Ιχθύω εια ργ Κεφάλαιο 2 Καλλιέ Καλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές από ειε την ελληνική υδατοκαλλιέργεια Κωνσταντίνος Γκάνιας Υδατοκαλλιέ

Σχετικά έγγραφα
Επιδράση των υδατοκαλλιεργειών στο περιβάλλον

Η ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ ΠΛΑΓΚΤΟΥ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΩΣ ΖΩΝΤΑΝΗΣ ΤΡΟΦΗΣ ΣΤΟΥΣ ΘΑΛΑΣΣΙΟΥΣ ΙΧΘΥΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ (Γενική θεώρηση)

Σημειώσεις για το μάθημα «Ζωοτεχνία» Υδατοκαλλιέργειες Ναυσικά Καρακατσούλη Επικ. Καθηγήτρια Τμήμα ΕΖΠΥ

ΚΑΙ ΕΚΤΡΟΦΗ ΙΧΘΥΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ Ε. ΠΑΠΟΥΤΣΟΓΛΟΥ ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Την τελευταία 30ετία στην Ελλάδα έχουν αναδειχθεί οι ιχθυοκαλλιέργειες θαλασσινών μεσογειακών ειδών (κυρίως τσιπούρας και λαβρακίου).

Έρευνα αγοράς κλάδου παραγωγής ιχθυηρών

Τ.Ε.Ι. ΔΥΤΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΜΗΜΑ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΑΛΙΕΙΑΣ-ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ ΜΑΘΗΜΑ: ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ Ι

Innovation Transfer Network for Mediterranean Mariculture - INTRANEMMA Deliverable 1 (b): Greek Survey Template

TEI ΗΠΕΙΡΟΥ ΤΜΗΜΑ ΙΧΘΥΟΚΟΜΙΑΣ - ΑΛΙΕΙΑΣ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ &

ΕΙΣΑΓΩΓΗ... ΣΦΑΛΜΑ! ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΡΙΣΤΕΙ ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ ΥΔΡΟΒΙΩΝ ΦΥΤΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ... ΣΦΑΛΜΑ! ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΟΡΙΣΤΕΙ ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗΣ.

ΑΡΘΡΟ ΠΡΩΤΟ [Άρθρο 4 Κατηγορίες υδατοκαλλιεργειών στην Ελλάδα Αναγκαίες υποδομές για τη λειτουργία των μονάδων υδατοκαλλιέργειας]

Περιεχόμενα. Εισαγωγή... 13

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ Υ ΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ, ΕΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ Πειραιάς 31/12/2015

Άνοιξε στις 20 Μαρτίου 2015 για 3η φορά το πρόγραμμα επιδότησης του επιχειρησιακού προγράμματος Αλιείας (ΕΠΑλΘ) με τίτλο Μετρο 2.1 «ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ».

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ Υ ΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ, ΕΤΟΥΣ Πειραιάς 1/8/2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Παραγωγή και κατανομή της τροφής. Β ΜΕΡΟΣ: Κτηνοτροφία Αλιεία

41o Γυμνάσιο Αθήνας Σχ. Έτος Τμήμα Β1

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΛΙΕΙΑΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ & ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΔΑΤΩΝ ΒΙΩΣΙΜΗ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ 2014

Μέτρο 2.1 Υδατοκαλλιέργεια. Συνοπτική παρουσίαση

Για να περιγράψουμε την ατμοσφαιρική κατάσταση, χρησιμοποιούμε τις έννοιες: ΚΑΙΡΟΣ. και ΚΛΙΜΑ

4.3 Παραγωγική διαδικασία νέων υποψήφιων για εκτροφή ειδών

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ Υ ΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ, ΕΤΩΝ 2012, Πειραιάς 31 /12 / 2014 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Η αγορά προϊόντων αλιείας στην Τουρκία

ε ι δ ι κ η ε ν η μ ε ρ ω τ ι κ η ε κ δ ο σ η ΣTATIΣTIKEΣ & YΔATOKAΛΛIEPΓEIΩN ΘAΛAΣΣIAΣ AΛIEIAΣ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΠEIPAIAΣ 2015

ε ι δ ι κ η ε ν η μ ε ρ ω τ ι κ η ε κ δ ο σ η ΣTATIΣTIKEΣ & YΔATOKAΛΛIEPΓEIΩN ΘAΛAΣΣIAΣ AΛIEIAΣ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΠEIPAIAΣ 2013

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΕΡΕΥΝΑ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΩΝ, ΈΤΟΣ 2017

ΒΙΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΙΡΙΔΙΖΟΥΣΑΣ ΠΕΣΤΡΟΦΑΣ

ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ Μελέτη σκοπιμότητας και διερεύνησης των βασικών παραγόντων. Παρουσίαση στην ΕΧΑΕ 18 Νοεμβρίου 2013

Ο τομέας ιχθυοκαλλιέργειας στη Γαλλία

Η ιστορική πατρότητα του όρου «Μεσόγειος θάλασσα» ανήκει στους Λατίνους και μάλιστα περί τα μέσα του 3ου αιώνα που πρώτος ο Σολίνος τη ονομάζει

ε ι δ ι κ η ε ν η μ ε ρ ω τ ι κ η ε κ δ ο σ η ΣTATIΣTIKEΣ & YΔATOKAΛΛIEPΓEIΩN ΘAΛAΣΣIAΣ AΛIEIAΣ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΠEIPAIAΣ 2014

Παραγωγή Υδρόβιων Οργανισμών

Η ΑΓΟΡΑ ΙΧΘΥΗΡΩΝ ΣΤΗΝ ΛΙΒΥΗ

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΕΝΤΟΜΩΝ ΣΕ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΟΥ ΤΥΠΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

ε ι δ ι κ η ε ν η μ ε ρ ω τ ι κ η ε κ δ ο σ η ΣTATIΣTIKEΣ ΘAΛAΣΣIAΣ AΛIEIAΣ YΔATOKAΛΛIEPΓEIΩN IXΘYOKAΛΛIEPΓEIΩN ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ ΕΛΣΤΑΤ

ΚΟΙΝΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΔΑΣΙΚΑ & ΥΔΑΤΙΝΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ 13/06/2013 Δήμος Βισαλτίας

4.3 Παραγωγική διαδικασία νέων υποψήφιων για εκτροφή ειδών

ΕΚΘΕΣΗ ΕΜΠΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Προστατευόμενες θαλάσσιες περιοχές φυσικής κληρονομιάς

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ. σύμφωνα με το άρθρο 294 παράγραφος 6 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Τελική Αναφορά της Κατάστασης Διατήρησης της Μεσογειακής Φώκιας Monachus monachus στη Νήσο Γυάρο Περίληψη

Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος Κατεύθυνση Τεχνολογιών Φυσικού Περιβάλλοντος. ΜΑΘΗΜΑ: Γενική Οικολογία

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

ERASMUS Δημοτικό Σχολείο Αγίων Τριμιθιάς Χρίστος Τομάζος Στ 2

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Συγκριτική Αναφορά Αγορών Ελαιολάδου. Γενικά

Συνδ (Rev.)* ΣΗΜΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ότι η συνεργασία των Κρατών Εξάπλωσης ενισχύει σημαντικά τη διατήρηση των πληθυσμών της θαλάσσιας χελώνας,

«ΙΧΘΥΟΚΑΛΛΙEΡΓΗΤΙΚΕΣ ΜΟΝΑ ΕΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ»

98 Ο ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΚΠΕ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΓΟΡΑΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΘΑΛΑΣΣΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΣΤΗ ΚΥΠΡΟ

Πατάτες Ποιότητα 3 Να έχουν χαμηλό ποσοστό νιτρικών αλάτων (που ως γνωστό είναι βλαβερά για την υγεία των νεαρών ατόμων) και να μην έχουν υπολείμματα

«Κλιματική ή Αλλαγή: Δείκτες και Γεγονότα»

Ομιλία του καθηγητού Χρήστου Σ. Ζερεφού, ακαδημαϊκού Συντονιστού της ΕΜΕΚΑ

Γεωργία Κτηνοτροφία Θαλάσσια αλιεία Υδατοκαλλιέργειες

Θέμα μας το κλίμα. Και οι παράγοντες που το επηρεάζουν.

Αποδημητικά πουλιά της Κύπρου. Όνομα: Κωνσταντίνος Χριστοφή Τμήμα: Γ 4 Μάθημα: Βιολογία

Εντατική Εκτροφή Σαλιγκαριών. Ανάλυση Μεθοδολογίας Παραγωγική Διαδικασία Αποτελέσματα

Υδατοκαλλιέργειες Καρακατσούλη Ναυσικά

ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΑΓΟΡΑΣ ΤΥΡΟΚΟΜΙΚΩΝ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ...3. Εισαγωγή...3. Εγχώρια παραγωγή τυροκομικών...3. Καταναλωτικές προτιμήσεις...4. Δίκτυα διανομής...

G. Johnson, R.Whittington, K. Scholes, D. Angwin, P. Regnér. Βασικές αρχές στρατηγικής των επιχειρήσεων. 2 η έκδοση. Chapter 1

ΑΣΚΗΣΗ- 1. ΜΗΝΙΑΙΑ ΑΥΞΗΣΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΡΟΦΗΣ. Σε μια μονάδα εκτροφής σε ιχθυοκλωβούς έγινε δειγματοληψία.

Γράφει ο Κος: Αλέξανδρος Μεσημέρης, υπεύθυνος μελισσοκομίας του τμήματος Ζωικής Παραγωγής, Διεύθυνσης Αγροτικής Ανάπτυξης Λάρισας

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (2008/392/ΕΚ) (3) Τα στοιχεία αυτά διατίθενται σήμερα στο κοινό μέσω των

Μεταρρύθμιση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής (ΚΑλΠ) Προς ένα καλύτερο μέλλον για τα ιχθυοαποθέματα και τους αλιείς

ΗλιακοίΣυλλέκτες. Γιάννης Κατσίγιαννης

Κεφάλαιο 1 Συστήματα παραγωγής και τάσεις στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια υδατοκαλλιέργεια. Κωνσταντίνος Γκάνιας. Υδατοκαλλιέργειες Εισαγωγή

ΟΙ ΥΔΡΟΒΙΟΤΟΠΟΙ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ

Κατανάλωση νερού σε παγκόσμια κλίμακα

ΗΜΕΡΙΔΑ Σ.Ε.Γ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΩΕΠΙΣΤΗΜΕΣ

Το μεγαλύτερο μέρος της γης αποτελείται από νερό. Το 97,2% του νερού αυτού

Τα ποτάμια και οι λίμνες της Ελλάδας. Λάγιος Βασίλειος, Εκπαιδευτικός

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑ ΟΥ & ΕΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΤΥΝΗΣΙΑ

ΦΑΣΗ 5. Ανάλυση αποτελεσμάτων αλιευτικής και περιβαλλοντικής έρευνας- Διαχειριστικές προτάσεις ΠΑΡΑΔΟΤΕΑ

REDBRO HUBBARD ΠΙΝΑΚΕΣ ΑΠΟΔΟΣΕΩΝ ΣΜΗΝΟΥΣ ΠΑΤΡΟΓΟΝΙΚΑ. Άφιξη σμήνους: Αριθμός θηλυκών πτηνών κατά την άφιξη: Αριθμός αρσενικών πτηνών κατά την άφιξη:

Ενημερωτικές Σημειώσεις για την Παγκόσμια Ημέρα Υδρογραφίας Η Χαρτογράφηση των θαλασσών, ωκεανών και πλωτών οδών, - πιο σημαντική από ποτέ

Η ΧΛΩΡΙΔΑ ΚΑΙ Η ΠΑΝΙΔΑ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ. ΟΜΑΔΑ 1 Κορμπάκη Δέσποινα Κολακλίδη Ναταλία Ζαχαροπούλου Φιλιππούλα Θανοπούλου Ιωαννά

6 CO 2 + 6H 2 O C 6 Η 12 O O2

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Πρεσβεία της Ελλάδος στο Παρίσι Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων. Γαλλική Αγορά Κοτόπουλου

Κατανοώντας την επιχειρηματική ευκαιρία

Η ΑΓΟΡΑ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΥ ΣΤΟ ΗΝΩΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ (Στοιχεία εισαγωγών και κατανάλωσης)

5. κλίμα. Οι στέπες είναι ξηροί λειμώνες με ετήσιο εύρος θερμοκρασιών το καλοκαίρι μέχρι 40 C και το χειμώνα κάτω από -40 C

ΠΑΓΚΟΣΜΙΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΑΓΡΟΔΙΑΤΡΟΦΙΚΟ ΤΟΜΕΑ KAI ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. Perrotis College Dr. Konstantinos Rotsios Mr. Nikolaos Gizgis

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. ΑΞΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΧΑΤΖΗΜΠΟΥΣΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΚΟΥΣΚΟΥΒΕΛΗΣ ΗΛΙΑΣ

MOYΣΕΙΟ ΨΑΡΙΩΝ ΣΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΑΣ

Προκαταρκτικά αποτελέσματα για την αναπαραγωγική βιολογία του Θαλασσοκόρακα (Phalacrocorax aristotelis desmarestii)στο Β. Αιγαίο

A8-0337/105

Εικόνα 1. Σχηματική απεικόνιση του τι μπορεί να συμβεί κατά την είσοδο των ψαριών σε δίχτυα

ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

Οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Συμβολή στην οικονομία, εξελίξεις και προκλήσεις

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Οδηγίας της Επιτροπής

Παραγωγή Υδρόβιων Οργανισμών

Δράσεις Μέτρου Επιλέξιμες Ενέργειες. Δράση 1 -Αύξηση της παραγωγικής ικανότητας λόγω κατασκευής νέων μονάδων:

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΓΡΟΤΟΠΟΥ. Εισήγηση για την αλιεία στις λίμνες Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα για το 2015

Πίνακας ενδεικτικών. τιμών λιανικής πωλήσεως ιχθυηρών στα ολλανδικά σούπερ μάρκετ:

Εφαρμογή μοντέλων MERAMOD και ΜΟΜ στις μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας της ευρύτερης περιοχής

Transcript:

Κεφάλαιο 2 Καλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές από την ελληνική υδατοκαλλιέργεια Κωνσταντίνος Γκάνιας Υδατοκαλλιέργειες Καλλιέργεια Ιχθύων

2 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές Καλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές από την ελληνική υδατοκαλλιέργεια Σύνοψη Στο παρόν κεφάλαιο δίνεται μια σύνοψη της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας από τις αρχές της ανάπτυξής της έως τις μέρες μας. Περιγράφονται τα σημαντικότερα είδη υδρόβιων οργανισμών που καλλιεργούνται καθώς και τα σημαντικότερα συστήματα καλλιέργειας. Γίνεται επίσης μια σύνθεση των παραγόντων που ώθησαν την εξέλιξη του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών στη χώρα μας καθώς και των τάσεων και των προβλημάτων του κλάδου αυτού. Τέλος, πραγματοποιείται περιγραφή των στοιχείων βιολογίας, των μεθόδων εκτροφής και των τάσεων παραγωγής τριών σημαντικών ειδών για την ελληνική υδατοκαλλιέργεια: a) της τσιπούρας, που είναι το πλέον σημαντικό είδος της ελληνικής θαλασσοκαλλιέργειας, αλλά και γενικότερα της υδατοκαλλιέργειας, τόσο σε όγκο όσο και σε αξία, β) του χελιού ως είδους αντιπροσωπευτικού της υδατοκαλλιέργειας εσωτερικών υδάτων και γ) του κρανιού ως νέου είδους, με καλές προοπτικές ανάπτυξης, για την ελληνική υδατοκαλλιέργεια. Προαπαιτούμενη γνώση Βασικές γνώσεις αρχών υδατοκαλλιέργειας (Κεφάλαιο 1 του παρόντος). 1. Η ελληνική υδατοκαλλιέργεια Η ανάπτυξη του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας στη χώρα μας είναι σχετικά πρόσφατη. Η πιο παλιά μορφή υδατοκαλλιέργειας είναι εκτατικού τύπου καλλιέργεια σε διάφορες λιμνοθάλασσες της Ελλάδας (π.χ. Αμβρακικός Κόλπος, Πόρτο Λάγος, Κεραμωτή κ.ά.) με παραδοσιακού τύπου ιχθυοσυλληπτικές εγκαταστάσεις, όπως τα διβάρια στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου. Το 1951 γίνεται ίδρυση του 1ου κρατικού ιχθυογενετικού σταθμού, στις πηγές του Λούρου, για την εκκόλαψη γονιμοποιημένων αβγών της πέστροφας, Oncorhynchus mykiss, που εισάγονταν από το εξωτερικό. Ο γόνος αυτός προοριζόταν είτε για τον εμπλουτισμό ποταμών της βόρειας Ελλάδας και την ενίσχυση της αλιείας της πέστροφας είτε για τη δημιουργία μονάδων καλλιέργειας. Το 1965 ιδρύεται ο 2ος κρατικός ιχθυογενετικός σταθμός στην Έδεσσα, επίσης για την παραγωγή γόνου πέστροφας, ο οποίος στη συνέχεια χορηγούνταν δωρεάν στους καλλιεργητές. Τη δεκαετία του 1970 η πεστροφοκαλλιέργεια εξακολουθούσε να αποτελεί την κύρια μορφή υδατοκαλλιέργειας, ενώ η εμφάνιση των πρώτων θαλασσοκαλλιεργειών έγινε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Έκτοτε, όπως θα περιγραφεί και στη συνέχεια, η Ελληνική υδατοκαλλιέργεια κυρίως μέσω της θαλασσοκαλλιέργειας διαγράφει μια θεαματική πορεία ανάπτυξης, για να φτάσει στις μέρες μας να είναι πρώτη στην Ευρώπη στην παραγωγή μεσογειακών ιχθύων, κυρίως τσιπούρας (Sparus aurata) και λαβρακιού (Dicentrarchus labrax). Τα αίτια της μεταστροφής και της αλματώδους ανάπτυξης της ελληνικής θαλασσοκαλλιέργειας αναζητούνται στη σημαντική ερευνητική προσπάθεια που διεξάχθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας, η οποία οδήγησε σε σημαντικές ανακαλύψεις για τον έλεγχο του κύκλου ζωής ειδών όπως η τσιπούρα και το λαβράκι. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα πρώτα εκκολαπτήρια εμφανίστηκαν στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία και, στη συνέχεια, στην Πορτογαλία και την Ελλάδα. Η υιοθέτηση των τεχνολογιών εκτροφής σε κλωβούς από την καλλιέργεια του σολομού (κυρίως από τη Νορβηγία), η συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση της αγοράς για τα είδη αυτά και κυρίως οι φυσικές συνθήκες που προσφέρονται από το κλίμα της Ελλάδας και την εκτεταμένη της ακτογραμμή, την κατέστησαν χώρα επιλογής για την ανάπτυξη της βιομηχανίας της θαλασσοκαλλιέργειας. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν επίσης διάφορα ερευνητικά και επιχειρηματικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς κι ο ζήλος κάποιων επιχειρηματιών που

3 Υ δατοκαλλιέργειες αντιμετώπισαν την πρόκληση και πέτυχαν ταχεία αύξηση της παραγωγής, ώστε η Ελλάδα να γίνει ο μεγαλύτερος παραγωγός των ειδών αυτών παγκοσμίως. Έτσι, το 2013 η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια παρήγαγε σχεδόν 145.000 τόνους αλιευμάτων κατέχοντας την έκτη θέση σε παραγωγή στην Ευρώπη, σε σύνολο 40 κρατών (βλέπε Κεφάλαιο 1, Εικόνα 1.15). Οι τάσεις της παραγωγής είναι εντυπωσιακά αυξητικές, σε αντίθεση με την εμπορική αλιεία όπου η παραγωγή αλιευμάτων τα τελευταία χρόνια σημειώνει κάμψη (Εικόνα 2.1). Έτσι, από το 2004 και μετά, ποσοστό των αλιευμάτων μεγαλύτερο του 50% προέρχεται από την υδατοκαλλιέργεια, ενώ το 2013 από την υδατοκαλλιέργεια προήλθε το 69% των αλιευμάτων. Από την παραγωγή αυτή, το 97% προερχόταν από θαλασσοκαλλιέργειες. Η Ελλάδα είναι πρώτη σε παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού (βλέπε Κεφάλαιο 1 Εικόνα 1.17), παράγοντας για το 2013 73.000 και 48.000 τόνους, αντίστοιχα, και κατέχοντας το 63% και 57% αντίστοιχα της Ευρωπαϊκής παραγωγής, ενώ η Ισπανία παράγει το 23% και για τα δύο είδη και 9 άλλες χώρες (Κροατία, Γαλλία, Μάλτα κ.ά.) παράγουν το υπόλοιπο 16%. Εξαιρετικής επίσης σημασίας για την ελληνική υδατοκαλλιέργεια είναι η καλλιέργεια του μεσογειακού μυδιού (βλέπε Κεφάλαιο 8), με παραγωγή 17.500 τόνων το 2013 (Εικόνα 2.2). Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί στο 12% τόσο της εγχώριας υδατοκαλλιέργειας όσο και της Ευρωπαϊκής παραγωγής μεσογειακού μυδιού, κάνοντας την Ελλάδα δεύτερη κατά σειρά παραγωγό χώρα μετά την Ιταλία η οποία ελέγχει το 65% της παραγωγής. Εικόνα 2.1 Ετήσια μεταβολή στην παραγωγή της ελληνικής εμπορικής αλιείας, της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας και της αναλογίας της τελευταίας επί του συνόλου της Ευρωπαϊκής παραγωγής υδατοκαλλιέργειας (στοιχεία από FAO 2015). Όπως αναφέρθηκε, το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της τσιπούρας και του λαβρακιού προέρχεται από θαλασσοκαλλιέργειες και πιο συγκεκριμένα από καλλιέργειες σε κλωβούς (Εικόνα 2.2). Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας (ΕΣΥΕ) για το έτος 2005 (το πιο πρόσφατο για το οποίο υπάρχουν στοιχεία), 43.550 τόνοι από τους συνολικά 43.800 τόνους τσιπούρας παρήχθησαν σε ιχθυοκλωβούς, ενώ οι υπόλοιποι 250 τόνοι (0,006%) παρήχθησαν κυρίως σε φράγματα και μάνδρες, τόσο σε θαλάσσια όσο και σε γλυκά και υφάλμυρα νερά. Αντίστοιχα, σε ό, τι αφορά το λαβράκι, η παραγωγή σε κλωβούς προερχόταν σχεδόν κατά 100% από κλωβούς θαλασσοκαλλιέργειας, καθώς μόνο 122 τόνοι από τους συνολικά 30.800 τόνους που παρήχθησαν το 2005 προέρχονταν από καλλιέργειες σε υφάλμυρα νερά.

4 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής πραγματοποιείται σε μεγάλους τετράγωνους ή στρογγυλούς κλωβούς που μπορεί να φτάνουν τα 120 μέτρα σε περίμετρο και να περιέχουν σχεδόν 250-300 τόνους ψαριών. Η περίοδος αύξησης διαφέρει από τόπο σε τόπο, ανάλογα κυρίως με τις θερμοκρασίες του νερού, ενώ μπορεί να χρειαστούν 12 έως 24 μήνες για να φτάσουν τα ψάρια σε εμπορικό μέγεθος. Εικόνα 2.2 Ετήσια μεταβολή της παραγωγής των σημαντικότερων ειδών της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας (στοιχεία από FAO 2015). Τα υπόλοιπα είδη που παράγονται στην ελληνική θαλασσοκαλλιέργεια ανήκουν κυρίως στην οικογένεια των σπαροειδών (Sparidae), όπως ο σαργός, Diplodus sargus, η συναγρίδα, Dentex dentex, το λυθρίνι, Pagellus erythrinus και το μυτάκι, Diplodus puntazzo. H παραγωγή στα είδη αυτά, όμως, είναι σημαντικά μικρότερη και ασταθής και σπανίως ξεπερνά τους 200 τόνους (π.χ. το 2005 για το λυθρίνι), ενώ σε κάποια έτη η παραγωγή είναι σχεδόν μηδενική. Γενικά, υπάρχει ισχυρή πίεση για τη διαφοροποίηση του τομέα της θαλασοκαλλιέργειας, αν και τα περισσότερα από τα «νέα είδη» που αναφέρθηκαν και έχουν παραχθεί μέχρι τώρα είναι πάρα πολύ κοντά στο λαβράκι και την τσιπούρα ώστε να έχουν μια σημαντικά εξέχουσα εμπορική θέση. Ως εκ τούτου δεν αποτελούν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις με συνέπεια ο τομέας της αναζήτησης νέων ειδών καλλιέργειας στη χώρα μας να είναι σε συνεχή εξέλιξη. Πρόσφατα και σε συνεργασία με επιχειρήσεις από την Ισπανία και την Αυστραλία, ξεκίνησαν στη δυτική Ελλάδα προσπάθειες εκτροφής του κυανόπτερου τόνου, Thunnus thynnus, που προέρχεται από την εμπορική αλιεία. Σε αυτές τις εγκαταστάσεις καλλιέργειας φιλοξενούνται μέχρι και 1.000 τόνοι κόκκινου τόνου, οι οποίοι πωλούνται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους στην Ιαπωνία. Πρόκειται όμως στην ουσία για μονάδες πάχυνσης και όχι για ολοκληρωμένα συστήματα παραγωγής, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της τσιπούρας και του λαβρακιού. Επίσης, υπάρχει τουλάχιστον μία εταιρεία που παράγει κάποιες ποσότητες της κοινής γλώσσας, Solea solea. Και τα δύο αυτά είδη είναι πραγματικά νέα «προϊόντα» που αξίζει να προωθηθούν. Είναι ενδιαφέρον ότι από τις 2 μονάδες θαλασσοκαλλιέργειας που υπήρχαν το 1985, ο αριθμός τους έφτασε στις 220 το 1998, ενώ συνέχισε να αυξάνεται μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οπότε

5 Υ δατοκαλλιέργειες σταθεροποιήθηκε σχεδόν στις 330 μονάδες καλλιέργειας. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΣΥΕ, το 2005 οι μονάδες αυτές διατηρούσαν περίπου 8.900 κλωβούς (27 κλωβοί/μονάδα). Οι περισσότερες από τις μονάδες βρίσκονται στην κεντρική Ελλάδα και συγκεκριμένα στον βόρειο και νότιο Ευβοϊκό Κόλπο (Εικόνα 2.3). Μεγάλος αριθμός μονάδων βρίσκεται και στην Πελοπόννησο, τη δυτική Ελλάδα και την Ήπειρο, καθώς και τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου (Εικόνα 2.3). Εικόνα 2.3 Κατανομή της παραγωγής (σε τόνους) τσιπούρας και λαβρακιού στις διάφορες περιφέρειες της Ελλάδας για το 2005. Από την Ειδική Ενημερωτική Έκδοση της ΕΣΥΕ. Σε αντίθεση όμως με την αυξητική τάση στον αριθμό των μονάδων, από τις αρχές του 2000 άρχισε μια τακτική συγχωνεύσεων και απορρόφησης μικρότερων εταιριών από μεγαλύτερες. Στη μείωση αυτή συνέβαλε και μια κρίση στον κλάδο κατά τις αρχές του 2000, η οποία οφειλόταν στη ραγδαία μείωση της τιμής του προϊόντος, κάτω από το κόστος παραγωγής, οδηγώντας τις μικρότερες κυρίως εταιρίες του κλάδου σε πτώχευση. Έτσι, σήμερα, στον κλάδο της ελληνικής θαλασσοκαλλιέργειας δραστηριοποιούνται περίπου 70 εταιρίες, κατά κύριο λόγο μεγάλου μεγέθους, οι μεγαλύτερες από τις οποίες είναι οργανωμένες σε τέσσερα μεγάλα επιχειρηματικά σχήματα. Εκτός από τη θαλασσοκαλλιέργεια, η ελληνική υδατοκαλλιέργεια περιλαμβάνει και άλλα συστήματα παραγωγής, όπως οι παραδοσιακές μακρόστενες δεξαμενές εκτροφής της πέστροφας, Oncorynchus mykiss, που χρησιμοποιούν νερό από μικρά ποτάμια στη βόρεια και κεντρική Ελλάδα. Η πεστροφοκαλλιέργεια αποτελεί τη σημαντικότερη μορφή καλλιέργειας εσωτερικών υδάτων στη χώρα μας με παραγωγή, σχεδόν σταθερά μεγαλύτερη από 2.000 τόνους /έτος, από τις αρχές του 1980, που τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει μικρή αυξητική τάση αγγίζοντας τους 3.400 τόνους (3% συνολικής παραγωγής) (Εικόνα 2.4). Μια άλλη, σημαντική μορφή υδατοκαλλιέργειας στη χώρα μας είναι η χελοκαλλιέργεια, η καλλιέργεια δηλαδή του ευρωπαϊκού χελιού, Anguilla anguilla, με τις μεγαλύτερες ποσότητες να παράγονται σε στενόμακρες δεξαμενές εφοδιασμένες με συστήματα ανακυκλοφορίας σε μονάδες που βρίσκονται στη δυτική Μακεδονία και την Ήπειρο. Εξαιτίας του πολύπλοκου κύκλου ζωής αλλά και κυρίως της μεταναστευτικής αναπαραγωγικής τους στρατηγικής, η αναπαραγωγή των χελιών είναι προς το παρόν

6 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές αδύνατον να επιτευχθεί εξ ολοκλήρου σε συνθήκες καλλιέργειας. Για το λόγο αυτό η εντατική του εκτροφή εξαρτάται κατά 100% από την αλιεία πρώιμων αναπτυξιακών σταδίων (υαλόχελα) από τα φυσικά τους ενδιατήματα. Σχεδόν όμως το 1/3 της παραγωγής λαμβάνει χώρα σε εκτατικές καλλιέργειες όπως οι λιμνοθάλασσες. Η παραγωγή του χελιού στη χώρα μας σημείωσε εντυπωσιακή άνοδο από τα μέσα του 1980, που πρωτοξεκίνησε, και για μία περίπου δεκαετία, αγγίζοντας τους 700 τόνους στα μέσα του 1990 (Εικόνα 2.4). Έκτοτε, ακολουθεί σταθερά φθίνουσα πορεία, έχοντας φτάσει το 2009 σε μια παραγωγή που μόλις ξεπερνούσε τους 400 τόνους. Μια πιθανή αιτία για αυτή τη μείωση είναι το γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες καταγράφεται σημαντικότατη μείωση στους φυσικούς πληθυσμούς του ευρωπαϊκού χελιού με αποτέλεσμα τη μείωση και των αποθεμάτων των πρώιμων αναπτυξιακών του σταδίων. Εικόνα 2.4 Ετήσια μεταβολή της παραγωγής διαφόρων ειδών της ελληνικής υδατοκαλλιέργειας (στοιχεία από FAO 2015). Η πιο ανεπτυγμένη μορφή εκτατικής καλλιέργειας στη χώρα μας είναι εκείνη του κέφαλου, Mugil cephalus. Το είδος αυτό καλλιεργείται ως επί το πλείστον σε υφάλμυρες λιμνοθάλασσες. ΟΙ φυσικοί του πληθυσμοί στις περιοχές αυτές εμπλουτίζονται με άγριο γόνο που συλλέγεται από τις παρακείμενες θαλάσσιες περιοχές και στη συνέχεια δίνεται η δυνατότητα στους πληθυσμούς να αναπτυχθούν φυσιολογικά σε ετήσιους κύκλους. Η παραγωγή είναι συνήθως μικρή καθώς δεν ξεπερνά τους 500 τόνους/έτος (Εικόνα 2.4) και στοχεύει κυρίως στην παραγωγή αβγοτάραχου. Άλλα είδη της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας είναι ο κυπρίνος, με παραγωγή περίπου 100 τόνων/έτος, και το γατόψαρο με παραγωγή περίπου 20 τόνων/έτος. Ακόμη, έχει γίνει προσπάθεια για καλλιέργεια σολομού, χωρίς όμως επιτυχία. Η υδατοκαλλιέργεια στην Ελλάδα είναι κλάδος κατά κύριο λόγο εξαγωγικός, καθώς άνω του 80% της παραγωγής εξάγεται, κυρίως στην Ιταλία και την Ισπανία. Τα ψάρια εκτροφής (κυρίως το λαβράκι και η τσιπούρα) αποτελούν τη δεύτερη μεγαλύτερη γεωργική εξαγωγή της Χώρας, μετά το ελαιόλαδο, και

7 Υ δατοκαλλιέργειες θεωρούνται προϊόν στρατηγικής σημασίας. Η σημαντική ανάπτυξη του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα έχει οδηγήσει σε αξιοσημείωτα αποτελέσματα, όχι μόνο όσον αφορά την παραγωγή φρέσκου, φθηνού και υψηλής ποιότητας ψαριού, αλλά και τη δημιουργία μιας κοινωνικο-οικονομικής δομής που άμεσα και έμμεσα απασχολεί χιλιάδες εργαζόμενους, ιδίως στις εξαρτώμενες από την αλιεία περιοχές της χώρας. Σημνατικό ποσοστό των εργαζόμενων αυτών είναι κάτοχοι ειδικού πτυχίου και απασχολούνται ως επί το πλείστον στη θαλασσοκαλλιέργεια. Επιπλέον, η υδατοκαλλιέργεια είναι η μοναδική παραγωγική δραστηριότητα που έδωσε τη δυνατότητα να κατοικηθούν ακατοίκητα μέχρι πρότινος νησιά και βραχονησίδες, τα οποία δεν ενδείκνυνται για άλλες επενδύσεις. 2. Η καλλιέργεια της τσιπούρας Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οπότε και αναπτύχθηκαν τα εντατικά συστήματα εκτροφής της, η τσιπούρα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, καλλιεργούνταν με παραδοσιακό τρόπο σε εκτατικά συστήματα καλλιέργειας, όπως οι παράκτιες λιμνοθάλασσες και υδατοσυλλογές με θαλασσινό νερό. Τα παραδοσιακά ελληνικά διβάρια, η ιταλική vallicoltura ή το αιγυπτιακό hosha αποτελούν περιπτώσεις εκτατικών συστημάτων εκτροφής ψαριών που λειτουργούν ως φυσικές παγίδες, εκμεταλλευόμενα τις διατροφικές μεταναστεύσεις των νεαρών ατόμων από τη θάλασσα προς τις παράκτιες λιμνοθάλασσες. Η τσιπούρα είναι είδος πολύ κατάλληλο για εκτατική υδατοκαλλιέργεια στη Μεσόγειο, λόγω των καλών αγοραστικών της τιμών, των υψηλών ποσοστών επιβίωσης, αλλά και των διατροφικών της συνηθειών αφού βρίσκεται σχετικά χαμηλά στην τροφική αλυσίδα. Η τεχνητή αναπαραγωγή της τσιπούρας έγινε για πρώτη φορά με επιτυχία στην Ιταλία το 1981-1982 και η μεγάλης κλίμακας παραγωγή ιχθυδίων τσιπούρας επιτεύχθηκε οριστικά το 1988-1989 στην Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα. Η παραγωγή από εκκολαπτήρια και μονάδες αύξησης του ψαριού αυτού είναι μια από τις ιστορίες επιτυχίας του κλάδου των υδατοκαλλιεργειών. Το είδος αυτό έδειξε πολύ γρήγορα μεγάλη προσαρμοστικότητα σε συνθήκες εντατικής εκτροφής, τόσο σε υδατοσυλλογές όσο και σε ιχθυοκλωβούς, και η ετήσια παραγωγή του παρουσίαζε σταθερή αύξηση μέχρι και το 2013, που έχουμε τα τελευταία στοιχεία από τον FAO, οπότε η παραγωγή του έφτασε τους 106.000 τόνους. 2.1 Ενδιαίτημα και βιολογία Η τσιπούρα είναι είδος κοινό στη Μεσόγειο Θάλασσα, ενώ εξαπλώνεται και κατά μήκος των ανατολικών ακτών του Ατλαντικού, από τη Μεγάλη Βρετανία έως τη Σενεγάλη, και πιο σπάνια στη Μαύρη Θάλασσα. Εξαιτίας του ότι είναι είδος ευρύαλο και ευρύθερμο εντοπίζεται τόσο σε θαλάσσια όσο και σε υφάλμυρα περιβάλλοντα, όπως οι παράκτιες λιμνοθάλασσες και οι εκβολές των ποταμών, ιδίως κατά τα αρχικά στάδια του κύκλου ζωής της. Η γεννοβολία συντελείται στην ανοικτή θάλασσα από το φθινόπωρο έως τις αρχές του χειμώνα, ενώ τα νεαρά άτομα συνήθως μεταναστεύουν στις αρχές της άνοιξης προς προστατευόμενα παράκτια ύδατα, όπου μπορούν να βρουν άφθονη τροφή και ηπιότερες συνθήκες θερμοκρασίας. Επειδή στο στάδιο αυτό τα άτομα είναι αρκετά ευαίσθητα στις χαμηλές θερμοκρασίες (κατώτατο θανατηφόρο όριο οι 4 C), στα τέλη του φθινοπώρου επιστρέφουν στην ανοιχτή θάλασσα, στην περιοχή όπου βρίσκεται ο ενήλικος πληθυσμός. Στην ανοικτή θάλασσα, η τσιπούρα βρίσκεται συνήθως σε βραχώδεις περιοχές και σε λειμώνες ποσειδωνίας (Posidonia oceanica), ενώ συχνά εντοπίζεται και σε αμμώδεις πυθμένες. Τα νεαρά άτομα παραμένουν σε σχετικά ρηχά νερά (έως 30 m), ενώ τα ενήλικα μπορούν να φτάσουν και σε μεγαλύτερα βάθη, που γενικά δεν ξεπερνούν τα 50 m. Το είδος αυτό παρουσιάζει πρώτανδρο ερμαφροδιτισμό, δηλαδή ωριμάζει γεννητικά αρχικά ως αρσενικό και στη συνέχεια μεταπίπτει σε θηλυκό. Η γεννητική ωρίμανση συντελείται για το μεν φύλο του αρσενικού σε ηλικία 2 ετών (μέγεθος 20-30 cm) ενώ για το φύλο του θηλυκού στα 2-3 έτη (μέγεθος 33-40 cm). Τα

8 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές θηλυκά είναι πολλαπλοί αποθέτες με γονιμότητα από 20.000 έως 80.000 αυγά ανά αναπαραγωγική προσπάθεια, ενώ η περίοδος ωοτοκίας διαρκεί έως και 4 μήνες. Σε συνθήκες αιχμαλωσίας, η αναστροφή φύλου εξαρτάται από κοινωνικούς και ορμονικούς παράγοντες. 2.2 Συστήματα παραγωγής 2.2.1 Τεχνητή αναπαραγωγή Η προμήθεια γόνου για την εντατική καλλιέργεια της τσιπούρας γίνεται πλέον πάντοτε από μονάδες εκκολαπτηρίων. Συνήθως, το κάθε εκκολαπτήριο έχει τη δική του μονάδα γεννητόρων, όπου άτομα διαφόρων ηλικιακών ομάδων, από αρσενικά ενός έτους έως θηλυκά 5 ετών, διατηρούνται σε συνθήκες μακροπρόθεσμης εκτροφής. Οι γεννήτορες μπορεί να προέρχονται είτε από μονάδες καλλιέργειας είτε από το φυσικό τους περιβάλλον. Κατά την έναρξη της περιόδου αναπαραγωγής, επιλεγμένες παρτίδες γεννητόρων μεταφέρονται από τις συνθήκες μακροπρόθεσμης εκτροφής στις δεξαμενές αναπαραγωγής. Ο έλεγχος της αναλογίας φύλου στις δεξαμενές αναπαραγωγής είναι πολύ σημαντικός ενώ πρέπει να λαμβάνονται και μέτρα προφύλαξης, επειδή η αναστροφή φύλου καθορίζεται, κυρίως, από κοινωνικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, η παρουσία νεαρών αρσενικών κατά το τέλος της περιόδου ωοτοκίας, αυξάνει το ποσοστό των θηλυκών μεγάλης ηλικίας. Από την άλλη πλευρά, η εμφάνιση θηλυκών μεγάλης ηλικίας μειώνει την αναστροφή φύλου στα νεαρότερα ψάρια. Οι γεννήτορες της τσιπούρας μπορούν, ελέγχοντας τις συνθήκες του περιβάλλοντος τους, να επεκτείνουν ή και να τροποποιούν τη διάρκεια και την εποχή της αναπαραγωγής. Τα ψάρια τοποθετούνται σε δεξαμενές εφοδιασμένες με σύστημα θέρμανσης/ψύξης του νερού και ηλεκτρονικού ελέγχου της θερμοκρασίας και της φωτοπεριόδου. Η γεννητική ωρίμανση επιτυγχάνεται με την έκθεση των γεννητόρων σε συνθήκες θερμοκρασίας νερού και φωτοπεριόδου που ομοιάζουν με εκείνες της φυσικής περιόδου ωοτοκίας. Η ωοτοκία των θηλυκών μπορεί να επιτευχθεί με χορήγηση γοναδοτρόπου ορμόνης. 2.2.2 Εκκόλαψη και ανάπτυξη ιχθυονυμφών Υπάρχουν δύο κύρια συστήματα εκτροφής ιχθυονυμφών τσιπούρας: τα συστήματα μικρής κλίμακας και τα συστήματα μεγάλης κλίμακας. Τα μικρής κλίμακας (όγκος μικρότερος από 10 λίτρα) συστήματα εκτροφής χαρακτηρίζονται από τον μέγιστο δυνατό έλεγχο των περιβαλλοντικών παραμέτρων και έχουν σχεδιαστεί ώστε να παράγουν έναν μεγάλο αριθμό νεαρών ατόμων (150-250 άτομα/λίτρο). Τα συστήματα μεγάλης κλίμακας (γύρω στα 200 λίτρα) προσομοιώνουν το φυσικό οικοσύστημα. Η τεχνική αυτή εξασφαλίζει πολύ καλύτερη ποιότητα ιχθυονυμφών, αλλά παράγει πολύ μικρότερο αριθμό νεαρών ατόμων (ανώτατο όριο 10 άτομα/λίτρο). Η ιχθυονύμφες της τσιπούρας καταναλώνουν τα αποθέματα του λεκιθικού τους σάκου ύστερα από 3-4 ημέρες ενδογενούς σίτισης. Στο στάδιο αυτό, ολοκληρώνεται ο σχηματισμός των χρωστικών των ματιών, αναπτύσσονται τα γναθικά μόρια και βελτιώνεται η κολυμβητική τους ικανότητα, επιτρέποντας τις ιχθυονύμφες να τρέφονται με προνύμφες άλλων οργανισμών. Στα περισσότερα συστήματα εκτροφής, οι ζωντανοί οργανισμοί που χρησιμοποιούνται πρωτίστως για τη διατροφή των ιχθυονυμφών είναι τα τροχόζωα (π.χ. Brachionus plicatilis). Οι οργανισμοί αυτοί επιλέγονται εξαιτίας της σχετικής ευκολίας με την οποία μπορούν να καλλιεργηθούν σε συστήματα μεγάλης κλίμακας. Μετά τις 10-11 πρώτες ημέρες εξωγενούς θρέψης, στην τροφή των ιχθυονυμφών της τσιπούρας προστίθενται και οι ναύπλιοι διαφόρων ειδών Artemia (Βλέπε Κεφάλαιο 9) μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταμόρφωση των ιχθυονυμφών σε ιχθύδια (32-35 ημέρες μετά την εκκόλαψη). Πριν από τη χορήγηση τους στις ιχθυονύμφες, τόσο τα τροχόζωα όσο και οι αρτέμιες εμπλουτίζονται τακτικά με εμπορικά σκευάσματα λιπιδίων, προκειμένου να ενισχυθούν τα επίπεδα ορισμένων απαραίτητων λιπαρών οξέων (ΕΡΑ, DHA) και βιταμινών που είναι κρίσιμης σημασίας για την καλή τους ανάπτυξη, την αύξηση τους και τη βελτίωση των ποσοστών επιβίωσης τους. Στα

9 Υ δατοκαλλιέργειες εκκολαπτήρια της Μεσόγειου χρησιμοποιούνται επίσης μικροφύκη (π.χ. Chlorella sp., Isochrysis galbana, Pavlova lutheri, κ.ά.) που είναι απαραίτητα τόσο για την παραγωγή των τροχόζωων όσο και για τη βελτίωση της ποιότητας του νερού στις δεξαμενές των ιχθυονυμφών, δημιουργώντας το λεγόμενο «πράσινο νερό» που χρησιμοποιείται κατά τις αρχικές φάσεις εκτροφής. 2.2.3 Προπάχυνση και αποκοπή Τα νεαρά άτομα ηλικίας 45 περίπου ημερών μεταφέρονται σε ένα ειδικό τμήμα του εκκολαπτηρίου, εξοπλισμένο με μεγαλύτερες στρογγυλές ή ορθογώνιες δεξαμενές (10-25 m³), όπου λαμβάνει χώρα η αποκοπή, το πέρασμα δηλαδή από τη ζωντανή τροφή στη συνθετική. Το στάδιο της αποκοπής είναι ένα πραγματικά εντατικό σύστημα εκτροφής. Η αρχική πυκνότητα του γόνου είναι γενικά 10-20 άτομα/λίτρο σε θερμοκρασία 18 C και αλατότητα 35-37. Η τελική πυκνότητα μπορεί να φτάσει τα 7-10 άτομα/λίτρο, με άτομα των 2-3 g. Η τροφή χορηγείται ανά διαστήματα 2 ωρών από τις 08:00 έως τις 20:00, χρησιμοποιώντας αυξανόμενα ποσοστά συνθετικής τροφής, αποτελούμενης από σωματίδια μεγέθους 150-300 μm. Η ξηρά τροφή θα πρέπει να χορηγηθεί σε αρχική πυκνότητα περίπου 20 g/m³. 2.2.4 Συστήματα εκτροφής Η τσιπούρα μπορεί να καλλιεργηθεί με διάφορους τρόπους: (α) με εκτατικές και ημι-εντατικές μεθόδους, σε παράκτιες λίμνες και λιμνοθάλασσες, (β) σε εντατικά συστήματα εκτροφής, είτε σε χερσαίες εγκαταστάσεις ή σε θαλάσσιους κλωβούς. Oι μέθοδοι αυτές είναι αρκετά διαφορετικές, ιδίως όσον αφορά τις ιχθυοφορτίσεις και τη χορήγηση της τροφής. Εκτατικά συστήματα. Τα συστήματα αυτά (Εικόνα 2.5) βασίζονται στην αλίευση των ευρύαλων ψαριών, κατά τη φυσική τους μετανάστευση, και συνήθως στηρίζονται σε παραδοσιακές ιχθυοσυλληπτικές μεθόδους, όπως οι ιχθυοπαγίδες (π.χ. διβάρια). Δεδομένου ότι η παραδοσιακή αυτή πρακτική βασίζεται στην απρόβλεπτη και συχνά περιορισμένη παραγωγή ιχθυδίων στη φύση (γνωστή και ως στρατολόγηση), σε πολλά σύγχρονα εμπορικά συστήματα εκτατικής παραγωγής λαμβάνουν χώρα και εμπλουτισμοί με επιπλέον ιθχύδια που προέρχονται από εκκολαπτήρια ή από άλλες περιοχές. Συνήθως, ο εμπλουτισμός της λιμνοθάλασσας λαμβάνει χώρα κατά τον Απρίλιο-Μάιο με άτομα βάρους 2-3 g. Στα συστήματα αυτά, η τσιπούρα φτάνει το πρώτο εμπορικό μέγεθος (350 g) σε 20 μήνες και συνήθως καλλιεργείται μαζί με κέφαλους, χέλια και λαβράκια. Στις λιμνοθάλασσες της βόρειας Μεσογείου, για την προστασία και τη διατήρηση τους, τα νεαρά άτομα ηλικίας έως 1 έτους είναι απαραίτητο να διαχειμάζουν σε βαθιές λεκάνες, με διαστρωματώσεις γλυκού και θαλασσινού νερού. Η συνολική παραγωγή αυτού του τύπου πολυκαλλιέργειας κυμαίνεται από 30 έως 150 kg ανά εκτάριο ανά έτος, ανάλογα με την παραγωγικότητα της λιμνοθάλασσας. Κατά τη διάρκεια του κύκλου παραγωγής, τα ψάρια τρέφονται εξολοκλήρου με φυσικούς πόρους από τη λιμνοθάλασσα, καθώς δεν προβλέπεται συμπληρωματική χορήγηση τροφής. Στην εκτατική ιχθυοκαλλιέργεια, η πυκνότητα των ψαριών γενικά δεν υπερβαίνει τα 0,0025 kg/m 3 νερού. Ημι-εντατικά συστήματα. Στα συστήματα αυτά, ο ανθρώπινος έλεγχος του περιβάλλοντος της καλλιέργειας είναι μεγαλύτερος από ό, τι στα εκτατικά. Όπως και στα εκτατικά συστήματα, ο έλεγχος αυτός μπορεί να περιλαμβάνει τον εμπλουτισμό της λιμνοθάλασσας με ιχθύδια που έχουν προ-παχυνθεί σε εκκολαπτήρια. Με τον τρόπο αυτό α) ελαχιστοποιείται η θνησιμότητα των ευαίσθητων πρώιμων αναπτυξιακών σταδίων και β) συντομεύεται ο χρόνος της εκτροφής. Στα συστήματα αυτά πραγματοποιείται συχνά και προσθήκη λιπασμάτων στην περιοχή της καλλιέργειας, προκειμένου να αυξηθεί η διαθεσιμότητα των φυσικών τροφικών πόρων. Άλλοι τύποι ημι-εντατικής καλλιέργειας ενέχουν περισσότερο έλεγχο και περιλαμβάνουν την παροχή τεχνητής τροφής και συμπληρωματικού οξυγόνου. Αυτό το είδος της ημι-εντατικής εκτροφής γίνεται συνήθως σε μάνδρες (βλέπε Κεφάλαιο 1), σε περιορισμένες περιοχές των λιμνοθαλασσών. Η τελική παραγωγή μπορεί να ποικίλλει ευρέως, ανάλογα με το μέγεθος των ιχθυδίων που χρησιμοποιούνται στους εμπλουτισμούς και την ποσότητα της χορηγούμενης

10 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές τροφής. Η πυκνότητα στα ημιεντατικά συστήματα δεν υπερβαίνει κανονικά το 1 kg/m³ και η παραγωγή κυμαίνεται μεταξύ 500 2.400 kg ανά εκτάριο ανά έτος. Εντατικά συστήματα. Το αρχικά στάδια στα εντατικά συστήματα καλλιέργειας ακολουθούν τις φάσεις που έχουν ήδη περιγραφεί, δηλαδή την τεχνητή αναπαραγωγή, την εκτροφή των ιχθυονυμφών, την αποκοπή και την προ-πάχυνση (Εικόνα 2.6). Η εντατική προ-πάχυνση της τσιπούρας μπορεί να πραγματοποιηθεί σε χερσαίες εγκαταστάσεις με ορθογώνιες δεξαμενές από σκυρόδεμα που ποικίλλουν σε μέγεθος (200-3 000 m³), ανάλογα με το μέγεθος των ψαριών και τις απαιτήσεις της παραγωγής. Η προπάχυνση μπορεί επίσης να πραγματοποιηθεί σε θαλάσσιους κλωβούς, είτε σε προφυλαγμένες ή ημιεκτεθειμένες τοποθεσίες (πλωτοί κλωβοί) ή σε εντελώς εκτεθειμένες τοποθεσίες (ημιυποβρύχιοι ή υποβρύχιοι κλωβοί). Εικόνα 2.5 Κύκλος παραγωγής τσιπούρας σε εκτατικο σύστημα καλλιέργειας. Προσαρμοσμένη από FAO (2005a). Τα εντατικά συστήματα ενδέχεται να εφοδιάζονται με ιχθύδια που προέρχονται από ανεξάρτητα εκκολαπτήρια. Οι μεγάλες όμως μονάδες καλλιέργειας βασίζονται συνήθως σε παραγωγή γόνου που γίνεται στα δικά τους εκκολαπτήρια. Στα εντατικά συστήματα εκτροφής, ο συντελεστής μετατρεψιμότητας της τροφής (food conversion ratio, FCR) είναι συνήθως πολύ ευνοϊκός (περίπου 1,3: 1). Όταν η εκτροφή γίνεται σε δεξαμενές, επειδή οι ιχθυοφορτίσεις είναι πολύ μεγάλες (κυμαίνονται από 15-45 kg/m³) είναι απαραίτητη αυξημένη παροχή οξυγόνου για να εξασφαλιστεί η επιβίωση των ψαριών. Υπό εξαιρετικές συνθήκες (18-26 C), τα νεαρά άτομα (~5 g) που προέρχονται από μονάδες προ-πάχυνσης μπορούν να φθάσουν το πρώτο εμπορικό μέγεθος (350-400 g) σε περίπου ένα χρόνο. Η εκτροφή σε θαλάσσιους κλωβούς είναι πιο απλή και οικονομική διαδικασία και αποτελεί το πλέον διαδεδομένο σύστημα πάχυνσης στη λεκάνη της Μεσογείου. Αν και πυκνότητες (10-15 kg/m³) είναι μικρότερες από ό, τι στις δεξαμενές, υπάρχουν μεγάλα πλεονεκτήματα που καθιστούν τους κλωβούς εκτροφής πιο κερδοφόρους. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ενεργειακό κόστος για την άντληση, τον εξαερισμό, ή την επεξεργασία του νερού. Ωστόσο, στους κλωβούς εκτροφής δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί η θερμοκρασία, με αποτέλεσμα: (α) η διάρκεια της πάχυνσης έως το αγοραστικό μέγεθος να είναι

11 Υ δατοκαλλιέργειες μεγαλύτερη σε σχέση με τις δεξαμενές και (β) να δημιουργείται η ανάγκη χρησιμοποίησης ιχθυδίων μεγαλύτερου μεγέθους, τα οποία φυσικά θα έχουν και μεγαλύτερο κόστος. Κατά μέσο όρο, τα μεγαλύτερα άτομα (10 g) από μονάδες προπάχυνσης φθάνουν το πρώτο εμπορικό μέγεθος (350-400 g) σε περίπου ένα χρόνο, ενώ τα μικρότερα άτομα (5 g) μπορούν να φθάσουν στο ίδιο μέγεθος σε περίπου 16 μήνες. Εικόνα 2.6 Κύκλος παραγωγής τσιπούρας σε εντατικό σύστημα καλλιέργειας. Τροποποιημένη, από FAO (2005a). Κατά τη διαδικασία της εκτροφής και τη διάρκεια της πάχυνσης είναι απαραίτητο να γίνεται διαλογή, δηλαδή ταξινόμηση και τοποθέτηση ατόμων του ιδίου μεγέθους σε ξεχωριστές δεξαμενές ή κλωβούς. Η διαλογή πρέπει να γίνεται τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές ανά κύκλο αύξησης, έτσι ώστε να αποφεύγεται η διαφοροποιημένη αύξηση ατόμων που βρίσκονται στην ίδια δεξαμενή. Πριν από κάθε συγκομιδή, είναι απαραίτητο τα ψάρια να περάσουν μερικές ημέρες σε ασιτία. Η διάρκεια αυτής της περιόδου ποικίλλει, ανάλογα με τη θερμοκρασία και τον ρυθμό σίτισης. Για παράδειγμα, στους 25 C οι 24 ώρες μπορεί να είναι αρκετές, ενώ σε χαμηλότερες θερμοκρασίες είναι απαραίτητο η φάση αυτή να διαρκέσει 48-72 ώρες. Μετά τη φάση αυτή, τα ψάρια είναι έτοιμα για συγκομιδή. Πριν τη συγκομιδή είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθεί έλεγχος για την παρουσία νεκρών ψαριών. Όταν η πάχυνση γίνεται σε χερσαίες εγκαταστάσεις, η συγκομιδή είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί σε όλες τις καιρικές συνθήκες. Σε δεξαμενές από σκυρόδεμα, οι εργαζόμενοι ωθούν τα ψάρια προς την είσοδο του νερού χρησιμοποιώντας ένα δίχτυ που μοιάζει με τράτα. Έτσι, μπορούν να τα συλλέγουν με απόχες ή με αντλίες. Μεγάλη προσοχή δίνεται στον καθαρισμό του πυθμένα της δεξαμενής πριν από τη συγκομιδή, κάτι που διασφαλίζει την υγιεινή των ψαριών (αποτρέπει ανεπιθύμητα υλικά να εισέρθουν στα βράγχια και το στόμα τους). Από την άλλη πλευρά, η συγκομιδή σε κλωβούς πραγματοποιείται όποτε οι καιρικές συνθήκες το επιτρέπουν για την ασφάλεια των εργαζομένων. Στην περίπτωση αυτή, τα ψάρια συνωστίζονται τεχνητά σε μια σχετικά μικρή περιοχή του κλωβού, έτσι ώστε να μπορούν να συλλέγονται με απόχες ή με αντλίες κενού. Μετά τη συγκομιδή, τόσο στους ιχθυοκλωβούς όσο και στις χερσαίες εγκαταστάσεις, οι τσιπούρες θανατώνονται συνήθως με θερμικό σοκ. Τα ψάρια τοποθετούνται σε λεκάνες (πλαστικές ή από ανοξείδωτο

12 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές χάλυβα) με παγωμένο νερό, το οποίο θα πρέπει να είναι κορεσμένο με CO 2, ώστε να μειωθεί η καταπόνηση τους και κατά συνέπεια η υποβάθμιση της ποιότητας τους. Μετά τη διαδικασία αυτή, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη λήψη των ψαριών, προκειμένου να αποφευχθεί η απώλεια των λεπιών τους και να διατηρήσουν τόσο την εμφάνιση όσο και τη φωτεινότητα του δέρματος τους. Σε γενικές γραμμές, για την πρόληψη των ασθενειών είναι απαραίτητο τα ψάρια να διατηρούνται σε ένα περιβάλλον υγιεινό και, με βάση την εμπειρία του προσωπικού, να γίνεται πρόβλεψη για το είδος και χρόνο εμφάνισης της ασθένειας που μπορεί να αναμένεται κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες. Εάν οι συνθήκες υποδηλώνουν την πιθανότητα μιας επιζωοτίας, τότε πρέπει να μειώνεται η πυκνότητα εκτροφής και να περιορίζεται η σίτιση. Η απομάκρυνση των νεκρών ψαριών είναι το πρώτο βήμα για την πρόληψη της περαιτέρω εξάπλωσης της ασθένειας. Είναι απαραίτητο, τόσο τα άρρωστα όσο και τα νεκρά ψάρια να απομακρύνονται όσο το δυνατόν συντομότερα από τις πληγείσες δεξαμενές/κλωβούς. Οι καλλιέργειες γίνονται πιο ευάλωτες σε ξεσπάσματα ασθενειών όταν η θερμοκρασία του νερού αυξάνεται πάνω από τους 28 ºC. 2.3 Τάσεις και προβλήματα Το 2012 η θαλασσοκαλλιέργεια, με κυρίαρχο τύπο την καλλιέργεια της τσιπούρας, ήταν ο κύριος εξαγωγικός κλάδος της χώρας μας, με αξία της τάξης των 500 εκατομμυρίων ευρώ. Η εξαγωγική δραστηριότητα του κλάδου της υδατοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, η οποία είναι ο κύριος παραγωγός τσιπούρας παγκοσμίως, έχει σχεδόν ως αποκλειστικό αποδέκτη την ιταλική αγορά. Παρόλα αυτά, ήδη από το 1994, κάποιοι εξαγ ωγείς έχουν προσπαθήσει αρκετά να διεισδύσουν σε νέες αγορές, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της εξαγωγικής δραστηριότητας σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γερμανία και η Γαλλία. Η θαλασσοκαλλιέργεια στη χώρα μας, από την αρχική αυτή περίοδο αλματώδους ανάπτυξης έχει εισέλθει τα τελευταία χρόνια, κυρίως από το 2008 και μετά, σε μια φάση ύφεσης. Σύμφωνα με τον Theodorou και τους συνεργάτες τους, τα τελευταία χρόνια, η καλλιέργεια της τσιπούρας στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από μειώσεις στην παραγωγή, ελάχιστα ή και αρνητικά περιθώρια κέρδους, προβλήματα οικονομικής ρευστότητας και χρέους, αναδιαρθρώσεις και συγχωνεύσεις εταιρειών. Από την άλλη πλευρά, έχουμε προσπάθειες εισαγωγής της σε νέες αγορές, ιδιαίτερα στην ανατολική Ευρώπη (τη Ρωσία και την Ουκρανία). Επιπλέον, το ιστορικά ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της καινοτομίας της ελληνικής θαλασσοκαλλιέργειας, έχει απομειωθεί από την ανάπτυξη της τουρκικής ιχθυοκαλλιέργειας, η οποία σε λιγότερο από μια δεκαετία διπλασίασε την παραγωγή της, με στήριξη εν μέρει, τόσο οικονομική όσο και τεχνολογική, από τις ελληνικές επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας. Πολύ θετική ήταν η εφαρμογή του Κοινού Πλαισίου Χωροταξικού Σχεδιασμού για τις Υδατοκαλλιέργειες (Κοινή Υπουργική Απόφαση αριθμ. 31722/2011, ΦΕΚ 2505 που επικυρώθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2011), με στόχο θεωρητικά να παρέχει τις κατευθυντήριες γραμμές, τις οδηγίες και τα κριτήρια για τη χωρική διάρθρωση, τη συμβατότητα, την οργάνωση και την ανάπτυξη του τομέα της υδατοκαλλιέργειας και να εξασφαλίσει την προστασία του περιβάλλοντος και την ανταγωνιστικότητα του κλάδου. Το πλαίσιο αυτό δίνει κατευθυντήριες γραμμές για κάθε είδος υδατοκαλλιεργητικής δραστηριότητας, αλλά και προτάσεις για περαιτέρω νομικές και διοικητικές ενέργειες. Παρά τα προβλήματά της, η Ελλάδα διατηρεί ηγετική θέση σε παγκόσμια κλίμακα στην καλλιέργεια θαλάσσιων μεσογειακών ιχθύων, ελέγχοντας το 50% της παγκόσμιας παραγωγής τσιπούρας. Η θαλασσοκαλλιέργεια στην Ελλάδα υποστηρίζει περίπου 15.500 θέσεις εργασίας, κυρίως σε αγροτικές και απομονωμένες περιοχές, ενώ άλλες 5.000 θέσεις εργασίας υποστηρίζονται από περιφερειακές δραστηριότητες του κλάδου. Η συμβατική αγορά της τσιπούρας εκτροφής έχει κορεσθεί. Για τη μελλοντική της ανάπτυξη, η μεσογειακή ιχθυοκαλλιέργεια χρειάζεται να δώσει έμφαση στην υιοθέτηση πιο εξελιγμένων μεθόδων μάρκετινγκ. Αυτό είναι επιβεβλημένο για να γίνει διείσδυση σε νέες αγορές, αλλά είναι επίσης αναγκαίο για τη διεύρυνση

13 Υ δατοκαλλιέργειες των υφιστάμενων αγορών. Μαζί με τη βελτίωση της οργάνωσης της εμπορίας, η διαφοροποίηση των προϊόντων θα μπορούσε να βοηθήσει στην υδατοκαλλιέργεια της τσιπούρας στην περιοχή της Μεσογείου. Η καλλιέργεια της τσιπούρας θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα τομέας που ήδη εισέρχεται σε ένα στάδιο ωρίμανσης, αλλά που εξακολουθεί να χρειάζεται πιο αποδοτικά συστήματα παραγωγής και νέες τεχνολογίες. Τα συστήματα αυτά θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την ανάγκη να ελαχιστοποιηθεί ο πιθανός αντίκτυπος των πρακτικών της υδατοκαλλιέργειας στις παράκτιες περιοχές (Βλ. Κεφάλαιο 1). 3. Η καλλιέργεια του χελιού Η εκτροφή χελιών του γένους Anguilla, ή χελοκαλλιέργεια είναι ένας σημαντικός κλάδος της υδατοκαλλιέργειας σε όλο τον κόσμο. Καλλιέργειες χελιών λαμβάνουν χώρα σε πολλές περιοχές του πλανήτη, με σημαντικότερους παραγωγούς κάποιες ευρωπαϊκές χώρες, την Κίνα, την Ταϊβάν, την Αυστραλία και το Μαρόκο. Η μεγαλύτερη όμως παραγωγός χώρα είναι η Ιαπωνία. Η χελοκαλλιέργεια ειδικεύεται στην ανάπτυξη και την αύξηση νεαρών χελιών που έχουν συλλεχθεί από τη φύση, έως να γίνουν αρκετά μεγάλα ώστε να μπορούν να πωληθούν στην αγορά. Τα χέλια έχουν νόστιμο και θρεπτικό κρέας και η καλλιέργεια τους μπορεί να είναι μια εξαιρετικά κερδοφόρα επιχείρηση με εκτιμώμενη αξία σε παγκόσμιο επίπεδο άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων. Οι χελοκαλλιέργειες παράγουν το 60% περίπου της συνολικής ποσότητας χελιού που καταναλώνεται παγκοσμίως. 3.1 Ενδιαίτημα και βιολογία Τα χέλια χαρακτηρίζονται από το κυλινδρικό, επίμηκες και λεπτό τους σώμα. Είναι σαρκοφάγα, μακρόβια είδη που περνούν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στο γλυκό νερό, αλλά επιστρέφουν στη θάλασσα για να αναπαραχθούν. Τα νεαρά χέλια ζουν στο γλυκό νερό των ποταμών και των ρεμάτων, κατά μέσο όρο, έως 12 χρόνια τα αρσενικά και έως 18 χρόνια τα θηλυκά. Μερικά είδη χελιών όμως μπορεί να φτάνουν σε ακόμη μεγαλύτερη ηλικία. Έχουν έναν πολύ ιδιόμορφο κύκλο ζωής και περνούν από διαφορετικές φάσεις ανάπτυξης (Εικόνα 2.7). Όταν φτάνουν στην αναπαραγωγική ωριμότητα, οι χρωστικές στο δέρμα τους γίνονται ασημί (ασημόχελα), βάζουν βάρος και μεταναστεύουν στη θάλασσα σε απόσταση μιλίων για να βρουν τις περιοχές ωοτοκίας, προκειμένου να αναπαραχθούν. Στην περίπτωση του ευρωπαϊκού χελιού, Anguilla anguilla, η περιοχή ωοτοκίας είναι η θάλασσα των Σαργασών στον δυτικό Ατλαντικό. Τα χέλια γεννούν μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Τα γονιμοποιημένα αυγά μεταφέρονται από το ωκεάνιο ρεύμα (το ρεύμα του Κόλπου στην περίπτωση του A. anguilla) καθώς μεταμορφώνονται σε ιχθυονύμφες (προ-λεπτοκέφαλοι) και στη συνέχεια, μετά από περίπου 18 μήνες, έχουν αναπτυχθεί σε «νεαρά χέλια» (λεπτοκέφαλοι). Στο στάδιο των ιχθυδίων, η ανάπτυξή τους δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, ενώ καλούνται υαλόχελα εξαιτίας της χαρακτηριστικής διαφανούς τους εμφάνισης. Όταν τα υαλόχελα φθάσουν σε ηλικία 2-3 ετών, τα ωκεάνια ρεύματα τα έχουν ήδη μεταφέρει προς τις ακτές. Στο στάδιο αυτό (elvers) ο χρωματισμός τους γίνεται πιο σκούρος και μοιάζουν με τα ενήλικα χέλια, μόνο που είναι πολύ μικρότερα, περίπου 8-20 εκατοστά σε μήκος. Έχοντας πλέον φτάσει στις εκβολές των ποταμών, πρέπει να μεταναστεύσουν πιο ψηλά, εκεί όπου το νερό είναι 100% γλυκό, προκειμένου να τραφούν και να αναπτυχθούν για μερικά χρόνια (κιτρινόχελο) μέχρις ότου αρχίσει και πάλι ο κύκλος της αναπαραγωγής και γίνουν ασημόχελα. 3.2 Συστήματα παραγωγής Η καλλιέργεια ξεκινά με την προμήθεια του αποθέματος αύξησης, η οποία συνήθως πραγματοποιείται με την αγορά άγριων υαλόχελων από την εμπορική αλιεία. Μόλις τα νεαρά χέλια φτάσουν στο στάδιο του υαλόχελου, είναι πλέον πολύ πιο κοντά στις ακτές και μπορούν να συλληφθούν με τα δίχτυα. Είναι σημαντικό στο στάδιο αυτό, τα νεαρά χέλια να τεθούν σε καθεστώς υγειονομικής απομόνωσης (καραντίνα) για αρκετές εβδομάδες και να επιθεωρούνται προσεκτικά για τυχόν ενδείξεις παρασίτων ή ασθενειών. Η

14 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές εισαγωγή ασθενειών στα άτομα της καλλιέργειας θα μπορούσε να έχει σημαντική επίπτωση στην υγεία τους και την αποδοτικότητα της μονάδας. Τα χέλια είναι ψάρια ιδανικά για καλλιέργεια διότι είναι ανθεκτικά σε πολλές καταστάσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διατήρησής τους σε μεγάλους αριθμούς. Εικόνα 2.7 Κύκλος ζωής και αναπτυξιακά στάδια του χελιού. Τροποποιημένη από Henkel et al. (2012). Αδειοδότηση CC BY από PLoS ONE. Μετά από το πρώτο αυτό ευαίσθητο στάδιο της καραντίνας, τα νεαρά άτομα μπορούν να τοποθετηθούν είτε σε υδατοσυλλογές καλλιέργειας ή σε δεξαμενές με εξειδικευμένα συστήματα ανακύκλωσης νερού. Η θερμοκρασία του νερού πρέπει να διατηρείται μεταξύ 23 και 28 C για να διασφαλίζεται η βέλτιστη ανάπτυξη και υγιεινή των ψαριών. Αυτό σημαίνει ότι σε θερμότερα κλίματα, η αύξηση των χελιών σε φυσικές υδατοσυλλογές μπορεί να ευνοείται περισσότερο, καθώς το φυσικό νερό έχει υψηλότερη θερμοκρασία. Σε ψυχρότερα κλίματα, ο πιο συνηθισμένος τρόπος για καλλιέργεια χελιών είναι με τη χρήση δεξαμενών, αν και υπάρχουν μέθοδοι θέρμανσης του νερού σε υδατοσυλλογές καλλιέργειας, όπως με τη χρήση ηλιακής ενέργειας ή με μεθόδους γεωθερμίας. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν, προτιμώνται οι υδατοσυλλογές, καθώς είναι πιο οικονομική μέθοδος καλλιέργειας αλλά και επιτρέπει υψηλότερη παραγωγή και, ως εκ τούτου, μεγαλύτερο κέρδος από την καλλιέργεια. Τα πιο εντατικά συστήματα καλλιέργειας χελιού χρησιμοποιούν ως επί το πλείστον δεξαμενές που ενσωματώνουν συστήματα ανακύκλωσης νερού. Προκειμένου το νερό που επανακυκλοφορεί στο σύστημα της δεξαμενής να διατηρείται αεριζόμενο και καθαρό, απαιτείται η πρόσβαση σε μεγάλη ποσότητα καθαρού νερού. Απαιτείται επίσης παροχή ηλεκτρικής ενέργειας για να θερμαίνεται το νερό στη βέλτιστη

15 Υ δατοκαλλιέργειες θερμοκρασία και να αντλείται μέσω του συστήματος επανακυκλοφορίας. Οι δεξαμενές είναι συνήθως κατασκευασμένες από σκυρόδεμα ή υαλονήματα και η εγκατάσταση διαθέτει επίσης συστήματα φιλτραρίσματος για την απομάκρυνση από το νερό των ιζημάτων από τα περιττώματα και τα υπολείμματα της τροφής. Η χρησιμοποίηση ενός συστήματος επανακυκλοφορίας σημαίνει ότι το περιβάλλον που αναπτύσσονται τα χέλια είναι δυνατόν να ελέγχεται πλήρως, επιτρέποντας στους καλλιεργητές να παρέχουν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την αύξηση τους. Τα χέλια μπορούν επίσης να καλλιεργηθούν σε εκτατικά συστήματα καλλιέργειας με τη μέθοδο των φραγμάτων (βλέπε Κεφάλαιο 1). Σε αυτήν την περίπτωση, αντί να χρησιμοποιούνται υδατοσυλλογές ή δεξαμενές, η καλλιέργεια πραγματοποιείται σε φυσικές παράκτιες περιοχές. Για παράδειγμα, αυτό μπορεί να γίνει σε μια λιμνοθάλασσα χρησιμοποιώντας ένα ρυθμιστικό φράγμα που συγκρατεί τα χέλια να μη διαφύγουν προς την ανοιχτή θάλασσα, αλλά να παραμείνουν στη λιμνοθάλασσα μέχρι να φτάσουν στο εμπορικό μέγεθος, οπότε γίνεται η συγκομιδή. Αυτή η μέθοδος εκτροφής χελιών είναι ιδιαίτερα δημοφιλής σε περιοχές της Μεσογείου. Όταν η εκτροφή γίνεται σε υδατοσυλλογές ή σε δεξαμενές, είναι απαραίτητο να γίνεται τακτική διαλογή (βλέπε Παράγραφο 2.2.5) προκειμένου να αποφεύγεται ο κανιβαλισμός αλλά και ο ανταγωνισμός για τροφή. Κάθε 6 εβδομάδες, τα χέλια θα πρέπει να ταξινομούνται και να διαχωρίζονται σε διαφορετικές κατηγορίες μεγέθους. Αν όλα τα διαφορετικά μεγέθη παραμένουν μαζί, τα μεγαλύτερα χέλια θα επιχειρήσουν να τραφούν με τα μικρότερα. Αν και στο εμπόριο υπάρχουν διαθέσιμα πολλά συστήματα διαλογής ψαριών, όλα βασίζονται στην ίδια βασική αρχή. Υπάρχει μια κοινή είσοδος, από την οποία τα ψάρια εισέρχονται και στη συνέχεια υπάρχουν διαφορετικού μεγέθους έξοδοι που επιτρέπουν στα μικρότερα ψάρια να επιστρέφουν στις υδατοσυλλογές ή τις δεξαμενές, ενώ τα μεγαλύτερα ψάρια συγκρατούνται και στη συνέχεια μπορούν να μετακινηθούν σε άλλες δεξαμενές, μέχρι να είναι έτοιμα για συγκομιδή. Για την υγεία και τη σωστή τους ανάπτυξη, είναι σημαντικό να παρέχεται στα χέλια τροφή σωστής ποιότητας. Επειδή είναι σαρκοφάγα, απαραίτητη προϋπόθεση για τη σωστή τους ανάπτυξη είναι η κατανάλωση πρωτεΐνης. Στο εμπόριο είναι ευρέως διαθέσιμες τροφές που συνίστανται από πάστα πρωτεΐνης για τα νεαρά χέλια και από σύµπηκτα (pellets) για τα ενήλικα χέλια. Οι τροφές αυτές αποτελούνται από πρωτεΐνες ψαριών, υψηλής ποιότητας έλαια και θρεπτικά συστατικά που οδηγούν σε βέλτιστη ανάπτυξη. Η χρήση πρωτεϊνικής τροφής, αλλά και οι υψηλές ιχθυοφορτίσεις, έχουν ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του νερού στις δεξαμενές αύξησης αρκετά γρήγορα. Αν και τα χέλια είναι πολύ ανθεκτικά σε δυσμενείς συνθήκες, το πολύ ακάθαρτο νερό μπορεί να προκαλέσει αύξηση του επιπέδου καταπόνησης των οργανισμών. Αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο είναι απαραίτητη η πρόσβαση της μονάδας σε πηγές καθαρού νερού. Η συγκομιδή των χελιών γίνεται μετά τη διαλογή των μεγεθών τους για να εξασφαλιστεί ότι το κάθε χέλι θα μεγαλώνει αρκετά γρήγορα ώστε να φτάσει σύντομα το εμπορεύσιμο μέγεθος. Είναι επίσης σημαντικό, κατά τη διαδικασία της διαλογής, οι οργανισμοί να συγκρατούνται στα ελάχιστα επίπεδα καταπόνησης, έτσι ώστε η διαδικασία αυτή να μην επηρεάζει την υγεία των χελιών. Τα μεγάλα χέλια που είναι έτοιμα για συγκομιδή τοποθετούνται σε δεξαμενές με καθαρό νερό για να καθαριστούν από τυχόν ακαθαρσίες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη γεύση τους. Επίσης, η διατροφή τους σταματά 1 έως 2 ημέρες πριν από τη συγκομιδή. Τα χέλια που πρόκειται να καταναλωθούν σύντομα διατηρούνται παγωμένα σε σάκους που γεμίζουν με οξυγόνο. Θα πρέπει επίσης να υπάρχει αρκετό νερό στο εσωτερικό του σάκου για να κρατήσει το δέρμα τους υγρό. Στη φάση αυτή είναι έτοιμα για μεταφορά τους στην αγορά. Τα χέλια που πρόκειται να καπνισθούν συνήθως μεταφέρονται ζωντανά στις μονάδες επεξεργασίας.

16 Κ αλλιέργεια ιχθύων: παραδείγματα και εφαρμογές 3.3 Κοινές ασθένειες και θεραπεία Εξαιτίας του ότι τα νεαρά υαλόχελα προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από το φυσικό περιβάλλον, είναι πιο επιρρεπή στο να μεταφέρουν παράσιτα ή ασθένειες. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό, τα άτομα αυτά να τίθενται σε καραντίνα πριν από την εισαγωγή τους σε δεξαμενές όπου υπάρχουν ήδη άλλα ψάρια. Η αλλαγή από το αλμυρό στο γλυκό νερό βοηθά να εξαλειφθούν πολλά παράσιτα με φυσικό τρόπο. Στη συνέχεια αναφέρονται μερικές ασθένειες και παράσιτα των χελιών που χρήζουν προσοχής και αντιμετώπισης. Μυκητιάσεις: τα συμπτώματα περιλαμβάνουν οιδήματα στο σώμα, τα βράγχια ή τα πτερύγια. Μπορεί επίσης να υπάρξουν λευκές ή καφέ κηλίδες στο δέρμα, οι οποίες μπορεί να αποβούν θανατηφόρες όταν εξαπλωθούν και στην επιφάνεια των βραγχίων. Η θεραπεία γίνεται με υδατικά διαλύματα άλατος ή απομάκρυνση των μολυσμένων χελιών, ώστε ο μύκητας να μην εξαπλωθεί και στα υπόλοιπα χέλια. Παράσιτα: τα συμπτώματα μιας παρασιτικής λοίμωξης περιλαμβάνουν αύξηση της βλέννας, ξεφτισμένα πτερύγια, ληθαργική συμπεριφορά, αναπνευστική δυσχέρεια και εμφάνιση υπόλευκων περιοχών στο δέρμα. Τα χέλια μπορεί να εμφανίσουν επίσης αλλαγές στη συμπεριφορά τους, όπως για παράδειγμα να προσπαθούν να ξυθούν σε κάποια επιφάνεια της δεξαμενής. Η θεραπεία για παράσιτα γίνεται με διαλύματα φορμαλδεΰδης ή αλάτων. Ερυθρά πτερύγια: πρόκειται για μια βακτηριακή ασθένεια που επηρεάζει τα πτερύγια. Τα συμπτώματα της είναι η σήψη της ουράς και της επιφάνειας των πτερυγίων. Η θεραπεία γίνεται με διάλυμα άλατος. Επιδημία ερυθρού χελιού: η βακτηριακή αυτή ασθένεια προκαλεί διάφορα συμπτώματα όπως πρήξιμο, ερυθρές κηλίδες και εξελκώσεις στο δέρμα. Η θεραπεία γίνεται με αντιβιοτικά. Ερυθρή κεφαλή: ιογενής νόσος που εμφανίζεται ως αιμορραγία που εξαπλώνεται από το κεφάλι προς άλλα μέρη του σώματος του χελιού. Η θεραπεία πραγματοποιείται μέσω εμβολιασμού των νεαρών ιχθυδίων, με αλατούχα υδάτινα διαλύματα νερό, καθώς και με μείωση της θερμοκρασίας του νερού. Σε περιόδους έντονης καταπόνησης, όπως, για παράδειγμα, κατά τη διαδικασία της διαλογής ή όταν υποβαθμιστεί η ποιότητα του νερού, τα χέλια μπορεί να γίνουν πιο επιρρεπή σε λοιμώξεις. Προκειμένου να παράγονται υγιή ψάρια θα πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να διατηρούνται τα επίπεδα καταπόνησης τους στο ελάχιστο. Η πρόληψη είναι πάντοτε καλύτερη από τη θεραπεία, οπότε συνιστάται η τακτική συντήρηση και ο καθαρισμός του εξοπλισμού, καθώς επίσης και οι τακτικές επιθεωρήσεις των αποθεμάτων χελιού. 3.4 Το μέλλον της καλλιέργειας του χελιού H εκτροφή χελιών αποτελεί εδώ και πολλές δεκαετίες μια παγκόσμια βιομηχανία. Ωστόσο, στις μέρες μας υπάρχει έντονη ανησυχία για τη βιωσιμότητα της, λόγω της μείωσης της αφθονίας των νεαρών χελιών στη φύση. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στην περίπτωση του ευρωπαϊκού χελιού, οι αριθμοί του οποίου έχουν μειωθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια. Οι λόγοι για τη μείωση αυτή δεν είναι ακόμα εντελώς γνωστοί, αν και υπάρχουν αρκετοί παράγοντες που συμβάλλουν. Ένας παράγοντας φαίνεται να είναι η υπεραλίευση των νεαρών χελιών, εξαιτίας της οποίας λιγότερα γεννητικά ώριμα χέλια φθάνουν στα ποτάμια και τα ρέματα, με αποτέλεσμα να μειώνεται η συνολική αφθονία των φυσικών πληθυσμών. Ένας άλλος παράγοντας θα μπορούσε να είναι η αύξηση της ποσότητας των αντιπλημμυρικών έργων, που εμποδίζουν τα νεαρά χέλια να προχωρούν μέχρι τα ποτάμια και τα ρέματα, στα οποία οι παλαιότεροι πληθυσμοί τους εισέρχονταν με ευκολία, οπότε και πάλι μειώνονται οι φυσικοί πληθυσμοί. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον θα πρέπει να υπάρχουν κανονισμοί σε ισχύ ως προς τις ποσότητες των νεαρών χελιών που μπορούν να αλιεύονται με σκοπό την ανανέωση των αποθεμάτων των καλλιεργούμενων χελιών. Σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο εφαρμόζονται ήδη διαχειριστικά μέτρα, σύμφωνα με τα οποία το 60% μόνο του συνόλου των νεαρών χελιών που αλιεύονται μπορεί να πωληθεί σε καλλιέργειες, ενώ το

17 Υ δατοκαλλιέργειες υπόλοιπο 40% απελευθερώνεται σε ανώτερες περιοχές των ποταμών, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης του φυσικού πληθυσμού. Λόγω του πολύπλοκου κύκλου ζωής του χελιού, δεν έχει γίνει ακόμη εφικτή η τεχνητή του αναπαραγωγή σε συνθήκες αιχμαλωσίας. Τα χέλια περνούν μήνες ολόκληρους ταξιδεύοντας προς τις περιοχές αναπαραγωγής τους στη θάλασσα. Μέχρις ότου ανακαλυφθεί μια τέτοια μέθοδος, η βιομηχανία της εκτροφής του χελιού δεν θα είναι πραγματικά βιώσιμη και η επιτυχία της θα εξαρτάται πάντα από την προμήθεια άγριων υαλόχελων. 4. Η καλλιέργεια του κρανιού Η ιστορία της καλλιέργειας του κρανιού, Argyrosomus regius, είναι αρκετά πρόσφατη. Οι πρώτες δοκιμές με γεννήτορες προερχόμενους από τη φύση έγιναν στη νότια Γαλλία. Στην περιοχή αυτή ήδη υπήρχε η πεποίθηση πως κάποια μέλη της οικογένειας Sciaenidae μπορούν να έχουν καλές προοπτικές για εισαγωγή τους στην υδατοκαλλιέργεια. Ξεκινώντας από το 1996, η παραγωγή γόνου ήταν εξαιρετικά περιορισμένη, με το μοναδικό εκκολαπτήριο να λειτουργεί στη νότια Γαλλία. Στην πραγματικότητα, το πρωτόκολλο της τεχνητής αναπαραγωγής και της εκτροφής του είδους αυτού εξακολουθεί να είναι υπό διερεύνηση. Η πρώτη εμπορική παραγωγή καταγράφηκε το 1997 στη Γαλλία. Από τότε η παραγωγή έχει επεκταθεί σταδιακά σε γειτονικές περιοχές, κυρίως στην Τυρρηνική ακτή της Ιταλίας και την Κορσική. Η μικρή αγορά ενήλικων ατόμων σιγά-σιγά επεκτείνεται, ιδιαίτερα στην Ιταλία. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του FAO, παραγωγή κρανιού υπάρχει ήδη από το 1997. Μέχρι το 2001, η παραγωγή αυτή ήταν ιδιαίτερα μικρή (30-35 τόνοι), έπειτα όμως μπήκε σε μια φάση σημαντικής ανάπτυξης φτάνοντας το 2013, τους 1.700 τόνους, με μέγιστη παραγωγή το 2010-2011 τους 2.300 τόνους. 4.1 Ενδιαίτημα και βιολογία Ο κρανιός είναι μέλος της οικογένειας Sciaenidae και εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, τη Μαύρη Θάλασσα και τις Ατλαντικές ακτές της Ευρώπης και της Αφρικής. Στις ελληνικές θάλασσες, ωστόσο, δεν είναι πολύ κοινός. Τα μεγαλύτερα άτομα βρίσκονται κατά μήκος των ακτών της δυτικής Αφρικής. Στη Σενεγάλη, στον όρμο του Ντακάρ, όπου φαίνεται να είναι και το νότιο όριο εξάπλωσης του, το είδος εμφανίζει το μεγαλύτερο μέγεθος σώματος. Είναι χαρακτηριστικό, ότι μεγάλα κοπάδια κρανιού βρίσκονται γύρω από ναυάγια πλοίων, τα οποία έχουν συμβάλει στη δημιουργία ενδιαιτήματος για πολλά εμπορικά είδη ψαριών. Μπορούν να φτάσουν σε μήκος τα 2 m και να ξεπεράσουν σε βάρος τα 50 kg. Η αύξηση τους επιτυγχάνεται κυρίως κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ η τροφοληπτική τους δραστηριότητα μειώνεται σημαντικά όταν η θερμοκρασία της θάλασσας πέσει κάτω από 13-15 C. Κατά την αναπαραγωγική μετανάστευση, τα ενήλικα άτομα προσεγγίζουν την ακτογραμμή περί τα μέσα Απριλίου. Διεισδύουν σε εκβολές ποταμών στα τέλη του Μαΐου, προκειμένου να αναπαραχθούν (ανάδρομη μετανάστευση). Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, τα αρσενικά παράγουν ένα χαρακτηριστικό βαθύ ήχο, πιέζοντας τη νηκτική τους κύστη με τους κοιλιακούς μυς. Από τα μέσα Ιουνίου μέχρι τα τέλη Ιουλίου, αφήνουν τα εκβολικά συστήματα για να τραφούν κατά μήκος των ακτών. Παραμένουν σε ρηχά νερά μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα επιστρέφουν σε πιο βαθιά νερά. Τα ανήλικα άτομα (ιχθύδια ηλικίας 0) εγκαταλείπουν τα πεδία αύξησης στις εκβολές των ποταμών, στο τέλος του καλοκαιριού για να μεταναστεύσουν σε παράκτια ύδατα (20-40 m) όπου θα περάσουν τον χειμώνα. Ξεκινώντας από τα μέσα Μαΐου, επιστρέφουν στα πεδία διατροφής τους, στις εκβολές των ποταμών. Η θερμοκρασία του νερού είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που καθορίζει την τροφική μετανάστευση και την αναπαραγωγή του κρανιού. Η άφιξη των ενηλίκων και η αποχώρηση των νεαρών από τα εκβολικά συστήματα (ηλικιακές ομάδες 0, 1 και 2) πραγματοποιούνται κατά τον Μάιο και τον Οκτώβριο, όταν η θερμοκρασία του νερού είναι γύρω στους 13-14 C. Η καλύτερη θερμοκρασία για την