθε είδους, εκτός εκείνων που η κατοχή τους δικαιολογείται για [9]
οικιακή ή επαγγελµατική ή εκπαιδευτική χρήση, τέχνη, θήρα, αλιεία ή άλλη συναφή χρήση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 1 του ίδιου νόµου, η κατοχή όπλων και λοιπών αντικειµένων που διαλαµβάνονται στο άρθρο 1 παρόντος νόµου απαγορεύεται, εκτός των περιπτώσεων που προβλέπονται από τις διατάξεις του νόµου αυτού. Περαιτέρω, στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου αναφέρονται εκείνα από τα όπλα, των οποίων η κατοχή επιτρέπεται, µετά όµως από άδεια της αρµόδιας αστυνοµικής αρχής. Τέλος, στην παρ. 5 του άρθρου 7 του ιδίου ως άνω νόµου ορίζεται ότι δεν απαιτείται άδεια για µαχαίρια, που προορίζονται για αλιεία, θήρα, τέχνη ή οικιακή, επαγγελµατική ή άλλη συναφή χρήση, για µηχανισµούς εκτοξεύσεως χηµικών ουσιών, που προορίζονται για την ίδια χρήση, ως και για ξίφη και σπάθες που χρησιµοποιούνται για άθληση. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από το άρθρο 93 παρ.3 του Συντάγµατος και 139 ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ ' του ίδιου Κώδικα, όταν αναφέρονται σ' αυτή µε σαφήνεια, πληρότητα, και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Ως προς τις αποδείξεις, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποίο ή ποία αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Η επιβαλλοµένη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να υπάρχει, όχι µόνο ως προς την κατηγορία, αλλά να επεκτείνεται και στους προβαλλόµενους από τον κατηγορούµενο ή από τον συνήγορό του, κατά τρόπο σαφή και ορισµένο, αυτοτελείς ισχυρισµούς. Αυτοί δε είναι εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύµφωνα µε τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 ΚΠ και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητος για καταλογισµό ή στη µείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου της πράξεως ή στη µείωση της ποινής. Η απόρριψη ενός τέτοιου ισχυρισµού πρέπει να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, γιατί σε διαφορετική περίπτωση, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής αιτιολογίας, ενώ, η µη απάντηση στον ισχυρισµό αυτό συνιστά έλλειψη ακροάσεως, σύµφωνα µε το άρθρο 170 παρ. 2 του Κ.Π., και ιδρύει ιδιαίτερο λόγο αναιρέσεως, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχείο Β' του ίδιου κώδικα. Τέτοιος ισχυρισµός είναι και εκείνος που προβάλλει παραδεκτώς ο κατηγορούµενος, ότι το όπλο (µαχαίρι) που κατέχει προορίζεται για κάποια από τις αναφερόµενες στο νόµο χρήσεις του. ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ, Νόµοι: 2168/1993, άρθ. 1, 7, Αδικήµατα - Ναρκωτικά Αριθµός απόφασης: 1773 Έτος: 2010 - ιακίνηση ναρκωτικών.κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος. Συναυτουργία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. [10]
- Κατά το άρθρο 20 παρ. 1 περ. β' και γ' του Ν. 3459/2006 (Κώδικας Νόµων για τα Ναρκωτικά) που ίσχυε κατά τον κατωτέρω χρόνο τελέσεως των πράξεων για τις οποίες καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και µε χρηµατική ποινή 2.900 µέχρι 290.000 ευρώ, τιµωρείται όποιος εκτός άλλων, αγοράζει, πωλεί, κατέχει ναρκωτικά, µεταξύ των οποίων περιλαµβάνεται και η ηρωίνη (άρθρ. 1 παρ. 2 πίνακας Α' αριθµ. 5 του ως άνω Κώδικα). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής από τα ανωτέρω εγκλήµατα πραγµατώνονται αντικειµενικώς η µεν αγορά και πώληση µε την κατά τους όρους του άρθρου 513 ΑΚ µεταβίβαση της κυριότητας των ναρκωτικών στον αγοραστή, που γίνεται µε την παράδοσή τους προς αυτόν, αντί του συµφωνηθέντος τιµήµατος η δε κατοχή µε την φυσική εξουσίασή τους, από το δράστη, κατά τρόπο που να µπορεί αυτός κάθε στιγµή να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τα διαθέτει πραγµατικά κατά τη βούλησή του, ενώ για την υποκειµενική θεµελίωσή τους απαιτείται δόλος ο οποίος περιλαµβάνει τη γνώση της ιδιότητας των ουσιών ως ναρκωτικών και τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να τελέσει την πράξη, µε την οποία πραγµατώνεται η αντικειµενική τους υπόσταση. Περαιτέρω κατά το άρθρο 23 του ως άνω Κώδικα νόµων για τα ναρκωτικά, ο παραβάτης των άρθρων 20, 21 και 22 αυτού τιµωρείται µε ισόβια κάθειρξη και µε χρηµατική ποινή 29.412 µέχρι 588.235 ευρώ, αν εκτός άλλων περιπτώσεων ενεργεί κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια ή οι περιστάσεις τελέσεως µαρτυρούν ότι είναι ιδιαίτερα επικίνδυνος. - Κατά το άρθρο 13 στοιχ. στ' ΠΚ κατ' επάγγελµα τέλεση του εγκλήµατος συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση πράξεως ή από την υποδοµή που έχει διαµορφώσει ο δράστης µε πρόθεση επανειληµµένης τελέσεως της πράξεως προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισµό εισοδήµατος, ενώ κατά συνήθεια τέλεση συντρέχει όταν από την επανειληµµένη τέλεση της πράξεως προκύπτει σταθερή ροπή του δράστη προς διάπραξη του συγκεκριµένου εγκλήµατος ως στοιχείο της προσωπικότητάς του. - Κατά το άρθρο 45 ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιµωρείται ως αυτουργός της πράξεως. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειµενικώς σύµπραξη των συναυτουργών στην εκτέλεση της ίδιας πράξεως και υποκειµενικώς κοινός δόλος όλων όσοι συµπράττουν δηλαδή ο κάθε συναυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγµάτωση της αντικειµενικής υποστάσεως του διαπραττοµένου εγκλήµατος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συµµέτοχοι πράττουν µε δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήµατος. Η σύµπραξη στην εκτέλεση µπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας συναυτουργός πραγµατώνει την όλη αντικειµενική υπόσταση του εγκλήµατος ή στο ότι η τελευταία πραγµατώνεται µε συγκλίνουσες επί µέρους πράξεις των συναυτουργών, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στην καταδικαστική απόφαση για την πληρότητα της αιτιολογίας, οι επί µέρους ενέργειες καθενός εξ αυτών. Εν όψει αυτών, συναυτουργία στην αγορά και κατοχή, ειδικότερα, ναρκωτικών ουσιών υπάρχει όταν µεταξύ των δραστών υπάρχει κοινός δόλος αποκτήσεως ουσιών που γνωρίζουν ότι είναι ναρκωτικά µε την παράδοση σ' αυτούς ως αγοραστές αντί του συµφωνηθέντος τιµήµατος, επί αγοράς και κοινός δόλος φυσικής εξουσιάσεως συγκεκριµένης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών καθώς και δυνατότητα ασκήσεως φυσικής εξουσιάσεως αυτών των ουσιών από όλους τους συναυτουργούς κατά τρόπο που να µπορεί καθένας από αυτούς να διαπιστώνει την ύπαρξή τους και να τις διαθέτουν κατά τη βούλησή τους, επί συγκατοχής. - Η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούµενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. ' ΚΠ. λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σ' αυτήν µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα [11]
πραγµατικά περιστατικά όταν αναφέρονται σ' αυτήν, µε σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στην οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, οι αποδείξεις που τα θεµελιώνουν και οι νοµικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρµοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του σκεπτικού της αποφάσεως µε το διατακτικό της, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Τα αποδεικτικά µέσα αρκεί να αναφέρονται κατά το είδος τους χωρίς να απαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και µνεία του τι προκύπτει από το καθένα. Η αιτιολογία αυτή πρέπει να εκτείνεται και στις επιβαρυντικές περιστάσεις όπως είναι οι προαναφερθείσες των άρθρων 23 του Ν. 3459/2006 και 13 στοιχ. στ' ΠΚ και να περιλαµβάνει ειδικότερη έκθεση των πραγµατικών περιστατικών που µπορούν να υπαχθούν στην έννοιά τους. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλµένη ερµηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ' αυτήν διαφορετική έννοια από αυτήν που πραγµατικά έχει, ενώ εσφαλµένη εφαρµογή υπάρχει όταν το δικαστήριο δεν έκανε συνετή υπαγωγή των πραγµατικών περιστατικών που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν στη διάταξη που εφάρµοσε αλλά και όταν η παραβίαση γίνεται εκ πλαγίου, πράγµα που συµβαίνει όταν στο πόρισµα της αποφάσεως, που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό αιτιολογικού και διατακτικού και ανάγεται στα στοιχεία και την ταυτότητα του εγκλήµατος για το οποίο πρόκειται έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά µε συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής εφαρµογής του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νοµίµου βάσεως. ΠΚ: 13, 45, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, ΑΚ: 513, Νόµοι: 3459/2009, άρθ. 20, ηµοσίευση: INLAW 2010 Αδικήµατα - Παράβαση καθήκοντος Αριθµός απόφασης: 1033 Έτος: 2009 - Παράβαση καθήκοντος. Στοιχεία εγκλήµατος. ασάρχης. Παρασιώπηση εγκληµάτων. εδικασµένο. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατ' άρθρο 259 ΠΚ, ο υπάλληλος, ο οποίος παραβαίνει από πρόθεση τα καθήκοντα της υπηρεσίας του µε σκοπό να προσπορίσει στον εαυτό του ή κάποιον άλλον παράνοµο όφελος, τιµωρείται µε φυλάκιση µέχρι δύο χρόνια, αν άλλη ποινική διάταξη δεν τιµωρεί την πράξη αυστηρότερα. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι υποκείµενο της παραβάσεως καθήκοντος είναι ο υπάλληλος, κατά την έννοια του άρθρου 13α ΠΚ και ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήµατος αυτού απαιτούνται: α) παράβαση από τον υπαίτιο των καθηκόντων της υπηρεσίας του, δηλαδή των καθηκόντων, τα οποία επιβάλλονται στον υπάλληλο από το νόµο ή καθορίζονται µε διοικητικές πράξεις ή απορρέουν από ιδιαίτερες οδηγίες των προϊσταµένων του ή ενυπάρχουν σ' αυτήν την ίδια τη φύση της υπηρεσίας και αναφέρονται στην έκφραση απ' αυτόν της θελήσεως της πολιτείας µέσα στον κύκλο των δηµοσίων υποθέσεων και ενεργειών στις σχέσεις της απέναντι σε τρίτους, β) η παράβαση αυτή να γίνει από [12]
πρόθεση, ήτοι ο υπαίτιος να γνωρίζει, ότι ενεργώντας παραβαίνει τα καθήκοντα της υπηρεσίας του και να θέλει να παραβεί αυτά και γ) ο υπαίτιος να ενεργεί µε σκοπό, είτε να ωφελήσει παράνοµα τον εαυτό του ή άλλον είτε να βλάψει το κράτος ή άλλον, χωρίς να απαιτείται και η επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Περαιτέρω στον Ν. 998/1979 "Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της Χώρας" (Α 289) προβλέπεται η χαρτογράφηση των δασών και των δασικών εκτάσεων και η σύνταξη δασικού χάρτου, ο οποίος, µετά την τήρηση ορισµένης διαδικασίας, κυρώνεται µε απόφαση του Υπουργού Γεωργίας (άρθρο 12), καθώς και η τήρηση γενικού δασολογίου στην Κεντρική ασική Υπηρεσία και τοπικού δασολογίου σε κάθε δασαρχείο, όπου καταχωρίζονται τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που αποτυπώνονται στους δασικούς χάρτες (άρθρο 13). Εξάλλου, στο άρθρο 14 του ιδίου νόµου ορίζεται ότι: "1. Εάν δεν έχη καταρτισθή εισέτι δασολόγιον, ο χαρακτηρισµός περιοχής τινός ή τµήµατος της επιφανείας της γης ως δάσους ή δασικής εκτάσεως και ο καθορισµός των ορίων τούτων διά την εφαρµογήν των διατάξεων του παρόντος νόµου, ως και ο προσδιορισµός της κατηγορίας εις ην ανήκει δάσος ή δασική έκτασις κατά τας εν άρθρω 4 διακρίσεις, ενεργείται κατ` αίτησιν οιουδήποτε έχοντος έννοµον συµφέρον ή αυτεπαγγέλτως διά πράξεως του κατά τόπον αρµοδίου δασάρχου. 2. Η κατά την προηγουµένην παράγραφον πράξις, ερειδοµένη επί σχετικής εισηγήσεως αρµοδίου δασολόγου και των τυχόν υφισταµένων στοιχείων φωτογραφήσεως και χαρτογραφήσεως της περιοχής ή παντός ετέρου σχετικού στοιχείου, δέον να είναι προσηκόντως ητιολογηµένη, δι` αναφοράς εις την µορφολογίαν του εδάφους, το είδος, την σύνθεσιν, την έκτασιν της βλαστήσεως και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής, τας τυχόν επελθούσας προσφάτους αλλοιώσεις ή καταστροφάς ως και παν έτερον χρήσιµον στοιχείον προς χαρακτηρισµόν της εκτάσεως. Η πράξις αύτη κοινοποιείται εις τον υποβαλόντα την σχετικήν αίτησιν ιδιώτην ή νοµικόν πρόσωπον ή δηµοσίαν υπηρεσίαν, αποστέλλεται δε εις τον οικείον δήµον ή κοινότητα και εκτίθεται επί ένα µήνα µερίµνη του δηµάρχου ή του προέδρου της κοινότητος εις το δηµοτικόν ή κοινοτικόν κατάστηµα. Ανακοίνωσις περί της συντάξεως της ως άνω πράξεως και της αποστολής αυτής εις τον οικείον δήµον ή κοινότητα µετά περιλήψεως του περιεχοµένου της δηµοσιεύεται εις δύο τουλάχιστον τοπικάς εφηµερίδας ή εις µιαν τοπικήν και µιαν εφηµερίδα των Αθηνών ή της Θεσσαλονίκης. 3. Κατά της πράξεως του δασάρχου περί ης αι προηγούµεναι παράγραφοι, επιτρέπονται αντιρρήσεις του νοµάρχου, ως και παντός έχοντος έννοµου συµφέροντος φυσικού ή νοµικού προσώπου, εντός δύο µηνών από της κατά τα ανωτέρω προς αυτό κοινοποιήσεως, ή, εφ` όσον δεν συντρέχει περίπτωσις κοινοποιήσεως, από της τελευταίας των κατά την προηγουµένην παράγραφον δηµοσιεύσεων, ενώπιον της κατά το άρθρο 10 παρ. 3 επιτροπής του νοµού, εις ον ευρίσκεται η υπό αµφισβήτησιν έκτασις ή το µεγαλύτερον τµήµα αυτής. Η επιτροπή ως και η δευτεροβάθµιος τοιαύτη, λαµβάνουσα υπ` όψιν τον σχετικόν φάκελον και τας προτάσεις του ενδιαφεροµένου ως άνω ιδιώτου, νοµικού προσώπου ή δηµοσίας υπηρεσίας, δυναµένη δε και να διενεργήση αυτοψίαν προς µόρφωσιν ασφαλεστέρας γνώµης περί της υφισταµένης εν τη περιοχή καταστάσεως, αποφαίνεται ητιολογηµένως εντός τριµήνου προθεσµίας από της υποβολής των αντιρρήσεων. 4. Αι κατά την προηγουµένην παράγραφον αποφάσεις των επιτροπών, δι` ων χαρακτηρίζονται περιοχαί τινές ή τµήµατα αυτών ως δάση ή δασικαί εκτάσεις, λαµβάνονται υποχρεωτικώς υπ` όψιν κατά την µεταγενεστέραν χαρτογράφησιν και την σύνταξιν του δασολογίου της περιοχής ή κατά την συµπλήρωσιν αυτού, συµφώνως προς τα εν άρθροις 12 και 13 οριζόµενα". Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 998/1979 θεσπίζουν για πρώτη φορά ειδική διαδικασία για τον χαρακτηρισµό µιας εκτάσεως ως δασικής ή µη,προς τον σκοπό της επιλύσεως του σχετικού ζητήµατος κατά τρόπο δεσµευτικό τόσο για τις διοικητικές αρχές, ενώπιον [13]
των οποίων προβάλλει ως πρόκριµα ο εν λόγω χαρακτήρας της εκτάσεως, όσο και για τους ενδιαφεροµένους ιδιώτες. Ενόψει του χαρακτήρος και των συνεπειών τους, η απόφαση του ασάρχου ή η απόφαση της Πρωτοβάθµιας Επιτροπής που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων κατά της αποφάσεως του ασάρχου ή η απόφαση της ευτεροβαθµίου Επιτροπής που εκδίδεται επί των αντιρρήσεων κατά της αποφάσεως της Πρωτοβαθµίου Επιτροπής είναι αµετάκλητες. Ο δασάρχης υποχρεούται να ακολουθήσει την πιο πάνω διαδικασία του νόµου και δεν έχει την ευχέρεια να διατυπώσει απλώς προσωπική αντίληψη πληροφοριακού χαρακτήρα. Η απόφαση του δασάρχη τελειούται ως διοικητική πράξη, από της εκδόσεως και αποστολής της στον ενδιαφερόµενο ιδιώτη ή τον οικείο οργανισµό τοπική αυτοδιοικήσεως, µετά δε την κατά τον τρόπο αυτό τελείωση της πράξεως, δεν δικαιούται πλέον ο δασάρχης να επανέλθει επί της υποθέσεως ανακαλώντας ή τροποποιώντας την απόφασή του, η οποία υπόκειται µόνο σε ακύρωση ή µεταρρύθµιση από τις αρµόδιες επιτροπές κατά τη θεσπιζόµενη από το νόµο ενδικοφανή διαδικασία. Οι έννοµες όµως συνέπειες, ως προς το χαρακτηρισµό εκτάσεως ως δασικής ή µη, επέρχονται, µόνον από της τηρήσεως όλων των πιο πάνω αναφεροµένων των διατυπώσεων δηµοσιότητας. - Από τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 1 και 3 του ΚΠ προκύπτει, ότι για την ύπαρξη δεδικασµένου απαιτείται: α) ταυτότητα προσώπου, β) ταυτότητα πράξης, γ) αµετάκλητη καταδίκη ή αθώωση ή παύση της ποινικής δίωξης. Ως ταυτότητα προσώπου νοείται η του κατηγορουµένου, δηλαδή του ως δράστη κατηγορηθέντος έστω και αν µηνύθηκε υπό ψευδές ή λανθασµένο όνοµα ή µεταβλήθηκαν τα χαρακτηριστικά αυτού στοιχεία ή ιδιότητες. Ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευµατική κίνηση, µε όλα τα αποτελέσµατα στον εξωτερικό κόσµο, καθ' όλη τη διαδροµή και καθ' όλες τις πραγµατικές και νοµικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωµα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Με άλλα λόγια ταυτότητα της πράξης υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειµένου από τα ίδια πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειµενικά στοιχεία της και η προηγούµενη κατηγορία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, το δεδικασµένο καλύπτει όχι µόνο την κατηγορία που εισάγεται για εκδίκαση στο ακροατήριο, αλλά και όλες ακόµα τις σιωπηρά συνεισαγόµενες κατηγορίες που προέρχονται από την επιτρεπτή µεταβολή του νοµικού χαρακτηρισµού της αρχικής κατηγορίας υπό την προϋπόθεση της µη µεταβολής αυτής. Γιατί στην αντίθετη περίπτωση προκύπτει απόλυτη ακυρότητα (άρθρο 171 παρ. 1β του ΚΠ ), που αποτελεί λόγο αναίρεσης (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α' του ΚΠ ). Προϋπόθεση δε για την επιτρεπτή µεταβολή του νοµικού χαρακτηρισµού της αξιόποινης πράξης που εισάγεται για εκδίκαση είναι ότι τα νεότερα πραγµατικά περιστατικά που στηρίζουν τη µεταβολή του νοµικού χαρακτηρισµού, υπάρχουν κατά χρόνο που εκδικάζεται η απόφαση του δικαστηρίου και είναι γνωστά σ' αυτό. Ενόψει των ανωτέρω, το δεδικασµένο εξαντλείται, όχι στην ταυτότητα του εγκλήµατος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξης για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν εµποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη, που δεν κρίθηκε, έστω και αν στα στοιχεία της πράξης αυτής περιλαµβάνεται και εκείνο που επίσης απετέλεσε στοιχείο του εγκλήµατος, το οποίο έχει κριθεί. εν υφίσταται ταυτότητα πράξης και ως εκ τούτου δεδικασµένο, οσάκις τα περισσότερα αποτελέσµατα µιας φυσικής πράξης έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ίδιο έγκληµα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του ικαστηρίου. - Οι σχετικοί λόγοι αναιρέσεως για έλλειψη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας, αλλά και της εσφαλµένης ερµηνείας και εφαρµογής του νόµου, µε την έννοια της εκ πλαγίου παραβάσεως της διατάξεως του άρθρου 259 του ΠΚ, σε συνδυασµό µε την διάταξη του άρθρου 14 του Ν. 998/1979, που καθιστά ανέφικτο [14]
τον έλεγχο του δικαστηρίου για την ορθή εφαρµογή του νόµου, µόνο, όµως, λόγω των πιο πάνω ασαφειών και αντιφάσεων, είναι βάσιµοι και πρέπει να γίνουν δεκτοί. ΠΚ: 57, 232Α, 259, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ. Α, 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Νόµοι: 998/1979, άρθ. 14, ηµοσίευση: INLAW 2009 Αδικήµατα - Τοκογλυφία Αριθµός απόφασης: 1660 Έτος: 2006 - Τοκογλυφία. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 404 παρ. 1 ΠΚ όπως αντικ. µε το άρθρο14 παρ. 8α N. 2721/3-6-1999 «όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, α ανανέωσής της ή παράτασης της προθεσµίας πληρωµής εκµεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευµατική αδυναµία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνοµολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήµατα που ανάλογα µε τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών και µε χρηµατική ποινή, κατά δε την παρ. 2 αυτού µε τις ίδιες ποινές τιµωρείται και: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσµίας πληρωµής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου, παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήµατα που υπερβαίνουν το κατά νόµο θεµιτό ποσοστό τόκου, β ) όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στην παρ. 1 ή στην παρ. 2 στοιχ. α' ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφεληµάτων που πηγάζουν από αυτή την απαίτηση. Κατά την παράγραφο 3 αυτού, αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελµα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις του είδους των παρ. 1 και 2 τιµωρείται µε κάθειρξη µέχρι δέκα ετών και χρηµατική ποινή. Από τη διατύπωση των διατάξεων αυτών και ειδικότερα εκείνης του άρθρου 404 παρ. 2 περ. α' Π.Κ. προκύπτει ότι το έγκληµα της τοκογλυφίας, που υπερβαίνει το νόµιµο τόκο, θεωρείται συντελεσµένο και αποπερατωµένο µε τη συνοµολόγηση της τοκογλυφικής συµβάσεως και µάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη µεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόµενος κεφάλαιο συµποσούνται και οι µέχρι τότε παράνοµοι τόκοι και εµφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαµβανοµένου δε υπόψη ότι είναι έγκληµα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγµατική ουσιαστική βλάβη στον φερόµενο ως παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη των τοκογλυφικών ωφεληµάτων. Θεωρείται, περαιτέρω, λήψη τοκογλυφικών ωφεληµάτων, όχι µόνον η είσπραξη χρηµάτων, αλλά και η παραλαβή αξιογράφων, τα οποία ενσωµατώνουν τόκους µη νοµίµους, χωρίς ν' απαιτείται και η είσπραξη ή επιδίωξη αυτών. Οι πιο πάνω τρόποι τελέσεως του εγκλήµατος της τοκογλυφίας, δηλαδή µε συνοµολόγηση, µε λήψη ή µε επιδίωξη τοκογλυφικών ωφεληµάτων, είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι µεταξύ τους και τελούν, εφόσον, πραγµατωθούν, σε αληθή πραγµατική συρροή και όχι φαινοµένη συρροή, δυνάµενοι να εµφανισθούν και µε τη µορφή κατ' εξακολούθηση εγκλήµατος κατά την έννοια του άρθρου 98 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του τελευταίου, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειµενικής και υποκειµενικής υποστάσεως κάθε εγκληµατικής µορφής και τις προβλεπόµενες στο άρθρο 404 ΠΚ και απέχουν [15]
χρονικώς µεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα δόλου του κατηγορουµένου. ΠΚ: 98, 404, ΚΠ : 484, ηµοσίευση: INLAW 2006 Αδικήµατα - Ψευδορκία Αριθµός απόφασης: 250 Έτος: 2011 - Ψευδορκία. Ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία. Εσφαλµένης εφαρµογή ή ερµηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. - Υπαίτιος της πράξεως που προβλέπεται από το άρθρο 224 παρ. 2 του ΠΚ, δηλαδή της ψευδορκίας µάρτυρα, είναι εκείνος που, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως µάρτυρας ενώπιον αρχής αρµόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέµατα ή αρνείται η αποκρύπτει την αλήθεια. Έτσι, για τη θεµελίωση του εγκλήµατος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία, που συγκροτούν την αντικειµενική του υπόσταση και άµεσος δόλος, που περιλαµβάνει αναγκαία τη γνώση ότι τα ενόρκως κατατιθέµενα είναι ψευδή. Η κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγµατος και 139 του ΚΠ, απαιτούµενη ειδική και εµπεριστατωµένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον κατ' άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. ' του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως, υπάρχει, όταν προκειµένου για καταδικαστική απόφαση, εκτίθενται σε αυτή µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά περιστατικά που προέκυψαν από την ακροαµατική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου, για τη συνδροµή των αντικειµενικών και υποκειµενικών στοιχείων του εγκλήµατος, για το οποίο καταδικάστηκε ο κατηγορούµενος, τα αποδεικτικά µέσα από τα οποία αποδείχθηκαν τα περιστατικά αυτά και οι νοµικοί συλλογισµοί µε τους οποίους έγινε η υπαγωγή των δεκτών γενόµενων πραγµατικών περιστατικών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρµόσθηκε στη συγκεκριµένη περίπτωση. Ειδικά, για τη θεµελίωση της υποκειµενικής υποστάσεως του εγκλήµατος της ψευδορκίας µάρτυρα, απαιτείται, για την ύπαρξη ειδικής και εµπεριστατωµένης αιτιολογίας αναφορικώς µε το δόλο, να εκτίθεται στην καταδικαστική απόφαση τα πραγµατικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι ο κατηγορούµενος γνώριζε ότι όσα ενόρκως κατέθεσε είναι ψευδή. Ως προς τις αποδείξεις δε, αρκεί αυτές να αναφέρονται στην απόφαση κατ' είδος, χωρίς να είναι απαραίτητο να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά µέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυµπλήρωση του αιτιολογικού µε το διατακτικό, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο. εν αποτελούν, όµως, λόγους αναιρέσεως η εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλµένη αξιολόγηση των καταθέσεων των µαρτύρων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού µέσου χωριστά και η παράλειψη της αξιολογικής συσχετίσεως των αποδεικτικών µέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, µε την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικά ανέλεγκτη περί τα πράγµατα κρίση του ικαστηρίου της ουσίας. - Περίπτωση εσφαλµένης εφαρµογής ή ερµηνείας ουσιαστικής ποινικής διάταξης, που ιδρύει λόγο αναίρεσης, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας, αποδίδει σε τέτοια διάταξη έννοια διαφορετική από εκείνη, που έχει πράγµατι αυτή ή δεν υπάγει σωστά τα πραγµατικά περιστατικά, που [16]
δέχθηκε στη διάταξη που εφαρµόστηκε καθώς και όταν η διάταξη αυτή παραβιάστηκε εκ πλαγίου, για το λόγο ότι στο πόρισµα της απόφασης (αναγόµενο στα στοιχεία και την ταυτότητα του οικείου εγκλήµατος), που περιλαµβάνεται στο συνδυασµό του διατακτικού µε το σκεπτικό, έχουν εµφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, µε αποτέλεσµα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος από τον Άρειο Πάγο, για την ορθή ή µη εφαρµογή του νόµου, οπότε η απόφαση στερείται νόµιµης βάσης. ΠΚ: 224, ΚΠ : 510 παρ. 1 στοιχ., 510 παρ. 1 στοιχ. Ε, Ακάλυπτη επιταγή - ικαιούχος υποβολής έγκλησης Αριθµός απόφασης: 758 Έτος: 2011 - Ακάλυπτη επιταγή. ικαιούχος υποβολής έγκλησης. Οπισθογράφηση λόγω πληρεξουσιότητας.εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Υπέρβαση εξουσίας - Από τις διατάξεις του άρθρου 79 του Ν. 5960/1933 "περί επιταγής", όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 1 του Ν 1325/1972 και συµπληρώθηκε µε το άρθρο 4 παρ. 1 περ. α' του Ν. 2408/Ι996, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 40-47 του Ν. 5960/1933, συνάγεται ότι δικαιούχος προς υποβολή εγκλήσεως για έκδοση ακάλυπτης επιταγής µπορεί να είναι όχι µόνο ο τελευταίος κοµιστής της επιταγής που δεν πληρώθηκε, όταν εµφανίσθηκε η επιταγή στον πληρωτή, αλλά και οποιοσδήποτε άλλος που έγινε κοµιστής της επιταγής εξ αναγωγής, αφού αυτός τελικά υφίσταται τη ζηµία από την µη πληρωµή της επιταγής, η δε ζηµία του είναι απότοκος της παράνοµης συµπεριφοράς του εκδότη και τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια µε αυτή (ΟλΑΠ 29/2007) - Από τη διάταξη του άρθρου 23 του Ν. 5960/1993, σύµφωνα µε την οποία "οσάκις η οπισθογράφησις περιέχει την µνείαν "αξία εις κάλυψιν", "προς είσπραξιν", "κατά πληρεξουσιότητα" ή πάσαν άλλην µνείαν ενέχουσαν απλήν εντολήν, ο κοµιστής δύναται να ασκήσει πάντα τα εκ της επιταγής απορρέοντα δικαιώµατα, αλλά δεν δύναται να οπισθογραφήσει αυτήν ειµή λόγω πληρεξουσιότητος", συνάγεται ότι η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση δεν επάγεται µεταβιβαστικά ή εγγυητικά αποτελέσµατα. Ούτε η κυριότητα της επιταγής µεταβιβάζεται ούτε ο οπισθογράφος ευθύνεται. Απλώς ο δυνάµει οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητας κοµιστής µπορεί να ασκήσει τα από την επιταγή απορρέοντα δικαιώµατα επ' ονόµατι και για λογαριασµό του οπισθογράφου, ο οποίος παραµένει νόµιµος κοµιστής της επιταγής και συνεπώς αυτός δικαιούται να υποβάλει την έγκληση. Και ναι µεν η λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση στην τυπική µορφή της απαιτεί να σηµειώνεται επί του τίτλου µία από τις παραπάνω λέξεις, όµως, δεν αποκλείεται και η συγκαλυµµένη λόγω πληρεξουσιότητας οπισθογράφηση, η οποία γίνεται, χωρίς την τήρηση του τύπου, επί τη βάσει ιδιαίτερης συµφωνίας µεταξύ του οπισθογράφου και του κοµιστή, αν αποδειχθεί δε η συµφωνία αυτή, ο οπισθογράφος εξακολουθεί να παραµένει δικαιούχος των από την επιταγή δικαιωµάτων και, εποµένως, αυτός δικαιούται να υποβάλλει την έγκληση για την από τον εκδότη έκδοση ακάλυπτης επιταγής. - Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε' του ΚΠοιν, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλµένη ερµηνεία ή εφαρµογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. [17]