ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ ΜΕΤΡΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Γενικές παρατηρήσεις Το παρόν πολυνοµοσχέδιο εντάσσεται στα πλαίσια υλοποίησης της νέο-φιλελεύθερης µνηµονιακής στρατηγικής για µια βάρβαρη απορρύθµιση των εργασιακών σχέσεων µε πρόσχηµα την οικονοµική ύφεση. Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ µε το τελευταίο σχέδιο νόµου επιτίθεται στην καρδιά των κοινωνικών δικαιωµάτων και διαψεύδει κάθε αυταπάτη αναφορικά µε την επίσηµη διαβεβαίωση ότι τα όρια αποδόµησης της εργατικής νοµοθεσίας εξαντλήθηκαν µε τις µεταρρυθµίσεις που εισήχθησαν µέχρι το καλοκαίρι. Είναι πλέον προφανές ότι οι ανατροπές στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώµατα δεν θα έχουν τέλος. Αντίθετα, οι εργαζόµενοι της χώρας είναι πλέον πεπεισµένοι ότι στο αµέσως επόµενο διάστηµα και σε τακτά χρονικά διαστήµατα θα είναι αναγκασµένοι να αντιµετωπίζουν την κατάργηση συλλογικών και ατοµικών εργατικών κατακτήσεων, ακόµη και των πλέον θεµελιωδών, µε µεθοδεύσεις και νοµοθετήµατα τα οποία θα βρίσκονται στα όρια της (συνταγµατικής) νοµιµότητας, ως προς το πνεύµα, το γράµµα, αλλά και την διαδικασία υιοθέτησής τους. Η λήψη των νέων µέτρων ειδικά σε ό,τι αφορά στα εργασιακά ζητήµατα (Κεφάλαιο του σχεδίου Νόµου), πραγµατοποιείται «µε σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονοµίας και την βελτίωση του ρυθµού ανάπτυξής της». Μια τέτοια δικαιολόγηση της µετατροπής της αγοράς εργασίας σε κόλαση εργοδοτικής αυθαιρεσίας και µισθωτής σκλαβιάς αναδεικνύει δύο βασικές παραµέτρους της κυβερνητικής πολιτικής. Κατά πρώτον, καµία κοινωνική ευαισθησία δεν πρόκειται να ανακόψει την ικανοποίηση των επί δεκαετίες αδηφάγων απαιτήσεων των πολιτικών και οικονοµικών ελίτ της χώρας, οι οποίες αξιοποιώντας την οικονοµική συγκυρία και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας διαµορφώνουν ένα νέο βάρβαρο εργασιακό περιβάλλον για τις επόµενες δεκαετίες. 1
Δεύτερον, είναι αποδεδειγµένο µε πλήθος σχετικών οικονοµικών αναλύσεων ότι οι προσπάθειες περαιτέρω µείωσης του εργασιακού κόστους, συρρίκνωσης του εργατικού εισοδήµατος -ειδικά στον ιδιωτικό τοµέα- και πλήρους ανατροπής της εργατικής νοµοθεσίας για το σύνολο των µισθωτών, όχι µόνο δεν ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας, αλλά την βυθίζουν οριστικά σε µεγαλύτερη ύφεση. Επειδή η αυτονόητη αυτή διαπίστωση είναι γνωστό ότι γίνεται απολύτως κατανοητή στα κυβερνητικά κλιµάκια, δεν είναι πλέον εφικτό να παραπλανούν µε ευκολία σχετικά µε την βασική τους επιδίωξη. Με µεθοδικό και άρτια οργανωµένο επικοινωνιακά τρόπο, οι κυβερνητικοί αξιωµατούχοι της τρόικας και των οικονοµικών κατακτητών της χώρας, εγκαθιδρύουν µε γοργούς ρυθµούς ένα νέο εργασιακό πρότυπο πλήρως απαλλαγµένο από τα «βαρίδια» της κανονικής/τυπικής εργασιακής σχέσης, την οποία κατέκτησαν οι εργαζόµενοι µε αγώνες και θυσίες και απολάµβαναν για πολλές δεκαετίες µετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο. Το νέο εργασιακό µοντέλο υλοποιεί τον µακροχρόνιο σχεδιασµό για µια ευελιξία µε κοινωνική και εργασιακή ανασφάλεια και θεµελιώνεται σε συγκεκριµένους βασικούς άξονες: την διάβρωση της έννοιας αλλά και του περιεχοµένου των κατοχυρωµένων κατωτάτων ορίων των αποδοχών σε εθνικό και κλαδικό/οµοιο-επαγγελµατικό επίπεδο, την πλήρη απελευθέρωση της απόλυσης σε οικονοµικό και διοικητικό-νοµικό επίπεδο, την ουσιαστική κατάργηση του στοιχείου της µόνιµης εργασιακής σχέσης στον ευρύτερο αλλά και στον στενό δηµόσιο τοµέα, την ελεύθερη -και όχι την κατ εξαίρεση και επαρκώς αιτιολογηµένη- επιλογή οποιασδήποτε από τις ευέλικτες µορφές απασχόλησης (µερική ή εκ περιτροπής εργασία, σύµβαση πρώτης απασχόλησης, διαθεσιµότητα, ψευδοαυτοαπασχόληση, σύµβαση ορισµένου χρόνου, stage) χωρίς καµία εξασφάλιση ενός ελάχιστου ορίου, όχι αξιοπρεπούς διαβίωσης, αλλά επιβίωσης, 2
την εγκατάλειψη των ανέργων και των εργαζόµενων φτωχών στην οικογενειακή φροντίδα και υποστήριξη και τον εγκλωβισµό τους σε προγράµµατα κατάρτισης και επανένταξης, δηλαδή σε απασχόληση φτηνού εργασιακού κόστους βραχείας διάρκειας µέσα από µηχανισµούς κατ ουσία αυτοχρηµατοδότησης της εργασίας τους, την αποδυνάµωση της προοπτικής της συλλογικής οργάνωσης και εκπροσώπησης των εργαζοµένων από τα συνδικάτα µέσα από την θεσµική ενίσχυση της ατοµικής διαπραγµάτευσης και την απορρύθµιση του καθεστώτος των συλλογικών διαπραγµατεύσεων. Για όλους αυτούς τους λόγους οι διατάξεις του εν λόγω σχεδίου νόµου θα πρέπει να αναγνωστούν σε συνάρτηση αφενός, των πρόσφατων αντεργατικών ρυθµίσεων στο διάστηµα των τελευταίων 12 µηνών (νόµοι 3833, 3845, 3844, 3846, 3863, 3871) και αφετέρου, των αντίστοιχων διατάξεων απορρύθµισης της εργατικής νοµοθεσίας που εισήγαγαν εναλλάξ οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ από την δεκαετία του 1990. Παράλληλα, η συγκεκριµένη νοµοθετική πρωτοβουλία δεν αποτελεί παρά ένα ακόµα βήµα, σίγουρα όχι το τελευταίο, στην κατεύθυνση της εδραίωσης ενός καινοτόµου προτύπου εργαζοµένου ο οποίος θα είναι ηµι-απασχολούµενος, υπο-αµειβόµενος, προσωρινά εργαζόµενος, αποµονωµένος, ασυνδικάλιστος και όµηρος της εργοδοτικής πλευράς µε ελάχιστες εάν όχι µηδενικές προοπτικές (αξιοπρεπούς) συνταξιοδότησης στο τέλος ενός µαρτυρικού επαγγελµατικού βίου. Κατ άρθρον σχολιασµός Οι διατάξεις που αφορούν στα εργασιακά δικαιώµατα είναι έξη και ισχύουν από την δηµοσίευση του νόµου. Άρθρο 2: Αναπροσαρµογή αποδοχών εργαζοµένων σε δηµόσιες επιχειρήσεις και ν.π.ι.δ. που υπάγονται στην γενική διακυβέρνηση 3
Με το άρθρο αυτό, µε το οποίο προστίθενται 6 νέες παράγραφοι στο άρθρο τρίτο του νόµου 3845/2010 (µνηµόνιο), εισάγονται ρυθµίσεις στην κατεύθυνση της συρρίκνωσης των εργατικών εισοδηµάτων. Ειδικότερα: α) τίθεται µηνιαίο ανώτατο όριο αποδοχών 4.000 ευρώ σε φορείς που υπάγονται στον νόµο 3429/2005 (ΔΕΚΟ), β) µειώνονται περαιτέρω από 1 ης / 1/2011 οι πάσης φύσεως αποδοχές και επιδόµατα των εργαζοµένων στις επιχειρήσεις που υπάγονται στο πρώτο κεφάλαιο του νόµου 3429/2005 κατά 10% (µε εξαίρεση το οικογενειακό και το ανθυγιεινό επίδοµα) για τις περιπτώσεις συνολικών µηνιαίων αποδοχών άνω των 1.800 ευρώ και µέχρι αυτό το όριο, υπό τον επιπλέον όρο ότι το σύνολο των περικοπών δεν ξεπερνά το 25% του συνόλου των µηνιαίων αποδοχών του εργαζόµενου. γ) περιορίζονται στο 10% του συνόλου των ετήσιων πάσης φύσεως αποδοχών και επιδοµάτων (όπως θα έχουν διαµορφωθεί µετά τις µειώσεις που προηγήθηκαν) το ποσό που αντιστοιχεί ειδικότερα σε υπερωρία, υπερεργασία, εργασία κατά την διάρκεια κυριακάτικης ή άλλης αργίας, έξοδα µετακίνησης ή εκτός έδρας και οδοιπορικά. Με τον τρόπο αυτό και στον βαθµό που δεν τίθεται και αντίστοιχο ανώτατο όριο στην πραγµατοποίηση υπερωριών ή εκτός έδρας εργασίας η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην περαιτέρω έµµεση συρρίκνωση του εργασιακού κόστους. δ) επαναλαµβάνεται µετ επιτάσεως η κλασσική πλέον ρύθµιση της ουσιαστικής κατάργησης των ελεύθερων συλλογικών διαπραγµατεύσεων (όπως ακριβώς και στους νόµους 3833 κα 3845) µε την διευκρίνηση ότι οι εν λόγω περικοπές κατισχύουν οποιασδήποτε άλλης διάταξης ή ρήτρας στα πλαίσια οιασδήποτε συλλογικής ρύθµισης των όρων εργασίας. ε) όσοι πρόκειται να µεταταχθούν αλλά και όσοι έχουν ήδη µεταταχθεί από 1/1/2010 από οποιονδήποτε φορέα του δηµοσίου σε άλλον φορέα του δηµοσίου µε οποιαδήποτε εργασιακή σχέση, δικαιούνται το σύνολο των αποδοχών που προβλέπεται για την θέση την οποία καταλαµβάνουν χωρίς να διατηρούν δικαίωµα σε τυχόν διαφορά από αποδοχές που ελάµβαναν πριν την µετάταξη ή την µεταφορά. 4
Άρθρο 3: Εισοδηµατική πολιτική έτους 2011 και ρυθµίσεις για τον περιορισµό των προσλήψεων στους κρατικούς φορείς Με το άρθρο αυτό επεκτείνεται και στο 2011 η εισοδηµατική πολιτική των µηδενικών αυξήσεων του Ν. 3833 για το 2010 στους εργαζόµενους στο Δηµόσιο, τα ΝΠΔΔ τους ΟΤΑ και τα ΝΠΙΔ που ανήκουν σε ΟΤΑ-ΟΚΑ ή επιχορηγούνται τακτικά από τον προϋπολογισµό καθώς και σε επιχειρήσεις του Ν. 3429/2005 (ΔΕΚΟ). Επίσης, επεκτείνονται οι κυρώσεις για τα µέλη των διοικήσεων των φορέων που δεν εφαρµόζουν το πάγωµα των αποδοχών µε τη θέσπιση σπουδαίου λόγου για την καταγγελία της σύµβασης του διευθύνοντος συµβούλου µε τον φορέα (αζηµίως) και µε την λήξη της θητείας όλων των µελών του Δ.Σ. του φορέα. Επιπλέον, καταργούνται όλες οι εξαιρέσεις από τον κανόνα 1 προς 5 για τις προσλήψεις στον δηµόσιο τοµέα για τα έτη 2011 έως 2013 (το εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των βαθµίδων εκπαίδευσης, τα Σώµατα Ασφαλείας, το Λιµενικό Σώµα, το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του τοµέα υγείας, οι µετακλητοί υπάλληλοι, το µη πολιτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάµεων, οι προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού νέων νοσηλευτικών µονάδων, οι επιτυχόντες του Α.Σ.Ε.Π.) και προβλέπεται ότι στον κανόνα 1 προς 5 λαµβάνονται υπόψη για τον στενό δηµόσιο τοµέα και µεταφορές ή εντάξεις προσωπικού ιδιωτικού δικαίου από αρκετούς φορείς του ευρύτερου δηµόσιου φορέα (νόµος 2190/1994 περιπτώσεις στ έως θ). Τέλος, θεσπίζεται περιορισµός κατά 15% στις προσλήψεις προσωπικού µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισµένου χρόνου και στις συµβάσεις µίσθωση έργου για το 2011 σε σχέση µε τις αντίστοιχες εγκρίσεις του 2010, οι οποίες ήταν κατά 30% περιορισµένες σε σχέση µε τις αντίστοιχες του 2009. Άρθρο 12: Αναπροσαρµογή αποδοχών στην ΑΤΕ και τις εταιρείες του Οµίλου της Μειώνονται από 1/1/2011 κατά 10% οι µηνιαίες αποδοχές που υπερβαίνουν τα 1.800 ευρώ των εργαζοµένων της ΑΤΕ και των εταιρειών του οµίλου της, καταργείται το επίδοµα περιποίησης πελατών, ενώ διατηρείται το επίδοµα ενίσχυσης χαµηλόµισθων υπό τον όρο ότι οι συνολικές µηνιαίες αποδοχές δεν υπερβαίνουν τα 1.500 ευρώ. 5
Άρθρο 13: Πρόσληψη από το ΙΚΑ επιτυχόντων διαγωνισµού του ΑΣΕΠ της ΑΤΕ Όσοι από τους επιτυχόντες στον διαγωνισµό του ΑΣΕΠ της ΑΤΕ των ετών 2009 και 2010 δεν έχουν διοριστεί στον φορέα έχουν την δυνατότητα πρόσληψης µε σειρά προτεραιότητας στο ΙΚΑ µέχρι το τέλος του 2011 κατόπιν σχετικής αίτησης τους εντός µηνός από την δηµοσίευση του νόµου. Ο προγραµµατισµός εκατοντάδων ανθρώπων τινάζεται στον αέρα δεδοµένου ότι θα τοποθετηθούν σε φορέα διαφορετικό από αυτόν που είχαν επιλέξει ενδεχοµένως σε κατάστηµα εντός ή και εκτός του Νοµού ή ακόµη και οπουδήποτε αλλά κατά την ελεύθερη εκτίµηση του ΙΚΑ. Σηµειωτέον ότι οι αποδοχές τους θα είναι αυτές που προβλέπονται για την θέση που θα καταλάβουν στο ΙΚΑ, ενώ εκτός από την παραβίαση της αρχής της ίσης µεταχείρισης σε σχέση µε όσους επιτυχόντες έχουν ήδη προσληφθεί από την ΑΤΕ, δεν µπορούν να διεκδικήσουν δικαστικά στην πραγµατικότητα την ολοκλήρωση της διαδικασίας τοποθέτησής τους στον φορέα στον οποίο δικαιούνται να τοποθετηθούν. Υπενθυµίζεται ότι για όλους ανεξαιρέτως τους επιτυχόντες ΑΣΕΠ έως 31/12/2010 ο Νόµος 3833 προβλέπει προοδευτική πρόσληψη από το δεύτερο εξάµηνο του 2010 µέχρι 31/12/2012 ή µέχρι 31/12/2013 (εφόσον οι εγκριτικοί πίνακες εκδόθηκαν µετά την 1/1/2010). Άρθρο 14: Ειδική Επιχειρησιακή Συλλογική Σύµβαση Εργασίας Με το άρθρο αυτό εισάγεται µια νέου τύπου Ειδική επιχειρησιακή σύµβαση εργασίας (εεσσε) µε την οποία ακόµα και σε επιχειρήσεις που απασχολούν κάτω από 50 άτοµα δύναται να συνοµολογηθούν αποδοχές και όροι εργασίας οι οποίοι αποκλίνουν από όσα ισχύουν στις κλαδικές συµβάσεις εργασίας στο όριο των οριζοµένων στην εγσσε (740 ευρώ µηνιαίος µισθός µεικτά). Μάλιστα οι συµβάσεις αυτές υπερισχύουν χωρίς περιορισµούς (αρχή ευνοϊκότερης ρύθµισης κλπ) και έχουν ετήσια κατ αρχήνδιάρκεια. Εκτός από εξασφάλιση στους εργοδότες αµοιβών στα όρια της πείνας (740 ευρώ) επιχειρείται ένα ακόµη πλήγµα στις κλαδικές συλλογικές συµβάσεις για τις οποίες η διατήρηση της δυνατότητας επέκτασής τους µε υπουργική απόφαση καθίσταται 6
πρακτικά άνευ αντικειµένου. Άλλωστε στις εεσσε δεν εφαρµόζονται οι τυχόν επεκταθείσες κλαδικές συλλογικές συµβάσεις. Και αυτό γιατί οι διατάξεις του άρθρου αυτού σε συνδυασµό µε όσα προβλέπονται αφενός, στο επόµενο άρθρο (µονοµερής εργοδοτική προσφυγή στον ΟΜΕΔ) και αφετέρου στον Νόµο 3871/2010 (µηδενικές αυξήσεις για 2010, 1,7% για 2011 και 1,5 για 2011 δεύτερα εξάµηνα-) σχετικά µε τις εις το εξής εκδοθείσες διαιτητικές αποφάσεις, θα έχουν ως αποτέλεσµα οι όποιες αυξήσεις ενδεχοµένως επιτευχθούν µε ελεύθερες κλαδικές συµβάσεις (εκτός ΟΜΕΔ) να µπορούν να µην ισχύουν και να µην προστατεύουν χιλιάδες εργαζόµενους σε πολλές επιχειρήσεις. Επιπλέον, είναι προφανές ότι εφόσον προβλέπεται ότι µπορούν µε αυτές τις εεσσε να ρυθµίζονται ζητήµατα ευέλικτων µορφών εργασίας (διάσωση θέσεων εργασίας, µερική- εκ περιτροπής, διαθεσιµότητες) καθώς και της διάρκειάς τους, οι εργοδότες θα εισηγούνται-επιβάλλουν περαιτέρω ευελιξία, πέρα δηλαδή από τα όρια που επιβλήθηκαν µε τον Ν.3846 και αναθεωρούνται επί τα χείρω µε το παρόν τερατώδες σχέδιο νόµου στα επόµενα άρθρα του. Επίσης, πουθενά δεν προβλέπεται απαγόρευση απολύσεων ούτε κατά την διάρκεια ούτε µετά από την λήξη της ισχύος της εεσσε ή της παράτασης της, µε αποτέλεσµα ένας εργοδότης να µπορεί αρχικά να εξοικονοµά χρήµατα από µια θεσµικής φύσης δυνατότητα µείωσης των αποδοχών και εν συνεχεία να απαλλάσσεται από το πλεονάζων προσωπικό, ενδεχοµένως προσλαµβάνοντας άλλους (ανακύκλωση εργαζοµένων) µε σύµβαση πρώτης απασχόλησης (592 ευρώ) ή µέσω προγραµµάτων επιδότησης της εργασίας (απαλλαγή από εργοδοτικές εισφορές) κοκ. Ας µην αποκλειστεί το ενδεχόµενο µιας άνθησης στο άµεσο µέλλον νέων (εργοδοτικών) επιχειρησιακών και κλαδικών σωµατείων πρόθυµων να συνάψουν τέτοιου είδους εεσσσε µε γνώµονα τον «ρεαλισµό» και την «προσαρµοστικότητα» στις νέες συνθήκες µε στόχο δήθεν την (βραχεία) διάσωση των θέσεων εργασίας µε κάθε κόστος. Η υποχρέωση υποβολής κοινής αιτιολογικής έκθεσης στο Συµβούλιο Κοινωνικού Ελέγχου Επιθεώρησης Εργασίας στοχεύει σε µια ψευδαίσθηση διοικητικού ελέγχου της σκοπιµότητας της σύναψης µιας τέτοιας εεσσε, δεδοµένου ότι διατυπώνει απλή 7
γνώµη και δεν υπεισέρχεται σε ζητήµατα αντικειµενικής δικαιολόγησης της επιτακτικής ανάγκης (πραγµατικά οικονοµικά προβλήµατα) σύναψης ειδικών όρων εργασίας στην επιχείρηση ή παράτασής τους. Άρθρο 15: Διαδικασία επίλυσης συλλογικών διαφορών Σε ό,τι αφορά στην διαδικασία υπαγωγής στην µεσολάβηση και στην διαιτησία οι σηµαντικότερες αρνητικές για τον κόσµο της µισθωτής εργασίας αλλαγές είναι οι εξής: α) η δυνατότητα προσφυγής στην διαιτησία µονοµερώς από την εργοδοτική πλευρά µετά την υποβολή πρότασης για µεσολάβηση εφόσον προσήλθαν και συµµετείχαν στην διαδικασία µεσολάβησης. Ο εργοδότης προσφεύγοντας στην διαιτησία έχει διπλό κέρδος: αφενός, αναστέλλεται το δικαίωµα απεργίας για δέκα µέρες ώστε να εξανεµίζονται τα περιθώρια άσκησης πίεσης από τον αδύναµο πόλο της εργασιακής σχέσης και αφετέρου, έχει εξασφαλισµένη σχεδόν µηδενική αύξηση µε βάση όσα ισχύουν µε τον Ν. 3871 που περιέβαλλε µε ισχύ νόµου το περιεχόµενο της κατάπτυστης πρόσφατης εγσσε προκειµένου για αποφάσεις που εκδίδονται από τον ΟΜΕΔ. β) στην δικαστική κρίση του Μονοµελούς Πρωτοδικείου υπόκεινται οι διαφορές αποκλειστικά για το κύρος των διαιτητικών αποφάσεων µε προφανή σκοπό να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος έκδοσης δεσµευτικής απόφασης θετικής για την εργατική πλευρά. γ) η ιδιαίτερη έµφαση κατά την έκδοση απόφασης του ΟΜΕΔ στην οικονοµική κατάσταση δηλαδή στην εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικής δραστηριότητας ως στοιχεία που θα πρέπει οπωσδήποτε να λαµβάνονται υπόψη κατά την εξέταση της διαφοράς. Καθίσταται σαφές ότι µε πρόσχηµα την ύφεση και το δυσµενές οικονοµικό περιβάλλον θα προτείνονται λύσεις (πριν και κατά την διαδικασία µεσολάβησης) για αυξήσεις κάτω από το όριο του ευρω-πληθωρισµού υπό το κράτος της εργοδοτικής δυνατότητας-απειλής της µονοµερούς πλέον προσφυγής στην διαιτησία. 8
δ) η προσφυγή στην διαιτησία περιορίζεται στον καθορισµό του βασικού µισθού µε προφανή σκοπό την ουσιαστική µετατροπή του ΟΜΕΔ σε κυρωτικό όργανο µείωσης των αποδοχών στον ιδιωτικό τοµέα. Ως προς τα λοιπά ζητήµατα η συλλογική διαπραγµάτευση συνεχίζεται προκειµένου να συναφθεί συλλογική σύµβαση εργασίας. ε) η επιλογή και η αξιολόγηση (δηλαδή έλεγχος της πειθαρχίας στις νεοφιλελεύθερες οικονοµικές επιταγές) των νέων κατά τα άλλα «ανεξάρτητων» µεσολαβητών και διαιτητών θα υλοποιούνται µε οµόφωνη απόφαση των µελών του Δ.Σ. Αντιλαµβάνεται εύκολα κάποιος τι είδους θα είναι οι νέοι µεσολαβητές-διαιτητές εάν το φιλεργατικό αντίβαρο στην επιλογή-αξιολόγησή τους θα εκφράζεται από εκπρόσωπο της ΓΣΕΕ προκειµένου µάλιστα να αποδεχθούν την εισήγησή του τα αρπακτικά του ΣΕΒ και των άλλων εργοδοτικών οργανώσεων. Σε ένα τέτοιο εργασιακό περιβάλλον ένας τέτοιος ΟΜΕΔ µε αυτές τις επιδιώξεις είναι σαν να µην υπάρχει. Άρθρο 18: Ρύθµιση θεµάτων µερικής απασχόλησης, εκ περιτροπής εργασίας, προσωρινής απασχόλησης, δοκιµαστικής περιόδου απασχόλησης και απλοποίηση διαδικασιών εφαρµογής εργατικής νοµοθεσίας Με το άρθρο αυτό η βάρβαρη επέλαση του νεοφιλελευθερισµού στην αγορά εργασίας συνεχίζεται. Ο Νόµος 3846/2010 που αποτελεί ένα κείµενο θεµελίωσης της ευελασφάλειας στην Ελλάδα είναι αποκλειστικά ΠΑΣΟΚικής εξω-µνηµονιακής έµπνευσης δεδοµένου ότι µολονότι τυπικά έπεται του 3845 (µνηµονίου) ουσιαστικά πρόκειται για ένα κείµενο που τέθηκε σε κοινωνικό ψευδο-διάλογο από τα τέλη του 2009 µε ευθύνη του Υπουργείου Εργασίας και έφτασε να υιοθετηθεί αρκετούς µήνες αργότερα χωρίς να γίνει δεκτή σχεδόν καµία από τις αντι-προτάσεις των εκπροσώπων της εργατικής πλευράς στην οικεία επιστηµονική επιτροπή. Συγκεκριµένα: α) Η προσαύξηση-φιλοδώρηµα του ωροµισθίου κατά 7,5% και 10% για τους µερικώς απασχολούµενους στις περιπτώσεις αντίστοιχα της εργασίας κάτω των 4 ωρών ηµερησίως και της (υποχρεωτικής κατ ουσίαν) εργασίας πλέον του συµφωνηµένου µειωµένου ωραρίου καταργούνται. 9
β) Η µονοµερής, αυθαίρετη και αναιτιολόγητη επιβολή συστήµατος εκ περιτροπής εργασίας στην επιχείρηση επεκτείνεται από 6 σε 9 µήνες στην διάρκεια ενός ηµερολογιακού έτους. γ) Η ανώτατη διάρκεια δανεισµού εργαζόµενου από Εταιρεία Προσωρινής Απασχόλησης όχι µόνο διπλασιάζεται από 18 σε 36 µήνες (!), αλλά καταργείται και η έως σήµερα δικαιολογητική βάση υπέρβασης του 12µήνου (αναπλήρωση εργαζοµένη που η σχέση εργασίας του είναι σε αναστολή). Τέλος, εξίσου δυσµενείς µεταρρυθµίσεις εισάγονται και στον Νόµο 3863 και στις διατάξεις που αφορούν στο δίκαιο της απόλυσης. Συγκεκριµένα καταργείται η ούτως ή άλλως πετσοκοµµένη -µε τον νόµο για το ασφαλιστικό- εργατική αξίωση για αποζηµίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύµβασης εργασίας. Και αυτό γιατί στο εξής για όλες τις συµβάσεις αορίστου χρόνου οι πρώτοι δώδεκα µήνες θα λογίζονται αυτοδίκαια και αδιακρίτως ως απασχόληση δοκιµαστικής περιόδου µε αποτέλεσµα να µπορεί ο εργοδότης να διακόψει στο σηµείο αυτό την σχέση εργασίας χωρίς να καταβάλλει καµία αποζηµίωση. Με αυτόν τον τρόπο: α) η διάρκεια της δοκιµαστικής περιόδου εξαπλασιάζεται (από δύο µήνες σε δώδεκα) β) ο εργαζόµενος υποβάλλεται σε µια δυσανάλογα µεγάλης διάρκειας οµηρία προς την εργοδοτική πλευρά, αναγκασµένος να υποχωρεί σε σηµαντικά δικαιώµατά του προκειµένου να εξασφαλίσει στο δωδεκάµηνο την ουσιαστική επέκταση της σχέσης εργασίας του σε αορίστου χρόνου. γ) στην πραγµατικότητα εισάγεται ένα γενικευµένο µοντέλο σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας µιας ιδιότυπης σύµβασης ορισµένου χρόνου ετήσιας διάρκειας διότι οι εργοδότες θα µπορούν µε µια µικρή (εικονική ή και πραγµατική) διακοπή της σχέσης εργασίας µετά το δωδεκάµηνο να επαναπροσλαµβάνουν τον ίδιο ή κάποιον άλλο εργαζόµενο µε σύµβαση εργασίας δήθεν αορίστου χρόνου, δηλαδή εκ των πραγµάτων ορισµένου χρόνου. δ) εισάγεται ένα πρωτοφανές -θεσµικής φύσης- µέσο αλλοίωσης των στατιστικών στοιχείων ως προς τις διαγραφόµενες τάσεις στην αγορά εργασίας, υπό την έννοια ότι τυπικά οι συµβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου θα εµφανίζονται να κυριαρχούν ή 10
ακόµη και να αυξάνουν το µερίδιό τους έναντι των προσωρινών συµβάσεων, ενώ στην πραγµατικότητα η προσωρινή εργασία θα εκτιναχθεί σε υψηλά επίπεδα. ε) πρόκειται για επισηµοποίηση της κατάχρησης του εργοδοτικού δικαιώµατος στην δοκιµαστική περίοδο δεδοµένου ότι θα εξαιρείται από τον δικαστικό έλεγχο η διεκδίκηση αποζηµίωσης από τον εργαζόµενο, ο οποίος θα προσπαθεί να αποδείξει το κατά τα λοιπά- αυταπόδεικτο, ότι, δηλαδή, αντικειµενικά δεν τελούσε υπό δοκιµή µε την κυριολεκτική έννοια του όρου. Με τέτοιου είδους ρυθµίσεις η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ από την µία, επεκτείνει την τροµοκρατία της απόλυσης ως µέσο πειθάρχησης των εργαζοµένων στο νεοφιλελεύθερο υπερ-ευέλικτο εργασιακό πρότυπο το οποίο θεµελιώνει για τα επόµενα χρόνια και από την άλλη, διαµηνύει προς πάσα κατεύθυνση ότι προς ικανοποίηση των επιδιώξεων του κεφαλαίου η εφευρετικότητά της αναµένεται να ξεπερνάει διαρκώς κάθε διεστραµµένη φαντασία. Υπό αυτήν την έννοια τρόµος κυριεύει την σκέψη οποιουδήποτε προσπαθεί να φανταστεί και να προβλέψει τι ακριβώς κρύβεται πίσω από την δυσερµήνευτη -σε πρώτη ανάγνωση- τελευταία παράγραφο του άρθρο 18 του πολυνοµοσχεδίου το οποίο αφορά σε µελλοντικές αποφάσεις του Υπουργού σχετικά µε κάθε δυνατή αλλαγή της διαδικασίας συναλλαγής του εργοδότη µε τους αρµόδιους κρατικούς φορείς ως προς το περιεχόµενο των εργασιακών σχέσεων. Τα χειρότερα έρχονται 11