Α1. ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 22 ΜΑΪΟΥ 2013 ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ Τρία χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού Ροµαντισµού από τα οποία επηρεάστηκε ο Σολωµός, είναι το µεταφυσικό στοιχείο, η αγάπη για την πατρίδα και η εξιδανίκευση του έρωτα. Αρχικά, το µεταφυσικό στοιχείο γίνεται εµφανές στο δοθέν απόσπασµα µε την εµφάνιση του «ήχου» που άρχισε ξαφνικά να ακούγεται και συνεπήρε το ναυαγό, ο οποίος κολυµπούσε για να φτάσει στη στεριά. Αυτός ο «ήχος» νοείται όχι απλώς ως ήχος ή φωνή, αλλά ως µουσικός ήχος, µουσική, µελωδία, αφού η σύγκρισή του γίνεται µε το τραγούδι ενός κοριτσιού στίχοι 25-28: «εν είν αηδόνι... γλυκάδα» και µε τη µουσική του σουραυλιού στίχος 35-36: «εν είν φιαµπόλι... πόνος». Αυτός ο σαγηνευτικός ήχος λοιπόν, ο «γλυκήτατος ήχος», τραβούσε την προσοχή του ναυαγού και τον επηρέαζε, ώστε να κάνει νωθρό και αργό το κολύµπηµά του. Η επίδραση του παναρµόνιου αυτού ήχου ήταν καταλυτική καθώς η έλξη που ασκούσε στην ψυχή του ναυαγού ήταν ακατανίκητη. Πιο συγκεκριµένα, παρουσιάζεται ο ήχος να αδράχνει όλη την ψυχή του ναυαγού, να σκλαβώνει όλο του το είναι, στίχος 51: «Μ άδραχνεν όλην την ψυχήν... ηµπόρει», ώστε αυτός να µην µπορεί να προσηλωθεί σε όσα είχε καθήκον να κάνει εκείνες τις δύσκολες στιγµές, δηλαδή δεν είχε µυαλό να σκεφτεί τον ουρανό που έστελνε τις καταιγίδες, τη θάλασσα, µε την οποία ήταν αναγκασµένος να παλέψει, την ακρογιαλιά, όπου έπρεπε να φτάσει και την κόρη, που είχε χρέος να τη σώσει. Τα παραπάνω παρατίθενται στο στίχο 52: «Ο ουρανός... κόρη». Τόσο πολύ είχε κυριεύσει η µαγεία του ήχου το ναυαγό, ώστε όσο τον άκουγε, πολλές φορές εκείνος τον έκανε
να επιδιώξει να βρει έναν τρόπο, στίχος 53: «Με έδραχνε... ν αναζητήσω», για να αποχωριστεί τη σάρκα του κι έτσι η ψυχή του ελεύθερη να πάει κοντά στον ήχο και να τον ακολουθήσει, στίχος 54: «Τη σάρκα µου... ακλουθήσω». Αυτό πιο απλά σηµαίνει ότι ήθελε να πεθάνει, ώστε να ακολουθήσει σε κάποιον ιδεατό χώρο τον απόκοσµο και µαγευτικό ήχο. Το δεύτερο χαρακτηριστικό του Ευρωπαϊκού Ροµαντισµού που είναι η αγάπη για την πατρίδα εντοπίζεται στους στίχους 39-42. Ο Κρητικός άκουγε το κελάηδηµα του αηδονιού στον Ψηλορείτη, όπου τον οδηγούσε ο πόνος, στίχος 36 «Στον Ψηλορείτη... πόνος». ιαβάζοντας αυτόν τον στίχο µένουµε µε µια απορία: τί είναι αυτό που τον έκανε να πονά; Η απορία όµως ξεδιαλύνεται στους στίχους 39 και εξής. Αυτό που τον τάραζε ως τα βάθη της ψυχής ήταν η σκλαβιά της πατρίδας του. Κι εκεί, στο πλαίσιο της συγκινησιακής φόρτισης που του δηµιουργούσε η µουσική από το σουραύλι, προσφωνούσε φωναχτά τη θεϊκιά µατωµένη Πατρίδα του και καθώς τη φανταζόταν ζωντανή κοντά του, άπλωνε προς το µέρος της τα χέρια του κλαίγοντας για τη σκλαβιά της αλλά περήφανος γι αυτή, στίχοι39-41: «Κι ετάραζε τα σπλάχνα µου... καµάρι». Και ο αφηγητής κλείνει το θέµα για την Πατρίδα µε µια σκέψη, στην οποία εκφράζεται η αξία της και υποδηλώνεται η αγάπη του γι αυτήν. Ότι τα εδάφη και το τοπίο της είναι καλά και αγαπητά και ας είναι όλο πέτρα και η βλάστηση της είναι καλή και αγαπητή, έστω κι αν είναι λιγοστή και φτωχή, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στο στίχο 42: «Καλή ν η µαύρη πέτρα... χορτάρι». Ας µη ξεχνάµε ότι την εποχή κατά την οποία γράφτηκε το έργο (1833-1834) η ιδιαίτερη πατρίδα του αφηγητή, η Κρήτη, όπως και πολλές άλλες περιοχές του Ελληνισµού βρίσκονταν κάτω από το ζυγό της σκλαβιάς. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ότι για τον στίχο 40: «Κι εφώναζα:... Πατρίδα» ο Ι.Μ Παναγιωτόπουλος δηλώνει µε πατριωτική έξαρση ότι πρόκειται για τον εθνικότερο, τον πατριωτικότερο δεκαπεντασύλλαβο που υπάρχει στη νεότερη ποίησή µας. Το τρίτο στοιχείο του Ευρωπαϊκού Ροµαντισµού είναι η εξιδανίκευση του έρωτα. Το στοιχείο αυτό εµφανίζεται στο δοθέν απόσπασµα στο στίχο 50 : «Μόλις είν έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος». Πρόκειται για τον πάναγνο έρωτα που κυρίευσε την Ψυχή του Κρητικού για την αγαπηµένη του. Ο έρωτας του Κρητικού για την αρραβωνιαστικιά του είναι αυτός που του επέτρεψε να ρίξει µια ελάχιστη µατιά στην αιωνιότητα σύµφωνα µε τον Π. Μάκριτζ. Επιπλέον, το ερωτικό στοιχείο εντοπίζεται και στο σηµείο που συγκρίνεται ο ήχος µε το ερωτικό τραγούδι ενός κοριτσιού δίνοντας
υψηλό λυρισµό στους στίχους 25-28: «εν είναι κορασιάς φωνή... λιγάει». Μια κορασιά λοιπόν ακούγεται να τραγουδάει τον κρυφό έρωτά της µέσα σε ένα φουντωµένο δάσος την ώρα του δειλινού, τότε που ανατέλλει η σελήνη και λέει το τραγούδι της στη βρύση, στο δέντρο που λυγίζει ελαφρά και στο λουλούδι που ανοίγει. Ο µαγευτικός ήχος που άκουγε ο ναυαγός έµοιαζε µε αυτό το έξοχο ερωτικό τραγούδι, αλλά δεν ήταν αυτό. Β1. Ένα από τα βασικά θέµατα της Επτανησιακής Σχολής είναι η φύση, της οποίας η παρουσία είναι έκδηλη και στον Κρητικό. Στο παραπάνω απόσπασµα αναφέρονται πληθωρικά στοιχεία της φύσης κατά την ανάπτυξη όλου του θέµατος της ανεκλάλητης µουσικής. Πιο συγκεκριµένα στους στίχους 23-28: «Αλλά το πλέξιµ άργουνε... και λυγάει» κάνει την εµφάνισή της µια εικόνα στην οποία είναι πληθωρική η παρουσία της φύσης µέσα σε ένα ειδυλλιακό περιβάλλον όπου ακούγεται το τραγούδι της κορασιάς µέσα σε «φουντωµένο δάσος», η σελήνη προβάλλει και τα νερά θολώνουν, η κορασιά τραγουδάει τον κρυφό της έρωτα στη βρύση, το δέντρο στο άκουσµα του τραγουδιού λυγίζει ελαφρά και το λουλούδι ανοίγει. Η εικόνα µε την οποία παρουσιάζεται το τραγούδι έχει στοιχεία οπτικά όπως είναι τα δάση, το άστρο, τα νερά που θολώνουν, επιπλεόν στοιχεία ακουστικά, τη φωνή της κορασιάς-τραγουδάει, οσφρητικά το λουλούδι που ανοίγει καθώς επίσης υπάρχει και το στοιχείο της κίνησης στο δέντρο που λυγίζει. Η υποβλητικότητα του τοπίου είναι κατάφωρη µε την ανατολή της σελήνης, τα θολά νερά και την ώρα του δειλινού. Εν συνεχεία, στους στίχους 35-43: «εν είν φαµπιόλι το γλυκό... δεν ειναι να ταιριάζει» είναι φανερή η παρουσία της φύσης µέσα στο πάµφωτο περιβάλλον, όπου αναφέρονται ο Ψηλορείτης, ο ήλιος, τα βουνά, τα πέλαγα κι οι κάµποι. Πιο συγκεκριµένα, ο αφηγητής παρουσιάζει τον ήχο του σουραυλιού να ακούγεται στον Ψηλορείτη περιβάλλοντας και πάλι την αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του, καθώς ο ήλιος έλαµπε στο καταµεσήµερο φωτίζοντας τα βουνά, τα πέλαγα και τους κάµπους, που έµοιαζαν σαν να γελούσαν κάτω απο το δυνατό του φως. Μέσα σ αυτήν την εικόνα ο αφηγητής βάζει και τον εαυτό του και µάλιστα ως προνοµιούχο µοναδικό ακροατή της µουσικής του σουραυλιού.
Β2 Ο κρητικός είναι ποίηµα λυρικό αφού ο ποιητής µέσω του αφηγητή εξωτερικεύει τον εσωτερικό του κόσµο όπως σκέψεις, απόψεις, συναισθήµατα, µε τη χρήση µάλιστα πλούσιων και εντυπωσιακών εκφραστικών µέσων µεταρσιώνοντας συχνά τον αναγνώστη σε σφαίρες ιδεαλιστικές. Στους στίχους 29-34: «εν είν αηδόνι... από τα χέρια» η αποφατική παροµοίωση, το κελάηδηµα του κρητικού αηδονιού, δίνεται µε µια εικόνα όχι αυτή τη φορά του δειλινού αλλά της νύχτας µε µια ολονύχτια εικόνα. Το κρητικό λοιπόν αηδόνι τραγουδάει ψηλά στους βράχους, όπου έχει και τη φωλιά του, όλη τη νύχτα και η γλυκύτατη λαλιά του ακούγεται ως πέρα στη θάλασσα και στην πεδιάδα. Κι όταν στο τέλος της νύχτας ήρθε η αυγή, άκουσε κι αυτή το κελάηδηµα και έχασε το ρόδινο χρώµα της από τη µαγεία που ένιωσε. Αυτή η γοητεία του κελαηδήµατος του αηδονιού αποδίδεται µε σχήµατα λόγου που είναι τα ακόλουθα. Αρχικά, στο στίχο 31 εντοπίζουµε τη µεταφορά «γλυκάδα» (του κελαηδήµατος) θέλωντας να τονίσει ο αφηγητής το πόσο γλυκό και µαγευτικό ήταν το κελάηδηµα του αηδονιού. Στον ίδιο στίχο υπάρχει και το στοιχείο της υπερβολής «κι αντιβουίζει...» καθώς θέλει να δείξει ότι το τραγούδι του αηδονιού αντιβουίζει πολύ µακριά. Είναι δηλαδή τόσο διαπεραστική η έντασή του που φτάνει ως πέρα στη θάλασσα και στα βουνά. Χαρακτηριστική, επίσης, είναι η χρήση του δραµατικού ενεστώτα στο στίχο 34: «Κι ακούει... και πέφτουν...» ο οποίος παριστάνει το κελάηδηµα να ακούγεται εκείνη τη στιγµή, την ώρα της αφήγησης. Τέλος, στον ίδιο στίχο προσωποποιείται η αυγή, η οποία στο άκουσµα του κρητικού αηδονιού σαστίζει και της πέφτουν τα ρόδα από τα χέρια. Το ρόδινο φως της ανατολής την ώρα της αυγής παριστάνεται µε ρόδα (τριαντάφυλλα), που τα κρατάει η προσωποποιηµένη αυγή στα χέρια της. Αυτή η εικόνα παραπέµπει στη «ροδοδάχτυλη Ηώ» του Οµήρου. Γ1 Ο ναυαγός µετά το σταµάτηµα του ήχου στρέφει και πάλι το ενδιαφέρον του στη σωτηρία της αγαπηµένης του. Από το σηµείο αυτό ως τη στιγµή που φθάνει στη
στεριά παρατηρείται αφηγηµατικό κενό. ε µας πληροφορεί ο αφηγητής τί ακριβώς συνέβη σ αυτό το χρονικό διάστηµα, προφανώς επειδή δεν υπάρχει τίποτε σηµαντικό και ενδιαφέρον υποθέτουµε ότι κολυµπούσε µε κόπο µεταφέροντας την αγαπηµένη του. Ο ναυαγός, λοιπόν, φτάνει στη στεριά, όπου αποθέτει την κόρη και µάλιστα µε χαρά, επειδή κατάφερε να την πάει στο ασφαλές µέρος σώα. Η σκηνή παρουσιάζεται παραστατικά µε τους δραµατικούς ενεστώτες «φθάνω», «απιθώνω». Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αφηγητής δίνει σηµασία στη σωτηρία της αγαπηµένηςς του και όχι στη δική του αυτό φαίνεται από τη σύνταξη του ρήµατος «φθάνω» που χρησιµοποιείται ως µεταβατικό. Όµως ύστερα από τη χαρά, στο δεύτερο ηµιστίχιο του τελευταίου στίχου, µε µιαν έντονη αντίθεση «χαρά», «πεθαµένη» ( ο και εδώ είναι αντιθετικός) έρχεται αιφνιδιαστικά η ανατροπή. Η αγαπηµένη ήταν νεκρή και εποµένως πήγε στα χαµένα όλη η προσπάθεια για τη σωτηρία της. Έτσι, ύστερα από το ξεκλήρισµα όλων των µελών της οικογένειας του Κρητικού, τώρα αυτός έχασε και την αγαπηµένη του κι έχει µείνει παντέρηµος στον κόσµο, χωρίς οικογένεια, χωρίς αγαπηµένα πρόσωπα, χωρίς πατρίδα. Η αφήγηση τελειώνει απότοµα µαζί µε το ποίηµα, µε λιτότητα και χωρίς θρήνους για το θάνατο της κόρης, αφού ο αφηγητής µας έχει ήδη γνωρίσει ότι η αγαπηµένη του βρίσκεται στον Παράδεισο, όπου θα σµίξουν, για να ζήσουν µαζί στην αιωνιότητα. Εποµένως, είναι περιττά τα περισσότερα λόγια. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ότι το ποίηµα αρχίζει µε το «ακρογιάλι», που βρισκόταν ακόµη µακριά αλλά και στο τέλος γίνεται λόγος πάλι για το ακρογιάλι. Άρα η αφήγηση είναι κυκλική. (σχήµα κύκλου) 1 Το ποίηµα "Ο Κρητικός" του. Σολωµού και το απόσπασµα από τη νουβέλα του Λαπαθιώτη "Κάπου περνούσε µια φωνή" παρουσιάζουν οµοιότητες όπως επίσης και διαφορές. Πρωταρχικά, και στα δυο αποσπάσµατα κυριαρχεί η παρουσία ενός ήχου ο οποίος εξαπλώνεται και κατακλύζει τα πάντα. Πιο συγκεκριµένα αυτό γίνεται φανερό στο απόσπασµα του Κρητικού στο στίχο 25: «εν είναι κορασιάς φωνή...» καθώς δεν είναι τραγούδι κοριτσιού ούτε αηδόνι κρητικό στο στίχο 29: «εν είν αηδόνι... λαλιά του», ούτε σουραύλι στο στίχο 35: «εν είν φιαµπόλι... µόνος». Είναι ένας ήχος
ανεκλάληλος, υπεκόσµιος, παναρµόνιος, γλυκός και µαγικός που συνεπαίρνει τον Κρητικό ναυαγό και τον αποπροσανατολίζει από το στόχο του που είναι η σωτηρία της αγαπηµένης του. Παράλληλα στο απόσπασµα του Λαπαθιώτη κάνει την εµφάνιση της µια µελωδία σιγανή η οποία απλώθηκε κι έγινε δυνατή και γλυκιά και σκέπασε τις άλλες, έµεινε µόνη, κυρίαρχη, γεµίζοντας τη γη και τον ουρανό, το µυαλό και την καρδιά της. Επιπροσθέτως, και στα δυο αποσπάσµατα είναι έκδηλη η παρουσία της φύσης. Στον Κρητικό στους στίχους 25-28 είναι πληθωρική η παρουσία της φύσης µέσα στο ειδυλλιακό περιβάλλον, συγκεκριµένα σε ένα φουντωµένο δάσος την ώρα του δειλινού, όπου µια κοπέλα τραγουδάει ερωτικό τραγούδι στη βρύση την ώρα που ανατέλλει η σελήνη. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι 25: «εν είναι κορασιάς φωνή στα δάση που φουντώνουν» και 26: «Και βγαίνει τ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν». Οµοίως στο απόσπασµα του Λαπαθιώτη πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η φύση καθώς η Ρηνούλα εµφανίζεται να περπατά µέσα στην πρασινάδα, σε ένα δάσος, µεγάλο, γαλανό, µε ένα πλήθος άγνωστα και αλλόκοτα λουλούδια. Η φύση λοιπόν στην περίπτωση του Κρητικού και στο όνειρο της Ρηνούλας είναι ο βασικός αρµός πάνω στον οποίο στηρίζονται ο Σολωµός και ο Λαπαθιώτης αντίστοιχα. Ολοκληρώνοντας, τόσο στον Κρητικό όσο και στον Λαπαθιώτη θεωρείται ως βασική οµοιότητα η επίδραση του ήχου στις ψυχές των δυο ηρώων και η πρόκληση έντονων συναισθηµάτων στην ψυχή τους. Στον Κρητικό η επίδραση του ήχου είναι καταλυτική καθώς η ακατανίκητη έλξη που ασκούσε στην ψυχή του ναυαγού σκλάβωσε όλο του το είναι, στίχος 51: «Μ άδραχνεν όλην την ψυχή και νά µπει δεν ηµπόρει». Αυτός ο απόκοσµος ήχος είχε συναρπάσει τόσο το ναυαγό ώστε πολλές φορές τον έκανε να επιδιώξει να βρει έναν τρόπο για να αποχωριστεί τη σάρκα του κι έτσι η ψυχή του ελεύθερη να πάει κοντά στον ήχο και να τον ακολουθήσει όπως χαρακτηριστικά δηλώνεται στους στίχους 53-54: «Μ άδραχνε και µ έκανε συχνά ν αναζητήσω τη σάρκα µου και να χωριστώ για να τον ακολουθήσω». Το ίδιο καταλυτική είναι και η επίδραση της µελωδίας που ακούει η Ρηνούλα στο απόσπασµα του Λαπαθιώτη καθώς ακούγωντας την αρχικά σιγανή στη συνέχεια απλώθηκε γλυκιά και δυνατή σε κάτι οικείο, µια φωνή γνώριµη και µάλιστα αποδίδεται στη φωνή του Σωτήρη. Η φωνή αυτή έµοιαζε µε χάδι τρυφερό και απόκοσµο, το οποίο χάδι έλιωνε τη ψυχή της
βαθιά, σαν το κερί. Το σύναισθηµα ήταν τόσο πρωτόγνωρο που την έκανε να πιστέψει ότι είχε φτάσει πια στον παράδεισο. Ωστόσο, παρ όλες τις οµοιότητες εντοπίζονται και διαφορές στα δύο αποσπάσµατα. Αρχικά, στον Κρητικό ο ήρωας είναι ένας άντρας ναυαγός, ο οποίος βρίσκεται σε χώρο ανοιχτό, στη φουρτουνιασµένη θάλασσα, αντιµέτωπος µε ένα επικίνδυνο καιρικό φαινόµενο. Από την άλλη στο απόσπασµα του Λαπαθιώτη πρωταγωνίστρια είναι η Ρηνούλα, µια κοπέλα, η οποία βρίσκεται ασφαλής σε χώρο κλειστό, στο σπίτι της. Τέλος, αξίζει να σηµειωθεί ότι στο ποίηµα του Σολώµου ο ήχος που ακούει ο Κρητικός είναι άγνωστης προέλευσης, απόκοσµος και χωρίς λόγια σε αντίθεση µε τον ήχο που ακούει η Ρηνούλα, ήχος - µελωδία, η οποία µελωδία τελικά είναι φωνή και µάλιστα γνώριµη, οικεία. Η φωνή αυτή περιέχει λόγια, είναι φωνή γνωστή, είναι η φωνή του Σωτήρη. Επιµέλεια : Γιόρτσιου Χρυσάνθη Ιστορικός