Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Το πάγιο κεφάλαιο της Ελληνικής Εξορυκτικής Βιομηχανίας Ηλίας Ιωακείμογλου

Σχετικά έγγραφα
Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οικονομική συγκυρία: Η εξέλιξη των βασικών μεγεθών Ηλίας Ιωακείμογλου

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Μελέτη της παραγωγικότητας στον υποκλάδο των λιγνιτωρυχείων ( ) Γιάννης Τσώλας

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Τα οικονομικά αποτελέσματα της Βιομηχανίας Θεσσαλίας & Στερεάς Ελλάδος (Ισολογισμοί 2011)

Οικονομία. Η οικονομία του νομού Ιωαννίνων βασίζεται στην κτηνοτροφία, κυρίως μικρών ζώων, στη γεωργία και στα δάση. Η συμβολή της βιομηχανίας και

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΒΑΡΟΜΕΤΡΟ. Οκτώβριος Δείκτης καταναλωτικού κλίματος (CCI) Δείκτες αποτίμησης της οικονομικής συγκυρίας

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Ειδικό Παράρτημα Α. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 3 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΩΤΗΡΗ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΔΥΝΗΤΙΚΟ ΠΡΟΪΌΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ (ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ

ΚΕΝΤΡΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ & ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 14 Οκτωβρίου 2013

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Δομή του δημοσίου χρέους στην Ελλάδα Σύνθεση και διάρκεια λήξης

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

2 Η απασχόληση στο εμπόριο: Διάρθρωση και εξελίξεις

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 30 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index -1- Τέλος 3 ου τριµήνου Τριµηνιαίος είκτης Οικονοµικού Κλίµατος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ. Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Συντάκτης: Δημήτριος Κρέτσης

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ 8 η Μελετη «Εξελιξεις και Τασεις της Αγορας»

Εξαμηνιαία Εργασία Β. Κανονική Κατανομή - Επαγωγική Στατιστική

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Κόστος- Έξοδα - Δαπάνες

ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΥΚΝΟΤΗΤΑΣ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑΣ

Αν. Καθ. Μαρία Καραμεσίνη ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ. Ημερίδα ΕΙΕΑΔ,«Η αγορά εργασίας σε κρίση», Αθήνα, 9 Ιουλίου 2012

ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑΣ Εισαγωγή

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

Το παρόν αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης εργασίας, η οποία εξελίσσεται σε έξι μέρη που δημοσιεύονται σε αντίστοιχα τεύχη. Τεύχος 1, 2013.

Εισαγωγικό Σηµείωµα. Η Ελλάδα σε Αριθµούς περιλαµβάνονται στην τρέχουσα έκδοση του τόµου «Η Ελλάδα σε Αριθµούς».

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 2 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

Ο Εξορυκτικός Κλάδος Μοχλός Ανάπτυξης της Χώρας

Στο 3,7% η ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας το Στα ίδια περίπου επίπεδα η προβλεπόµενη άνοδος το 2006

Στοιχεία για τις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις από και προς το Ηνωμένο Βασίλειο

ΑΠΟ ΤΟ ΔΕΙΓΜΑ ΣΤΟΝ ΠΛΗΘΥΣΜΟ

Οι αυξανόµενες οικονοµικές σχέσεις µε τη ΝΑ Ευρώπη τροφοδοτούν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας

Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση Ετήσια Έκθεση 2019 Βασικά συμπεράσματα και εμπειρικά ευρήματα της Έκθεσης

Ειδικό Παράρτημα. Α Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση κατά κλάδο και τομέα

Δείκτες Ενεργειακής Έντασης

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 2 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΔΕΙΚΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ : Ιανουάριος 2010 ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΕΣ ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ

Περίληψη Στο επίκεντρο της Έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του 2017 βρίσκεται η αξιολόγηση της τρέχουσας

Η συμβολή της εξορυκτικής βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία Νίκος Βέττας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

Ματθαίος Μαργέλος ΝΔΕ ΟΠ0928

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

Τι είναι βιομηχανία. Εικόνα 1. Εικόνα 2

Ορισμένα από τα βασικά Συμπεράσματα της Έκθεσης του ΙΝΕ ΓΣΕΕ για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση 2017

Βραχυχρόνιες προβλέψεις του πραγματικού ΑΕΠ χρησιμοποιώντας δυναμικά υποδείγματα παραγόντων

Ειδικό Παράρτημα B. Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

: ΠΤΩΣΗ ΟΙΚΟΔΟΜΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ - ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΠΟΡΡΟΦΗΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ

Η ΚΡΙΣΗ ΞΕΠΕΡΑΣΤΗΚΕ ΚΑΘΩΣ ΛΕΝΕ;

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ

Κατάταξη των Περιφερειών της Ζώνης Επιρροής IV της Εγνατίας Οδού 1,

ΙΔΡΥΜΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ FOUNDATION FOR ECONOMIC & INDUSTRIAL RESEARCH ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Μακροοικονομική Θεωρία

Πίνακας 4.1 : Eργασιακά χαρακτηριστικά Εργατικό δυναµικό (άτοµα)

Διαχρονικές Τάσεις Δεικτών Ανθρώπινου Δυναμικού στην Κύπρο

Διμερές Εμπόριο - Εξέλιξη διμερούς εμπορίου και ανταγωνισμός

Τριμηνιαίο Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΟ ΑΔΕΔΥ ΟΙ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΤΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΤΟΜΕΑ

Μοντέλα Διαχείρισης Αποθεμάτων

ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - BOOK PRESENTATIONS

Εισαγωγή στο Παίγνιο Διοίκησης Επιχειρήσεων (business game)

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Οι εξωτερικές συναλλαγές της Ελλάδας ( ) Η. Ιωακείμογλου, Γ. Μηλιός

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΙΙ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΕΑΣΕ/ΙCAP CEO Index Τέλος 1oυ τριμήνου 2009

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 1 ου τριμήνου 2011

ΜΕΛΕΤΗ ICAP Group για την Απασχόληση και την Ανεργία Για πρώτη φορά λιγότεροι οι απασχολούμενοι από τους οικονομικά ανενεργούς πολίτες

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1. Αξιολόγηση των µακροοικονοµικών επιπτώσεων του ΚΠΣ III

Ι. Οικονομικές εξελίξεις στην Βουλγαρία (Ιανουάριος Σεπτέμβριος 2010)

Χρονικές σειρές 2 Ο μάθημα: Εισαγωγή στις χρονοσειρές

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

Ειδικό Παράρτημα Χρηματοοικονομικοί δείκτες: Ανάλυση ανά περιφέρεια

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 3 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

ΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΛΥΣΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Το διεθνές οικονομικό περιβάλλον κατά το 2013 και η Ελλάδα

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 1 ου τριμήνου 2012

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Απασχόληση και Ανεργία ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 4 ου τριμήνου 2010

Χρηματοοικονομική ανάλυση των ΜΜΕ

ΕΑΣΕ/ICAP CEO Index Τέλος 4 ου τριμήνου Τριμηνιαίος Δείκτης Οικονομικού Κλίματος

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΔΕΙΚΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ: Απασχόληση και Ανεργία ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ Χ. ΑΠ. ΛΑΔΙΑΣ

Η Νέα Κλασσική Θεώρηση των Οικονομικών Διακυμάνσεων

Transcript:

Το πάγιο κεφάλαιο της Ελληνικής Εξορυκτικής Βιομηχανίας 1950-1984του Ηλία Ιωακείμογλου Ο λόγος είναι κάτι ολωσδιόλου διαφορετικό από τον τόπο όπου έρχονται να κατατεθούν και να υπερεπιτεθούν, σαν σε μια απλή επιφάνεια εγγραφής, αντικείμενα που είχαν εγκαθιδρυθεί από τα πριν. Michel Foucault Η συσσώρευση κεφαλαίου στον κλάδο των ορυχείων στην Ελλάδα, αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια - από τη μεταπολίτευση και μετά - περισσότερο ένα πεδίο αναμέτρησης διαφορετικών «απόψεων», δηλαδή ιδεολογικών και πολιτικών τοποθετήσεων, και λιγότερο το αντικείμενο μελέτης. Αν είναι αλήθεια ότι καμία μελέτη της συσσώρευσης κεφαλαίου - ακόμη κι αν διεκδικεί επίμονα τους τίτλους της επιστημονικότητάς της - δεν καθαιρεί τα τελικά της συμπεράσματα από τις ιδεολογικές της καταβολές, είναι ωστόσο εξίσου αληθινό το ότι διαφέρει από τον καθαρό ιδεολογικό λόγο ως προς τη σχέση της με το αντικείμενο της: αντί να μετατρέπει τα «στοιχεία» σε επένδυση των αμετακίνητων ιδεολογικών αρχών και άλλοθι των εκ των προτέρων δεδομένων συμπερασμάτων, αποπειράται να προσδιορίσει τις μακροπρόθεσμες τάσεις της διαδικασίας συσσώρευσης, τις ανανεούμενες ροπές της, προσπαθεί να εντοπίσει τα σημεία ρήξης της διαδικασίας και να τα συσχετίσει με τις στιγμές μεταστροφής της συγκυρίας. Σ' αυτή την κατεύθυνση θέλει να συμβάλλει και το άρθρο αυτό. Η έννοια της συσσώρευσης κεφαλαίου, σηματοδοτεί από μόνη της και τις προθέσεις της ανάλυσης: παραπέμπει άμεσα σε διαδικασίες που είναι ανεξάρτητες από τη βούληση των κέντρων απόφασης («μονοπώλια», κυβέρνηση, κρατικός μηχανισμός). Οι επενδύσεις στον κλάδο των ορυχείων της περιόδου 1975-80, τόσο στις χώρες του τρίτου κόσμου, όσο και στις βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες, δεν επέφεραν μια άμεση αύξηση της παραγωγής, αλλά δημιούργησαν ένα παραγωγικό δυναμικό που άρχισε να χρησιμοποιείται ακριβώς την εποχή εκείνη κατά την οποία η μεταστροφή της οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας (ύφεση 1980-82), οδηγούσε σε δραστική μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, και έθετε έτσι σε λειτουργία τη διαδικασία εκκαθάρισης των πιο αδύναμων - δηλαδή των μη επαρκώς αξιοποιούμενων - κεφαλαίων. Μέσα σ' αυτή τη συγκυρία μεσοπρόθεσμης στασιμότητας (ή μικρής αύξησης) της κατανάλωσης και διατήρησης της προσφοράς σε ψηλά επίπεδα, αναδύθηκε το πρόβλημα του «πλεονάζοντος» παραγωγικού δυναμικού του μεταλλευτικού τομέα. Στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 η μεταλλευτική παραγωγή οδηγείται, μέσα από την ένταση του ανταγωνισμού, στην τεχνολογική αναδιάρθρωση με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, καθώς και στο μετασχηματισμό των εργασιακών σχέσεων - τουλάχιστον στις χώρες εκείνες όπου οι ιστορικές συνθήκες είναι ευνοϊκές. Η ίδια η συγκυρία καθιστά λοιπόν επίκαιρες όλες εκείνες τις αναλύσεις που αφορούν την αναδιάρθρωση της παραγωγής και γενικότερα τη δυναμική της συσσώρευσης κεφαλαίους η ένταση κεφαλαίου και η συσχέτιση της με την παραγωγικότητα της εργασίας, οι ρυθμοί εκμηχάνισης και οι επιπτώσεις τους στην απασχόληση, οι μεταβολές του βάρους που έχουν οι διάφοροι υποκλάδοι στη συνολική εξορυκτική δραστηριότητα, η απόδοση του κεφαλαίου κ.λπ., είναι οι έννοιες στις οποίες οφείλει να επικεντρώσει σήμερα την προσοχή της κάθε ανάλυση γύρω από το παρελθόν και το μέλλον του κλάδου των ορυχείων. Αν οι έννοιες αυτές μπορούν να έχουν μια ποσοτική έκφραση, που υλοποιείται με τη διαμόρφωση ορισμένων δεικτών, τότε οι δείκτες αυτοί έχουν σαν ένα από τα βασικά τους μεγέθη το «κεφαλαιακό απόθεμα» - δηλαδή το συνολικά συσσωρευμένο καθαρό (πάγιο και κυκλοφορούν) κεφάλαιο του κλάδου. Το άρθρο αυτό επιχειρεί μία εκτίμηση α) του αποθέματος παγίου κεφαλαίου του ελληνικού κλάδου ορυχείων και β) ορισμένων άλλων μεγεθών που βασίζονται στους υπολογισμούς του κεφαλαιακού αποθέματος και έχουν Σελίδα 1 / 12

ερμηνευτική αξία για την εξέλιξη του κλάδου. Επίσης, το άρθρο αυτό αποπειράται μια προσέγγιση των παραπάνω ποσοτικών εκτιμήσεων με τα δεδομένα της οικονομικής ιστορίας της μεταπολεμικής Ελλάδας. Οι υπολογισμοί που πραγματοποιήθηκαν - όπως και κάθε μαθηματικό μοντέλο - αποτελούν μια απλοποιημένη παράσταση της πραγματικότητας, δηλαδή μόνο ένα από τα διαδοχικά βήματα που συγκροτούν την επιστημονική διαδικασία προσέγγισης της. Για την κατασκευή του μοντέλου χρησιμοποιήθηκαν τα πακέτα software Javelin, Lotus, και Statgraphics, σε IBM συμβατό υπολογιστή. 1. Πηγές πρωτογενών στοιχείων και στατιστική ταξινόμηση των κλάδων Ο κλάδος των ορυχείων στην Ελλάδα, αποτελεί το αντικείμενο μιας ειδικής έκδοσης της ΕΣΥΕ που φέρει τον τίτλο Ετήσια Στατιστική Έρευνα Ορυχείων (Μεταλλείων, Λατομείων, Αλυκών) και η οποία αποτελεί τη βασική πηγή πρωτογενών στοιχείων της ανάλυσης που ακολουθεί. Η παραπάνω έκδοση καλύπτει με ενιαίο τρόπο δηλαδή ενιαία μεθοδολογία και τυποποίηση - την περίοδο 1962-1984. Για τα έτη 1949-1962, υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών, τα οποία δεν είναι απολύτως συμβατά με τα αντίστοιχα της ΕΣΥΕ, και των οποίων η χρήση επισύρει αναγκαστικά ορισμένες παραδοχές. Η ανάλυση αναφέρεται στους κλάδους 11-16 της στατιστικής ταξινόμησης της ΕΣΥΕ: 11: Λιγνιτωρυχεία 12: Μεταλλεία σιδήρου, νικελίου, βωξίτη, χρωμίτη, μαγγανίου, χαλκού και λοιπών μη σιδηρούχων, πολύτιμων μετάλλων 13: Υδρογονάνθρακες 14: Λατομεία 15: Μεταλλεία σιδηροπυρίτη, μικτών θειούχων, ορυχεία λευκολίθου, θείου, βαρυτίνης, σμύριδος, στεατίτη, αμιάντου, περλίτη, κ.ά 16: Αλυκές (ΕΣΥΕ 1980) 2. Μεθοδολογία 2.1. Τρόπος υπολογισμού Χρησιμοποιήθηκε η κλασική μέθοδος υπολογισμού του κεφαλαιακού αποθέματος (Billaudot 1984). Σύμφωνα μ' αυτή τη μέθοδο, κάθε οικονομικό σύστημα αναλύεται με τη βοήθεια μεγεθών που αντιπροσωπεύουν ροές Σελίδα 2 / 12

(flows) και αποθέματα (stocks ή levels). Τα αποθέματα είναι οι συσσωρευμένες διαφορές εισροών και εκροών. Στην περίπτωση του υπολογισμού του καθαρού παγίου κεφαλαίου, ροές είναι: * οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου * η κατανάλωση παγίου κεφαλαίου * η καθαρή επένδυση ενώ αποθέματα είναι: * το πάγιο κεφάλαιο * το πάγιο κεφάλαιο κατά το έτος βάσης, δηλαδή το έτος από το οποίο αρχίζουν οι υπολογισμοί (εδώ πρόκειται για το έτος 1948) * ο δείκτης τιμών παγίου κεφαλαίου (δηλαδή ο δείκτης που χρησιμοποιείται για τη μετατροπή των επενδύσεων από τρέχουσες σε σταθερές τιμές). Οι ροές αντιστοιχούν προφανώς σε συνεχείς μεταβλητές τις οποίες όμως η στατιστική μετατρέπει σε ασυνεχείς, με τη μέτρηση τους ως παροχές ανά έτος. αυτή η μετατροπή εμπεριέχει σιωπηλά την παραδοχή ότι οι επενδύσεις και η κατανάλωση παγίου κεφαλαίου κατανέμονται ομοιόμορφα στη διάρκεια του έτους, και ότι κατά συνέπεια εξομοιώνονται προς σημειακές (στιγμιαίες) παροχές οι οποίες πραγματοποιούνται τη χρονική στιγμή που αντιστοιχεί στο μέσο του έτους. Αλλά και το απόθεμα, εφόσον υπολογίζεται με βάση ροές που έχουν οριστεί όπως προηγούμενα, νοείται ως στάθμη η οποία δεν μεταβάλλεται παρά μόνο σημειακά από έτος σε έτος, δηλαδή σαν ασυνεχής μεταβλητή της οποίας οι τιμές αντιστοιχούν στο μέσο κάθε έτους. Το απόθεμα παγίου κεφαλαίου (στο μέσο του έτους t) ορίζεται ως αποτέλεσμα εισροών και εκροών: Κεφαλαιακό απόθεμα (t) = Κεφαλαιακό απόθεμα (t-l) + Ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου (t) Κατανάλωση παγίου κεφαλαίου (t) Τα μεγέθη εκφράζουν αξία, όταν είναι υπολογισμένα σε τρέχουσες τιμές και όγκο όταν είναι υπολογισμένα σε σταθερές τιμές 1984. Στην περίπτωση του κεφαλαιακού αποθέματος, αυτή η μετατροπή των τρεχουσών αξιών σε όγκο ισοδυναμεί με υπολογισμό της αξίας του συνολικού παγίου κεφαλαίου σε τιμές αντικατάστασης. Η αντιστοίχηση του κεφαλαιακού αποθέματος στο μέσον του έτους παρουσιάζει ορισμένα μειονεκτήματα όταν το μέγεθος αυτό χρησιμοποιείται σε συσχετισμό με άλλα μεγέθη: για το λόγο αυτό, υπολογίζεται το κεφαλαιακό απόθεμα στην αρχή του έτους, με τον τρόπο που αναφέρεται παρακάτω. 2.2. Υποδιαιρέσεις του κλάδου των ορυχείων Τα αποτελέσματα αφορούν κατ' αρχήν το σύνολο της εξορυκτικής δραστηριότητας. Όμως ο κλάδος των ορυχείων παρουσιάζει από οικονομική άποψη σημαντική ετερογένεια, αφού σχηματικά αποτελείται από: * τους υποκλάδους του λιγνίτη και της έρευνας που διέπονται από τη λογική της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία (λογική της αναπαραγωγής του συνολικού κεφαλαίου) Σελίδα 3 / 12

* τον υποκλάδο των υδρογονανθράκων που διαφοροποιείται από τον υπόλοιπο κλάδο τόσο σε ό,τι αφορά τη φύση της αγοράς πετρελαίου όσο και σε ό,τι αφορά τα χαρακτηριστικά της διαδικασίας παραγωγής * έναν υποκλάδο μεταλλικών και μη μεταλλικών ορυκτών που είναι εξωστρεφής. διέπεται επομένως από τη λογική της διεθνούς αγοράς, και χαρακτηρίζεται από μεγάλο μέγεθος παραγωγικών μονάδων που είναι εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό * έναν υποκλάδο μικρών μονάδων παραγωγής που παράγει για την εσωτερική αγορά. Τα συνολικά αποτελέσματα του κλάδου αποτελούν επομένως κάποιον μέσο όρο σχετικά ανόμοιων μερών, και για το λόγο αυτό η εξαγωγή συμπερασμάτων μόνο από αυτά ενδέχεται να οδηγήσει σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Είναι δηλαδή απαραίτητο τα μεγέθη του κλάδου να εξετάζονται πάντοτε αναλυτικά τουλάχιστο σε εκείνο το επίπεδο ανάλυσης που παίρνει υπ' όψη του τη διαφορετική λογική του κρατικού και του ιδιωτικού τομέα. Ένας άλλος πολύ σοβαρός λόγος ο οποίος επιβάλλει μια τέτοια ανάλυση είναι το μεγάλο βάρος που αντιπροσωπεύουν στο σύνολο του κλάδου οι υποκλάδοι του λιγνίτη και του πετρελαίου: οι μεταβολές στα μεγέθη των υποκλάδων αυτών αποτυπώνονται - ακριβώς λόγω του μεγάλου μεγέθους τους - στα συνολικά μεγέθη του κλάδου. Αλλά τότε υπάρχει ο κίνδυνος να εκλάβουμε ως χαρακτηριστικά του συνόλου, εκείνα των μερών. Για τους παραπάνω λόγους εξετάζονται στο άρθρο αυτό, πέρα από τα συνολικά μεγέθη του κλάδου, και τα μεγέθη που προκύπτουν μετά από αφαίρεση των στοιχείων των υποκλάδων του λιγνίτη, του πετρελαίου και της έρευνας. Διαμορφώνονται έτσι, εκτός από την αρχική χρονολογική σειρά του παγίου κεφαλαίου του κλάδου στο σύνολο του, άλλες δύο που εκφράζουν το κεφαλαιακό απόθεμα το οποίο θα είχε δημιουργηθεί εάν από το 1961 και μετά δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι επενδύσεις στα λιγνιτωρυχεία, το πετρέλαιο και την έρευνα: * η XI είναι η χρονοσειρά με τα πλήρη στοιχεία του κλάδου * η Χ2 δεν περιλαμβάνει τις μεταγενέστερες του 1961 επενδύσεις στο πετρέλαιο και την έρευνα * η Χ3 δεν περιλαμβάνει τις επενδύσεις στα λιγνιτωρυχεία, το πετρέλαιο και την έρευνα, που έγιναν επίσης μετά το 1961 Η διαμόρφωση των Χ2. Χ3, περιορίζεται στη μετά το 1961 περίοδο επειδή δεν υπάρχουν αναλυτικά στοιχεία της ΕΣΥΕ για προηγούμενα έτη. 3. Παρουσίαση του μοντέλου Η λογική του μοντέλου φαίνεται στο παρακάτω σχήμα. Οι ανεξάρτητες μεταβλητές του μοντέλου είναι: * οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές * ο δείκτης τιμών παγίου κεφαλαίου ορυχείων * το κεφαλαιακό απόθεμα του έτους βάσης (1948) Σελίδα 4 / 12

* ο ρυθμός απαξίωσης του παγίου κεφαλαίου (δηλαδή ο χρόνος ζωής του) Συνοπτικά οι υπολογισμοί που έγιναν από το μοντέλο είναι οι εξής: Ο όγκος των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου υπολογίζεται με αποπληθωρισμό των αντίστοιχων τρεχουσών αξιών. Η ετήσια κατανάλωση παγίου κεφαλαίου υπολογίζεται ως συνάρτηση του αρχικού κεφαλαιακού αποθέματος, του μέσου χρόνου ζωής του παγίου κεφαλαίου (Τ έτη), και των ακαθάριστων επενδύσεων των Τ προηγούμενων ετών. Η καθαρή επένδυση είναι η διαφορά ακαθάριστης επένδυσης και κατανάλωσης παγίου κεφαλαίου. Τέλος, το απόθεμα κεφαλαίου είναι η συσσώρευση των καθαρών επενδύσεων και του αντίστοιχου αποθέματος του έτους όασης. Τα παραπάνω φαίνονται αναλυτικότερα παρακάτω, στο σύστημα εξισώσεων που αποτελούν το μοντέλο. Πριν όμως από την παρουσίαση των εξισώσεων, γίνεται η παρουσίαση των παραδοχών που έγιναν και που αφορούν είτε στις ανεξάρτητες μεταβλητές (δηλαδή τα inputs του μοντέλου), είτε στην κατάστρωση των εξισώσεων. 4. Παραδοχές 4.1. Παραδοχές που αφορούν στις ανεξάρτητες μεταβλητές 4.1.1. Ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου ορυχείων Για το μέγεθος αυτό υπάρχουν στοιχεία αφενός στους Εθνικούς Λογαριασμούς και αφετέρου στην ειδική έκδοση της ΕΣΥΕ που αφορά τα ορυχεία. Τα στοιχεία της ΕΣΥΕ είναι λεπτομερέστερα και προσφέρουν έτσι μεγαλύτερες δυνατότητες στη διεξοδικότερη ανάλυση. Για το λόγο αυτό, τα στοιχεία αυτά επιλέχθηκαν ως βάση της μελέτης. Όμως, οι έρευνες της ΕΣΥΕ περιέχουν τις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου από το 1961 μέχρι το 1984, ενώ οι Εθνικοί Λογαριασμοί διαθέτουν στοιχεία από το 1948. Για την αποκατάσταση μιας ενιαίας χρονολογικής σειράς των επενδύσεων έγινε σύγκριση των στοιχείων των δύο πηγών και διαπιστώθηκε ότι ο λόγος ί=(στοιχεία ΕΣΥΕ στοιχεία Εθνικών Λογαριασμών) έχει μέση τιμή m= 1,005 και τυπική απόκλιση σ=0,13. Με την παραδοχή ότι το i κατανέμεται κανονικά με χαρακτηριστικές παραμέτρους m και σ όπως παραπάνω, διαμορφώθηκε μία χρονοσειρά η οποία περιέχει * για την περίοδο 1961-1984, τα στοιχεία της ΕΣΥΕ * για τα έτη 1948-1961 την εκτίμηση που προκύπτει από την παραπάνω κανονική κατανομή και τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών. 4.1.2. Δείκτης τιμών παγίου κεφαλαίου Χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης τιμών παγίου κεφαλαίου ορυχείων των Εθνικών Λογαριασμών (που παρουσιάζει πολύ μικρές διαφορές από τον αντίστοιχο δείκτη του ΟΟΣΑ) αφού η έρευνα ορυχείων της ΕΣΥΕ δεν διαθέτει αυτό το στοιχείο. Αυτή η επιλογή εμπεριέχει την παραδοχή ότι ο δείκτης εάν είχε υπολογιστεί από την ΕΣΥΕ δεν θα διέφερε σημαντικά από τον αντίστοιχο δείκτη των Εθνικών Λογαριασμών. Σελίδα 5 / 12

4.1.3. Κεφαλαιακό απόθεμα 1948 Για το κεφαλαιακό απόθεμα του έτους αυτού δεν υπάρχουν πληροφορίες πέρα από τη γενική εκτίμηση ότι ήταν πολύ μικρό. Χρησιμοποιήθηκε η εξίσωσης Κεφαλαιακό απόθεμα 1948 (σε σταθερές τιμές '84)=75+25*j όπου j τυχαία μεταβλητή που ακολουθεί την κανονική τυποποιημένη κατανομή. 4.1.4. Ρυθμός απαξίωσης του παγίου κεφαλαίου Το ύψος της ετήσιας κατανάλωσης παγίου κεφαλαίου εξαρτάται από το χρόνο ζωής των εγκαταστάσεων. Το μόνο ενδεικτικό στοιχείο που υπάρχει, πέρα από τις εμπειρικές παρατηρήσεις, είναι η ηλικία του κεφαλαιακού αποθέματος για τη βιομηχανία συνολικά και τη μεταποίησης αυτή κυμαίνεται μεταξύ 15 και 20 ετών. Για το χρόνο ζωής των πάγιων στοιχείων του κεφαλαίου στα ορυχεία έγινε λοιπόν η παραδοχή ότι: Ηλικία παγίου κεφαλαίου=17+3*jόπου j όπως προηγούμενα. 4.2. Παραδοχές που αφορούν στον τρόπο υπολογισμού Έγινε η παραδοχή ότι το επενδυμένο κεφάλαιο καταναλώνεται ομοιόμορφα (δηλαδή σε ίσες ποσότητες) σε χρονικό διάστημα ίσο προς το χρόνο ζωής του παγίου κεφαλαίου. Η καθαρή επένδυση παγίου είναι η διαφορά ακαθάριστης επένδυσης και κατανάλωσης παγίου κεφαλαίου. Το κεφαλαιακό απόθεμα του έτους t είναι το συσσωρευμένο αποτέλεσμα των καθαρών επενδύσεων όλων των προηγούμενων ετών και του αρχικού κεφαλαιακού αποθέματος (του έτους 1948). Όμως, ένα πολύ μεγάλο τμήμα της καθαρής επένδυσης του έτους t αποτελείται από μηχανικό εξοπλισμό που χρησιμοποιείται ήδη κατά τη διάρκεια του έτους αυτού. Για το λόγο αυτό έγινε η παραδοχή ότι το 70% της επένδυσης του έτους t περιλαμβάνεται στο κεφαλαιακό απόθεμα της ίδιας χρονιάς. Επειδή τα μεγέθη, είναι υπολογισμένα στο μέσον του έτους, το κεφαλαιακό απόθεμα που προκύπτει αντιστοιχεί και αυτό στην ίδια χρονική στιγμή. Το κεφαλαιακό απόθεμα υπολογίστηκε στην αρχή του έτους t ως η μέση τιμή των αποθεμάτων στο μέσο των ετών t1 και t. Η μεταβλητή Switch παίρνει δύο τιμές: 0 για τις σημειακές εκτιμήσεις και 1 για τις στατιστικές κατανομές. 6. Αποτελέσματα και συμπεράσματα Τα αποτελέσματα που λαμβάνονται υπόψη είναι η γενική μορφή των χρονοσειρών όπως αυτή εμφανίζεται στα διαγράμματα δεδομένης της υψηλής αβεβαιότητας που υπεισέρχεται στην απογραφή των πρωτογενών στοιχείων, η εξαγωγή συμπερασμάτων από τα αποτελέσματα ενός μόνον έτους, κρίνεται επισφαλής. 6.1. Σημειακές εκτιμήσεις Σελίδα 6 / 12

Τα αποτελέσματα φαίνονται στα διαγράμματα 1 έως 5 και στους πίνακες 1 έως 3. Σχετικά με τη συμβολή των επενδύσεων των λιγνιτωρυχείων, του πετρελαίου και της έρευνας, στη διαμόρφωση του κεφαλαιακού αποθέματος, παρατηρούνται τα εξής: α. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 1, εάν στη δεκαετία του '70 δεν είχαν πραγματοποιηθεί οι επενδύσεις των δημοσίων επιχειρήσεων στα ενεργειακά ορυκτά και την έρευνα, το κεφαλαιακό απόθεμα του κλάδου θα παρουσίαζε στασιμότητα ήδη από το 1978 περίπου και μείωση από το 1982. β. Στα διαγράμματα 2 και 3 φαίνεται ότι η διαδικασία που οδήγησε στην αύξηση του βάρους του ενεργειακού τομέα χωρίζεται σε δύο διακριτές περιόδους. Στην περίοδο 1962-1971 αν και παρατηρούνται σημαντικές διαφορές των ακαθάριστων αλλά και των καθαρών επενδύσεων ανάμεσα στον ενεργειακό και μη ενεργειακό τομέα, οι μεταβολές των μεγεθών είναι παράλληλες: ακολουθούν την ίδια αυξητική τάση. Στην περίοδο 1971-1977 μετά από μια φάση σταθεροποίησης σε ψηλά επίπεδα ακολουθούν την ίδια πτωτική τάση, μ «διεύρυνση των διαφορών τους. Αλλά το 1977 εμφανίζεται ως το κατ' εξοχήν σημείο τομής της διαδικασίας αύξησης του βάρους του υποκλάδου των ενεργειακών ορυκτών στο συνολικό απόθεμα στη διάρκεια της περιόδου 1977-1984 οι επενδύσεις των δύο τομέων εμφανίζουν αποκλίνουσα πορεία. Οι καθαρές επενδύσεις μετά από αφαίρεση του μεριδίου των λιγνιτωρυχείων γίνονται από τις αρχές της δεκαετίας του '80 αρνητικές, φτάνουν δηλαδή σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Εάν αντίθετα ληφθούν υπ' όψη και οι επενδύσεις στα λιγνιτωρυχεία, το πετρέλαιο και την έρευνα, τότε το εν λόγω μέγεθος φτάνει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Ένα άλλο μέγεθος με το οποίο είναι δυνατό να περιοδολογηθεί η διαδικασία που εξετάζουμε είναι ο ρυθμός της κεφαλαιακής συσσώρευσης που ορίζεται ως ο λόγος: (καθαρές επενδύσεις έτους t κεφαλαιακό απόθεμα στην αρχή του έτους t). Όπως φαίνεται στο διάγραμμα 5, ο ρυθμός της κεφαλαιακής συσσώρευσης παραμένει σχεδόν αμετάβλητος μετά την αφαίρεση των επενδύσεων στα ενεργειακά και την έρευνα, για όλη την περίοδο πριν το 1977 (με εξαίρεση τα έτη 1963 και 1967). Η απόκλιση μεταξύ των δύο χρονοσειρών Χ3 και Χ2 μετά από το έτος αυτό είναι εμφανής. Σχετικά με τις φάσεις εξέλιξης του κεφαλαιακού αποθέματος παρατηρούνται τα παρακάτω: α. Όπως φαίνεται στα διαγράμματα 2,3 και 5, τα μεγέθη της επένδυσης ακολουθούν τρεις διακριτές κινήσεις. Μία πτωτική τάση της περιόδου 1949-1962 3, μία φάση ανόδου και σταθεροποίησης σε υψηλά επίπεδα 1962/3-1974, και μία πτωτική τάση 1975-1984 (εφόσον αφαιρεθούν ο ενεργειακός και ερευνητικός τομέας). β. Η κυκλική κίνηση της οικονομίας - τόσο της διεθνούς όσο και της ελληνικής - αποτυπώνεται με σαφήνεια στην εξέλιξη των επενδύσεων και του ρυθμού συσσώρευσης. Διακρίνονται ευκρινώς στις σχετικές χρονοσειρές οι επιπτώσεις των υφέσεων του 1962 63,1967,1971,1975,1980/2, καθώς και οι περίοδοι ανάκαμψης. 6.2. Στατιστική ανάλυση Με βάση τις παραδοχές που έγιναν για τις τυχαίες μεταβλητές του μοντέλου προσδιορίστηκαν για κάθε χρονιά και για όλα τα μεγέθη στατιστικές κατανομές. Οι υπολογισμοί έγιναν 30 φορές, και με τη βοήθεια του πακέτου Statgraphics ελέγχθηκε η υπόθεση ότι πρόκειται για κανονικές κατανομές. Διαπιστώθηκε ότι η υπόθεση αυτή γίνεται δεκτή σε επίπεδο εμπιστοσύνης 95%. Με βάση αυτό το δεδομένο - δηλαδή ότι οι κατανομές είναι κανονικές - προσδιορίστηκαν διαστήματα εμπιστοσύνης. Η πιο σημαντική διαπίστωση από την ανάλυση αυτή είναι ότι η τυπική απόκλιση είναι σχετικά μικρή και ότι κατά συνέπεια και τα διαστήματα εμπιστοσύνης έχουν Σελίδα 7 / 12

μικρό πλάτος. Σαν παράδειγμα δίνονται στον πίνακα 4 τα διαστήματα εμπιστοσύνης με ρ=95% για το συνολικό κεφαλαιακό απόθεμα του κλάδου. Βέβαια το γεγονός ότι τα διαστήματα εμπιστοσύνης είναι μικρού πλάτους ενισχύει την αξιοπιστία των σημειακών εκτιμήσεων, αφού η γενική μορφή των χρονοσειρών παραμένει αμετάβλητη. 6.3. Σύγκριση με το ρυθμό συσσώρευσης της μεταποίησης Στο διάγραμμα 6 φαίνονται οι ρυθμοί συσσώρευσης κεφαλαίου στη μεταποίηση και στον κλάδο των ορυχείων (μετά από αφαίρεση των επενδύσεων των λιγνιτωρυχείων, του πετρελαίου και της έρευνας). Τα διαθέσιμα στοιχεία για το κεφαλαιακό απόθεμα της μεταποίησης (OECD 1987) είναι των ετών 1960-1984, και έτσι η σύγκριση αναγκαστικά περιορίζεται σε αυτή την περίοδο. Όπως φαίνεται στο παραπάνω διάγραμμα, οι κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας αποτυπώνονται στους ρυθμούς συσσώρευσης της μεταποίησης ακριβώς όπως και στους αντίστοιχους ρυθμούς των ορυχείων: οι υφέσεις των ετών 1963, 1967, 1971, 1975, 1980 82, είναι εμφανείς στη μορφή των σχετικών χρονοσειρών. Επίσης, η κεφαλαιακή συσσώρευση της μεταποίησης είναι φανερό ότι έχει και αυτή δύο διακριτές φάσεις - που συμπίπτουν με αυτές της συσσώρευσης στον κλάδο των ορυχείων: μία ανοδική 1960-1974, και μία πτωτική 1975-1984. Αξιοσημείωτο είναι ότι η ανάκαμψη 1975-1979 δεν επανέφερε τους ρυθμούς στα προηγούμενα επίπεδα τους. Επομένως, η μορφή των χρονοσειρών της μεταποίησης και των ορυχείων είναι η ίδια, και η μοναδική διαφοροποίηση που παρατηρείται μεταξύ τους είναι καθαρά ποσοτικής η συσσώρευση κεφαλαίου πραγματοποιείται ταχύτερα στη μεταποίηση στη διάρκεια της δεκαετίας του '60, και μετά το 1975, ενώ το αντίστροφο ισχύει για την ενδιάμεση περίοδο. Είναι επίσης έκδηλη η μεγαλύτερη ευαισθησία της συσσώρευσης του κλάδου των ορυχείων στους βιομηχανικούς κύκλους που χαρακτηρίζουν τις χώρες του ΟΟΣΑ. 6.4. Η ένταση κεφαλαίου και η υποκατάσταση εργασίας από κεφάλαιο στην ελληνική εξορυκτική βιομηχανία. Σύγκριση με τη μεταποίηση. Η ένταση παγίου κεφαλαίου ορίζεται ως ο λόγος k = (απόθεμα παγίου κεφαλαίου αριθμός απασχολουμένων) και πολύ συχνά οι ποσοστιαίες μεταβολές αυτού του λόγου εκλαμβάνονται ως ένα μέτρο του ρυθμού εκμηχάνισης. Αυτός ο ρυθμός μετράται ακριβέστερα από τις μεταβολές του λόγου θ=(απόθεμα ενεργού παγίου κεφαλαίου ώρα εργασίας) όπου ως ενεργό κεφάλαιο νοείται το σύνολο του κεφαλαιακού αποθέματος μειωμένο κατά το ποσοστό του αργούντος παραγωγικού δυναμικού. Κατά συνέπεια το k δεν παίρνει υπόψη του δύο βασικούς παράγοντες: το βαθμό απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού, και τη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου (αριθμός ωρών εργασίας ανά απασχολούμενο Σελίδα 8 / 12

και ανά έτος) - παράγοντες που όπως είναι γνωστό μεταβάλλονται σημαντικά ανάλογα με την οικονομική ή ακόμη και την πολιτική συγκυρία. Όμως τα στοιχεία που υπάρχουν ακριβώς πάνω σ' αυτούς τους δύο παράγοντες είναι ανεπαρκή και οι όποιοι υπολογισμοί θα απαιτούσαν μια σειρά παραδοχές και μια ιδιαίτερη μελέτη. Το άρθρο αυτό δεν επεκτείνεται σε μια τέτοια μελέτη.αλλά επιχειρεί μια σύγκριση του δείκτη k των ορυχείων με το αντίστοιχο μέγεθος της ελληνικής μεταποίησης - σύγκριση που αναιρεί έστω εν μέρει την ατέλεια του δείκτη k, αφού εμπεριέχει την παραδοχή ότι τόσο οι ετήσιες μεταβολές στη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου όσο και οι ετήσιες μεταβολές του βαθμού απασχόλησης του παραγωγικού δυναμικού στη μεταποίηση δεν ήταν σημαντικά διαφορετικές από τις αντίστοιχες των ορυχείων. Δημιουργείται δηλαδή με αυτόν τον τρόπο ένα κλάσμα του οποίου ο παρονομαστής και ο αριθμητής περιέχουν το ίδιο περίπου σφάλμα: λ = (k ορυχείων/k μεταποίησης)? (θ ορυχείων / θ μεταποίησης) Για το k της μεταποίησης έχουν χρησιμοποιηθεί στοιχεία της Επιλογής (1988) που καλύπτουν την περίοδο 1970-1984. Όπως προκύπτει από τον πίνακα 5, μετά το 1970 και ιδιαίτερα από το 1976, η ένταση κεφαλαίου στα ορυχεία αυξήθηκε γρηγορότερα απ' ότι στη μεταποίηση. Αυτό οφείλεται προφανώς στις επενδύσεις στα λιγνιτωρυχεία και στο πετρέλαιο που χαρακτηρίζονται από υψηλή ένταση κεφαλαίου και έχουν επιπλέον αυξήσει κατά πολύ το βάρος τους στον κλάδο παρασύροντας έτσι το μέσο όρο προς τα πάνω. Στο διάγραμμα 7 φαίνεται ότι μετά από αφαίρεση των λιγνιτωρυχείων, του πετρελαίου και της έρευνας, ο αντίστοιχος λόγος λ είναι σαφώς μικρότερος και επιπλέον φθίνει. 6.5. Οι ιστορικές περίοδοι κεφαλαιακής συσσώρευσης Η συσσώρευση κεφαλαίου στον κλάδο των ορυχείων στη μεταπολεμική Ελλάδα πραγματοποιείται στα πλαίσια μιας διαδικασίας κάλυψης του «αναπτυξιακού χάσματος» ως προς τις ηγεμονικές χώρες του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Διαδικασία που παίρνει τη μορφή «αναπτυξιακού άλματος» κατά τη διάρκεια των δεκαετιών '60 και '70 (Κιντής 1982). Οι ομοιότητες που διαπιστώσαμε στους ρυθμούς συσσώρευσης ανάμεσα στον κλάδο των ορυχείων και τη μεταποίηση, υποβάλουν την ιδέα ότι η κεφαλαιακή συσσώρευση στην ελληνική εξορυκτική βιομηχανία καθορίστηκε βασικά από τους ίδιους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς όρους με τη ελληνική οικονομία συνολικά. Η πρώτη μεταπολεμική περίοδος 1950-1962 3 στην Ελλάδα είναι η φάση της «οικονομικής ανάπτυξης» υπό την αιγίδα του Κράτους, της σταθεροποίησης του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων, της συνεχούς αυξητικής πίεσης του διεθνούς ανταγωνισμού πάνω στο ελληνικό κεφάλαιο, και της έντασης της κρατικής παρέμβασης στους τομείς της φορολογίας, των επενδύσεων και της πιστωτικής πολιτικής. Είναι η φάση κατά την οποία ο κρατικός τομέας προετοιμάζει το έδαφος για την εντατική αξιοποίηση του ιδιωτικού κεφαλαίου στην περίοδο 1962/3-1974 (Καπετανάκη 1985). Οι κρατικές επενδύσεις της περιόδου 1950-1962 3 γίνονται κυρίως στην υποδομή και τον τομέα της ενέργειας. Είναι ακριβώς αυτή την εποχή που γίνονται οι μεγάλες επενδύσεις στα λιγνιτωρυχεία της ΔΕΗ και των οποίων την επίδραση πάνω σε όλα τα μεγέθη που εξετάσαμε διακρίνουμε στα σχετικά διαγράμματα. Η επενδυτική δραστηριότητα των ορυχείων συγκεντρώνεται λοιπόν κατά την περίοδο αυτή, κυρίως στον κρατικό τομέα της ενέργειας σαν αποτέλεσμα των τότε γενικών συνθηκών συσσώρευσης κεφαλαίου. Στις αρχές της δεκαετίας του '60 αλλάζει η κατάσταση στις αγορές των πρώτων υλών και η μακροπρόθεσμη Σελίδα 9 / 12

τάση των τιμών εισέρχεται σε μία φάση ανόδου η οποία διαρκεί περίπου μέχρι το 1980: μετατρέπονται έτσι σε διεθνή κλίμακα οι όροι αξιοποίησης του κεφαλαίου που επενδύεται στην παραγωγή ορυκτών πρώτων υλών. Εκτός όμως από αυτή την πολύ σημαντική αλλαγή, εκείνη την εποχή, το 1963-64, η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε μία φάση υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης και ευνοϊκών συνθηκών αξιοποίησης κεφαλαίου με σημαντική αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος με ενίσχυση του βάρους των κλάδων της βαριάς βιομηχανίας, χαμηλούς ρυθμούς πληθωρισμού, μείωσης της απόστασης των μεγεθών της ελληνικής βιομηχανίας από τα αντίστοιχα της ΕΟΚ (Μηλιός 1988). Κύριος φορέας της συσσώρευσης σ' αυτή τη δεύτερη φάση 1963 641974 είναι το ιδιωτικό και ιδιαίτερα το «ξένο» κεφάλαιο το οποίο προσελκύεται από τις εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες αξιοποίησης κεφαλαίου στην ελληνική βιομηχανία και λειτουργεί ως «εθνικό», αναπτυξιακό και παραγωγικό κεφάλαιο με μια και μόνο λέξη ως κεφάλαιο (Μαύρης θ Τσεκούρας 1983). Στη διάρκεια αυτής της φάσης σημειώνεται μια μεγάλη αύξηση του κεφαλαιακού αποθέματος του κλάδου των ορυχείων. Ενώ το 1963 ήταν 20500 εκ. δρχ., το 1974 είχε φτάσει τα 80500 εκ. δρχ. - είχε δηλαδή τετραπλασιαστεί. Παρά το γεγονός ότι κατά την περίοδο 1962/63-1974 η παρουσία του ιδιωτικού τομέα είναι έντονη και καθοριστικής σημασίας (αφού είναι ο δικός του δυναμισμός που παρασύρει ολόκληρη την ελληνική οικονομία στην τροχιά της ταχύρρυθμης οικονομικής μεγέθυνσης) στην περίπτωση των ορυχείων δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία της συμβολής των επενδύσεων των λιγνιτωρυχείων και της έρευνας στη διαμόρφωση του κεφαλαιακού αποθέματος: εάν δεν είχαν γίνει οι επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς μετά το 1960, το κεφαλαιακό απόθεμα το 1974 δεν θα είχε αυξηθεί τέσσερις αλλά μόνο δυόμισι φορές. Το 1974 εγκαινιάζει μία καινούργια περίοδο, τόσο για το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο όσο και για το κεφάλαιο του κλάδου των ορυχείων: οι όροι αξιοποίησης του γίνονται δυσμενέστεροι στα τέλη της δεκαετίας του '60 και επιφέρουν μία κρίση κερδοφορίας που εκδηλώνεται με ανοιχτό πλέον τρόπο το 1974 όταν αυξάνονται δραστικά, για πρώτη φορά, οι τιμές του πετρελαίου. Η κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου στις ηγεμονικές χώρες του διεθνούς οικονομικού συστήματος, όπως και στην Ελλάδα (Μηλιός - Ιωακειμογλου 1987), οφείλεται στο ότι το κεφαλαιακό απόθεμα αυξάνεται γρηγορότερα από το προϊόν που αυτό το ίδιο απόθεμα παράγει, καθώς και στο ότι το μερίδιο των μισθών στο προϊόν δεν μειώνεται. Η συνδυασμένη δράση αυτών των δύο παραγόντων απολήγει σε πτώση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου και των επενδύσεων. Οι επιπτώσεις της κρίσης είναι εμφανείς τόσο στο απόλυτο μέγεθος των επενδύσεων όσο και στο ρυθμό συσσώρευσης κεφαλαίου στα ορυχεία της Ελλάδας - με την προϋπόθεση πάντα ότι αφαιρούμε τη συμβολή των λιγνιτωρυχείων, του πετρελαίου και της έρευνας. Όμως η ίδια ή περίοδος 19741984, διαιρείται σε δύο διακριτές περιόδους, τόσο σε ό,τι αφορά τη διεθνή όσο και την ελληνική οικονομία. Σε διεθνές επίπεδο, η πρώτη περίοδος 1974 1979 χαρακτηρίζεται από μία διαχείριση της κρίσης που διατηρεί τις τιμές των πρώτων υλών σε αρκετά υψηλά επίπεδα, ενώ η ελληνική οικονομία παρά τη γρήγορη επιδείνωση των συνθηκών αξιοποίησης του κεφαλαίου καταφέρνει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70 να αμβλύνει βραχυπρόθεσμα τις επιπτώσεις της κρίσης. Η δεύτερη περίοδος 1980-84 (Ιωακείμογλου 1988) αντίθετα κυριαρχείται από το πρόβλημα του «πλεονάζοντος» παραγωγικού δυναμικού του μεταλλευτικού τομέα. Έτσι, η τάση των τιμών των μετάλλων στη διάρκεια της δεκαετίας του '80 είναι πτωτική ή σταθερή, και η μεταλλευτική παραγωγή οδηγείται, μέσα από την ένταση του ανταγωνισμού, στην τεχνολογική αναδιάρθρωση με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, καθώς και στο μετασχηματισμό των εργασιακών σχέσεων. Αλλά και σε ό,τι αφορά την ελληνική οικονομία, από το 1980 περιέρχεται σε κατάσταση ύφεσης, στασιμότητας, και κρίσης του τρόπου ένταξης της στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου οι καθαρές επενδύσεις της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας - μετά από αφαίρεση του ενεργειακού τομέα και της έρευνας - μηδενίζονται και γίνονται αρνητικές. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τους ρυθμούς συσσώρευσης. Τελικά η εικόνα αντιστρέφεται τελείως αν πάρουμε υπόψη μας το σύνολο του κλάδους μέσα σε συνθήκες αποεπένδυσης για το τμήμα εκείνο του κλάδου που υπακούει αποκλειστικά στη λογική της αγοράς, οι επενδύσεις στο πετρέλαιο, το λιγνίτη και την έρευνα, κατορθώνουν να οδηγήσουν σε αύξηση του κεφαλαιακού αποθέματος του κλάδου. Κάτι ανάλογο σε μικρότερη κλίμακα διαπιστώνουμε στις υφέσεις του 1963 και του 1967 όταν οι επενδύσεις και ο ρυθμός συσσώρευσης στον ιδιωτικό τομέα παρουσιάζουν μεγάλη μείωση. Η συμβολή του ενεργειακού τομέα στην κεφαλαιακή συσσώρευση μετά το 1975 δεν περιορίζεται μόνο στην αύξηση του κεφαλαιακού αποθέματος του κλάδου χάρη στις επενδύσεις στο πετρέλαιο, τα λιγνιτωρυχεία και την έρευνα, αλλά συνοδεύεται και από Σελίδα 10 / 12

μια μεταβολή στην ποιότητα αυτού του αποθέματος με την αύξηση της έντασης κεφαλαίου. Αντίθετα, ο υπόλοιπος τομέας όχι μόνο χαρακτηρίζεται από αποεπένδυση αλλά επιπλέον και ο εκσυγχρονισμός του παρουσιάζει εντεινόμενη υστέρηση ως προς τη μεταποίηση (διάγραμμα 7). Αυτές οι διαφορές θα πρέπει να ερμηνευτούν αφενός με τη διαφορετική λογική που χαρακτηρίζει τις επενδύσεις στα λιγνιτωρυχεία και την έρευνα (κρατική λογική της αναπαραγωγής του συνολικού κεφαλαίου που προωθεί τη συσσώρευση κεφαλαίου πολύ συχνά «ενάντια στο ρεύμα» δηλαδή ακριβώς τη στιγμή που οι επενδύσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου επιβραδύνονται ή και μειώνονται) και αφετέρου με τη φύση της εργασιακής διαδικασίας στους υποκλάδους των ενεργειακών πρώτων υλών - ιδιαίτερα του πετρελαίου - φύση που επιτρέπει την ταχύτερη απ' ότι στο σύνολο του κλάδου αύξηση της έντασης κεφαλαίου. Διαγράμματα και πίνακες Σελίδα 11 / 12

Βιβλιογραφία Billaudot B., 1984, Economie Descriptive, Dunod Επιλογή, 1988, Το πραγματικό κεφάλαιο της μεταποιήσεως, Φεβρουάριος ΕΣΥΕ, 1960 έως 1984, Ετήσια Στατιστική Έρευνα Ορυχείων (Μεταλλείων - Λατομείων - Αλυκών) Ιωακείμογλου Η., 1988, Η οικονομική συγκυρία και οι τιμές των μετάλλων 1980-1988, Μεταλλειολογικά και Μεταλλουργικά Χρονικά (υπό έκδοση) Καπετανάκη Κ., 1985, Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η περίπτωση των διυλιστηρίων. Παπαζήσης Κιντής Α., 1982, Η ανάπτυξη της Ελληνικής Βιομηχανίας, Παπαζήσης Μαύρης Γ. - Θ. Τσεκούρας θ., 1983, Το ξένο κεφάλαιο και η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, Θέσεις 2 Μηλιός Γ., 1988, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός. Εξάντας. Μηλιός Γ.- Η. Ιωακείμογλου Η., 1987, Δείκτες της κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα (1958-1985). θέσεις 19 OECD, 1987, Flux et stocks de capital ixe 1960-1985 Σελίδα 12 / 12