Γαλλίας και της Ρωσίας για την πραγματοποίηση των σχεδίων του. Όσο για τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας, οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, δεν έχαναν ευκαιρία να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη αλλά και τη δουλοπρέπεια τους προς τους Ευρωπαίους. γ. Από το 1827 έως το 1908 Ι. Η κυβέρνηση Καποδίστρια Παρότι τρεις διαφορετικοί ηγέτες κυβέρνησαν τη χώρα κατά την περίοδο 1827-1861, η κυριαρχία των πολιτικών επί των στρατιωτικών και η επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων στην πολιτική ζωή της Ελλάδας όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αντίθετος ισχυροποιήθηκαν. Ο διορισμός του Ιωάννη Καποδίστρια ως προσωρινού κυβερνήτη της Ελλάδας, το 1827, υπήρξε αποτέλεσμα μιας ακόμη προσπάθειας των Ελλήνων της διασποράς να ηγηθούν της χώρας. Ενήμερος για την κοινωνική και πολιτική κατάσταση, ο Καποδίστριας πίστευε ότι μόνο με τη δημιουργία ισχυρών και οργανωμένων, με βάση τα δυτικά πρότυπα, ενόπλων δυνάμεων καθώς και με τη λειτουργία μιας ικανής, κεντρικής γραφειοκρατικής μηχανής θα ήταν δυνατόν το νέο κράτος να αντεπεξέλθει στις μελλοντικές δυσκολίες και να μεγαλουργήσει. Η πραγματοποίηση των σχεδίων του έγινε και ο στόχος της πολιτικής ζωής του Καποδίστρια. Η παρουσία ενός μεγάλου αριθμού άτακτων ένοπλων ομάδων, κληρονομιά από τον αγώνα για την ανεξαρτησία της χώρας, που εξακολουθούσαν να ταλαιπωρούν τους κατοίκους της υπαίθρου, αποτελούσε το πρώτο μεγάλο εμπόδιο για την υλοποίηση του πρώτου στόχου του Καποδίστρια. Για να αποφύγει μια πιθανή σθεναρή αντίδραση τους, ίδρυσε ημιτακτικά σώματα στρατού στα οποία προσπάθησε να ενσωματώσει αυτές τις ομάδες. Στην προσπάθεια του να αποκτήσει τον έλεγχο των εν λόγω σωμάτων, στις υψηλόβαθμες θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας τοποθέτησε Έλληνες οπλαρχηγούς από τις αλύτρωτες περιοχές της Ελλάδας. Για την εκπαίδευση των νέος αξιωματικών ίδρυσε την πρώτη Στρατιωτική Ακαδημία της χώρας και προσκάλεσε αξιωματικούς των καλύτερων ευρωπαϊκών στρατών να την οργανώσουν και να διδάξουν τους πρώτους δόκιμους αξιωματικούς. Η επιθυμία του Καποδίστρια να εξαλείψει ή τουλάχιστον να μειώσει την πολιτικο-στρατιωτική δύναμη των τοπικών γαιοκτημόνων και οπλαρχηγός αποτέλεσε πηγή κινδύνων, τόσο για την εξουσία του όσο και για την ίδια του τη ζωή. Πράγματι, δεν πρόλαβε να δει τις ιδέες του να υλοποιούνται, καθώς δύο μέλη της πανίσχυρης
πελοποννησιακής οικογένειας των Μαυρομιχάληδων τον δολοφόνησαν. Με το θάνατο του, σε ολόκληρη τη χώρα επικράτησε αναρχία και τα σώματα στρατού που είχε δημιουργήσει διαλύθηκαν. Το γεγονός αυτό ήταν μάλλον φυσικό επακόλουθο τόσο της ιδιομορφίας της πολιτικής και κοινωνικής δομής της χώρας όσο και του «πατερναλιστικού και αυταρχικού στιλ» εξουσίας που χαρακτήριζε την κυβέρνηση Καποδίστρια. Με την προσπάθεια του να δημιουργήσει ένα στράτευμα-πελάτη του ηγέτη της κρατικής εξουσίας συνέβαλε στη διαιώνιση των πελατειακός σχέσεων που παραδοσιακά κυριαρχούσαν μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών παραγόντων. Αυτό ακριβώς θα αποτελούσε ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για τη δημιουργία ενός αυτόνομου στρατιωτικού θεσμού. 2. Η βασιλεία τον Όθωνα Η δημιουργία ενός ισχυρού, συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού, πιστού στο θρόνο, ήταν ο στόχος του Βαυαρού πρίγκιπα Όθωνα, του πρώτου μονάρχη της νεότερης Ελλάδας. Προσπαθώντας να μην επαναλάβει το λάθος του Καποδίστρια, η νέα κυβέρνηση διέλυσε τις περισσότερες άτακτες ένοπλες ομάδες και δημιούργησε νέες ένοπλες δυνάμεις στις οποίες Βαυαροί αξιωματικοί κατείχαν όλες τις υψηλόβαθμες θέσεις. Ακολουθώντας μια τέτοια πολιτική, το βαυαρικό καθεστώς πίστεψε ότι θα είχε τη δυνατότητα να μειώσει την πολιτική δύναμη των τοπικών παράγοντος και να εξασφαλίσει την πίστη των πολιτών στην κεντρική εξουσία. Τέλος, επιδίωξε να περιορίσει τις επεμβάσεις των Μεγάλος Δυνάμεων στην πολιτική ζωή της χώρας. Στην αύξηση της πολιτικής δύναμης του κρατικού μηχανισμού συνέβαλε και η «εγκατάσταση» εκπροσώπων του στρατο-γραφειοκρατικού μηχανισμού στην περιφέρεια. Ο διορισμός αντιπροσώπων της κρατικής εξουσίας στις περισσότερες κοινότητες της χώρας και η δημιουργία ενός ισχυρού, συγκεντρωτικού κρατικού μηχανισμού στα χέρια των Βαυαρός έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μείωση της πολιτικής δύναμης των τοπικών πολιτικών ηγετών. Η αντίδραση των τελευταίων στην πολιτική των Βαυαρών ήταν άκρως δυναμική. Δύο στρατιωτικές επεμβάσεις υπό την καθοδήγηση πολιτικών πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα. Η επέμβαση του 1843 έληξε με την αποπομπή όλων των Βαυαρών από τον κρατικό μηχανισμό (πολιτικό και στρατιωτικό) και την αλλαγή του πολιτεύματος σε συνταγματική μοναρχία. Η δε επέμβαση του 1862 κατέληξε στην παραίτηση του βασιλιά Όθωνα από το θρόνο και την αποπομπή του από την Ελλάδα. Και οι δύο επεμβάσεις εκτελέσθηκαν με τη συνεργασία διάφορων
πολιτικών και στρατιωτικών αλλά και των Βρετανών. Ο μικρός σε μέγεθος ελληνικός στρατός και η δεδομένη οικονομική και εκπαιδευτική ανωτερότητα των πολιτικών ηγετών της χώρας συνέβαλαν στην παράταση της κυριαρχίας τους στις σχέσεις στρατού-πολιτείας. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Όθωνα παρατηρεί κανείς τη συνέχεια της παράδοσης του καθεστώτος Καποδίστρια που ήθελε τη στρατιωτική και πολιτική γραφειοκρατία να υπηρετούν τον κυβερνήτη και όχι το κράτος. Ο διορισμός των Βαυαρών, ανθρώπων οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με την ελληνική κοινωνία και το στράτευμα και στους οποίους το νέο καθεστο3ς θα μπορούσε να είχε απόλυτη εμπιστοσύνη, αποσκοπούσε σε αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα. Επίσης, η αδυναμία των Ελλήνων στρατιωτικών ηγετών να προσδώσουν στο στράτευμα χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης για την εποχή πολεμικής μηχανής έδωσε τη δυνατότητα στους πολιτικούς ηγέτες να διατηρήσουν την κυριαρχία τους επί των αξιωματικών. Το μικρό μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων δεν ήταν δυνατόν να ικανοποιήσει την επιθυμία των απανταχού Ελλήνων για απελευθέρωση των υπό οθωμανική κατοχή ελληνικών περιοχών. Οι πολιτικοί ηγέτες ήταν αυτοί που θα προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοια των Μεγάλων Δυνάμεων και μαζί με αυτήν τη σταδιακή εκπλήρωση της «Μεγάλης Ιδέας». Ο ρόλος του στρατεύματος είχε περιορισθεί σε αυτόν του προστάτη του αγροτικού πληθυσμού από τις ληστρικές ομάδες. Τη μοναδική εξαίρεση αποτελούσαν μικρές ένοπλες ομάδες που συνέχιζαν τον αγώνα της ανεξαρτησίας κατά μήκος των συνόρων με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Φυσικά, η επιρροή των Μεγάλων Δυνάμεων στην πολιτική ζωή της χώρας όχι μόνο δεν μειώθηκε, αλλά αντίθετα αυξήθηκε. Ο αποκλεισμός όλων των μεγάλων λιμένων της χώρας από τους Βρετανούς και η απόβαση τμημάτων του βρετανικού και γαλλικού στρατού στον Πειραιά, το 1854, ήταν αποτέλεσμα της απογοήτευσης των τελευταίων εξαιτίας των στενών σχέσεων που είχε αναπτύξει ο βασιλιάς Όθωνας με τον τσάρο της Ρωσίας. Ο Όθωνας αναγκάσθηκε να προβεί σε ορισμένες σημαντικές αλλαγές στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της χώρας και να δεχθεί ως νέο πρωθυπουργό τον αρχηγό του βρετανικού κόμματος. Όπως χαρακτηριστικά τονίζουν οι Κάμπελ και Σέραρντ, η Ελλάδα «προικισμένη με σύνορα που την καταδίκαζαν σε [συνεχή] στρατιωτική και οικονομική αδυναμία... ήταν εξαναγκασμένη να γίνει πελάτη; της [ευρωπαϊκής] δύναμης εκείνης που θα τη βοηθούσε στην εκπλήρωση των επιθυμιών της. Αυτή ακριβώς η επιλογή της προκάλεσε τη δυσφορία των άλλων Δυνάμεων και την ταπείνωση από τις απροκάλυπτες ένοπλες επεμβάσεις τους».
3. Η βασιλεία τον Γεωργίου Α' Με την εκλογή και ενθρόνιση του πρίγκιπα Γουλιέλμου της Δανίας ως «βασιλέα Γεωργίου Α' τιον Ελλήνων» άρχισε μια νέα περίοδος στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Σε αντίθεση με την επιφυλακτικότητα που έδειξε ο νέος βασιλιάς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, η υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας» είχε κερδίσει το ενδιαφέρον του πληθυσμού περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο εσωτερικό ζήτημα (π.χ. οικονομικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό). Ακόμη και οι αρχηγοί των δύο μεγαλύτερων πολιτικών κομμάτων της χώρας, ο Θεόδωρος Δηλιγιάννης και ο Χαρίλαος Τρικούπης, υποστήριζαν την κήρυξη του αλυτρωτικού αγώνα. Ενώ ο Δηλιγιάννης έβλεπε την επέκταση των συνόρων της Ελλάδας ως το μοναδικό αποτελεσματικό «γιατρικό» για όλα τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα, ο Τρικούπης ήθελε πρώτα να χτίσει τις βάσεις του οικονομικού και στρατιωτικού εκσυγχρονισμού της και μετά να προχωρήσει στον αλυτρωτικό αγώνα. Ο Τρικούπης ήταν ο πρώτος που προσπάθησε να επιφέρει κάποιες αλλαγές τόσο στο ίδιο το στράτευμα όσο και στις σχέσεις πολιτείας και στρατού. Μερικά από τα μέτρα που έλαβε ήταν η μείωση της πολιτικής δύναμης των πατριωτικών οργανισμών και η ρητή απαγόρευση στους χαμηλόβαθμους αξιωματικούς να θέτουν υποψηφιότητα στις βουλευτικές εκλογές. 17 Ωστόσο, η άνοδος του Δηλιγιάννη στην εξουσία έδωσε τέλος στην πολιτική του Τρικούπη. Ο Δηλιγιάννης, βαθύς γνώστης της δύναμης των πελατειακών σχέσεων της ελληνικής κοινωνίας, θεωρούσε τους αξιωματικούς μια από τις μεγαλύτερες πηγές ψήφων για το κόμμα του. Κανείς δεν μπορεί πάντως να αμφισβητήσει τη συμβολή του Τρικούπη στον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεων: αύξησε τον αριθμό των υποψήφιων αξιωματικών της Σχολής Ευελπίδων, προσκάλεσε μια γαλλική στρατιωτική αποστολή για την επίβλεψη της οργάνωσης της Στρατιωτικής Ακαδημίας, έστειλε ένα μεγάλο αριθμό αξιωματικών για εκπαίδευση στο εξωτερικό και προμήθευσε με σύγχρονο οπλισμό το στρατό ξηράς και το ναυτικό. Αν και οι μεταρρυθμίσεις του Τρικούπη δεν απέδωσαν γρήγορα καρπούς, καθώς ο ελληνικός στρατός γνώρισε συντριπτική ήττα από τον οθωμανικό στον πόλεμο του 1897, εντούτοις, αποτέλεσαν την κινητήρια δύναμη της εμφάνισης μιας στρατιωτικής τάξης στην ελληνική κοινωνία και της επαγγελματικής νοοτροπίας των αξιωματικών. Πάνω από όλα όμως, οι μεταρρυθμίσεις αυτές έθεσαν τις βάσεις για τη μετατροπή των ενόπλων δυνάμεων από έναν κρατικό οργανισμό που ασχολείτε με την εσωτερική ασφάλεια της χώρας σε μια δύναμη προσανατολισμένη στην επανάκτηση των χαμένων έδαφος
από τους Οθωμανούς. Στα αρνητικά στοιχεία της περιόδου πρέπει να συμπεριληφθεί η νομιμοποίηση το)ν παρεμβολών του πρίγκιπα Κωνσταντίνου σε θέματα που απασχολούσαν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1890 ο θρόνος είχε συχνά παρέμβει, όπως και άλλοι πολιτικοί θεσμοί της χώρας, σε στρατιωτικά θέματα. Το 1890, όμως, ο πρωθυπουργός της χώρας, Κωνσταντίνος Θεοτόκης, προσπάθησε να δώσει τέλος στην ανάμιξη των αξιωματικών στην «πολιτική των κομμάτων και τη συχνή αλλαγή των κυβερνήσεων». Έτσι, πρότεινε τη δημιουργία ενός μόνιμου οργάνου που θα αναλάμβανε τη διευθέτηση όλων των στρατιωτικών θεμάτων. Για τη θέση του Αρχηγού και Γενικού Επιθεωρητή πρότεινε το διάδοχο του θρόνου, πρίγκιπα Κωνσταντίνο. Και οι άλλοι πρίγκιπες όμως έλαβαν σημαντικές στρατιωτικές θέσεις. Κανένας από αυτούς, ωστόσο, δεν είχε στρατιωτική εκπαίδευση ή εμπειρία ανάλογη με το αξίωμα του. Το πρόβλημα ήταν ότι από τη στιγμή που ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος άρχισε να χρησιμοποιεί τη δύναμη της θέσης του και να διορίζει ανθρώπους της αρεσκείας του στις υψηλόβαθμες θέσεις της στρατιωτικής ιεραρχίας, ήταν προφανές ότι θα δημιουργούσε δυσαρέσκειες στο σώμα τ ο ς αξιωματικών. Εκτός του ότι οι αξιωματικοί άρχισαν να χωρίζονται σε οπαδούς και αντιπάλους του, ήταν φυσικό κάποιοι υψηλόβαθμοι αξιοψατικοί να αρχίσουν να δείχνουν περισσότερη αφοσίωση και πίστη στο θρόνο από ό,τι στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Αυτό αποτέλεσε τη γενεσιουργό αιτία πολλών μελλοντικών δεινός του Ελληνισμού. δ. Από το 1909 έως το 1922 Η ταπεινωτική ήττα που γνώρισε ο ελληνικός στρατός στον πόλεμο του 1897 άφησε βαθιές πληγές στο σώμα των αξιωματικών αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Πρώτον, επιβεβαίωσε τους φόβους ότι ο στρατός δεν ήταν ακόμη σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον αντίστοιχο οθωμανικό. Δεύτερον, φανέρωσε ότι η μη εκβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας είχε αποτελέσει καταλυτική τροχοπέδη στον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος. Ό σ ο για τους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, αυτοί έδειχναν ανίκανοι να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις εκείνες που θα οδηγούσαν στην οικονομική, εκπαιδευτική και πολιτική άνοδο της χώρας. Η ελληνική κοινωνία απαιτούσε έξοδο από τα τετριμμένα. Η αλλαγή ήρθε το 1909 με το Στρατιωτικό Σύνδεσμο, μια ομάδα χαμηλόβαθμων αξιωματικών που σχεδίασε και πραγματοποίησε στρατιωτικό πραξικόπημα. Καμιά κοινωνική ομάδα δεν πρόβαλε