Σταύρος Μαµαλούκος Η συµβίωση µε την κληρονοµιά µας : Επεµβάσεις για την αναβίωση ιστορικών κτηρίων µε σεβασµό στην αυθεντικότητά τους Εισήγηση στη ιηµερίδα «Προστασία µνηµείων και ιστορικών συνόλων: Η περίπτωση της Κέρκυρας» Κέρκυρα, Ιόνιος Ακαδηµία, 22-24 Φεβρουαρίου 2008 1
Ξεκινώντας µιαν εισήγηση µε θέµα σχετικό µε την προστασία του δοµηµένου περιβάλλοντος στην Ελλάδα οφείλει κανείς, όσο και αν κινδυνεύει αφ ενός να πει πράγµατα γνωστά και χιλιοειπωµένα και αφ ετέρου να «ξύνει πληγές που πονούν», να κάνει ορισµένες γενικές διαπιστώσεις. Η ανεπανόρθωτη καταστροφή κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων ενός τεράστιου τµήµατος της αρχιτεκτονικής κληρονοµιάς της χώρας, όπως, εξάλλου και σηµαντικού µέρους του φυσικού της περιβάλλοντος, είναι, δυστυχώς, γεγονός αναµφισβήτητο. Η καταστροφή, η οποία αφορά τόσο τα µεµονωµένα ιστορικά κτήρια όσο και την κληρονοµιά µας ως σύνολο, συντελείται µε δύο τρόπους : Ο πρώτος, η κατεδάφιση, είναι ευθύς, ξεκάθαρος και από παλιά από τις πρώτες µεταπολεµικές δεκαετίες γνωστός και δοκιµασµένος. Με την κατεδάφιση έχουν αφανισθεί και εξακολουθούν να αφανίζονται δευτερευούσης σηµασίας ιστορικά κτήρια αλλά, πολύ συχνά, ακόµη και σηµαντικά µνηµεία προκειµένου να αντικατασταθούν µε νέα στα πλαίσια της «αξιοποίησης» των οικοπέδων τους, σύµφωνα µε τις δυνατότητες που δίνει ο Γενικός αλλά και ειδικοί Οικοδοµικοί Κανονισµοί, από τις οποίες έχουν ήδη ωφεληθεί οι γείτονες, ή προκειµένου να «ανοίξει ο τόπος» «προς όφελος του κοινωνικού συνόλου» εν γένει ή ενός κάποτε µάλιστα πολύ µικρού τµήµατός του. Σε επίπεδο συνόλων, όπως λ.χ. οι οικισµοί ή τα µοναστήρια, η κατεδάφιση και αντικατάσταση παλαιών κτηρίων µε νέα, κατά διάφορους τρόπους ασυµβίβαστα µε τον ιστορικό χαρακτήρα των συνόλων, καθώς και οι κάθε είδους µικροεπεµβάσεις και προσθήκες οδηγούν στην, κάποτε τραγική, συνολική αλλοίωση της γενικής µορφής. Στις περιπτώσεις αυτές ακόµη και αν µέσα στα σύνολα διασώζονται σηµαντικά µνηµεία, αυτά διατηρούνται εγκλωβισµένα σε ένα συχνά κυριολεκτικά άθλιο και εντελώς απαράδεκτο περιβάλλον. Η συνειδητοποίηση της καταστροφής που µεµονωµένα µνηµεία και ιστορικά σύνολα είχαν υποστεί από την εντελώς ανεξέλεγκτη ανοικοδόµηση των δεκαετιών του 1950 και του 1960 οδήγησαν µετά τη Μεταπολίτευση του 1974 την Πολιτεία να λάβει µέτρα στα πλαίσια µιας προσπάθειας ανακοπής του κακού. Ένας απολογισµός αυτής της προσπάθειας σήµερα είναι, φοβούµαι, εντελώς αποκαρδιωτικός. Σε πολεοδοµικό επίπεδο τα αποτελέσµατα είναι εξαιρετικά φτωχά. ιάφορες πολεοδοµικές και ρυθµιστικές µελέτες για συγκεκριµένους οικισµούς ή περιφέρειες δεν απέδωσαν καρπούς ανάλογους µε τη σηµασία και την αξία τους, κυρίως εξ αιτίας της ελλιπούς εφαρµογής τους. Η περίφηµη «Επιχείρηση Πολεοδοµικής Ανασυγκρό- 2
τησης», η οποία ξεκίνησε επί υπουργίας Αντώνη Τρίτση και ήταν, κατά τη γνώµη µου, η τελευταία ευκαιρία να αναδιοργανωθούν οι ελληνικές πόλεις, εξασφαλίζοντας σε κάποιο βαθµό και την προστασία της αρχιτεκτονικής µας κληρονοµιάς, ελάχιστα πράγµατα απέδωσε, αν δεν απέτυχε τελείως, παρά τις φιλότιµες προσπάθειες αρκετών από τους µελετητές που ανέλαβαν τις σχετικές µελέτες : Σε πολλές περιπτώσεις ως «ιστορικά κέντρα» χαρακτηρίσθηκαν κατά τρόπο αυθαίρετο τµήµατα µόνο των πραγµατικών ιστορικών κέντρων των πόλεων, ενώ οι όροι δόµησης που θεσπίσθηκαν συχνά δεν εξασφάλιζαν όχι µόνο την πραγµατική προστασία των παλαιών κτηρίων των ιστορικών κέντρων αλλά ούτε καν τη διαφύλαξη του πολεοδοµικού τους χαρακτήρα. Επί πλέον, όπως ήταν αναµενόµενο για τα ελληνικά δεδοµένα, οι µελέτες, οι οποίες, παρά τις όποιες αδυναµίες τους, είχαν και σηµαντικές αρετές, σε µεγάλο βαθµό δεν εφαρµόσθηκαν. Σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασµού η θέσπιση ειδικών κατά τόπους όρων δόµησης και η προώθηση της κατασκευής τυποποιηµένων ανά περιοχές κτηρίων, που στις περισσότερες περιπτώσεις οδηγεί στην παραγωγή κακεκτύπων διαφόρων αρχιτεκτονικών ιδιωµάτων τα οποία δηµιουργήθηκαν σε συγκεκριµένο τόπο, σε δεδοµένο χρόνο και υπό ορισµένες συνθήκες, δεν µπορεί κατά κανένα τρόπο να θεωρηθεί ορθή οδός για την παραγωγή πραγµατικής αρχιτεκτονικής. Ας σηµειωθεί, επί πλέον, ότι εκατοντάδες ιστορικά κτήρια, συνήθως «κτίσµατα συνοδείας» αλλά και σηµαντικότερα µνηµεία κατεδαφίζονται σε όλη τη χώρα, προκειµένου στη θέση τους να ανεγερθούν «ψευδοπαραδοσιακά» εκτρώµατα, µε την πεποίθηση ότι αυτό συνιστά διατήρηση της αρχιτεκτονικής µας κληρονοµιάς. Με το πνεύµα των παραπάνω σοβαρών παρανοήσεων συνδέεται ο δεύτερος τρόπος καταστροφής της αρχιτεκτονικής µας κληρονοµιάς. Πρόκειται για την καταστροφή ιστορικών κτηρίων, µεταξύ των οποίων συχνά περιλαµβάνονται και σηµαντικά µνηµεία, µέσω επεµβάσεων µιας κακώς εννοούµενης αποκατάστασης, η οποία συνήθως στην καθηµερινή γλώσσα αποκαλείται µε τον λανθασµένο όρο «αναπαλαίωση». Οι επεµβάσεις αυτές συνίστανται στην καθαίρεση µεγάλου τµήµατος των αυθεντικών κατασκευών των ιστορικών κτηρίων, οι οποίες θα µπορούσαν µε τη χρήση κατάλληλης τεχνογνωσίας να διατηρηθούν και να συντηρηθούν και η ανακατασκευή τους µε όµοια, περίπου όµοια ή µε νέα, συχνά «βελτιωµένη», µορφή στο σύνολο ή σε επί µέρους στοιχεία του, µε τα ίδια ή µε νέα υλικά. εν είναι µάλιστα σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες το «διατηρητέο» κατεδαφίζεται πλήρως και ανοικοδοµείται. Έτσι ακόµη και ο ίδιος ο χαρακτηρισµός «διατηρητέα», εν ονόµατι του 3
οποίου γίνονται τέτοιου είδους επεµβάσεις σε ιστορικά κτήρια, καθίσταται εν πολλοίς ή εντελώς κενός νοήµατος. Οφείλω, τώρα, να σπεύσω να διευκρινίσω ότι τις περισσότερες φορές τα κίνητρα των µηχανικών που προτείνουν, µελετούν και εφαρµόζουν τέτοιου είδους επεµβάσεις δεν είναι ταπεινά ή σκοτεινά, αλλά η έλλειψη σχετικής συνείδησης από τη κοινωνία µας εν γένει, η δυσκολία που δηµιουργεί το υφιστάµενο κανονιστικό πλαίσιο που σχετίζεται µε την οικοδοµή και την εξασφάλισή της έναντι κυρίως δυναµικών καταπονήσεων και, βέβαια, η άγνοια, εξ αιτίας κενών στην επαγγελµατική µας εκπαίδευση, των ειδικών τρόπων και µεθόδων που θα έπρεπε να χρησιµοποιηθούν αντί των τρεχουσών σε απλές σύγχρονες κατασκευές πρακτικών. υστυχώς, όποιες και όσες κι αν είναι οι δικαιολογίες, είναι αλήθεια ότι η «αναπαλαίωση» αυτού του είδους είναι µια διαδικασία η οποία µειώνει στο ελάχιστο και πολύ συχνά κυριολεκτικά εξαφανίζει κάθε ίχνος αυθεντικότητας των ιστορικών κτηρίων, καθιστώντας τα αντίτυπα ή κακέκτυπα του εαυτού τους, ένα είδος σκηνικών. Την κατάσταση αυτή, όπου η καταστροφή ούτε λίγο ούτε πολύ εµφανίζεται και προβάλλεται ως σωτηρία του ιστορικού κτηρίου, σε σχέση µε εκείνη της καταστροφής δια της κατεδαφίσεως αποδίδει, νοµίζω, εξαιρετικά καλά η ευαγγελική ρήση : «Η εσχάτη πλάνη χείρων εστί της πρώτης». Θα συνεχίσω µε ορισµένες σκέψεις σχετικά µε τις επεµβάσεις για την αναβίωση ιστορικών κτηρίων µε σεβασµό στην αυθεντικότητά τους, που, κατά τη γνώµη µου, καθορίζει την ίδια τη συµβίωσή µας µε την κληρονοµιά µας. Κάθε µελέτη και, κατ επέκτασιν, βεβαίως, και κάθε έργο συντηρήσεως και αποκαταστάσεως ενός ιστορικού κτηρίου επιβάλλεται να βασίζεται στην κατά το δυνατόν πληρέστερη δυνατή κατανόησή του ως ιστορικού γεγονότος και ως κατασκευής. Έτσι : 1. Η προσέγγιση των ιστορικών κτηρίων κατά τη διάρκεια των µελετών και των έργων αποκαταστάσεώς τους γίνεται µε επίγνωση της ιστορικής και αρχαιολογικής τους αξίας. Η προσέγγιση αυτή συνδέει την αποκατάστασή τους µε τη σπουδή της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής τους και 2. Οι επεµβάσεις στα ιστορικά κτήρια γίνονται µε «αρχαιολογική πρόθεση και διάθεση», ώστε να εξασφαλίζεται, στο µέγιστο δυνατό ποσοστό η διατήρηση, της αυθεντικότητάς τους, έτσι ώστε αυτά να εξακολουθούν να αποτελούν και µετά την επέµβαση πηγή πληροφοριών και όχι απλώς ειδικά στοιχεία του δοµηµένου περιβάλλοντος, εν είδει σκηνικού. 4
Οι επεµβάσεις µε αυτό το πνεύµα διακρίνουν τη συντήρηση και την αποκατάσταση των ιστορικών κτηρίων από άλλου είδους επεµβάσεις σε κοινές οικοδοµές (επισκευές, ανακαινίσεις, εκσυγχρονισµούς κλπ). Στη συνέχεια θα αναφερθώ σε ορισµένα, κατά τη γνώµη µου, εκ των ων ουκ άνευ χαρακτηριστικά που οφείλουν να έχουν οι µελέτες και οι επεµβάσεις αποκατάστασης ιστορικών κτηρίων. 1. Όσον αφορά τη µελέτη : Αναπόσπαστο τµήµα και όχι απλώς απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύνταξη µιας µελέτης επεµβάσεως σε ένα ιστορικό κτήριο είναι η πλήρης και αναλυτική τεκµηρίωσή του. Υπό κανονικές συνθήκες η τεκµηρίωση πρέπει, βέβαια, να περιλαµβάνει πλήρη φωτογράφηση και ακριβή αποτύπωση του κτηρίου µε τη σύνταξη γενικών σχεδίων και σχεδίων λεπτοµερειών. Τµήµα της τεκµηριώσεως αποτελεί, ωστόσο, και η σπουδή της ιστορίας της αρχιτεκτονικής του κτηρίου, καθώς οι µελέτες επεµβάσεως και ακόµη περισσότερο οι ίδιες οι επεµβάσεις που έπονται αποτελούν µοναδικές ευκαιρίες για τη µελέτη της ιστορίας και της αρχιτεκτονικής των µνηµείων. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού απαιτείται αρχαιολογική προσέγγιση κατά την τεκµηρίωση (µέσω ερευνητικών τοµών και τοπικών αποξηλώσεων) και κατά τη διάρκεια του έργου (προσεκτικές αποξηλώσεις και καθαιρέσεις, παρακολούθηση, συλλογή δειγµάτων υλικών, αποτύπωση ευρηµάτων, παρατηρήσεις σε συστηµατικές σηµειώσεις) και, τέλος, απόδοση µέσω δηµοσιεύσεως των αποτελεσµάτων των ερευνών. 2. Όσον αφορά την επέµβαση : Η κατά προτεραιότητα επίλυση των τυχόν δοµικών και των οικοδοµικών προβληµάτων του ιστορικού κτηρίου είναι, φυσικά, αυτονόητη. Πρέπει, όµως, να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε οι σχετικές επεµβάσεις να γίνονται µε τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται κατά το δυνατόν η διατήρηση αφ ενός του παλαιού δοµικού συστήµατος του κτηρίου και αφ ετέρου και κυρίως των αυθεντικών στοιχείων της κατασκευής του, και µάλιστα των πλέον ευπαθών, όπως λ.χ. οι ξυλοκατασκευές και τα αρµολογήµατα των όψεων των τοιχοποιιών, η σηµασία των οποίων για τη µελέτη της ιστορίας των κτηρίων είναι συνήθως καθοριστική. Η πλήρης καταστροφή της «επιδερµίδας» καθώς και όλων των πιο ευπαθών κατασκευών ιστορικών κτηρίων κατά τη διάρκεια επεµβάσεων που στη χώρα µας ονοµάζονται αποκαταστάσεις, αποτελούν, δυστυχώς, τον κανόνα. 5
Οι ήπιες επεµβάσεις που διατηρούν σε µεγάλο βαθµό ταυτοχρόνως την αυθεντικότητα και το χαρακτήρα του ιστορικού κτηρίου θα έλεγε κανείς ότι είναι σχετικά εύκολες όταν πρόκειται για την αντιµετώπιση οικοδοµικών προβληµάτων. Επεµβάσεις µε σεβασµό στα παραπάνω πράγµατι πολύτιµα στοιχεία των ιστορικών κτηρίων µπορούν, όµως, να γίνουν και σε περιπτώσεις που πρέπει να αντιµετωπισθούν πιο σοβαρά προβλήµατα. Για να γίνω σαφέστερος θα αναφερθώ σε µερικά συγκεκριµένα παραδείγµατα : όκιµος και συνήθης πλέον τρόπος ενισχύσεως της δοµής µιας τοιχοποιίας είναι η εφαρµογή ενεµάτων χαµηλής πίεσης. Με την δικαιολογία, λοιπόν, της ανάγκης συγκρατήσεως των ενεµάτων στους αρµούς γίνεται πολύ συχνά πλήρης αποξήλωση των παλαιών αρµολογηµάτων χωρίς ούτε καν δείγµατά τους να διατηρηθούν και κατασκευή νέων, ενώ τις περισσότερες φορές τα ιστορικά αρµολογήµατα είναι σε θέση να λειτουργήσουν και προς αυτή την κατεύθυνση. Η ικανοποιητική στέγαση ενός µνηµείου είναι βεβαίως απαραίτητη, και µάλιστα όχι µόνο για την προστασία του από τις καιρικές συνθήκες αλλά, συχνά, και επειδή αυτή συµβάλει στη στερεότητα της δοµής του συνολικά. Οι ανάγκες, ωστόσο, αυτές δεν θα πρέπει να αποτελούν δικαιολογίες για άκριτες καταστροφές ιστορικών ξυλοκατασκευών στεγών. Τέτοιες κατασκευές µπορούν πολύ συχνά, µε τις κατάλληλες επισκευές, ενισχύσεις και συµπληρώσεις να ανταποκριθούν άριστα στις απαιτήσεις µιας επεµβάσεως στερεώσεως. Ακόµη, όµως, και στις περιπτώσεις που µια τέτοιου είδους επέµβαση αποκλείεται από την κατάσταση διατηρήσεως της στέγης ή και, απλώς, από οικονοµική αδυναµία, ιστορική κατασκευή είναι δυνατόν να διατηρηθεί πλήρως ή έστω µερικώς ως τεκµήριο στη θέση της, πλάι στη νέα κατασκευή που θα καλύψει την πρακτική ανάγκη της στεγάσεως του ιστορικού κτηρίου. Η αντιµετώπιση των αισθητικών προβληµάτων ενός ιστορικού κτηρίου είναι, βεβαίως, επιτακτική ανάγκη στα πλαίσια µιας επεµβάσεως συντηρήσεως και αποκαταστάσεώς του. Είναι, όµως, απαράδεκτο αυτό που, δυστυχώς, πολύ συχνά συµβαίνει στη χώρα µας, το να αλλοιώνεται, δηλαδή, η αυθεντικότητα των ιστορικών κτηρίων και να καταστρέφονται πολύτιµα τεκµήρια της ιστορίας τους προς χάριν αισθητικών «βελτιώσεων». Στις, δυστυχώς συχνότατες, περιπτώσεις µάλιστα που «αισθητικές βελτιώσεις» και «εξωραϊσµοί» γίνονται συνήθως από ρέκτες και φιλότιµους αλλά κατά τεκµήριο αδαείς περί τα τοιαύτα ιδιοκτήτες και τεχνίτες τα αποτελέσµατα είναι κυριολεκτικώς ολέθρια. 6
Τέλος, όσον αφορά τα λειτουργικά προβλήµατα των ιστορικών κτηρίων δεν πρέπει να λησµονείται : 1. ότι, καθώς «ζωντανά» παραµένουν µόνο τα ιστορικά κτήρια στα οποία δίνεται µια - βεβαίως συµβατή µε την αξία, το είδος και το χαρακτήρα τους χρήση, οι µελέτες επεµβάσεων σε αυτά πρέπει συχνά να αντιµετωπίζουν µε τον δέοντα, φυσικά, σεβασµό σύνθετα και δυσεπίλυτα πολλές φορές λειτουργικά προβλήµατα και 2. ότι οι απαιτήσεις για επίλυση λειτουργικών προβληµάτων δεν είναι άσχετες µε την ιστορική και αρχαιολογική αξία των ιστορικών κτηρίων. Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω επιγραµµατικά τη σηµασία που έχει η συνειδητοποίηση όσων αναφέρθηκαν παραπάνω για την επιτυχία των επεµβάσεων αποκατάστασης και επανάχρησης όσων ιστορικών κτηρίων έχουν αποµείνει στην πολύπαθη πατρίδα µας, ώστε να είναι δυνατόν να χρησιµεύουν µε την αυθεντικότητα και την αλήθεια τους ως πηγές γνώσης του παρελθόντος αλλά και έµπνευσης για το µέλλον σε µας και στα παιδιά µας. 7