Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ: ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΡΥΑΣ ΣΤΟ ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ *

Σχετικά έγγραφα
ηαποκάλυψη αρχαιοτήτων στις βορειοανατολικές υπώρειες του λοφώδους

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Το σύνολο των βραχογραφιών και κάτω λεπτομέρεια

ΕΓΧΑΡΑΚΤΗ ΚΕΡΑΜΕΙΚΗ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΠΕΛΛΑΣ1

Οικισμός αρχαιότερης και μέσης νεολιθικής στα Ρεβένια Κορινού. Πρώτα αποτελέσματα της μελέτης της κεραμικής.

ΤΟ ΠΑΛΑΜΑΡΙ ΤΗΣ ΣΚΥΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ANCIENT MACEDONIA SIXTH INTERNATIONAL SYMPOSIUM VOLUME 1 ΕΚΤΟ ΑΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΜΟΣ 1 OFFPRINT ΑΝΑΤΥΠΟ

Η Κεραμική της Εποχής του Χαλκού στη Μακεδονία

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Αρχαιολογικός κάνναβος και στρωματογραφία

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Η Παλαιοανακτορική Κρήτη (ΜΜΙΒ ΜΜΙΙΙΑ)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ

σε δράση Μικροί αρχιτέκτονες Όνομα μαθητή Εκπαιδευτικό πρόγραμμα Εκπαιδευτικό πρόγραμμα για μαθητές Γυμνασίου

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2016)

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ. διαιρεί τη δράση του ανθρώπου σε: (πριν τη χρήση γραφής) Β. Εποχή των μετάλλων. μέταλλα. Εποχή του χαλκού

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

Παλαιολιθική και Μεσολιθική εποχή στην Ελλάδα

Ανεμόσπηλια Αρχανών : τα ευρήματα και η ερμηνεία τους

Ο Οικισμός Σκάρκος της Ίου

ΟΙ ΚΥΚΛΙΚΟΙ (ΘΟΛΩΤΟΙ) ΤΑΦΟΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑΡΑΣ ΣΤΗΝ ΝΟΤΙΑ ΚΡΗΤΗ

Αρχαιολογία των γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων ( π.χ.). Δημήτρης Πλάντζος

ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΚΛΕΙΤΣΑΣ Η ΕΠΟΧΗ ΧΑΛΚΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ THE BRONZE AGE IN EPIRUS.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΜΑΡΓΩΜΕΝΟΥ-ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ-ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΤΣΑΚΗΣ

Μετάβαση από Χαλκολιθική σε Εποχή του Χαλκού ή Πολιτισμός της Φιλιάς: /2300 π.χ. Πρώιμη Χαλκοκρατία ή Πρωτοκυπριακή Περίοδος: π.χ.

Η Ελληνιστική Κεραμική

ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ. Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς

διάστημα κατασκευής αυτών των αγγείων περιορίζεται σε δύο έως τρεις γενιές. Ως προς τη χρονολόγησή της βασιζόμαστε στα κεραμικά συνευρήματα που

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΙΑ 10. Το ανάκτορο της Ζάκρου

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα - Νεότερη και Τελική Νεολιθική (5300 π.χ π.χ.)

Αναφορά εργασιών για το 2013 του Αρχαιολογικού Προγράμματος Ανατολικής Βοιωτίας (ΑΠΑΒ)

Κύπρος Ένα νησί ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Iδεολογία κατά την Εποχή του Χαλκού. Κική Πιλάλη, Καθηγήτρια Προϊστορικής Αρχαιολογίας ( )

Νεολιθική εποχή στην Ελλάδα

Η ΑΝΑΣΚΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΣΤΗΝ ΠΛΩΤΙΝΟΠΟΛΗ

Οι αρχαίοι πύργοι της Σερίφου Οι αρχαίοι πύργοι, αυτόνομες οχυρές κατασκευές αποτελούν ιδιαίτερο τύπο κτιρίου με κυκλική, τετράγωνη ή ορθογώνια

ΚΕΡΑΜΙΚΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΤΕΧΝΗ

Αρχαιολογικό μυστήριο στα Γρεβενά. Συντάχθηκε απο τον/την Administrator Κυριακή, 14 Αύγουστος :09 -

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

[IA12] ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ Β

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΣ. Χ ώ ρο ς Π.ΕΛΛΑΣ. Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας

Σφραγίδες και σφραγιστική δραστηριότητα στα νησιά του Αιγαίου κατά την 3 η χιλιετία π.χ. Μαστρογιαννόπουλος Λάμπρος Αρ.

ΝΕΑ ΣΧΕΔΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΡΤΩΝ. Σχεδιαστικά καρτών και κείμενα περιγραφής σχεδίων ΠΡΩΙΜΗ ΚΑΙ ΜΕΣΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ. Master Card Classic Credit

Οργάνωση Σεμιναρίου: Μαρίζα Μαρθάρη The seminar is organized by Marisa Marthari

2 Τροχήλατοι αμφορίσκοι με οριζόντιες λαβές [1]

ΟΙ ΠΑΡΑΠΟΤΑΜΙΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ Ένας διαχρονικός πολιτισμός. μέσοσ ρουσ του Αλιάκμονα(III)

Ησυστηματική ανασκαφική έρευνα στους αρχαιολογικούς

Η προϊστορική ακρόπολη στο Κορφάρι των Αμυγδαλιών του Πανόρμου της Νάξου

Η ΜΕΤΑΧΕΊΡΙΣΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΏΝ Ανασκαφές νεκροταφείων και μεμονωμένων ταφών

Αρχαίος Πύργος Οινόης Αρχαίο Φρούριο Ελευθερών Αρχαιολογικός χώρος Οινόης. Γιώργος Πρίμπας

Δημήτρης Δαμάσκος Δημήτρης Πλάντζος Πανεπιστημιακή Ανασκαφή Άργους Ορεστικού

Τα θέατρα της Αμβρακίας. Ανδρέας Μαυρίκος, ΒΠΠΓ

ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟÏΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

Ύστερη Χαλκοκρατία ή Υστεροκυπριακή περίοδος: 1650/ /1050 π.χ.

ΕΦΟΡΕΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Στο Πλειόκαινο, περ χρόνια: πρώτη εμφάνιση ανθρώπου (Αφρική) -Τεταρτογενές - Πλειστόκαινο = από 2 εκατ. χρόνια π.χ.

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ Το μυστήριο των Δρακόσπιτων

Κατά τα έτη 1903 και 1905 η Βαυαρική Ακαδηµία

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ & ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ

Αλέξανδρος Νικολάου, ΒΠΠΓ

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET14: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Τα σπήλαια στην Περιφερειακή Ενότητα Κοζάνης

Συμβολική και ιδεολογική ζωή.

Αναρτήθηκε από τον/την Δρομπόνης Σωτήριος Πέμπτη, 18 Απρίλιος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Πέμπτη, 18 Απρίλιος :49

τον Τόμαρο και εκβάλλει στον Αμβρακικό και ο Άραχθος πηγάζει από τον Τόμαρο και εκβάλλει επίσης στον Αμβρακικό (Ήπειρος, Ζαγόρι).


ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ΚΑΙ ΛΙΒΑΔΙΑ

CYCLADIC SEMINAR. Dr. Michael Boyd Senior Research Associate at the McDonald Institute for Archaeological Research, University of Cambridge

Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου(ΜΟ)

MIA ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

Η ΙΜΒΡΟΣ ΚΑΙ Η ΤΕΝΕΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΙΜΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

της Φωτιάδου Χαρούλας - Μαρίας

Η Θήρα κατά την 3η Χιλιετία

Η αρχαιολογία της Αλβανίας και οι συσχετισμοί με τις γειτονικές περιοχές: Από τη Νεώτερη Νεολιθική Περίοδο έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

ΝΕΟΛΙΘΙΚΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΑΥΓΗΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΕΣ ΡΑΣΕΙΣ 2014

Κατάλογος Εικόνων Π12993 Π12995

1:Layout 1 10/2/ :00 μ Page 1. το αρχαιολογικό μουσείο ιωαννίνων

Είναι αυτή η πρώτη πόλη της υτικής Ευρώπης;

Λίγα Λόγια για τον Μυκηναϊκό Πολιτισμό

μέσοσ ρουσ του Αλιάκμονα (II) Η ζωη στην κοιλαδα Τοπογραφία: Από την προϊστορία στο σήμερα

To Ιερό Κορυφής του ΒρυςΙνα (II) η μαρτυρια των ευρηματων Συστηματική ανασκαφή

Έκθεση αποτελεσμάτων της ανασκαφής στον Αζοριά (2015)

Υπηρεσία Οργανικής Θέσης: ΚΖ ΕΠΚΑ Υπηρεσία όπου υπηρετώ: ΚΖ ΕΠΚΑ Τηλέφωνο: ,

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ:

ΙΑ02 ΥΣΤΕΡΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΧΑΛΚΟΥ

ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ : Κείμενο του ενημερωτικού εντύπου

Hλίας Αθανασιάδης * Συγκριτική θέση της Ηπείρου ως προς τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας με κριτήριο τους δείκτες ευημερίας

Περιγραφή Χρηματοδοτούμενων Ερευνητικών Έργων 1η Προκήρυξη Ερευνητικών Έργων ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. για την ενίσχυση Μεταδιδακτόρων Ερευνητών/Τριών

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ SET14: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Αρχαιολογική διαχείριση μνημείων,

Ειρήνης 3, Τριανδρία Θεσσαλονίκη

Από τα νεκροταφεία τύμβων του Μακεδονικού Ολύμπου (ΜΟ) I. Γενικά

ΔΕΛΤΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ ΔΕΙΚΤΗ ΚΟ-Ε-3: ΤΟΜΕΑΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ

Η αρχαιολογία της Αλβανίας και οι συσχετισμοί με τις γειτονικές περιοχές: Από τη Νεώτερη Νεολιθική Περίοδο έως και την Ύστερη Εποχή του Χαλκού

Transcript:

ΕΛEΝΗ ΒΑΣΙΛΕIΟΥ Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ: ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΚΡΥΑΣ ΣΤΟ ΛΕΚΑΝΟΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ * «Since the excavations of Carapanos at Dodona in 1878, Epirus has remained terra incognita to the archaeologist» (Hammond 1932, 131) Περίπου ογδόντα χρόνια μετά, η Προϊστορική Ήπειρος εξακολουθεί, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό να παραμένει terra incognita για τους ερευνητές. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στην απουσία έργων υποδομής που θα επέτρεπαν την ανάληψη μεγάλης έκτασης ανασκαφικών δραστηριοτήτων, όσο και στην έλλειψη συστηματικής αρχαιολογικής έρευνας. Επιπρόσθετα, το έντονα ορεινό ανάγλυφο της περιοχής, σε συνδυασμό με τις μεγάλου πάχους επιχώσεις, καθιστούν ακόμη πιο δύσκολο τον εντοπισμό λειψάνων της μακρινής εποχής της Προϊστορίας. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, η κατασκευή μεγάλων οδικών αρτηριών, όπως η Εγνατία Οδός, συνέβαλε σημαντικά στον εμπλουτισμό του καταλόγου των θέσεων της Ύστερης Εποχής του Χαλκού-Πρώιμης Εποχής Σιδήρου (Πλιάκου 2007, 226). Η Ήπειρος, συχνά περιγράφεται ως μια ορεινή, δύσβατη περιοχή, φτωχή σε γεωργικά * Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Έφορο Αρχαιοτήτων, Διευθυντή της ΙΒ EΠΚΑ Δρ. Κωνσταντίνο Ζάχο για την παραχώρηση του υλικού. Ευχαριστίες οφείλονται επίσης στη συνάδελφο Δρ. Ιουλία Κατσαδήμα για τις παρατηρήσεις της σχετικά με τη διαμόρφωση του κειμένου όπως και στον συνάδελφο Δημήτρη Καλπάκη για την παραχώρηση των χαρτών που χρησιμοποιήθηκαν στην προφορική παρουσίαση της παρούσας ανακοίνωσης. Θερμά ευχαριστώ τέλος στη συνάδελφο Δρ. Γεωργία Πλιάκου για τις γόνιμες συζητήσεις και τις σημαντικότατες παρατηρήσεις της κατά τη διάρκεια συγγραφής της ανακοίνωσης. προϊόντα, και απομονωμένη λόγω των υψηλών βουνών που την περιβάλλουν, με κατοίκους κλειστούς και συντηρητικούς. Από την Παλαιολιθική Περίοδο έως και την Εποχή του Σιδήρου οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία και δευτερευόντως με την γεωργία, μετακινούμενοι το χειμώνα στα πεδινά και το καλοκαίρι στα ορεινά με τα κοπάδια τους (Γραβάνη 2007, 235). Κατοικούν σε μικρής έκτασης ατείχιστους οικισμούς κοντά σε πηγές νερού και λιβάδια, που προσφέρονται για βοσκή και καλλιέργεια. Οι οικισμοί αυτοί αποτελούνται από μικρές καλύβες αγνώστου σχήματος με ξυλόπλεχτους τοίχους και λίθινη κρηπίδα συνήθως από ποταμίσιες κροκάλες. Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ Στον τύπο των μικρών ατείχιστων οικισμών ανήκει και η θέση που εντοπίστηκε το 1988, κατά τις εργασίες κατασκευής του γηπέδου ποδοσφαίρου της κοινότητας, στο χωριό Κρύα, στο δημοτικό διαμέρισμα Περάματος του Νομού Ιωαννίνων (Ανδρέου 1988, 604. Ντούζουγλη Ζάχος 1994, 12-14. Ζάχος 1995, 252-253. 1997, 153-166). Η θέση, που υπολογίζεται ότι καταλάμβανε έκταση περίπου ενός στρέμματος, εκτείνεται στις υπώρειες του όρους Μιτσικέλι, στην ελώδη περιοχή ανάμεσα στη λίμνη Παμβώτιδα και την αποξηραμένη

268 ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ σήμερα λίμνη της Λαψίστας (εικ. 1). Μετά από επιφανειακή έρευνα κατά την οποία περισυλλέχτηκε σημαντικός αριθμός οστράκων κρίθηκε απαραίτητη η διενέργεια ανασκαφικών εργασιών σωστικού χαρακτήρα. Ανοίχτηκαν συνολικά επτά τομές (Ι-VII) (εικ. 2). Στις τέσσερις (Ι, ΙΙ, IV, V) εντοπίστηκε σε μικρό βάθος 0,50-0,60μ. το παρθένο αργιλώδες έδαφος. Σε δύο τομές (ΙΙΙ και VI) ωστόσο, όπου αποκαλύφτηκαν δύο επάλληλα στρώματα κατοίκησης με υπολείμματα πυρών (αδιαμόρφωτων εστιών), οι επιχώσεις έφταναν σε αρκετά μεγάλο βάθος (1,20-1,50μ). Οικοδομικά λείψανα υπό την μορφή λιθοσωρών απροσδιόριστου σχήματος εντοπίστηκαν μόνο σε δύο τομές (Ι και IV). Στα κινητά ευρήματα συγκαταλέγονται μεγάλες ποσότητες οστράκων και οστών ζώων, λίγα πήλινα σφονδύλια, εργαλεία από πυριτόλιθο και οστό, καθώς και μια χάλκινη περόνη. Η περόνη, μήκους περίπου 23 εκ. ανήκει στο γνωστό υπομυκηναικό τύπο με το κυκλικής διατομής στέλεχος και την ορθογώνια διεύρυνση στο πάνω μέρος της κεφαλής (εικ. 3: Kilian-Dirlmeier 1984, 66-69, fig. 316, D2. Βοκοτοπούλου Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1994, 136). Οι περόνες αυτού του τύπου χρησιμοποιούνταν συνήθως για την στερέωση του χονδρού μάλλινου επενδύτη των κτηνοτρόφων (Hammond 1976, 138). Στο ανατολικό τμήμα του γηπέδου ήρθαν στο φως δώδεκα αποσπασματικά σωζόμενοι αποθηκευτικοί πίθοι, τοποθετημένοι κατακόρυφα σε στρώμα με καθαρό κοκκινωπό πηλό. Από τους πίθους αυτούς είχε διατηρηθεί μόνον το κατώτερο τμήμα, γεμάτο με καθαρό χώμα και λίγες πέτρες (Heurtley 1926-1927, 163. Δάκαρης 1952, 363, 388). Εξωτερικά η στήριξη των πίθων επιτυγχάνονταν με την χρήση μικρών λίθων. Η ΚΕΡΑΜΙΚΗ Η μελέτη της κεραμικής, η οποία βρίσκεται σε προκαταρκτικό στάδιο, στηρίχτηκε στην εμπειρική παρατήρηση του φυράματος και της επιφάνειας των αγγείων και οδήγησε στη διάκριση της σε δύο μεγάλες ομάδες την τροχήλατη και την χειροποίητη. Η τροχήλατη κεραμική αντιπροσωπεύεται από ελάχιστη ποσότητα οστράκων των μυκηναϊκών, γεωμετρικών και κλασικών χρόνων. Η δε χειροποίητη στην οποία ανήκει η πλειονότητα των οστράκων διακρίνεται στις ακόλουθες κατηγορίες: 1. Άβαφη χονδροειδής διακοσμημένη με εμπίεστες ή εγχάρακτες ταινίες σε συνδυασμό με επίθετα δισκάρια, ελλειψοειδούς σχήματος (Δάκαρης 1951, 178-179. 1952, 368-369) 2. Ημιχονδροειδής με αδρά λειασμένες γκρίζες, μαύρες και καστανές επιφάνειες (Δάκαρης 1951, 178-180. 1952, 369-373). 3. Αμαυρόχρωμη κεραμική τύπου Μπουμπούστι και Βορειοδυτικής Ελλάδας (Δάκαρης 1951, 180-183. 1952, 373-380). 4. Άβαφη πορτοκαλέρυθρη κεραμική (Wardle 1977, 180-181) και 5. Χονδροειδής κεραμική με επιφάνειες ερυθρού χρώματος Αναλυτικότερα: Στην πρώτη κατηγορία (εικ. 4) ανήκουν αγγεία λεπτότοιχα (πάχος τοιχωμάτων 0,006-0,010μ.) και χονδρότοιχα (πάχος τοιχωμάτων 0,008-0,016μ.) με διακόσμηση εμπίεστων ή εγχάρακτων ταινιών περιμετρικά του χείλους, οι οποίες συνδυάζονται με επίθετα δισκάρια ελλειψοειδούς σχήματος στην περιοχή του σώματος των αγγείων. Οι επιφάνειες, χρώματος συνήθως μελανού, ερυθρού και ερυθροκάστανου, είναι στην πλειονότητα τους αδρά λειασμένες. Ο πηλός είναι τεφρός στον πυρήνα με μικρή περιεκτικότητα σε ασβεστολιθικά εγκλείσματα. Αγγεία οικιακής χρήσεως όπως πιθοειδή και βαθιές φιάλες συνθέτουν το σχηματολόγιο της κατηγορίας αυτής Στην Κρύα η κεραμική αυτή εμφανίζεται σε μικρό σχετικά ποσοστό από τα βαθύτερα έως τα ανώτερα στρώματα. Αποτελούσε πιθανότατα προϊόν οικοτεχνίας προορισμένο να εξυπηρετεί τις καθημερινές ανάγκες των κατοίκων του οικισμού. Ο ακριβής χρόνος έναρξης και λήξης της παραγωγής της κεραμικής με πλαστική διακόσμηση, ο τόπος προέλευσης και οι φορείς της

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 269 αποτελούν βασικά ερωτήματα που εξακολουθούν να μένουν αναπάντητα. Ειδικότερα, έχει υποστηριχθεί ότι τα αγγεία με πλαστική διακόσμηση αντλούν την καταγωγή τους από την Τελική Νεολιθική περίοδο και ότι αποτελούν την ντόπια κεραμική των πρώτων αυτοχθόνων κατοίκων της Ηπείρου (Tartaron 2004, 74-77). Η απουσία ωστόσο θέσεων στην Ήπειρο, με συνεχή κατοίκηση από την Νεολιθική και την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού καθιστά αδύνατη προς το παρόν την επιβεβαίωση ή μη της άποψης αυτής. Όσον αφορά στην χρονική διάρκεια παραγωγής της, ο Δάκαρης στηριζόμενος στην συνύπαρξη της με μελαμβαφή όστρακα στην Καστρίτσα και σε αρχαιολογικό στρώμα κάτω από την Ιερά Οικία στη Δωδώνη, υποστήριξε ότι η κεραμική αυτή συνέχισε να παράγεται έως και τον 4ο αι. π.χ. (Δάκαρης 1952, 369. Hammond 1967, 410. Wardle 1977, 176, 182-187. Ζάχος 1997, 156). Άποψη που τέθηκε υπό αμφισβήτηση, δεδομένου ότι ο εντοπισμός οστράκων της κατηγορίας αυτής σε ιστορικά στρώματα θα μπορούσε κάλλιστα να οφείλεται στην διατάραξη των αρχαιολογικών επιχώσεων (Βοκοτοπούλου 1969, 191. Wardle 1977, 187). Τα νεότερα όμως δεδομένα αποδεικνύουν ότι η μονόχρωμη χειροποίητη κεραμική, τουλάχιστον όσον αφορά στην περιοχή του λεκανοπεδίου, συνυπάρχει σχεδόν πάντα με τροχήλατη κεραμική κλασικών και ελληνιστικών χρόνων και συνεχίζει να παράγεται ως τον ύστερο 5 ο αιώνα π.χ. (Πλιάκου 2007, 211, 213). Στη δεύτερη κατηγορία (εικ. 5) ανήκουν αγγεία με καστανομέλανο επίχρισμα, το οποίο φέρει έντονα τα ίχνη του λειαντικού εργαλείου. Κηλίδες ερυθρού ή μελανού χρώματος στην εξωτερική επιφάνεια του αγγείου είναι αποτέλεσμα ανομοιογενούς όπτησης. Το πάχος των τοιχωμάτων κυμαίνεται από 0,006-0,015μ. Ο πηλός είναι τεφρός, ομοιόχρωμος, σχετικά καθαρός. Ανοιχτού σχήματος αγγεία με κάθετες λαβές, κάνθαροι και αρύταινες είναι τα συνηθέστερα σχήματα της κατηγορίας. Η κεραμική αυτή απαντάται σε αρκετά μεγάλο ποσοστό και πιθανότατα αποτελούσε προϊόν οικοτεχνίας. Δεδομένου ότι τα σχήματα των αγγείων που συνθέτουν το σχηματολόγιο της κατηγορίας αυτής ανήκουν στη πλειονότητα τους στην ομάδα των αγγείων πόσεως, φαίνεται ότι συνιστούσαν μέρος της οικοσκευής της μικρής κοινότητας της Κρύας. Δείγματα της έχουν εντοπιστεί στις περισσότερες, από τις έως τώρα γνωστές Υστεροελλαδικές θέσεις της Ηπείρου και στην υπόλοιπη Ελλάδα, όπως στην Πελοπόννησο (Rutter 1975, 17-32. Catling Catling 1981, 71-82. Frizell 1986, 82-83), τη Θεσσαλία (Αδρύμη-Σισμάνη 2003, 85-110), τα Ιόνια νησιά (Αρβανίτου- Μεταλληνού 1989-1991, 213-218) ακόμη και στη Κρήτη (Hallager 1983, 111-119. Watrous 1985, 7-18. 1989, 69-79). Οι απαρχές της αναζητήθηκαν στη Μινυακή κεραμική της Μεσοελλαδικής περιόδου (2000-1700 π.χ.) (Δάκαρης 1951, 177. 1952, 280) εξ αιτίας του χρώματος της εξωτερικής επιφάνειας και των κυρίαρχων ανοιχτών σχημάτων (Tartaron 2004, 81). Ορισμένοι υποστήριξαν ότι αποτελεί προϊόν των μεταναστεύσεων των βόρειων λαών στον Ελλαδικό χώρο και της προσέδωσαν το επίθετο «βαρβαρική» (French 1985, 295-303. Βοκοτοπούλου 1986, 226-227). Ο Small (Small 1997, 223-228) αντίθετα την συνδέει με τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις οικονομικές μεταβολές που έλαβαν χώρα κατά την Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ περίοδο. Στην ίδια περίοδο και συγκεκριμένα στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΒ2 τοποθετεί την εμφάνιση της και ο Kilian (Kilian 1978, 311-32) θεωρώντας την δημιούργημα των κατοίκων της Βορειοδυτικής Ελλάδας. Η έλλειψη στοιχείων για τον ακριβή χρόνο εμφάνισης της δεν επιτρέπει προς το παρόν την αποδοχή ή μη, της μίας ή της άλλης θεωρίας. Γεγονός είναι ότι στις περισσότερες Ηπειρωτικές θέσεις εντοπίζεται μαζί με την κεραμική με πλαστική διακόσμηση και ίσως αυτό αποτέλεσε και την αφορμή ώστε οι δύο αυτές κατηγορίες να αντιμετωπιστούν ως μια από μεγάλη μερίδα μελετητών (Wardle 1977, 181. Tartaron 2004, 79-81). Η κατηγορία της αμαυρόχρωμης κεραμικής έχει ήδη διακριθεί σε δύο ομάδες από την αείμνηστη Ιουλία Βοκοτοπούλου στη θεμελι-

270 ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ώδη μελέτη των ευρημάτων των δύο νεκροταφείων της Βίτσας Ζαγορίου (Βοκοτοπούλου 1986, 258-272). Στην πρώτη ομάδα (κατηγορία 3α) (μέσα 12 ου -αρχές 9 ου αι. π.χ.) (εικ. 6) ανήκουν αγγεία με πορτοκαλέρυθρη ή ανοιχτοκάστανη στιλβωμένη εξωτερική επιφάνεια πάνω στην οποία αναπτύσσεται η καστανομέλανη θαμπή διακόσμηση, η οποία είναι προγενέστερη της όπτησης του αγγείου. Ο πηλός είναι πορτοκαλέρυθρος, σχετικά καθαρός. Τα διακοσμητικά θέματα περιλαμβάνουν ευθείες ταινίες, διαγραμμισμένα τρίγωνα, ζιγκ ζαγκ και διχτυωτό. Τα σχήματα είναι στη πλειονότητα τους ανοιχτά (φιάλες, κάνθαροι) με λεπτά τοιχώματα (0,003-0,009μ.). Και στη δεύτερη ομάδα (κατηγορία 3β) (μέσα 9 ου αι. π.χ.- 8 ος αι. π.χ.) (εικ. 7) οι επιφάνειες των αγγείων είναι πορτοκαλέρυθρες. Πάνω σε αυτές αναπτύσσεται η καστανόχρωμη θαμπή διακόσμηση χωρίς την προσθήκη επιχρίσματος με αποτέλεσμα να απολεπίζεται πολύ εύκολα. Ο πηλός είναι πορτοκαλόχρωμος, σχετικά καθαρός. Τα διακοσμητικά θέματα είναι κυρίως ενάλληλες γωνίες και διαγραμμισμένα τρίγωνα. Το σχηματολόγιο εξακολουθεί να απαρτίζεται από ανοιχτά σχήματα με λεπτά τοιχώματα (0,005-0,008μ.) ενώ αρχίζουν να κάνουν δειλά την εμφάνιση τους και τα πρώτα κλειστά αγγεία, με αντιπροσωπευτικότερο την ραμφόστομη πρόχου. Η αμαυρόχρωμη κεραμική απαντάται σε μικρό ποσοστό στον οικισμό της Κρύας όπως άλλωστε συμβαίνει και στις υπόλοιπες θέσεις του λεκανοπεδίου των Ιωαννίνων (Κουτσελιό, Καστρίτσα, Δουρούτη, Ροδοτόπι και Μεγάλο Γαρδίκι βλ. Πλιάκου 2007, 208). Αντίθετα, στα δύο μεγάλα Μολοσσικά νεκροταφεία της Ηπείρου, στη Βίτσα Ζαγορίου και στο Λιατοβούνι Κόνιτσας η αμαυρόχρωμη κεραμική αντιπροσωπεύεται από μεγάλο αριθμό αγγείων. Αξίζει να σημειωθεί ότι, όπως παρατηρεί η Πλιάκου (Πλιάκου 2007, 208-209), εκτός της ποσοτικής διαφοράς ως προς την παρουσία δειγμάτων αμαυρόχρωμης κεραμικής, μεταξύ των δύο περιοχών (δηλαδή του λεκανοπεδίου και των ορεινών κωμών) εντοπίζεται επίσης διαφορά στο σχηματολόγιο και στα διακοσμητικά μοτίβα της αμαυρόχρωμης κεραμικής. Δείγματα της, εκτός της Ηπείρου (Βοκοτοπούλου 1986, 266-267. Ζάχος 1997, 158-160. Τζωρτζάτου-Φάτσιου 2006, 63-67), εντοπίζονται κυρίως στη Δυτική Μακεδονία, κατά μήκος του ποταμού Αλιάκμονα, στην Κορυτσά της Νότιας Αλβανίας (Αndrea 1972, 187-202), στην Πελαγονία, στην Κεντρική Μακεδονία μέχρι το Στρυμόνα ποταμό και νότια στην Θεσσαλία (Ελασσόνα, Μαρμαριανή) (Δακορώνια 1997, 125-136). Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι κατάγεται από την αμαυρόχρωμη κεραμική της Μεσοελλαδικής περιόδου (Βοκοτοπούλου 1982, 92. 1986, 172-173, 260-265, 268. Wardle 1993, 124. Δακορώνια 1997, 134). Ως φορείς της εκλαμβάνονται τα λεγόμενα Βορειοδυτικά Ελληνικά φύλα (Μακεδόνες, Δωριείς), το πολυπλάνητον έθνος του Ηροδότου (Ιστοριών 1.56), τα οποία στον 12ο αι. π.χ. αναγκάστηκαν να μετακινηθούν προς το βορρά και να εγκατασταθούν στην Πίνδο (Καραμήτρου- Μεντεσίδη 1999, 127, 129). Ειδικότερα στην Ήπειρο η εξάπλωση της συνδέθηκε με την μετανάστευση του φύλου των Μολοσσών (Δάκαρης 1952, 380-381. 1964, 8, 18, 44. Βοκοτοπούλου 1986, 268, 346. Ζάχος 1997, 158). Η παραγωγή της, με βάση νεότερα στοιχεία από την Άσσηρο (Wardle 1980, 249, 252), τον Καστανά (Hochstetter 1982, 201-219. 1984, 181-188, 319-321, 388-389), το Διμήνι (Δακορώνια 1997, 134) και τα Λειβάδια Αιανής στην Κοζάνη (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1999, 128), φαίνεται ότι αρχίζει στην Υστεροελλαδική ΙΙΙΑ περίοδο και συνεχίζεται έως και τον 9 ο αι. π.χ Πρόσφατα η Horejs (Horejs 2007) υποστήριξε την ύπαρξη οχτώ τοπικών ομάδων παραγωγής αμαυρόχρωμης κεραμικής με παλαιότερες εκείνες της Χαλκιδικής, του κόλπου του Βόλου και της περιοχής του κάτω ρου του Αξιού ποταμού καθώς και την καταγωγή της αμαυρόχρωμης κεραμικής των κατοίκων της Βορείου Ελλάδας από την Μεσοελλαδική αμαυρόχρωμη. Ξεχωριστής σημασίας κατηγορία αποτελεί η άβαφη πορτοκαλέρυθρη κεραμική (εικ. 8), η

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 271 οποία ως προς την σύσταση του πηλού παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την αμαυρόχρωμη. Η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει λεπτότοιχα (0,003-0,008μ.) και χονδρότοιχα αγγεία (0,008-0,016μ.). Οι επιφάνειες των αγγείων είναι πορτοκαλέρυθρες, με ομοιογενή όπτηση και πορώδεις. Ο πηλός πορτοκαλέρυθρος με γκριζωπό πυρήνα, είναι εύθρυπτος, σχετικά καθαρός. Εξαιτίας της ευαίσθητης φύσης του πηλού από τον οποίο κατασκευάζονταν, τα αγγεία αυτής της κατηγορίας εντοπίζονται συνήθως θρυμματισμένα, αφαιρώντας από τον μελετητή τη δυνατότητα ένταξης τους σε συγκεκριμένο σχήμα. Τα συνηθέστερα ωστόσο σχήματα είναι φιάλες με κάθετες ή οριζόντιες λαβές και υψίποδες κύλικες του τύπου του κυπέλου του Νέστορα. Όσον αφορά ειδικότερα στις υψίποδες κύλικες πιθανότατα μιμούνται τις αντίστοιχες Μυκηναϊκές που φθάνουν στην ενδοχώρα της Ηπείρου μέσω του εμπορίου με τους κατοίκους των παραλίων (Hammond 1967, 410. Σουέρεφ 1986, 88). Η πορτοκαλέρυθρη κεραμική απαντά στο μεγαλύτερο ποσοστό στον οικισμό της Κρύας ενώ δείγματα της έχουν εντοπιστεί στις περισσότερες Ηπειρωτικές θέσεις της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι πρόκειται για προϊόν των εγχώριων εργαστηρίων για την κατασκευή του οποίου ίσως χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στην Ήπειρο ο κεραμικός τροχός (Wardle 1977, 181). Η ύπαρξη εγχώριων εργαστηρίων κεραμικής προϋποθέτει και την ενασχόληση μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων με αυτή την δραστηριότητα. Επομένως, μπορεί να γίνει λόγος για ντόπιους τεχνίτες και κατ επέκταση για τις απαρχές μιας στοιχειώδους κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Τα πρωιμότερα δείγματα της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής μπορούν να χρονολογηθούν, βάσει τυπολογικών συγγενών από τη Βεργίνα και άλλες θέσεις της Δυτικής Μακεδονίας και Θεσσαλίας στον 11 ο αι. π.χ. (Wardle 1977, 181. Βοκοτοπούλου 1986, 252). Παρόμοιου τύπου κεραμική από την Κέρκυρα χρονολογείται ήδη από την Πρώιμη εποχή του Χαλκού (Sordinas 1969, 410-411) και υποστηρίζεται ότι διατηρήθηκε αμετάβλητη καθόλη τη διάρκεια της Εποχής του Χαλκού (Παπαδέα Γεωργιάδου 2007, 138). Η άβαφη ερυθρή χονδροειδής κεραμική αντιπροσωπεύεται κυρίως από αποθηκευτικά αγγεία. Οι επιφάνειες των αγγείων είναι ερυθρές και τα τοιχώματα έχουν αρκετά μεγάλο πάχος (0,014-0,028μ.). Ο πηλός, ερυθρού χρώματος, περιέχει μεγάλη ποσότητα εγκλεισμάτων. Σε ορισμένα όστρακα λόγω της ατελούς όπτησης το χρώμα του πηλού διαφοροποιείται στην εσωτερική επιφάνεια Στην Κρύα, μεταξύ των άβαφων οστράκων της κατηγορίας αυτής ξεχωρίζει ένα όστρακο με έξεργη πλατειά ταινία, διακοσμημένη με εγχάρακτα διαγραμμισμένα τρίγωνα (εικ. 9), το οποίο συγκρινόμενο με τυπολογικά παράλληλα από την Βαρδαρόφτσα (Heurtley 1939, 232, fig. 105a) και τον Καστανά (Hochstetter 1984, taf. 99. 2) χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Τα πρώτα δεδομένα από την μελέτη της κεραμικής, και κυρίως η παρουσία δειγμάτων της αμαυρόχρωμης και πορτοκαλέρυθρης κεραμικής σε συνδυασμό με τον εντοπισμό της προαναφερθείσας χάλκινης περόνης υπομυκηναϊκού τύπου, οδηγούν στην χρονολόγηση του οικισμού της Κρύας στην περίοδο που συμβατικά ορίζεται ως η μετάβαση από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Ωστόσο, τα δεδομένα από την Κρύα δε δικαιολογούν τον όρο μετάβαση, καθώς δε σημειώνεται έντονη πολιτιστική διαφοροποίηση σε σχέση με τα όσα γνωρίζουμε για την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Ήπειρο. Ο αριθμός των οστράκων της αμαυρόχρωμης κεραμικής είναι πενιχρός, ενώ η μόνη ουσιαστική διαφορά από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού είναι η εισαγωγή-εμφάνιση της πορτοκαλέρυθρης κεραμικής. Το πέρασμα από την μία περίοδο στην άλλη φαίνεται ότι έγινε πολύ ομαλά και ότι υπήρξε αποτέλεσμα εσωτερικών μηχανισμών εξέλιξης.

272 ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπιστεί αρκετές θέσεις της λεγόμενης μεταβατικής περιόδου από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου στην Ήπειρο. Ελάχιστες όμως έχουν ερευνηθεί συστηματικά. Σε καμία θέση δεν έχουν εντοπιστεί έως σήμερα εκτεταμένα οικοδομικά λείψανα που να επιτρέπουν την συναγωγή συμπερασμάτων για το μέγεθος και τη μορφή των οικισμών της υπό εξέταση περιόδου, καθώς και για τη μεταξύ τους σχέση και ιεράρχηση (Ζάχος 1997, 163. Γραβάνη 2007, 231). Γεγονός που, όπως υποστηρίζει η πλειονότητα των μελετητών, οφείλεται στον νομαδικό χαρακτήρα της ζωής των Ηπειρωτών. Η σημασία του οικισμού της Κρύας έγκειται κυρίως στο γεγονός ότι παρέχει στρωματογραφικά στοιχεία για την έναρξη της Υπομυκηναϊκής περιόδου στην Ήπειρο. Ως προς την ερμηνεία των αρχαιολογικών καταλοίπων είναι δυνατόν να σημειωθούν τα ακόλουθα. Οι σωροί από λίθους ακανόνιστου σχήματος, ανήκαν πιθανότατα σε κατασκευές άγνωστης χρήσης. Οι μάζες πηλού με αποτυπώματα καλαμιών και άχυρων μαρτυρούν την χρήση πηλόχριστων καλυβιών. Ο εντοπισμός των αποσπασματικά σωζόμενων πιθαριών σε ένα σημείο του οικισμού, υποδηλώνει την αποθήκευση τροφής και κατά συνέπεια την ύπαρξη αποθέματος. Η προκαταρκτική μελέτη του οστεολογικού υλικού έδειξε ότι οι κάτοικοι εξέτρεφαν κυρίως αιγοπρόβατα και βοοειδή, γεγονός που καθιστά δύσκολη, αν όχι αδύνατη την άσκηση μεταβατικής κτηνοτροφίας (Ζάχος 1997, 165. Tartaron Zachos 1999, 70-71). Άλλωστε το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, όπου βρίσκεται και ο οικισμός της Κρύας, αποτελεί ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό οικοσύστημα, που ενθαρρύνει την άσκηση της μεικτής παραγωγικής διαδικασίας. Στο τέλος της άνοιξης όταν τα νερά των ελωδών και παραλίμνιων περιοχών αποσύρονται, αποκαλύπτονται μεγάλες εκτάσεις κατάλληλες για τη βόσκηση των ποιμνίων και την καλλιέργεια σιτηρών (Ντούζουγλη 1996, 16. Ζάχος 1997, 164). Επιπλέον, οι κάτοικοι του οικισμού ήταν εξοικειωμένοι με την παραγωγή λίθινων εργαλείων και με την υφαντική όπως προκύπτει από την εύρεση πήλινων σφονδυλιών. Εντύπωση προκαλεί η έλλειψη σιδηρών και χάλκινων εργαλείων και όπλων, η οποία ίσως οφείλεται στην προγραμματισμένη εκ μέρους των κατοίκων του οικισμού εγκατάλειψη του. Για την ταυτότητα τους, το μόνον ίσως που μπορεί να υποστηριχθεί με ασφάλεια είναι ότι συνδέονταν με ιδιαίτερους δεσμούς με τις γειτονικές περιοχές της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Οι Θεσσαλοί εξάλλου θεωρούνταν φύλο των Θεσπρωτών, του πρώτου Ελληνικού φύλου που κατοίκησε την Ήπειρο γύρω στο 2.000 π.χ. (Hammond 1932, 149, 151-152, 163. 1976, 135, 141. Θεοχάρης 1968, 289-294. Ευαγγελίδης 1935, 209-210). Η γεωγραφική θέση της Ηπείρου βοήθησε μέσω των ορεινών περασμάτων στην ανάπτυξη πολιτισμικών επαφών με τις γειτονικές περιοχές. Αναμφίβολα η συνέχιση της έρευνας και η τελική δημοσίευση του υλικού που βρίσκεται ακόμη σε πρώιμο στάδιο θα οδηγήσει σε ασφαλέστερα συμπεράσματα σε συνδυασμό και με την μελέτη του υλικού από τις άλλες θέσεις της μεταβατικής περιόδου από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Εποχή του Σιδήρου, που πρόκειται να αποτελέσουν το αντικείμενο διδακτορικής διατριβής από την υπογράφουσα. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Andrea, Z., 1972. La civilisation des tumuli du basin de Korçé et sa place dans les Balkans du Sud-Est, Studia Albanica IX, 187-202. Catling, H.W. Catling, E.A., 1981. Barbarian pottery from the Mycenaean settlement at the Menelaion, Sparta, BSA 76, 71-82. French, E.B., 1985. Possible northern intrusions at Mycenae, στο J.G.P. Best & N.M.W. De Vries (επιμ.), Thracians and Mycenaeans. Proceedings of the IVth International Congress of Thracology, Rotterdam 1984, Leiden, 39-51. Frizell, B.S., 1986. Asine II. Results of the Excavations east of the Acropolis 1970-1974.

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 273 Fasc. 3. The Late and Final Mycenaean periods, Stockholm. Hallager, B.P., 1983. A new social class in Late Bronze Age Crete: foreign traders in Khania, στο O. Krzyszkowska & L. Nixon (επιμ.), Minoan Society. Proceedings of the Cambridge Colloquium 1981, Bristol, 111-119. Hammond, N.G.L., 1931-1932. Prehistoric Epirus and the Dorian Invasion, BSA 32, 131-179. Hammond, N.G.L., 1967. Epirus: The Geography, the Ancient Remains, the History and the Topography of Epirus and Adjacent Areas, Oxford. Hammond, N.G.L., 1976. Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas, New Jersey. Heurtley, W.A., 1926-1927. A Prehistoric site in Western Macedonia and the Dorian Invasion, BSA 28, 158-194. Heurtley, W.A., 1939. Prehistoric Macedonia. An archaeological reconnaissance of Greek Macedonia (West of the Struma) in the Neolithic, Bronze and Early Iron Ages, Cambridge. Hochstetter, A., 1982. Die mattbemalte Keramik in Nordgriecheland, ihre Herkunft und locale Auspragung, PZ 57, 211-226. Hochstetter, A., 1984. Kastanas, die handgemachte Keramik, Prähistorische Archaeologie in Sudeuropa 3, Berlin. Horejs, B., 2007. The Phenomenon of Mattpainted pottery in the Northern Aegean. Introduction, Overview and Theories. 3 October 2007. Aegeo-Balkan Prehistory. http:// www.aegeobalkanprehistory.net/article. php/id_art=8 (15 oct. 2007). Kilian, K., 1978. Nordwestgrieschische Keramik aus der Argolis und ihre Entsprechungen in der Subapenin-facies, στο Atti della XX Riunione Scientifica dell Instituto Italiano di Preistoria in Basilicata 1976, Florence, 311-320. Kilian-Dirlmeier, I., 1984. Nadeln der frühhelladischen bis archaischen Zeit von der Peloponnes, München. Rutter, J.B., 1975. Ceramic evidence for northern intruders in southern Greece at the beginning of the Late Helladic IIC period, AJA 79, 17-32. Small, D.B., 1997. Can we move forward? Comments on the current debate over Handmade Burnished ware, JMA 10 (2), 223-228. Sordinas, A., 1969. Investigations of the prehistory of Corfu during 1964-1966, Balkan Studies 10, 393-424. Tartaron, T.F., 2004. Bronze Age Landscape and Society in Southern Epirus, Greece, BAR-IS 1290, Oxford. Tartaron, T.F. Zachos, K., 1999. The Mycenaeans and Epirus, στο Ε. Froussou, (επιμ.), Η Περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου. Πρακτικά Α Διεπιστημονικού Συμποσίου, Λαμία 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία, 57-76. Wardle, K., 1977. Cultural Groups of the Late Bronze Age and Early Iron Age in North- West Greece, Godisnjak 15, 153-199. Wardle, K., 1980. Excavations at Assiros, 1975-79, BSA 75, 229-265. Wardle, K., 1993. Mycenaean trade and influence in Northern Greece, στο C.W. Zerner P.C. Zerner J. Winder (επιμ.), Wace and Blegen: Pottery as evidence for trade in the Aegean Bronze Age. 1939-1989, Amsterdam, 117-141. Watrous, L.V., 1985. Late Bronze Age Kommos: Imported pottery as evidence for foreign contact, στο J.W. Shaw & M.C. Shaw (επιμ.), A Great Minoan triangle in South- Central Crete: Kommos, Hagia Triadha, Phaistos, Scripta Mediterranea VI, 7-18. Watrous, L.V., 1989. A Preliminary report on Imported Italian Wares from the Late Bronze Age Site of Kommos on Crete, SMEA 27, 69-79. Αδρύμη-Σισμάνη, B., 2003. Η γκρίζα ψευδομίνυα και η στιλβωμένη χειροποίητη κεραμική από τον μυκηναϊκό οικισμό Διμηνίου, ΑΕΘΣΕ 1, 85-110. Ανδρέου, H., 1988. Νομός Ιωαννίνων, ΑΔ 43, Χρονικά, 302-304.

274 ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Αρβανίτου-Μεταλληνού, Γ., 1989-1991. Οικισμός της εποχής του Χαλκού στους Έρμονες της Κέρκυρας, ΑΔ 44-46, 209-222. Βοκοτοπούλου, I., 1969. Νέοι κιβωτιόσχημοι τάφοι της ΥΕΙΙΙB-Γ περιόδου εξ Ηπείρου, AE, 179-207. Βοκοτοπούλου, I., 1982. Η Ήπειρος στον 8 ο και 7 ο αιώνα π.χ., Annuario della Scuola Acheologica di Atene e delle Missioni Italiane in Oriente, LX (N.S. XLIV), 1982. Atti del Convegno Internazionale Grecia, Italia e Sicilia nell VIII e VII sec.a.c., Atene 15-20 ottobre 1979, 77-98. Βοκοτοπούλου, I., 1986. Βίτσα. Τα νεκροταφεία μιας μολοσσικής κώμης, Αθήνα. Βοκοτοπούλου, I. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, Χ., 1994. Πρώιμη εποχή του σιδήρου (11 ος -8 ος αι. π.χ.), στο Μακεδόνες οι Έλληνες του Βορρά, Περιοδική έκθεση 11.3.1994-19.6.1994, Forum-Landesmuseum, Αννόβερο, Kestner- Museum Αννόβερο, 129-142. Γραβάνη, K., 2007. Η αρχαιολογική έρευνα στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, Ηπειρωτικά Γράμματα, περίοδος Β, τεύχος 11 ο, 225-268. Δάκαρης, Σ.Ι., 1951. Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, ΠΑΕ, 173-183. Δάκαρης, Σ.Ι., 1952. Ανασκαφή εις Καστρίτσαν Ιωαννίνων, ΠΑΕ, 362-386. Δάκαρης, Σ.Ι., 1964. Οι γενεαλογικοί μύθοι των Μολοσσών, Athens. Δακορώνια, Φ., 1997. Η πορεία των ΒΔ Ελληνικών φύλων από τη Μακεδονία και την Ήπειρο προς την κοιλάδα του Σπερχειού, στο Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Thessaloniki, 125-136. Ευαγγελίδης, E., 1935. Hπειρωτικαί Έρευναι, Ηπειρωτικά Χρονικά 10, 192-264. Ζάχος, Κ.Λ., 1995. Νόμος Ιωαννίνων. Γήπεδο κοινότητας Κρύας, ΑΔ 44, 252-253. Ζάχος, Κ.Λ., 1997. Τοπογραφία Ελλοπίας. Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων κατά την ύστερη Χαλκοκρατία και την πρώιμη εποχή του σιδήρου, στο Αφιέρωμα στον N.G.L. Hammond, Θεσσαλονίκη, 153-167. Θεοχάρης, Δ., 1968. O τύμβος του Εξαλόφου και η εισβολή των Θεσσαλών, ΑΑΑ, 289-294. Καραμήτρου-Μεντεσίδη, Γ., 1999. Boίον-Νότια Ορεστίς. Αρχαιολογική έρευνα και ιστορική τοπογραφία, Thessaloniki. Ντούζουγλη, Α., 1996. H κοιλάδα του Αώου: Αρχαιολογικές μαρτυρίες για την ανθρώπινη δραστηριότητα από την προϊστορική εποχή έως την ύστερη αρχαιότητα, στο B. Nitsiakos (επιμ.), H επαρχία της Κόνιτσας στο χώρο και στο χρόνο. Εισηγήσεις στο Α Επιστημονικό συμπόσιο (Κόνιτσα 12, 13, 14 Μαΐου 1995), 11-61. Ντούζουγλη, A. Ζάχος, K., 1994. Αρχαιολογικές έρευνες στην Ήπειρο και τη Λευκάδα, 1989-1990, Ηπειρωτικά Χρονικά 31, 192-260. Παπαδέα, A. Γεωργιάδου, Γ., 2007. Προϊστορικοί Οθωνοί: Οι πρόσφατες έρευνες, στο G. Arvanitou-Metallinou (επιμ.), Η Προϊστορική Κέρκυρα και ο ευρύτερος περίγυρός της: προβλήματα-προοπτικές. Πρακτικά ημερίδας τιμητικής στον Αύγουστο Σορδίνα, Κέρκυρα 17 Δεκεμβρίου 2004, Κέρκυρα, 135-140. Πλιάκου, Γ., 2007. Το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων και η ευρύτερη περιοχή της Μολοσσίας στην κεντρική Ήπειρο. Αρχαιολογικά κατάλοιπα, οικιστική οργάνωση και οικονομία, Θεσσαλονίκη (αδ.διδ.διατριβή). Σουέρεφ, K., 1986. Μυκηναϊκές μαρτυρίες από την Ήπειρο, Θεσσαλονίκη, Τζωρτζάτου, Α. Φάτσιου, Γ., 2006. Νέα στοιχεία για τη Θεσπρωτία των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων, Ηπειρωτικά Χρονικά 40, 61-90.

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 275 Εικ. 1. Χάρτης της κεντρικής Ηπείρου όπου σημειώνεται η θέση της Κρύας (σχεδίαση: Δ. Καλπάκης). Εικ. 2. Κάτοψη του οικισμού της Κρύας.

276 ΕΛΕΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ Εικ. 3. Χάλκινη περόνη υπομυκηναϊκού τύπου. Εικ. 4. Όστρακα κατηγορίας 1. Εικ. 5. Όστρακα κατηγορίας 2. Εικ. 6. Όστρακα κατηγορίας 3α.

Η ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΑΛΚΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ ΣΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ 277 Εικ. 7. Όστρακα κατηγορίας 3β. Εικ. 8. Όστρακα κατηγορίας 4. Εικ. 9. Όστρακο αποθηκευτικού αγγείου με εγχάρακτη διακόσμηση ενάλληλων διαγραμμισμένων τριγώνων.