22. Λήθη Σύνοψη Λήθη είναι η αδυναμία πρόσβασης ή ανάκτησης σε μία προηγούμενη μνήμη, ένα προηγούμενο μνημονικό αποτύπωμα. Η λήθη μπορεί να οφείλεται είτε στην απαλοιφή του μνημονικού αποτυπώματος είτε στη δυσκολία πρόσβασης σ αυτό. Στους πιθανούς παράγοντες λήθης περιλαμβάνονται η αναποτελεσματικότητα των νύξεων, η παρεμβολή μεταξύ παρόμοιων μνημονικών αποτυπωμάτων, η κυριαρχία των πιο ισχυρών επί των ασθενέστερων αποτυπωμάτων αλλά και η αναστολή των λιγότερο σημαντικών από τα περισσότερο σημαντικά μνημονικά αποτυπώματα. Επίσης, ένας μηχανισμός συνίσταται στην ενεργή διεργασία της μνημονικής απαλοιφής. Η λήθη, η σταδιακή απαλοιφή παλαιότερων μνημών ή η μη συγκράτηση αρκετών λεπτομερειών από τις τρέχουσες εμπειρίες, φαίνεται ότι είναι μια ενεργητική και οικονομική διεργασία του εγκεφάλου και μπορεί να υπηρετεί προσαρμοστικό ρόλο, με την έννοια ότι διευκολύνει την επιλεκτικότητα σε συνδυασμό με ταχεία και αποτελεσματική ανάκληση μόνο των χρήσιμων για την επιβίωση πληροφοριών που έχουν συσσωρευθεί στο παρελθόν μέσω της εμπειρίας και συμβάλλουν στην ικανότητα δημιουργίας μιας προβλεπτικής εικόνας του μέλλοντος, χωρίς τη συσσώρευση επουσιώδους πληροφορίας. Προαπαιτούμενη γνώση Λόγω της συνάφειάς της με άλλες έννοιες, όπως ανάκτηση, παγίωση, μνημονικό αποτύπωμα αλλά και μνήμη, μάθηση, είναι σκόπιμο ο αναγνώστης να ανατρέξει στα αντίστοιχα κεφάλαια των εννοιών αυτών. 22.1 Ορισμός Λήθη ή λησμοσύνη θα μπορούσε να είναι: η απώλεια της εκμαθημένης πληροφορίας, η απώλεια πρόσβασης στην αποθηκευμένη πληροφορία, η ανικανότητα ανάκτησης της μνημονικής πληροφορίας η οποία μπορούσε να ανακτηθεί σε προηγούμενο χρόνο. 22.2 Τύποι και Χαρακτηριστικά Η λήθη, όπως εξάλλου και η ανάκτηση, είναι κρίσιμες έννοιες στη μελέτη της μνημονικής λειτουργίας γενικότερα και αυτό που περισσότερο ανησυχεί τους ανθρώπους. Παρ ότι ορισμένες φορές προσέχουμε το γεγονός ότι μπορούμε να θυμηθούμε κάτι, συνήθως μας απασχολεί, όταν δεν μπορούμε να θυμηθούμε. Όπως και με την ανάκτηση, η λήθη αφορά όλα τα είδη μνήμης, δηλωτικής και μη δηλωτικής, βραχύχρονης και μακρόχρονης. Για παράδειγμα, δεν θυμόμαστε ένα γεγονός που συνέβη μία συγκεκριμένη ημέρα της προηγούμενης εβδομάδας, αλλά και ξεχάσαμε τον προσωπικό αριθμό ταυτοποίησης της τραπεζικής μας κάρτας (το PIN). Αλλά, επίσης, και στιγμιαία «ξεχάσαμε» μια πληροφορία που μόλις προσλάβαμε και διέφυγε από τον χώρο της ενεργού μνήμης, χωρίς ποτέ να εγκατασταθεί ως μακρόχρονη μνήμη. Ορισμένοι ερευνητές επιλέγουν να προσδιορίζουν ως λήθη την ανικανότητα επαναφοράς της πληροφορίας, η οποία προηγούμενα είχε συγκρατηθεί στη μακρόχρονη μνήμη, δηλαδή πληροφορίας που βρίσκεται εκτός του πλαισίου της ενεργού μνήμης, η οποία απαιτεί την εστίαση της προσοχής και της οποίας η (σύντομη) διατήρηση βασίζεται στη συνεχή επανάληψη. 22.2.1 Καμπύλη Λήθης Ένα θεμελιώδες γεγονός συνίσταται στην αυξανόμενη λησμοσύνη κάποιου στοιχείου που είχαμε προσλάβει και αποθηκεύσει, με το πέρασμα του χρόνου. Αυτή η αλλαγή περιγράφεται με την «καμπύλη λήθης» (forgetting curve) που περιέγραψε πρώτος ο Γερμανός ψυχολόγος Hermann Ebbinghaus (1913), κάτι που ταυτόχρονα αποτέλεσε και μία από τις πρώτες ποσοτικοποιήσεις στη μελέτη της μνήμης. Η καμπύλη αυτή περιγράφει την αλλαγή (μείωση) της ποσότητας των συγκρατούμενων «συλλαβών χωρίς νόημα» που περιλαμβάνονται σε έναν κατάλογο, ο οποίος παρουσιάστηκε στο υποκείμενο ως συνάρτηση του χρόνου που μεσολαβεί από την πρόσληψη μέχρι την εξέταση. Σύμφωνα με την καμπύλη αυτή, η συγκράτηση είναι εξαιρετική κατά την εξέταση αμέσως μετά την παρουσίαση-εκμάθηση του καταλόγου, αλλά αργότερα (μέσα στην επόμενη ώρα) η μείωση είναι δραματική, ακολουθώντας μια εκθετική πορεία, για να σταθεροποιηθεί αργότερα με χα- - 179 -
ρακτηριστικό τρόπο σε ένα ελάχιστο επίπεδο. Αυτή η χρονοεξελισσόμενη μείωση μνημονικής συγκράτησης έχει σχεδόν καθολική εφαρμογή, αλλά ο ρυθμός μείωσης εξαρτάται από το πόσο καλά έχει πραγματοποιηθεί η εκμάθηση, το είδος της μνήμης, και το είδος του συμπεριφορικού ελέγχου που χρησιμοποιείται. Έτσι, ο ρυθμός λήθης είναι εξαιρετικά περιορισμένος για υλικό (π.χ. γεγονότα, γνώσεις, δεξιότητες) για το οποίο έχει γίνει πολύ καλή εκμάθηση, και οι κινητικές δεξιότητες (π.χ. η εκμάθηση της οδήγησης ή ενός μουσικού οργάνου) είναι πιο ανθεκτικές και ακριβείς με το πέρασμα του χρόνου απ ό,τι η συγκράτηση των βιωματικών γεγονότων (Baddeley, 1997). Η χρονοεξέλιξη της λήθης αναφέρεται και ως συνάρτηση συγκράτησης, διατήρησης (retention function), (Glisky, Rubin, & Davidson, 2001). Ουσιαστικά, η λήθη είναι το φαινόμενο που συνδέεται με όλα σχεδόν τα υπόλοιπα φαινόμενα που σχετίζονται με τη μνήμη. Έτσι, συνδέεται με την κωδικοποίηση, την εκμάθηση, την παγίωση ή αποθήκευση, την ανάκτηση και την ανάκληση. 22.2.2 Παράγοντες Λήθης Η παράγραφος θα μπορούσε επίσης να τιτλοφορείται και ως «οι πολλοί δρόμοι της λησμοσύνης». Πράγματι, θεωρητικά μπορούν να υπάρχουν διαφορετικές περιπτώσεις απώλειας της ικανότητας επαναφοράς προηγούμενα προσληφθείσας πληροφορίας, οι οποίες, όπως θα καταστεί σαφές πιο κάτω, σχετίζονται επίσης και με το ερώτημα κατά πόσο η λήθη είναι κατάσταση ή διεργασία. Θα μπορούσαμε να διαχωρίσουμε δύο μεγάλες κατηγορίες παραγόντων που οδηγούν σε λήθη ή καλύτερα δύο κατηγορίες προσεγγίσεων του φαινομένου της λήθης που σχετίζονται με τα ζητήματα της προσβασιμότητας και διαθεσιμότητας του μνημονικού υλικού, όπως έχουν τεθεί από την πειραματική ψυχολογία. Η πρώτη αναφέρεται στην απαλοιφή, την παντελή απώλεια του νευρωνικού αποτυπώματος που αποτελούσε την αναπαράσταση μιας πληροφορίας. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει λόγω επαναφοράς του νευροβιολογικού υποστρώματος στην προ μάθησης, προ αποθήκευσης του μνημονικού περιεχομένου κατάσταση, όταν για παράδειγμα η κωδικοποίηση-πρόσληψη της πληροφορίας οφείλεται σε ορισμένες λειτουργικές αλλαγές σε πρωτεΐνες ή σε δημιουργία νέων συνάψεων. Επαναφορά των πρωτεϊνών στην αρχική λειτουργική κατάσταση ή απαλοιφή των συγκεκριμένων συνάψεων θα οδηγούσε το σύστημα στην αρχική κατάσταση. Αυτό αποτελεί μια ακραία περίπτωση και επί του παρόντος δεν είναι πρακτικά εφικτό να διερευνηθούν και να αποδειχτούν τέτοιου είδους αλλαγές στο νευρικό σύστημα, οπότε παραμένει μόνον ως μία θεωρητική εκδοχή της λήθης και συνεπώς πειραματικά μη ελέγξιμη και παραγωγική. Μια άλλη ακραία περίπτωση είναι αυτή της καταστροφής νευρικών κυττάρων και συνεπώς απώλειας του φυσικού υποστρώματος της μνήμης. Αυτό μπορεί να συμβαίνει σε παθολογικές καταστάσεις, όπως είναι οι άνοιες. Είναι προφανές ότι στις περιπτώσεις αυτές η λήθη οφείλεται σε μη διαθεσιμότητα του υλικού. Η δεύτερη προσέγγιση καλύπτει διάφορες δυνατές περιπτώσεις κάτω από τον γενικότερο όρο απώλεια ανάκτησης ή ακόμα καλύτερα αδυναμία πρόσβασης (Morton, Hammersley, & Bekerian, 1985). Ο όρος αυτός, πράγματι, καλύπτει ένα πλήθος δυνατών περιπτώσεων, επιδεκτικών σε πειραματική διερεύνηση, που οδηγούν στο εμπειρικό φαινόμενο της λήθης. Οι περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνουν την απαλοιφή μνήμης, την ελλιπή μνήμη, την ανακριβή και ψευδή μνήμη. Διάφοροι μηχανισμοί μπορεί να εμπλέκονται σ αυτές τις περιπτώσεις μνήμης (Davis, 2007). Ένας μηχανισμός μπορεί να αφορά στο ίδιο το αρχικό μνημονικό αποτύπωμα, το οποίο μπορεί να υφίσταται κάποια αλλαγή της φύσης του, μια κάποια αλλοίωση με τρόπο που να μην είναι δυνατή η ανάκτηση του αρχικού περιεχομένου (Wixted, 2004a, 2004b). Πράγματι, η καμπύλη της λήθης υποδεικνύει την πιθανότητα χρονοεξαρτώμενης εξασθένισης του μνημονικού αποτυπώματος. Όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι η εξασθένιση δεν μπορεί να αποτελεί τον κύριο παράγοντα λήθης, αφού δεν μπορεί να ερμηνεύσει την ιδιαίτερα μακρόχρονη και γλαφυρή συγκράτηση ορισμένων μνημών. Η ανάκτηση είναι μια διεργασία που εξαρτάται άμεσα από την ύπαρξη και το είδος των νύξεων. Συνεπώς, ένας σημαντικός παράγοντας που θεωρείται ότι εμπλέκεται στο φαινόμενο της λήθης είναι η ακαταλληλότητα ή αναποτελεσματικότητα των νύξεων για την πυροδότηση της ανάκτησης, και άρα η αδυναμία προσβασιμότητας στο υπό αναζήτηση μνημονικό αποτύπωμα (Morton et al., 1985). Οι μνήμες όντως μπορούν να εξασθενούν με τον χρόνο αλλά τα αίτια να αφορούν όχι τον χρόνο αυτόν καθαυτόν αλλά άλλους παράγοντες που συνοδεύουν το πέρασμα του χρόνου, όπως είναι η μεταβολή του πλαισίου μεταξύ αυτού στο οποίο πραγματοποιήθηκε η αρχική εμπειρία και αυτού στο οποίο πραγματοποιείται η εξέταση, η προσπάθεια ανάκτησης της συγκεκριμένης μνήμης. Μία άλλη παράμετρος που μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην ύπαρξη λήθης είναι η ανάπτυξη παρεμβολών. Η ιδέα της παρεμβολής από πληροφορία προηγούμενων ή επόμενων εμπειριών (θεωρία στην πειραματική ψυχολογία) αποτελεί, πράγματι, μια ισχυρή βάση για την ερμηνεία της λήθης. Γενικά, η παρεμβολή συνίσταται στην καταστροφή της ανάκτησης ενός μνημονικού αποτυπώματος, μιας μνήμης, λόγω της παρουσίας παρόμοιων μνημονικών αποτυπωμάτων. Σε μια βασική εκδοχή της παρεμβολής, θεωρείται ότι λήθη υφίσταται λόγω του ότι μεταξύ του χρόνου της αρχικής - 180 -
κωδικοποίησης και του χρόνου προσπάθειας ανάκτησης, οι νύξεις έχουν συνδεθεί, συσχετιστεί με πρόσθετα μνημονικά στοιχεία (πέραν αυτών που αφορούν την υπό αναζήτηση μνήμη). Έτσι, όσο περισσότερα είναι τα στοιχεία με τα οποία συνδέεται μία νύξη τόσο μικρότερη είναι η αποτελεσματικότητα της νύξης στην ανάκτηση καθενός από αυτά τα στοιχεία λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ (της ανάκτησης) των διαφορετικών αυτών αποτυπωμάτων (Watkins & Watkins, 1975), ένα φαινόμενο που καλείται «αρχή της υπερφόρτωσης νύξεων» (cue overload principle). Ωστόσο, αυτός ο παράγοντας δεν φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα (Wixted, 2004b). Επίσης, μια μορφή παρεμβολής μπορεί να συμβαίνει μεταξύ διαφορετικών αλλά σχετιζόμενων αποτυπωμάτων. Σ αυτή την περίπτωση παρεμβολής η ανάκτηση ενός αποτυπώματος παρεμποδίζεται είτε από παλιότερα είτα από νεότερα αποτυπώματα. Οι μηχανισμοί αυτοί μπορεί να έχουν σημαντική συμβολή στην εξέλιξη της λήθης με τον χρόνο, αφού με το πέρασμα του χρόνου αυξάνεται και ο αριθμός των παρόμοιων αποτυπωμάτων. Μία ακόμη ενδιαφέρουσα και φαινομενικά αντιφατική περίπτωση λήθης είναι αυτή που προκαλείται μέσω ακριβώς της ανάκτησης. Ουσιαστικά πρόκειται για αρνητική επίπτωση της ανάκτησης μια μνήμης επί της ανάκτησης άλλων σχετιζόμενων μνημών (Anderson, Bjork, & Bjork, 1994). Πιθανοί μηχανισμοί που μπορούν να στηρίζουν αυτές τις περιπτώσεις λήθης περιλαμβάνουν την τάση ισχυρών αποτυπωμάτων να παρεμβαίνουν στην ανάκτηση ασθενέστερων, οδηγώντας το υποκείμενο να εγκαταλείψει την προσπάθεια ανάκτησης, και τις αλλαγές, τις αλλοιώσεις που μπορεί να προκαλέσει η παρεμβολή στις συνδέσεις-συνειρμούς που συνιστούν ένα αποτύπωμα με αποτέλεσμα την αδυναμία ανάκτησής του. Ένας ενδιαφέρον μηχανισμός, ο οποίος μπορεί να συμβάλλει στην μειωμένη ικανότητα ανάκτησης μιας μνήμης και με τον τρόπο αυτό να συμβάλλει προσαρμοστικά στη γενικότερη μνημονική λειτουργία, είναι η αναστολή. Αναστολή είναι ο μηχανισμός μέσω του οποίου καταστέλλεται η ανάκτηση ισχυρών (και άρα εύκολα ανακτώμενων) αποτυπωμάτων, τα οποία δρουν παρεμβατικά και καταστροφικά επί της ανάκτησης ασθενέστερων αλλά πιο σημαντικών για την τρέχουσα συμπεριφορά αποτυπωμάτων. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, το μεγαλύτερο μέρος της λήθης που βιώνουμε προέρχεται από την ανάγκη ελέγχου της διεργασίας ανάκτησης που προκύπτει λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των αποτυπωμάτων και αποτελεί τρόπο αντιμετώπισης του φαινομένου της παρεμβολής. Η διεργασία της αναστολής είναι προσαρμοστική, γιατί ουσιαστικά διευκολύνει την ανάκτηση (των χρήσιμων αποτυπωμάτων) και επίσης αυξάνει την ευκολία μελλοντικής ανάκτησης, μειώνοντας έτσι τον ανταγωνισμό μεταξύ των αποτυπωμάτων. Επίσης, μια ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή της πειραματικής απαλοιφής ή εξάλειψης, η οποία αποτελεί παράδειγμα κλασικής εξαρτημένης μάθησης και κατά την οποία ένας εκμαθημένος συνειρμός αναστέλλεται μέσω επαναλαμβανόμενης παρουσίασης του ερεθίσματος που δεν συνοδεύεται από ανταμοιβή, μετά την περίοδο της εκμάθησης. Με τον τρόπο αυτό η αρχική μάθηση καθίσταται ανενεργή, δηλαδή δεν επηρεάζει τη συμπεριφορά, παρόλο που συνεχίζει να υφίσταται (βλ. κεφ. «Εκμάθηση και Απαλοιφή Φόβου»). Για περισσότερα στοιχεία γύρω από τους πιθανούς παράγοντες που υπεισέρχονται στη διεργασία της λήθης βλ. (Anderson, 2009). Όλες οι προηγούμενες μορφές λήθης χαρακτηρίζονται από την τυχαιότητά τους, δηλαδή δεν αποτελούν αποτέλεσμα προθετικής δράσης από μέρους του υποκειμένου. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις κατά τις οποίες η λήθη είναι είτε προθετική είτε πυροδοτείται από το σύστημα κινητοποίησης, χωρίς την ύπαρξη ενσυνείδητης πρόθεσης του υποκειμένου. Πρέπει να σημειωθεί ότι η λήθη προϋποθέτει την προηγούμενη ύπαρξη κωδικοποίησης και έστω σύντομης συγκράτησης της πληροφορίας. Οπότε, δεν συνιστά λήθη μια περίπτωση κατά την οποία δεν πραγματοποιήθηκε κωδικοποίηση και πρόσληψη πληροφορίας. Βέβαια, το γεγονός ότι ο όρος λήθη συνοδεύεται από πλήθος νοημάτων, δημιουργεί ορισμένα προβλήματα. Αλλά είναι πολύ σημαντικό για τον προσδιορισμό της κατάστασης του εγκεφάλου (π.χ. ενός ασθενούς) να καθορίζεται η πηγή της λήθης, ο παράγοντας που οδηγεί στην ανικανότητα «επαναφοράς» προηγουμένως προσληφθείσας πληροφορίας. Για παράδειγμα, η ανικανότητα ενός ασθενούς να συγκρατήσει κάποια βιωματική πληροφορία για περισσότερο από ένα σχετικά σύντομο διάστημα, π.χ. μία ημέρα, κάτι το οποίο υποδηλώνει μια κατάσταση ταχείας λήθης, μπορεί στη (βιολογική) πραγματικότητα να αποτελεί ανικανότητα δημιουργίας μακρόχρονης μνήμης, η οποία οφείλεται σε αμφοτερόπλευρη βλάβη της έσω μοίρας των κροταφικών λοβών. Ένα πρόβλημα που συνοδεύει το ζήτημα της λήθης συνίσταται στο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αδύνατον να λεχθεί ότι η λήθη οφείλεται σε μόνιμη απώλεια του υλικού και ότι σε κανένα μελλοντικό χρόνο δεν θα μπορέσει να ανακτηθεί μία μνήμη. Οπότε, αυτό που μπορεί ουσιαστικά να δηλωθεί είναι ότι υπάρχει αδυναμία πρόσβασης ή ανάκτησης του συγκεκριμένου μνημονικού αποτυπώματος. Είναι επίσης σκόπιμο να σημειωθεί ότι σε όλες τις πιο πάνω περιπτώσεις υφίσταται η λανθάνουσα παραδοχή ότι η μνήμη, το μνημονικό αποτύπωμα είναι ή πρέπει να είναι σταθερό στον χρόνο. Όμως, αυτή η σταθερότητα της μνήμης, για ορισμένα είδη μνήμης, όπως είναι η βιωματική, μπορεί να μην έχει ιδιαίτερη σημασία για τον οργανισμό ή ακόμα και να αποτελεί μειονέκτημα, βάσει της θεώρησης ότι η μνήμη αυτή θα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες του οργανισμού κάθε στιγμή. - 181 -
22.3 Λειτουργικός Ρόλος Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέρος των εμπειριών μας θα το λησμονήσουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, παρόλο που ορισμένα στοιχεία θα τα διατηρήσουμε με εξαιρετική ακρίβεια για όλη τη ζωή μας. Αυτό οδηγεί στο πολύ ενδιαφέρον ερώτημα αναζήτησης των αιτίων του γεγονότος αυτού. Από βιολογική άποψη μπορεί να δοθεί η γενική απάντηση ότι κάτω από φυσιολογικές συνθήκες είτε το γεγονός της λησμοσύνης είτε αυτό της μακρόχρονης και ακριβούς συγκράτησης υπακούουν στην αρχή της εξυπηρέτησης των επιβιωτικών αναγκών. Έτσι, από τη σκοπιά της εξελικτικής βιολογίας θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η λήθη μπορεί να υπηρετεί προσαρμοστικό ρόλο, επειδή προσφέρει διευκόλυνση για επιλεκτικότητα και ταχεία και αποτελεσματική ανάκληση (Matthews, 2011). Η λήθη, η σταδιακή απαλοιφή παλαιότερων μνημών ή η μη συγκράτηση αρκετών λεπτομερειών από τις τρέχουσες εμπειρίες φαίνεται ότι είναι μια ενεργητική και οικονομική διεργασία του εγκεφάλου, με την έννοια ότι χρήσιμα για την επιβίωση είναι εκείνα μόνο τα στοιχεία από το παρελθόν που συμβάλλουν στην ικανότητα δημιουργίας μιας προβλεπτικής εικόνας του μέλλοντος, χωρίς τη συσσώρευση επουσιώδους πληροφορίας (Schacter & Addis, 2007a, 2007b). Παρεμβολές που προέρχονται από τη συγκράτηση επουσιώδους πληροφορίας μπορεί να διαταράσσουν τη λειτουργία αυτή και μπορεί να οδηγούν σε αδυναμία της ικανότητας συνεχούς συγκρότησης ενός ενιαίου αφηγήματος από ένα άτομο, μια ικανότητα που του επιτρέπει να ενοποιεί χωροχρονικά τις εμπειρίες του κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μια τέτοια αδυναμία συμβαίνει σε αμνησιακούς ασθενείς με αμφοτερόπλευρη βλάβη του ιππόκαμπου, οι οποίοι αδυνατούν να εξαγάγουν και να εκφράσουν τον κεντρικό νόημα των γεγονότων και να φανταστούν νέες εμπειρίες (Hassabis & Maguire, 2007). Αυτό υποδεικνύει ότι η ικανότητα για συγκράτηση και ανάκληση ποιοτικών εκτός των ποσοτικών στοιχείων είναι ιδιαίτερα σημαντική ικανότητα εντός του πλαισίου της μνημονικής λειτουργίας, που επιτρέπει τη διατήρηση μιας συγκροτημένης φαινομενολογικής εμπειρίας που διατηρείται με το πέρασμα του χρόνου (Glannon, 2006, 2014). Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι λόγω της στενής σχέσης της με άλλες έννοιες, η έννοια της λήθης δεν είναι απαραίτητο να εξετάζεται ταυτόχρονα με τις έννοιες της ανάκλησης, ανάκτησης, μάθησης και μνήμης. Μία διαφορά της λήθης σε σχέση με την κοντινή της έννοια της ενθύμησης είναι ότι δίνει έμφαση στην κατάσταση, τη δομή (του οργανισμού, του νευρωνικού υποστρώματος), ενώ αυτή της ενθύμησης δίνει έμφαση στη διεργασία και στη δυνατότητα η μνήμη να είναι κατανεμημένη μεταξύ πολλών συστημάτων στον εγκέφαλο (Rubin, 2007). - 182 -
Βιβλιογραφικές Αναφορές Anderson, M. C. (2009). Incidental forgetting In A. Baddeley, M. W. Eysenck & M. C. Anderson (Eds.), Memory (pp. 191-216): Psychology Press. Anderson, M. C., Bjork, R. A., & Bjork, E. L. (1994). Remembering can cause forgetting: retrieval dynamics in long-term memory. J Exp Psychol Learn Mem Cogn, 20(5), 1063-1087. Baddeley, A. (1997). Human memory. Theory and practice, (recised edn). Hove: Psychology Press. Davis, M. (2007). Forgetting: Once again, it s all about representations. In H. L. Roediger III, Y. Dudai & S. M. Fitzpatrick (Eds.), Science of Memory: Concepts (pp. 317-319). Oxford: Oxford University Press. Glannon, W. (2006). Psychopharmacology and memory. J Med Ethics, 32(2), 74-78. doi: 10.1136/ jme.2005.012575 Glannon, W. (2014). Anaesthesia, amnesia and harm. J Med Ethics, 40(10), 651-657. doi: 10.1136/ medethics-2013-101543 Glisky, E. L., Rubin, S. R., & Davidson, P. S. (2001). Source memory in older adults: an encoding or retrieval problem? J Exp Psychol Learn Mem Cogn, 27(5), 1131-1146. Hassabis, D., & Maguire, E. A. (2007). Deconstructing episodic memory with construction. Trends Cogn Sci, 11(7), 299-306. doi: 10.1016/j.tics.2007.05.001 Matthews, P. M. (2011). The Mnemonic Brain: Neuroimaging, Neuropharmacology, and Disorders of Memory. In S. Nalbantian, P. M. Matthews & J. L. McClelland (Eds.), The Memory Process: Neuroscientific and Humanistic Perspectives. (pp. 99-127). Cambridge, Massachusetts.: MIT. Morton, J., Hammersley, R. H., & Bekerian, D. A. (1985). Headed records: a model for memory and its failures. Cognition, 20(1), 1-23. Rubin, D. C. (2007). Forgetting: Its role in the science of memory. In H. L. Roediger III, Y. Dudai & S. M. Fitzpatrick (Eds.), Science of Memory: Concepts (pp. 325-328). Oxford: Oxford University Press. Schacter, D. L., & Addis, D. R. (2007a). The cognitive neuroscience of constructive memory: remembering the past and imagining the future. Philos Trans R Soc Lond B Biol Sci, 362(1481), 773-786. doi: 10.1098/rstb.2007.2087 Schacter, D. L., & Addis, D. R. (2007b). Constructive memory: the ghosts of past and future. Nature, 445(7123), 27. doi: 10.1038/445027a Watkins, C., & Watkins, M. J. (1975). Buildup of proactive inhibition as a cue overload effect. Journal of Experimental Psychology: Human Learning and Memory, 1, 442-452. Wixted, J. T. (2004a). On Common Ground: Jost s (1897) law of forgetting and Ribot s (1881) law of retrograde amnesia. Psychol Rev, 111(4), 864-879. doi: 10.1037/0033-295X.111.4.864 Wixted, J. T. (2004b). The psychology and neuroscience of forgetting. Annu Rev Psychol, 55, 235-269. doi: 10.1146/annurev.psych.55.090902.141555-183 -