ΣΤΕ 1511/2002 (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ) Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (ΟΚΑΑ). Αίτηση ακύρωσης του πδ. 143/1998 με το οποίο υπήχθη ο ΟΚΑΑ στις διατάξεις του ν. 2414/1996. Είναι επιτρεπτή η υπαγωγή δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών που έχουν τη μορφή νπδδ στο ν. 2414/1994 και η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 1 του νόμου αυτού είναι ειδική και ορισμένη. Ευχέρεια του νομοθέτη να επιλέγει τη νομική μορφή του νπιδ για δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς, ιδρύοντας ή μετατρέποντας νομικά πρόσωπα με τη μορφή αυτή. Δεν παραβιάζεται στην περίπτωση αυτή η αρχή της αναλογικότητας. Απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Δεκεμβρίου 2000, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ Τμήματος, Φ. Αρναούτογλου, Δ. Πετρούλιας, Ε. Δανδουλάκη, Π. Κοτσώνης, Σύμβουλοι, Δ. Μακρής, Η. Μάζος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Τριάδη, Γραμματέας του Δ Τμήματος. Για να δικάσει την από 20 Ιουλίου 1998 αίτηση των: 1) Συλλόγου Εργαζομένων στον Οργανισμό Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (ΟΚΑΑ), που εδρεύει στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη Αττικής (Κέννεντυ 1), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Ι. Μαντζουράνη (Α.Μ. 7349), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο, 2)...103)... οι οποίοι παρέστησαν με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο Ι. Μαντζουράνη, που τον διόρισαν με ειδικό πληρεξούσιο, κατά των Υπουργών: 1) Εθνικής Οικονομίας, 2) Οικονομικών, 3) Ανάπτυξης και 4) Γεωργίας, οι οποίοι παρέστησαν με την Β. Δούσκα, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί το υπ αριθμ. 143/1998 Π.Δ. (ΦΕΚ 109/Α/22.5.1998), με το οποίο υπήχθη ο Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (ΟΚΑΑ) στις διατάξεις του Ν. 2414/1996 περί εκσυγχρονισμού των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Η. Μάζου. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, που ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο ( ) 2. Ε π ε ι δ ή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση του Π.δ/τος 143/1998 (ΦΕΚ 1
109/Α/22.5.1998), με το οποίο υπήχθη ο Οργανισμός Κεντρικής Αγοράς Αθηνών (Ο.Κ.Α.Α.) στις διατάξεις του Ν. 2414/1996 περί εκσυγχρονισμού των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών. ( ) 5. Ε π ε ι δ ή, με το άρθρο 6 του Ν. 3475/1955 (ΦΕΚ Α 53) ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι: «1. Εις τας περιφερείας της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης ιδρύονται ανά μία Κεντρική Αγορά χονδρικής πωλήσεως νωπών αγροτικών προϊόντων, εφοδιασμέναι με πλήρη τεχνικόν εξοπλισμόν και εγκαταστάσεις. 2.... 5. Η νομική μορφή υφ ην θα λειτουργήσουν αι Κεντρικαί Αγοραί χονδρικής πωλήσεως νωπών αγροτικών προϊόντων, τα της διοικήσεως και διαχειρίσεως αυτών ως και τα της οργανώσεως λειτουργίας καθορισθήσονται διά Βασιλικών Διαταγμάτων προτάσει των Υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου. 6....». Κατ εφαρμογήν των διατάξεων αυτών εξεδόθη το Βασιλικό Διάταγμα 143/1963, περί οργανώσεως της λειτουργίας της Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών (ΦΕΚ Α 33), στο άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του οποίου ορίσθηκαν τα εξής: «1. Η περί ης η παρ. 1 του άρθρ. 6 του Ν. 3475/1955 Κεντρική Αγορά χονδρικής πωλήσεως νωπών προϊόντων της περιφερείας της τέως Διοικήσεως Πρωτευούσης αποτελεί Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου υπό την επωνυμίαν ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ ΑΘΗΝΩΝ (και ήδη ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΑΘΗΝΩΝ, άρθρ. 1 παρ. 1 του Π.δ/τος 228/1989, ΦΕΚ Α 109) κοινωφελούς χαρακτήρος, λειτουργούν κατά τας παραδεδεγμένας αρχάς της ιδιωτικής οικονομίας με γνώμονα το γενικώτερον δημόσιον συμφέρον και έχον ως έδρα τον Άγιον Ιωάννην τον Ρέντην Αττικής. Απολαύει διοικητικής και οικονομικής αυτοτελείας, τελεί δε υπό την εποπτείαν και τον έλεγχον των Υπουργών Γεωργίας και Εμπορίου. 2. Έργον του Οργανισμού είναι η λειτουργία της εν τη ως άνω περιοχή ανεγερθείσης Κεντρικής Λαχαναγοράς Αθηνών, προς τον σκοπόν της επωφελεστέρας διά την παραγωγήν και την κατανάλωσιν διακινήσεως, εμφανίσεως, εμπορίας κλπ. οπωροκηπευτικών, πτηνοκομικών και ανθοκομικών προϊόντων (και ήδη νωπών αγροτικών προϊόντων-φυτικών και ζωϊκών-και ξερών ή επεξεργασμένων προϊόντων φυτικής προέλευσης, κατ άρθρ. 1 παρ. 2 του ως άνω Π.δ/τος 228/1989)». κατ 6. Ε π ε ι δ ή, με το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 2414/1996 («Εκσυγχρονισμός των Δημοσίων Επιχειρήσεων και Οργανισμών», ΦΕΚ Α 135) υπήχθησαν στις διατάξεις του νόμου αυτού τριανταέξι (36) δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί («που ονομάζονται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου δημόσιες επιχειρήσεις»), μεταξύ των οποίων και ορισμένα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, με την παράγραφο 2 δε του ιδίου άρθρου ορίσθηκε ότι «Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και του εποπτεύοντος Υπουργού δύνανται να υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου και άλλες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί». Στο επόμενο άρθρο (2) του νόμου αυτού ορίσθηκαν τα εξής: «1. [όπως είχε κατά την έκδοση του 2
προσβαλλομένου Προεδρικού Διατάγματος, πριν από την αντικατάστασή της με την παράγραφο 1 του άρθρου 21 του Ν. 2733/1999, ΦΕΚ Α 155]. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος με πρόταση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και του εποπτεύοντος Υπουργού, μετά από γνώμη του Δ.Σ., δύνανται να μετατρέπονται σε ανώνυμες εταιρίες οι δημόσιες επιχειρήσεις που δεν έχουν τη μορφή αυτή και να καταρτίζονται τα καταστατικά τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και του κ.ν. 2190/1920. Με όμοια προεδρικά διατάγματα δύναται για ορισμένες δημόσιες επιχειρήσεις να παραταθεί η προθεσμία του ανωτέρω εδαφίου για ένα επιπλέον εξάμηνο. Ομοίως με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και του εποπτεύοντος Υπουργού, που εκδίδονται εντός της ως άνω προθεσμίας, προσαρμόζονται στις διατάξεις του παρόντος νόμου τα καταστατικά των δημοσίων επιχειρήσεων που έχουν την μορφή της ανώνυμης εταιρείας ή εγκρίνεται η προσαρμογή τους [Η κατά την παράγραφο αυτή εξάμηνη προθεσμία μετατροπής των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών σε ανώνυμες εταιρείες ή προσαρμογής των καταστατικών τους στις διατάξεις του Ν. 2414/1996 παρατάθηκε εν συνεχεία με το άρθρο 31 του Ν. 2523/1997, ΦΕΚ Α 179, το άρθρο 63 του Ν. 2637/1998, ΦΕΚ Α 200 και το άρθρο 83 παρ. 1 του Ν. 2676/1999, ΦΕΚ Α 1]. 2. Αλλαγές στη σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου των δημοσίων επιχειρήσεων πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή όπου είναι αναγκαίο, με νόμο. 3. Με τα προεδρικά διατάγματα και τις κοινές υπουργικές αποφάσεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, ορίζεται ότι οι δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν με βάση τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, χωρίς να μεταβάλλεται ο χαρακτήρας τους ως εταιριών που ασκούν δραστηριότητα κοινής ωφέλειας». Με τα επόμενα άρθρα του Ν. 2414/1996 καθιερώνεται, μεταξύ άλλων, νέο ενιαίο θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο των δημοσίων επιχειρήσεων, που συνίσταται στην υποβολή εκ μέρους των επιχειρήσεων αυτών στρατηγικών και επιχειρησιακών σχεδίων και εν συνεχεία «Συμβολαίων Διαχείρισης», εγκρινομένων από την Διοίκηση (τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και τον εποπτεύοντα Υπουργό), ώστε να προσδιορίζονται δεσμευτικώς οι επιδιωκόμενοι στόχοι, καθώς και τα μέσα, οι ενέργειες και τα έργα που αποβλέπουν στην πραγματοποίησή τους και να είναι έτσι δυνατή η κρίση περί της αποτελεσματικότητας εκάστης επιχειρήσεως (άρθρα 3 και 4). Επί πλέον καθιερώνεται ενιαίος τρόπος διοικήσεως των επιχειρήσεων αυτών, με καθορισμό των οργάνων διοικήσεως, του τρόπου επιλογής των και των αρμοδιοτήτων τους (άρθρα 5, 6, 7 και 8), θεσπίζονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις των δημοσίων επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές (άρθρο 9) και ρυθμίζονται θέματα του προσωπικού των επιχειρήσεων αυτών (άρθρο 10). 7. Ε π ε ι δ ή, το εκδοθέν κατ εφαρμογήν της διατάξεως του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 2414/1996 προσβαλλόμενο Προεδρικό Διάταγμα περί υπαγωγής του Ο.Κ.Α.Α. στις διατάξεις του νόμου αυτού, αποτελεί το πρώτο στάδιο της διαδικασίας που καταλήγει στην μετατροπή του εν λόγω νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου 3
σε ανώνυμη εταιρεία, με περαιτέρω αναγκαία συνέπεια την μεταβολή του νομικού καθεστώτος των εργαζομένων του Ο.Κ.Α.Α. Εν όψει τούτου, με έννομο συμφέρον και παραδεκτώς εν γένει ασκούν την κρινόμενη αίτηση αφενός ο αιτών Σύλλογος Εργαζομένων στον Ο.Κ.Α.Α., μεταξύ των σκοπών του οποίου είναι, κατά το καταστατικό του (άρθρο 2), και «η προβολή, επιδίωξη και επίτευξη» των συμφερόντων των μελών του, και αφετέρου οι λοιποί, πέραν των αναφερομένων στις 3η και 4η σκέψεις, αιτούντες, φυσικά πρόσωπα που φέρονται ως εργαζόμενοι στον Ο.Κ.Α.Α 8. Ε π ε ι δ ή, στο άρθρο 2 παρ. 6 και 7 του Ν. 2469/1997 («Περιορισμός και βελτίωση της αποτελεσματικότητας των κρατικών δαπανών και άλλες διατάξεις», ΦΕΚ Α 38) ορίζεται ότι «6. Με προεδρικά διατάγματα, που προτείνονται από τους Υπουργούς Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών συγχωνεύονται ή καταργούνται Ν.Π.Δ.Δ. και Ν.Π.Ι.Δ. ή μέρος της δραστηριότητας αυτών ή μετατρέπονται σε Ν.Π.Ι.Δ. ή σε Α.Ε. 7. Το πλεονάζον μόνιμο ή με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου προσωπικό των φορέων του δημόσιου τομέα που καταργούνται ή συγχωνεύονται μετατάσσεται με το αυτό καθεστώς σε άλλες υπηρεσίες ή φορείς με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Οικονομικών, ανάλογα με τις δυνατότητες και τις ανάγκες του Δημοσίου και αφού ληφθούν υπόψη τα προσόντα των ενδιαφερομένων και η τυχόν εκδηλωθείσα προτίμησή τους στις δημοσιοποιούμενες θέσεις. Το μετατασσόμενο σε άλλες υπηρεσίες ή φορείς προσωπικό διατηρεί το δικαίωμα επιλογής του προηγούμενου ή του νέου ασφαλιστικού φορέα. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, ως φορείς του δημόσιου τομέα νοούνται οι δημόσιες υπηρεσίες, τα Ν.Π.Δ.Δ., οι Ο.Τ.Α., οι δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί όταν το Κράτος κατέχει πλέον του πενήντα τοις εκατό (50%) του μετοχικού τους κεφαλαίου, καθώς και τα Ν.Π.Ι.Δ. που ανήκουν στο Κράτος, σε Ν.Π.Δ.Δ., σε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς και σε εν γένει φορείς του Δημοσίου, οι οποίοι κατέχουν πλέον του πενήντα τοις εκατό (50%) του μετοχικού τους κεφαλαίου». Οι νεώτερες αυτές διατάξεις, ως γενικότερες εφόσον καταλαμβάνουν ευρύτερη κατηγορία φορέων και προβλέπουν εκτός από μετατροπή, την κατάργηση και συγχώνευση νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, δεν κατήργησαν τις διατάξεις του Ν. 2414/1996, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 9. Ε π ε ι δ ή, στο άρθρο 26 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι η νομοθετική λειτουργία ασκείται από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Περαιτέρω στην παράγραφο 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος ορίζεται ότι επιτρέπεται, ύστερα από πρόταση του αρμόδιου υπουργού, η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση του νόμου και μέσα στα όριά της. Κατά την έννοια των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, υπό την έννοια ότι πρέπει να προσδιορίζει καθ ύλην το 4
αντικείμενό της, ήτοι να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, ασχέτως, δηλαδή, αν είναι μεγαλύτερος ή μικρότερος ο αριθμός των περιπτώσεων τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει, βάσει της συγκεκριμένης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, κανονιστικώς. Η ευρύτητα της εξουσιοδοτήσεως, εφόσον το περιεχόμενό της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της από συνταγματική άποψη. Περαιτέρω, για το συνταγματικό κύρος της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως δεν απαιτείται οπωσδήποτε να διαγράφει η ίδια ή με παραπομπή σε άλλη διάταξη νόμου βασικές αρχές στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση κατά την κανονιστική ρύθμιση των θεμάτων αυτών (ΣτΕ 3724/2000, 3067/1997, Ολομ. 2304, 1466/1995). 10. Ε π ε ι δ ή, όπως προκύπτει από τις παρατεθείσες σε προηγούμενη σκέψη διατάξεις των παραγράφων 1 η οποία, κατά τα ήδη λεχθέντα, περιλαμβάνει, μεταξύ των απαριθμουμένων σε αυτή δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, και νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και 2 του άρθρου 1 του Ν. 2414/1996, είναι καταρχήν επιτρεπτή η υπαγωγή, κατ εφαρμογήν της ως άνω παραγράφου 2, στις διατάξεις του νόμου αυτού, δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών που έχουν την μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Με το περιεχόμενο αυτό, η εξουσιοδοτική διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του Ν. 2414/1996, ερμηνευομένη σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του νόμου αυτού, με τις οποίες, κατά τα ήδη αναφερθέντα, επιδιώκεται η υπαγωγή των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών σε ενιαίο θεσμικό και λειτουργικό πλαίσιο, είναι ειδική και ορισμένη, κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 11. Ε π ε ι δ ή, προβάλλεται ότι η επίδικη ρύθμιση αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 109 παρ. 1 του Συντάγματος 1975/1986, εφόσον για την ίδρυση της Κεντρικής Αγοράς Αθηνών διετέθησαν χρήματα προερχόμενα από δωρεά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής προς το Ελληνικό Δημόσιο. Ο λόγος αυτός όμως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι μια τέτοια έννομη σχέση του δημοσίου διεθνούς δικαίου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω συνταγματικής διατάξεως. 12. Ε π ε ι δ ή, από τα άρθρα 1 παρ. 3 και 26 παρ. 2 του Συντάγματος προκύπτει ότι στην περίπτωση δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών που (όπως ο Ο.Κ.Α.Α.) δεν ασκούν αρμοδιότητες αναπόσπαστες από τον πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ως έκφραση κυριαρχίας (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 1434/1998), παρέχεται ευχέρεια στον νομοθέτη και την βάσει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, μετά από εκτίμηση ως προς τον προσφορότερο τρόπο οργανώσεως και λειτουργίας τους για την χάριν του δημοσίου συμφέροντος, καλύτερη εξυπηρέτηση του επιδιωκομένου υπ αυτών σκοπού κοινής ωφελείας, να επιλέγει την νομική μορφή του νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, εφόσον κρίνεται η πλέον κατάλληλη προς τούτο. Η ευχέρεια δε αυτή 5
του νομοθέτου ή της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως ασκείται, κατά περίπτωση, είτε με την ίδρυση δημοσίας επιχειρήσεως ή οργανισμού με την μορφή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου είτε με την μετατροπή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 3818/1997 Ολομ., 1999/2000). Εξ άλλου, τόσο η επιλογή της νομικής μορφής της δημοσίας επιχειρήσεως ως νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, όσο και η επιλογή της διαδικασίας μετατροπής της σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου συνιστούν εκτίμηση του νομοθέτου ή, κατά περίπτωση, της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως-, η οποία εκφεύγει του ελέγχου του ακυρωτικού δικαστού εφόσον δεν παρίσταται καταδήλως αυθαίρετη και απολύτως απρόσφορη υφ οιανδήποτε λογική εκδοχή, προς επίτευξη του επιδιωκομένου με τη νομοθετική ή κανονιστική ρύθμιση σκοπού (πρβλ. ΣτΕ 4230/1995). Εν προκειμένω, δεν προκύπτει, και μάλιστα κατά τρόπο προφανή, ότι η κατ εφαρμογήν του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 2414/1996 υπαγωγή του Ο.Κ.Α.Α. στις διατάξεις του νόμου αυτού, είναι αυθαίρετη και απολύτως ακατάλληλη για την επίτευξη των επιδιωκομένων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, που είναι, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της διοικήσεως και ο λειτουργικός και οργανωτικός εκσυγχρονισμός των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών με την επίτευξη υψηλοτέρων βαθμών οικονομικής αποτελεσματικότητας κ.λ.π. Συνεπώς, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως αβασίμως προβάλλεται, η περαιτέρω δε αμφισβήτηση της ουσιαστικής εκτιμήσεως της κανονιστικώς δρώσης διοικήσεως ως προς την προκριθείσα νομική μορφή του Ο.Κ.Α.Α. είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Εξάλλου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, και ο συναφής λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι κατά παράβαση της ιδίας αρχής υπήχθη ο Ο.Κ.Α.Α. στις διατάξεις του Ν. 2414/1996 προκειμένου στη συνέχεια να μετατραπεί σε ανώνυμη εταιρεία κατ εφαρμογή της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του νόμου αυτού, ενώ ήταν δυνατή η μετατροπή του σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου ή και σε ανώνυμη εταιρεία με τις προμνησθείσες διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2469/1997 που περιέχουν ευνοϊκότερες ρυθμίσεις για τους εργαζομένους και ειδικότερα την μετάταξή τους σε άλλες υπηρεσίες ή φορείς. Και τούτο διότι οι νεώτερες αυτές διατάξεις προβλέπουν δυνατότητα μετατάξεως του πλεονάζοντος προσωπικού στις περιπτώσεις καταργήσεως ή συγχωνεύσεως φορέων και όχι στην περίπτωση μετατροπής νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, ενώ, εξάλλου, την μετάταξη στο δημόσιο τομέα του μονίμου προσωπικού νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου που μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία βάσει του Ν. 2414/1996 προβλέπει ήδη, σε περίπτωση διαλύσεως της εταιρείας, και η παράγραφος 5 του άρθρου 10 του νόμου αυτού, η οποία προσετέθη με την μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 83 παρ. 2 του Ν. 2676/1999. Περαιτέρω δε, προεχόντως ενόψει του ότι πρόκειται για μέτρο που αφορά την οργάνωση δημοσίας επιχειρήσεως, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και τα προβαλλόμενα, κατ επίκληση, μεταξύ άλλων, γνωμοδοτήσεως της 6
επιτροπής του άρθρου 2 παρ. 3 του Ν. 2469/1997, ότι η επίδικη υπαγωγή του Ο.Κ.Α.Α. στις διατάξεις του Ν. 2414/1996 εχώρησε κατά παράβαση της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης. Δ ι ά τ α ύ τ α Κηρύσσει την δίκη κατηργημένη ως προς τους 2ο, 16ο, 29ο, 45η, 46ο, 65η, 69η, 73ο και 74η αιτούντες. Απορρίπτει την αίτηση ως προς τους λοιπούς αιτούντες. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει εις βάρος των αιτούντων, εκτός εκείνων ως προς τους οποίους κηρύχθηκε η δίκη κατηργημένη, την δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου που ανέρχεται σε τριακόσια ογδόντα (380) ευρώ. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2001 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 21 Μαΐου 2002. Ο Πρόεδρος του Δ Τμήματος Η Γραμματέας του Δ Τμήματος Μ. Βροντάκης Α. Τριάδη 7