«ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ» Θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο

Σχετικά έγγραφα
«ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ» Θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο

Ένωσης, ιδίως της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων» σ ένα

«ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ»: Συστατικό στοιχείο του «ΧΩΡΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ» ΤΗΣ ΕΕ

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Κατάλογος των νομικών βάσεων που προβλέπουν τη συνήθη νομοθετική διαδικασία στη Συνθήκη της Λισαβόνας 1

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΝΩΜΗ της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Νομικών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Οι συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΝΟΜΙΚΕΣ ΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΗΘΗ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Νομική βάση Περιγραφή Διαδικαστικά στοιχεία 1

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/2275(INI)

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΕΚΘΕΣΗΣ

Η αρχή της επικουρικότητας

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Περιγραφή του ισχύοντος συστήµατος οριοθέτησης αρµοδιοτήτων µεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών µελών

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/0431(APP)

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 19 Νοεμβρίου 2014 (OR. en)

PUBLIC ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες,27Μαΐου 2014 (OR.en) 10296/14 LIMITE JUR321 JAI368 POLGEN75 FREMP104

Η αρχή της επικουρικότητας

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

A8-0251/ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ κατάθεση: Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗ ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ 1

ΙΙΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΕΓΚΡΙΘΕΙΣΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΤΙΤΛΟΥ VI ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΕ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

10116/14 ΜΧΡ/νικ/ΚΣ 1 DG D 2B

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ Συνοδευτικό έγγραφο στην

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2014/2253(INI)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΣΧEΔΙΟ EΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2119(INI)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. του ΚΑΤ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΕ) /... ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2019 (OR. en)

Eυρωπαϊκό Δίκαιο Περιβάλλοντος-Βασικοί Άξονες και Αρχές. Βίκυ Ι. Καραγεώργου Επίκουρη Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου

SN 1316/14 AB/γομ 1 DG D 2A LIMITE EL

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 13 Ιουνίου 2012 (OR. en) 10449/12 Διοργανικός φάκελος: 2011/0431 (APP) LIMITE

ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΜΕΝΗ ΓΝΩΜΗ ΕΝΟΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ

Κατευθυντήριες γραμμές για να αποφασιστεί ποια δικαιοδοσία θα πρέπει να ασκήσει δίωξη

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 1. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL σχετικά με τη στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις

9664/19 ΘΚ/μκρ 1 JAI.2

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

Η Συνθήκη του Άµστερνταµ: οδηγίες χρήσης

*** ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΣΤΑΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2016/0204(APP)

η µάλλον ευρύτερη αναγνώριση του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει η θέσπιση διατάξεων για την ενισχυµένη συνεργασία στον τοµέα της ΚΕΠΠΑ.

Οι διακυβερνητικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων

Συνθήκη της Λισαβόνας

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2016 (OR. en)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2017 (OR. en)

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/2322(INI)

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. Άρθρο 44. Γενικές αρχές για διαβιβάσεις

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 2. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL σχετικά με τη στρατηγική εσωτερικής ασφάλειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

Εθνική νομοθεσία και τεχνική εναρμόνιση με δίκαιο ΕΕ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

Έγγραφο συνόδου ΔΙΟΡΘΩΤΙΚΟ. στην έκθεση

Transcript:

ΤΜΗΜΑ ΔΙΕΘΝΩΝ, ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Μάθημα: «Πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι: Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά & Συνοδευτικές πολιτικές» Σημειώσεις Όλγα Τσόλκα, επίκουρη καθηγήτρια «ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΣΕ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ» Θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο 1. Επί της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πεδίο της «δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις» Η ανάπτυξη ευρωενωσιακής πολιτικής στο πεδίο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις προβλήθηκε ως ένα αναγκαίο μέσο για την επίτευξη «των στόχων της Ένωσης, ιδίως της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων» σ ένα «χώρο» χωρίς εσωτερικά σύνορα, με άλλα λόγια για την αποτελεσματική προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ανωτέρω επιδίωξη διαπνέει τις μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ ουσιώδεις- διαδοχικές τροποποιήσεις των Συνθηκών, τις πολιτικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καθώς και τη σύνολη δράση των λοιπών θεσμικών οργάνων. Καίριο κομβικό σταθμό στη σχετική θεσμική και δικαιϊκή εξέλιξη συνιστά η σύνδεση της «δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις» με τη διατήρηση και ανάπτυξη της Ένωσης ως «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης». Τούτη, αρχής γενομένης από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, αποτέλεσε τον πλέον καθοριστικό παράγοντα για τη διαφοροποίηση των κανόνων λειτουργίας της ευρωενωσιακής έναντι εκείνων της διεθνούς συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Ειδικότερα, η «συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» αρχίζει να υπερβαίνει το νόημα που έχει ο αντίστοιχος όρος στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης κι εκφράζει την ανάπτυξη ενός ιδιότυπου νομικού συστήματος. Η ανάδειξη της έννοιας της «χώρου» προσλαμβάνει ουσιαστικό χαρακτήρα κατά την σταδιακή- αναδιαμόρφωση του εν λόγω συστήματος και τον αναπροσδιορισμό της ευρωενωσιακής πολιτικής στο εν λόγω πεδίο. Οι πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται και οι νομικές πράξεις που

θεσπίζονται διαπνέονται από τη λογική της υπέρβασης της εδαφικότητας. Ως στόχευση προβάλλεται η ανάπτυξη ενός «χώρου ποινικής δικαιοσύνης», όπου δεν χωρούν πλέον πολιτικές σκοπιμότητες και η «αρχή της εθνικής κυριαρχίας» σχετικοποιείται ή κατά άλλη ανάγνωση μεταλλάσσεται. Χρονικό ορόσημο συνιστά το έτος 1999, όπου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατά τη σύνοδό του στο Τάμπερε- έλαβε σημαντικές αποφάσεις, οι οποίες σφράγισαν όλες τις μετέπειτα εξελίξεις. Το ανωτέρω θεσμικό όργανο, επικαλούμενο τις «κοινές αξίες» στις οποίες θεμελιώνεται η Ένωση, το «κοινοτικό κεκτημένο» και την «αμοιβαία εμπιστοσύνη», εξαγγέλλει ως «ακρογωνιαίο λίθο» της ευρωενωσιακής δικαστικής συνεργασίας την «αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων». Στην πράξη, η ποιοτική αυτή μεταλλαγή της πολιτικής της Ένωσης εκδηλώθηκε τον Ιούνιο του έτους 2002, όταν θεσπίστηκε ως πρώτο μέτρο εφαρμογής της αμοιβαίας αναγνώρισης, η απόφαση-πλαίσιο «για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών». Το Συμβούλιο προσέδωσε στην ανωτέρω πολιτική απόφαση νομική μορφή, «αντικαθιστώντας» την κλασσική διαδικασία αίτησης έκδοσης από ένα «σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας ποινικών αποφάσεων» εντός του παραπάνω «χώρου», όπου τον αποφασιστικό ρόλο έχει αποκλειστικά η δικαστική λειτουργία. Σήμερα, μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσει δυναμικά την πολιτική της στο πεδίο της «δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις», σύμφωνα με τις ενισχυμένες αρμοδιότητες που προβλέπονται στο ισχύον σύστημα. 2. Ο «χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» ως τομέας συντρέχουσας αρμοδιότητας κράτους και Ευρωπαϊκής Ένωσης Tο μεταρρυθμιστικό εγχείρημα της Συνθήκης της Λισσαβώνας παρά τους πολιτικούς συμβιβασμούς που εμπεριέχει- αποτελεί σταθμό στην σχέση ευρωενωσιακού και ποινικού δικαίου. Σημαντικές μάλιστα αλλαγές που απαντούσαν στη Συνταγματική Συνθήκη μεταφέρονται κι ενσωματώνονται στο νέο θεσμικό και κανονιστικό σύστημα. Η «δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» αποτελεί πλέον, ως συστατικό στοιχείο του «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης»,

συντρέχουσα αρμοδιότητα κράτους και Ευρωπαϊκής Ένωσης (: ά. 4 παρ. 2 ι) ΣυνθΛΕΕ). Ειδικότερα, με τη διάταξη της παρ. 2 του ά. 3 ΣυνθΕΕ αναγνωρίζεται ότι η Ένωση «παρέχει στους πολίτες της χώρο ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης χωρίς εσωτερικά σύνορα». Εντός του νέου θεσμικού πλαισίου, η οριοθέτηση των σχετικών αρμοδιοτήτων της Ένωσης και της σχέσης της με το κράτος διέπεται από την αποκαλούμενη «αρχή της δοττής αρμοδιότητας» (: ά. 5 ΣυνθΕΕ). 1 «νομοθετικά» καθήκοντα ασκεί το Συμβούλιο από κοινού με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (: ά. 14 και 16 ΣυνθΕΕ σε συνδυασμό με ά. 82 επ. ΣυνθΛΕΕ). Όπως προκύπτει από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 ΣυνθΛΕΕ, προτεραιότητα για τη λήψη των σχετικών μέτρων δίδεται στην Ένωση: «[..] η Ένωση και τα κράτη μέλη δύνανται να νομοθετούν και να εκδίδουν νομικά δεσμευτικές πράξεις στον τομέα αυτό. Τα κράτη μέλη ασκούν τις αρμοδιότητές τους κατά το μέτρο που η Ένωση δεν έχει ασκήσει τη δική της». Παράλληλα, όμως, τίθεται η υποχρέωση στα όργανά της να εφαρμόζουν τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, για την τήρηση των οποίων μεριμνούν (και) τα εθνικά κοινοβούλια (: ά. 5 ΣυνθΕΕ σε συνδυασμό με ά. 69 ΣυνθΛΕΕ). Σύμφωνα μάλιστα με το Πρωτόκολλο σχετικά με την εφαρμογή των ανωτέρω αρχών, το κάθε εθνικό κοινοβούλιο ή ένα σώμα αυτού έχει το δικαίωμα -δια του κράτους- να υποβάλει «προσφυγή» ενώπιον του ΔΕΕ «λόγω παραβίασης, από νομοθετική πράξη, της αρχής της επικουρικότητας» (: ά. 8). Με την κατάργηση των πυλώνων και τις σχετικές ουσιώδεις μεταβολές, η ενιαία αντιμετώπιση του χώρου ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης διαπνέει πλέον το ίδιο το κείμενο των Συνθηκών. 2 Ειδικότερα, σύμφωνα με το γράμμα της γενικής διάταξης της παρ. 3 του ά. 67 ΣυνθΛΕΕ, η Ένωση «καταβάλλει προσπάθεια για να εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο ασφάλειας με τη θέσπιση μέτρων πρόληψης και καταστολής της 1 Σύμφωνα με την εν λόγω αρχή, κατά το γράμμα της παρ. 2 του άρθρου 5 ΣυνθΕΕ, «η Ένωση ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν», βλ. σχετ. την έκθεση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ο.π., Α6-0013/2008, σελ. 7 επ., ιδίως σελ. 27, όπου σημειώνεται ότι η αρχή αυτή «εμποδίζει από τη φύση της την ανάδειξη οποιουδήποτε συγκεντρωτικού υπερκράτους». 2 Στη ΣυνθΛΕΕ και συγκεκριμένα στον τίτλο IV απαντούν ορισμένες γενικές διατάξεις (κεφάλαιο 1 ο ) κι εν συνεχεία οι ειδικότεροι κανόνες που διέπουν τις επιμέρους πολιτικές και δράσεις της Ένωσης. Εκτός από τη δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, αυτές περιλαμβάνουν: τις πολιτικές σχετικές με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση (κεφάλαιο 2), τη δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις (κεφάλαιο 3) και την αστυνομική συνεργασία (κεφάλαιο 5). Τα

εγκληματικότητας [..] μέτρων συντονισμού και συνεργασίας [..] καθώς και με την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων σε ποινικές υποθέσεις και, εάν χρειάζεται, την προσέγγιση των ποινικών νομοθεσιών». Πλέον συγκεκριμένα, για τη «δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις» (ά. 82 επ. ΣυνθΛΕΕ) παρατηρείται ότι: Πρώτον, με τη ρητή πλέον αναγνώριση της αμοιβαίας αναγνώρισης δικαστικών αποφάσεων, ως «θεμελίου» της εν λόγω δικαστικής συνεργασίας (ά. 82 ΣυνθΛΕΕ) επιβεβαιώνεται η βαρύνουσα κανονιστική της σημασία για την ανάπτυξη ενός διεθνικού «χώρου ποινικής δικαιοσύνης» εντός της Ένωσης. Επίσης υποδηλώνεται η απομάκρυνση από τη λογική της ενοποίησης των νομικών και δικαιϊκών συστημάτων των κρατών μελών 3 και η μετάβαση στη διαμόρφωση «κοινών ελάχιστων κανόνων», που λειτουργικά όμως- εξυπηρετεί επιμέρους σκοπούς. Δεύτερον, επανατίθεται η έννοια της «ασφάλειας» ως βασική συνιστώσα της σχετικής πολιτικής της Ένωσης. Εν τούτοις, επισημαίνεται στη θεωρία 4, ότι από το πλέγμα των διατάξεων των ά. 2, 3 και 6 της ΣυνθΕΕ καθώς και της παρ. 1 του ά. 67 της ΣυνθΛΕΕ συνάγεται -ή άλλως είναι ερμηνευτικά επιβεβλημένη- η αξιακή προσέγγιση του όλου χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Η διάσταση αυτή αποτυπώνεται στο αποκαλούμενο Πρόγραμμα της Στοκχόλμης καθώς και στις εντεύθεν ανακοινώσεις των λοιπών θεσμικών οργάνων 5, όπου διακηρύσσεται η προσήλωση στις θεμελιώδεις «αξίες» της Ένωσης και στη διασφάλιση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων υπέρ των «πολιτών» της. Μάλιστα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέτει τρεις «προτεραιότητες» για την οικοδόμηση του «χώρου ποινικής δικαιοσύνης της Ευρωπαϊκής Ένωσης»: το σεβασμό θεμελιωδών 3 Εξαιρέσεις απαντούν στον τομέα της ποινικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των ά. 86 και 325 ΣυνθΛΕΕ. 4 Πρβλ. σχετ. Καϊάφα-Γκμπάντι, Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο και Συνθήκη της Λισσαβώνας, 2011, σελ. 10 επ., Μυλωνόπουλου, Το Ευρωπαϊκό Ποινικό Δίκαιο μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, ΠΧρ ΞΑ σελ. 81 επ., Meyer, Das Strafrecht im Raum der Freiheit, der Sicherheit und des Rechts, EuR 2011, σελ. 190 επ. 5 Βλ. το έγγραφο του Συμβουλίου 17024/2/09 για το πολυετές πρόγραμμα 2010-2014 σχετικά με το χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, καθώς και την ανακοίνωση της Επιτροπής, COM (2010) 171 τελικό.

δικαιωμάτων, την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και την ανάγκη διατήρησης της συνοχής των εθνικών ποινικών συστημάτων. 6 Οι ανωτέρω προτεραιότητες φαίνεται να απορρέουν από τη γενική διάταξη της παρ. 1 του ά. 67 ΣυνθΛΕΕ: «Η Ένωση συγκροτεί χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των διαφορετικών νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών». Οι δύο αυτοί κανόνες δεσμεύουν τα όργανα της Ένωσης κατά τη λήψη των σχετικών αποφάσεων και τη θέσπιση των νομικών πράξεων. Σχετικώς σημειώνεται ότι: α) Μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας δύο επιμέρους, αλλά και αλληλένδετες μεταξύ τους διατάξεις συνθέτουν το κανονιστικό πλαίσιο των πηγών των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης. Πρόκειται για τους «συνταγματικού χαρακτήρα» κανόνες: ι) της παρ. 3 του ά. 6 ΣυνθΕΕ και ιι) της παρ. 1 του ιδίου ως άνω άρθρου, με την οποία αναγνωρίστηκε η νομική δεσμευτικότητα του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΧΘΔΕΕ). β) Από τις ρυθμίσεις των ά. 82 επ. ΣυνθΛΕΕ συνάγεται ότι ο σεβασμός της διαφορετικότητας των ποινικών συστημάτων και παραδόσεων μετουσιώνεται σε ουσιαστικό, αλλά και διαδικαστικό όρο της ευρωενωσιακής δικαιοθεσίας στον κρίσιμο αυτό τομέα της συντρέχουσας αρμοδιότητας κράτους και Ευρωπαϊκής Ένωσης. 3. Η θεματική λειτουργική πολυδιάσταση της δικαστικής συνεργασίας και τα βασικά χαρακτηριστικά του δικαιοθετικού συστήματος Η ευρωενωσιακή δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις εμφανίζει μεν θεματικά την προαναφερθείσα τριμερή διάσταση (: δικαστική συνεργασία/προσέγγιση κανόνων/συντονισμός στον τομέα της ποινικής δίωξης). Στο σημείο αυτό κρίνονται κατ αρχάς σκόπιμες ορισμένες διευκρινήσεις όσον αφορά τα νομικά μέσα και τους φορείς του σχετικού δικαιοθετικού συστήματος. 2.1. Νομικά μέσα και φορείς του δικαιοθετικού συστήματος 6 Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 25.11.2009 για το Πρόγραμμα της Στοκχόλμης, Ρ7_ΤΑ(2009)0090.

Νομικά (δεσμευτικά) μέσα είναι πλέον ο Κανονισμός, η Οδηγία και η Απόφαση. 7 Από τις τρεις αυτές νομικές πράξεις μόνον ο Κανονισμός αναπτύσσει άμεση ισχύ στην έννομη τάξη των κρατών μελών. Η λήψη εσωτερικών μέτρων ενσωμάτωσης αποτελεί μεν αναγκαίο όρο για την ισχύ της Οδηγίας (και της Απόφασης). Όμως, σε όσες περιπτώσεις αναγνωρίζονται δικαιώματα υπέρ των πολιτών, η διάκριση μεταξύ αμέσου και εμμέσου κάθετου- εννόμου αποτελέσματος της Οδηγίας αμβλύνεται ουσιωδώς, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία του ΔΕΚ. Καθοριστική είναι η αναγνώριση της δυνατότητας του ατόμου να επικαλεστεί δικαιώματα που κατοχυρώνονται σε μια Οδηγία, ακόμη κι αν αυτή δεν έχει ενσωματωθεί ή έχει ενσωματωθεί μερικώς- στο εσωτερικό δίκαιο. Σε επίπεδο «προνομοθετικής» διαδικασίας παρατηρείται μία ευρεία συμμετοχή πολλαπλών παραγόντων (Akteure). Κατ αρχάς καθοριστική είναι -και πάλι- η συμβολή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (: ά. 68 ΣυνθΛΕΕ). Δικαίωμα υποβολής πρότασης για τη θέσπιση μιας νομικής πράξης παρέχεται όχι μόνον στην Επιτροπή, αλλά και στα κράτη μέλη, εφόσον η εν λόγω πρόταση συνιστά «πρωτοβουλία του ενός τετάρτου» αυτών (: ά. 76 ΣυνθΛΕΕ). Στη συνάφεια αυτή αξιοπρόσεκτη είναι η διάταξη του ά. 11 παρ. 4 της ΣυνθΕΕ περί της δυνατότητας πολιτών της Ένωσης (υπό ορισμένα ποσοτικά κριτήρια) να καλέσουν την Επιτροπή να υποβάλλει κατάλληλες σχετικές προτάσεις. 8 Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το θεσμικό πλέον δικαίωμα (και αντιστοίχως η υποχρέωση) ενεργούς συμμετοχής του εκάστοτε εθνικού Κοινοβουλίου επί της αξιολόγησης των «σχεδίων νομοθετικών πράξεων» της Ένωσης. Από τις ρυθμίσεις των σχετικών Πρωτοκόλλων 9 συνάγεται ότι εν προκειμένω τα εθνικά κοινοβούλια δεν περιορίζονται στον έλεγχο των κυβερνήσεων, όπως αυτές εκπροσωπούνται δια του Συμβουλίου ή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στην ευρωενωσιακή διαδικασία. Ο ρόλος τους 7 Βλ. ά. 288 ΣυνθΛΕΕ, όπου στις εν γένει νομικές πράξεις της Ένωσης περιλαμβάνονται επίσης οι συστάσεις και οι γνώμες, οι οποίες δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. 8 Στην ανωτέρω διάταξη προβλέπεται ότι: «Πολίτες της Ένωσης, εφόσον συγκεντρωθεί αριθμός τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου, υπήκοοι σημαντικού αριθμού κρατών μελών, μπορούν να λαμβάνουν την πρωτοβουλία να καλούν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία οι εν λόγω πολίτες θεωρούν ότι απαιτείται νομική πράξη της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών». 9 Πρόκειται για τα Πρωτόκολλα «σχετικά με το ρόλο των εθνικών Κοινοβουλίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και «σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας».

αναβαθμίζεται, στο βαθμό που είναι αυτοτελής και ανεξάρτητος της εκάστοτε κυβέρνησης. Η αιτιολογημένη γνώμη τους επί της παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας μπορεί μάλιστα (υπό ποσοτικά κριτήρια και πάλι) να οδηγήσει στην επανεξέταση του σχεδίου της νομοθετικής πράξης. 10 Σε «νομοθετικό» επίπεδο, οι νομικές πράξεις θεσπίζονται με τη συνέργεια Συμβουλίου και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στο πλαίσιο άλλοτε της συνήθους και άλλοτε της ειδικής νομοθετικής διαδικασίας. 11 2.2. Τα επιμέρους θεματικά αντικείμενα Υπό το πρίσμα της ως άνω τριμερούς διάστασης της ευρωενωσιακής δικαστικής συνεργασίας, παρατηρούνται ειδικότερα τα εξής: α) Στα «νομοθετικά» όργανα της Ένωσης παρέχεται η ευχέρεια επιλογής των νομικών μέσων για τη λήψη μέτρων που αφορούν τη δικαστική συνεργασία υπό την ευρεία έννοια, δηλαδή τη θέσπιση κανόνων: ι) αμοιβαίας αναγνώρισης ποινικών αποφάσεων και διαταγών, ιι) πρόληψης και επίλυσης συγκρούσεων δικαιοδοσίας, ιιι) υποστήριξης κατάρτισης κρατικών λειτουργών και υπαλλήλων καθώς και ιv) διευκόλυνσης της συνεργασίας τους «κατά την άσκηση ποινικών διώξεων και εκτέλεση αποφάσεων» (: δεύτερο εδ. της παρ. 1 του ά. 82 ΣυνθΛΕΕ). Ακόμη δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί, αν ο Κανονισμός θ αποτελέσει το νομικό μέσο θεσμοθέτησης των ανωτέρω κανόνων. 12 Εν τούτοις, δεν μπορεί ν αμφισβητηθεί ότι η πρόβλεψη της σχετικής δυνατότητας σε συνδυασμό με την απουσία του «μηχανισμού εφεδρικής τροχοπέδης» 13 ή άλλως «της ρήτρας επείγουσας αναστολής» 14 (που προβλέπεται για την προσέγγιση των ουσιαστικών και ποινικών δικονομικών διατάξεων) καταδεικνύουν την ποιοτική εμβάθυνση της αρμοδιότητας της Ένωσης στα εν λόγω θεματικά αντικείμενα. 10 Βλ. τις σχετικές διατάξεις των παρ. 2 και 3 του ά. 7 του Πρωτοκόλλου για την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, όπου μάλιστα σε αντίθεση με τους λοιπούς τομείς της ευρωενωσιακής δικαιοθεσίας, στο πεδίο της δικαστικής (και αστυνομικής) συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις το σχέδιο επανεξετάζεται, εάν οι εν λόγω αιτιολογημένες γνώμες αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο των ψήφων που έχουν τα εθνικά κοινοβούλια. 11 Για τις εν λόγω διαδικασίες βλ. τις διατάξεις των ά. 294 επ.συνθλεε. 12 Όπως έλαβε χώρα, μετά τη Συνθήκη του Άμστερνταμ, στο πεδίο της «δικαστικής συνεργασίας σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις», βλ. σχετ. τον Κανονισμό (ΕΚ) 805/2004, ΕΕ L 143/1 επ. με την οποίο θεσμοθετήθηκε ο «ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος για τις μη αμφισβητούμενες αξιώσεις» και τον Κανονισμό (ΕΚ) 1896/2006, L 399/1 επ., με τον οποίο θεσπίστηκε μια κοινή «διαδικασία ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής». 13 Κατά τη διατύπωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην έκθεσή του επί της Συνθήκης της Λισαβώνας, Α6-0013/2008, σελ. 46. 14 Βλ. Καϊάφα-Γκμπάντι, ο.π., 2011, σελ. 61.

β) Όσον αφορά τη δεύτερη ως άνω διάσταση της ευρωενωσιακής δικαστικής συνεργασίας, κατ αρχάς πρέπει να σημειωθεί ότι αποκλειστικό νομικό μέσο για την προσέγγιση των ποινικών (δικονομικών και ουσιαστικών) κανόνων είναι η Οδηγία. Ιδιαιτέρως σημαντικές είναι οι ρυθμίσεις των ά. 82 παρ. 3 και 83 παρ. 3 ΣυνθΛΕΕ, όπου αποτυπώνεται η βούληση των κρατών μελών να διατηρήσουν -σ ένα βαθμό- τον έλεγχο της θέσπισης των σχετικών ευρωενωσιακών πράξεων. Ουσιαστικά φαίνεται μάλιστα να διατηρείται η αρχή της ομοφωνίας, αφού «όταν ένα μέλος του Συμβουλίου εκτιμά ότι σχέδιο οδηγίας [..] θίγει θεμελιώδεις πτυχές του συστήματός του ποινικής δικαιοσύνης, μπορεί να ζητήσει να υποβληθεί το θέμα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο». Στην προκείμενη αναστολή της νομοθετικής διαδικασίας τίθεται τέρμα, μόνον εφόσον επιτευχθεί συναίνεση στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Στην αντίθετη περίπτωση, παρέχεται η κρίσιμη για τους σκοπούς της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης- δυνατότητα προσφυγής στη διαδικασία της «ενισχυμένης συνεργασίας». Η πρόβλεψη της ως άνω αόριστης κατά περιεχόμενο- ρήτρας αναστολής εξυπηρετεί τα ίδια τα κράτη, καθόσον εναπόκειται αποκλειστικά στην κρίση του κάθε μέλους του Συμβουλίου να προσδιορίσει στο «προνομοθετικό» στάδιο- τις «θεμελιώδεις πτυχές του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης» που θίγονται από την εκάστοτε πρόταση Οδηγίας. Η θέσπιση «ελάχιστων κοινών κανόνων» στο πεδίο του ποινικού δικονομικού δικαίου εξυπηρετεί τη «διευκόλυνση» της αμοιβαίας αναγνώρισης και της αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις «που έχουν διασυνοριακές διαστάσεις». Η σχετική αρμοδιότητα της Ένωσης είναι μεν θεματικά προσδιορισμένη σε συγκεκριμένα ουσιώδη- «στοιχεία της ποινικής διαδικασίας». Η διεύρυνσή της είναι όμως δυνατή με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου και μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Ρητά διαλαμβάνεται ότι η θέσπιση των σχετικών κανόνων «δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας των προσώπων». Αντίθετα, ως προς τους ουσιαστικούς ποινικούς κανόνες παρατηρείται ότι η προσέγγισή τους εξυπηρετεί: Πρώτον, την (διεθνική) αντιμετώπιση της «ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση» (παρ. 1 ά. 83), όπου απαντά μια περιοριστική απαρίθμιση των

οικείων εγκληματικών συμπεριφορών, χωρίς όμως να αποκλείεται η διεύρυνση του σχετικού καταλόγου. Δεύτερον, την «εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής πολιτικής της Ένωσης, σε τομέα στον οποίο εφαρμόζονται μέτρα εναρμόνισης» (παρ. 2 ά. 83), εφόσον η εν λόγω προσέγγιση είναι «αναγκαία» για την επίτευξη του σκοπού αυτού. Είναι ευνόητο ότι με τη δεύτερη ως άνω ρύθμιση αποτυπώνεται στο πρωτογενές δίκαιο η νομολογία του ΔΕΕ (τότε ΔΕΚ) επί της ποινικής αρμοδιότητας της τότε Ευρωπαϊκής Κοινότητας σε τομείς πολιτικής, όπου προβλέπεται η λήψη μέτρων εναρμόνισης. 15 Πρόκειται για μια ποιοτική και ποσοτική εμβάθυνση της αρμοδιότητας της Ένωσης στο πεδίο του ουσιαστικού ποινικού δικαίου, η οποία απασχόλησε (και θα απασχολήσει) θεωρία και πράξη. 16 γ) Όσον αφορά τον συντονισμό στον τομέα της ποινικής δίωξης και έρευνας, παρατηρείται η θεσμοθέτηση ιδίων Οργάνων της Ένωσης. - Σημαντική είναι η ίδρυση της Εurojust 17, οι αρμοδιότητες της οποίας ενισχύονται πλέον σημαντικά (: ά. 85 ΣυνθΛΕΕ). Η θεσμική αναβάθμιση της Eurojust συνοδεύεται από την αντίστοιχη θεσμική αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση Κανονισμών, οι οποίοι θα «καθορίζουν τη δομή, τη λειτουργία, το πεδίο δράσης και τα καθήκοντά της», όπως επίσης και «τις πρακτικές ρυθμίσεις για τη συμμετοχή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των εθνικών κοινοβουλίων [..] στην αξιολόγηση των δραστηριοτήτων» της (ά. 15 Βλ. τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στις υποθέσεις C-176/03 της 13.9.2005 και C-440/05 της 23.10.2007, οι οποίες απασχόλησαν έντονα ιδίως την ποινική θεωρία, πρβλ., με περαιτέρω παραπομπές, Καϊάφα-Γκμπάντι, Νεότερες εξελίξεις του ποινικού δικαίου στην ΕΕ και δικαιοκρατικά ελλείμματα ΠΧρ ΝΣΤ 579 επ., Braum, Europäischer Strafgesetzgebung, Wistra 2006, 123, White, Harmonisation of Criminal Law under the first Pillar, ELRev 2006, σελ. 92 επ. 16 Το ζήτημα αυτό απασχόλησε ήδη το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο στην απόφασή του της 30.6.2009 για τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, BverfG, 2BvE 2-08, παρ. 361 επ. 17 Η Εurojust (: «Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας») ιδρύθηκε με απόφαση του Συμβουλίου, υλοποιώντας και πάλι- την πολιτική απόφαση που είχε λάβει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στη σύνοδό του στο Τάμπερε: Απόφαση 2002/187/ΔΕΥ, ΕΕ 2002 L 63/1επ. και σχετ. ν. 3663/2008. Της εν λόγω νομικής πράξης είχε προηγηθεί η απόφαση 2000/799/ΔΕΥ της 14.12.2000, με την οποία είχε ήδη συσταθεί η προσωρινή Μονάδα Pro-Eurojust που αποτέλεσε τον πρόδρομό της. Η εν λόγω Μονάδα αποτελεί Οργανισμό της Ένωσης με νομική προσωπικότητα κι έχει οργανωθεί με τη μορφή του «δικτύου». Ειδικότερα, συγκροτείται από εκπροσώπους-εθνικά μέλη, αποσπασμένα από κάθε κράτος μέλος, που έχουν την ιδιότητα του εισαγγελέα, του δικαστή ή ακόμη και του αξιωματικού της αστυνομίας. Ενεργεί δε είτε μέσω ενός ή περισσοτέρων εθνικών μελών είτε ως συλλογικό όργανο. Με νομική βάση την παρ. 2 του (τότε) άρθρου 31 ΣυνθΕΕ το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της έχει ήδη τροποποιηθεί με την απόφαση του Συμβουλίου 2009/426/ΔΕΥ, ΕΕ L 138, 4.6.2009.

85 ΣυνθΛΕΕ). Η επιλογή του Κανονισμού, ως μόνου νομικού μέσου, η διαδικασία λήψης της σχετικής απόφασης (:«συνήθης νομοθετική διαδικασία») και η απουσία «ρήτρας επείγουσας αναστολής» καταδεικνύουν την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδει η Ένωση στη λειτουργία ιδίων οργάνων στο πεδίο της ποινικής καταστολής για την ανάπτυξη του επίμαχου «χώρου». - Η ανωτέρω αντίληψη διαπνέει και τη θεσμική πρόβλεψη για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελικής Αρχής, η οποία θα είναι αρμόδια για τη δίωξη, ανάκριση και παραπομπή σε δίκη προσώπων που έχουν τελέσει εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (: ά. 86 ΣυνθΛΕΕ). Όμως, η ποιοτική διαφοροποίηση των «εξουσιών» της έναντι εκείνων της Eurojust, αποτέλεσε προδήλως τον παράγοντα καταφυγής σε μια «μικτή» λύση: Τον σχετικό Κανονισμό εκδίδει το Συμβούλιο «ομόφωνα μετά από έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου» και «σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία» (ά. 86 ΣυνθΛΕΕ). Πρόκειται για μια ιδιότυπη συνύπαρξη ενός «διακυβερνητικού» (: ομοφωνία του Συμβουλίου) κι ενός «ενοποιητικού» (: έκδοση Κανονισμού) στοιχείου στους κανόνες της σχετικής δικαιοθεσίας, που αντικατοπτρίζει έναν πολιτικό συμβιβασμό. Πάντως, σε περίπτωση μη επίτευξης ομοφωνίας στο Συμβούλιο και εν συνεχεία μη συμφωνίας στους κόλπους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αναγνωρίζεται η δυνατότητα καθιέρωσης «ενισχυμένης συνεργασίας». Η πρόταξη της ενοποιητικής συνιστώσας για την ποινική προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης αντανακλάται κυρίως στη διάταξη του ά. 325 ΣυνθΛΕΕ. Όμως οι δύο ως άνω διατάξεις, θ αποτελέσουν προδήλως πηγή προβλημάτων, στο βαθμό που όχι απλώς επιτρέπουν μία «νομοθέτηση» δύο ταχυτήτων, αλλά πρωτίστως προκαλούν σύγχυση σχετικά με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ του Συμβουλίου κατ ά. 86 ΣυνθΛΕΕ και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου κατ ά. 325 ΣυνθΛΕΕ. 18 18 Λ.χ. το «παραδεκτό των αποδείξεων» αποτελεί αντικείμενο «νομοθέτησης» τόσο για τους σκοπούς της παρ. 2 του ά. 82 ΣυνθΛΕΕ, μέσω Οδηγιών όσο και για τους σκοπούς της αποτελεσματικής δίωξης των εγκλημάτων σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης κατά την παρ. 3 του ά. 86 ΣυνθΛΕΕ, μέσω Κανονισμών. Πρβλ. σχετ. και Hecker, Europäisches Strafrecht 2010, σελ. 495 επ., Καϊάφα-Γκμπάντι, ο.π., σελ. 29 επ., Μυλωνόπουλου, ο.π., ΠΧρ ΞΑ σελ. 82, 83.

4. Οι αρμοδιότητες του ΔΕΕ Μετά τη Συνθήκη της Λισσαβώνας, στις ουσιώδεις θεσμικές μεταβολές των κανόνων λειτουργίας της ευρωενωσιακής δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις ιδιαίτερη θέση κατέχει η διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του ΔΕΕ. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι πλέον υποχρεωτική, αφού δεν συναρτάται προς κανενός είδους δήλωση αποδοχής από τα κράτη μέλη. Κατά τούτο, τα μέτρα που λαμβάνει η Ένωση στο πεδίο της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις υπάγονται πλέον σε όλα εκείνα τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που συνθέτουν το σύστημα δικαιοδοτικού ελέγχου της Ένωσης. Ειδικότερα: α) Σύμφωνα με τις διατάξεις των ά. 258-260 ΣυνθΛΕΕ, το ΔΕΕ έχει αρμοδιότητα να κρίνει επί προσφυγών ενός κράτους μέλους κατά άλλου κράτους μέλους ή της Επιτροπής κατά κράτους μέλους λόγω παραβίασης υποχρέωσης που απορρέει από τις Συνθήκες. Αντικείμενο της οικείας προσφυγής μπορεί να είναι κάθε παράβαση του πρωτογενούς και του παραγώγου ευρωενωσιακού δικαίου. Ως τέτοια παράβαση νοείται η μη «συμμόρφωση» των κρατικών οργάνων με τις επιταγές των Συνθηκών και των Κανονισμών, ιδίως δε η παράλειψη εμπρόθεσμης προσαρμογής της εθνικής νομοθεσίας προς τις διατάξεις μιας Οδηγίας. Όπως είναι ευνόητο, η κατά τις ως άνω διατάξεις- αναγνώριση της ενεργητικής νομιμοποίησης της Επιτροπής κατατείνει δραστικά πλέον- στην ανάπτυξη της «δεσμευτικότητας» λ.χ. μιας Οδηγίας που θεσπίζεται κατ ά. 82 παρ. 2 ή 83 ΣυνθΛΕΕ εντός της εσωτερικής έννομης τάξης. Το ΔΕΕ θα κληθεί μάλιστα ν αποσαφηνίσει κρίσιμα ζητήματα που συνάπτονται με το κανονιστικό περιεχόμενο της Οδηγίας και τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του εσωτερικού νομοθέτη κατά την ενσωμάτωσή της. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του ά. 260 ΣυνθΛΕΕ, σε περίπτωση καταδικαστικής απόφασης, το κράτος μέλος «οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της απόφασης του Δικαστηρίου». Η μη συμμόρφωσή του προς την απόφαση αυτή μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή «κατ αποκοπήν ποσού ή χρηματικής ποινής», κατόπιν σχετικής νέας προσφυγής της Επιτροπής. Ευθέως την επιβολή ανάλογης κύρωσης διατάσσει το ΔΕΕ στην περίπτωση

προσφυγής της Επιτροπής κατά κράτους μέλους για παραβίαση της υποχρέωσής του «να ανακοινώσει τα μέτρα μεταφοράς μιας οδηγίας» (παρ. 3 του ά. 260 ΣυνθΛΕΕ). β) Ιδιαιτέρως σημαντικές είναι οι ρυθμίσεις του ά. 263 ΣυνθΛΕΕ σχετικά με τη δικαιοδοσία του ΔΕΕ επί του ελέγχου νομιμότητας «των νομοθετικών πράξεων, των πράξεων του Συμβουλίου και της Επιτροπής», των «πράξεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων» καθώς και των «πράξεων των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων», κατόπιν άσκησης σχετικής «προσφυγής» εντός αποκλειστικά καθοριζόμενης προθεσμίας. Κατά γενική παραδοχή, με την ανωτέρω διεύρυνση των ελεγκτέων πράξεων, όπως και των ορίων της ενεργητικής νομιμοποίησης για την άσκηση της εν λόγω αίτησης ακύρωσης, ενισχύεται ουσιωδώς το σύστημα δικαστικής προστασίας εντός της ευρωνωσιακής έννομης τάξης. Τούτο έχει ιδιαίτερη σημασία εν προκειμένω, αφού σε αίτηση ακύρωσης υπάγονται όχι μόνον οι Κανονισμοί ή οι Οδηγίες που θεσπίζονται δυνάμει των ά. 82 επ. ΣυνθΛΕΕ, αλλά και εκείνες οι πράξεις των οργάνων της Ένωσης, όπως λ.χ. της Eurojust που δεν παράγουν αμέσως έννομα αποτελέσματα, αλλά «προορίζονται» να μεταβάλλουν την έννομη κατάσταση φυσικών ή νομικών προσώπων. Ειδικότερα, κατά την παρ. 2 του ά. 263 ΣυνθΛΕΕ νομιμοποιούνται κατ αρχάς σε άσκηση αίτησης ακύρωσης των ανωτέρω πράξεων κάθε κράτος μέλος 19, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Επιτροπή. Η αναγνώριση του δικαιώματος ατομικής προσφυγής στην παρ. 4 του ά. 263 ΣυνθΛΕΕ θεωρείται μεν ως η σημαντικότερη αλλαγή στο ευρωενωσιακό σύστημα δικαστικής προστασίας. Προσβαλλόμενες όμως πράξεις είναι μόνον εκείνες, των οποίων το φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι «αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά», καθώς και οι κανονιστικές πράξεις «που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα». Έτσι, όπως ευλόγως επισημαίνεται, παρά τη διεύρυνση 19 Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι δια του κράτους μέλους κάθε εθνικό κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την ακύρωση κάθε νομοθετικής πράξης της Ένωσης «λόγω παραβίασης της αρχής της επικουρικότητας», σύμφωνα με τη διάταξη του ά. 8 του οικείου Πρωτοκόλλου, βλ. σχετ. Σκουρή, Ευρωπαίων Πολιτεία 2008, σελ. 135, 136.

της σχετικής δυνατότητας των φυσικών ή νομικών προσώπων, «παραμένει ανοιχτό» το «ακριβές περιεχόμενο των δυνάμενων να προσβληθούν κανονιστικών πράξεων». 20 γ) Καταλυτικής σημασίας για τη συνοχή του δικαίου, είναι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, κατ ά. 267 ΣυνθΛΕΕ. Η διαδικασία αυτή καθίσταται πλέον υποχρεωτική για τα δικαστήρια των κρατών μελών, οι αποφάσεις των οποίων «δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου», όταν, κατά την εκδίκαση της συγκεκριμένης (εθνικής ποινικής) υπόθεσης, ανακύπτει ζήτημα επί της «ερμηνείας των Συνθηκών» ή επί του «κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων και οργανισμών της Ένωσης». Αντίθετα, η ανωτέρω υποχρέωση είναι δυνητική στους κατώτερους βαθμούς δικαιοδοσίας κι εφόσον το εθνικό (ποινικό) δικαστήριο κρίνει ότι «απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης». Μάλιστα, σε περίπτωση προδικαστικού ερωτήματος για το κύρος λ.χ. μιας Οδηγίας κατ ά. 82 παρ. 2 και 83 ΣυνθΛΕΕ ή ενός Κανονισμού κατ ά. 82 παρ. 1 και 86 ΣυνθΛΕΕ, όπως επίσης και για την ερμηνεία διατάξεων των Συνθηκών, το ΔΕΕ θα κληθεί και πάλι- να κρίνει επί ζητημάτων που εμφανίζουν έναν «συνταγματικό χαρακτήρα». Για παράδειγμα, το ΔΕΕ θα κληθεί -κατά τη γνώμη μου- ν αποφανθεί και για το αν «συνεκτιμήθηκαν οι διαφορές μεταξύ των νομικών συστημάτων και παραδόσεων των κρατών μελών», μετά τη θέσπιση κοινών ελάχιστων κανόνων, κατ ά. 82 παρ. 2 ΣυνλΕΕ. Ενόψει των ήδη εκδοθεισών Οδηγιών, ασφαλώς αναμένεται, αν το Δικαστήριο, κατά τη συλλογιστική που θα ακολουθήσει για την ερμηνεία της διάταξης αυτής, θα σταθμίσει δεόντως τα εκατέρωθεν συμφέροντα, δηλαδή αφενός τις «εθνικές θεμελιώδεις ιδιαιτερότητες» του ποινικού συστήματος, αφετέρου τις «διεθνικές αναγκαιότητες» του χώρου ελευθερίας ασφάλειας και δικαιοσύνης. Πάντως, τις ιδιαιτερότητες της ποινικής δίκης, και ιδίως το δικαίωμα προσωπικής ελευθερίας του προσώπου που κρατείται σε σωφρονιστικό ίδρυμα, έλαβαν υπόψη τους οι συντάκτες της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Στο τελευταίο εδάφιο του ά. 267 ΣυνθΛΕΕ προβλέπεται ότι, όταν η 20 Σκουρής, ο.π., Ευρωπαίων Πολιτεία 2008, σελ. 133. Βλ. και Ρ.-Ε Παπαδοπούλου, 2011, σελ. 61, η οποία ορθά υποστηρίζει ότι πάντως στις εν λόγω πράξεις εντάσσονται εκείνες, με τις οποίες προβλέπεται η επιβολή ειδικών μέτρων σε βάρος συγκεκριμένων φυσικών ή νομικών προσώπων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, σύμφωνα με τη διάταξη του ά. 75 ΣυνθΛΕΕ.

εκκρεμής υπόθεση «αφορά πρόσωπο υπό κράτηση, το Δικαστήριο αποφαίνεται το συντομότερο δυνατόν». Ήδη ισχύει, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον οικείο Κανονισμό του Δικαστηρίου, η «επείγουσα διαδικασία προδικαστικής παραπομπής». δ) Στην κατά ως άνω πλήρη δικαιοδοτική αρμοδιότητα του ΔΕΕ απαντά μια εξαίρεση: το Δικαστήριο «δεν είναι αρμόδιο να ελέγχει το κύρος ή την αναλογικότητα επιχειρησιακών δράσεων της αστυνομίας ή άλλων υπηρεσιών επιβολής του νόμου ενός κράτους μέλους, ούτε να αποφαίνεται για την άσκηση των ευθυνών που φέρουν τα κράτη μέλη για την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας» (ά. 276 ΣυνθΛΕΕ). Πρόκειται για έκφραση της προβλεπόμενης στη διάταξη του ά. 72 ΣυνθΛΕΕ επιφύλαξης υπέρ των κρατών στον ανωτέρω τομέα.