Το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 του Συντάγµατος της Ελλάδος

Σχετικά έγγραφα
Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΕΡΓΑΣΙΑ 5η : ΘΕΣΜΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ- ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΘΕΜΕΛΙΩ ΟΥΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ Α. Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΙΣΟΤΗΤΑ ΓΕΝΙΚΑ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 37

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΕΡΓΑΣΙΑ. Επιµέλεια εργασίας: Πολίτης Σπύρος Εmail: ιδάσκων: ηµητρόπουλος Ανδρέας ΙΑΓΡΑΜΜΑ. 2.Σχολιασµός απόφασης

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1279-1/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 4 /2015

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Πρόλογος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΣΥΝΟΨΗ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΝΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΝΕΚΡΩΝ. Αναφορά υπ αρ. πρωτ / , πόρισµα της 24.4.

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 77Α / 2002

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ Παιδαγωγικό Σχόλιο σε Νομικά Πορίσματα και Αποφάσεις

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

7/3/2014. ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό ; νόμος είναι το δίκαιο του εργοδότη ; ή νομικός κανόνας

Συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για το άρθρο 3

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 8 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 6 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. ανθρώπου, κατ άρθρο 2 παρ.1 Συντάγματος, αλλά κατοχυρώνεται και ρητά στο άρθρο 14 παρ.1 Σ.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΩΣ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Τέχνη Και Θρησκεία. Προπτυχιακή εργασία Μάθηµα: Εφαρµογές ηµοσίου ικαίου Καθηγητής: Ανδρέας ηµητρόπουλος Επ.Καθηγήτρια: Ζωή Παπαϊωάννου

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

Γράφουμε στον πίνακα τη λέξη κλειδί «φονταμενταλισμός», διαβάζουμε τις εργασίες και καταλήγουμε στον ορισμό της. (Με τον όρο φονταμενταλισμός

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/953-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 94/2015

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Τα Συνταγματικά δικαιώματα των αλλοδαπών

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Μητρ. Δημητριάδος: Το επιχειρούμενο Σύνταγμα θα αναιρεί τον εαυτό του

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Εργασία στις Εφαρμογές Δημοσίου Δικαίου

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οικογενειακό Δίκαιο. Τίτλος Μαθήματος LAW 201. Κωδικός Μαθήματος. Υποχρεωτικό. Τύπος μαθήματος. Προπτυχιακό. Επίπεδο. 2 ο / 3 ο (Χειμερινό)

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

ΜΑΘΗΜΑ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΛΕΚΤΟΡΑΣ: Εργασία µε θέµα: ΕΠΩΝΥΜΟ: ΟΝΟΜΑ: ΕΤΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ:

ΜΑΡΙΑ ΓΑΒΡΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΡΑΤΟΥΣ-ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΙΔΙΩΣ ΣΤΟ ΣΧΟΛΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ

ΘΕΜΑ : Γνωμοδότηση της Νομικού Συμβούλου της Δ.Ο.Ε. για την απεργία αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης

ΚΥΚΛΟΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΚΡΑΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΗ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

Transcript:

Το δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 του Συντάγµατος της Ελλάδος Εισαγωγή 1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις Στην παρούσα εργασία θα γίνει εκτεταµένη αναφορά στο συνταγµατικώς κατοχυρωµένο δικαίωµα της θρησκευτικής ελευθερίας. Ειδικότερα, θα γίνει αναφορά στην έννοια και στη νοµική θεµελίωση του δικαιώµατος αυτού, στις µορφές εκδηλώσεως του, στο πεδίο ισχύος του, στους φορείς του καθώς και στους περιορισµούς που υφίσταται µε βάση τα πορίσµατα της ελληνικής επιστηµονικής θεωρίας και της νοµολογίας των ελληνικών δικαστηρίων και του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου, το οποίο εδρεύει στο Στρασβούργο. 2. Ιστορική ανασκόπηση Η θρησκευτική ελευθερία είναι η ρίζα των ατοµικών ελευθεριών. Πολύ πριν από την αναγνώριση της απαραβίαστης ιδιωτικής σφαίρας του ατόµου και γενικά την επικράτηση του φιλελεύθερου ατοµοκεντρισµού, ο οποίος µετέπειτα µετονοµάστηκε σε ανθρωποκεντρισµό, η γενική αποδοχή της υπεροχής του θείου έναντι του ανθρωπίνου δικαίου και των αντίστοιχων περιορισµών της κατά τα άλλα απεριόριστης ηγεµονικής κυριαρχίας είχε δηµιουργήσει το θεµέλιο για την αντίταξη ατοµικών θρησκευτικών υποχρεώσεων στην κρατική επιταγή. Και στην αρχαιότητα, που ήταν ξένη η έννοια του ατοµικού δικαιώµατος η Αντιγόνη αντέταξε στον Κρέοντα, ο οποίος ήταν η προσωποποίηση της κρατικής εξουσίας, το θρησκευτικό της καθήκον. Ιστορικά, οι εννοιολογικές προϋποθέσεις της θρησκευτικής ελευθερίας άρχισαν να δηµιουργούνται τον δέκατο έκτο αιώνα µε τη θρησκευτική µεταρρύθµιση ως αντίδραση στο δικαίωµα του ηγεµόνα να ορίζει την θρησκεία των υπηκόων του. Η θρησκευτική ελευθερία διακηρύχθηκε όµως τον δεκατο όγδοο αιώνα, πρώτα στις Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής και έπειτα στην Γαλλία. Όσοι αµφισβητούν την «πρωτοτοκία» της θρησκευτικής ελευθερίας ως ατοµικού δικαιώµατος λησµονούν, ότι αυτή η ίδια η ίδρυση των Ηνωµένων Πολιτειών άρχισε µε τον πρώτο εποικισµό των 100 πουριτανών που έφθασαν το 1620 µε το πλοίο «Mayflower» στην αµερικάνικη ακτή για να εξασφαλίσουν την θρησκευτική τους ελευθερία. Αλλά και σήµερα η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί την λύδια λίθο. Αλλά και σήµερα η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί τη λύδια λίθο. Ακριβώς γιατί η θρησκεία έχει εξ ορισµού απόλυτες αξιώσεις, η θρησκευτική ελευθερία αποτελεί αλάνθαστο σήµα µίας ελεύθερης κοινωνίας. Όπου αντιθέτως δεν αναγνωρίζεται η θρησκευτική ελευθερία - το φαινόµενο αυτό συναντάται συνήθως στα αντιθρησκευτικά ή θεοκρατικά καθεστώτα - δεν υπάρχει ελευθερία. Ύστερα από τις διακηρύξεις στην Αµερική και την Γαλλία, η θρησκευτική ελευθερία κατοχυρώθηκε σε όλα τα ευρωπαϊκά συντάγµατα του 19ου και 20ου αιώνα. 3. Ελληνικά Συντάγµατα Αυτό συνέβη και στα ελληνικά συνταγµατικά κείµενα, που όµως πάντοτε διεκήρυσσαν συγχρόνως την θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ως «επικρατούσα θρησκεία» στην ελληνική επικράτεια. Για τις άλλες θρησκείες ή εξέλιξη ήταν, σε πολύ αδρές γραµµές, από την απλή ανεξιθρησκία στην λίγο ή πολύ πλήρη θρησκευτική ελευθερία. Ενώ µε τον τρόπο αυτό µειώνεται η πρακτική σηµασία της διακηρύξεως της Ορθοδοξίας ως «επικρατούσας θρησκείας», µειώνεται συγχρόνως η εξάρτηση της Πολιτείας από την Εκκλησία, καθώς και αν και πολύ λιγότερο η εξάρτηση της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας από το ελληνικό κράτος.

Το Σύνταγµα κατοχυρώνει την θρησκευτική ελευθερία στο άρθρο 13 του ελληνικού Συντάγµατος. έον να τονιστεί στο σηµείο αυτό ότι πρώτη παράγραφος του άρθρου αυτού δεν υπόκειται σε αναθεώρηση, σύµφωνα µε το άρθρο 110 παρ.1 του Συντάγµατος. Επιπλέον αναφέρεται σε αυτήν και τα άρθρα 5 παρ.2 και 16 παρ.2, ενώ το άρθρο 3 ρυθµίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας. Κανένα από τα άρθρα αυτά δεν περιλαµβάνεται στις διατάξεις που κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του Συντάγµατος µπορούν να ανασταλούν σε περίπτωση καταστάσεως πολιορκίας. Η κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας στο ισχύος σύνταγµα είναι σχετικώς ατυχής. Ο χωρισµός της ρυθµίσεως των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους από την διακήρυξη της θρησκευτικής ελευθερίας παραγνωρίζει τον σύνδεσµο µεταξύ τους, τον οποίο ελάµβαναν συχνά υπόψη τα προηγούµενα συντάγµατα. Εξάλλου, το άρθρο 13 περιέχει ετερογενείς διατάξεις χωρίς πάντοτε λογική συνέχεια, π. χ. η παράγραφος 4 έπρεπε να είναι εδάφιο 3 της παραγράφου 1, αφού αποτελεί την άλλη πλευρά του εδαφίου 2. Αλλά και εκτός από αυτές τις νοµοτεχνικές ατέλειες, το άρθρο 13 αγνοεί την από δεκαετιών εξέλιξη των συνταγµατικών και διεθνών διακηρύξεων των ατοµικών δικαιωµάτων, που κατοχυρώνουν την ελευθερία της συνειδήσεως εν γένει, και περιορίζεται στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. 4. ιεθνείς Συµβάσεις Η θρησκευτική ελευθερία προστατεύεται και από νέες και παλαιές διεθνείς συµβάσεις που, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του συντάγµατος, υπερέχουν των ελληνικών νόµων είτε αυτοί είναι προγενέστεροι, είτε είναι µεταγενέστεροι της επικυρώσεως της διεθνούς συνθήκης. Σηµαντική σπουδαιότητα έχουν προπάντων η Ευρωπαϊκή Σύµβαση για την προάσπιση των δικαιωµάτων του άνθρώπου του 1950 και συγκεκριµένα το άρθρο 9 ( η γνωστή σε όλον τον νοµικό κόσµο ΕΣ Α, που επικυρώθηκε µε το ν.δ. 53/1974) και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο και συγκεκριµένα το άρθρο 2 εδάφιο 1. Συγκεκριµένα, το άρθρο 18 της ιακηρύξεως, η οποία δεν έχει δεσµευτικό χαρακτήρα ορίζει: κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωµα ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Σε αυτό περιλαµβάνεται η ελευθερία µεταβολής θρησκείας ή πεποιθήσεως, ατοµικά ή µαζί µε άλλους, τόσο δηµόσια όσο και ιδιωτικά, µε τη διδασκαλία, τα θρησκευτικά καθήκοντα, τη λατρεία, και την τέλεση των θρησκευτικών τελετουργιών. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή της πεποιθήσεως του δεν µπορεί να υπόκειται σε περισσότερους περιορισµούς παρά σε εκείνους που προβλέπονται από το νόµο και αποτελούν µέτρα αναγκαία σε µια δηµοκρατική κοινωνία για τη δηµόσια ασφάλεια, την προστασία της δηµόσιας τάξεως, υγείας ή ηθικής, ή την προστασία των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων. Το άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ικαιωµάτων του άνθρώπου ορίζει συγκεκριµένα: 1. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωµα της ελευθερίας σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Σε αυτό το δικαίωµα περιλαµβάνεται η ελευθερία µεταβολής θρησκείας ή πεποιθήσεως και η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας του ή πεποιθήσεως του, ατοµικά ή συλλογικά, είτε δηµόσια είτε ιδιωτικά, µέσω της λατρείας, της διδασκαλίας, των θρησκευτικών καθηκόντων και της τηρήσεως των ιεροτελεστιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας του ή της πεποιθήσεως του µπορεί να αποτελεί αντικείµενο εκείνων µόνο των περιορισµών, που προβλέπονται από το νόµο και αποτελούν µέτρα αναγκαία σε µία δηµοκρατική κοινωνία για την προστασία της δηµόσιας τάξης, της δηµόσιας υγείας ή ηθικής ή για την προστασία των δικαιωµάτων και ελευθεριών των άλλων. Από τη διατύπωση των άρθρων αυτών και από τα πορίσµατα της νοµολογίας

συνάγεται το συµπέρασµα ότι δεν είναι ασυµβίβαστο µε το άρθρο 9 της ΕΣ Α το προνοµιακό καθεστώς για ένα θρήσκευµα, που δικαιολογείται από ιστορικούς λόγους ή από το ανήκειν στο εν λόγω θρήσκευµα της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσµού. Τα θρησκεύµατα αναγνωρίζονται ρητά ως δικαιούχοι σε σχέση µε το άρθρο 9 της εν λόγω συνθήκης και νοµιµοποιούµενοι στην άσκηση προσφυγής ενώπιον της Επιτροπής του Συµβουλίου της Ευρώπης δύναµει του άρθρου 25 της εν λόγω συνθήκης αποκλειστικά για την επιδίωξη θρησκευτικών σκοπών. Τέλος, κατοχυρώνεται η ελευθερία οργανώσεως της Εκκλησίας και επιβολής του σεβασµού της οικείας ορθοδοξίας, ενώ σε σχέση µε τον ατοµικό πιστό και, κατά µείζονα λόγο, µε το θρησκευτικό λειτουργό, η θρησκευτική ελευθερία ενδιαφέρει κατά τη στιγµή της προσχωρήσεως σε ένα θρήσκευµα ή κατά τη στιγµή εξόδου, σε περίπτωση διαφωνίας. Άρα τα θρησκεύµατα δεν υποχρεούνται να σεβαστούν τη θρησκευτική ελευθερία των µελών τους. Πέρα από το υπερβολικό αυτό πόρισµα της Επιτροπής, ορθά υποστηρίζεται ότι το κράτος υποχρεούται δυνάµει του άρθρου 9 της ΕΣ Α να επιβάλλει στα θρησκεύµατα το σεβασµό της θρησκευτικής ελευθερίας και ειδικότερα σύµφωνα µε τη µεγίστης σηµασίας απόφασης 10-5/2001 του Ε Α η θρησκευτική ζωή αποτελεί αντικείµενο προστασία και σε περίπτωση πόλεµου όπως λ.χ. κατάληψη Κύπρου από τούρκους, στην οποία αναφέρεται η εν λόγω απόφαση, των ιδίων µελών, πλην των θρησκευτικών κυρώσεως που περιορίζονται στη σφαίρα της οικείας θρησκευτικής νοµικής τάξης, δεδοµένου ότι η πίεση µίας θρησκευτικής κοινωνικής οµάδας µπορεί να ανυψωθεί στο επίπεδο της αδικίας και του ηθικού εξαναγκασµού σε βάρος ενός µέλους της. Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 3-2-1830 καθώς και το ερµηνευτικό πρωτόκολλο της 19-6/1-7-1830 και η Συνθήκη του Λονδίνου της 17/29-3-1864 κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία της Ρωµαιοκαθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, ενώ η Συνθήκη των Σεβρών της 28-7/10-8-1920 κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία των µειονοτήτων στη χώρα µας. 5. Θρησκευτική ελευθερία και ελευθερία πεποιθήσεων Το σύνταγµα δεν κατοχυρώνει γενικά την ελευθερία της συνειδήσεως, όπως τα περισσότερα σύγχρονα συντάγµατα, αλλά ειδικά την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Αντιθέτως οι διεθνείς συµβάσεις των δικαιωµάτων του ανθρώπου κατοχυρώνουν, όπως προαναφέρθηκε, την ελευθερία της σκέψης, συνείδησης και θρησκείας, καθώς και την ελευθερία αλλαγής ή εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων. Όπως είναι γνωστό από τη γενική θεωρία των ατοµικών δικαιωµάτων, το Σύνταγµα εγγυάται το minimum και δεν ορίζει το maximum της προστασίας. Ενώ λοιπόν υπό- συνταγµατικοί δηλαδή κανόνες δικαίου που έχουν κατώτερη τυπική ισχύ από το σύνταγµα δεν µπορούν να µειώσουν την προστασία που παρέχει το σύνταγµα, µπορούν να την διευρύνουν. Αν η διεύρυνση αυτή γίνει µε διεθνή σύµβαση που υπερισχύει, δυνάµει του άρθρου 28 παρ.1 του Συντάγµατος, «κάθε αντίθετης διάταξης νόµου», η διεύρυνση δεσµεύει τον κοινό νοµοθέτη, αλλά εφαρµόζεται έναντι αλλοδαπών µόνο υπό τον όρο της αµοιβαιότητας. εν στερείται λοιπόν πρακτικής σηµασίας το ζήτηµα, αν η ελευθερία της συνειδήσεως εν γένει δηλαδή όχι µόνο της θρησκευτικής συνείδησης κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγµα ή µια διεθνή σύµβαση. υνάµει του άρθρου 2 παρ. 1 του συντάγµατος που κατοχυρώνει expresses verbs την ανθρώπινη αξία η ελευθερία της συνειδήσεως προστατεύεται, διότι αυτή αποτελεί συστατικό στοιχείο της αξίας του ανθρώπου. 6. Έννοιες της θρησκείας και της θρησκευτικής ελευθερίας Θρησκεία είναι σύνολο δοξασιών αναφεροµένων στην υπόσταση του θείου. Η θρησκεία αποτελεί σύνολο αντιλήψεων οργανωµένη θεωρία. Οι αντιλήψεις αυτές, η θρησκευτική θεωρία αναφέρεται στην υπόσταση του θείου. ιακρίνεται εποµένως, η

θρησκεία από άλλες θεωρίες και πιστεύω, όπως οι πολιτικές θεωρίες και οι θεωρίες της φυσικής επιστήµης, οι οποίες αφορούν άλλα ζητήµατα που απασχολούν τον ανθρώπινο στοχασµό. Η θρησκεία αναφέρεται στο θείο, στην ανώτερη δύναµη, η οποία είναι πάντοτε φορέας του καλού. Εποµένως δεν ανήκουν στην έννοια αυτή θρησκεία που πιστεύει στην ύπαρξη δυνάµεων του κακού, όπως είναι λόγου χάριν ο σατανισµός και η µαύρη µαγεία. Η θρησκεία αποτελεί ένα πρακτικό και φιλοσοφικού χαρακτήρα οδηγό τρόπου ζωής, διότι είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε διάφορα µεταφυσικά προβλήµατα και µε τις υπαρξιακές ανησυχίες του άνθρώπου, π.χ. η µετά θάνατον ζωή. Ο όρος θρησκευτική ελευθερία είναι ένας καθολικός και συνεκδοχικός όρος που καλύπτει κάθε µορφή ελευθερίας που αναφέρεται στη θρησκεία και αποτελεί θεµελιώδες και µητρικό δικαίωµα. Το σύνταγµα δεν αναφέρεται στη θρησκευτική ελευθερία, αλλά χρησιµοποιεί διάφορους άλλους όρους, που η ποικιλία τους δυσχεραίνει την κατανόηση και ερµηνεία των σχετικών διατάξεων. Έτσι το άρθρο 13 µιλάει για ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης,για θρησκευτικές πεποιθήσεις, για ελευθερία κάθε γνωστής θρησκείας και για ακώλυτη λατρεία. Οι έννοιες αυτές είναι εριζόµενες στις θεωρητικές επιστήµες. Αλλά έργο του νοµικού δεν είναι να ερευνήσει το φιλοσοφικό, θεολογικό ή ηθικό περιεχόµενο των εννοιών αυτών για να καταλήξει σε έναν ορισµό, που θα ήταν ενδεχοµένως ασυµβίβαστος µε την βασική κοσµοθεωρητική ουδετερότητα του κράτους. Με την χρησιµοποίηση τους βέβαια σε ένα νοµικό κείµενο οι αόριστες αυτές έννοιες γίνονται και νοµικές έννοιες και έχουν κατά τούτο, ανάγκη νοµικής ερµηνείας. Η ερµηνεία αυτή προσανατολίζεται στον σκοπό δηλαδή στο τέλος της κατοχυρώσεως της θρησκευτικής ελευθερίας µέσα στο όλο σύστηµα των συνταγµατικών διατάξεων, σε συνδυασµό µε τις διεθνείς διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωµάτων που έχει διακηρύξει η χώρα µας. Περιεχόµενο Η καθιερωµένη άποψη είναι ότι το σύνταγµα κατοχυρώνει την θρησκευτική ελευθερία υπό τις δύο εκδηλώσεις της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και της ελευθερίας της λατρείας. Ορθότερος χαρακτηρισµός της δεύτερης εκδήλωσης είναι όµως άσκηση της θρησκείας, που είναι ένας όρος ευρύτερος από την λατρεία, αφού περιλαµβάνει την διδασκαλία και την ιεραποστολή. Συγκεκριµένα, η λατρεία αποτελεί µορφή ανθρώπινης συµπεριφοράς, σύνολο µερικότερων ενεργειών του ανθρώπου, οι οποίες κατά την αντίληψη του ενεργούντος και σύµφωνα µε το δόγµα στο οποίο πιστεύει εκδηλώνουν την πίστη τους προς το θείο. εν αποτελεί συστατικό στοιχείο την νοµικής έννοιας της θρησκείας, το αν αυτή γίνεται δεκτή από όλους ή από λίγους ανθρώπους, αν πρόκειται για ορθόδοξη ή αιρετική διδασκαλία, αν η λατρεία της προσβάλλει τα χρηστά ήθη ή τη δηµόσια τάξη, εν προκειµένω όµως η λατρεία που τελείται κατά αυτόν τον τρόπο είναι αντίθετη προς το άρθρο 13 παρ.2 εδ.2 του συντάγµατος. Χαρακτηρισµοί όπως επικρατούσα, γνωστή ή αναγνωρισµένη θρησκεία δεν αναφέρονται στην έννοια της θρησκείας καθ' αυτήν αλλά χρησιµοποιούνται ως κριτήρια διαφοροποιήσεως της συνταγµατικής προστασίας των θρησκειών. Μη θρησκευτικές µε την στενή έννοια του όρου, αλλά απλές φιλοσοφικές κοσµοθεωρητικές ηθικές απόψεις ή πεποιθήσεις δεν προστατεύονται, όπως παρατηρήθηκε πιο πριν από το άρθρο 13 του συντάγµατος αλλά ως συστατικά της αξίας του ανθρώπου, από το άρθρο 2 παρ.1. οι εκδηλώσεις των πεποιθήσεων αυτών υπάγονται στην προστασία των διάφορων επιµέρους ατοµικών δικαιωµάτων. Στην έννοια της θρησκείας υπάγεται όµως και η αρνητική ή εχθρική στάση έναντι της

θρησκείας εν γένει ή µίας συγκεκριµένης θρησκείας (π.χ. µίσος µουσουλµάνων έναντι ορθόδοξων που υπήρχε παλιά), ώστε στις περιπτώσεις τυγχάνει εφαρµογής µόνο το άρθρο 13 του συντάγµατος. Α. Ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης 1.Έννοια. Θετική και αρνητική θρησκευτική ελευθερία. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαµβάνει την ελευθερία επιλογής, διατήρησης, αλλαγής ή εγκατάλειψης µίας συγκεκριµένης θρησκείας, καθώς και της επιλογής ή εγκατάλειψης της θρησκείας εν γένει, της αθρησκείας ή της αθείας, χωρίς δυσµενείς συνέπειες. Αυτές οι εκφάνσεις της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης συνιστούν την θετική και την αρνητική θρησκευτική ελευθερία. Η διάκριση ανάµεσα στην επικρατούσα και τις γνωστές θρησκείες έχει σηµασία µόνο για την ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας,, όχι όµως για την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως. Η ελευθερία αυτή είναι κατ' αρχήν απεριόριστη, αν και δεν απαλλάσσει από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το κράτος ή την υποχρέωση συµµόρφωσης προς τους νόµους, σύµφωνα µε το άρθρο 13 παρ.2 εδάφίο 2 του συντάγµατος. Αφορά οποιαδήποτε θρησκεία, ακόµη και θρησκεία της οποίας η λατρεία δεν είναι επιτρεπτή, και τις αποκλίνούσες από αυτή δηλαδή αιρέσεις και σχίσµατα, διδασκαλίες. Στην έννοια ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης περιλαµβάνεται και η απόρριψη της θρησκείας καθ' εαυτήν και η άρνηση υπάρξεως Θεού. Τέλος, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης περιλαµβάνει και το δικαίωµα των Ιερών Μονών της ελληνικής Εκκλησίας να αξιώνει να µην ανακοινώνεται προς τα έξω, είτε σε Αρχή και κυρίως στη Αρχή Προστασίας εδοµένων Προσωπικού Χαρακτήρα του ν.2472/1997 είτε σε ιδιώτες, στοιχεία που αποτελούν εκδήλωση του µοναχικού βίου δηλαδή αρχεία που τηρούνται σε µουσείου ή βιβλιοθήκη µονής. Το δικαίωµα αυτό προστατευόµενο από το άρθρο 9 της ΕΣ Α ασκείται από κάθε µοναχό ή µοναχή της µονής ξεχωριστά ή και από το σύνολο της αδελφότητας της µονής. 2. ήλωση ή αποσιώπηση του θρησκεύµατος και το ζήτηµα των ταυτοτήτων Η ελευθερία αυτή περιλαµβάνει και το δικαίωµα του ατόµου να δηλώνει µε οποιοδήποτε τρόπο, π.χ. µε πώληση εικόνων και θρησκευτικού περιεχοµένου φυλλαδίων στο πεζοδρόµιο ή να αποσιωπά τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή την ανυπαρξία τους. Εποµένως, όσον αφορά το περιβόητο ζήτηµα του επιτρεπτού ή µη της αναγραφής του θρησκεύµατος στις ταυτότητες έχει κριθεί ότι το άρθρο 3 παρ.2 του ν.1599/1986 ότι το στοιχείο του θρησκεύµατος καταχωρείται στο δελτίο της αστυνοµικής ταυτότητας µόνο εφόσον ζητηθεί από τον ενδιαφερόµενο, δηλαδή κρίνεται νοµικώς ορθή από τη θεωρία, η προαιρετική αναγραφή του θρησκεύµατος και όχι η ρητή απαγόρευση αναγραφής του. Η νοµολογία των δικαστηρίων και ειδικότερα απόφαση του Συµβουλίου της Επικρατείας έκρινε αντίθετη προς το Σύνταγµα τη ρύθµιση του νόµου 1988/1991, η οποία εισήγαγε την υποχρεωτική αναγραφή του θρησκεύµατος στις αστυνοµικές ταυτότητες, µε το σκεπτικό ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν ευαίσθητα προσωπικά δεδοµένα σύµφωνα µε το νόµο 2472/1997, τα οποία χρήζουν προστασίας από την επεξεργασίας η οποία γίνεται µόνο ύστερα από τη συγκατάθεση του ατόµου στο οποίο αναφέρονται. Σύµφωνα εξ' άλλου και µε την αρχή lex posterior derogat legi priori, η διάταξη του νόµου 2472/1997 υπερισχύει του νόµου 1988/1991. Συνταγµατική βάση παραµένει η ειδική διάταξη του άρθρου 13 παρ.1 του Συντάγµατος και όχι η γενική διάταξη του άρθρου 14 παρ.1. Η υποχρέωση δηλώσεως θρησκεύµατος είναι θεµιτή µόνο για στατιστικούς σκοπούς, όταν γίνεται υπό συνθήκες που εγγυώνται την εµπιστευτική τους µεταχείριση. εν συµβιβάζεται όµως µε το άρθρο 13 παρ.1 του συντάγµατος εποµένως, η υποχρεωτική δήλωση ή αναγραφή του θρησκεύµατος στις ταυτότητες

και στα λοιπά δηµόσια έγγραφα. Στην περίπτωση που µόνο, κατ' εξαίρεση, µία ορισµένη απασχόληση προϋποθέτει από τη φύση της ορισµένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, όπως είναι εκείνη του καθηγητή των θρησκευτικών, δέον να τονιστεί ότι σύµφωνα µε την απόφαση 194/1987 ΣτΕ η ιδιότητα του φοιτητή της θεολογικής σχολής δεν προϋποθέτει ορισµένες θρησκευτικές πεποιθήσεις, είναι εύλογο να γίνει δεκτό, ότι η µη αποδοχή ή εγκατάλειψη των θρησκευτικών πεποιθήσεων ή η άρνηση παροχής της σχετικής πληροφορίας δεν καλύπτεται από το δικαίωµα δηλώσεως και αποσιωπήσεως. 3. Παθητική θρησκευτική πληροφόρηση και εκπαίδευση Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως περιλαµβάνει και τις ελευθερίες του πληροφορείσθαι και του εκπαιδεύεσθαι, που µόνες επιτρέπουν την σωστή διαµόρφωση θρησκευτικής συνειδήσεως. Ανεξάρτητα λοιπόν από τη σηµασία που έχει σήµερα η απαγόρευση του προσηλυτισµού, η αποδοχή των θρησκευτικών πληροφοριών και εκπαιδεύσεως, ουδέποτε είναι παράνοµη, αλλά αντιθέτως προστατεύεται από την κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Η ελευθερία αυτή περιλαµβάνει όµως και την ελευθερία αρνήσεως κάθε θρησκευτικής πληροφορήσεως και εκπαιδεύσεως. 4. Θρησκευτική εκπαίδευση και µόρφωση ανηλίκων Ειδικό θέµα σηµαντικής σπουδαιότητας αποτελεί η θρησκευτική εκπαίδευση των ανήλικων. Το δικαίωµα επιλογής θρησκείας, η τέλεση βάφτισης, και θρησκευτικής εκπαίδευσης καθώς και της εκπαίδευσης γενικά, των ανηλίκων ανήκει στους γονείς τους. Το δικαίωµα αυτό, που συγχρόνως και µάλιστα κυρίως είναι καθήκον, αποτελεί σπουδαίο µέρος της γονικής µέριµνας. Η θρησκευτική εκπαίδευση των ανηλίκων περιλαµβάνει όχι µόνο την τυπική δηµόσια ή ιδιωτική διδασκαλία, αλλά και την εν γένει µόρφωση και ανατροφή του ανήλικου. Ζητήµατα µπορεί να προκύψουν από την συνταγµατική πρόβλεψη της κρατικής υποχρεώσεως να παρέχει παιδεία που έχει σκοπό µεταξύ άλλων και την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Η εκπλήρωση της κρατικής αυτής υποχρέωσης µπορεί ενδεχοµένως να έρθει σε σύγκρουση µε το δικαίωµα των γονέων να ορίζουν τη θρησκευτική συνείδηση των ανηλίκων τέκνων τους. Μία τέτοια σύγκρουση µπορεί να αποφευχθεί µόνο, αν θεωρηθεί ότι η κρατική υποχρέωση που προβλέπει το σύνταγµα εκπληρώνεται µε την πρόβλεψη θρησκευτικής διδασκαλίας και αναγνωριστεί στους γονείς το δικαίωµα να αποσύρουν τα παιδία τους από τη θρησκευτική εκπαίδευση, όπως και από τον σχολικό εκκλησιασµό και την σχολική προσευχή. Το δικαίωµα αυτό των γονέων προκύπτει από την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, που οι γονείς ασκούν και εν ονόµατι του ανήλικου τέκνου τους. Η ελευθερία αυτή χαρακτηρίζεται στο άρθρο 13 παρ.1 εδ.1 του συντάγµατος ως απαραβίαστη. Η υποχρέωση του κράτους να παρέχει παιδεία προς ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως των µαθητών δεν µπορεί να νοηθεί ως ανταγωνιζόµενη την ελευθερία των γονέων να αποφασίζουν, αν και ποια θρησκευτική εκπαίδευση θα δώσουν στο παιδί τους. Η άποψη αυτή ενισχύεται και από την ρητή κατοχύρωση του δικαιώµατος των γονέων να καθορίζουν την θρησκευτική εκπαίδευση των παιδιών τους, που περιέχεται στις διεθνείς διακηρύξεις των δικαιωµάτων του ανθρώπου. Ιδιαίτερα η Ευρωπαϊκή Σύµβαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου είχε υπογραφεί και επικυρωθεί από τη Ελλάδα χωρίς εν προκειµένω επιφύλαξη πολύ πριν την ψήφιση του ισχύοντος συντάγµατος και δεν είναι εύλογο να δεχθεί κανείς ότι ο συντακτικός νοµοθέτης του 1975 ήθελε να έλθει σε σύγκρουση µε την διακήρυξη αυτή των ανθρωπίνων δικαιωµάτων και να παραβιάσει τις διεθνείς συµβατικές υποχρεώσεις της χώρας µας. Στην ενεργητική µορφή της θρησκευτικής εκπαιδεύσεως, στην διδασκαλία δηλαδή,

και την ίδρυση και λειτουργία θρησκευτικών εκπαιδευτηρίων θα αναφερθούµε στο τµήµα εργασίας, που αφορά την άσκηση της θρησκείας. Η θρησκευτική µόρφωση (ανατροφή) αναφέρεται µόνο σε ανήλικους και καθορίζεται από τους γονείς. Ότι αναφέρθηκε πιο πάνω για τη γονική µέριµνα σχετικά µε την απόφαση για τη θρησκεία του ανηλίκου τέκνου ισχύει και για την θρησκευτική µόρφωση που ακολουθεί. Με την ενηλικίωση του το άτοµο µπορεί να ασκήσει το δικαίωµα εγκαταλείψεως ή αλλαγής θρησκείας που επέλεξαν οι γονείς του. 5. Θρησκεία και τέχνη Είναι σε ολόκληρο το νοµικό κόσµο δεδοµένο ότι η θρησκεία τελεί σε αδιάρρηκτη και στενότατη σχέση µε τις περισσότερες εκδηλώσεις της τέχνης, όπως είναι η µουσική, η ζωγραφική, η γλυπτική, ο κινηµατογράφος η ποίηση και γενικότερα η λογοτεχνία. Η σχέση αυτή ορισµένες φορές µπορεί να δηµιουργήσει σύγκρουση ανάµεσα στην θρησκευτική ελευθερία και στην ελευθερία της τέχνης και του κινηµατογράφου που είναι κατοχυρωµένα στα άρθρα 16 και 15 του συντάγµατος. Σχετική µε τη σύγκρουση αυτή είναι η απόφαση 17115/1988 του ΜΠΡ Αθηνών που αφορά την περιβόητη υπόθεση προβολής κινηµατογραφικής ταινίας που αναπαριστά τη ζωή του Κυρίου και η οποία επικρίθηκε ότι διακωµωδεί και χλευάζει το Χριστό. Το δικαστήριο έκρινε συνταγµατική την επίκριση της κοινής γνώµης για το έργο µε το σκεπτικό ότι αν και το κίνητρο του δηµιουργού της ταινίας να είναι η καλλιτεχνική δηµιουργία δεν υπάρχει προστατευόµενο δικαίωµα που θα µπορούσε να τεθεί ως αντιµέτωπο του δικαιώµατος της προσωπικότητας εκείνων, των οποίων προσβάλλεται το θρησκευτικό συναίσθηµα από την ταινία αυτή που διακωµωδεί και χλευάζει το Χριστό. 6. Απαγόρευση θρησκευτικού εξαναγκασµού Στην ελευθερία επιλογής, διατηρήσεως, αλλαγής ή εγκαταλείψεως της θρησκείας αντίκειται κατ' αρχήν κάθε είδος εξαναγκασµού σε πράξη ή παράλειψη που αντίκειται στις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόµου. Απαγορεύεται, πρώτον ο εξαναγκασµός σε θρησκευτική πράξη ή αποχή, ή ως παρακώλυση συµπεριφοράς που επιβάλλεται από τη θρησκεία ενός ατόµου. Έτσι π.χ. δεν επιτρέπεται να επιβληθεί η συµµετοχή σε αλλόθρησκη ή ετερόδοξη διδασκαλία ή πράξη λατρείας ούτε θρησκευτική περιβολή, κόµµωση ή δίαιτα. Ούτε επιτρέπεται να παρακωλυθεί η συµµετοχή σε οµόθρησκη και οµόδοξη διδασκαλία ή πράξη λατρείας ή θρησκευτική αµφίεση, κόµµωση, ή δίαιτα. Εδώ φαίνεται ο σύνδεσµος της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης µε την ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας. Αντισυνταγµατικό εξαναγκασµό αποτελούσε µέχρι την έναρξη ισχύος του ν.1250/1982,ο οποίος διαθέτει αναδροµική ισχύ και αναγνωρίζει ως έγκυρους τους νοµοτύπως τελεσθέντες πριν από την έναρξη της ισχύος του πολιτικούς γάµους, ο υποχρεωτικός θρησκευτικός γάµος. Αντικείµενος προς το σύνταγµα είναι και ο υποχρεωτικός σχολικός εκκλησιασµός καθώς και η ανεξαίρετη επιβολή θρησκευτικού όρκου. Όρκος είναι η µε την επίκληση ορισµένου παράγοντα πραγµατοποιούµενη διαβεβαίωση. Πιο συγκεκριµένα ο θρησκευτικός όρκος είναι η µε την επίκληση του θείου διαβεβαίωση για την αλήθεια ή µη γεγονότος ή πράξης ή την τήρηση ορισµένης συµπεριφοράς, ενώ πολιτικός όρκος είναι η µε την επίκληση της τιµής και της συνείδησης πραγµατοποιούµενη διαβεβαίωση. Η νοµολογία των δικαστηρίων κρίνει σύµφωνη µε το σύνταγµα την τελευταία τροποποίηση του κώδικα πολιτικής δικονοµίας, η οποία προβλέπει τη δόση

δικαστικού θρησκευτικού όρκου, η οποία έχει προαιρετικό πλέον χαρακτήρα, µόνο αν το επιθυµεί το άτοµο που θα εξεταστεί ως µάρτυρας στην υπόθεση και εισάγει τον πολιτικό όρκο για όσα άτοµα δηλώνουν ότι δεν πιστεύουν σε κάποια θρησκεία ή ότι η θρησκεία στην οποία πιστεύουν δεν τους επιτρέπει την ορκοδοσία. 7. Απαγόρευση διακρίσεων λόγω θρησκείας Το άρθρο 5 παρ.2 υποπαρ.1 περιέχει απαγόρευση διακρίσεων λόγω διακρίσεων λόγω θρησκείας. Κατά τη διάταξη αυτή και τις αντίστοιχες των διεθνών διακηρύξεων των δικαιωµάτων του ανθρώπου, η θρησκεία δεν αποτελεί θεµιτό κριτήριο διαφοροποιήσεως κατά την αναγνώριση, παραχώρηση, στέρηση ή περιορισµό δικαιωµάτων. Εξαιρέσεις επιτρέπονται µόνο αν και στο µέτρο που επιβάλλονται από το περιεχόµενο του δικαιώµατος. Έτσι το Συµβούλιο της επικρατείας δέχεται ότι οι λειτουργοί στοιχειώδους εκπαίδευσης πρέπει να είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, γιατί οφείλουν να διδάσκουν όλα τα µαθήµατα, άρα και θρησκευτικά, η µεγάλη πλειοψηφία του πληθυσµού είναι ορθόδοξη. Η εξαίρεση αυτή είναι πολύ γενικά διατυπωµένη. ικαιολογηµένη είναι µόνο σε µονοθέσιο σχολείο, όπου δεν υπάρχει άλλος δάσκαλος να διδάξει θρησκευτικά. Κατά τα λοιπά η απαγόρευση διορισµού αλλοθρήσκων ή αλλόδοξων δασκάλων είναι αντίθετη προς το σύνταγµα, όπως δέχθηκε και το Συµβούλιο της Επικρατείας σχετικά µε την µέση εκπαίδευση. Επίσης αντισυνταγµατική είναι η απαγόρευση σε µη ορθόδοξο χριστιανό να σπουδάσει ορθόδοξη θεολογία, δικαίωµα που προκύπτει από το γενικότερο δικαίωµα της θρησκευτικής πληροφορήσεως και εκπαιδεύσεως. Εξαιρέσεις επιτρέπονται βέβαια όπου τις προβλέπει ρητώς η εν πάσει περιπτώσει σαφώς το Σύνταγµα. Έτσι Πρόεδρος της ηµοκρατίας µπορεί να γίνει µόνο χριστιανός αν και όχι κατ' ανάγκην ορθόδοξος, όπως προκύπτει από τον όρκο του. εδοµένου ότι όλες οι διατάξεις του Συντάγµατος έχουν την ίδια τυπική ισχύ, δεν είναι νοητό να «υποχωρήσει» ή µία µπροστά στην άλλη. Αυτό ισχύει και για την διάκριση ανάµεσα στην επικρατούσα και τις άλλες γνωστές θρησκείες που, καθ' εαυτήν, αντίκειται στην αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω θρησκείας. Παρ' όλα αυτά η διάκριση αυτή, στην οποία θα επανέλθουµε, δεν είναι αντισυνταγµατική, γιατί προβλέπεται από το ίδιο το σύνταγµα. Από την συστηµατική ερµηνεία των σχετικών διατάξεων προκύπτει πάντως ότι δεν µπορούν να στηριχθούν στη διάκριση µεταξύ της επικρατούσας και άλλων γνωστών θρησκειών εξαιρέσεις από την απαγόρευση διακρίσεων εις βάρος ή όφελος ατόµων. Β. Ελευθερία ασκήσεως θρησκείας 1. Έννοια. Ατοµική και συλλογική άσκηση Η άλλη πλευρά της θρησκευτικής ελευθερίας είναι η ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας, της οποίας η λατρεία είναι η σπουδαιότερη, αλλά όχι µόνο εκδήλωση. Τα όρια ανάµεσα στην ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας και την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως δεν είναι βέβαια ούτε ευδιάκριτα ούτε απόλυτα, αφού η άσκηση της θρησκείας αποτελεί συγχρόνως και εκδήλωση θρησκευτικών πεποιθήσεων, και αφού η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι µάταιη χωρίς την ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας. Η θρησκεία ασκείται είτε ατοµικά είτε συλλογικά και το σύνταγµα την προστατεύει τόσο ως ατοµικό όσο και ως συλλογικό δικαίωµα. Στην πρώτη περίπτωση είναι δύσκολη η διάκριση από την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως. Η ελευθερία ασκήσεως της θρησκείας µπορεί να αναφέρεται σε ένα άτοµο, το οποίο αποφασίζει να γίνει θρησκευτικός λειτουργός, αφορά όµως συχνότερα την οµαδική συλλογική εκδήλωση: την λατρεία, την θρησκευτική ένωση και συνάθροιση, την διάδοση της

θρησκείας και την παροχή θρησκευτικής παιδείας. Το σύνταγµα κατοχυρώνει την συλλογική αυτή δραστηριότητα και τους καρπούς της, όπως είναι λ.χ. οι θρησκευτικές οργανώσεις και οι τόποι λατρείας, αλλά και τη συµµετοχή κάθε ατόµου, είτε ως µέλους είτε ως στελέχους π.χ. ιερέας. Οι διάφορες αυτές µορφές ασκήσεως της θρησκείας δεν αναφέρονται όλες ρητώς στο άρθρο 13 παρ.2 του συντάγµατος. Η διάταξη αυτή διακηρύσσει την ελευθερία κάθε γνωστής θρησκείας, το ακώλυτο της ασκήσεως της λατρείας (αλλά µε ορισµένους περιορισµούς) και την απαγόρευση του προσηλυτισµού. Από την ερµηνεία όµως της διάταξης αυτής, σε συνδυασµό µε το άρθρο 3 του συντάγµατος, το οποίο ρυθµίζει της σχέσεις κράτους και πολιτείας, προκύπτει η κατοχύρωση όλων των πλευρών της ασκήσεως της θρησκείας. 2. Θεσµική εγγύηση Το σύνταγµα εγγυάται τη θρησκεία ως θεσµό (θεσµική εγγύηση). Η εγγύηση αυτή δεν προκύπτει από το άρθρο 13 παρ.2, αλλά προϋποτίθεται και από το άρθρο 16 παρ.2 που ορίζει ανάµεσα στους σκοπούς της κρατικής παιδείας της ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων. Η απαγόρευση της θρησκείας από το κράτος ή η άσκηση κρατικής αντιθρησκευτικής ή αθεϊστικής προπαγάνδας θα ήταν αντίθετη µε το σύνταγµα. Από την άλλη πλευρά η έναρξη του συντάγµατος µε την επίκληση της Αγίας και Οµοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος έχει καθαρά ιστορικό χαρακτήρα. Απλώς διαδηλώνει ότι το ελληνικό κράτος όχι µόνο δεν είναι αντιθρησκευτικό, αντικληρικό ή λαϊκιστικό, αλλά αντιθέτως για λόγους ιστορικούς, διάκειται ευµενώς προς τη θρησκεία, χωρίς όµως κατά τα άλλα να εγκαταλείπει τη Το ισχύον σύνταγµα, όπως και όλα τα συντάγµατα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους διακρίνουν ανάµεσα στην «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι», στο άρθρο 3 εδάφιο 1, και τις «γνωστές θρησκείες». Ανεξάρτητα από τις απόψεις που υποστηρίχθηκαν κατά καιρούς, σήµερα γίνεται οµόθυµα δεκτή η άποψη ότι επικρατούσα θρησκεία δεν σηµαίνει κρατική θρησκεία, ούτε επίσηµη θρησκεία. Ούτε συνεπάγεται από το σύνταγµα κυριαρχικό ή ηγεµονικό ρόλο µίας ορισµένης θρησκείας. Αυτό έγινε ακόµη σαφέστερο µε την απάλειψη στο ισχύον σύνταγµα της παλιάς υποχρεώσεως του αρχηγού του κράτους να πρεσβεύει το ορθόδοξο δόγµα και να προστατεύει την επικρατούσα θρησκεία, καθώς και την επέκταση της απαγορεύσεως του προσηλυτισµού ώστε να καλύπτει όχι µόνο την επικρατούσα αλλά κάθε θρησκεία. Σε άλλες περιπτώσεις, η συνταγµατική προστασία ή ιδιαίτερη µεταχείριση που περιοριζόταν υπό το προηγούµενο σύνταγµα στην χριστιανική θρησκεία, έχει πι επεκταθεί σε όλες τις θρησκείες, όπως π.χ. σχετικά µε την κατάσχεση εντύπων λόγω προσβολής της θρησκείας ή την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνειδήσεως ως ένα από τους σκοπούς της παιδείας. Μόνο η επίκληση στην αρχή του συντάγµατος και ο όρκος του Προέδρου της ηµοκρατίας καθιερώνουν (εκτός από τη διάταξη για την επικρατούσα θρησκεία) µια ορισµένη «πρωτοκαθεδρία» της χριστιανικής θρησκείας στο σύνταγµα. Οι εξελίξεις αυτές διαδηλώνουν µια τάση αποδεσµεύσεως της Πολιτείας από την Εκκλησία. Οι δεσµεύσεις όµως από την Πολιτεία εν πολλοίς παραµένουν : το σύνταγµα ορίζει το αυτοκέφαλο και τον τρόπο διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος, την ψήφιση του Καταστατικού της Χάρτη ως νόµου του Κράτους, την υπαγωγή των θρησκευτικών λειτουργών της και των λειτουργών κάθε θρησκείας στην εποπτεία του κράτους. Η ανακήρυξη της θρησκείας της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως «επικρατούσας», ανεξάρτητα από προηγούµενες σηµασίες της, αντανακλά πλέον απλώς το γεγονός ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού ανήκει σε αυτή και ότι η ελληνική

ιστορία είναι στενά συνδεδεµένη, προπάντων κατά την Τουρκοκρατία, µε την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα γεγονότα αυτά δικαιολογούν την τήρηση του ορθόδοξου εορτολογίου από τις δηµόσιες υπηρεσίες και τα σχολεία. εν δικαιολογούν όµως άσκηση δηµόσιας εξουσίας από τις αρχές της Εκκλησίας της Ελλάδος. Πάντως, ο δικαστικός έλεγχος εκ µέρους του Συµβουλίου της Επικρατείας των διοικητικών πράξεων της Εκκλησίας είναι λογικό επακόλουθο της οργανώσεως της Εκκλησίας και των υποδιαιρέσεων της ως νοµικών προσώπων δηµοσίου δικαίου και της ασκήσεως δηµόσιας εξουσίας από αυτά. 3. Θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους ; Η συνταγµατική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας κατοχυρώνει συγχρόνως την θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους ; η επίκληση της Αγίας Τριάδος στην αρχή του συντάγµατος, η µέχρις ενός σηµείου κρατική ρύθµιση του καθεστώτος τη σ επικρατούσας θρησκείας στο άρθρο 3 του συντάγµατος, οι θρησκευτικοί όρκοι του Πρόεδρου της ηµοκρατίας και των βουλευτών, οι οποίοι προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 33 παρ.2 και 59 του συντάγµατος, η διακήρυξη της υπεροχής των υποχρεώσεων προς το κράτος έναντι των θρησκευτικών επιταγών στο άρθρο 13 παρ. 4 και προπάντων η βασική αποστολή του κράτους να παρέχει παιδεία που αποσκοπεί µεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων στο άρθρο 16 παρ. 2 φαίνεται να αποκλείουν µια τέτοια ουδετερότητα. Το σύνταγµα ασφαλώς δεν επιτρέπει στο ελληνικό κράτος να αναπτύξει αντιθρησκευτική ή αθεϊστική δραστηριότητα, και µάλιστα όχι µόνο στα σχολεία, αλλά και αλλού. Από τη συνταγµατική κατοχύρωση όµως της θρησκευτικής ελευθερίας και την απαγόρευση διακρίσεων βάσει της θρησκείας προκύπτει ότι το κράτος δεν δικαιούται να αναπτύξει ή να επιτρέψει την καταπολέµηση οποιασδήποτε θρησκείας ή δόγµατος στα δηµόσια ή ιδιωτικά σχολεία. Το ισχύον σύνταγµα, εν αντιθέσει προς το σύνταγµα του 1952, αρκείται στην ανάπτυξη θρησκευτικής εν γένει συνειδήσεως, και απαγορεύει την θρησκευτική προπαγάνδα έναντι ετερόδοξων ή αλλόθρησκων όχι µόνο µε αθέµιτα µέσα, όπως είναι ο προσηλυτισµός αλλά εν γένει. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως αποκλείει άλλωστε την υποχρεωτική συµµετοχή στη θρησκευτική διδασκαλία ή σε θρησκευτικές εκδηλώσεις. Υπό τους ανωτέρω όρους µπορούµε να µιλήσουµε για µία µερική θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους. Η άποψη αυτή ενισχύεται σηµαντικά από τη συνταγµατική θέσπιση της υποχρεώσεως του κράτους να προστατεύει κάθε θρησκεία και κάθε λατρεία, διασφαλίζοντας έτσι την θρησκευτική ανεκτικότητα και ειρήνη. 4. «Γνωστές» θρησκείες. Ισότητα των θρησκειών Το σύνταγµα, εν αντιθέσει προς τα ξένα συντάγµατα δεν διακηρύσσει απλώς την ελευθερία των θρησκειών, αλλά µόνο των γνωστών θρησκειών µε τη φράση: «κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη». Σύµφωνα µε την απόφαση 2105/1975 και 2106/1975 της Ολοµελείας του Συµβουλίου της Επικρατείας γνωστή είναι κάθε θρησκεία µε φανερά δόγµατα, λατρεία, οργάνωση και σκοπούς. Ειδικά, η λατρεία, για να είναι ελεύθερη πρέπει να µην προσβάλλει τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Γνωστή θρησκεία δεν σηµαίνει πάντως γνωστή στις αρχές, ούτε αναγνωρισµένη και µάλιστα ούτε µε την έννοια της εγκρίσεως, αφού καµία έγκριση, άδεια ή συναίνεση απαιτείται, ούτε µε την έννοια της εγγραφής σε ειδικό βιβλίο και αποκτήσεως νοµικής προσωπικότητας δεν είναι αναγκαία. Γνωστή µπορεί να είναι και µια νέα θρησκεία, παρεκκλίνουσα από µία παλαιά, όπως είναι η αίρεση, µε λίγους έστω οπαδούς και χωρίς κλήρο. Σύµφωνα µε την απόφαση 2823/1999 του ΠΠΡΑθηνών το δόγµα των µονών των παλαιοηµερολογιτών είναι γνωστή θρησκεία διότι η διαφορά τους από το δόγµα της ορθόδοξης θρησκείας είναι ο τρόπος υπολογισµού των

ακίνητων θρησκευτικών εορτών. Αντίθετα, η απόφαση 87/1986 του ΠΠρ Ηρακλείου έκρινε ότι το δόγµα των Χιλιαστών δεν αποτελεί γνωστή θρησκεία µε το σκεπτικό ότι ο Χιλιασµός έρχεται σε αντίθεση µε την ελληνική δηµόσια τάξη. Κατά τεκµήριο κάθε θρησκεία είναι γνωστή, εκτός και αν αποδεικνύεται από τις αρχές, ο κρυφός της χαρακτήρας ή αντίθεση της λατρείας της στη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη λ.χ. τέλεση ανθρωποθυσιών. Το σύνταγµα αναγνωρίζοντας όλες τις γνωστές θρησκείες, κατοχυρώνει και την ισότητα των θρησκειών την ισότητα δηλαδή κατ' αρχήν της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας µε όλες τις γνωστές θρησκείες. Ήδη από το σύνταγµα του 1952, το Συµβούλιο της Επικρατείας µιλούσε για πραγµάτωσιν της εκ του συντάγµατος επιβαλλοµένης από θρησκευτικής απόψεως ισότητας και στήριζε σε αυτή την επέκταση την απαλλαγή των µοναχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την υποχρέωση της στρατιωτικής θητείας και στους µοναχούς όλων των γνωστών θρησκειών. 5. Ανέγερση ναών και ευκτηρίων οίκων Οι γνωστές θρησκείες είναι ελεύθερες και όχι απλώς ανεκτές, όπως όριζαν τα παλαιότερα συντάγµατα. Το σύνταγµα δεν περιορίζεται στην ανεξιθρησκία αλλά κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκείας. Με την ελευθερία αυτή όλων των θρησκειών δεν συµβιβάζεται η απαίτηση προηγούµενης άδειας ή έγκρισης ή άλλος ειδικός περιορισµός, ο οποίος δεν προκύπτει δηλαδή από τους γενικούς νόµους, εις βάρος της ασκήσεως οποιασδήποτε θρησκείας. Ενώ π.χ. είναι συνταγµατική, σύµφωνα µε τις αποφάσεις 20/2001 Ολ ΑΠ και 1411/2003 του ΣτΕ, η απαίτηση αδείας δοµήσεως για την ανέγερση ναού ή ευκτηρίου οίκου σύµφωνα µε τους κανόνες του Γενικού Οικοδοµικού Κανονισµού, δεν είναι συνταγµατική η απαίτηση ειδικής άδειας για τη λειτουργία ναού, στην χορήγηση της οποίας σε περίπτωση ετερόδοξου ναού συµπράττει µάλιστα, προπαρασκευαστικώς έστω, ορθόδοξος µητροπολίτης. Οι σχετικές νοµοθετικές διατάξεις, προϊόντα δικτατορικής περιόδου, δεν συµβιβάζονται µε την ελευθερία της λατρείας. Η ελευθερία αυτή δεν µπορεί να εξαρτάται, όπως δέχεται το Συµβούλιο της Επικρατείας, από την έρευνα της διοικήσεως κατά πόσο υφίσταται πράγµατι ανάγκη ανεγέρσεως ναού. Η έρευνα αυτή και η σχετική απόφαση ανήκουν αποκλειστικά στους ενδιαφεροµένους πιστούς και τις θρησκευτικές τους οργανώσεις. Ούτε είναι σύµφωνος µε τη θρησκευτική ελευθερία ο προληπτικός διοικητικός έλεγχος συνδροµής των προϋποθέσεων του άρθρου 13 του συντάγµατος για τη χορήγηση άδειας ιδρύσεως ευκτήριου οίκου. εν είναι εποµένως σύµφωνη µε το σύνταγµα η έννοια που αποδίδει το Συµβούλιο της Επικρατείας στις σχετικές νοµοθετικές διατάξεις και δεν διασώζει εποµένως τη συνταγµατικότητα τους. 6. Ακώλυτο και προστασία της λατρείας και της τηρήσεως των θρησκευτικών υποχρεώσεων Το σύνταγµα κατοχυρώνει ειδικώς το ακώλυτο της λατρείας, η οποία αποτελεί µορφή συµπεριφοράς του ανθρώπου, σύνολο µερικότερων ενεργειών του, οι οποίες κατά την αντίληψη του ενεργούντος και σύµφωνα µε το δόγµα στο οποίο πιστεύει εκδηλώνουν πίστη προς το θείο. Η λατρεία, σύµφωνα και µε τον ορισµό της αποφάσεως ΣτΕ 1956/1986, είναι ελεύθερη είτε είναι ατοµική είτε συλλογική, είτε είναι δηµόσια είτε είναι ιδιωτική, είτε είναι στάσιµη είτε είναι κινητή λ.χ. λιτανεία. Για την άσκηση της πρακτικώς σπουδαιότερης συλλογικής δηµόσιας και στάσιµης λατρείας είναι αναγκαίοι ειδικοί τόποι λατρείας και η ανέγερση ναών και ευκτηρίων οίκων καθώς και µονών. Η συνταγµατική πρόβλεψη της προστασίας των νόµων, υπό την οποία ασκείται ακωλύτως η λατρεία, αποτελεί όχι µόνο επιταγή προς το κοινό νοµοθέτη να θεσπίσει προστατευτικούς της λατρείας νόµους, αλλά και επιταγή προς τον ερµηνευτή του

νόµου να ερµηνεύει νόµους µε τρόπο που να προστατεύεται η λατρεία. Σχετικές µε την λατρεία είναι οι θρησκευτικές υποχρεώσεις, όπως ο εκκλησιασµός, το προσκύνηµα, η προσευχή κ.α. Το σύνταγµα προστατεύει και την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών, υπό τον περιορισµό πάντως του άρθρου 13 παρ.4 7. ικαίωµα θρησκευτικής ενώσεως Το δικαίωµα αυτό περιέχεται στην έννοια της προστατευόµενης από το άρθρο 13 του συντάγµατος θρησκευτικής ελευθερίας, αλλά βρίσκει έρεισµα και στο άρθρο 12 παρ.1 του συντάγµατος που αναγνωρίζει στους Έλληνες το δικαίωµα να συνιστούν ενώσεις και µη κερδοσκοπικά σωµατεία. Ενώ όµως το άρθρο 12 κατοχυρώνει το δικαίωµα αυτό µόνο για τους Έλληνες πολίτες, πρέπει να δεχθούµε ότι τούτο διασφαλίζεται και για τους αλλοδαπούς σχετικά µε τα θρησκευτικά σωµατεία, επειδή σε αντίθετη περίπτωση θα ανατρέπετο η αρχή της προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας. Για να επιτύχει όµως ένα θρησκευτικό σωµατείο την συνταγµατική προστασία, θα πρέπει να παρουσιάζει τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 13 παρ. 2 του συντάγµατος, δηλαδή να αναφέρεται σε γνωστή θρησκεία, να µην επιδίδεται σε προσηλυτισµό και να µη προσβάλλει, µε την δραστηριότητα του, τη δηµόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. 8. ικαίωµα θρησκευτικής συναθροίσεως Ουσιώδες για κάθε θρησκεία είναι το δικαίωµα της συναθροίσεως. Στο µέτρο που οι συναθροίσεις αυτές γίνονται στο πλαίσιο της λατρείας π.χ. για την τέλεση θείας λειτουργίας ή µίας λιτανείας προστατεύονται από την κατοχύρωση της ελευθερίας της λατρείας. Άλλες συναθροίσεις θρησκευτικού χαρακτήρα προστατεύονται από τη γενική κατοχύρωση της ελευθερίας ασκήσεως της θρησκείας. Και στις δύο περιπτώσεις εφαρµοστέες είναι οι ειδικές για τη θρησκεία διατάξεις του άρθρου 13 παρ.2 και όχι οι γενικές διατάξεις του άρθρου 11 του συντάγµατος. Και εδώ η πρακτική διαφορά συνίσταται κυρίως στο ότι το δικαίωµα του συναθροίζεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς δεν ανήκει µόνο στους Έλληνες πολίτες, όπως το δικαίωµα του άρθρου 11, αλλά και στους αλλοδαπούς και τους ανιθαγενείς. 9. ικαίωµα θρησκευτικής διδασκαλίας Επίσης σπουδαίο για την άσκηση κάθε θρησκείας είναι το δικαίωµα θρησκευτικής διδασκαλίας, το οποίο περιλαµβάνει το κήρυγµα, την εκπαίδευση, την κατήχηση και την ιεραποστολή. Όταν πρόκειται για κήρυγµα στο πλαίσιο της θείας λειτουργίας ή άλλης θρησκευτικής τελετής, εφαρµοστέα είναι η συνταγµατική κατοχύρωση της ελευθερίας της λατρείας. Εκτός από το πλαίσιο της λατρείας, το δικαίωµα της θρησκευτικής διδασκαλίας υπό τη µορφή τόσο εκπαιδεύσεως οπαδών, όσο και της ιεραποστολής έναντι απίστων, αποτελεί εκδήλωση της εν γένει ελευθερίας ασκήσεως της θρησκείας. Συνταγµατική βάση του δικαιώµατος της θρησκευτικής διδασκαλίας δεν είναι εποµένως οι διατάξεις περί ελευθερίας της διδασκαλίας και ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων αλλά και το άρθρο 13 παρ.2. Αυτό κατοχυρώνει το δικαίωµα κάθε θρησκείας, θρησκευτικής οργανώσεως και ατόµου να διδάσκει και να διαδίδει µια ορισµένη θρησκεία ή τη θρησκεία εν γένει. Στο δικαίωµα αυτό αντιστοιχεί και το δικαίωµα του καθενός, ατοµικά ή συλλογικά, να καταπολεµεί µια ορισµένη θρησκεία ή τη θρησκεία εν γένει και να συνηγορεί υπέρ της θρησκείας ή της αθείας. Η δραστηριότητα αυτή αποτελεί προσηλυτισµό και είναι αντίθετη µε το σύνταγµα όταν ασκείται µε αθέµιτα µέσα. Η θρησκευτική διδασκαλία µπορεί να γίνεται µε όλα τα µέσα, προφορικά ή γραπτά, µε διαφηµίσεις οποιασδήποτε µορφής, µέσω τύπου ή ραδιοτηλεοράσεως, µε ιδιωτικά ή δηµόσια µαθήµατα, µε κλειστές ή υπαίθριες συναθροίσεις. Σπουδαία εκδήλωση της είναι η ίδρυση και λειτουργία θρησκευτικών ιδιωτικών ή θρησκευτικά

προσανατολιζόµενων εκπαιδευτηρίων. Το δικαίωµα αυτό ανήκει σε νοµικά ή φυσικά πρόσωπα και ασκείται στο πλαίσιο της γενικής νοµοθεσίας περί παιδείας. Τα εκπαιδευτήρια αυτά οφείλουν πάντως, βάσει των συνταγµατικών διατάξεων περί επικρατούσας θρησκείας και της υποχρεώσεως του κράτους να αναπτύξει τη θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων, να παρέχουν θρησκευτική παιδεία. Από το συνταγµατικό καθορισµό της παιδείας ως βασικής αποστολής του κράτους µε σκοπό, µεταξύ άλλων, την ανάπτυξη θρησκευτικής συνειδήσεως των Ελλήνων, συνάγεται ότι το σύνταγµα δεν επιτρέπει τη διεξαγωγή αντιθρησκευτικής ή αθεϊστικής διδασκαλίας ή δραστηριότητας στα κρατικά ή ιδιωτικά εκπαιδευτήρια. 10. Θρησκευτικοί λειτουργοί Κάθε άτοµο είναι γενικά ελεύθερο να αναπτύσσει δραστηριότητα για την εκπλήρωση των σκοπών της θρησκευτικής κοινότητας, προπάντων αναλαµβάνοντας το έργο του θρησκευτικού λειτουργού. Εποµένως κάθε άµεσος ή έµµεσος περιορισµός του δικαιώµατος αυτού είναι αντίθετος προς το σύνταγµα, έτσι π.χ. ο καθορισµός της ιδιότητας του θρησκευτικού λειτουργού ως κωλύµατος διορισµού ή διατηρήσεως δηµόσιας θέσης. Ο περιορισµός όµως των αποδοχών των κληρικών - εκπαιδευτικών δεν θεωρήθηκε ότι θίγει την ελευθερία αυτή. Κατά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των δικαιωµάτων του ανθρώπου η θρησκευτική ελευθερία δεν θίγεται ούτε µε την απόλυση του εφηµερίου που για λόγους αντιθέσεως στην νοµοθεσία περί τεχνητής διακοπής της εγκυµοσύνης αρνιόταν να εκπληρώσει τα καθήκοντα του. Γ. Ελευθερία των πεποιθήσεων Οι συνταγµατικές και διεθνείς κατοχυρώσεις της θρησκευτικής ελευθερίας επεκτείνονται συνήθως και στην ελευθερία των φιλοσοφικών και πολιτικών πεποιθήσεων. Αλλά η γαλλική διακήρυξη των δικαιωµάτων του ανθρώπου και του πολίτη του 1789 προβλέπει στο άρθρο 10 ότι «κανείς δεν πρέπει να ενοχληθεί για τις γνώµες, έστω και θρησκευτικές». Είναι αλήθεια ότι το άρθρο 13 του συντάγµατος περιορίζεται µόνο στην ελευθερία των θρησκευτικών πεποιθήσεων. Το άρθρο 5 παρ. 2 προσθέτει όµως και τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις. Το άρθρο 9 της ΕΣ Α προστατεύει, παράλληλα µε τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις εν γένει, και συγκεκριµένα την ελευθερία αλλαγής και εκδηλώσεως των πεποιθήσεων, την οποία υποβάλλει στους ίδιους περιορισµούς, όπως και την ελευθερία της θρησκείας. Φορείς. Πεδίο ισχύος 1. Φορείς Φορείς της θρησκευτικής ελευθερίας είναι κατά κύριο λόγο φυσικά πρόσωπα, και µάλιστα όχι µόνο οι ηµεδαποί, αλλά και οι αλλοδαποί και ανιθαγενείς, ακόµη και κατά την άσκηση των ελευθεριών της συναθροίσεως και της ενώσεως για θρησκευτικούς σκοπούς. Το δικαίωµα των ανήλικων ασκείται από τους γονείς. Πράγµατι οι γονείς ασκούν το δικαίωµα επιλογής, διατηρήσεως, αλλαγής ή εγκαταλείψεως µίας θρησκείας. Το σύνταγµα δεν περιέχει ειδική διάταξη, αλλά οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα για την γονική µέριµνα και ιδιαίτερα την επιµέλεια του πρόσωπου του τέκνου, η οποία περιλαµβάνει και τις αποφάσεις για τη θρησκεία του, εκπληρώνουν στο σηµείο αυτό τη συνταγµατική υποχρέωση του κράτους να προστατεύει την παιδική ηλικία, όπως ορίζει στο άρθρο 21 παρ.1. Πιο άµεσα προκύπτει το δικαίωµα αυτό των γονέων από τις διεθνείς διακηρύξεις της θρησκευτικής ελευθερίας που αναφέρονται ρητά στην ελευθερία των γονέων να εξασφαλίζουν τη µόρφωση και εκπαίδευση των τέκνων τους σύµφωνα µε τις δικές τους θρησκευτικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις ή να διασφαλίζουν τη θρησκευτική

και ηθική τους µόρφωση κατά τις δικές τους πεποιθήσεις. Στις περιπτώσεις που προβλέπει ο νόµος, αντί για τους γονείς αποφασίζει το δικαστήριο ή ειδικός επίτροπος, σύµφωνα µε τα άρθρα 1512 και 1517 ΑΚ. Θρησκευτική ελευθερία απολαµβάνουν και τα νοµικά πρόσωπα ή άλλες ενώσεις προσώπων µε θρησκευτικούς σκοπούς. Αν και τα νοµικά πρόσωπα δηµοσίου δικαίου δεν είναι φορείς ατοµικών δικαιωµάτων, στην περίπτωση αυτή ισχύει το αντίθετο για τους θρησκευτικούς οργανισµούς, τους οποίους ο νόµος χαρακτηρίζει ως ν.π.δ.δ. Αυτό όµως ισχύει µόνο όσον αφορά τη θρησκευτική ελευθερία. Η αντίθετη άποψη θα χορηγούσε στο νοµοθέτη την εξουσία να στερήσει τη θρησκευτική ελευθερία από κάθε νοµικό πρόσωπο, µετατρέποντας σε ν.π.δ.δ. 2. Πεδίο ισχύος Ιστορικά η θρησκευτική ελευθερία ήταν ελευθερία του ατόµου έναντι των κρατικών επεµβάσεων. Αποτελούσε την απόκρουση του δικαιώµατος του ηγεµόνα να ορίζει τη θρησκεία των υπηκόων του και η διακήρυξη του δικαιώµατος του ατόµου να επιλέγει µόνο του και να ασκεί ακώλυτα τη θρησκεία της προτιµήσεως του. Το ατοµικό αυτό δικαίωµα δεσµεύει το κράτος και κάθε άλλο φορέα δηµόσιας εξουσίας. Ασφαλώς δεν ισχύει έναντι των θρησκευτικών οργανισµών εκτός στο µέτρο που συµβαίνει να ασκούν δηµόσια εξουσία. Οι οργανισµοί αυτοί δεν εµποδίζονται από τη συνταγµατική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας στην επιβολή των θρησκευτικών ποινών, ή αποβολής από τη θρησκευτική κοινότητα (αφορισµός), καθαιρέσεως, εκπτώσεως ή απολύσεως από θρησκευτικό λειτούργηµα ή άλλη θρησκευτικού περιεχοµένου απασχόληση για συµπεριφορά αντικείµενη στις θρησκευτικές υποχρεώσεις του τιµωρηµένου. Ούτε επηρεάζει η κατάργηση των κυρώσεων ή άλλων συνεπειών στο κρατικό δίκαιο το θεµιτό της επιβολής των θρησκευτικών κυρώσεων. Άκρο όριο, διασφαλιζόµενο από την πολιτεία θέτει πάντως η κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου. Το σύνταγµα κατά τα λοιπά επιβάλλει την κρατική, αλλά όχι την εκκλησιαστική ανεξιθρησκία. Όπως τα ατοµικά δικαιώµατα εν γένει, έτσι και µάλιστα κατά µείζονα ιστορικό λόγο η θρησκευτική ελευθερία δεν αφορά τις σχέσεις µεταξύ ιδιωτών. Κατ' αρχήν δεν αναπτύσσει δηλαδή τριτενέργεια, τουλάχιστον στην άµεση µορφή της, παρά µόνο στο ελάχιστο µέτρο που ταυτίζεται µε την αξία του ανθρώπου. Η θρησκευτική ελευθερία αναπτύσσει αντίθετα έµµεση τριτενέργεια, µέσω της ερµηνευτικής εξειδικεύσεως των γενικών ρητρών και αόριστων εννοιών των κοινών νόµων. Έτσι π.χ. ο οφειλέτης δεν µπορεί να απαλλαγεί από τις συµβατικές υποχρεώσεις του επικαλούµενος τη θρησκευτική ελευθερία, αλλά µπορεί µόνο να καταγγείλει τη σύµβαση για τους λόγους που προβλέπει ο νόµος, οι οποίοι όµως επηρεάζονται από τη συνταγµατική κατοχύρωση της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι σπουδαίος λόγος κατά το άρθρο 672 ΑΚ, για τον οποίο επιτρέπεται πάντοτε η καταγγελία της µίσθωσης εργασίας, µπορεί να είναι απρόβλεπτο ασυµβίβαστο των όρων εργασίας µε τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή υποχρεώσεις του µισθωτού. Ανάλογα ισχύουν για την κατά το άρθρο 200 ΑΚ ερµηνεία των συµβάσεων. Περιορισµοί Α. υπεροχή των υποχρεώσεων έναντι του κράτους και της συµµορφώσεως προς τους νόµους 1. Άρθρο 13 παρ.4 του Συντάγµατος Κατά το άρθρο 13 παρ.4 «κανείς δεν µπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συµµορφωθεί προς τους νόµους». Η διάταξη αυτή δεν σηµαίνει απλώς αποθετικά ότι η θρησκεία δεν είναι legibus soluta. Σηµαίνει επίσης - θετικά - ότι οι έννοµες υποχρεώσεις που ισχύουν για όλους, ισχύουν και για τους οπαδούς και τις

οργανώσεις οποιασδήποτε θρησκείας. Όπως το κράτος δεν µπορεί να προβεί σε δυσµενείς διακρίσεις βάσει της θρησκείας, έτσι και ο ιδιώτης δεν µπορεί να απαιτήσει ευµενείς διακρίσεις λόγω της θρησκείας που πρεσβεύει π.χ. οφείλει να συµµορφώνεται προς τις διατάξεις του Γενικού Οικοδοµικού Κανονισµού και του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας. Η δυνατότητα περιορισµού της θρησκευτικής ελευθερίας µε γενικούς νόµους δεν είναι απεριόριστη. Αυτά τα όρια των περιορισµών προκύπτουν από το ίδιο το σύνταγµα, είτε στις διατάξεις που προβλέπουν υποχρεώσεις των ιδιωτών προς το κράτος (φορολογική υποχρέωση, στρατιωτική υποχρέωση, υποχρέωση κοινωνικής αλληλεγγύης) είτε από άλλες διατάξεις και προπάντων την κατοχύρωση της αξίας του ανθρώπου και τη θέσπιση της υποχρεώσεως των κρατικών οργάνων να διασφαλίζουν την ακώλυτη άσκηση των δικαιωµάτων του ανθρώπου. εν αρκεί λοιπόν η γενικότητα ενός νόµου για να καταστήσει θεµιτό τον περιορισµό της θρησκευτικής ελευθερίας. Πρέπει επιπλέον ο περιορισµός να γίνεται προς προάσπιση ενός σπουδαίου αγαθού, επίσης προστατευοµένου από το σύνταγµα π.χ. δηµόσιας υγείας, ασφάλειας ή τάξεως, ή των δικαιωµάτων των άλλων. Σαφέστερες στο σηµείο αυτό είναι οι διατάξεις των διεθνών διακηρύξεων των δικαιωµάτων του ανθρώπου που επιτρέπουν µόνο τους προβλεπόµενους από το νόµο περιορισµούς που αποτελούν, µέσα σε µια δηµοκρατική κοινωνία, µέτρα αναγκαία για τη δηµόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δηµόσιας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπιση των ελευθερίων των άλλων. 2. Νοµοθετικές απαλλαγές Το γεγονός ότι το σύνταγµα αποκλείει την απαίτηση του ιδιώτη να απαλλαγεί από έννοµες υποχρεώσεις για θρησκευτικούς λόγους, δεν σηµαίνει ότι ο νοµοθέτης δεν µπορεί να προβλέψει την απαλλαγή αυτή. Η διάταξη του άρθρου 13 παρ.4 του συντάγµατος, περιορίζει το δικαίωµα του ατόµου, αλλά όχι την εξουσία του νοµοθέτη να προστατεύσει ιδιαίτερα το ατοµικό δικαίωµα, ώστε µία ορισµένη θρησκεία να µη βρίσκεται υπό νόµιµο διωγµό και οι οπαδοί της να µην αντιµετωπίζουν διαρκές δίληµµα θρησκευτικής συνειδήσεως. Στις περισσότερες περιπτώσεις η εφαρµογή της διατάξεως του άρθρου 13 παρ.4 δεν δηµιουργεί προβλήµατα. Το αντίθετο συµβαίνει, όταν ένας γενικής ισχύος νόµος προσβάλλει θεµελιώδεις κανόνες µιας ορισµένης θρησκείας, επιβάλλοντας υποχρεώσεις που ισχύουν, µεν για όλους τους πολίτες, αλλά είναι ασυµβίβαστες µε τους κανόνες αυτούς. Κατά το άρθρο 13 παρ.4 ο ιδιώτης δεν µπορεί να απαιτήσει απαλλαγή από τις υποχρεώσεις αυτές. Το σύνταγµα όµως αφενός ορίζει ότι η ελευθερία της συνειδήσεως είναι απαραβίαστη και αφετέρου απαγορεύει την άσκηση της λατρείας µόνον αν αυτή προσβάλλει όχι οποιοδήποτε νόµο, αλλά τη δηµόσια τάξη και τα χρηστά ήθη. Είναι εποµένως, εύλογο το ερώτηµα, αν δεν ενδείκνυται µια ερµηνεία της διατάξεως του άρθρου 13 παρ.4 που αποκλείει όχι µόνο τους ειδικούς νόµους, αλλά και τους νόµους εκείνους που, χωρίς ειδική συνταγµατική επιταγή, επιβάλλουν µια αδιαφοροποίητη υποχρέωση που θίγει τον πυρήνα ορισµένων θρησκειών, χωρίς αυτό να καθίσταται αναγκαίο, στο πλαίσιο µιας δηµοκρατικής κοινωνίας, για την δηµόσια ασφάλεια, την προάσπιση της δηµόσιας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπιση των δικαιωµάτων και ελευθερίων των άλλων. 3. Αντιρρησίες συνειδήσεως Με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ.4 του συντάγµατος, δεν αναγνωρίζει την λεγόµενη «αντίρρηση συνείδησης», µε την οποία τα άτοµα θα µπορούσαν να αρνηθούν την εκπλήρωση των προς το Κράτος υποχρεώσεων τους, όχι µόνο των στρατιωτικών, αλλά και των φορολογικών και άλλων. Έτσι, κατά το σύνταγµα, το καθήκον του πολίτου προηγείται και επιβάλλεται, έστω και αν συγκρούεται µε ορισµένες