ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΑΣΤΕΡΙΟΣ Γ. ΚΑΤΣΩΧΗΣ Ιστορία και Θεολογία στη Θεσσαλονίκη του 14 ου αιώνα Πρόσωπα και Τάσεις ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΔΕΣΠΩ ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ Θεσσαλονίκη 2009
Στη μνήμη του πατέρα μου Γεωργίου
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ Βραχυγραφίες 8 Εισαγωγή 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α Το ιστορικό πλαίσιο στη Θεσσαλονίκη κατά το 13 ο και 14 ο αιώνα 1) Τα ιστορικά γεγονότα και η επίδρασή τους στη Θεσσαλονίκη από το 1204 έως το 1302... 22 2) Η Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο των ιστορικών γεγονότων από το 1303 έως το 1387... 43 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β Πνευματική και κοινωνική κίνηση στη Θεσσαλονίκη του 14 ου αιώνα 1) Λόγιοι και Μοναχοί ως φορείς Θεολογίας και πολιτισμού... 68 α. Θεόδωρος Πεδιάσιμος... 78 β. Μανουήλ Ολόβωλος... 79 γ. Κόμης... 80 δ. Ιωάννης Σταυράκιος... 81 ε. Κωνσταντίνος Ακροπολίτης. 82 στ. Νικηφόρος Χούμνος... 83 ζ. Νικηφόρος Κάλλιστος Ξανθόπουλος... 85
η. Ιωσήφ Ρακενδύτης ή Φιλόσοφος... 86 θ. Θεόδωρος Μετοχίτης... 87 ι. Θωμάς Μάγιστρος... 90 ια. Δημήτριος Τρικλίνιος... 94 ιβ. Ματθαίος Βλάσταρης... 95 ιγ. Βαρλαάμ ο Καλαβρός... 97 ιδ. Νικηφόρος Γρηγοράς... 100 ιε. Μάρκος ο Κυρτός... 102 ιστ. Γρηγόριος Παλαμάς... 104 ιζ. Νείλος Καβάσιλας... 114 ιη. Ιωσήφ Καλόθετος... 116 ιθ. Δαβίδ Δισύπατος... 118 κ. Ισίδωρος Βουχεράς... 119 κα. Νείλος Κεραμεύς... 122 κβ. Φιλόθεος Κόκκινος... 123 κγ. Δωρόθεος Βλατής... 126 κδ. Γρηγόριος Ακίνδυνος... 129 κε. Κωνσταντίνος Αρμενόπουλος... 131 κστ. Νικόλαος Καβάσιλας Χαμαετός. 135 κζ. Δημήτριος Κυδώνης... 137 κη. Πρόχορος Κυδώνης... 142
κθ. Ισίδωρος Γλαβάς... 144 λ. Γαβριήλ... 145 λα. Μανουήλ Β Παλαιολόγος... 146 λβ. Γερμανός Μαρούλης... 149 λγ. Νικόδημος ο Νέος... 151 λδ. Σάββας ο Νέος... 153 λε. Γρηγόριος Σιναΐτης... 155 2) Θεσμοί και Πολιτισμός... 160 α. Διοίκηση... 163 β. Τοπική Αυτοδιοίκηση... 167 γ. Κοινωνική δομή... 175 δ. Οικονομία Εμπόριο.. 185 ε. Δημογραφική αναφορά... 189 στ. Στρατός... 192 ζ. Δίκαιο... 194 η. Εκκλησία... 199 θ. Μονές... 204 ι. Εκπαίδευση... 214 ια. Εικαστική πραγματικότητα... 219 ιβ. Ο εορτασμός του Αγίου Δημητρίου... 228
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ Θεολογία στη Θεσσαλονίκη το 14 ο αιώνα 1) Η Συνάντηση Ανατολής και Δύσης. Ορθόδοξη και Σχολαστική Θεολογία... 236 α. Η πρώτη περίοδος των ησυχαστικών ερίδων (1336 1341)..... 247 β. Η δεύτερη περίοδος των ησυχαστικών ερίδων (1341 1347)... 260 γ. Η τρίτη περίοδος των ησυχαστικών ερίδων (1347 1368)... 269 2) Ο Ησυχασμός ως συνέχεια και ανανέωση της Ορθόδοξης Παράδοσης... 283 Συμπεράσματα... 297 Summary 303 Βιβλιογραφία... 308
ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ Ἀθηνᾶ Ἐπιστημονική Ἑταιρεία Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1889 κ.ε. ΒΕΠΕΣ Βιβλιοθήκη Ἑλλήνων Πατέρων καί Ἐκκλησιαστικῶν Συγγραφέων, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1955 κ.ε. Βυζαντιακά Ἐπιστημονικό ὄργανο Ἑλληνικῆς Ἱστορικῆς Ἑταιρείας, Θεσσαλονίκη 1981 κ.ε. Βυζαντινά Ἐπιστημονικό ὄργανο Κέντρου Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου, Θεσσαλονίκη 1969 κ.ε. Byzantion Byzantion, Revoue International des Etudes Byzantines, Paris Liege 1924 1929, Paris Bruxelles 1930, Bruxelles 1931 κ.ε. BZ CFHB Byzantinische Zeitschrift, Leipzig München 1892 κ.ε. Corpus Fontium Historiae Byzantinae, Washington Berlin Roma Wien Bruxelles Paris Thessalonique 1967 κ.ε. CSHB Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonne 1827 1897. DOP Dumbarton Oaks Papers, Trustees for Harvard University, Washington D.C. 1941 κ.ε. ΕΕΒΣ ΕΕΘΣΠΑ Ἐπετηρίς Ἑταιρείας Βυζαντινῶν Σπουδῶν, Ἀθῆναι 1924 κ.ε. Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1924 κ.ε. ΕΕΘΣΑΠΘ Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1956 κ.ε. ΕΕΦΣΙ Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων, Ἰωάννινα 1972 κ.ε. ΕΕΦΣΠΑ Ἐπιστημονική Ἐπετηρίς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς τοῦ 8
Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1954 κ.ε. Ἑλληνικά ΕΠΕ Ἱστορικό περιοδικό, Ἀθῆναι 1928 κ.ε., Θεσσαλονίκη 1952 κ.ε. Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς», Θεσσαλονίκη 1972 κ.ε. Θεσσαλονικέων Πόλις Θεσσαλονίκη Γραφές και πηγές 6000 ετών, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997. Περιοδική ἔκδοση τῆς Ἐπιστημονικῆς Ἐπετηρίδος τοῦ Κέντρου Ἱστορίας Θεσσαλονίκης τοῦ Δήμου Θεσσαλονίκης, 1983 κ.ε. ΘΗΕ Θρησκευτική καί Ἠθική Ἐγκυκλοπαίδεια, Ἀθῆναι 1962 1968. ΙΕΕ Ἱστορία Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, τ. Α ΙΣΤ, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν, Ἀθήνα 1967 1980. ΚΙΘ Κέντρο Ἱστορίας Θεσσαλονίκης, 1983 κ.ε. Μακεδονικά Σύγγραμμα περιοδικόν τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν, Θεσσαλονίκη 1940 κ.ε. ΜΒ Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τ. I VII, Βενετία Ἀθῆναι Παρίσιοι 1872 1894. ΜΙΕΤ ODB Μορφωτικό Ἴδρυμα Ἐθνικῆς Τραπέζης, 1974 κ.ε. The Oxford Dictionary of Byzantium, επιμ. A.P. Kazhdan et alii, τ. Ι ΙΙΙ, Oxford New York 1991. ΠΑΑ PG Πρακτικά τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1926 κ.ε. J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, Series Graeca, Paris 1857 1866, (τόμοι 161). TM Travaux et Mémoires, Centre de Recherche d Histoire et Civilisation Byzantines, Paris 1965 κ.ε. ΦΘΒ Φιλοσοφική καί Θεολογική Βιβλιοθήκη, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1986 κ.ε. 9
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Από την ίδρυση της Θεσσαλονίκης το 315 π.χ. έως την κατάληψή της από τους σταυροφόρους το 1204 Χτισμένη στον ανατολικό μυχό του Θερμαϊκού κόλπου η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με συνεχή ιστορία από τον 6 ο π.χ. αιώνα. Την πόλη ίδρυσε ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Κάσσανδρος, το 315 π.χ. 1 Η κομβική θέση της πόλης επί της Εγνατίας οδού συνετέλεσε τα μέγιστα στην οικονομική ευμάρεια της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της 2. Κατά τη Ρωμαιοκρατία 3 η Θεσσαλονίκη είχε τον τίτλο «Ελεύθερη 1. Ο γεωγράφος Στράβων (1 ος αι. π.χ.) αναφέρει, «Θεσσαλονίκεια Κασσάνδρου κτίσμα ἐν ἄλλοις τετταράκοντα [σταδίοις] καί ἡ Ἐγνατία ὁδός. Ἐπωνόμασε δέ τήν πόλιν ἀπό τῆς ἑαυτοῦ γυναικός Θεσσαλονίκης, Φιλίππου δέ τοῦ Ἀμύντου θυγατρός, ἡ δέ μητρόπολις τῆς νῦν Μακεδονίας ἐστί.», Στράβωνος, Γεωγραφικά, βιβλίο Ζ, μτφρ. Π. Θεοδωρίδη, ἐκδ. Κάκτος: Ἀθήνα 1994, σ. 170. Βλ. Μ. Σακελλαρίου, «Ἡ Ἀρχαία Θεσσαλονίκη», ΠΑΑ 60 (1985), σσ. 550 555, Γ. Μπακαλάκη, «Ἡ βασίλισσα Θεσσαλονίκη», ΠΑΑ 61 (1986), σσ. 53 61, και Ν. Μουτσόπουλου, «Η διαχρονική Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη, Ιστορία της πόλης και του Δήμου, εκδ. Αλέξανδρος: Θεσσαλονίκη 2002, σ. 17. 2. Ch. Bakirtzis, «The Urban Continuity and Size of Late Byzantine Thessalonike», Symposium on Later Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003), σ. 36. Η Θεσσαλονίκη ήταν αυτόνομη με δική της διοίκηση, αποτελούσε όμως οργανικό μέρος του μακεδονικού βασιλείου και ήταν εξαρτημένη από την κεντρική κυβέρνηση. Τα κύρια πολιτειακά όργανα ήταν η βουλή και η εκκλησία του δήμου. Η συνεργασία τους, με τον καταμερισμό των αρμοδιοτήτων, ρύθμιζε το σύνολο της εσωτερικής διοίκησης, Χ. Βεληγιάννη, «Η Ελληνιστική και η Ρωμαϊκή περίοδος», Θεσσαλονίκη 2300 χρόνια, εκδ. Δήμου Θεσσαλονίκης: Θεσσαλονίκη 1985, σ. 28. 3. Μετά την ήττα του τελευταίου Μακεδόνα βασιλιά Περσέα στην Πύδνα, το 168 π.χ., ο νικητής Ρωμαίος ύπατος Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος, «Παῦλος μέν οὖν ὁ τόν Περσέα ἑλών συνάψας τῇ Μακεδονίᾳ καί τά Ἠπειρωτικά ἒθνη εἰς τέτταρα μέρη διέταξε τήν χώραν, καί τό μέν προσένειμεν Ἀμφιπόλει, τό δέ Θεσσαλονικείᾳ, τό δέ Πέλλῃ, τό δέ Πελαγόσι», Στράβωνος, 10
πόλη» («Liberam Civitatem») 4, δεν είναι τυχαίο συνεπώς που ο Απόστολος Παύλος 5 την επέλεξε ως τον ενδεδειγμένο τόπο, απ όπου θα μεταφερόταν ο χριστιανισμός από την Ανατολή στη Δύση 6. Το 305, ο αυτοκράτορας Γαλέριος επέλεξε για έδρα του τη Θεσσαλονίκη, όπου έχτισε το ανάκτορό του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του μαρτύρησε ο Άγιος Δημήτριος, περίπου το 306 7, ο οποίος κατά τους μετέπειτα αιώνες θα αναδειχθεί προστάτης και υπερασπιστής της 8. Γεωγραφικά, βιβλίο Ζ, μν. έργ., σ. 188. Διαίρεσε, δηλαδή, τη Μακεδονία σε τέσσερις διοικητικές περιφέρειες, που ονομάστηκαν «μερίδες» και αποτελούσαν χωριστές αυτόνομες επικράτειες με δική τους εσωτερική οργάνωση. Η Θεσσαλονίκη ορίστηκε πρωτεύουσα της δεύτερης «μερίδος» και αυτό αποτελεί σαφή ένδειξη για το μέγεθος και τη σημασία της πόλης, Εμ. Βουτυρά, «Η Ρωμαιοκρατία», Θεσσαλονίκη 2300 χρόνια, εκδ. Δήμου Θεσσαλονίκης: Θεσσαλονίκη 1985, σ. 33. 4. Είχε το δικαίωμα να έχει δικούς της άρχοντες με αποτέλεσμα να υπάρχει έτσι κάποιο είδος τοπικής αυτοδιοίκησης. Βλ. Α. Παπαγιαννόπουλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Ρέκος: Θεσσαλονίκη 1982, σ. 43. 5. Α Θεσ., 1, 8 9, «ἀφ ὑμῶν γάρ ἐξήχηται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου οὐ μόνον ἐν τῇ Μακεδονίᾳ καί ἐν τῇ Ἀχαΐᾳ, ἀλλά καί ἐν παντί τόπῳ ἡ πίστις ὑμῶν ἡ πρός τόν Θεόν ἐξελήλυθεν». 6. Το γεγονός ότι οι πιστοί της εκκλησίας, που ίδρυσε, απετέλεσαν τους αποδέκτες των πρώτων επιστολών του «Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν», καθώς και το ότι στις περιοδείες του τον ακολούθησαν οι Θεσσαλονικείς Αρίσταρχος, Σεκούνδος και Γάιος αποδεικνύει την ανταπόκριση που είχε στην πόλη το χριστιανικό κήρυγμα, Α. Παπαγιαννόπουλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, μν. έργ., σ. 45. 7. Δ. Δρακούλη, «Το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου, χωρικές και θεσμικές λειτουργίες της ύστερης ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης», εν Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Θεσμοί και Τοπική Αυτοδιοίκηση διαχρονικά, (24 25 Νοεμβρίου 2005), εκδ. ΚΙΘ: Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 18 20. 8. «ὁ ὑπέρμαχος οὗτος καί φιλόπατρις ὄντως Δημήτριος τό τεῖχος διατρέχων καί ἐπί τῆς θαλάττης ὡς ἐπί ἐδάφους δρομαίως περιπατῶν», Ἡ Γραμματεία τῶν Δημητρείων Α. Διηγήσεις περί τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἰσαγ. μτφρ. σχόλια Π. Χρήστου, Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς 11
Η σύνθεση του ελληνικού πολιτισμού με τη χριστιανική θρησκεία εντός της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οδήγησε στη γέννηση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Η νίκη του χριστιανισμού και η μεταφορά της πρωτεύουσας στη «Νέα Ρώμη» από το Μέγα Κωνσταντίνο, το 330, εγκαινίασαν τη βυζαντινή εποχή 9. Το 380, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α βαπτίστηκε χριστιανός από το μητροπολίτη Α(σ)χόλιο και υπό την επιρροή του 10 εξέδωσε το διάταγμα της Θεσσαλονίκης, ορίζοντας ως επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας την Ορθόδοξη Χριστιανική 11. Ο Ιουστινιανός Α το 535, όρισε τη Θεσσαλονίκη ως έδρα της επαρχότητας του Ιλλυρικού (Βαλκανικής χερσονήσου) 12, ενώ κατά τον 8 ο αιώνα η πόλη επωφελήθηκε από την περίοδο της ηρεμίας, που διαδέχθηκε τις αβαροσλαβικές επιδρομές, για να αναπτύξει το εμπόριο, τη βιοτεχνία και την πνευματική κίνηση 13. Την ίδια εποχή ο εικονομάχος αυτοκράτορας Λέων Γ ο Ίσαυρος (717 741) αφαίρεσε την Εκκλησία του Ιλλυρικού, με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, από τον εικονόφιλο πάπα Γρηγόριο Γ και την υπήγαγε στο ελεγχόμενο από τον ίδιο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως (732/3) 14. Ἁγίας Θεοδώρας: Θεσσαλονίκη 1993, σ. 382. 9. G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. Α, μτφρ. Ἰ. Παναγόπουλου, ἐκδ. Στ. Βασιλόπουλου: Ἀθήνα 1997 5, σσ. 84 88. 10. Η επικράτηση του ορθόδοξου επισκόπου της Θεσσαλονίκης εις βάρος του επισκόπου της Κωνσταντινουπόλεως Δημόφιλου, που έρρεπε προς τον Αρειανισμό, σφραγίζει μια εποχή στην ιστορία της Εκκλησίας. Ἰ. Καραγιαννόπουλου, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἱστορία Πρωίμου Βυζαντινῆς περιόδου (324 565), τ. Α, Ἀνατύπωση Ε, ἐκδ. Βάνια: Θεσσαλονίκη 1995, σ. 184. 11. Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Παπαδημητρίου: Ἀθήνα 1998 6, σ. 147. 12. Ν. Μουτσόπουλου, «Η διαχρονική Θεσσαλονίκη», μν. έργ., σ. 69. 13. E. Polymenou, Thessaloniki the eye of Europe, εκδ. Αλέξανδρος: Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 11 12. 14. Ἰ. Καραγιαννόπουλου, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, Ἱστορία Μέσης Βυζαντινῆς 12
Τον 9 ο αιώνα η πόλη ήταν πραγματική Συμβασιλεύουσα με έντονη οικονομική και πνευματική κίνηση. Εδώ γεννήθηκαν οι Έλληνες απόστολοι και φωτιστές των Σλάβων, Κύριλλος και Μεθόδιος, που δίδαξαν στους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης το Λόγο του Θεού, συνδέοντάς τους πολιτισμικά με το βυζαντινό Ελληνισμό 15. Την οικονομική και πολιτιστική ακμή διακόπτει βίαια η κατάληψη της πόλης από τους Σαρακηνούς, το 904, όπως περιγράφεται από τον Ιωάννη Καμινιάτη 16. Το 963 άρχισε να οργανώνεται ο μοναχισμός στον Άθωνα, που θα επηρεάζει στο εξής άμεσα τη χριστιανική ζωή της Θεσσαλονίκης, αποτελώντας μια ανεξάντλητη πηγή πνευματικής δημιουργίας 17 ως διαρκή παρακαταθήκη της Ορθοδοξίας αλλά και του Ελληνισμού 18. Την ίδια εποχή αρχίζουν να τελούνται τα «Δημήτρια» 19 με πολυήμερες περιόδου (565 1081), τ. Β, Ἀνατύπωση Ε, ἐκδ. Βάνια: Θεσσαλονίκη 1993, σ. 135. 15. Α. Κωστόπουλου, «Βυζαντινοί χρόνοι», Θεσσαλονίκη, Ιστορία της πόλης και του Δήμου, εκδ. Αλέξανδρος: Θεσσαλονίκη 2002, σ. 70. 16. Βλ. Ἰωάννου Καμινιάτου, Εἰς τήν Ἁλωσιν τῆς Θεσσαλονίκης, εισαγ. μτφρ. σχόλια Ε. Τσολάκη, ἐκδ. Κανάκη: Αθήνα 2000. 17. Ν. Τσιαρτσιώνη, «Χαιρετισμός του Υπουργού Μακεδονίας Θράκης», εν Πρακτικά Β Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου, Άγιο Όρος, Πνευματικότητα και Ορθοδοξία Τέχνη, (11 13 Νοεμβρίου 2005), εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών: Θεσσαλονίκη 2006, σ. 17. 18. Ν. Μακραντωνάκη, «Χαιρετισμός του Αντιδημάρχου», εν Πρακτικά Β Διεθνούς Επιστημονικού Συμποσίου, Άγιο Όρος, Πνευματικότητα και Ορθοδοξία Τέχνη, (11 13 Νοεμβρίου 2005), εκδ. Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών: Θεσσαλονίκη 2006, σ. 19. 19. Σχετικές πληροφορίες μας παρέχει μια μεταγενέστερη λογοτεχνική πηγή του 12 ου αιώνα, ο «Τιμαρίων», «Ἑορτή δέ ἦν τά Δημήτρια παρά Μακεδόσι μεγίστη τῶν πανηγύρεων, συρρεῖ γάρ ἐπ αὐτήν οὐ μόνον αὐτόχθων ὄχλος καί ἰθαγενής, ἀλλά πάντοθεν καί παντοῖος», Τιμαρίων, Ένα ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Θεσσαλονίκη, επιμ. μτφρ. σχόλια Π. Βλαχάκου, εκδ. Ζήτρος: Θεσσαλονίκη 2004, σ. 52. 13
θρησκευτικές τελετές για τον Άγιο Δημήτριο και πνευματικές εκδηλώσεις 20. Από τα μέσα του 11 ου αιώνα η κατάσταση στο Βυζαντινό κράτος ολοένα επιδεινώνεται με την εμφάνιση των Νορμανδών στη Δύση και των Σελτζούκων Τούρκων στην Ανατολή, που, ύστερα από την ήττα του αυτοκράτορα Μανουήλ Α Κομνηνού στο Μαντζικέρτ το 1071, εδραιώνουν τη θέση τους στη Μικρά Ασία 21. Η ακμή της Θεσσαλονίκης θα ανακοπεί και πάλι εξαιτίας των Νορμανδών, που, το 1185, πολιόρκησαν την πόλη και παρά τη σθεναρή αντίσταση των υπερασπιστών της και την ηθική υποστήριξη του μητροπολίτη Ευσταθίου, την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν 22. Ατυχή ιστορικό σταθμό για τη Θεσσαλονίκη και για ολόκληρη την αυτοκρατορία απετέλεσε η Δ Σταυροφορία 23. Οι επικεφαλείς των σταυροφόρων, μαρκήσιος Βονιφάτιος Μομφερρατικός, κόμης Βαλδουίνος της Φλάνδρας και Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος καθώς και ο δόγης της Βενετίας Ερρίκος Δάνδολος, ξεκίνησαν με προορισμό την 20. Α. Κωστόπουλου, «Βυζαντινοί χρόνοι», Θεσσαλονίκη, Ιστορία της πόλης και του Δήμου, μν. έργ., σ. 73. 21. Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, «Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη 2300 χρόνια, εκδ. Δήμου Θεσσαλονίκης: Θεσσαλονίκη 1985, σ. 59. 22. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 118 121. 23. Αφορμή απετέλεσε ο Αλέξιος Άγγελος, γιος του εκθρονισμένου Ισαάκιου Β, που ζήτησε την συμπαράσταση των Λατίνων για την επαναφορά του πατέρα του στο θρόνο προσφέροντας, «οὐ γάρ μόνον θαλάσσας χρημάτων ἀλλά καί παρεκτροπήν πίστεως, ὁποία τοῑς Λατίνοις ἀσπάζεται καί μεταποίησιν τῶν παλαιῶν Ῥωμαίοις ἐθῶν συγκατέθετο», Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική διήγησις, ἐκδ. I.A. von Dieten, Nicetae Choniatae Historia, CFHB 11, 1 2, Berlin New York 1975, σσ. 539 540. 14
Κωνσταντινούπολη, την οποία και κυρίευσαν στις 12 Απριλίου 1204 24. Πριν την πλήρη κατάληψη της Κωνσταντινούπολης στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία ο Θεόδωρος Α Λάσκαρης και αμέσως μετά, μαζί με τον πατριάρχη Ιωάννη Ι τον Καματηρό και άλλους βυζαντινούς αξιωματούχους, εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη και μετέβη στη Νίκαια της Μικράς Ασίας. Άμεσος στόχος του ήταν η ίδρυση της Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, συσπειρώνοντας έτσι τον Ελληνισμό της Ανατολής κατά των Λατίνων επιδρομέων 25. Με τη μεταφορά της αυτοκρατορικής έδρας στη Νίκαια, προκαλείται η πολυδιάσπαση του βυζαντινού κράτους, μεταφέροντας έτσι κάθε αναγεννητική δύναμη στην περιφέρεια. Το κέντρο βάρους θα μετατοπιστεί από τη Μικρά Ασία στον ελλαδικό χώρο, όπου βραδύτατα μεν αλλά σταθερά δε, ο Ελληνισμός θα αρχίσει να αποκτά και πάλι συνείδηση του εαυτού του και της ελληνικής του καταγωγής 26. Στην ανωτέρω εισαγωγή, αναφέρθηκαν συνοπτικώς οι σημαντικότεροι ιστορικοί σταθμοί, που καταδεικνύουν ότι η Θεσσαλονίκη ως πολιτικό και στρατιωτικό κέντρο, οικονομικό και θρησκευτικό, άσκησε μια ιδιαίτερη πνευματική ακτινοβολία και αναδείχθηκε σε δεύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα 27. 24. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, μν. έργ., σ. 126. 25. Η. Γιαρένη, «Η δυναστεία των Λασκάρεων, απόπειρες και ακυρώσεις», Βυζαντιακά 24 (2004), σσ. 214 216. 26. Ἰ. Καραγιαννόπουλου, Τό Βυζαντινό κράτος, ἐκδ. Βάνια: Θεσσαλονίκη 1996 4, σ. 224. 27. Βλ. Δ. Ζακυνθινοῦ, «Θεσσαλονίκη. Αἱ Βυζαντιναί Ἀθῆναι τοῦ Βορρᾶ», ΠΑΑ 60 (1985), σ. 557, Ἀνθίμου (μητροπολίτου Θεσσαλονίκης), «Ιστορικοί σταθμοί της ζωής της Εκκλησίας στη Θεσσαλονίκη» εν Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Θεσμοί και Τοπική Αυτοδιοίκηση διαχρονικά, (24 25 Νοεμβρίου 2005), εκδ. ΚΙΘ: Θεσσαλονίκη 2006 σσ. 74 77 και 15
Για την πραγματοποίηση των στόχων που θέσαμε στην παρούσα εργασία αντλήσαμε πληροφορίες από ιστορικά κείμενα 28 και χρονογραφίες 29 της περιόδου που εξετάζουμε, σύγχρονα ιστορικά έργα 30, νομικά κείμενα 31, ρητορικά έργα 32 λογίων, μοναχών και λαϊκών Ν.G. Hammond, Το Μακεδονικό κράτος. Γένεση, θεσμοί και ιστορία, μτφρ. Δ. Γκούσκου και Ε. Σακελλάριου, εκδ. Παπαζήση: Αθήνα 1999. 28. Βλ. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική διήγησις, ἐκδ. I.A. von Dieten, Nicetae Choniatae Historia, CFHB 11, 1 2, Berlin New York 1975, όπου σε 21 βιβλία δίδει την ιστορία των ετών 1118 1206, Γεωργίου Ἀκροπολίτη, Χρονική συγγραφή, ἐκδ. A.Heisenberg, Corr.P.Wirth, Georgii Acropolite Opera I II, Stuttgart 1978, όπου καλύπτει τα γεγονότα της περιόδου 1203 1261, Γεωργίου Παχυμέρη, Συγγραφικαί Ἱστορίαι, PG 143, 443 996 και PG 144, 615 716, όπου πραγματεύεται την περίοδο από το 1255 έως το 1308, Νικηφόρου Γρηγορᾶ, Ῥωμαϊκή Ἱστορία, PG 148, 120 1449 και PG 149, 9 501, όπου σε 37 βιβλία εξιστορεί τα γεγονότα της περιόδου 1204 έως το 1359, Ἰωάννου Καντακουζηνοῦ, Ἱστορίαι, PG 153 έως PG 154, 15 370 και κριτική έκδοση L. Schopen B. Niebuhr, CSHB I III, 1828 1832, όπου σε 4 βιβλία καλύπτει την περίοδο από το 1320 έως το 1356 και μερικά γεγονότα έως και το 1362 και Μιχαήλ Δούκα, Βυζαντινοτουρκική Ἱστορία, μτφρ. εἰσαγ. σχόλια Β. Καραλή, [Κείμενα Βυζαντινῆς Ἱστοριογραφίας], ἐκδ. Κανάκη: Αθήνα 1997, όπου προτάσσει στο έργο του μια σύνοψη της παγκόσμιας ιστορίας ενώ η κύρια έκθεση των γεγονότων αρχίζει το 1341 και καταλήγει το 1462. 29. Βλ. Θεοδώρου Σκουταριώτη, Σύνοψις χρονική, ἐκδ. Κ. Σάθα: ΜΒ τ. VII, σσ. 1 556, από κτίσεως κόσμου μέχρι το 1261. 30. Βλ. Β. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, ἐκδ. Παπαδημητρίου: Ἀθήνα 1998 6, Β. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Β. Ἀπό τήν Εἰκονομαχία μέχρι τή Μεταρρύθμιση, ἐκδ. Γ. Παπανικολάου: Ἀθῆναι 1994, Γ. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. Β, Ἀθήνα 1970 2, G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. Γ, μτφρ. Ἰ. Παναγόπουλου, ἐκδ. Στ. Βασιλόπουλου: Ἀθήνα 1981, A. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας 1204 1453, τ. Β, μτφρ. Δ. Σαβράμη, ἐκδ. Μπεργαδῆ: Ἀθήνα 1954, H. Beck, Ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, τ. Β, μτφρ. Λ. Ἀναγνώστου, ἐκδ. Στ. Βασιλόπουλου: Ἀθήνα 2004, Ἰ. Καραγιαννόπουλου, Πηγαί τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ: Θεσσαλονίκη 1987 5 και Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Θεσσαλονίκης, εκδ. Κυριακίδη: Θεσσαλονίκη 1997. 16
και εν γένει αγιολογικά κείμενα 33 Πατέρων της Εκκλησίας, δογματικού κυρίως περιεχομένου, προκειμένου να παρουσιαστεί, όσο αυτό είναι δυνατόν, μια πληρέστερη και πιστότερη εικόνα της σημαντικής εκείνης εποχής, που σηματοδότησε τη ζωή των χριστιανών της Ορθόδοξης Εκκλησίας και που ο απόηχός της φτάνει μέχρι και σήμερα. Η πληθώρα αλλά και η αποσπασματικότητα των πληροφοριών των γραπτών πηγών αλλά και της σύγχρονης ελληνόγλωσσης και ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας επέβαλαν μια συνθετική προσέγγιση και ερμηνεία. Κατά τη συγκέντρωση και αξιολόγηση των σύγχρονων μελετών ιδιαίτερης σημασίας υπήρξαν οι διδακτορικές διατριβές των Γ. Μαντζαρίδη, Ἡ περί θεώσεως τοῦ άνθρώπου διδασκαλία Γρηγορίου του Παλαμᾶ, Θεσσαλονίκη 1963, Στ. Σκαλιστή, Θωμάς Μάγιστρος. Ο βίος και το έργο του, παρ. αρ. 48, ΕΕΘΣΠΘ 28 (1984), Δ. Κουτσουρῆ, Ἡ λειτουργία τοῦ Συνοδικοῦ Συστήματος κατά τήν περίοδο τῶν ἡσυχαστικῶν ἐρίδων, Ἀθήνα 1995, Σ. Ταμπάκη, Η Θεσσαλονίκη στις περιγραφές των περιηγητών. Λατρευτικά μνημεία 12 ος 19 ος αιώνας μ.χ., Αθήνα 1998, Δ. Μαγριπλή, Πολιτική και θρησκεία στην κοινωνία του Βυζαντίου. Μια απόπειρα κοινωνιολογικής ανάλυσης του κινήματος των Ζηλωτών (1342 1349 μ.χ.), Αθήνα 1999, Ν. 31. Βλ. Ἁρμενόπουλου Κωνσταντίνου, Πρόχειρον Νόμων ἤ Ἑξάβιβλος, ἐπιμ. Κ. Πιτσάκη, [Βυζαντινά καί Νεοελληνικά Κείμενα 1], ἐκδ. Δωδώνη: Ἀθήνα 1971 και Σπ. Τρωιάνου, Οι Πηγές του Βυζαντινού Δικαίου, εκδ. Αντ. Σάκκουλα: Αθήνα Κομοτηνή 1999 2. 32. Βλ. Ε. Καλτσογιάννη, Σ. Κοτζάμπαση, Η. Παρασκευοπούλου, Η Θεσσαλονίκη στη βυζαντινή λογοτεχνία, Ρητορικά και Αγιολογικά κείμενα, [Βυζαντινά Κείμενα και Μελέται 32], εκδ. Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών: Θεσσαλονίκη 2002. 33. Βλ. Διηγήσεις περί τῶν θαυμάτων τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, εἰσαγ. μτφρ. σχόλια Π. Χρήστου, ἐκδ. Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης: Θεσσαλονίκη 1993, Τό Ἁγιολόγιον τῆς Θεσσαλονίκης, τ. Α Β, Κέντρου Ἁγιολογικῶν Μελετῶν Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Θεοδώρας: Θεσσαλονίκη 1996. 17
Ακριτίδη, Η εκκλησιαστική γεωγραφία του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον 9 ο αιώνα μέχρι το 1453, Θεσσαλονίκη 2003, Ν. Λάππα, Πολιτική Ιστορία του κράτους της Ηπείρου κατά το 13 ο αιώνα, Θεσσαλονίκη 2007, Ε. Χατζηαντωνίου, Η μητρόπολη Θεσσαλονίκης από τα μέσα του 8 ου αιώνα έως το 1430, Θεσσαλονίκη 2007 και Γ. Μπακαβοῦ, Ἰωάννης Στ Καντακουζηνός. Τό θεολογικό του ἔργο, Θεσσαλονίκη 2008. Πολύτιμα βοηθήματα υπήρξαν τα ξενόγλωσσα άρθρα των A. Laiou, «Observations on the Results of the Fourth Crusade: Greeks and Latins in Port and Market», Mediaevalia et Humanistica 12 (1984), «Italy and the Italians in the Political Geography of the Byzantines», DOP 49 (1995), «Economic Concerns and Attitudes of the Intellectuals of Thessalonike», Symposium on Later Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003), J. Meyendorff, «Mount Athos in the Fourteenth Century, Spiritual and Intellectual Legacy», DOP 42 (1988), F. Tinnefeld, «Intellectuals in Late Byzantine Thessalonike», Symposium on Later Byzantine Thessalonike, DOP 57 (2003) και ελληνόγλωσσα άρθρα των Β. Φειδᾶ, «Ἱστορική ἐξέλιξη τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας Μακεδονίας», (ἀνάτυπο), τ. Α, ΕΕΘΣΠΘ (1995), Α. Σταυρίδου Ζαφράκα, «Η Βυζαντινή Θεσσαλονίκη», Θεσσαλονίκη 2300 χρόνια, εκδ. Δήμου Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985, Β. Νεράντζη Βαρμάζη, «Κεντρική εξουσία και τοπική αυτοδιοίκηση στη Θεσσαλονίκη κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο», Πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, Θεσμοί και τοπική αυτοδιοίκηση στη Θεσσαλονίκη διαχρονικά, (24 25 Νοεμβρίου 2005), εκδ. ΚΙΘ, Θεσσαλονίκη 2006 και άλλα τα οποία αναφέρονται εκτενώς στη βιβλιογραφία. Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας καταγράφεται το ιστορικό πλαίσιο της εποχής έχοντας ως σημείο εκκίνησης το 1204 με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης από τους 18
σταυροφόρους, οπότε η επακολουθήσασα πολυδιάσπαση της αυτοκρατορίας είχε ως συνέπεια την ανάδειξη των επαρχιακών αστικών κέντρων 34. Εξετάζονται τα γεγονότα εκτενώς και τα πρόσωπα συνοπτικώς, που χαρακτηρίζουν τη Θεσσαλονίκη την περίοδο αυτή. Το πρώτο κεφάλαιο κλείνει με την πρώτη κατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς, το 1387. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται οι λόγιοι, κληρικοί και κοσμικοί, ως φορείς Θεολογίας και πολιτισμού, που απετέλεσαν σημαντικό παράγοντα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και πρωταγωνίστησαν σε δογματικές και άλλες εκκλησιαστικές έριδες ως οι φορείς που παρείχαν την ορθή ερμηνεία της πίστεως. Συγχρόνως η γειτνίαση της Θεσσαλονίκης με τη μεγάλη μοναστική πολιτεία του Αγίου Όρους δημιούργησε μια γόνιμη αλληλεπίδραση θρησκευτικών ιδεών και τάσεων με αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό της θεολογικής σκέψης. Ακόμη εξετάζονται οι διοικητικοί, στρατιωτικοί, δικαστικοί και εκκλησιαστικοί θεσμοί, που λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη και γίνεται αναφορά στην εικαστική πραγματικότητα, η οποία επηρεάσθηκε από το πνευματικό και θεολογικό γίγνεσθαι της εποχής. Στο τρίτο κεφάλαιο με άξονα τη Θεολογία θα εξετάσουμε τη συνάντηση της ορθόδοξης και σχολαστικής θεολογίας στη Θεσσαλονίκη και τη σύγκρουση και αναμέτρηση των ησυχαστών και των αντιησυχαστών. Επίσης, θα καταδείξουμε ότι ο Ησυχασμός αποτελεί συνέχεια και ανανέωση της Ορθοδόξου παραδόσεως της Εκκλησίας 34. Βλ. A. Laiou, The Fourth Crusade and its Consequences, εκδ. Urbs Capta: Paris 2005 της Ιδίας, «Observations on the Results of the Fourth Crusade: Greeks and Latins in Port and Market», Mediaevalia et Humanistica 12 (1984) της Ιδίας, «Italy and the Italians in the Political Geography of the Byzantines», DOP 49 (1995). 19
μας 35. Συμπερασματικά, ως κατακλείδα, θα αποδειχθεί ο καθοριστικός ρόλος της Θεσσαλονίκης σε όλα τα επίπεδα, θεολογικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό, που έφτασε σε σημείο να υποσκελίσει ακόμα και την πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, η οποία μέχρι τότε κατείχε τα σκήπτρα σε όλους τους τομείς. Ολοκληρώνοντας την παρούσα μελέτη αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω βαθιά ευγνωμοσύνη στη σύμβουλό μου ελλογιμωτάτη καθηγήτρια Δέσπω Αθ. Λιάλιου, πολύτιμη καθοδηγήτρια και επόπτρια, για την ακάματη συμπόρευσή της σε όλα τα στάδια εκπόνησης της εργασίας. Ολόθερμες και εκ βάθους καρδίας ευχαριστίες οφείλω και στο διδακτικό προσωπικό του Τομέα Ιστορίας της Εκκλησίας και Δογματικής Θεολογίας για την καθοδήγησή τους στην αρχή των ερευνητικών μου 35. Ειδικότερα για το κίνημα του Ησυχασμού βλέπε τις μελέτες του Π. Χρήστου, Θεολογικά Μελετήματα 3, Νηπτικά καί Ἡσυχαστικά, ἐκδ. Πατριαρχικοῦ Ἱδρύματος Πατερικῶν Μελετῶν: Θεσσαλονίκη 1977. Του Ιδίου, «Περί τά αἴτια τῆς Ἡσυχαστικῆς ἔριδος», (ἀνάτυπο) Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς 39 (1956), σσ. 128 138. Επίσης στα Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου, Εἰς τιμήν καί μνήμην τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Γρηγορίου Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τοῦ Παλαμᾶ, (12 14 Νοεμβρίου 1984), ἐκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης: Θεσσαλονίκη 1986 και Πρακτικά ΙΑ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συμποσίου ΛΒ Δημήτρια, Χριστιανική Θεσσαλονίκη, Πόλις συναντήσεως Ἀνατολῆς καί Δύσεως, (12 18 Ὀκτωβρίου 1997), ἐκδ. University Studio Press: Θεσσαλονίκη 2006 και Πρακτικά Β Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου Ἀθηνῶν (13 15 Νοεμβρίου 1998) καί Λεμεσοῦ (5 7 Νοεμβρίου 1999), Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στήν ἱστορία καί τό παρόν, ἐκδ. Ἱερᾶς Μεγίστης Μονῆς Βατοπεδίου: Ἅγιο Ὄρος 2000. Από την ξενόγλωσση έρευνα αντιπροσωπευτικές είναι οι μελέτες του J. Meyendorff, «Gregoire Palamas, Les Triades pour la defense de Saintes hesychastes», Louvain (1959). Του Ιδίου, «Byzantine Hesychasm: historical, theological and social problems», Variorum Reprints, London (1974). Του Ιδίου, Introduction a l etude de Gregoire Palamas, Aux editions du Seuil: Paris 1959. 20
αναζητήσεων και προσπαθειών. Επίσης, ευχαριστώ τους συναδέλφους μου προπτυχιακούς, μεταπτυχιακούς και υποψήφιους διδάκτορες για την συνεργασία, την ηθική συμπαράσταση, την ανταλλαγή απόψεων και την άμεση βοήθειά τους σε πρακτικά ζητήματα. Η ολοκλήρωση της μελέτης αυτής και εν γένει των μεταπτυχιακών σπουδών μου, επετεύχθη εν πολλοίς από την εκπαιδευτική άδεια που μου χορήγησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, προκειμένου να απαλλαγώ από τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις και να ασχοληθώ αποκλειστικά με την ολοκλήρωση της παρούσας μελέτης. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον αείμνηστο Κώστα Ιωσηφίδη, στο Δήμαρχο Βασίλειο Παπαγεωργόπουλο, στο Γενικό Γραμματέα Μιχάλη Λεμούσια, στον Αντιδήμαρχο Κώστα Καζαντζίδη, στη διευθύντρια Προσωπικού Θώμη Γεωργακαράκου, στη διευθύντρια Διοίκησης Βασιλική Μητράκα, στο διευθυντή Καθαριότητας Νίκο Μπογδάνο, στη διευθύντρια Προμηθειών Μαρία Τατάγια, στον προϊστάμενο του Ε Δημοτικού Διαμερίσματος Νίκο Παρίση, στον προϊστάμενο του ΚΙΘ Αντώνη Σατραζάνη και στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο, που ενέκρινε ομόφωνα την εκπαιδευτική άδεια. Τέλος, θα ήθελα να εκφράσω την ειλικρινή μου ευγνωμοσύνη στους γονείς μου και στη σύζυγό μου Σοφία που με στήριξαν σε όλα τα χρόνια των σπουδών μου. Με την ηθική αλλά και την υλική τους συμπαράσταση, την υπομονή και την αγάπη τους, συνέβαλαν σημαντικά στην ευόδωση της προσπάθειάς μου. 21
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΟ 13 ο και 14 ο ΑΙΩΝΑ 1) Τα ιστορικά γεγονότα και η επίδρασή τους στη Θεσσαλονίκη από το 1204 έως το 1302. Μετά τη Δ Σταυροφορία, που κατέληξε στην άλωση και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους (13 Απριλίου 1204) 36, ο κόμης της Φλάνδρας Βαλδουίνος στέφθηκε αυτοκράτορας στις 9 Μαΐου 1204 της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινουπόλεως και κύριος του μεγαλύτερου μέρους της Θράκης. Τον πατριαρχικό θρόνο κατέλαβε ο Βενετσιάνος Θωμάς Μοροζίνι 37, εντολοδόχος του πάπα Ιννοκέντιου Γ 38. Ο μαρκήσιος Βονιφάτιος Μομφερρατικός στέφθηκε βασιλιάς της Θεσσαλονίκης εξουσιάζοντας τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Ο Γουλιέλμος Σαμπλίτ και μετά από αυτόν ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος έγιναν πρίγκιπες του Μορέως. Ο Ὀθων ντε λα Ρος απέκτησε τον τίτλο του δούκα ή όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες του «Μεγάλου Κυρίου» των Αθηνών και των Θηβών. Παράλληλα με τα Λατινικά κράτη 36. Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Λατίνους ήταν η συνέπεια της πολιτικής, οικονομικής και στρατιωτικής παρακμής ιδιαίτερα στις τελευταίες δεκαετίες του 12 ου αιώνα. Βλ. Δ. Ζακυνθινοῦ, «Θεσσαλονίκη. Αἱ Βυζαντιναί Ἀθῆναι τοῦ Βορρᾶ», μν. έργ., σσ. 556 590. 37. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική διήγησις, μν. έργ., σ. 647, «ἵκετο ἐκ Βενετίας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Θωμᾱς τις τοὔνομα». 38. P. Lock, Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, μτφρ. Γ. Κουσουνέλου, εκδ. Ενάλιος: Αθήνα 1998, σσ. 85 86. 22
ιδρύθηκαν, η αυτοκρατορία της Νίκαιας από το Θεόδωρο Α Λάσκαρη και το δεσποτάτο της Ηπείρου από το Μιχαήλ Α Άγγελο 39. Λίγο νωρίτερα είχε ιδρυθεί η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας από τους Μεγάλους Κομνηνούς Αλέξιο και Δαβίδ, αλλά απομονωμένη στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας δεν άσκησε ουσιαστική επίδραση στη γενικότερη ανάπτυξη του Βυζαντίου 40. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός τους για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την αναστύλωση της αυτοκρατορίας, είναι το κύριο χαρακτηριστικό γεγονός της περιόδου στο πρώτο ήμισυ του 13 ου αιώνα 41. Με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στη Νίκαια έχουμε πολυδιάσπαση. Μέχρι τότε το κέντρο του Βυζαντίου αποτελούσε μια και μοναδική πόλη, η Κωνσταντινούπολη, που ήταν λίγο ως πολύ ταυτόσημη με την αυτοκρατορία. Με την πολυδιάσπαση της αυτοκρατορίας αναδεικνύεται ο ρόλος της Θεσσαλονίκης, η οποία απετέλεσε κέντρο στην περίοδο της μεταφοράς της πρωτεύουσας και ακολούθησε το δικό της δρόμο, που την οδήγησε στην περίοδο της μεγάλης ακμής το 14 ο αιώνα. Ορισμένες πόλεις της Ελλάδας, μετά την εισβολή των Φράγκων, προτίμησαν να συνθηκολογήσουν με τους κατακτητές προκειμένου να διασώσουν ένα είδος αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, καθώς και την εκκλησιαστική τάξη και τα μέχρι τότε αποκτηθέντα προνόμιά τους. 39. A. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας 1204 1453, τ. Β, μτφρ. Δ. Σαβράμη, ἐκδ. Μπεργαδῆ: Ἀθήνα 1954, σ. 625. 40. G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. Γ, μτφρ. Ἰ. Παναγόπουλου, ἐκδ. Στ. Βασιλόπουλου: Ἀθήνα 1981, σ. 102. 41. Βλ. Ν. Ακριτίδη, Η εκκλησιαστική γεωγραφία του Οικουμενικού Πατριαρχείου από τον 9 ο αιώνα μέχρι το 1453, διδακτορική διατριβή: Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 194 199. 23
Ανάμεσα σε αυτές τις πόλεις συγκαταλέγεται και η Θεσσαλονίκη 42. Η πόλη παραδόθηκε κατ αρχάς στον αυτοκράτορα Βαλδουίνο, ο οποίος «τοῑς Θεσσαλινικεῦσι προσέσχε καί γράμμα (sic) σφίσιν ἐρυθρόγραφον ἐνεχείρισε, πᾶσι τοῑς ἐθίμοις τῇ πόλει τό ἔμπεδον χαριζόμενον» 43. Επομένως κατά την περίοδο αυτή ασφαλώς επιζεί η παράδοση του αρχαίου ελληνικού και ελληνιστικού πολιτισμού και πιθανώς των παλαιών «πολιτικῶν νομίμων» ή των «συνηθειῶν» της, δηλαδή της αυτοδιοίκησης της. Οι ελπίδες όμως για αυτοδιοίκηση γρήγορα διαψεύσθηκαν, διότι στη Θεσσαλονίκη δημιουργήθηκε ένα νέο εκκλησιαστικό καθεστώς. Ακόμη και πριν από την εποχή αυτή η Ρώμη επεδίωκε να κυριαρχήσει στην Εκκλησία του Ιλλυρικού και να υπαγάγει την Εκκλησία αυτή κάτω από την άμεση διοίκησή της. Με τη Λατινική κατάκτηση δόθηκε η ευκαιρία, όχι μόνο έμμεσα αλλά και άμεσα, να υπαχθεί η Θεσσαλονίκη, που ήταν η κυριότερη μητρόπολη στον ελλαδικό χώρο, στην εξουσία της Ρώμης 44. Ήδη απ τις αρχές του 1205, ο Βονιφάτιος ο Μομφερρατικός, αγνοώντας τη συμφωνία του αυτοκράτορα Βαλδουίνου με τους Θεσσαλονικείς, οργάνωσε την επικράτειά του καθώς και την καθολική Εκκλησία. Οι ναοί του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Σοφίας παραχωρήθηκαν τότε στους καθολικούς 45. Λατίνος αρχιεπίσκοπος εξελέγη ο Γάλλος Nivelon. Τρία χρόνια αργότερα, το 1208, ο τέως 42. Ν. Ζαχαρόπουλου, Ἡ Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα κατά τή Φραγκοκρατία, ἐκδ. Π. Πουρναρᾶ: Θεσσαλονίκη 1981, σ. 130. 43. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική διήγησις, μν. έργ., σ. 599. 44. Ν. Ζαχαρόπουλου, Ἡ Ἐκκλησία στήν Ἑλλάδα κατά τή Φραγκοκρατία, μν. έργ., σ. 131. 45. O. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, μτφρ. Α. Νικολοπούλου, εκδ. Τροχαλία: Αθήνα 1994, σ. 145. 24
Λατίνος επίσκοπος Βέροιας, Guarinus, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και το 1212 αναγνωρίστηκε ως αρχιεπίσκοπος, έχοντας στη δικαιοδοσία του έντεκα επισκοπές, όσες είχε ανέκαθεν ο έξαρχος Θεσσαλονίκης 46. Ωστόσο, ο ορθόδοξος ενοριακός κλήρος και ο μοναχισμός δεν αναγνώρισαν τη λατινική κυριαρχία και ενέτειναν τον αγώνα τους για την ενίσχυση του ορθόδοξου φρονήματος 47. Σε αντίθεση με τους ευγενείς που είχαν ενδώσει στο Λατίνο ηγεμόνα, ο λαός που ήταν ευσεβής και αφοσιωμένος στα θρησκευτικά ζητήματα και θεωρούσε τους καθολικούς ως τους χειρότερους αιρετικούς 48, επαναστάτησε εναντίον των Λατίνων με τη βοήθεια των στρατηγών του τσάρου των Βουλγάρων Ιωαννίτζη 49, χωρίς όμως αποτέλεσμα, διότι ο Βονιφάτιος αποκατέστησε την τάξη στην πόλη τιμωρώντας αυστηρά τους Θεσσαλονικείς για την αποστασία τους. Δύο χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1207, ο Βονιφάτιος σκοτώθηκε από τους Βουλγάρους στη Ροδόπη 50 και ο Ιωαννίτζης εισέβαλε ανενόχλητος στη Μακεδονία, κατέλαβε τις Σέρρες και πολιόρκησε τη Θεσσαλονίκη. 46. Π. Χρήστου, «Θεσσαλονίκη», ΘΗΕ, τ. ΣΤ, Ἀθῆναι 1965, σ. 452. 47. Β. Φειδᾶ, «Ἱστορική ἐξέλιξη τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας Μακεδονίας», (ἀνάτυπο), τ. Α, ΕΕΘΣΠΘ (1995), σ. 54. 48. Βλ. Νικήτα Χωνιάτη, Χρονική διήγησις, μν. έργ., σ. 573, «οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι καί τῶν προσδοκωμένων πανασεβῶν πράξεων ἐκείνου πρωτουργοί καί προάγγελοι». 49. Πρόκειται για τον Βούλγαρο τσάρο Ιβάν Α Ασέν (1197 1207), γνωστό ως Καλοϊάννη ή Σκυλοϊάννη για τους Έλληνες και Ιωαννίτζη. Βλ. O. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, μν. έργ., σημ. του επιμ., σ. 140. 50. Βλ. Γοδεφρείδου Βιλλεαρδουίνου, Ἡ κατάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης, μτφρ. Κ. Ἀντύπα: Ἀθήνα 1985, σ. 215, «Εκεί χτυπήθηκε ο μαρκήσιος Βονιφάτιος του Μομφερράτου στο μπράτσο, κάτω από τον ώμο, θανάσιμα Και εκείνοι που είχανε μείνει μαζί του και ήταν λίγοι, σκοτώθηκαν. Και κόψανε [οι Βούλγαροι] το κεφάλι του μαρκήσιου Βονιφάτιου του Μομφερράτου. Και οι άνθρωποι της χώρας στείλανε στον Ιωαννίτζη τα κεφάλι του». 25
Δολοφονήθηκε, όμως, τον Οκτώβριο του 1207 κι έτσι απετράπη ο βουλγαρικός κίνδυνος 51. Μετά το θάνατο του Βονιφάτιου, ο θρόνος της Θεσσαλονίκης πέρασε στο γιο, που απέκτησε από τη Μαρία Μαργαρίτα της Ουγγαρίας, το Δημήτριο, που βασίλευσε υπό την κηδεμονία της μητέρας του (1207 1224). Την 6 η Ιανουαρίου 1209, ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Ερρίκος της Φλάνδρας, ανακήρυξε επίσημα το Δημήτριο βασιλέα της Θεσσαλονίκης. Ο Ερρίκος επανήλθε στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέθανε την 11 η Ιουνίου 1216. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, ο πάπας Ονώριος Γ ανακήρυξε τον εαυτό του προστάτη του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης 52. Ο θάνατος του Ερρίκου απετέλεσε βαρύ πλήγμα για τους Λατίνους, καθότι εξέλειπε ο πιο επικίνδυνος εχθρός του κράτους της Νίκαιας. Ήταν, επίσης, δραστήριος και ικανός πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, που τον αγαπούσαν ακόμα και οι Έλληνες, διότι τους φερόταν ως ισότιμους και όχι ως υποτελείς. Οι διάδοχοί του στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης δε διακρίθηκαν ούτε για την ικανότητα ούτε για τη δραστηριότητά τους 53. Ο θάνατος του Λατίνου αυτοκράτορα συνέβη, ενώ ετοιμαζόταν να εκστρατεύσει εναντίον του δεσπότη Θεόδωρου, που, από το 1215, διαδέχθηκε τον ετεροθαλή αδελφό του και ιδρυτή του ανεξάρτητου κράτους της Ηπείρου, Μιχαήλ Α Κομνηνό Δούκα (1204 1214/15). Ο Θεόδωρος ήταν δυναμικός και φιλόδοξος και με περηφάνια και αυτοπεποίθηση απέδιδε στον εαυτό του και τα τρία βασιλικά ονόματα, του Αγγέλου, του Κομνηνού και του Δούκα και η δύναμή του γινόταν 51. Β. Φειδᾶ, «Ἱστορική ἐξέλιξη τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας Μακεδονίας», μν. έργ., σ. 54. 52. Ο. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, μν. έργ., σσ. 147 και 153. 53. A. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας 1204 1453, μν. έργ., σ. 639. 26
όλο και πιο επικίνδυνη για τα λατινικά κράτη της Βαλκανικής 54. Οι έριδες και οι αγώνες μεταξύ των Λατίνων ωφέλησαν τους Έλληνες και κυρίως το Θεόδωρο Άγγελο Κομνηνό Δούκα, που συνέλαβε το φιλόδοξο σχέδιο να κυριεύσει τη Θεσσαλονίκη. Η αναρχία, που επικρατούσε τότε στα λατινικά κρατίδια, τον βοήθησε πολύ στην πραγματοποίηση των σχεδίων του 55. Το κράτος της Ηπείρου με πρωτεύουσα την Άρτα περιελάμβανε, εκτός από την Ήπειρο, την Αιτωλία και την Ακαρνανία. Διαρθρώθηκε ως ανεξάρτητη βυζαντινή ηγεμονία αντίθετα προς το λατινικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης. Όπως η αυτοκρατορία της Νίκαιας στη Μικρά Ασία, έτσι και το κράτος της Ηπείρου στα Βαλκάνια απετέλεσε κέντρο της βυζαντινής πολιτιστικής επιβίωσης. Την περίοδο της μεγάλης του ανάπτυξης και της εσωτερικής πολιτικής του σταθερότητας ακολούθησε, όπως και στη Νίκαια, μια εποχή νικηφόρου επεκτάσεως. Ο τελικός στόχος, που οραματίζονταν και τα δύο ελληνικά κέντρα, ήταν η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης και η παλινόρθωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας 56. Πρώτος στόχος του Θεόδωρου Αγγέλου ήταν να καταλάβει, στις αρχές του 1221, τις Σέρρες, αποκόπτοντας, έτσι, τη Θεσσαλονίκη από την Κωνσταντινούπολη. Μόνο η πόλη της Θεσσαλονίκης παρέμενε στην εξουσία του Δημητρίου, ενώ η ενδοχώρα είχε καταληφθεί από το Θεόδωρο. Η αντιβασίλισσα Μαρία Μαργαρίτα κατέφυγε στην πατρίδα της, την Ουγγαρία και ο νεαρός Δημήτριος βλέποντας επερχόμενη την καταστροφή αναχώρησε για την Ιταλία το 1222 πείθοντας τον πάπα 54. G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, τ. Γ, μν. έργ., σ. 109. 55. Ο. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, μν. έργ., σ. 154. 56. G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, μν. έργ., σσ. 108 109. 27
Ονώριο Γ να κηρύξει «σταυροφορία» για τη σωτηρία του βασιλείου. Αρχηγός της «σταυροφορίας» ορίσθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Δημητρίου, Γουλιέλμος. Ο πάπας αφόρισε το δεσπότη της Ηπείρου, που ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Θεσσαλονίκης. Τον Απρίλιο του 1223, ο Θεόδωρος άρχισε την πολιορκία η φρουρά αντιστάθηκε γι αρκετούς μήνες, αλλά τελικά παραδόθηκε στα τέλη του 1224 και ο Θεόδωρος Άγγελος εισήλθε θριαμβευτικά στη Θεσσαλονίκη, που ανακηρύχτηκε πρωτεύουσα της Ελληνικής αυτοκρατορίας. Η «σταυροφορία» του Γουλιέλμου και του Δημητρίου έφθασε μ ένα σχεδόν χρόνο καθυστέρηση. Ο Γουλιέλμος και πολλοί στρατιώτες του πέθαναν από δυσεντερία στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης και οι υπόλοιποι διαλύθηκαν. Ο Δημήτριος επέστρεψε στην Ιταλία, όπου και πέθανε το 1227, κληροδοτώντας το «ψιλῷ ὀνόματι» τίτλο του στο φίλο του Γερμανό αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β 57. Αυτό ήταν το τέλος του λατινικού βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Ο Θεόδωρος έλαβε τον τίτλο του «αὐτοκράτορος» και υιοθέτησε τη βυζαντινή αυτοκρατορική στολή, ακόμη και τα κόκκινα υποδήματα 58. Αυτό σήμαινε ότι αρνούνταν να αναγνωρίσει τον αυτοκρατορικό τίτλο του Ιωάννη Γ Δούκα Βατάτζη, που είχε στεφθεί στη Νίκαια το 1222. Κατά το Θεόδωρο, ο ίδιος, ως απόγονος των ενδόξων οικογενειών των Αγγέλων, Δουκών και Κομνηνών διέθετε συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι του Βατάτζη, που δεν ήταν τόσο ευγενικής καταγωγής και 57. D. Nicol, «Ἀπό τήν ἅλωση στήν ἀνάκτηση τῆς Κωνσταντινούπολης», ΙΕΕ, τ. Θ, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν: Ἀθήνα 1980, σ. 84. 58. Γεωργίου Ἀκροπολίτη, Χρονική συγγραφή, εἰσαγ. μτφρ. σχόλια Σπ. Σπυρόπουλου, ἐκδ. Ζήτρος: Θεσσαλονίκη 2004, σ. 146, «πορφυρίδα τε ὑπενδύεται καί ἐρυθρά περιβάλλεται πέδιλα». 28
χρωστούσε το θρόνο του μόνο στο γεγονός ότι ήταν γαμπρός του Θεόδωρου Λἀσκαρη 59. Παρόλα αυτά, όμως, ο Θεόδωρος ήξερε ότι η χρήση του αυτοκρατορικού τίτλου ήταν, προς το παρόν, μόνο για «εσωτερική κατανάλωση», εφόσον δεν είχε ακόμα επίσημα ανακηρυχθεί και περιβληθεί νομικά με τον τίτλο 60. Όταν, όμως, θέλησε να στεφθεί κι επίσημα αυτοκράτορας, ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Μεσοποταμίτης προέβαλε ισχυρές αντιρρήσεις, ισχυριζόμενος ότι δεν μπορούσε ν αναγνωρίσει άλλον νόμιμο αυτοκράτορα παρά μόνο τον αυτοκράτορα της Νίκαιας. Η στάση του αρχιεπισκόπου εμπόδισε την πραγματοποίηση των σχεδίων του Θεόδωρου, ο οποίος οργισμένος τον υποχρέωσε σύμφωνα με τον ιστορικό Γεώργιο Ακροπολίτη να πάρει το δρόμο της εξορίας 61. Για τη στέψη του ο Θεόδωρος αποτάθηκε τότε στο Δημήτριο Χωματιανό, αρχιεπίσκοπο της Αχρίδας, ο οποίος θεωρούσε ότι «αὐτόνομος ὤν καί μηδενί εὐθύνας ὀφείλων δοῦναι, καί διά ταῦτα ἐξουσίαν ἔχειν βασιλέας χρίειν οὓς τε ἄν καί ὃπου καί ὃτε βούλοιτο» 62. Πριν δεχθεί πάντως ο Χωματιανός συγκάλεσε σύνοδο όλων των επισκόπων του κράτους Θεσσαλονίκης Ηπείρου. Συγκεντρώθηκαν στην Άρτα (Φεβρουάριος 1227) και συνέταξαν συνοδική πράξη με την οποία ανακήρυσσαν το Θεόδωρο σωτήρα, μετά το Θεό και ελευθερωτή των 59. A. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας 1204 1453, μν. έργ., σσ. 643 644. 60. F. Bredenkamp, The Byzantine Empire of Thessaloniki (1224 1242), εκδ. ΚΙΘ: Θεσσαλονίκη 1996, σ. 112. 61. Γεωργίου Ἀκροπολίτη, Χρονική συγγραφή, μν. έργ., σ. 146, «ἀντιστάντος αὐτῷ [του Θεοδώρου] ἐπί τούτῳ στερρότατα τοῦ μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου τοῦ Μεσοποταμίτου, ὅν καί πολλαῑς κακουχίαις καί ἐξορίαις διά ταῦτα ὑπέβαλε τῶν κανονικῶν ἐθῶν ἀντεχόμενον». 62. Γεωργίου Ἀκροπολίτη, Χρονική συγγραφή, ένθ. αν., σ. 146. 29
Ελλήνων από το λατινικό και το βουλγαρικό ζυγό. Η πράξη αυτή, που επέτρεψε στο Θεόδωρο να αυτοτιτλοφορηθεί «Θεόδωρος ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων, Κομνηνός ὁ Δούκας» 63, γνωστοποιήθηκε στην κυβέρνηση της Νίκαιας, όπου προκάλεσε αναστάτωση. Με τη σειρά του ο αυτοκράτορας της Νίκαιας, Ιωάννης Γ Βατάτζης και ο πατριάρχης Γερμανός Β (1223 1240) συγκάλεσαν σύνοδο σαράντα αρχιεπισκόπων στη Νίκαια. Η σύνοδος με τη συγκατάθεση του Βατάτζη, έστειλε επιστολή στο Θεόδωρο, με την οποία του γνωστοποιούσε ότι η πράξη, που είχε συντελεστεί με την υποκίνησή του, ήταν παράνομη από πλευράς εκκλησιαστικής και ότι το συμφέρον των Ελλήνων δεν επέτρεπε την ύπαρξη δύο αυτοκρατόρων 64. Ο Θεόδωρος, όμως, όχι μόνο δεν έδωσε σημασία, αλλά αντίθετα μάλιστα προσπαθούσε να πείσει τους επισκόπους του να συστήσουν με δική τους πρωτοβουλία μια αυτόνομη Εκκλησία στην Ήπειρο. Οι επίσκοποι δεν συμφώνησαν, αλλά συμβιβάστηκαν να ζητήσουν από τη Νίκαια την αναγνώριση της εκκλησιαστικής τους αυτονομίας. Ο Γερμανός Β αρνήθηκε και επήλθε ρήξη, με αποτέλεσμα το όνομα του πατριάρχη να σταματήσει να μνημονεύεται κατά τη Θεία Λειτουργία στην Ήπειρο. Με τη σειρά του ο πατριάρχης επέρριψε στον αρχιεπίσκοπο Αχρίδας Δημήτριο Χωματιανό βαριές κατηγορίες και τον κατηγόρησε για σχισματικές προθέσεις 65, διότι, αφού «έστεψε» το Θεόδωρο 63. Η στέψη του Θεόδωρου Αγγέλου Κομνηνού Δούκα ως αυτοκράτορα έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο Απριλίου Αυγούστου 1227 από τον Δημήτριο Χωματιανό, παρουσία του μητροπολίτη Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου, βλ. F. Bredenkamp, The Byzantine Empire of Thessaloniki (1224 1242), μν. έργ., σ. 126. 64. Ο. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, μν. έργ., σσ. 156 157. 65. H. Beck, Ἱστορία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στή Βυζαντινή Αὐτοκρατορία, τ. Β, μτφρ. Λ. Ἀναγνώστου, ἐκδ. Στ. Βασιλόπουλου: Ἀθήνα 2004, σσ. 112 113. 30
εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, χωρίς να είναι επίσκοπος της πόλης, υπό το τίτλο «ἀρχιεπίσκοπος Πρώτης Ἰουστινιανῆς, Ἀχριδῶν καί πάσης Βουλγαρίας», οπότε έδινε την εντύπωση ότι δημιουργείται μια νέα Εκκλησία εντός της κανονικής δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου με επικεφαλή το Δημήτριο Χωματιανό 66. Το διάβημα αυτό αποδεικνύει ότι η πολιτική δε χώριζε μόνο τους Έλληνες ηγεμόνες, αλλά και τον κλήρο, που υφίστατο την επιρροή τους, γεγονός που εμπόδιζε, εκείνη την ευνοϊκή στιγμή, κάθε συνεννόηση για την αποκατάσταση του βυζαντινού κράτους και επιπρόσθετα απειλούσε με σχίσμα την Ορθόδοξη Εκκλησία. Το 1230, ο Θεόδωρος συγκρούστηκε στην Κολοκοτινίτζα μεταξύ Αδριανούπολης και Φιλιππούπολης τον τσάρο των Βουλγάρων Ιωάννη Β Ασέν (1218 1241). Η μάχη ήταν σφοδρή και ο στρατός του Θεόδωρου εξοντώθηκε από το βουλγαρικό στρατό ο ίδιος κι οι συμπολεμιστές του αιχμαλωτίστηκαν από τους Βουλγάρους. Η ήττα του Θεόδωρου στη μάχη της Κολοκοτινίτζας υπήρξε σημαντικότατος ιστορικός σταθμός στον αγώνα για την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, επειδή παρέλυσε εντελώς τις προσπάθειες του βασιλείου της Θεσσαλονίκης για την αποκατάσταση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Χωρίς το ατυχές για το Θεόδωρο περιστατικό θα είχε προηγηθεί της αυτοκρατορίας της Νίκαιας στην ανάκτηση της Πόλης. Εν πάση περιπτώσει, η δράση και τα πολεμικά του κατορθώματα διευκόλυναν πολύ τον αυτοκράτορα της Νίκαιας ανοίγοντάς του το δρόμο 67. Μετά τη μάχη της Κολοκοτινίτζας ο Μανουήλ, νεότερος αδελφός του Θεόδωρου, τον διαδέχθηκε στο θρόνο της Θεσσαλονίκης. Ο 66. Γ. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, τ. Β, μν. έργ., σ. 148. 67. Ο. Tafrali, Η Θεσσαλονίκη από τις απαρχές έως τον 14 ο αιώνα, μν. έργ., σσ. 158 159. 31
Μανουήλ διατήρησε, αρχικά, την κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη, στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο, που ήταν, όμως, μόνο σκιά της παλιάς δύναμης του Θεόδωρου. Ο Ιωάννης Β Ασέν, δεν τον ενόχλησε καθόλου και ο Μανουήλ μπόρεσε να βασιλεύσει επί μία δεκαετία και να κυβερνήσει ένα κράτος, του οποίου τα εδάφη, όμως, είχαν πολύ περιοριστεί, επειδή ο τσάρος της Βουλγαρίας, επωφελούμενος της νίκης του, επεξέτεινε την κυριαρχία του στα εδάφη της Θράκης, της Μακεδονίας, καθώς και σε ένα τμήμα της Αλβανίας, που ανήκαν στο κράτος της Θεσσαλονίκης. Επίσης την ηγεσία στην Ήπειρο ανέλαβε ο Μιχαήλ Β, νόθος γιος του Μιχαήλ Α Αγγέλου. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ο ηγεμόνας της Θεσσαλονίκης να σταματήσει πια να διεκδικεί το θρόνο της Κωνσταντινούπολης 68. Χαρακτηριστικό της αδύναμης θέσης του Μανουήλ Αγγέλου είναι το περιστατικό, που διηγείται ο Γεώργιος Ακροπολίτης, όπου κάποιος από τους πρέσβεις του Ιωάννη Βατάτζη ειρωνεύεται το Μανουήλ, ο οποίος υπέγραφε με κόκκινο μελάνι, όπως οι αυτοκράτορες 69. Όσον αφορά τα εκκλησιαστικά θέματα, ο Μανουήλ θέλησε αρχικά να διατηρήσει τη σχετική αυτονομία της Εκκλησίας του δεσποτάτου επιθυμώντας μάλιστα να επαναφέρει το, προ του 733, καθεστώς όταν η Εκκλησία του Ιλλυρικού υπαγόταν ως εξαρχία στον παπικό θρόνο. Βρήκε, όμως, σφοδρή αντίσταση από κλήρο και λαό, οπότε εγκατέλειψε 68. G. Ostrogorsky, Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους, μν. έργ., σσ. 114 115 και 120. 69. Γεωργίου Ἀκροπολίτη, Χρονική συγγραφή, μν. έργ., σσ. 170 και 172 : «ὁ μέν οὖν ἀδελφός αὐτοῦ [του Θεόδωρου Αγγέλου] Μανουήλ ὁ Ἂγγελος, ὃς δεσποτικῷ ἀξιώματι παρά τοῦ ἀδελφοῦ τετίμητο περί τήν Θεσσαλονίκην ἀπῄει καί δεσπότης ὠνομάζετο, ταύτης τε κυριεύων καί τῶν περί αὐτήν, ἐρυθροῑς δέ γράμμασι τάς αὐτοῦ γραφάς ἐπεκύρου, πρός ὃν καί ἀπέσκωψε τις τῶν πρέσβεων παρά τοῦ βασιλέως Ἱωάννου ἀποσταλείς, ὡς εἰς σέ καί μᾶλλον ἁρμόσει τό εἰς Χριστόν ψαλτῳδούμενον, σέ τόν βασιλέα καί δεσπότην» 32
την ιδέα 70. Επειδή, εξάλλου, επιθυμούσε να συνδιαλλαγεί με τον Ιωάννη Βατάτζη της Νίκαιας, ο Μανουήλ ζήτησε για το σκοπό αυτό τη μεσολάβηση του πατριάρχη Γερμανού Β, ώστε να επιστρέψει η «δυτική» 71 Εκκλησία στους κόλπους του πατριαρχείου της Νίκαιας. Τον Αύγουστο του 1232 απέστειλε «πιττάκιον» στον πατριάρχη Γερμανό, ο οποίος με τη σειρά του έστειλε ως πληρεξούσιό του στην Ελλάδα το μητροπολίτη Αγκύρας Χριστόφορο με τον πρόσθετο τίτλο του «ἐξάρχου» της «δυτικής» Εκκλησίας. Ο Χριστόφορος Αγκύρας έφθασε στην Ελλάδα το 1233. Πρώτο μέλημά του ήταν να συγκαλέσει τη σύνοδο και να διακηρύξει τον τερματισμό του «σχίσματος» μεταξύ του πατριαρχείου της Νίκαιας και της «δυτικής» Εκκλησίας. Η διακήρυξη αυτή ικανοποίησε το Μανουήλ, που με επιστολή του προς τον πατριάρχη το συνέχαιρε για την αποκατάσταση της ενότητας της Εκκλησίας 72. Τελικά, το 1235, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Μανουήλ διορίσθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στις επισκοπές του δεσποτάτου Θεσσαλονίκης 73. Στο πνεύμα, επίσης, των καλών σχέσεων με την αυτοκρατορία της Νίκαιας ο Μανουήλ δεν επέμεινε στον τίτλο του «αὐτοκράτορος». Απόδειξη αυτού αποτελεί η συνθήκη, που υπέγραψε το 1234 ο Μανουήλ, με την πόλη Ραγούζα, που βρίσκεται στην Αδριατική θάλασσα. Στο έγγραφο αυτό ο μονάρχης της Θεσσαλονίκης υπογράφει «Μανουήλ 70. Γ. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, μν. έργ., σ. 149. 71. Σημ. τ. γράφ., Ως «δυτική» εκκλησία εννοείται εδώ το δυτικό τμήμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή οι ελλαδικές επαρχίες, που ανήκαν στο δεσποτάτο της Θεσσαλονίκης Ηπείρου. 72. D. Nicol, «Τό Δεσποτάτο τῆς Ἠπείρου», ΙΕΕ, τ. Θ, Ἐκδοτική Ἀθηνῶν: Ἀθήνα 1980, σ. 104. 73. Γ. Κονιδάρη, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, μν. έργ., σ. 149. 33
Δεσπότης ὁ Δούκας» 74. Το 1240, όμως, ο Ιωάννης Β Ασέν, νυμφεύθηκε την Ειρήνη, θυγατέρα του Θεοδώρου Αγγέλου. Ο γάμος αυτός άλλαξε εξ ολοκλήρου τις διαθέσεις του Βούλγαρου μονάρχη απέναντι στον αιχμάλωτό του και αποφάσισε να τον βοηθήσει να ανακαταλάβει το θρόνο του. Οι συνθήκες φαίνονταν αρκετά ευνοϊκές, επειδή τότε οι Θεσσαλονικείς ήταν πολύ δυσαρεστημένοι εξαιτίας της λατινόφιλης πολιτικής του Μανουήλ. Ο Θεόδωρος επωφελήθηκε από τις διαθέσεις αυτές και με τη βοήθεια του γαμπρού του κατόρθωσε να μπει στη Θεσσαλονίκη μεταμφιεσμένος και να οργανώσει μια συνωμοσία, που ανέτρεψε το Μανουήλ, ο οποίος επιβιβάσθηκε σ ένα πλοίο και κατέφυγε στους Σελτζούκους της Αττάλειας στη νότια Μικρά Ασία. Αρνούμενος ν ανέβει ο ίδιος στο θρόνο, ο Θεόδωρος τον παραχώρησε στο γιο του Ιωάννη και κράτησε το δικαίωμα να τον βοηθά με τις συμβουλές του. Η εξορία του Μανουήλ στο σουλτανάτο της Μικράς Ασίας συνιστούσε πολιτικό σφάλμα, αφού, με τη βοήθεια των Σελτζούκων, πήγε στον Ιωάννη Βατάτζη, ο οποίος θέλησε να τον χρησιμοποιήσει για τα δικά του πολιτικά σχέδια. Με την υποστήριξή του ο Μανουήλ εισέβαλε, το 1241, πρώτα στη Θεσσαλία και κατόπιν στη Μακεδονία. Ο δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Β και ο Θεόδωρος Άγγελος, που κατηύθυνε στην ουσία την πολιτική του δεσποτάτου της Θεσσαλονίκης, άρχισαν διαπραγματεύσεις με το Μανουήλ και κατέληξαν σε συμφωνία, όπου ο καθένας τους αναλάμβανε την υποχρέωση να σεβαστεί τις κτήσεις των δύο άλλων. Όμως, ο Μανουήλ πέθανε στη διάρκεια του 1241, αφήνοντας κληρονόμο των κτήσεών του το Μιχαήλ Β, δεσπότη της 74. Ν. Λάππα, Πολιτική Ιστορία του κράτους της Ηπείρου κατά τον 13 ο αιώνα, διδακτορική διατριβή: Θεσσαλονίκη 2007, σ. 157. 34