ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΝΟΡΘΩΣΗ ΣΤΟΝ ΑΠΟΙΚΙΣΜΟ 1815-1913 10.1 Προοίµιο Η τελική ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλώ θεωρήθηκε θρίαµβος των απολυταρχικών ηγεµόνων της Ευρώπης, των δυνάµεων δηλαδή του Παλαιού Καθεστώτος. Για τον λόγο αυτόν η περίοδος που ακολούθησε ονοµάστηκε «Η Παλινόρθωση» (Restauration). Το Συνέδριο της Βιέννης και η Ιερή Συµµαχία που γεννήθηκε µέσα σε αυτό διαµόρφωσαν ένα είδος καθεστωτικής τάξης στην ευρωπαϊκή ήπειρο, όπου δεν θα είχαν θέση εθνικές ή δηµοκρατικές διεκδικήσεις. Η σύµβαση της Γαλλικής Επανάστασης, όπου η συµµετοχή των πολιτών στην προάσπιση του Έθνους τούς άνοιγε τον δρόµο στην πολιτική εκπροσώπηση, δεν είχε πλέον λόγο ύπαρξης. Ως εκ τούτου οι εθνικοί στρατοί που βασίζονταν στη γενική επιστράτευση περιορίστηκαν ή καταργήθηκαν και οι καθεστωτικοί επαγγελµατικοί στρατοί ξαναήρθαν στο προσκήνιο. Η προσδοκία των ισχυρών ηγεµόνων του 1815 απέβλεπε στη µακρόχρονη σταθερότητα ενός συστήµατος όπου µονάρχες και αριστοκράτες θα διατηρούσαν πολλά από τα αναντίστοιχα µε τη νέα εποχή προνόµιά τους. Οι επαναστάσεις και οι πόλεµοι που είτε τις ακολουθούσαν είτε τις προκαλούσαν έπρεπε να αποφευχθούν. Μια επιφανειακή επισκόπηση του αιώνα που ακολούθησε (1815-1914) θα οδηγούσε ίσως στο συµπέρασµα ότι οι αυτοκράτορες της Ρωσίας και της Αυστρίας, µαζί µε τον βασιλιά της Πρωσίας, θεµελίωσαν τον σταθερό κόσµο που επιθυµούσαν. Για εκατό περίπου χρόνια η Ευρώπη δεν γνώρισε πόλεµο αντίστοιχο σε µέγεθος µε τους πολέµους του 1792-1815 ή ακόµα µε τους προηγούµενους του 18ου αιώνα. Δεν γνώρισε επίσης καµιά πετυχηµένη επανάσταση, παρότι τα ψήγµατα και οι διαθέσεις τόσο για πόλεµο όσο και για επανάσταση υπήρχαν και συχνά-πυκνά εµφανίζονταν 195
στο προσκήνιο 22. Το 1914 οι τρεις πρωταγωνιστές του 1815 βρίσκονταν πάντα στο προσκήνιο ως τρεις αυτοκράτορες πλέον, καθώς ο βασιλιάς της Πρωσίας είχε γίνει και αυτός αυτοκράτορας ολόκληρης της Γερµανίας. Ο κόσµος όµως στον οποίο στήριζαν τους τίτλους και την εξουσία τους είχε αλλάξει ριζικά. Τίποτε, εκτός από τα πρόσωπα αυτά και τη γύρω τους σκηνοθετική µεγαλοπρέπεια, δεν έµοιαζε µε το Παλαιό Καθεστώς που η Ιερή Συµµαχία θέλησε να αναστήσει. Οι δραµατικές ανατροπές που έφερε ο Πρώτος Παγκόσµιος πόλεµος πιστοποίησαν τις βαθιές ανατροπές. 10.2 Ο πόλεµος των ροµαντικών Η ιδέα της γενικής στρατιωτικής κινητοποίησης ως µέσο για την απόκτηση πολιτικών δικαιωµάτων πέρασε µέσα από τους µαιάνδρους του ροµαντισµού στα επαναστατικά κινήµατα εκείνης της «οπισθοδροµικής» εποχής. Οι πνευµατικοί, πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες της Ελληνικής Επανάστασης θεώρησαν αυτονόητη υποχρέωση τη στράτευση όλων των χριστιανών της επαναστατηµένης επικράτειας στην υπόθεση της ανατροπής του τυραννικού οθωµανικού καθεστώτος. Οι «Έλληνες» όπως τους προσφωνούσαν από τις πρώτες στιγµές του αγώνα όφειλαν να πολεµήσουν για την ανεξαρτησία της χώρας τους. Η απόσταση από το επιθυµητό στο πραγµατικό αποδείχθηκε µεγάλη όπως συνήθως συµβαίνει και τελικά εκείνοι που όντως απέκτησαν πρόσβαση στην περίπλοκη νέα εξουσία ήταν οι περίπου δέκα χιλιάδες ένοπλοι που µπόρεσε να δώσει η ελληνική κοινωνία. Στην ίδια επανάσταση, την πρώτη και µόνη επανάσταση του ροµαντισµού, τα σώµατα των Φιλελλήνων θεωρούσαν συχνά τους εαυτούς τους προπλάσµατα µαζικών λαϊκών στρατών που θα στρέφονταν ενάντια στην τυραννία, εθνική και ενίοτε κοινωνική, στην Ελλάδα ή στις ίδιες τους τις πατρίδες. Το στρατιωτικό εργαλείο, ή έστω η πολεµική συµµετοχή, είχε γίνει στοιχείο της πολιτικής διεκδίκησης. 22 Πόλεµοι όπως ο της ελληνικής Ανεξαρτησίας (1821-1828), ο Κριµαϊκός (1853-1854), ο Γαλλοπρωσικός (1870-1871), ο Ρωσο-οθωµανικός (1876-77), οι πόλεµοι της ιταλικής ενοποίησης και οι αντίστοιχοι της γερµανικής ενοποίησης δεν παρέσυραν το σύνολο της ηπείρου σε πολεµικές περιπέτειες, ενώ τα επαναστατικά κινήµατα του 1830, του 1848 ή του 1870 δεν οδήγησαν σε ριζοσπαστικές αλλαγές στο κοινωνικό ή το πολιτικό καθεστώς. 196
Εικόνα 81: Στον ελληνικό πόλεµο της Ανεξαρτησίας η ιδέα του έθνους και των αγώνων που συνόδευαν τη διεκδίκησή της περνούσε και µέσα από την έγκριση και την ευλογία του Θεού. Δεν θα µπορούσε να γίνει διαφορετικά. Η Παλινόρθωση του 1815 είχε αλλοιώσει την αρχική περί Έθνους ιδέα, όπως τη διαµόρφωσε η Γαλλική Επανάσταση, και η όποια πολιτική αναφορά στο επίµαχο αυτό θέµα όφειλε να συνυπολογίσει τις κυρίαρχες στη δεκαετία του 1820 αντιλήψεις. Πίνακας (λεπτοµέρεια) Θεόδωρου Βρυζάκη, Η Έξοδος (1855), Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα. Η ιδέα του Έθνους είχε ήδη διανύσει µια σηµαντική διαδροµή, η οποία δεν διακόπηκε µε την επαναφορά της εξουσίας της Θείας Πρόνοιας στα 1815. Η κυριαρχία των «ελέω Θεού» ηγεµόνων οδήγησε την πολιτική διεκδίκηση στον χώρο των ιδεών και της φαντασίας. Το «ιδανικό έθνος» έγινε λάβαρο νέων αγώνων 197
απέναντι στην «ανοµία» των τυράννων και η προσωπική στράτευση στην υπόθεση αυτή έγινε απόδειξη ηθικής συγκρότησης πολιτικής ηθικής, «καθήκον». Εικόνα 82:Πέρα από τη συνηγορία της Θείας Πρόνοιας το νέο Έθνος η Ελλάδα αποτελούσε από µόνο του µια νέα θεότητα, το αντικείµενο µιας νέας λατρείας. Σε αυτόν τον πίνακα του Θεόδωρου Βρυζάκη η Ελλάδα έχει µορφή, έχει υπόσταση, καθώς «ευγνωµονεί» όσους πιστεύουν σε αυτήν. Οι πιστοί είναι οι Έλληνες όλοι οι Έλληνες ανεξάρτητα από κοινωνική τάξη και κοινωνικές διαφορές και στον βωµό της πατρίδας είναι έτοιµοι να θυσιάσουν όλα όσα τους ανήκουν. Πίνακας Θεόδωρου Βρυζάκη, Υπέρ Πατρίδος το Παν (1858), Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα. 198
Το 1821, η χρονιά των επαναστάσεων στην Ελλάδα και στην ισπανοκρατούµενη λατινική Αµερική, απείχε έξι µόλις χρόνια από το 1815, τη χρονιά της «Ιερής Συµµαχίας». Οι πρωταγωνιστές είχαν ζήσει τους ναπολεόντειους πολέµους και η στράτευση στα λάβαρα ιδεολογικών και πολιτικών κινηµάτων ήταν µια φυσιολογική επιλογή. Σε αυτές τις συνθήκες, την επαύριον µεγάλων πολέµων, η ιδέα του πολιτικού καθήκοντος συνοδευόταν από συµπληρωµατικές ιδιότητες. Οι άνθρωποι γνώριζαν καλά τον πόλεµο, όπως και γνώριζαν πώς να πολεµούν. Με αυτονόητο σχεδόν τρόπο, οι ροµαντικές αντιλήψεις οδήγησαν στη δηµιουργία στρατιωτικών σωµάτων που έσπευσαν να εµπλακούν σε υποθέσεις γενικής ελευθερίας και προσωπικής ολοκλήρωσης. Για τους εθελοντές των ροµαντικών χρόνων η ατοµική ολοκλήρωση περνούσε από την πολιτική αντίστοιχη και η τελευταία µετριόταν µε την προσωπική συµµετοχή και αναµέτρηση ένα είδος πολυεπίπεδης µύησης που συνέδεε τον πόλεµο µε την αντίληψη περί πολιτικής. 199
Εικόνα 83: Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάυρον συνέδεσε το όνοµά του και κυρίως τον θάνατό του µε την υπόθεση του Φιλελληνισµού και του αγώνα για την ελληνική ανεξαρτησία. Κορυφαίος ποιητής του ροµαντισµού, ήταν αδύνατο να µείνει µακριά από την πρώτη και µόνη επανάσταση που έγινε κάτω από την ιδεολογική σκέπη του µεγάλου αυτού κινήµατος της µετεπαναστατικής περιόδου. Πίνακας (αναπαραγωγή από αρχικό πορτρέτο του 1813) του Thomas Phillips (1835), National Portrait Gallery, London (mw00991) Σε τελευταία ανάλυση, οι Φιλέλληνες που ήρθαν στην Ελλάδα για να πολεµήσουν για το «ιδανικό έθνος» ή οι αντίστοιχοι εθελοντές στους πολέµους της λατινικής Αµερικής δεν αντιπροσώπευαν ένα σηµαντικό µέρος του ευρωπαϊκού 200
πληθυσµού, ακόµα και αν από τον τελευταίο επιλέξουµε ως µέτρο σύγκρισης αποκλειστικά και µόνο τους αστούς. Η επιρροή όµως την οποία άσκησαν στις οµάδες εκείνες που έρχονταν σε σύγκρουση µε την κοινωνική αδικία ή την εθνική καταπίεση ήταν τεράστια. Τα επαναστατικά κινήµατα µε κορυφαία εκείνα του 1830 και 1848 αντιπαρέτασσαν τους ένοπλους πολίτες (σε επίκληση των πολιτοφυλάκων της Γαλλικής Επανάστασης) στους επαγγελµατίες στρατιωτικούς που στέλνονταν εναντίον τους. Αν και συνήθως τα αποτελέσµατα της αναµέτρησης δεν ήταν τα επιθυµητά, η επίκληση αυτή µας υπογραµµίζει πως οι επίδοξοι αστοί πολιτικοί αισθάνονταν πρώτα απ όλα στρατιώτες. Ο χώρος της φοιτητικής νεολαίας, ο κατεξοχήν χώρος όπου διαµορφώνονταν τόσο οι πολιτικές προσδοκίες της ανερχόµενης αστικής τάξης, στη µεσαία ειδικά εκδοχή της, όσο και οι µέθοδοι της πολιτικής διεκδίκησης, έδωσε τα πλέον ευδιάκριτα παραδείγµατα ετούτης της θεώρησης. «Φοιτητικές φάλαγγες», «Τάγµατα ή Λεγεώνες φοιτητών». «Φρουρές» ή οτιδήποτε άλλο χαρακτηριστικό παράδειγµα, η ελληνική «Φοιτητική Φάλαγγα» που πρόλαβε να πάρει µέρος στους πολέµους της Κρήτης αποτύπωσαν την πολεµική διάθεση ετούτων των προφυλακών των αστικών διεκδικήσεων. 10.3 Για τον πολιτισµό... Η αναζήτηση ενός δίκαιου κόσµου στο κοινωνικό ή στο εθνικό πεδίο οδηγούσε ενίοτε σε δρόµους εξαιρετικά ολισθηρούς. Στη διάρκεια των ναπολεόντειων πολέµων και αµέσως µετά από αυτούς, η εξάπλωση της αποικιακής κυριαρχίας των ευρωπαϊκών δυνάµεων και ειδικά της Αγγλίας που διαµόρφωσε στα χρόνια αυτά τους κανόνες και τις πολιτικές της θαλασσοκρατορίας της συνοδεύτηκε από µια νέα εκδοχή του «περί ελευθερίας» λόγου. Το πρόσχηµα εδώ ήταν η καταπολέµηση της δουλείας. Η κίνηση της βρετανικής κυβέρνησης το 1807 να απαγορεύσει το εµπόριο δούλων στη βρετανική επικράτεια και στις θάλασσες του κόσµου στόχευε τις οικονοµίες τύπου φυτείας των Ισπανών και Γάλλων γαιοκτηµόνων στις αποικίες. Στην ουσία όµως η κίνηση αυτή, πέρα από την υπονόµευση των οικονοµιών των άµεσων εχθρών του Στέµµατος, είχε ευρύτερες προθέσεις. Η Βρετανία παρουσιάστηκε υπέρµαχος των ελευθεριών και των 201
ανθρώπινων αξιών, θέση που ως τότε µονοπωλούσαν οι Γάλλοι επαναστάτες. Ο βρετανικός στόλος µεταβλήθηκε σε θεµατοφυλακή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, θέση που του έδινε το δικαίωµα να ελέγχει, να κρίνει και να αδειοδοτεί οτιδήποτε ταξίδευε στους ωκεανούς. Η εναντίον του δουλεµπορίου και της δουλείας κίνηση των Βρετανών συµπληρώθηκε µε νέο Διάταγµα το 1833, που πλέον συνέδεε την αποικιακή εξάπλωση µε την επιβολή των κανόνων του πολιτισµού µε την καταπολέµηση της δουλείας και µαζί της όλων των «αναχρονιστικών» παραδοσιακών συνηθειών της ανθρωπότητας. Εικόνα 84: Το «σηµάδεµα» των δούλων. Από το βιβλίο του William Blake, History of Slavery, Columbus, Ohio, 1860. Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3athe_history_of_slavery_and_the_slave_trade%2c_anci ent_and_modern the_forms_of_slavery_that_prevailed_in_ancient_nations%2c_particularly_in_greece_and_rome%3 B_the_African_slave_trade_and_the_political_(14598547047).jpg Η προσέγγιση αυτή συνέδεσε την αποικιοκρατική εξάπλωση µε την πρόοδο του πολιτισµού. Από µια διαδικασία κατάκτησης, τη µετέβαλε σε µια 202
απελευθερωτική και εκπολιτιστική σταυροφορία. Για τους ροµαντικούς πολεµιστές εκείνων των χρόνων, η προσωπική αναµέτρηση αποκτούσε πλέον ένα νέο πεδίο δράσης. Οι Γάλλοι ξεκίνησαν την κατάκτηση της Αλγερίας που τους οδήγησε στην κατάκτηση όλης σχεδόν της δυτικής Αφρικής για να πολεµήσουν τους δουλέµπορους και τους πειρατές. Οι Άγγλοι κατέκτησαν τη Νιγηρία για τον ίδιο λόγο. Οι κινήσεις αυτές δεν ήταν παρά η αρχή µιας διαδικασίας που οδήγησε τις ευρωπαϊκές δυνάµεις στον άµεσο έλεγχο του 84% της επιφάνειας του πλανήτη. Οι ροµαντικοί πολεµιστές του 1830 ή του 1848 βρήκαν ενίοτε στις «εκπολιτιστικές» αυτές σταυροφορίες ισοδύναµους από πλευράς αξίας προσωπικούς στόχους. Οι αποικιακοί πόλεµοι επιπλέον ήταν σχετικά εύκολες υποθέσεις για τα ευρωπαϊκά όπλα και τους στρατούς. Μπορούσε κανείς να αποκτήσει προσωπική δικαίωση αλλά και φήµη και πολιτική επιφάνεια σε αυτούς, µε πολλές πιθανότητες να ζήσει ώστε να τις εξαργυρώσει στη συνέχεια. Μπορούσε δηλαδή να αποκτήσει εύκολα δάφνες ήρωα. Η διά του πολέµου αυτού ανάδειξη των ταγών της πολιτικής γενικεύτηκε στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα. Πολλά από τα γνωστά ονόµατα της βρετανικής και γαλλικής πολιτικής σκηνής έσπευσαν να αποκτήσουν δάφνες πολεµιστή σε αυτές τις συγκρούσεις. 203
Εικόνα 85: Τα βρετανικά στρατεύµατα διασχίζουν τον ποταµό Τουγκέλα στην εκστρατεία του 1879 ενάντια στο βασίλειο των Ζουλού στη Νότια Αφρική. Η ήττα των Βρετανών σε αυτή την εκστρατεία αναχαίτισε µόνο για πολύ λίγο χρόνο την αποικιακή κατάκτηση της Αφρικής. Εικονογράφηση από το βιβλίο του William Holden, British Rule in South Africa Illustrated in the Story of Kama and his tribe, and of the war in Zululand, London, 1879. Πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3aholden(1879)_the_british_troops_crossing_the_tugela.j pg Οι διαδικασίες του αποικισµού έγιναν συνοπτικά βίαιες µετά την καπιταλιστική κρίση του 1873. Οι µεγάλες ευρωπαϊκές δυνάµεις στράφηκαν προς την αποικιακή επέκταση θέλοντας να εντάξουν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αυτό ονόµαζαν «πολιτισµό» το σύνολο του τότε γνωστού και άγνωστου κόσµου ήταν µια εκτατική απάντηση στην κρίση και ταυτόχρονα η έξοδος από αυτήν. Ο ύστερος αυτός αποικισµός έφερε αντιµέτωπους ευρωπαϊκούς στρατούς µε τους τεχνολογικά υποδεέστερους, συχνά πρωτόγονους στρατούς των τοπικών βασιλείων και φυλών. Παρά τα λίγα «ατυχήµατα» για την ακρίβεια, τρία: Isandlwana, Ζουλού, 1879 Άντουα, Αιθιοπία 1895 Χαρτούµ, 1885 η επικράτηση των ευρωπαϊκών στρατών υπήρξε και καθολική και εύκολη. Η µάχη του Οντουρµάν (Σουδάν) το 1898, όπου σκοτώθηκαν 10.000 ίσως «δερβίσηδες» έναντι 40 ως 60 Αιγυπτίων κυρίως του αγγλικού στρατού, επισφράγισε την αδυναµία των µη ευρωπαϊκών στρατών απέναντι στα όπλα, πυροβολικό και πολυβόλα, των βιοµηχανικών κοινωνιών. Ο Ουίνστων Τσώρτσιλλ βρήκε την ευκαιρία να δρέψει δάφνες ήρωα σε αυτήν. Σχετικά µικρά εκστρατευτικά σώµατα αποτελούµενα από επαγγελµατίες στρατιωτικούς κατακτούσαν αχανείς εκτάσεις γης συντρίβοντας την όποια αντίσταση συναντούσαν. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ο πόλεµος έγινε ένα είδος εκπαιδευτικής περιπέτειας, ένα είδος µύησης για τους τολµηρούς νέους της εποχής. Ο πόλεµος µε τους «κατώτερους» θεωρήθηκε ένα είδος παιγνίου κάτι σαν το κυνήγι τίγρεων στην Ινδία, ένα «σπορ» όπως και τα άλλα που επινοούνταν εκείνη την εποχή. Πολιτικά, η ιδέα ότι οι υποδεέστεροι πολιτιστικά λαοί είναι «αναλώσιµοι» κατά τη βούληση των ισχυρών θεµελίωσε τον σύγχρονο ρατσισµό και τις τερατογενέσεις του 20ού αιώνα. Κοινωνικά, η παρεξήγηση για την «ευκολία» του πολέµου και η θεώρησή του ως περιπέτειας διευκόλυνε τη διολίσθηση της Ευρώπης στον Πρώτο Παγκόσµιο πόλεµο. Ήταν ο τελευταίος σταθµός του ροµαντικού µιλιταρισµού. 204
10.4 Οι µαζικοί στρατοί Ο αµερικανικός εµφύλιος πόλεµος άλλαξε την ως τότε εικόνα του πολέµου. Στους πολέµους του Ναπολέοντα, αν και «νοµικά» η Γαλλία µπορούσε να στρατολογήσει ως και 150.000 νέους πολεµιστές κάθε χρόνο δηλαδή ως 3.000.000 εάν επιστράτευε είκοσι ηλικίες µικρό µόνο ποσοστό από αυτούς µπορούσαν να εκστρατεύσουν ή να συγκεντρωθούν στο πεδίο της µάχης. Τα τεχνικά µέσα της εποχής δεν ήταν σε θέση να εφοδιάσουν υπερβολικά µεγάλα στρατιωτικά σώµατα, ειδικά σε µάχες που διακρίνονταν πλέον για την κατανάλωση βιοµηχανικών προϊόντων (πυροµαχικά πεζικού, οβίδες κ.λπ.). Εικόνα 86: Αµερικανικός εµφύλιος πόλεµος. Η πορεία του στρατηγού της Ένωσης, Σέρµαν, στο έδαφος της Συνοµοσπονδίας συνοδεύεται από την καταστροφή των «υποδοµών του πολέµου»: των σιδηροδροµικών γραµµών και των του τηλεγραφικού δικτύου. Ο εχθρός δεν είναι πλέον αποκλειστικά και µόνο ο αντίπαλος στρατός. Οι βιοµηχανικές υποδοµές που τον στηρίζουν είναι επίσης καίριος στρατηγικός στόχος. Χαρακτικό του Alexander Hay Ritchie (1868), Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, ΗΠΑ, αριθµός ID ppmsca.09326. Η βιοµηχανική επανάσταση δηµιούργησε τις υποδοµές που έλειπαν. Ο σιδηρόδροµος και τα ατµόπλοια βελτίωσαν τις µεταφορές, ο τηλέγραφος τις επικοινωνίες και οι ατµοµηχανές πολλαπλασίασαν τις δυνατότητες της βιοµηχανίας 205
να στηρίζει και να εξοπλίζει τεράστιους στρατούς. Όλα δε τα προηγούµενα ενίσχυσαν τη δυνατότητα της εµπόλεµης κοινωνίας να δηµιουργεί και να διαχειρίζεται αποθέµατα µε τρόπο ώστε να δηµιουργεί το πλεόνασµα χρόνου µακριά από την παραγωγική απασχόληση που προϋποθέτει η πολεµική στράτευση. Η γενική ιδέα της Γαλλικής Επανάστασης για την καθολική επιστράτευση των πολιτών βρήκε επιτέλους στις ΗΠΑ το υλικό της υπόβαθρο για πρώτη φορά. Ο στρατός της Συνοµοσπονδίας (Νότου) στον Αµερικανικό Εµφύλιο Πόλεµο επιστράτευσε περισσότερο από 20% του συνολικού (λευκού) πληθυσµού, ποσοστό που έκτοτε σπάνια επαναλαµβάνεται σε πόλεµο (στην περίπτωση αυτή, το πλεόνασµα χρόνου εξασφαλιζόταν µε την εργασία των δούλων). Η γενική επιστράτευση έγινε στρατιωτικό εργαλείο ερήµην των πολιτικών της παρενεργειών. Η αστική τάξη βάδιζε σταθερά προς τον έλεγχο του κόσµου, ενώ οι σιδηρόδροµοι και τα σιδερένια ατµόπλοια µπορούσαν πλέον να εφοδιάζουν πολυπληθείς στρατούς µέσα σε άλλοτε απρόσιτη ενδοχώρα. Τα πολιτικά δεδοµένα µεταβλήθηκαν και οι όποιες πιθανότητες για επιστροφή στο απολυταρχικό παρελθόν εξανεµίστηκαν. Στις νέες συνθήκες το αναγκαίο µέγεθος των στρατών τούς εµπόδιζε να µοιάσουν µε αυτούς του «Παλαιού Καθεστώτος», να είναι δηλαδή καθεστωτικοί και αµιγώς επαγγελµατικοί, πολιτικά εργαλεία στα χέρια κάθε µονάρχη και ηγεµόνα. Επρόκειτο ίσως για τη µεγαλύτερη αποτυχία της Παλινόρθωσης στην προσπάθειά της να φέρει τον πολιτικό χρόνο πίσω, στους πριν τη Γαλλική Επανάσταση καιρούς. Αντίθετα, η πολιτική εξουσία ήταν πλέον υποχρεωµένη να υπολογίζει στους πολίτες-στρατιώτες της για την ευόδωση των σχεδίων και την επιβίωση στον ανταγωνιστικό κόσµο που δηµιουργούσαν οι αλλαγές. Η εξουσία που ταξικά στρεφόταν ενάντια στα συµφέροντα και στις διεκδικήσεις των πολλών έπρεπε, την ίδια στιγµή, να εξασφαλίζει τη στοιχειώδη τουλάχιστον συναίνεση των πολλών αυτών στα δικά της σχέδια και επιλογές. Η νέα αυτή ανάγκη προκάλεσε σηµαντικές παρενέργειες σε δύο τουλάχιστον επίπεδα: το πρώτο ήταν η ουσιαστική µέριµνα για βελτίωση των όρων ζωής των λαϊκών στρωµάτων, ειδικά σε κράτη που αισθάνονταν κοντά την επερχόµενη αναµέτρηση. Η κατάργηση της δουλοπαροικίας, λόγου χάρη, στη Ρωσία και αλλού τη δεκαετία του 1860-1870 είχε την έννοια της απελευθέρωσης εργατικών χεριών που χρειαζόταν η σε καπιταλιστική κλίµακα βιοµηχανία, αλλά ταυτόχρονα είχε και την αντίστοιχη της διαθεσιµότητας των ανθρώπων αυτών στις 206
υποθέσεις του πολέµου. Από την πολεµική οπτική των πραγµάτων, οι άνθρωποι ανήκαν πλέον στο κράτος, στη χώρα, στην κυβέρνηση, στα επιτελεία, στον στρατό και δευτερευόντως οπουδήποτε αλλού. Το βιοτικό επίπεδο των εργατικών και αγροτικών µαζών βελτιώθηκε στις νέες αυτές συνθήκες. Ενώ στην πρώτη φάση της «Παλινόρθωσης», από το 1815 ως το 1848, οι αµοιβές της εργασίας βελτιώθηκαν τόσο µόνο όσο χρειαζόταν η µεταφορά εργατικών χεριών στη βιοµηχανία και η αποφυγή κοινωνικών εντάσεων (κάτι ανάµεσα σε 10 µε 20% σε µ.ο.), από το 1850 ως το 1913 η ίδια βελτίωση πλησίασε ως και το 100%. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το ίδιο αυτό ενδιαφέρον για τους πολλούς άλλαξε προοδευτικά τους όρους της πολιτικής. Καθώς δεν ήταν πλέον δυνατό να σπρώξεις τις µάζες αυτών των ανθρώπων στο περιθώριο της κοινωνίας και της πολιτικής, έπρεπε να βρεθούν τρόποι για την πρόσδεσή τους στο πολιτικό σύστηµα. Στο κατώφλι της «πολιτικής των µαζών» όπως ονοµάστηκε, ιδεολογίες, κόµµατα ή απλώς λαϊκιστές ηγέτες διαµόρφωσαν διαδικασίες «συµµετοχής» ή έστω ψευδαισθήσεις «συµµετοχής» στα πολιτικά δρώµενα. Αυτός ο τύπος της σύνδεσης των πολλών µε τα συµφέροντα των λίγων συνόδευε αναγκαστικά την υποχρεωτική πολεµική συµµετοχή των πολλών στις συγκρούσεις που δηµιουργούσαν τα συµφέροντα των λίγων. Οι µεγάλες αυτές αλλαγές αφορούσαν τα ισχυρά κράτη, ενδιέφεραν όµως και τα µικρότερα. Με υπόδειγµα τα φιλοπόλεµα Βαλκάνια, όλα τα «δευτερεύοντα» κράτη της Ευρώπης και του κόσµου ως τη µακρινή Ταϋλάνδη, τότε Σιάµ έσπευσαν να επενδύσουν στον εκσυγχρονισµό, κυρίως για να διατηρήσουν και να επαυξήσουν τη δυνατότητά τους να κάνουν πόλεµο. Ανερχόµενες δυνάµεις, όπως η Ιαπωνία, ή πάλαι ποτέ κραταιές αυτοκρατορίες, όπως η Οθωµανική, επένδυαν στην στρατιωτική αναγέννηση για να εξασφαλίσουν τη θέση τους στον ανατέλλοντα σύγχρονο κόσµο. 207
Εικόνα 87: Το θωρακισµένο πλοίο Asar-i-Sevket του οθωµανικού στόλου. Κατασκευάστηκε στα 1869, στην εποχή του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ (1861-1876). Η πολιτική εκσυγχρονισµού της Αυτοκρατορίας διαµέσου µεταρρυθµίσεων (Τανζιµάτ) γνώρισε ισχυρή δυναµική στην περίοδο αυτή. Στο επίκεντρό της ήταν ο εκσυγχρονισµός των στρατιωτικών δυνάµεων της Αυτοκρατορίας και κυρίως του ναυτικού, µέσω του οποίου ο οθωµανικός κόσµος ίσως πλησίαζε τη βιοµηχανική εποχή. Το µεν οθωµανικό ναυτικό έφθασε εκείνο τον καιρό τη µέγιστη ακµή του, καθώς έγινε το τρίτο σε µέγεθος πολεµικό ναυτικό του κόσµου. Τα οικονοµικά της Αυτοκρατορίας, όµως, κατέρρευσαν και ο µεταρρυθµιστής σουλτάνος (γιος του Μαχµούτ Β ) αυτοκτόνησε το 1876, µετά την εκθρόνισή του. Πηγή: http://www.navypedia.org/ships/turkey/tu_bb_assari_shevket.htm Πολύ συχνά οι στρατιωτικές υποχρεώσεις που αναλάµβαναν τα µικρά ή µεγάλα αυτά κράτη υπερέβαιναν κατά πολύ τις οικονοµικές τους δυνατότητες ή και τις κοινωνικές τους αντοχές. Οι κρατικοί µηχανισµοί που κτίστηκαν σε αυτές τις συνθήκες θύµιζαν σε πολλά τούς αντίστοιχους του 17ου αιώνα στην αυγή της οργάνωσης των σύγχρονων κρατών όπου οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν σχεδόν ο µοναδικός λόγος είσπραξης φόρων. Προφανώς όµως ο νέος καπιταλιστικός κόσµος που γεννιόταν χρειαζόταν πολύ περισσότερα πράγµατα από την «πρόσληψη Ελβετών» τη συντήρηση δηλαδή ενός σώµατος επαγγελµατιών στρατιωτών. Η εκπαίδευση σε µαζική κλίµακα ήταν, ανάµεσα σε άλλα, και µέρος της στρατιωτικής προετοιµασίας. Όπως συνέβαινε µε τη συµµετοχή στη βιοµηχανική παραγωγική διαδικασία, έτσι και η ένταξη σε στρατιωτικά σώµατα που στηρίζονταν και χρησιµοποιούσαν βιοµηχανικά προϊόντα απαιτούσε βασικές γνώσεις και συνακόλουθες δεξιότητες. Οι εγγράµµατοι πλέον ήταν σαφώς καλύτεροι πολεµιστές 208
από τους αναλφάβητους αντίστοιχους. Το ίδιο συνέβαινε και µε το σύστηµα προστασίας της υγείας σε µαζική κλίµακα. Επίστρατοι που θα έπεφταν εύκολα θύµατα επιδηµιών και ασθενειών γίνονταν άχρηστοι στρατιώτες. Το τροµερό παράδειγµα των Βαλκανικών πολέµων του 1912-1913, όταν τα θύµατα του τύφου, της δυσεντερίας και της χολέρας ισοσκέλισαν τα αντίστοιχα θύµατα των µαχών, υπενθύµιζε ότι οι σύγχρονοι στρατοί προαπαιτούσαν την ύπαρξη ενός πολυεπίπεδου κράτους. Ο συνδυασµός των προαπαιτούµενων ήταν συνήθως καταστροφικός για τα µη βιοµηχανικά κράτη και τους αναχρονιστικούς τους κρατικούς µηχανισµούς. Κανένα φορολογικό σύστηµα δεν µπορούσε να παρακολουθήσει την ταυτόχρονη δηµιουργία ισχυρών και µαζικών στρατιωτικών δυνάµεων και σύγχρονου κράτους συµπεριλαµβανοµένων των αναγκαίων, πολυέξοδων υποδοµών. Ο υπερδανεισµός των κυβερνήσεων στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και στην πρώτη του 20ού οφειλόταν στις αγωνιώδεις προσπάθειες να απαντηθούν οι παραπάνω προκλήσεις. Το αποτέλεσµα ήταν συνήθως αντίθετο από το προσδοκώµενο. Σε αναζήτηση πληρέστερης ανεξαρτησίας ή της ανάδειξης σε περιφερειακή δύναµη σε βάρος συνήθως των γειτόνων τους, τα κράτη αυτά δεν πέτυχαν τίποτε περισσότερο από το να µεταβληθούν σε «αποικίες χρέους». Η όποια ανεξαρτησία τους συρρικνώθηκε και οι κυβερνήσεις τους έγιναν έρµαια των πολιτικών που εκπορεύονταν από τις ισχυρές δυνάµεις και τα µητροπολιτικά κέντρα του ιµπεριαλισµού. 10.5 Η οικονοµία πολέµου Οι δυνατότητες της βιοµηχανίας, οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις στον τοµέα των στρατιωτικών εξοπλισµών, η ανάγκη εξοπλισµού, εφοδιασµού και συντήρησης των γιγαντιαίων στρατιωτικών µηχανισµών απαιτούσαν πλέον τη διάθεση µεγάλου µέρους του παραγωγικού πλεονάσµατος για την προετοιµασία του πολέµου. Τα ισχυρά κράτη όφειλαν να διατηρούν ατοµικά και οµαδικά όπλα για το σύνολο του στρατεύσιµου πληθυσµού τους, δηλαδή για πολλά εκατοµµύρια ανθρώπους. Σε περίπτωση ανάγκης, κυβερνήσεις και στρατιωτικά επιτελεία όφειλαν να έχουν προετοιµάσει τις υποδοµές για την συγκέντρωση, τον εξοπλισµό, την 209
οργάνωση, τη µεταφορά, τη συντήρηση, την αναπλήρωση αυτών των εκατοµµυρίων ανθρώπων. Τα Μεγάλα Επιτελεία των µητροπολιτικών δυνάµεων απέκτησαν έτσι χαρακτηριστικά πολιτικών κυβερνήσεων από τον καιρό της ειρήνης κιόλας. Η χάραξη µιας σιδηροδροµικής γραµµής, το κτίσιµο µιας γέφυρας ή η επέκταση ενός λιµανιού όφειλε, εκτός από τις αναγκαίες οικονοµικές µελέτες, να λαµβάνει σοβαρά υπόψη τις στρατιωτικές αντίστοιχες. Το πρόγραµµα της διδασκαλίας στα δηµοτικά ή στα γυµνάσια έπρεπε επίσης να περιλαµβάνει τις αναγκαίες στον στρατό ασκήσεις «πυκνής τάξεως». Ο ναυτικός ανταγωνισµός ήταν το επιστέγασµα του ανταγωνισµού των εξοπλισµών. Κάθε δύναµη, µικρή ή µεγάλη, που είχε πρόσβαση στη θάλασσα, επιθυµούσε την ισχυρή ναυτική παρουσία σε αυτήν. Η ισχυρή παρουσία απαιτούσε το κτίσιµο πολεµικών στόλων που µε τη σειρά τους αποτελούνταν από ολοένα πιο πολύπλοκα και τεχνολογικά εξελιγµένα πλοία. Το κόστος για την απόκτηση και την κατασκευή τους αυξανόταν µε γεωµετρικούς ρυθµούς, ενώ ταυτόχρονα τα ναυπηγεία που ήταν σε θέση να τα κατασκευάσουν ή οι βιοµηχανίες όπλων που ήταν σε θέση να τα εξοπλίσουν συγκεντρώνονταν σε πολύ λίγα σηµεία της γης: γύρω από τις καπιταλιστικές µητροπόλεις. Αυτό που φαινόταν σύνθετο πρόβληµα για τους φτωχούς ήταν επίσης πονοκέφαλος για τους µεγάλους. Οι ναυτικοί ανταγωνισµοί που µεθοδεύτηκαν µετά το 1898 (πρώτος νόµος για την επέκταση του γερµανικού πολεµικού ναυτικού) σε αυτή την περίοδο απαιτούσαν µυθικά κονδύλια για την κατασκευή και τη λειτουργία ολόκληρων στόλων από µεγάλα θωρακισµένα πολεµικά πλοία. Η υπόθεση του «Dreadnought» απλώς επισφράγισε το αδιέξοδο. Στα 1905-1906 η Βρετανία αποφάσισε να κατασκευάσει ένα νέο είδος πλοίου µάχης που θα µπορούσε να στρέψει στην ίδια κατεύθυνση οκτώ ή δέκα κύρια πυροβόλα, ενώ ως τότε τα θωρηκτά έστρεφαν τέσσερα. Η κίνηση έδωσε µικρό τεχνικό προβάδισµα αλλά ταυτόχρονα ακύρωσε την έως τότε δεδοµένη υπεροχή του βρετανικού στόλου καθιστώντας ξεπερασµένα και πεπαλαιωµένα τα πολυάριθµα παλαιότερα πλοία (προδρεδνώτ) στις κατηγορίες των οποίων η Βρετανία είχε απόλυτη υπεροχή. Προφανώς η εξέλιξη άνοιξε τον δρόµο σε όλες τις φιλόδοξες δυνάµεις µε παραπλήσιες βιοµηχανικές δυνατότητες. Έκτοτε και ως το 1914 οι ναυτικοί ανταγωνισµοί έγιναν οικονοµικά εφιαλτικοί. 210
Εικόνα 88: Το βρετανικό θωρηκτό (πλοίο µάχης) HMS Dreadnought (1906), που άλλαξε τον σχεδιασµό των πολεµικών στόλων, ακύρωσε την αριθµητική υπεροπλία του ίδιου του βρετανικού ναυτικού και ανέβασε το κόστος του ναυτικού ανταγωνισµού σε δυσθεώρητα ακόµα και για τις µεγάλες δυνάµεις ύψη. Πηγή: Ιστορικό Κέντρο του Ναυτικού των ΗΠΑ. https://commons.wikimedia.org/wiki/file%3ahms_dreadnought_1906_h61017.jpg ΠΙΝΑΚΑΣ 5 Το κόστος της βρετανικής ναυτικής κυριαρχίας (Πηγή: Kennedy, 1976, 193) Κόστος πολεµικών πλοίων ανά µονάδα Τύπος Έτος παραγγελίας Κόστος Majestic 1893-5 1 εκ. Duncan 1899 1 εκ. Lord Nelson 1904-5 1,5 εκ. Dreadnought 1905-6 1,8 εκ. King George 1910-11 1,95 εκ. Queen Elisabeth 1912-13 2,5 εκ. Σύνολο βρετανικών δαπανών για ναυτικούς εξοπλισµούς 211
Έτος Ποσά σε εκατοµµύρια λίρες 1883 11 1896 18,7 1903 34,5 1910 40,4 Γινόταν προφανές ότι ούτε η Μεγάλη Βρετανία δεν µπορούσε να επωµιστεί παρόµοιο κόστος για µακρύ χρονικό διάστηµα. Οι κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες του ανταγωνισµού ήσαν εξίσου σηµαντικές. Οι κρατικές παραγγελίες που συνδέονταν µε τον πόλεµο στη στεριά ή στη θάλασσα έγιναν προοδευτικά κινητήριοι µοχλοί της οικονοµικής λειτουργίας και ανάπτυξης. Το κράτος δέσµευε ολοένα πιο σηµαντικό παραγωγικό δυναµικό και οι ανάγκες του πολέµου προσδιόριζαν πλέον τους προσανατολισµούς της παραγωγής. Μεσοπρόθεσµα, οι κατευθύνσεις αυτές υπονόµευσαν την οικονοµία καθώς δηµιούργησαν κενό στην παραγωγή καταναλωτικών αγαθών κενό που έσπευσαν να το καλύψουν ανταγωνιστές σε άλλα µήκη και πλάτη της γης (ΗΠΑ, κ.λπ.). Οι ισχυρές ευρωπαϊκές δυνάµεις είδαν την οικονοµία τους να µετατρέπεται σε οικονοµία πολέµου ολοένα πιο εξαρτηµένη από το κράτος και τους στρατιωτικούς σχεδιασµούς. Ισχυρά βιοµηχανικά συγκροτήµατα επαναπαύτηκαν στα σίγουρα κέρδη που αποκόµιζαν από τις κρατικές παραγγελίες. Οι τελευταίες έλυναν το ζήτηµα του ανταγωνισµού και των συνεχών επενδύσεων για την αντιµετώπισή του ή το αντίστοιχο ζήτηµα της δηµιουργίας ανταγωνιστικών δικτύων διανοµής, µε το κόστος που αυτό συνεπαγόταν. Στην οικονοµία πολέµου ο αγοραστής ήταν δεδοµένος και η συσσώρευση κερδών βεβαιωµένη, χάρη και στη συµβολή του φορολογικού συστήµατος µέσω του οποίου ο αγοραστής πλήρωνε τις υποχρεώσεις του. Η οικονοµία πολέµου προετοίµαζε ποικιλότροπα τις βιοµηχανικές κυρίως κοινωνίες στην ιδέα του ολοκληρωτικού πολέµου. 212
Οδηγός για µελέτη -. Fuller, J.F.C., The Conduct of War, 1789-1961 (1961), New Brunswick, N.J., Rudgers U.P. -. Howard, Michael (2000), Ο ρόλος του πολέµου στην νεότερη ευρωπαϊκή ιστορία. Αθήνα, εκδ. Ποιότητα. -. Kennedy, Paul (1989), The Rise and Fall of the Great Powers. New York, Vintage Books. -. Kennedy, Paul (1976), The Rise and Fall of British Naval Mastery. New York, Penguin Books. 213