ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α Α ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1. α. Να δώσετε το περιεχόµενο των ακόλουθων όρων: α) Εθνικές γαίες β) Οργανικός Νόµος γ) Συµφωνία Άγκυρας β. Να αντιστοιχίσετε τα στοιχεία της Α στήλης µε τα στοιχεία της Β στήλης (δύο στοιχεία της Β στήλης περισσεύουν): 1. Η κυβέρνηση του Βενιζέλου χάνει τις εκλογές 2.Ο Γεώργιος απολύει τον Βενιζέλο από το αξίωµα του υπουργού α. 18 Μαρτίου 1901 β. 12 Οκτωβρίου 1862 3.Εντολή σχηµατισµού κυβέρνησης γ. 14 Σεπτεµβρίου 1909 Βενιζέλου µετά από παραίτηση κυβέρνησης ραγούµη 4. ιαδήλωση επαγγελµατικών σωµατείων της Αθήνας δ. 14 Μαρτίου 1905 5. Ο Όθων εγκαταλείπει την Ελλάδα ε. 6 Οκτωβρίου 1910 στ. Νοέµβριος 1920 ζ. 5 Σεπτεµβρίου 1910 Α.1.2. Να προσδιορίσετε αν το περιεχόµενο των ακόλουθων προτάσεων είναι σωστό ή όχι, γράφοντας στο τετράδιό σας τη λέξη «Σωστό» ή «Λάθος» δίπλα στο γράµµα που αντιστοιχεί στην κάθε πρόταση: Α. Το 1919 ο ελληνικός εµπορικός στόλος είχε υποδιπλασιαστεί σε σχέση µε το 1914. Β. Το Σύνταγµα της Κρητικής Πολιτείας συντάχθηκε κατά το πρότυπο του Ιταλικού συντάγµατος.
Γ. Ο Αλέξανδρος Κουµουνδούρος ήταν αρχηγός των Πεδινών. Μετά τη διάλυση της ΕΑΠ, το 1930, τα χρέη των αγροτών προσφύγων ανέλαβε να εισπράξει η Εθνική Τράπεζα. Ε. Προς το τέλος του Α Παγκοσµίου Πολέµου, ιδρύθηκε η ΓΣΕΕ. ΘΕΜΑ Α2 Α.2.1. α) Για ποιό λόγο δόθηκε προτεραιότητα στην εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία και τη υτική Θράκη; β) Πώς διαµορφώθηκε ο πληθυσµός και η εθνολογική σύσταση του πληθυσµού της Ελλάδας από την άφιξη των προσφύγων: Α.2.2. Ποιό ήταν το πρόγραµµα του ραλλικού κόµατος; ΟΜΑ Α Β' ΘΕΜΑ Β1 Λαµβάνοντας υπόψη το κείµενο που ακολουθεί και αξιολογώντας τις ιστορικές σας γνώσεις να σχολιάσετε τη φράση του βιβλίου σας: «Η χώρα (η Ελλάδα) ανταγωνιζόταν τον εαυτό της». ΠΗΓΗ 1 Η οικονοµική δύναµη των Ελλήνων της ιασποράς Οι Έλληνες αποτελούσαν (σηµ.: στην Οθωµανική αυτοκρατορία) την απόλυτη πλειοψηφία των χρηµατιστικών και εµπορικών επαγγελµάτων, τουλάχιστον σ όσες περιοχές ήταν πρόσφορες για τη διείσδυση του ευρωπαϊκού καπιταλισµού, και αποτελούσαν το 30 µε 60% του αστικού πληθυσµού των σηµαντικότερων εµπορικών κέντρων της αυτοκρατορίας, στο τέλος του Πρώτου Παγκοσµίου πολέµου. Είχαν τις µισές βιοµηχανικές επιχειρήσεις δικές τους, και έλεγχαν ένα µεγάλο τµήµα του εξωτερικού εµπορίου... Παρόµοια κατάσταση επικρατεί στην Αίγυπτο, στο δεύτερο κατά σειρά κέντρο της διαµόρφωσης του ελληνισµού του εξωτερικού... Όπως και στην Οθωµανική Τουρκία, το εξωτερικό εµπόριο ήταν εκείνο που, κυρίως, συγκέντρωσε την προσοχή των Ελλήνων επιχειρηµατιών: ιδιαίτερα η εξαγωγή βαµβακιού αντιπροσώπευε 60 µε 80% του συνόλου των εξαγωγών και από πολύ νωρίς ελέγχονταν από ελληνικές εταιρίες... Το 1850 ο οίκος «Κασσαβέτη» (µε κεφάλαιο 5 εκατοµµύρια φράγκα), κυριαρχούσε στο εµπόριο της Άνω Αιγύπτου απασχολώντας 1.000 υπαλλήλους, και το 1854 απέκτησε το µονοπώλιο της οργάνωσης της ποταµοπλοίας του Νείλου. Το 1858-59 ο οίκος «Νικολόπουλος»... «συγκέντρωνε» όλα τα προϊόντα της περιοχής της Άνω Αιγύπτου... Έλληνες είχαν σηµαντικό ρόλο και στις «ανώτατες σφαίρες των χρηµατιστηρίων και τραπεζιτικών δραστηριοτήτων... Από τις 100.000 ιδρυτικές µετοχές της «National Bank» που ήταν
άµεσα συνδεδεµένη µε το µεγάλο βρετανικό κεφάλαιο και απόκτησε και το εκδοτικό προνόµιο οι 25.000 ανήκαν στον (Έλληνα) Σαλβάγο... Η συµβολή της ελληνικής εµπορικής αστικής τάξης υπήρξε σηµαντική στα λιµάνια της Μαύρης Θάλασσας και της Αζοφικής... Το ελληνικό ναυτικό κυριαρχούσε στα λιµάνια του ούναβη µέχρι και τον 20ο αιώνα. Οι Έλληνες αντιπροσώπευαν την απόλυτη πλειοψηφία των εµπόρων στα λιµάνια της Μαύρης Θάλασσας και τον Κάτω ούναβη. Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 312, 313, 316, 320, 324 ΠΗΓΗ 2 Η οικονοµική καχεξία των εγχώριων αστών Στο τέλος της περιόδου που θεωρείται γενικά η πρώτη φάση της ελληνικής εκβιοµηχάνιση (από τη δεκαετία του 1860 ή του 1870 ως το 1910 περίπου), το ποσοστό του επενδυµένου κεφαλαίου που ανήκε στους αυτόχθονες αστούς ήταν αξιοθρήνητο. Και αν ακόµη κανείς παραβλέψει το τεράστιο δηµόσιο χρέος το οποίο θα έπρεπε κανονικά να υπολογίζεται σαν στοιχείο του παθητικού στον ισολογισµό της αστικής τάξης, σαν φορολογική υποχρέωσή της µε άλλα λόγια- το ποσοστό του βιοµηχανικού, τραπεζικού κι εµπορικού κεφαλαίου που ανήκε σε ανθρώπους ή εταιρίες µε ελληνικά ονόµατα ήταν µόνο 64% το 1909. Πολλές όµως επιχειρήσεις πρέπει να ανήκαν ολόκληρες ή κατά ένα µέρος τους, σε γνωστούς ή αφανείς εταίρους ή χρηµατοδότες που ήταν οµογενείς. Από αυτό άλλωστε το 64% της «εγχώριας» ιδιοκτησίας, περισσότερο από το µισό ήταν επενδυµένο στο εµπόριο, που σηµαίνει ότι και αυτό το µισό ήταν µε τη σειρά του κατά το µεγαλύτερο µέρος του απασχοληµένο σε πολύ µικρές εµπορικές επιχειρήσεις σε καταστήµατα και µικρά χονδρεµπορικά, των οποίων οι ιδιοκτήτες πρέπει να καταταγούν στη µικροαστική και όχι στην αστική τάξη. Θα ήταν λοιπόν ρεαλιστικό να υπολογίζει κανείς ότι οι εγχώριοι αστοί είχαν στον έλεγχό τους περίπου 30-40% του συνολικού ελληνικού κεφαλαίου. Και αφού το σύνολο αυτό βέβαια ήταν εξαιρετικά χαµηλό, επειδή η χώρα ήταν φτωχή, το 30-40% που ανήκε στους ιθαγενείς αστούς ήταν ασήµαντο όχι µόνο ως ποσοστό αλλά και ως απόλυτος αριθµός. Γ. ερτιλή, Κοινωνικός Μετασχηµατισµός και Στρατιωτική επέµβαση 1880-1909, σ. 85 ΘΕΜΑ Β2 Αντλώντας στοιχεία από τα ακόλουθα ιστορικά παραθέµατα και αξιοποιώντας τις ιστορικές σας γνώσεις, α) να δείξετε τους λόγους που οδήγησαν τις σχέσεις Βενιζέλου και Γεωργίου σε αδιέξοδο και, τελικά, σε ρήξη και β) να παρουσιάσετε το τέλος και τα αποτελέσµατα της Επανάστασης του Θερίσου. ΠΗΓΗ 1
«Από των αρχών του 1900 ο επί της ικαιοσύνης σύµβουλος της Κρητικής κυβερνήσεως διετύπωσε το πρώτον προς τον πρίγκηπα Αρµοστήν την γνώµην ότι εάν καθίστατο αδύνατον όπως την λήξιν της Αρµοστείας διαδεχθή η ένωσις, να επιδιώξουν και οι εν Αθήναις και οι εν Κρήτη ίνα µη ανανεωθή η Αρµοστεία, αλλά διαδεχθή ταύτην αυτονοµία, δια της οποίας η νήσος θα απηλλάσσετο της παρακαταθήκης, θα επετύγχανε την αποµάκρυνσιν των διεθνών στρατευµάτων και οργανούσα δύναµιν εγχωρίου πολιτοφυλακής θα ηδύνατο να βάδιση ευθετώτερον προς την πραγµατοποίησιν των εθνικών πόθων. Αι δυσχέρειαι επί της πραγµατοποιήσεως τούτου ήσαν πολλαί και µεγάλαι, ο δε Αρµοστής ουδόλως απέδωσε την δέουσαν σηµασίαν προς την γνώµην του επί της ικαιοσύνης Συµβούλου, όστις εφ όσον επείθετο επί του ανέφικτου της ενωτικής λύσεως επί τοσούτον καθίστατο θετικώτερος εις τας επί της αυτονοµίας πεποιθήσεις του. Από του φθινοπώρου του 1900 ήρξαντο θετικαί µεν αντιθέσεις µεταξύ του επί της ικαιοσύνης συµβούλου και του Αρµοστού κατέπεσαν δε τα κακώς συγκαλυπτόµενα προσχήµατα της έριδος και της εχθρότητος µεταξύ του πρώτου και του ιδιαίτερου γραµµατέως του δευτέρου». [Γεώργιος Ασπρέας, Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1821-1928, εν Αθήναις 1930, τ. 3ος, σ. 47-48.] ΠΗΓΗ 2 «[...] Εις τον Κρητικόν λαόν ουδείς πλέον αρνείται δικαίωµα γνώµης, και γνώµης κυρίας, επί της εθνικής αυτού εξελίξεως. Το Κρητικό Ζήτηµα ανεγνωρίσθη ως κατ εξοχήν εθνικόν ζήτηµα και όχι δυναστική απλώς υπόθεσις, ο δε κ. Θεοτόκης, ως υπεύθυνος του Κράτους κυβερνήτης, διεξήγαγε τας διαπραγµατεύσεις συνεπεία των οποίων ανεγνωρίσθη εις τον βασιλέα των Ελλήνων το δικαίωµα της υποδείξεως του Ύπατου Αρµοστού. Αι συληθείσαι ελευθερίαι του Κρητικού Λαού απεδόθησαν και πάλιν εις αυτόν αρτιώτεραι, ησφαλισµέναι δε δια νέου πολιτεύµατος, το οποίον επεβλήθη κατόπιν µιας επαναστάσεως και το οποίον µετέθηκε τον άξονα της πολιτικής δυνάµεως προς το µέρος του λαϊκού παράγοντος...». [Από άρθρο του Ελευθερίου Βενιζέλου στην εφηµερίδα «Κήρυξ» των Χανίων ( 27 Απριλίου 1907)] ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑ Α Α ΘΕΜΑ Α1 Α.1.1.α. α) Από τα πολλά προβλήµατα που κληροδότησε η οθωµανική κατοχή στο νέο ελληνικό κράτος, ξεχώριζε για την έκταση, τη σηµασία και την πολυπλοκότητά του το ζήτηµα των «εθνικών γαιών». «Εθνικές γαίες» ήταν οι ακίνητες, οι κτηµατικές ιδιοκτησίες των Οθωµανών στις περιοχές που περιήλθαν στον έλεγχο του ελληνικού κράτους. Η γη αυτή ανήκε είτε στο οθωµανικό δηµόσιο είτε σε µουσουλµανικά ιδρύµατα είτε σε ιδιώτες, ως ιδιοκτησία ή ως δικαίωµα νοµής (εκµετάλλευσης).
β) Ένα σοβαρό ζήτηµα, που επίσης αντιµετωπίστηκε µε επιτυχία, ήταν το καθεστώς της Εκκλησίας. Με τον Οργανικό Νόµο του 1900, δόθηκε λύση σε ακανθώδη εκκλησιαστικά ζητήµατα, όπως ήταν η σχέση της Εκκλησίας της Κρήτης µε το Οικουµενικό Πατριαρχείο και η εκλογή Μητροπολίτη και Επισκόπων. Το βασικό σχήµα, που ισχύει µε µικρές τροποποιήσεις έως σήµερα, είναι ένα καθεστώς ηµιαυτόνοµης Εκκλησίας, της οποίας ο Προκαθήµενος εκλέγεται από το Οικουµενικό Πατριαρχείο και η Κρητική Πολιτεία εκδίδει το ιάταγµα της αναγνώρισης και εγκατάστασής του. γ) Στις 10 Ιουνίου 1930 υπογράφηκε η Συµφωνία της Άγκυρας που αποτελούσε το οικονοµικό σύµφωνο µεταξύ των δύο χωρών. Ρύθµιζε το ζήτηµα των Ελλήνων ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης και των µουσουλµάνων της Θράκης, καθώς και των «φυγάδων». Όριζε ότι οι ανταλλάξιµες µουσουλµανικές περιουσίες στην Ελλάδα και οι ελληνικές στη Τουρκία περιέρχονταν στην κυριότητα του Ελληνικού και Τουρκικού ηµοσίου, αντίστοιχα. Προέβλεπε αµοιβαία απόσβεση των οικονοµικών υποχρεώσεων µεταξύ των δύο χωρών. Η συµφωνία ολοκληρώθηκε στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου έτους µε το Σύµφωνο φιλίας, ουδετερότητας και διαιτησίας, το Πρωτόκολλο για τον περιορισµό των ναυτικών εξοπλισµών και τη Σύµβαση εµπορίου, εγκατάστασης και ναυτιλίας. Με την τελευταία αυτή σύµβαση δόθηκε η δυνατότητα στους υπηκόους του καθενός από τα δύο κράτη να ταξιδεύουν ή να εγκαθίστανται (µε κάποιους περιορισµούς) στο έδαφος του άλλου κράτους. Α.1.1.β. 1-στ, 2-α, 3-ε, 4-γ, 5β Α.1.2. A: Σ, B: Λ, Γ: Λ, : Λ, Ε: Σ ΘΕΜΑ Α2 Α.2.1. α) όθηκε προτεραιότητα στην εγκατάσταση των προσφύγων στη Μακεδονία και τη υτική Θράκη καθώς: Ήταν δυνατόν να χρησιµοποιηθούν τα µουσουλµανικά κτήµατα και τα κτήµατα των Βουλγάρων µεταναστών (σύµφωνα µε τη συνθήκη του Νεϊγύ). Αυτό θα καθιστούσε τους πρόσφυγες αυτάρκεις σε σύντοµο χρονικό διάστηµα και θα συντελούσε στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Θα καλυπτόταν το δηµογραφικό κενό που είχε δηµιουργηθεί µε την αναχώρηση των Μουσουλµάνων και των Βουλγάρων και τις απώλειες που προκάλεσαν οι συνεχείς πόλεµοι (1912 1922). Επιπλέον, έτσι εποικίζονταν παραµεθόριες περιοχές. β) Ο πληθυσµός της Ελλάδας αυξήθηκε από το 1920 έως το 1928 περίπου κατά 20%. Αυξήθηκε επίσης κατά πολύ ο βαθµός αστικοποίησης του κράτους. Κατά την ίδια περίοδο, ο πληθυσµός της ευρύτερης περιοχής της πρωτεύουσας διπλασιάστηκε. Η δηµιουργία µάλιστα προσφυγικών συνοικισµών γύρω από την Αθήνα και τον Πειραιά έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διαµόρφωση του ενιαίου πολεοδοµικού συγκροτήµατος, όπως το ξέρουµε σήµερα. Εκτός από την Αθήνα, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, υπήρξαν και άλλα αστικά κέντρα που διογκώθηκαν εξαιτίας της εγκατάστασης προσφύγων σε αυτά. Σηµαντικότερες ήταν οι επιπτώσεις από την άφιξη των προσφύγων στην εθνολογική σύσταση του πληθυσµού της Ελλάδας. Το 1920 η Ελλάδα είχε 20% µη Έλληνες ορθόδοξους, ενώ το 1928 µόλις 6%. Ο ελληνικός πληθυσµός της υτικής Θράκης, και της Ηπείρου αυξήθηκε, ενώ η Κρήτη, η Λέσβος και η Λήµνος εξελληνίστηκαν
πλήρως. Η κυριότερη, όµως, µεταβολή συνέβη στη Μακεδονία. Το ποσοστό των µη Ελλήνων ορθοδόξων που ήταν 48% το 1920, έπεσε στο 12% το 1928. Η ενίσχυση του ελληνικού χαρακτήρα της Μακεδονίας είχε µεγάλη σηµασία για τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας. Εξάλλου, αραιοκατοικηµένες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, κάποιες από αυτές παραµεθόριες, εποικίστηκαν από πρόσφυγες. Με τον τρόπο αυτό κατοχυρώθηκαν οι νέες περιοχές που ενώθηκαν µε την Ελλάδα µετά τους Βαλκανικούς πολέµους και ενσωµατώθηκαν στον εθνικό κορµό. Α.2.2. Το ραλλικό κόµµα ήταν αντίθετο προς τον εκσυγχρονισµό. Ήταν κατά της ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας, όπως αυτή διαµορφώθηκε κατά τα τέλη του 19 ου αιώνα και όπως το απαιτούσε η µεταρρυθµιστική πολιτική των Φιλελευθέρων. Υποστήριζε ότι το Κοινοβούλιο έπρεπε να έχει ισχυρή θέση στο πολιτικό σύστηµα. Στο πρόσωπο του βασιλιά, όµως, έβλεπε το σύµβολο της εθνικής ενότητας που ξεπερνούσε τα σύνορα της χώρας. Απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στα µεσαία και κατώτερα στρώµατα των πόλεων καθώς και στους µικροκαλλιεργητές, δεδοµένου ότι η οικονοµική πολιτική των Φιλελευθέρων έδειχνε να ευνοεί, κυρίως, τα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα. Ζητούσε ενίσχυση της παραγωγής και αύξηση των θέσεων εργασίας, ώστε µε την οικονοµική ανάπτυξη να εξευρεθούν χρήµατα για εξοπλισµούς, να καταπολεµηθεί η διαφθορά και η πατρωνία των κοµµάτων. Πάντως, το ραλλικό κόµµα δεν είχε κάποιο συγκροτηµένο πρόγραµµα για την οικονοµική ανάπτυξη. ΟΜΑ Α Β ΘΕΜΑ 1 Η χώρα ανταγωνιζόταν τον εαυτό της. Έξω από τα σύνορά της υπήρχαν ισχυρά κέντρα ελληνισµού, πνευµατικά, οικονοµικά, παραγωγικά, τα οποία πολλές φορές κυριαρχούσαν στο χώρο τους αλλά και σε ευρύτερες περιοχές. Έλληνες, ελληνικά κεφάλαια και πλούτος υπήρχαν και αναπτύσσονταν από την Ουκρανία ως το Σουδάν, από το ούναβη ως τον Καύκασο και από τη Σµύρνη ως την Κιλικία. Για τους Έλληνες των περιοχών αυτών το µικρό ελληνικό βασίλειο ήταν για πολλά χρόνια µια κακή ανάµνηση µάλλον, ένας φτωχός και ίσως ανεπρόκοπος συγγενής. Οι δικές τους επιτυχίες φάνταζαν ολότελα ξένες σε σύγκριση µε τη στασιµότητα και την ένδεια της µικρής Ελλάδας. Χρειάστηκε να δυσκολέψουν γι αυτούς οι οικονοµικές και πολιτικές συνθήκες, προς το τέλος κυρίως του 19ου αιώνα, για να ανακαλύψουν τη σηµασία που είχε η φτωχή τους πατρίδα, ως ασφαλές καταφύγιο και ως πεδίο ανάπτυξης οικονοµικών δραστηριοτήτων. Σχετικές πληροφορίες παραθέτει και ο Κ. Τσουκαλάς στο δευτερογενές απόσπασµα από το έργο του Εξάρτηση και αναπαραγωγή, όπου τονίζεται πως στη λήξη του Α' Παγκοσµίου Πολέµου οι Έλληνες αποτελούσαν σηµαντικό τµήµα των πιο σηµαίνοντων εµπορικών κέντρων της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας και δέσποζαν σε επαγγέλµατα οικονοµικού και εµπορικού χαρακτήρα, ιδιαίτερα στις περιοχές εκείνες που η ελεύθερη οικονοµία ήταν επιτρεπτή. Η κυριαρχία αυτή λάµβανε χώρα και στον τοµέα της βιοµηχανίας, και όχι µόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά και στις εξωτερικές συναλλαγές, µε χαρακτηριστική περίπτωση την Αίγυπτο. Το βαµβάκι αποτελεί βασικό εξαγώγιµο προϊόν, ελεγχόµενο κυρίως από Έλληνες επιχειρηµατίες, µε τους οίκους Κασσαβέτη και Νικολόπουλου να κυριαρχούν στην Αίγυπτο, στην οργάνωση της ποταµοπλοίας του Νείλου ο πρώτος, απασχολώντας µάλιστα 1.000
υπαλλήλους, και στις τραπεζικές δραστηριότητες ο δεύτερος, ενώ αναφέρεται ο Σαλβάγο, ο οποίος απέκτησε το εκδοτικό προνόµιο 25.000 ιδρυτικών µετοχών σε σύνολο 100.000. Ο Κ.Τσουκαλάς παραθέτει, επίσης και την άνοδο της ελληνικής εµπορικής αστικής τάξης στη Μαύρη Θάλασσα, στην Αζοφική και στο ούναβη, µέχρι και τον 20ο αιώνα. Ο Γ. ερτιλής, σηµειώνει στον Κοινωνικό Μετασχηµατισµό και Στρατιωτική επέµβαση και στο δευτερογενές παράθεµά του, ότι στην Ελλάδα, ήταν σχεδόν ανύπαρκτες οι επενδύσεις κεφαλαίων από τους γηγενείς, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα ιδιαίτερα χαµηλά ποσοστά κεφαλαίων οικονοµικού χαρακτήρα σε ατοµικό επίπεδο ή µέσω εταιρειών. Φαίνεται πως γνωστοί η µή, ήταν οµογενείς αυτοί που κατείχαν τα υπόλοιπα ποσοστά των µετοχικών κεφαλαίων, συνεπώς δεν µπορεί να γίνει λόγος για αστική τάξη εφόσον οι Έλληνες δραστηριοποιούνται κυρίως σε περιορισµένο τοπικά εµπόριο, κατέχοντας µόνο το 30 40 %του συνολικού ελληνικού κεφαλαίου. Συνεπώς, καταδεικνύεται από το συνδυασµό των πληροφοριών του σχολικού εγχειριδίου και των παραθεµάτων, η εγκυρότητα της φράσης Η χώρα ανταγωνιζόταν τον εαυτο της, καθώς οι γηγενείς Έλληνες δεν δραστηριοποιούνταν εµπορικά, τραπεζικά και βιοµηχανικά, στο βαθµό που το έπρατταν οι οµογενείς του εξωτερικού σε σηµαντικά οικονοµικά κέντρα του εξωτερικού. ΘΕΜΑ 2 α) Το θετικό και αισιόδοξο κλίµα των δύο πρώτων ετών της λειτουργίας του νέου καθεστώτος άρχισαν να σκιάζουν απειλητικά σύννεφα, τα οποία επρόκειτο να δηµιουργήσουν λίγο αργότερα σοβαρή εσωτερική κρίση. Το Σύνταγµα της Κρητικής Πολιτείας ήταν υπερβολικά συντηρητικό και παραχωρούσε στον Ηγεµόνα, όπως ονοµάστηκε ο Ύπατος Αρµοστής, υπερεξουσίες, που εύκολα µπορούσαν να τον οδηγήσουν σε δεσποτική συµπεριφορά. Επιπλέον, η ασάφεια στον ακριβή καθορισµό αρµοδιοτήτων δηµιουργούσε τριβές και προσωπικές αντιπαραθέσεις στο έργο της διοίκησης. Οι τοπικοί παράγοντες της Κρήτης, που πολέµησαν για την ελευθερία του νησιού και στήριξαν µε ενθουσιασµό τον Πρίγκιπα, έβλεπαν τώρα µε δυσφορία και πικρία να παραγκωνίζονται και να διορίζονται σε καίριες θέσεις Αθηναίοι σύµβουλοι του Γεωργίου, που αγνοούσαν τα κρητικά πράγµατα και την ψυχολογία των Κρητών. Αλλά το πιο σηµαντικό ήταν η διαχείριση του εθνικού ζητήµατος της ένωσης της Κρήτης µε την Ελλάδα. Στο ουσιώδες αυτό ζήτηµα παρατηρήθηκε εξαρχής διάσταση απόψεων µεταξύ του Γεωργίου και του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ο Γεώργιος πίστευε ότι η λύση του εθνικού ζητήµατος θα ωρίµαζε µε συνεχείς παραστάσεις και υποµνήµατα προς τις Μεγάλες υνάµεις, ενώ ο Βενιζέλος, βλέποντας τα πράγµατα πρακτικότερα και ρεαλιστικότερα, θεωρούσε ότι η λύση έπρεπε να είναι σταδιακή, µε βαθµιαίες κατακτήσεις. Ως πρώτη µάλιστα κατάκτηση θεωρούσε την αποµάκρυνση των ξένων στρατευµάτων και την αντικατάστασή τους από ντόπια πολιτοφυλακή, µε Έλληνες αξιωµατικούς. Οι απόψεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, Υπουργού ικαιοσύνης της πρώτης κυβέρνησης της Κρητικής Πολιτείας, παρουσιάζονται αναλυτικότερα στο απόσπασµα του έργου του Γεωργίου Ασπρέα «Πολιτική Ιστορία της Νεωτέρας Ελλάδος, 1821-1928». Όπως πληροφορούµαστε από τη συγκεκριµένη δευτερογενή ιστορική πηγή, ο
Βενιζέλος από τις αρχές του 1900 διατύπωσε στον Πρίγκιπα τη γνώµη ότι εάν δεν ήταν εφικτή η ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα, η ελληνική και η κρητική κυβέρνηση θα έπρεπε να επιδιώξουν από κοινού την ανάκληση των διεθνών στρατευµάτων από το νησί και την οργάνωση κρητικού στρατού, ώστε να απαλλαγεί η Κρήτη από την κηδεµονία των Μεγάλων υνάµεων και «να βάδιση ευθετώτερον προς την πραγµατοποίησιν των εθνικών πόθων». Ο Γεώργιος όµως δεν συµµερίστηκε καθόλου τη γνώµη του Βενιζέλου, ο οποίος γινόταν περισσότερο επίµονος όσο αντιλαµβανόταν ότι δεν είχαν ωριµάσει ακόµα οι συνθήκες για την επίτευξη της ένωσης µε την Ελλάδα. Η διάσταση των απόψεων στο πολιτικό ζήτηµα δεν άργησε να λάβει τη µορφή προσωπικής αντιπαράθεσης. Ο Βενιζέλος είχε καταστήσει σαφές ότι δεν αναγνωρίζει στον Πρίγκιπα το δικαίωµα να διαχειρίζεται προσωπικώς το εθνικό ζήτηµα της Κρήτης: «Ως ένας εκ των τριακοσίων χιλιάδων Κρητών, δεν σας εκχωρώ το δικαίωµά µου, ώστε µόνος σεις να ρυθµίζετε αυτοβούλως την εθνικήν πολιτικήν του τόπου µου!». Κακοί σύµβουλοι του Γεωργίου διοχέτευαν χαλκευµένα και συκοφαντικά κείµενα στις αθηναϊκές εφηµερίδες εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου, γεγονός που δηµιούργησε βαρύ κλίµα διχασµού. Μάλιστα, στο ιστορικό παράθεµα γίνεται λόγος για «έριδα» και «εχθρότητα» µεταξύ του Υπουργού ικαιοσύνης και του ιδιαίτερου γραµµατέα του Ύπατου Αρµοστή. Η κρίση κορυφώθηκε στις 18 Μαρτίου 1901, όταν ο Γεώργιος απέλυσε τον Βενιζέλο από το αξίωµα του υπουργού. Για να υποστηρίξει τις απόψεις του στο εθνικό ζήτηµα της Κρήτης, ο Βενιζέλος δηµοσίευσε στην εφηµερίδα «Κήρυξ» των Χανίων, που ο ίδιος εξέδιδε, πέντε πολύκροτα άρθρα, µε το χαρακτηριστικό τίτλο «Γεννηθήτω φως». Ο Γεώργιος ακολούθησε πολιτική αδιαλλαξίας και προχώρησε σε µέτρα περισσότερο αυταρχικά, µε την απαγόρευση της ελευθεροτυπίας και µε διώξεις και φυλακίσεις διακεκριµένων στελεχών της κρητικής αντιπολίτευσης. β) Η επιµονή των επαναστατών στον ένοπλο αγώνα και η παράταση της έκρυθµης κατάστασης, που απειλούσε µε κατάρρευση την οικονοµική και πολιτική υπόσταση της Κρήτης, ανάγκασε τις Προστάτιδες υνάµεις να αποστείλουν αυστηρό τελεσίγραφο προς τους επαναστάτες στις 2 Ιουλίου 1905. Οι Γενικοί Πρόξενοι των υνάµεων, οι οποίοι υπέγραψαν αυτή τη διακοίνωση, καθιστούσαν σαφές ότι δεν µπορούσαν να µεταβάλουν το πολιτικό καθεστώς του νησιού. ιαβεβαίωναν όµως ότι θα επιφέρουν ουσιώδεις εσωτερικές µεταρρυθµίσεις, που θα βελτίωναν θεαµατικά την κατάσταση, υπό το ρητό όρο ότι εντός 15 ηµερών οι επαναστάτες όφειλαν να καταθέσουν τα όπλα, µε παράλληλη χορήγηση γενικής αµνηστίας. Οι διαπραγµατεύσεις ήταν σκληρές και διήρκεσαν όλο το καλοκαίρι του 1905. Η τελική συµφωνία υπογράφηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 2 Νοεµβρίου 1905 στο µοναστήρι των Μουρνιών Κυδωνίας. Εξασφαλίστηκε γενική αµνηστία και οι Μεγάλες υνάµεις δεσµεύτηκαν να επεξεργαστούν ένα χάρτη νέων παραχωρήσεων στον κρητικό λαό, αρνούµενες πάντως να επιτρέψουν την ένωση της Κρήτης µε την Ελλάδα. Το κίνηµα του Θερίσου δεν πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αλλά έδωσε νέα ισχυρή ώθηση στο Κρητικό Ζήτηµα και προκάλεσε θετικές εξελίξεις. ιεθνής Επιτροπή που ήλθε στην Κρήτη το Φεβρουάριο 1906, ανέλαβε να εξετάσει την κατάσταση και τους όρους λειτουργίας του αρµοστειακού καθεστώτος και να υποβάλει σχετική έκθεση. Έπειτα από µακρότατες και επίπονες διαβουλεύσεις µε τον Ελευθέριο Βενιζέλο και µε την Ελληνική Κυβέρνηση, οι Μεγάλες υνάµεις κατέληξαν σε µια νέα ρύθµιση του Κρητικού Ζητήµατος. Το οριστικό κείµενο των µεταρρυθµίσεων προέβλεπε την οργάνωση Κρητικής Χωροφυλακής µε εντελώς νέο
σχήµα, την ίδρυση Κρητικής Πολιτοφυλακής, µε Έλληνες αξιωµατικούς που προηγουµένως θα παραιτούνταν από τον ελληνικό στρατό, και την ανάκληση των ξένων στρατευµάτων, µετά την αποκατάσταση της εσωτερικής γαλήνης στην Κρήτη. Η πολιτική του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε θριαµβεύσει. Αµέσως έπειτα συγκροτήθηκε η Β Συντακτική Συνέλευση, για την εκπόνηση νέου συντάγµατος, και η πρώτη πράξη της ήταν η έκδοση ενωτικού ψηφίσµατος, µέσα σε ατµόσφαιρα συµφιλίωσης και εθνικής έξαρσης. Με νέα απόφασή τους οι υνάµεις παραχωρούσαν στο βασιλιά των Ελλήνων Γεώργιο Α το δικαίωµα να διορίζει εκείνος τον Ύπατο Αρµοστή της Κρήτης (14 Αυγούστου 1906) µετά από διαπραγµατεύσεις µε τον τότε πρωθυπουργό της Ελλάδας Γεώργιο Θεοτόκη, αρχηγό του τρικουπικού κόµµατος. Το νησί είχε ουσιαστικά καταστεί µια ιδιότυπη ελληνική επαρχία. Ο πανηγυρικός τόνος για τις κατακτήσεις του κρητικού λαού µετά την Επανάσταση του Θερίσου κυριαρχεί και στο απόσπασµα του άρθρου του Βενιζέλου στις 27 Απριλίου 1907 στην εφηµερίδα «Κήρυξ» των Χανίων, όπου τονίζεται η δύναµη του «λαϊκού παράγοντος» και η δυνατότητά του να καθορίζει τις εξελίξεις και να επιβάλλει τη γνώµη του µέσω του ένοπλου αγώνα. Με την Επανάσταση του Θερίσου ο λαός της Κρήτης ξανακέρδισε τις ελευθερίες που του είχε στερήσει η δεσποτική και αυταρχική συµπεριφορά του Πρίγκιπα Γεωργίου και κατέστησε το Κρητικό Ζήτηµα υπόθεση ολόκληρου του έθνους. Συµπερασµατικά, υφίσταται πλήρης συνάφεια πληροφοριών ως προς τα αίτια που οδήγησαν στην Επανάσταση του Θερίσου. Επιµέλεια: Κουρτίδης Ιωάννης