Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεώργιο Κάπο, Αντιπρόεδρο, Κωνσταντίνο Βαρδαβάκη, Στυλιανό Πατεράκη, Γεράσιμο Σιμόπουλο και Ρωμύλο Κεδίκογλου, Αρεοπαγίτες. ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 24 Απριλίου 2002, με την παρουσία και της γραμματέως Δήμητρας Φαραγγά, για να δικάσει μεταξύ: Της αναιρεσείουσας:, κατοίκου Παπάγου Αττικής, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευστράτιο (Στρατή) Δομαζινάκη, βάσει δηλώσεως κατ' άρθρ. 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. Της αναιρεσίβλητης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρείας με την επωνυμία " " και έδρα την Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης. Εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Ιωάννα Αχουζαρίδη-Γαλάνη. Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 29 Σεπτεμβρίου 1995 ανακοπή και τους από 14 Φεβρουαρίου 1996 πρόσθετους λόγους ανακοπής της ήδη αναιρεσείουσας που κατατέθηκαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 2777/1997 του ίδιου Δικαστηρίου και 7143/2000 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 30 Ιανουαρίου 2001 αίτησή της. Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο εισηγητής Αρεοπαγίτης Στυλιανός Πατεράκης ανέγνωσε την από 27 Μαρτίου 2002 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Η πληρεξούσια της αναιρεσίβλητης ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως και την καταδίκη της αντιδίκου στη δικαστική δαπάνη. ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, τα έγγραφα δε αυτά, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η έλλειψη της ανωτέρω ειδικής διαδικαστικής προϋποθέσεως της εγγράφου αποδείξεως της απαιτήσεως στη δίκη της ανακοπής, που ασκείται κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, ερευνάται από το δικαστήριο μόνον όταν προβάλλεται με λόγο ανακοπής, δοθέντος ότι αυτής οι λόγοι προβαλλόμενοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋποθέσεως, είτε κατά της υπάρξεως της απαιτήσεως οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης (Ολομ. ΑΠ 10/1997). Εξάλλου, ως μη προσκρούουσα στη δημόσια τάξη, είναι έγκυρη η μεταξύ της παρασχούσας την πιστωτική κάρτα Τράπεζας και του κομιστή της κάρτας συμφωνία κατά την οποία το απόσπασμα του τηρούμενου από την Τράπεζα, μηχανογραφικώς στο ηλεκτρονικό κέντρο, λογαριασμού του κατόχου της κάρτας, το οποίο δεν συνιστά έγγραφο από τα μνημονευόμενα στα άρθρα 444 παρ. 1 ΚΠολΔ, θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής του κατόχου της κάρτας από τη χρησιμοποίησή της. Στην περίπτωση αυτή το εν λόγω απόσπασμα, αναγορευόμενο συμβατικώς σε έγγραφο με πλήρη απόδειξη, πληροί, σε συνδυασμό και με την περιέχουσα την ανωτέρω συμφωνία και τους λοιπούς όρους έγγραφη σύμβαση για τη χορήγηση της πιστωτικής κάρτας και τη χρησιμοποίησή της, την απαίτηση της προπαρατεθείσας διατάξεως και συνεπώς δύναται να στηρίξει κατά νόμο την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά του
κομιστή της πιστωτικής κάρτας (ΑΠ 1468/1995). Αν δε ο οφειλέτης και κάτοχος της πιστωτικής κάρτας, κατά τη διάρκεια που η ως άνω σύμβαση ήταν ενεργός αναγνώρισε κατά το περιοδικό ή ενδιάμεσο κλείσιμο του τηρούμενου λογαριασμού για την κίνηση της πιστωτικής κάρτας, το προσωρινό υπόλοιπο, που προέκυπτε απ' αυτό, το υπόλοιπο αυτό, εάν δεν ορίσθηκε διαφορετικά, αποτελεί το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού για το μεταγενέστερο χρόνο με συνέπεια, κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού της νέας περιόδου, να μην απαιτείται εκκαθάριση αυτού και παράθεση στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής του οριστικού υπολοίπου των κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε α) ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι το απόσπασμα του ανοιγέντος με τη χορήγηση της πιστωτικής κάρτας και τηρούμενου από την αναιρεσίβλητη Τράπεζα, μηχανογραφικώς στο ηλεκτρονικό της κέντρο, λογαριασμού της αναιρεσείουσας παρέχει πλήρη έγγραφη απόδειξη της κινήσεως του λογαριασμού μέχρι το κλείσιμο αυτού, β) ότι το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής προέκυπτε από τα έγγραφα που είχε νόμιμα επικαλεσθεί και προσκομίσει η αναιρεσείουσα στο Μονομελές Πρωτοδικείου Αθηνών προκειμένου να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, μεταξύ των οποίων (έγγραφων) περιλαμβάνεται 1) επίσημο αντίγραφο αποσπάσματος των βιβλίων της πιστούχου τράπεζας και τώρα αναιρεσίβλητης το οποίο περιέχει την κίνηση του εν λόγω ανοικτού λογαριασμού κατά το από 12.11.1990 μέχρι και 31.12.1993 χρονικό διάστημα, και 2) η ακολούθως σημειούμενη επιστολή αναγνωρίσεως του υπολοίπου του λογαριασμού γ) ότι η αναιρεσείουσα οφειλέτρια κάτοχος της πιστωτικής κάρτας, κατά τη διάρκεια που η πιστωτική ως άνω σύμβαση ήταν ενεργός, αναγνώρισε με την από 15.10.1990 επιστολή της προς την πιστούχο Τράπεζα και τώρα αναιρεσίβλητη, οφειλή της ύψους 749.254 δραχμών, δ) ότι το αναγνωρισθέν αυτό από την αναιρεσείουσα ποσό αποτέλεσε το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της μεταγενέστερης περιόδου εξού λόγου το Εφετείο έκρινε ότι κατά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού στις 23.2.1994 δεν απαιτείτο η παράθεση στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής των επί μέρους κονδυλίων του λογαριασμού για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η πιο πάνω αναγνώριση, ε) ότι από το ως άνω απόσπασμα των βιβλίων της αναιρεσίβλητης αποδεικνύεται ότι το ύψος της οφειλής της αναιρεσείουσας την 31-12-1993 ήταν 1.109.737 δραχμές ποσό για το οποίο ζητήθηκε η έκδοση διαταγής πληρωμής. Κρίνοντας έτσι το Εφετείο, έλαβε υπόψη τον, ως πρόσθετο λόγο της ανακοπής προβληθέντα νόμιμα, ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η απαίτηση της αναιρεσίβλητης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής δεν αποδεικνύεται εγγράφως. Ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλεται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ανωτέρω ισχυρισμό της αναιρεσείουσας είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, το κλείσιμο του λογαριασμού, επερχόμενο και με ρητή ή σιωπηρή καταγγελία του ενός των μερών, δεν αποτελεί στοιχείο της κινήσεως του τηρούμενου λογαριασμού, εντεύθεν δε ο ισχυρισμός ότι το απόσπασμα του λογαριασμού δεν παρείχε πλήρη έγγραφη απόδειξη λόγω μη αναφοράς του κλεισίματος του λογαριασμού ήταν επουσιώδης και η μη λήψη δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως. Κατά τα λοιπά υπό την επίκληση πλημμέλειας από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. πλήσσει την από το Εφετείο εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ειδικά ως προς το ύψος του ποσού για το οποίο εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, ώστε είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος αυτού με το οποίο προβάλλει επικουρικώς αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. για
παραβίαση των αναφερόμενων διατάξεων ουσιαστικού δικαίου, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος γιατί δεν αναφέρονται 1) οι πραγματικές διαπιστώσεις (παραδοχές) που θεμελίωσαν την κρίση του δικαστηρίου για το βάσιμο ή μη της ανακοπής ή του ισχυρισμού (Ολομ. ΑΠ 27/1998) και η νομική συνέπεια, η οποία καταγνώσθηκε βάσει αυτών και 2) το νομικό σφάλμα, δηλαδή που ακριβώς εντοπίζεται η παράβαση κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του κανόνα (Ολομ. 1/1995). Περαιτέρω ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος αυτού με το οποίο, κατ' ορθήν εκτίμηση, προβάλλεται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 12 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι το επίσημο αντίγραφο αποσπάσματος των βιβλίων της αναιρεσίβλητης, το οποίο περιέχει την κίνηση του λογαριασμού δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτό ως αποδεικτικό μέσο προς έκδοση της διαταγής πληρωμής ενόψει του ότι δεν περιέχει ορισμένη και εκκαθαρισμένη απαίτηση είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ενόψει της ανωτέρω παραδοχής του Εφετείου ότι μεταξύ της παρασχούσας την πιστωτική κάρτα αναιρεσίβλητης Τράπεζας και της κομίστριας της κάρτας (αναιρεσείουσας) συμφωνήθηκε ότι το απόσπασμα του τηρούμενου από την αναιρεσίβλητη, μηχανογραφικώς στο ηλεκτρονικό κέντρο, λογαριασμού της κατόχου της κάρτας αναιρεσείουσας, το οποίο δεν συνιστά έγγραφο από τα μνημονευόμενα στα άρθρα 444 παρ. 1 και 448 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., θα αποτελεί πλήρη απόδειξη της οφειλής της κατόχου της κάρτας από τη χρησιμοποίησή της. Εξάλλου ενόψει της παραδοχής του Εφετείου ότι για την έκδοση της διαταγής πληρωμής προσκομίσθηκε επιστολή με την οποία η αναιρεσείουσα κάτοχος της πιστωτικής κάρτας αναγνώρισε στις 15-10-1990 οφειλή της ύψους 749.254 δραχμών, όπως αυτή θα διαμορφωνόταν μέχρι τις 12-11-1990, για το αναγνωρισθέν αυτό ποσό δεν ήταν αναγκαία η παράθεση στο λογαριασμό των επί μέρους κονδυλίων κινήσεως για την περίοδο που αφορά η δήλωση αναγνωρίσεως. Εντεύθεν είναι αβάσιμος ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος αυτού με το οποίο κατ' ορθήν εκτίμηση, προβάλλεται αιτίαση εκ του άρθρου 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε το διαδικαστικό απαράδεκτο που δημιουργήθηκε κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής με βάση το ανωτέρω απόσπασμα των βιβλίων της αναιρεσίβλητης το οποίο, κατά την αναιρεσείουσα, δεν αποδείκνυε άμεσα την απαίτηση και το ποσό αυτής. Επειδή από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623 και 624 Κ.Πολ.Δ. συνάγεται, ότι μπορεί να ζητηθεί κατά τη ειδική διαδικασία των άρθρων 624 επομ. Κ.Πολ.Δ. η έκδοση διαταγής πληρωμής για το οφειλόμενο κατάλοιπο τηρούμενου λογαριασμού για την κίνηση πιστωτικής κάρτας εφόσον τούτο είναι ορισμένο κατά το ποσόν και δεν εξαρτάται από αίρεση ή προθεσμία και υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύονται εγγράφως α) η σύμβαση ανοίγματος του λογαριασμού, β) το κλείσιμό του και γ) το υπόλοιπο που προέκυψε από το κλείσιμό του και στηρίζει την απαίτηση του αιτούντος. Όπως δε συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623,626 παρ. 3, 628 παρ. 1 εδαφ. α, 630 εδαφ. γ και δ και 633 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. δεν αποτελούν αναγκαίως περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής τα έγγραφα τα οποία επισυνάπτονται και αναφέρονται στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής. Στην προκείμενη περίπτωση από την εκτίμηση του περιεχομένου της διαταγής (άρθρο 561 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.) με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει, ότι σ' αυτήν αναφέρονται τα ακόλουθα έγγραφα : 1) η από 16-10-1989 πιστωτική σύμβαση για χορήγηση πιστωτικής κάρτας (εμποροκάρτας) που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων 2) επίσημο αντίγραφο αποσπάσματος των βιβλίων της πιστούχου Τράπεζας το οποίο περιέχει κίνηση του εν λόγω ανοικτού λογαριασμού κατά το από 12-11-1990 μέχρι και 31-12- 1993 χρονικό διάστημα, 3) η από 23-2-1994 εξώδικη δήλωση της αναιρεσίβλητης, η οποία επιδόθηκε στην αναιρεσείουσα στις 28-2-1994 με
την οποία της γνωστοποιούσε ότι το χρέος αυτής με τους τόκους μέχρι την 31-12-1993 είχε ανέλθει στο ποσό του 1.190.737 δραχμών και συγχρόνως κατάγγειλε τη σύμβαση παροχής της εν λόγω πιστωτικής κάρτας. Μόνη η παράλειψη αναγραφής στη διαταγή πληρωμής της από 15-10-1990 επιστολής της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη η οποία αναφέρεται στην αίτηση για έκδοση διαταγής και με την οποία, όπως έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη, η αναιρεσείουσα αναγνώρισε ότι το συνολικό ποσό της οφειλής της στις 12-11- 1990 θα ανερχόταν στο ποσό των 749.254 δραχμών και το οποίο ποσό αποτέλεσε το πρώτο κονδύλιο του λογαριασμού της μεταγενέστερης περιόδου, δεν επάγεται την ακύρωση της διαταγής, ενόψει του ότι, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρονται στην αίτηση για έκδοση διαταγής πληρωμής τα ανωτέρω έγγραφα από τα οποία, σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης, αποδεικνύεται η απαίτηση και το ποσό αυτής. Τα έγγραφα αυτά δεν αποτελούν αναγκαίως περιεχόμενο της διαταγής πληρωμής. Ο περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος αναιρέσεως κατά το μέρος αυτού με το οποίο, κατ' ορθήν εκτίμηση, προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 14 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι το Εφετείο παρά το νόμο δεν κήρυξε διαδικαστικό απαράδεκτο το οποίο δημιουργήθηκε από τη μη αναγραφή στη διαταγή πληρωμής της ως άνω επιστολής της αναιρεσείουσας με την οποία αναγνωρίσθηκε το μέχρι 12-11-1990 προσωρινό υπόλοιπο είναι αβάσιμος. Επειδή κατά το άρθρο 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. είναι απαράδεκτος λόγος αναιρέσεως που στηρίζεται σε ισχυρισμό, ο οποίος δεν προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν μπορεί να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλμα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση και γ) για ισχυρισμό που αφορά τη δημόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, η οποία αποτελεί εκδήλωση της θεμελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νομιμότητα της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας με βάση την πραγματική και νομική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναιρέσεως, η συνδρομή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Ειδικότερα πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι ο ισχυρισμός που στηρίζει το λόγο αναιρέσεως, είχε προταθεί στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, και μάλιστα ότι είχε προταθεί νομίμως (Ολ. ΑΠ 1/1987). Ενόψει αυτών, ο τρίτος λόγος αναιρέσεως με τον οποίον προβάλλεται πλημμέλεια από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι το Εφετείο που δίκασε κατ' εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 17 παρ. 1γ Κώδικα Χαρτοσήμου, άρθρο 19 παρ. 9 ν. 1882/1990, άρθρα 361, 806 ΑΚ, 112 Εισαγ. Ν. ΑΚ και άρθρο 47 Ν.Δ. 17.7/13-8-1923 και 2 ν.δ. 548/48 έκρινε ότι είναι έγκυρη η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ενώ έπρεπε να δεχθεί ακυρότητα αυτής γιατί η από 15.10.1990 επιστολή της αναιρεσείουσας προς την αναιρεσίβλητη, με βάση την οποία φέρεται ότι έγινε μερική αναγνώριση του προς την αναιρεσίβλητη χρέους, δεν φέρει κινητό επίσημα με αποτέλεσμα να συμπαρασύρει στην ακυρότητα και το απόσπασμα εκ των βιβλίων της αναιρεσίβλητης, το οποίο στηρίχθηκε στο σύμφωνο αυτό αναγνώρισης, πρέπει ν' απορριφθεί προεχόντως ως αόριστος αφού η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει ότι τον ισχυρισμό περί ακυρότητας της διαταγής πληρωμής, για την προεκτεθείσα αιτία, που δεν εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις του άρθρου 562 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. και στον οποίο στηρίζεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως, προέτεινε ως ώφειλε στο δικαστήριο της ουσίας, ούτε αναφέρει τον τρόπο και το χρόνο προτάσεώς του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν ήταν παραδεκτός και νόμιμος. Επειδή με την ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής, η οποία υπόκειται και στη ρύθμιση των άρθρων 583 επομ. Κ.Πολ.Δ., προβάλλονται λόγοι είτε κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής για έλλειψη διαδικαστικής προϋπόθεσης, είτε
κατά της ύπαρξης της απαίτησης (Ολομ. ΑΠ 10/1997). Εξάλλου κατά το άρθρο 585 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. το έγγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 έως 120, και τους λόγους της. Νέοι λόγοι μπορούν να προταθούν μόνο με πρόσθετο δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται η ανακοπή, κάτω από το οποίο συντάσσεται έκθεση, και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση. Από τη διάταξη αυτή, που έχει εφαρμογή και στην ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (άρθρ. 632 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), προκύπτει ότι νέοι λόγοι, οι οποίοι δεν περιέχονται στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά με τρόπο διαφορετικό από τον οριζόμενο στο άρθρο 585 παρ. 2 εδαφ. β Κ.Πολ.Δ., όπως με τις έγγραφες προτάσεις του ανακόπτοντος της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας δίκης ή με το δικόγραφο της εφέσεως εναντίον αποφάσεως που απορρίπτει την ανακοπή ή με εκείνο των προσθέτων λόγων έφεσης. Άλλοι λόγοι που δεν περιέχονται στο δικόγραφο της ανακοπής ή σε εκείνο των προσθέτων λόγων δεν εξετάζονται από το δικαστήριο και αν ακόμη πρόκειται για λόγους που συνίστανται σε ενστάσεις οψιγενείς, των οποίων ο χρόνος γενέσεως δεν καθιστούσε δυνατή την προγενέστερη προβολή τους, με τήρηση της διατάξεως του άρθρου 585 παρ. 2 εδάφ. β του Κ.Πολ.Δ., η οποία, λόγω της ειδικότητας της, κατισχύει των γενικών διατάξεων των άρθρων 269 και 527 του κώδικα (ΑΠ 309/1999, ΑΠ 683/1999). Περαιτέρω κατά το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" κατά την έννοια του νόμου θεωρούνται οι αυτοτελείς πραγματικοί ισχυρισμοί των διαδίκων που συγκροτούν την ιστορική βάση (και συνεπώς θεμελιώνουν το αίτημα) αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως (Ολομ. ΑΠ 3/1997). Για να ιδρυθεί ο λόγος, θα πρέπει ο ισχυρισμός να είχε προταθεί ενώπιον του δικαστηρίου που εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη κατά τρόπο ορισμένο και παραδεκτό, να είναι νόμιμος και ν' ασκεί επίδραση στην έκβαση της δίκης (Ολομ. ΑΠ 2/1989). Συνεπώς δεν ιδρύει το λόγο η παράλειψη απαντήσεως σε ισχυρισμό απαράδεκτο. Στην προκείμενη περίπτωση με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. για το λόγο ότι το Εφετείο δεν εξέτασε "τον προβληθέντα με πρόσθετο λόγο έφεσης" ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ότι η αναιρεσίβλητη κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής προέβη κατά τρόπο ανεπίτρεπτο και παράνομο σε ανατοκισμό και κεφαλαιοποίηση τόκων σε χρονικά διαστήματα μικρότερα του εξαμήνου, χωρίς καμία ειδική περί ανατοκισμού των τόκων συμφωνία. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο της αναιρέσεως, προβλήθηκε απαραδέκτως για πρώτη φορά με πρόσθετο λόγο έφεσης, ενώ έπρεπε να προβληθεί με λόγο ανακοπής ή πρόσθετο λόγο ανακοπής. Συνεπώς, το Εφετείο παραλείποντας να απαιτήσει στον απαραδέκτως προβληθέντα ως άνω ισχυρισμό, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 30 Ιανουαρίου 2001 αίτηση της για αναίρεση της 7143/2000 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων εξήντα (1.060) Ευρώ. Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 14 Μαΐου 2002. Και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, στις 23 Μαΐου 2002. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ