Α Ν Α Κ Η Ρ Υ Ξ Η 1997 «ΕΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ» Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, παραμένει, από άποψη απομυθοποίησης της πολιτειολογικής αξιολόγησης της προσφοράς ίου, η σημαντικότερη προσωπικότητα, από σύστασης του νεοελληνικού Κράτους. Η προσωπικότητά του στο πολιτειακά οργανούμενο ελληνικό έθνος, συνοψίζεται σε μια τριλογία δημιουργικής προσφοράς, την οποία συναποτελούν το λειτούργημα του προέδρου της δημοκρατίας, με τον τίτλο του Κυβερνήτη, ο ρόλος του εγγυητή στην άσκηση απομυθοποιημένης πολιτικής εξουσίας και η θέση του ως γενάρχη της ελληνικής δημοκρατίας. Η δυναμική του, στις τρεις αυτές ελληνικές παραμέτρους της, προσέλαβε ιδιάζουσα εκρηκτική διάσταση στην επικρατούσα στους χρόνους του ευρωπαϊκή μοναρχική πραγματικότητα, από το γεγονός ότι, αποδεχόμενος να υπηρετήσει θεσμούς οργισμένων εθνοσυνελεύσεων, τα μηνύματα των οποίων έρχονταν κατ' ευθείαν από τη γαλλική επανάσταση του 1789, στην οποία, τουλάχιστον, αρχικά, είχε διαμηνύσει ότι δεν πίστευε, ακύρωνε ηθικά και μηδένιζε λογικά, την προγενέστερη δράση του, με την οποία είχε γράψει τις ωραιότερες σελίδες της διακεκριμένης σταδιοδρομίας του, υπηρετώντας, από την Αυλή του Τσάρου, το ευρωπαϊκό μοναρχικό κατεστημένο. Το γεγονός αυτό προσδίδει μεγάλη σπουδαιότητα στους ρόλους του, κατά τον χρόνο νομιμοποίησης της ελληνικής πολιτείας και αποδοχής της δημοκρατίας ως πολιτεύματος της, σε συνάρτηση με τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς της στην πολιτειακή οργάνωση, στην πολιτική κατεύθυνση και στη διεθνή έννομη τάξη, Αυτή η νομιμοποιητική πράξη του Καποδίστρια, συνεχόμενη της επαναστατικής διαδικασίας δημιουργίας της ελληνικής πολιτείας, κυοφορεί αντιφατικά και αντίπαλα, δύο πολιτικού διαμετρήματος καταστάσεις, από τις οποίες, η μία, είναι η κορυφαία ικανοποίηση του έθνους, αφού ελευθερώθηκε με το όνειρο της δημοκρατίας και η άλλη, είναι η δύστροπη έκπληξη, για την ίδια αυτή πράξη, του μοναρχικού κατευθυντηρίου της ευρωπαϊκής κοινότητας, αφού εμφάνιζε τον Καποδίστρια, αυτόμολο από τη μοναρχική ιδέα προς τη δημοκρατική οικογένεια και οιονεί δραπέτη της τσαρικής Αυλής. Είναι φυσικό, να ορθώθηκαν ερωτηματικά για την ανάστροφη αυτή ψυχική διάθεσή του και τις συνθήκες, οι οποίες προκάλεσαν και προσδιόρισαν τις νέες επιλογές του πρώτου Κυβερνήτη, αν, φυσικά, δεν αρκεί ο άδολος πατριωτισμός του, παρόλο που ο ίδιος, στις επιστολές του, ανήγαγε αυτόν τον πατριωτισμό, σε άσκηση θρησκευτικού καθήκοντος. Η δολοφονία του, όμως, καταργεί τα ερωτηματικά, επειδή ιστορικά, τον κατέταξε στο θυσιαστήριο εκείνων που προσπάθησαν για τη δημοκρατία στην Ελλάδα. Αυτός είναι ο λόγος, για τον οποίο δεν υφίσταται πειστικό έρεισμα στο επιχείρημα εκείνων, σύμφωνα με το οποίο, ο Καποδίστριας, πλήρωσε για τον αυταρχισμό" του.
Ο Καποδίστριας, ήταν ο Μπαρμπαγιάννης, για τη μειλιχιότητα του χαρακτήρα του και την ευγένεια του ήθους του και δεν συνέτρεχαν, εξάλλου, στο πρόσωπό του, εσωτερικοί ή κομματικοπελατειακοί λόγοι, που να δικαιολογούν τη δολοφονία του, όπως είναι οι περιπτώσεις της δολοφονίας του Θ. Δεληγιάννη (1905) και οι απόπειρες κατά Βενιζέλου, ώστε να αναχθούμε σε δικαιολογίες, οι οποίες στηρίζουν, με μονόπλευρη αδιέξοδη λογική, πράξεις τέτοιας αντίδρασης. Η δολοφονία, αντίθετα, του Γεωργίου Α' (1913), είχε βαλκανική αιτιολογία. Με αυτά τα δεδομένα, είναι ορατά γνωστός ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας του Καποδίστρια, γιατί συνδέεται με τον τιμωρό του αυτομόλου της κυρίαρχης μοναρχικής τάξης στην Ευρώπη και του δραπέτη της τσαρικής Αυλής. Είναι φανερό ότι, δεν συγχωρήθηκε στον Καποδίστρια, να είναι ο εγγυητής της απομυθοποίησης της εξουσίας στην Ελλάδα, καθώς ήταν τροφοδοτούμενη, ιδεολογικά και πνευματικά, από τα οράματα του 1789, στα οποία ο ίδιος είχε, εξάλλου, σε άλλους χρόνους, εναντιωθεί. Είναι και γι' αυτό περίεργο ότι εμφανίζεται σε μια περίοδο κατά την οποία ο νεκροθάφτης της γαλλικής επανάστασης, ο Ναπολέων, είχε ήδη παραδώσει στην ελέω Θεού μοναρχία την πατρίδα του, μητέρα των αβράκωτων του 1789, και στο έντονα μοναρχικό σύνταγμα του 1814 της δυναστείας των Βουρβόνων, την οποία συντήρησε, γι' αυτόν άλλωστε το σκοπό, για 19 χρόνια, στο Μπάκιγχαμ, η θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρεταννία. Σ' αυτό τον ευρωπαϊκό πολιτικό περίγυρο, οι προσπάθειες του Καποδίστρια, με τον ρόλο του εγγυητή της απομυθοποίησης, του προέδρου της δημοκρατίας και του γενάρχη της ελληνικής δημοκρατίας, συνιστούσε πρόκληση στα μοναρχικά συμφέροντα και επικίνδυνη αντίπαλη θέση στην ευρωπαϊκή μοναρχική συγχορδία, με τρόπο που η δυναμική των ευρωπαϊκών συνθηκών, επέβαλλε μεταβολή της μορφής του πολιτεύματος στην Ελλάδα, μέσα από τη φυσική εξαφάνισή του. Η επιταχυνόμενη διαδικασία μεταβολής του πολιτεύματος στη χώρα μας προς τη μοναρχία, μετά την προκαθορισμένη δολοφονία του Καποδίστρια και η προτροπάδην αναπλήρωση αυτού του Έλληνα γίγαντα της ευρωπαϊκής διπλωματίας από βαυαρό ανήλικο, δακτυλοδεικτούσε τον ηθικό αυτουργό που όπλισε το χέρι του εκτελεστή. Η αρχική εγκατάσταση, άλλωστε, στην ίδια καποδιστριακή πρωτεύουσα της ελληνικής πολιτείας, το Ναύπλιο, του νεαρού αλλοδαπού, ο οποίος ίσως και να μην είχε περατώσει, ακόμα, τις εγκύκλιες σπουδές του, αν δεν συνέτρεξαν αυλικές διευκολύνσεις, περιστοιχιζόμενος από αντιβασιλεία, διερμηνείς για τις πολιτικές συζητήσεις και τις υποθέσεις του Κράτους και πραιτωριανούς για την προσωπική του ασφάλεια, όλοι αμειβόμενοι από τη φορολογική εισφορά του ελληνικού λαού, αποτελούν πολιτικά και συνταγματικά, ένα είδος παραμορφωμένης γελοιογραφίας και ανεπανάληπτη καρικατούρα. Η επιλογή, στην ουσία, του Όθωνα, από τις ξένες Δυνάμεις, συνέπιπτε άλλωστε και με τις εμφανείς επιφυλάξεις του Καποδίστρια, κατά του προτεσταντισμού, στον οποίο, λόγω καταγωγής, ανήκε ο βαυαρός πρίγκιψ και με την άμεση ανακήρυξη ως αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδας από την οθωνική μοναρχία, σε αντίθεση με την πεποίθηση του
Καποδίστρια να αποτραπεί η δημιουργία δυϊσμού ανάμεσα στο Πατριαρχείο και την ελληνική ορθόδοξη εκκλησία. Οι συμπτώσεις αυτές, περιάγουν σε συλλογισμούς, αν υπήρξαν, δηλαδή, και άλλοι λόγοι, πέρα από όσους αναφέρθηκαν, για τη σκοπιμότητα της φυσικής εξαφάνισης του πρώτου Κυβερνήτη. Βέβαια, το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρέχει τα στοιχεία μιας διπλής ερμηνείας: η πρώτη αφορά τη συνέχιση της ελληνορθόδοξης εκκλησιαστικής βυζαντινής παράδοσης στον ελ- λαδικό χώρο και η απόλυτη ταύτιση της με την ελληνική εκκλησία και η δεύτερη, συνδέεται, εμφανώς, με την επιθυμία της Ρωσίας να διατηρήσει άσβεστο το καντήλι στη μνήμη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ακραίο σύνορο του ισλαμικού επεκτατισμού. Οι μεγάλες όμως Δυνάμεις της εποχής, δεν επιθυμούσαν, όπως φαίνεται, συνολική και αδιάσπαστη χωρικά ενταγμένη μνήμη της εκκλησίας του βυζαντινού μεγαλείου και ήσαν αντίθετες με αυτές τις απόψεις. Η στάση, γι' αυτό, γενικά, των ξένων, συνιστά μορφή και τρόπο εκδίκησης, απέναντι σε ένα λαό που θέλησε την αυτοδιάθεσή του, σε όλα τα κεφάλαια της πολιτειακής οργάνωσής του. Η μετέπειτα συμπεριφορά του ανήλικου βαυαρού, ο οποίος είχε αδιέξοδο βασιλικής σταδιοδρομίας στη γενέτειρά του, λόγω δευτεροτοκίας, προδίδει τον έκδηλο σχεδίασμά περιαγωγής του ελληνικού λαού στην πολιτισμική καθυστέρηση, στην πολιτική κακουχία και στη συνταγματική ορφάνια. Ο Όθων, αρνήθηκε, το 1832, να παραχωρήσει σύνταγμα στον ελληνικό λαό, παρόλο ότι αυτός ο λαός, είχε εθιστεί στα συνταγματικό θεσπίσματα απομυθοποιημένης εξουσίας από τον Αγώνα της Παλιγγενεσίας, εκβαρβαρίζοντας με πρόθεση τα πολιτικό ήθη του και παγιδεύοντας το έθνος με το προδοτικό, σε σχέση με την επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη 1843, σύνταγμα του 1844. Διαπομπευόμενος ηθικά, εξώστηκε τελικά, με την αρά του λαού, υπό τη μελωδία των στίχων, "έως πότε η ξένη ακρίδα, έως πότε σκληρός βαυαρός, θα δουλώνει τη δόλια πατρίδα; Εγερθείτε, αδέλφια, καιρός!... Αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα διαδέχθηκαν τη δολοφονία του Καποδίστρια, ικανά να δικαιολογήσουν την καθυστέρηση της χώρας σε όλους τους τομείς και τις παλινωδίες στην επεξεργασία θεσμών και διαλόγων, μέχρι το 1974. Η συνωμοσία σιωπής, η οποία μετέπειτα συνόδευσε τη δολοφονία του Καποδίστρια, τόσο σε πολιτειακό επίπεδο, όσο και στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, προδίδουν έμμεσα και ένοχα, τους λόγους της δολοφονίας του. Η μνήμη του απειλούσε στο διηνεκές, κυρίως το μοναρχικό καθεστώς που επιβλήθηκε μετά το θάνατό του, στην Ελλάδα. Είναι άκρως χαρακτηριστική, για να παραμείνουμε σε πρόσφατη εκδήλωση ανιστόρητης πράξης της Βουλής των Ελλήνων, η οποία, το
1994, όρισε ως αφετηρία του κοινοβουλευτικού βίου στην Ελλάδα, τη δυναστεία του βαυαρού Βιττελσβάχεν, αντί την καποδιστριακή δημοκρατία. Είναι άκρως λανθασμένη η αντίληψη να αρνούμαστε την ελληνική διαμόρφωση της πολιτικής ζωής του έθνους με εγχώριες απομυθοποιημένες διαδικασίες και να αποδεχόμαστε πολιτικές επεμβάσεις ξένων επιβητόρων της εξουσίας στην Ελλάδα. Η νοοτροπία αυτή, προδίδει αδυναμία αντίστασης στις επεμβάσεις και σηματοδότηση ελάττωσης των ανακλαστικών της εθνικής αυτοσυνειδησίας μας. Η πανεπιστημιακή διδασκαλία, με τη σειρά της, συνέβαλε, και αυτή, στη συνωμοσία σιωπής στη μνήμη του Καποδίστρια, γιατί τα ελάχιστα που γράφτηκαν για τον πρώτο Κυβερνήτη, περιορίζονται, κατά μεν το μέγα μέρος τους, στην αναφορά των δραστηριοτήτων του στην τσαρική Αυλή, κατά δε το ελάχιστο μέρος τους, στο διοικητικό έργο του. Ουδέποτε αναφέρθηκε, η πανεπιστημιακή διδασκαλία, στον εγγυητή της απομυθοποίησης και στον γενάρχη της ελληνικής δημοκρατίας, όπως ε- πίσης δεν καταβλήθηκε προσπάθεια συνάρτησης της σχέσης του αυτόμολου από τη μοναρχία και της υπηρέτησης θεσμών εμπνευσμένων από τα κηρύγματα της γαλλικής επανάστασης. Ενώπιον αυτής της σπουδαίας προσωπικότητας, γεννιέται το ερώτημα, αν μπορεί να συγκριθεί ο Καποδίστριας, με άλλες πολιτικές προσωπικότητες του ελληνικού χώρου. Βέβαια, οι ειδικές, μοναδικές και ιστορικά προσδιορισμένες στη χώρα συνθήκες, οι οποίες πρόβαλαν τη μορφή και προώθησαν την προσωπικότητα του στο προσκήνιο της μοίρας του ελληνικού έθνους, απέχουν σημαντικά από τους ρόλους και τις πραγματώσεις των ελλήνων πολιτικών της μετακαποδιστριακής Ελλάδας. Ωστόσο, σε γενικές αναφορές, ορισμένες συγκρίσεις, είναι αναγκαίες για τη συναγωγή συμπερασμάτων της πορείας της εθνικής πολιτικής, σε σχέση με την περίοδο της δημιουργίας της ελληνικής πολιτείας. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, ως πρώτη σύγκριση περιωπής, μοναρχικός από πεποίθηση, αγγλικής παιδείας και διαμόρφωσης, με επιμονή εζήτησε την καθιέρωση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, με τη διαδικασία της αρχής της δεδηλωμένης, στο πλαίσιο συντάγματος περιορισμένης μοναρχίας, όπως εκείνο το 1864 των Γκλύξμπουργκ. Ο Λόγος του Θρόνου που συνέταξε η κυβέρνησή του, το 1875, απηχεί τις πολιτικοδημοσιογραφικές απόψεις του, από το 1874, εξαιτίας των οποίων καταδικάστηκε και φυλακίστηκε. Η συνταγματική όμως ρήτρα του ισχύοντος τότε συντάγματος, σύμφωνα με την οποία ο βασιλεύς διορίζει και παύει τους υπουργούς αυτού, στάθηκε ισχυρότερη από την επιθυμία του Τρικούπη για την υιοθέτηση θεσμών της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, στο περιθώριο συνταγματικού κειμένου περιορισμένης μοναρχίας, Η Ελλάδα, εστερείτο ισχυρής κομματικής υποδομής, για να επιβάλει, όπως το αγγλικό πολίτευμα, τον κοινοβουλευτισμό στις παρυφές συντάγματος περιορισμένης μοναρχίας. Η συνταγματική αυτή ρήτρα, ανετράπη, βέβαια, με το δημοκρατικό σύνταγμα του 1927, όχι όμως, όπως έπρεπε, αφού ο Ελευθέριος Βενιζέλος, το 1910, αρνήθηκε να συγκαλέσει συντακτική, αντί αναθεωρητική, εθνοσυνέλευση, για την αναθεώρηση, το 1911, του συντάγματος του 1864.
Ο Τρικούπης, έφυγε με το παράπονο ότι δεν έζησε την υποχρεωτική για τα Ανάκτορα αρχή της δεδηλωμένης, την οποία φυσικά θυσίασε μετέπειτα ο Βενιζέλος, χάριν της βασιλικής εύνοιας, την οποία επέδειξε και πάλι, ως ιδιότυπη ανοχή προς την Αυλή, το 1924 και το 1935. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, αντίθετα, υπήρξε όχι μόνο δημιουργός απομυθοποιημένης εξουσίας (1924), αλλά και πρωτεργάτης της συνταγματικής κατοχύρωσης του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος (1927). Αυτός είναι ο λόγος αναφοράς ως συγγενέστερης ιδεολογικής προσέγγισης Καποδίστρια - Παπαναστασίου, σε ολόκληρο το μάκρος της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Ο Καποδίστριας, δικαιούται γι' αυτό να συμβολίζει την ελληνική δημοκρατία, ως εγγυητής της απομυθοποίησης και γενάρχης της, αλλά και το ελληνικό Κράτος, με πρωτοβουλία του, οφείλει να καθιερώσει, εκτός αυτού του συμβολισμού, μόνιμο ετήσιο ευρωπαϊκό διαγωνισμό στη μνήμη του, για την αθλοθετημένη συγγραφής έργου με θέμα τον ρόλο της απομυθοποίησης στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας, ως αξίας του ελληνικού πολιτισμού. Το ΚΕΝΤΡΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΑΝΑΚΗΡΥΞΕ ΤΟ 1997 «ΕΤΟΣ ΙΩΑΝΝΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ» γιατί συμπληρώνονται 170 χρόνια από το ουσιαστικό έργο της Γ' Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων στην Τροιζήνα, την εκλογή από αυτήν του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη και την επιψήφιση του συντάγματος του 1827, το επονομαζόμενο «Σύνταγμα της Τροιζήνας», με το ειδικότερο μήνυμα, «ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΗ» με σκοπό να γίνει ευρύτερα γνωστός ο ρόλος του στο ελληνικό έθνος και να παρακινηθεί το ελληνικό κράτος στην καθιέρωση της προσφοράς του ως συμβολισμού της ελληνικής δημοκρατίας με παράλληλη αθλοθέτηση στο όνομά του, μόνιμου ετήσιου ευρωπαϊκού βραβείου με θέμα, «Ο ρόλος της απομυθοποίησης στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας»