Τ O Y Ι Δ Ι O Y. 2000, και νέα έκδοση Εκδόσεις Πατάκη, 2007. αναθεωρημένη Εκδόσεις Πατάκη, 2010



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑ ΜΠΙΠ ΝΑ ΣΟΥ ΑΛΛΑΞΕΙ ΤΗ ΖΩΗ!

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.


Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

ΣYΛΛOΓH ΣΠOYPΓITAKIA. Tο µακρύ ταξίδι του Aιµίλιου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ελίζα. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Ανδρέας Αρματάς Γιώργος Σγουρός

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Μαρία αγγελίδου. το βυζάντιο σε έξι χρώματα. χ ρ υ σ ο. eikonoγραφηση. κατερίνα βερουτσου

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά


ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Copyright Φεβρουάριος 2016

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

«ΑΓΝΩΣΤΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ»

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Το παραμύθι της αγάπης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Ίνγκο Ζίγκνερ. Ο μικρός δράκος. Καρύδας. Ο θησαυρός της ζούγκλας. Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Και κοχύλια από του Ποσειδώνα την τρίαινα μαγεμένα κλέψαμε. Μες το ροδοκόκκινο του ηλιοβασιλέματος το φως χανόμασταν

Μια φορά κι έναν καιρό

Ένα βήμα μπροστά στίχοι: Νίκος Φάρφας μουσική: Κωνσταντίνος Πολυχρονίου

Το σπίτι μου. Ένα σπίτι θα χτίσω. στο βουνό στην μοναξιά και στη σιωπή. στα δέντρα και την πρασινάδα με μεγάλη αυλή. Μάλλον δε θα το χτίσω εκεί.

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

ΑΒΑ ΡΟΖΟΥ. Εμμανουέλα Κακαβιά ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ οσελότος


Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

T: Έλενα Περικλέους

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

«Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΙΣ ΕΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ & ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ» ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ Β ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Υπ. Καθηγήτριες: Ουρανία Φραγκουλίδου & Έλενα Κελεσίδου

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Transcript:

ΑΝΕΜΩΛΙΑ

Τ O Y Ι Δ Ι O Y ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ, Εκδόσεις Πατάκη, 2000, και νέα έκδοση Εκδόσεις Πατάκη, 2007 Η ΨΙΧΑ ΕΚΕΙΝΟΥ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, Εκδόσεις Πατάκη, 2002 ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΥΔΑΣ, Εκδόσεις Πατάκη, 2005 Η ΑΗΔΟΝΟΠΙΤΑ, Εκδόσεις Πατάκη, 2008 ΦΡΑΟΥΣΤ, «Νέα Σύνορα» Α.Α. Λιβάνη, 1995, νέα έκδοση, αναθεωρημένη Εκδόσεις Πατάκη, 2010

ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ ΑΝΕΜΩΛΙΑ Μυθιστόρημα

Θέση υπογραφής δικαιούχου δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας εφόσον αυτή προβλέπεται από τη σύμβαση Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Aπαγορεύεται απολύτως άνευ γραπτής αδείας του εκδότη η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρο νικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Eκδόσεις Πατάκη Σύγχρονη Ελληνική Λογοτεχνία Πεζογραφία 290 Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια Yπεύθυνος έκδοσης Kώστας Γιαννόπουλος Διορθώσεις Μαρία Ράμμου Σελιδοποίηση Μαρία Π. Kαπένη Φιλμ, μοντάζ Μαρία Ποινιού-Ρένεση Copyright Σ. Πατάκης A.E.E.Δ.E. (Eκδόσεις Πατάκη), και Ισίδωρος Ζουργός, Aθήνα, 2011 Πρώτη έκδοση από τις Eκδόσεις Πατάκη, Aθήνα, Μάρτιος 2011 Κ.Ε.Τ. 7336 Κ.Ε.Π. 180/11 ISBN 978-960-16-4111-9 ΠANAΓH TΣAΛΔAPH 38 (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ), 104 37 AΘHNA, THΛ.: 210.36.50.000, 210.52.05.600, 801.100.2665, ΦAΞ: 210.36.50.069 KENTPIKH ΔIAΘEΣH: EMM. MΠENAKH 16, 10678 AΘHNA, THΛ.: 210.38.31.078 YΠOKATΑΣΤΗMA: N. MONAΣTHPIOY 122, 56334 ΘEΣΣΑΛΟNIKH THΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, ΦAΞ: 2310.70.63.55 Web site: http://www.patakis.gr e-mail: info@ patakis.gr, sales@ patakis.gr

στους δικούς μου εταίρους

Όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι φανταστικά, γεννήματα συγγραφικής μυθοπλασίας. Κάποιοι τόποι είναι πραγματικοί, με τον τρόπο όμως της λογοτεχνίας, δηλαδή αυτόν της εσωτερικής απεικόνισης.

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α α. εταίροι................................. 13 β. ανεμώλια............................... 31 γ. σάρκα................................. 53 δ. τραπουλόχαρτα........................... 73 ε. Ντέμιαν................................ 91 ζ. Ανατολή................................ 105 η. κρανία................................. 132 θ. Πρωτεσίλαος............................. 145 ι. Ίλιον.................................. 166 κ. δώρα.................................. 182 λ. πολιορκία............................... 212 μ. ελαιώνες................................ 232 ν. καρότσια............................... 243 ξ. γάμος.................................. 264 ο. κεκαρμένοι.............................. 304 π. πατρώκλεια............................. 340 ρ. Ούτις.................................. 358 σ. Νέκυια................................. 366 τ. Καλυψώ................................ 383 υ. Ερμής.................................. 410 φ. Δημήτρης............................... 419 χ. τόπι................................... 428 ψ. νόστος................................. 439 ω. Θερσίτης............................... 445 ομηρικές λέξεις που αναφέρονται στο κείμενο........ 453 πρόσωπα.................................. 455 ΠΗΓΕΣ - ΟΦΕΙΛΕΣ............................. 456 9

«οὐ μέν τοι κεῖνον γε διηνεκέως ἀγορεύσω, ζώει ὁ γ ἢ τέθνηκε. Κακὸν δ ἀνεμώλια βάζειν» Οδύσσεια δ 836-837 «Όχι, για κείνον δε θα πω πολλά, αν ζει ή πέθανε είναι κακό να λες λόγια του ανέμου» μτφρ. Δ.Ν. Μαρωνίτη Weave, weaver of the wind Ύφανε, υφάντρα του ανέμου Τζέιμς Τζόυς, Ulysses Δεν αγαπώ τον άνθρωπο, αγαπώ τη φλόγα που τον τρώει! Νίκος Καζαντζάκης, Οδύσσεια ψ 884

Ψάλλε, θεά, το ανάθεμα και τον δικό μας φόβο Ύμνησε, γυναίκα αιώνια, τις κακουχίες των ταξιδιών μας, των συντρόφων τις οιμωγές και τα πικρά θεριά μας μυστικά. Ψάλλε, μούσα, θεά ή ό,τι διάολο λεν πως είσαι, τις μικρές ζωές μας ψάλλε στον ατρύγητο πόντο, τα χαμένα χρόνια των εταίρων, τα λιπαρά μου ποιήματα τώρα ψάλλε, που ενάλιος δαίμονας μας τραβά σε νέο ταξίδι εκεί σε μιας Ελένης ξανά στο αμυδρό φως, στα σκιόεντα όρη. Νίκος Χαλκίνης, Ανέκδοτα χειρόγραφα

α εταίροι ΕσκυΨα μια μερα στο ΧωΝι της ψυχής μου και φώναξα: Θα τα βροντήξω όλα κάτω και θα φύγω! Εύκολο είναι να το λες, δύσκολο να το κάνεις, όταν ο ήλιος είναι ψηλά και το νερό ζεματάει όχι τη νύχτα σαν τον κλέφτη αλλά τώρα, στο μέσο της τρεχάλας του ουρανοδρόμου ήλιου. στην αρχή έκλεισα τα μάτια, μόνο άκουγα και μύριζα. Πιο πολύ ήταν τα θαλερά τζιτζίκια απ τα δέντρα της ακτής αλλά και οι φωνές των παιδιών και οι θόρυβοι του νερού, τα πλατσουρίσματα και οι βουτιές στη θάλασσα. στη μύτη μου έριζαν δυο μυρωδιές, τα τηγανητά της καντίνας και η αναπνοή του πεύκου. κάποια απ τις τσιρίδες που άκουγα ίσως να ήταν και του γιου μου, που τότε, τη χρονιά της φυγής, ήταν εφτά χρονών. Εκείνη την ώρα που ξεμάκραινα τον κρατούσε στα χέρια της και προσπαθούσε να του μάθει κολύμπι. τα νύχια της γυάλιζαν βρεγμένα στο θαλασσόνερο. το προηγούμενο βράδυ τα είχε περάσει την τελευταία στρώση βερνίκι στο μισόφωτο της βεράντας, όπως καθόμασταν βουβοί στη μαρμαρυγή της τηλεόρασης που έπαιζε χωρίς ήχο, εκεί μπροστά στο γεμάτο φεγγάρι του δελτίου ειδήσεων. Όλα εκείνου του μεσημεριού τα θυμάμαι σαν να είναι τώρα πώς κρατώ τα μάτια κλειστά και πώς ακουμπώ το σα- 13

ισιδωροσ ΖουρΓοσ γόνι πάνω στο στρώμα, τη μυρωδιά του από πλαστικό που με πλημμυρίζει, όλα. τα χέρια μου, κρεμασμένα στο νερό, κουνιούνται. στρέφω αργά το στρώμα προς τ ανοιχτά και μισανοίγω τα μάτια. Παρατηρώ τις λεπτομέρειες του «σκάφους μου». Είμαι ξαπλωμένος σ ένα φουσκωτό στρώμα, προσφορά από ένα μεγάλο σούπερ μάρκετ. Λουλούδια πράσινα σε κίτρινο φόντο, στο μαξιλάρι του που ακουμπώ το κεφάλι μια βαλβίδα σαν αφαλός σγουραίνει τη σατινέ του επιφάνεια. Η πλώρη μου είναι αυτό το φουσκωτό μαξιλάρι, κουνάω πιο γρήγορα τα χέρια σαν κουπιά και ξανοίγομαι. Δεν κατάλαβαν τίποτε, η οικογένειά της, οι γύρω φίλοι τους, οίκος παραθεριστών. τους ξεγλίστρησα. το νερό σκουραίνει καθώς πλέω κι απομακρύνομαι απ τη στεριά. Γύρω μου ο απειλητικός βυθός, η θάλασσα έχει κάλμα, ξεχωρίζουν όλα ως κάτω. το βλέμμα μου χάνεται στα βαθιά κι ύστερα κοιτάζω το ρολόι μου, ακριβό δώρο στους αρραβώνες μας. ο πεθερός μου το είχε περάσει ο ίδιος στο χέρι μου σε κείνο το μεγάλο τραπέζωμα με τα πανάκριβα πιάτα και τις παχιές φανφάρες. Η ώρα είναι δώδεκα ακριβώς, ξανοίγομαι κι άλλο και περνάω μια πορτοκαλί σημαδούρα, χωρίς να ξέρω το γιατί, απλώνω το χέρι μου να την αγγίξω. αποχαιρετισμός; μάλλον τώρα είμαι μακριά πια από την ακτή, μέσα στις ρότες των πλοίων, στα δίχτυα των αλιευτικών, στους αφρούς απ τα ταχύπλοα στους θρόνους του Ποσειδώνα. ατενίζω το ήρεμο πέλαγος του καλοκαιριού και νιώθω το νερό πιο κρύο τώρα στις παλάμες μου. στρέφω το κεφάλι και κοιτάζω προς την ακτή. οι ομπρέλες στην αμμουδιά ίσα που ξεχωρίζουν, φωνή καμιά, κάτι γέλια μόνο απόμακρα, θρύμματα. Δε μ αναζητά κανείς, μόνο ο άνεμος που με φυσά στ αυτιά και στο πρόσωπο αρχίζει να με ανακρίνει και να με ρωτά: 14

ανεμωλια «Νίκο Χαλκίνη, πού πας;» τα χέρια μου κουράστηκαν, αφήνομαι σ ένα ρεύμα βουβό, φυγόκεντρο, που με στέλνει ίσια στο ψαρίσιο πέλαγος. Ένας γλάρος μού σκίασε προς στιγμή τη ράχη κι ένιωσα ελάχιστα τη δροσιά της σκιάς του, ύστερα έκανε δυο γύρους πάνω απ το στρώμα και πέταξε προς τη στεριά ως κήρυκας που πάει για τα μαντάτα. «ο Νίκος πάει, έφυγε!» θα φωνάξει. «μ ακούτε; ο Νίκος έφυγε και πάει να βρει τους συντρόφους!» θα τους πει, κι ύστερα εκείνοι θα σηκώσουν το κεφάλι και θ αφήσουν τα κινητά τηλέφωνα πάνω στις βρεγμένες πετσέτες. τότε, απ την ταραχή, πλαστικά ποτήρια θα γείρουν στην άμμο και θ αδειάσουν, ματιές θα διασταυρωθούν, κι ύστερα όλοι θα κοιτάξουν με χάλκινο βλέμμα καχύποπτα εκείνη, τη γυναίκα μου, την ώρα που θ απλώνει το αντηλιακό στην πλάτη του γιου μου. Χάλκινο θα γίνει τότε και το δικό της βλέμμα, με την ακινησία του κόκκινου θανάτου μέσα του, με τη θαμπάδα του επωνύμου μου που της άφησε παντοτινή κηλίδα. «σ τα λέγαμε, κυρία Χαλκίνη, από τότε Παράτα τον, αυτός δεν ήταν για μας. Παράτα τον!» τα μάτια τους, παρ όλη τη ραστώνη του καλοκαιριού, θα είναι τώρα τρεχάλα και φωτιά και θα τη λιώνουν. Πόσοι τρόποι υπάρχουν για να δραπετεύσει κανείς; το μεσημέρι εκείνο ήταν ένας τρόπος. Â Πέρασε καιρός από τότε. κάθομαι τώρα άπραγος κι ανακατεύω στον νου μου τα γεγονότα σαν τραπουλόχαρτα. Ήμουν μια ανδρόβουλη καρδιά πάνω στη θάλασσα, μόνη. Όχι όμως για πολύ όσο κι αν δε φαινόταν, όλα ήταν προσχεδιασμένα. Δεν είχα μόνο εγώ το προνόμιο μιας θλιμμένης απόδρασης. το φουσκωτό μου στρώμα συνάντησε ύστερα από λίγο το σκάφος. Θυμάμαι ακόμα και τώρα την ανα- 15

ισιδωροσ ΖουρΓοσ κούφιση που ένιωσα όταν το είδα να πλησιάζει. ο οινώδης πόντος του ομήρου είχε αρχίσει να με φοβίζει. Άλλο η ποίηση της θάλασσας κι άλλο να βρεθείς μόνος πάνω από τον οισοφάγο της. με τους φίλους είναι αλλιώς με τους συντρόφους παρέα φοβάσαι αλλιώς. Ήταν πράγματι παράξενο πώς ξεκίνησαν όλ αυτά. τώρα, καιρό μετά, τα γράφω για να μη χαθούν. Γράφω όλα εκείνα που συνέβησαν τότε το καράβι μας, οι εταίροι, ο σκοπός μας Είναι γραφτό να ξαναζήσουν στο χαρτί μου πριν πριν έρθει και για μένα η αμβροσία νύχτα και με σκεπάσει χάλκινος ύπνος*. Â Ίσως οι ιστορίες των φίλων μου, οι ίδιες τους οι ζωές να είναι απλά μερικές σελίδες στο χρονικό του μεγάλου δρόμου. Είχαμε όλοι μας γεννηθεί επάνω στη μεγάλη οδό και στους παραποτάμους της. Άλλοι σε κρεμαστά μπαλκόνια πάνω απ την πλατιά άσφαλτο, άλλοι σε στενούς παράδρομους κι άλλοι στους υφάλους και στις ξέρες του. Η μυρωδιά από τις όχθες είχε νοτίσει από νωρίς το δέρμα μας. Η οδός αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη ξεκινάει δυτικά από τη Λυταία Πύλη των Βυζαντινών και φτάνει ως τα πανεπιστήμια και το μεγάλο στάδιο. Η αγίου Δημητρίου είναι ένα από τα μεγάλα ποτάμια της πόλης, όπως η Εγνατία, η τσιμισκή με τις εκβολές του στα ανατολικά, έξω από τα μεσαιωνικά τείχη, στον απέραντο κάμπο των προαστίων. ο μεγάλος δρόμος που γεννηθήκαμε είναι λοιπόν ποτάμι, για όσους βέβαια ξέρουν, για όσους καταλαβαίνουν, για όσους μπορούν κι ακούνε κάθε βράδυ τον ρόχθο του νερού στον ύπνο τους. * Χάλκινος ύπνος στον Όμηρο είναι ο θάνατος. 16

ανεμωλια ο δρόμος του αγίου έχει στην κοίτη και στις ρουφήχτρες του χιλιάδες ανθρώπους κι αυτοκίνητα, αυτά τα άψυχα θηρία που πλέουν σαν κορμοί στο ρεύμα από δυτικά προς τ ανατολικά, ρέουν με θόρυβο δίκην ποταμού και εκβάλλουν στις παρυφές της τριανδρίας και στον μεγάλο τσιμεντένιο κάμπο. Η αγίου Δημητρίου είναι ένα ποτάμι με αρχαία ερείπια, μια εκκλησία, έναν παραποτάμιο άγιο, καχεκτικά δέντρα, μπετόν και κάδους σκουπιδιών. στις όχθες του περπατούν πηγαίες νύμφες, Ναϊάδες με μυτερές μπότες, ενώ στις διαβάσεις περιμένουν παιδιά με τις τσάντες στον ώμο να τον διασχίσουν όλα μαζί σε κάθε σμαραγδί γνέψιμο των φαναριών. σε κάποιο από τα ζυγά νούμερα του δρόμου, σ ένα μεγάλο ρετιρέ, γεννήθηκε ο Δημήτρης, ο μυκηναίος, έναν μάρτη-γδάρτη του 1963. Γνωρίσαμε τον Δημήτρη στην πρώτη γυμνασίου, ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός από μας κι ένα χρόνο μεγαλύτερος. κάποια αρρώστια τον είχε καθηλώσει στο κρεβάτι παλιά, νομίζω ήταν οστρακιά, και είχε χάσει μια τάξη. Εκείνη την πρώτη μας χρονιά στο γυμνάσιο και μέσα στους πρώτους μήνες αποκαθήλωσε μπροστά στα μάτια μας τον στρατηλάτη άγιο και πήρε τη θέση του. αρχίσαμε να του ανάβουμε κερί νυχθημερόν ήταν κάτι παραπάνω από αρχηγός, ήταν ένας μικρός θεός. από εκείνα τα χρόνια είχε τις απαρχές της η λατρεία στο πρόσωπό του. το μυκηναίος ήταν παρατσούκλι ο κατά κόσμον Δημήτριος Χριστοδούλου πέρασε στο πάνθεον της τάξης κι από εκεί στη μεταξύ μας αιωνιότητα ως μυκηναίος ένα πρωινό του χειμώνα που παίρναμε αποτελέσματα από ένα διαγώνισμα ιστορίας. τον θυμάμαι στο τελευταίο θρανίο να προσπαθεί να χωρέσει τα ανοικονόμητα μακριά του πόδια, αυτά που τον έκαναν να μοιάζει με ακρίδα, σκαρφαλωμένος πάνω σε κάτι καρέκλες της συμφοράς. Η καθηγήτρια του είχε πετάξει το 17

ισιδωροσ ΖουρΓοσ γραπτό προκλητικά μπροστά του και τον ειρωνεύτηκε γιατί στο επίθετο μυκηναϊκός είχε βάλει πρώτα το ήτα και μετά το ύψιλον. μόλις γύρισε την πλάτη της, τα μακριά χέρια του Δημήτρη είχαν κιόλας σηκωθεί ψηλά, οι παλάμες τεντώθηκαν και, όπως μίσγουν οι ποταμοί στο αρχαίο έπος, κατέβηκαν κι ενώθηκαν σε κείνο το μέρος του παντελονιού που ήταν φουσκωμένο τις περισσότερες ώρες της ημέρας. Ήταν η βουβή απάντηση στην ειρωνική μομφή που είχε εκστομίσει εκείνη η μεσήλικη γυναίκα με την τρουακάρ ζακέτα και τα στραβοπατημένα παπούτσια σε μια κρύα αίθουσα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 70. Η τάξη σύσσωμη, αποκλειστικά τότε από αγόρια, ξέσπασε σε γέλια και θριαμβευτικές ιαχές. ο Δημήτρης Χριστοδούλου οδηγήθηκε στο γραφείο του γυμνασιάρχη και αποχώρησε θρασυκάρδιος με τριήμερη αποβολή. Χρόνια πολλά αργότερα, μες στους αχνούς της μνήμης, την ώρα που ψυχή και νοσταλγία μαγειρεύουν, έχοντας πια διαβάσει και γνωρίσει ανθρώπων γνώμες πολλές, κατάλαβα πως εκείνο το πρωινό ο φίλος μου πρωτογνώρισε το ομηρικό κύδος, τη δόξα. Έζησε την πρώτη στυφή γεύση της μάχης κι έχασε για πάντα τ όνομά του, έμεινε για πάντα ο μυκηναίος, παρατσούκλι που τελικά μορφοποίησε ως την παραμικρή λεπτομέρεια τον μύθο του. Χρόνια πολλά αργότερα, αυτός, ο μυκηναίος, με περισυνέλεξε από τη θάλασσα κάποιο μεσημέρι του ιουλίου. καθώς μου έδινε το χέρι για να με τραβήξει επάνω, πρόσεξα το γένι του που το χαν ασπρίσει ο ήλιος και τα χρόνια. τα αγόρια τότε, αλλά ίσως και πάντα, είχαν μια υποδόρια θλίψη. Ήταν τα μαλλιά που λαδώνανε, τα σπυριά και οι μαλθακές τρίχες στο μάγουλο που έμοιαζαν με λέρα. Άλλοι απ αυτούς φορούσαν παντελόνια των πατεράδων τους μεταποιημένα απ τη μοδίστρα. ο στάθης, θυμάμαι συγκεκριμένα, δε φορούσε τζιν αλλά παντελόνι από γκρίζα φανέλα και 18

ανεμωλια αθλητικά παπούτσια, όπου οι γονατιές στο ύφασμα κραύγαζαν από μακριά σαν χουφτιές στο ζυμάρι. κάποιοι διπλανοί μου στην απογευματινή βάρδια κουβαλούσαν ακόμη πάνω στην μπλούζα τους την τηγανίλα της κουζίνας. ο δρόμοςποτάμι είχε πάντα πολλούς παρόχθιους οικισμούς: ρετιρέ με βεράντες αλλά και υπόγεια με χωλά παντζούρια που κοίταζαν στον δρόμο τα πόδια των περαστικών ο στάθης, για παράδειγμα, έτρωγε, διάβαζε, κοιμόταν στην κουζίνα τους, μισό μέτρο κάτω απ το επίπεδο του μεγάλου δρόμου. σήμερα σ αυτά τα σπίτια μένουν μετανάστες, όσο για τα παλιά αγόρια που μεγάλωσαν, θαρρώ πως δεν κατάφεραν να πετάξουν από πάνω τους εκείνη την υποδόρια θλίψη. Βιάζομαι όμως, όλα πρέπει να ειπωθούν με τη σειρά τους. σ εκείνη λοιπόν την αίθουσα που είχε μόνο άσπρους τοίχους και γκρίζες μουντζούρες από μπαλιές, σ εκείνη τη γύμνια τη χωρίς καμιά εικόνα, έλειπε κι ο ίδιος ο Εσταυρωμένος, που είχε φύγει άρον άρον και μας είχε εγκαταλείψει για να μη βλέπει το χάλι μας. σ εκείνο το λευκό κελί, που στο πέρασμα του χρόνου κιτρίνιζε, είχα διπλανό μου τον Χρήστο, τον ξανθό Χρήστο, τον μικρότερο αδελφό του μυκηναίου. αυτόν τον χτυπούσαν αέρηδες από τα τότε. Γιος ενός αυταρχικού εφοριακού που εκείνη την εποχή ήταν «μέσα στα πράγματα» και αδελφός ενός μικρού θεού ακόμα πιο εξουσιαστικού, όπως ήταν ο μυκηναίος, έψαχνε τις ορίζουσες της εφηβείας του μέσα στη σιωπή. Πώς ήταν τότε ο Χρήστος; Είχε ροδαλό μούτρο με πολλά σπυράκια, τα σκοτσέζικα μαλλιά του έμοιαζαν με κόκκινη περούκα, είχε φακίδες που τις χάιδευε ώρες ατέλειωτες στα μπράτσα σαν να διάβαζε κρυφά μέσα στην τάξη γραφή μπράιγ. ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι τι κρυπτογραφημένα κείμενα έκρυβαν τότε οι φακίδες του. Όμως ο ξανθό- 19

ισιδωροσ ΖουρΓοσ ψειρας της τάξης μιλούσε σπάνια με τον αδελφό του στην αυλή άλλαζαν πιο πολύ μουγκρητά και σπρωξίματα. μέσα στη σιγή εκείνων των πρώτων χρόνων του γυμνασίου φαινόταν πως αυτό που πιο πολύ τον ένοιαζε ήταν να μην πολιτογραφηθεί αυλικός του μυκηναίου, κάτι που αρχικά έδειχνε να το χει καταφέρει. το σχολείο μας ήταν κοντά στη μεγάλη οδό. Έμοιαζε πιο πολύ με εργοτάξιο ή με γεωργικές αποθήκες που απείχαν πολύ από την αποπεράτωση. Η αυλή ήταν στρωμένη με χοντροκομμένη άσφαλτο και σχημάτιζε ανηφοριές και κατηφοριές, μιας και το σχολείο ήταν χτισμένο στις παρυφές της Πάνω Πόλης. σ εκείνη την αυλή των θαυμάτων, τη στρωμένη ροχάλες, αποτσίγαρα και πρωτόγονα διαφημιστικά τρικάκια από φροντιστήρια σε μαύρο άσπρο, χειμαζόταν ένα μεγάλο κοπάδι εφήβων. στα ανύπαρκτα παρτέρια της αυλής ανθίσανε οι ζωές των φίλων μου και η δική μου σε πείσμα εκείνων που θεωρούν πως τάχα τα όνειρα ευδοκιμούν μόνο σε καστανόχωμα κι όχι στην άσφαλτο. ο στάθης ήταν σκιερός και από φτωχή οικογένεια. στα πρώτα χρόνια εκείνης της σταβλισμένης εφηβείας, όταν η επιρροή του μυκηναίου ήταν στην ακμή της, αποφεύγαμε τον στάθη με τρόπο, όσοι τουλάχιστον από μας ήταν κάποιας ανατροφής, και το φρόντιζαν διακριτικά. Είναι αλήθεια πως ο στάθης μάς θύμιζε πιο πολύ φιγούρα ντοκιμαντέρ απ τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. τότε παίζονταν χιλιάδες ώρες τέτοιου ασπρόμαυρου φιλμ από την υενεδ, και τον χειμώνα που βράδιαζε νωρίς χανόμασταν στην επιχείρηση Μπαρμπαρόσα ή στην απόβαση της Νορμανδίας. Εικόνες αμάχων λιανών και κουρελήδων μάς κατέκλυζαν σχεδόν κάθε βράδυ. ο στάθης, με τα μίζερα ρούχα και το σκοτεινιασμένο βλέμμα, ήταν στην αρρωστημένη φαντασία μας το παιδί που στέκεται στην ουρά μ ένα ντενεκεδάκι στο χέρι για λί- 20

ανεμωλια γη σούπα. ο μυκηναίος δεν κούραζε τη φαντασία του τόσο πολύ. Όταν ζητούσαμε τη γνώμη του ή όταν τον ρωτούσαμε με διερευνητικά βλέμματα, η απάντησή του ήταν λακωνική: «Βλάκας!» ή σε στιγμές φλυαρίας «Βλάκας, χέσ τον!» Πέρασαν χρόνια για να καταλάβουμε ότι ο στάθης μάς αγαπούσε εξαρχής. Όταν αργότερα στο λύκειο κινδύνεψε πολλές φορές να μείνει και να χάσει χρονιά, στις εξετάσεις οι κόλλες άνοιγαν δίπλα του η μία μετά την άλλη. Ίσως όμως να ήταν αργά. ο στάθης ιωακειμίδης έζησε τα πιο πολλά χρόνια της εφηβείας του σφίγγοντας μέσα του μια μουχλιασμένη μαγιά. στο σκάφος που με περιμάζεψε απ το πέλαγος τρεις δεκαετίες αργότερα ήταν αυτός που μαγείρευε κι είχε τα νύχια του άκοπα όπως τότε. Ζήσαμε τρία χρόνια σ εκείνες τις αίθουσες του πρώτου ορόφου. απέναντι από τα παράθυρα, στο τέλος της αυλής, ξεκινούσαν κάτι χαμόσπιτα κοντά στα μεσαιωνικά τείχη. Πολλές αυλές είχαν περιστερώνες και ήταν μια παρηγοριά κάποιες ώρες να βλέπουμε σύννεφο τα πουλιά να σηκώνονται. Ήταν η ώρα που το βλέμμα ξεστράτιζε απ τον πίνακα κι έψαχνε τον ουρανό. Όσα μάτια χλεύαζαν συστηματικά τον πίνακα και περιφέρονταν σε παπούτσια, ρούχα, ρολόγια και λαθραίες ζωγραφιές πάνω στα θρανία, ξαφνικά ομονοούσαν και συντονίζονταν κι όλοι πια χαζεύαμε τα περιστέρια που χαίρονταν τον ουρανό. Ένας μόνο δεν ομονοούσε η ράχη του ήταν πάντα καμπουριαστή και το κεφάλι του σταθερά βιδωμένο και στραμμένο στον πίνακα. ο Νικηφόρος αγαπούσε τον πίνακα πιο πολύ απ τον ουρανό, τα ορνίθια που έγραφαν πινελιές στο στερέωμα δεν του έλεγαν τίποτε. Όταν έδινε απαντήσεις, συνήθως τέντωνε το δάχτυλο μπροστά και εξηγούσε στους διδάσκοντες βήμα βήμα τη λύση της άσκησης. Δέος. Ήταν η μόνη ώρα που έστω και για λίγο ο μυκηναίος τη σεβόταν και δε 21

ισιδωροσ ΖουρΓοσ μουρμούριζε. ο Νικηφόρος έδινε τις σωστές απαντήσεις κι ύστερα χαμήλωνε για λίγο το κεφάλι κι ούτε κοιτούσε αριστερά δεξιά, παρά έπαιζε στα πλεγμένα δάχτυλα τους αντίχειρες περιμένοντας την επόμενη πρόκληση. «τι θα γίνει, Λιαουνάκη, θα τον τετραγωνίσουμε κάποτε τον κύκλο;» του είχε πει μια μέρα ο μαθηματικός. ο Νικηφόρος Λιαουνάκης έμενε διασταύρωση αισχύλου και αγίου Δημητρίου. ο πατέρας του ήταν απ την Πύλο, «μπασκίνας και χαμουτζής», όπως συνήθιζε να ψιθυρίζει ο στάθης. Η μάνα του είχε γκρεμιστεί αυτοβούλως απ το μπαλκόνι τους πριν από χρόνια είπαν «κρίση μελαγχολίας», το χαν μάθει στη γειτονιά όλες οι γριές και το λεγαν. Δεν ξέρω αν ο Νικηφόρος είχε προλάβει να την αντικρίσει τότε στην άσφαλτο μες στα αίματα, πάντως σπάνια κοίταζε τις πλάκες στο πεζοδρόμιο όταν περπατούσαμε στον δρόμο και το ξέρω καλά, γιατί μετά το σχόλασμα γυρνούσαμε μαζί. Ίσως δεν κοίταζε από την τάξη τα περιστέρια στον ουρανό γιατί του θύμιζαν ψυχές που είχαν βιαστεί ν αποδημήσουν. ο Νικηφόρος μεγάλωνε με τη γιαγιά του, τη μάνα του πατέρα του, εκείνου του ψηλού φαλακρού άντρα. Ερχόταν για τους ελέγχους πάντα αυστηρός, με μια καφέ καμπαρντίνα, κι έφευγε χωρίς να σκάσει το χείλι του, σαν να μην κρατούσε σ εκείνο το διπλωμένο χαρτί αυτά τα νούμερα που θα τα ζήλευε ο καθένας. ο γιος του τον περίμενε πάντα στο σπίτι και δεν ξεροστάλιαζε μαζί μας έξω στην καγκελόπορτα η απουσία του θεωρώ πως ήταν προϊόν μιας απαράβατης συμφωνίας ανάμεσα σε πατέρα και γιο. Έρχονταν και οι δυο τους στο σχολείο διακριτικά, θριάμβευαν με τον τρόπο τους κι αποχωρούσαν αθόρυβα. Η σεμνή αφάνεια ήταν το χαρακτηριστικό της οικογένειας Λιαουνάκη ή ό,τι τέλος πάντων είχε απομείνει απ αυτήν. Η θεαματική αυ- 22

ανεμωλια τοκτονία της μάνας τούς είχε μάλλον τρομάξει, αφού χιλιάδες μάτια και στόματα άλεθαν κάθε μέρα τα του σπιτιού τους. στον φίλο μου η μοίρα είχε δωρίσει απλόχερα νοημοσύνη και ορφάνια. το ύψος του ήταν πάντα μέτριο, στα κιλά του κανονικός πώς αλλιώς, αφού η εγκράτεια ήταν η μούσα του; Ήταν από τότε ευρυμέτωπος ένα έμπειρο μάτι θα μπορούσε να προοιωνίσει πως θα γινόταν ένας άντρας με πρώιμη φαλάκρα. Εμείς τότε, ανυποψίαστοι βέβαια για τη φθορά των σωμάτων, δεν μπορούσαμε να το φανταστούμε, είχαμε μόνο το ένστικτο, κι αυτό μάς βοήθησε να του κολλήσουμε πρόωρα το παρατσούκλι «ο Γέρος». Πότε είχε γίνει ακριβώς αυτό δεν μπορώ να το εντοπίσω, πάντως στις πρώτες τάξεις του λυκείου θυμάμαι τον μυκηναίο να μουρμουρίζει: «ο Γέρος δεν ξέρει τι θα πει ρελαντί στο διάβασμα, θα το κάψει το μυαλό του στο τέλος». στο μεταξύ, λίγα χρόνια νωρίτερα, κάπου στη δευτέρα γυμνασίου, είχε εμφανιστεί εκείνη η ευγενής ασχολία. Όλα ξεκινούσαν όταν κάποιος προέτρεπε μεγαλόφωνα: «Πάμε για κωλόχερα στο αστεροσκοπείο;» Η αθλοπαιδιά είχε ως εξής: Φεύγαμε σούρουπο για τη λιμνούλα του αστεροσκοπείου που ήταν μέσα στα πανεπιστήμια. Η μάζα έπιανε θέση στο γρασίδι δίπλα στον δρόμο και περίμενε. οι ήρωες τραβιόντουσαν πέρα μακριά στην άκρη του δρόμου και ερευνούσαν διακριτικά τις φοιτήτριες που περνούσαν. τις πιο πολλές φορές κλείδωναν τον στόχο γρήγορα και τις άφηναν να πλησιάσουν. Όλοι οι πρωταγωνιστές διάλεγαν συνήθως μια μοναχική κοπέλα, εκτός από τον μυκηναίο. αυτός, ο άναξ ανδρών, το είχε τολμήσει κάποτε και με δύο ταυτόχρονα. Ύστερα ρίχνονταν από πίσω αρχίζοντας να τρέχουν, κι όσο πλησίαζαν την κοπέλα ανέπτυσσαν ταχύτητα. το θύμα, ακούγοντας τον θόρυβο, κοντοστεκόταν, κι 23

ισιδωροσ ΖουρΓοσ άθελά του γινόταν πιο εύκολος στόχος. Ένα απλωμένο χέρι τη χούφτωνε από πίσω για λίγα δευτερόλεπτα κι ύστερα ο θύτης, ως ερωτύλος άνεμος, προσπερνούσε και χανόταν από προσώπου Γης. το κοινό πάνω στο γρασίδι παρακολουθούσε λαίμαργα από μακριά ως ρωμαϊκός όχλος, ενώ έπνιγε τις ζητωκραυγές του για να μη δίνει στόχο. Εκείνον τον ελάχιστο χρόνο της θωπείας, που κρατούσε ένα δυο δευτερόλεπτα, ο Νικηφόρος βρισκόταν συνήθως στο δωμάτιό του και κολλούσε τα αγαπημένα του match box, εκείνα τα συναρμολογούμενα αεροπλάνα. Η σχέση του Γέρου με τον ουρανό περνούσε άλλωστε όχι μέσα από τα περιστέρια, που χαζεύαμε απ την τζαμαρία της τάξης, αλλά μέσα από τα αεροπλάνα και τη μνήμη της νεκρής μάνας. Ύστερα από τριάντα τόσα χρόνια πάνω στο σκάφος μεσοπέλαγα, τυλιγμένος με μια πετσέτα λίγο μετά την αλίευσή μου, ο Γέρος, κοσμήτορας πια της Πολυτεχνικής σχολής, είναι αυτός που θα μου ανάψει ένα τσιγάρο και θα μου το βάλει στο στόμα. Â Έρχομαι τώρα στο χαρτί, ποιητής απρόσκλητος, να ζωγραφίσω εκείνα τα χρόνια βουτώντας τα πινέλα μέσα μου. Δεν έχω μούσα ποιος έχει άραγε τούτες τις μέρες; Εγώ ο Νίκος Χαλκίνης, γεννημένος στην οδό αγίου Δημητρίου σ ένα διαμέρισμα με τρία μάτια στον μεγάλο δρόμο κι ένα πίσω μοναχό του σαν το μάτι του κύκλωπα, που έβλεπε σε μια πρασιά-σπηλιά όπου ζευγάρωναν γάτες. Εγώ ο Νίκος, εγγονός και γιος εμπόρων που είχαν μια φωλιά ξέχειλη από υφάσματα σ έναν παράδρομο στο μπεζεστένι. μεγάλωσα κι εγώ στον πλανήτη γύρω από τον μεγάλο δρόμο του αγίου. Έκανα ποδήλατο στην αυλή της μεγάλης εκκλησίας, έπαιζα 24

ανεμωλια μπίλιες στα χώματα πίσω απ το τούρκικο προξενείο, έκοβα τα μαλλιά μου σε κουρεία στενόχωρα με άντρες που φορούσαν άσπρες ποδιές. στα ραδιόφωνά τους ακουγόταν η εκπομπή του Ίωνα τυρταίου και η κολόνια στον γυμνό σβέρκο ήταν πάντα χύμα άρωμα λεμόνι. τα καλοκαίρια οι γονείς μου με ξερίζωναν από τη μήτρα του μπετόν και μ έστελναν εξοχή. Εκεί, στον καθαρό αέρα που μου ήταν τότε αδιάφορος, ένα μεσημέρι στο χωριό της μάνας μου καθώς έσπαζα κλαδιά απ τα δέντρα κι ύστερα όπως συνήθως τα ξεφλούδιζα μ ένα προσκοπικό μαχαίρι, κάποια στιγμή η λάμα ξέφυγε, έσκισε βαθιά τον μηρό και μούσκεψα στο αίμα. Η εικόνα του πορφυρού υγρού που βάφει το δέρμα κι ύστερα ποτίζει το χώμα αποδείχτηκε ανεξίτηλη. μετά απ αυτό η επιθυμία μου να ξεφλουδίζω δεν ατόνησε, παρά με συνόδεψε για χρόνια. μάζευα τις λευκές βέργες σε μια γωνιά της αποθήκης και τις μύριζα η μυρωδιά του χλωρού ξεφλουδισμένου ξύλου και η αφή του με ξετρέλαιναν, γιατί μου θύμιζαν τη λευκή σάρκα του σύκου. Η ουλή στο πόδι μου υπάρχει ακόμα. ο μεγάλος δρόμος είχε τότε τέσσερις κινηματογράφους. Ξεκινώντας από τα δυτικά, σινέ Αγγέλικα, Ορφέας, Αχίλλειον, Ιντεάλ. Για χρόνια τέντωνα τα μάτια μου στις σκοτεινές τους αίθουσες οφθαλμών παίδευσις. Ήταν βέβαια και η μυρωδιά στο σινεμά κατάλαβα για πρώτη φορά ότι το σκοτάδι μυρίζει. το ένιωσα περισσότερο σ εκείνα τα μεθυστικά δευτερόλεπτα όταν έσβηναν τα φώτα, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα στο πανί, σ εκείνον τον μετεωρισμό του χρόνου, όταν τα δευτερόλεπτα σε διαστολή φούσκωναν μέσα μου. τότε, πριν πέσει η πρώτη ακτίνα, το ένιωθα ήταν η μυρωδιά του σύμπαντος στην πρώτη ώρα της δημιουργίας. στα διαλείμματα αγοράζαμε απ το κυλικείο ροξ μέσα 25

ισιδωροσ ΖουρΓοσ σ εκείνο το ροζ χαρτί το νοτισμένο από σιρόπι. Ήταν κι άλλες μυρωδιές έξω απ την αίθουσα και ήχοι διάφοροι, τα τσιγάρα στο χολ και το άκουσμα βήχα από εκείνους που ρουφούσαν με κόκκινα μάτια, ήταν και τα μισάνοιχτα αποχωρητήρια με τα απολυμαντικά τους, που η μυρωδιά τους μου θύμιζε πάντα κοπανισμένα στραγάλια. Είναι ανεξερεύνητες οι διαδρομές της οσφρητικής μνήμης και οι συνειρμοί της, το ίδιο όπως και της ακουστικής. κυριακή στις πρωινές παραστάσεις, στο μεγάλο πιάτο του ταμείου, μια γυναίκα με κόκκινα νύχια παίρνει και δίνει με κρότο κέρματα που έχουν πάνω τον στρατιώτη με τον φοίνικα. Θυμάμαι τις λέξεις στο πιάτο: Χαλιά Πέρσικα. ο ήχος απ τα κέρματα σήμαινε την είσοδο στον σκοτεινό κάτω κόσμο, σκαλιά κι ύστερα κι άλλα σκαλιά, και τέλος ν ανοίγουν τα δυο φύλλα της πύλης με το χοντρό βελούδο και να ρχεται η ώρα της μυρωδιάς του σκοταδιού. στη μεταπολίτευση, αργότερα, έφαγα πολλές σακούλες σπόρια χαζεύοντας απ το μπαλκόνι, τότε που οι αμέτρητες διαδηλώσεις, πλημμυρίδες ολόκληρες ήταν, ακολουθούσαν τυφλά την ίδια διαδρομή, όπως τα υποζύγια που πάνε μόνα τους στη γούρνα για νερό: υπουργείο, τούρκικο προξενείο και τέρμα στην πλατεία του Χημείου. Εκεί, κάτι τεράστια ηχεία τρόμαζαν τα φύλλα στις λεύκες και τα τεντοφτέρουγα ορνίθια. στρατιωτικά αμπέχονα, μούσια, μαλλιά ακούρευτα και πανό στο χρώμα της πορφύρας με κίτρινα γράμματα. αυτό το κόκκινο των συνθημάτων στα πανό ήταν το δεύτερο ανεξίτηλο κόκκινο της μνήμης μου το πρώτο είχε ένα προσκοπικό μαχαίρι, το δεύτερο δυο εργαλεία που ζευγαρώνουν με πάνω εκείνο το αρσενικό σφυρί με λένε Νίκο Χαλκίνη και παίζω επιτραπέζια παιχνίδια μνήμης. στο μυαλό μου άνοιξε ένα ταμπλό που μοιάζει της μονόπολης κάποιος ρίχνει το ζάρι και τα χρόνια περνούν. 26

ανεμωλια Είμαι το κόκκινο πιόνι και δίπλα μου στέκουν άλλα τέσσερα, ο μυκηναίος, ο Χρήστος, ο Γέρος και ο στάθης. υπακούμε στο ζάρι κι αγοράζουμε σπίτια και οικόπεδα, πληρώνουμε ενοίκια, χρεοκοπούμε, μπαίνουμε στη φυλακή και ξαναρχίζουμε. Όλη η διαδρομή της μονόπολης είναι τελικά αυτός ο μεγάλος δρόμος, απ τη Λυταία Πύλη και το παλιό καφενείο του καφαντάρη ως το πανεπιστήμιο και το στάδιο του καυταντζόγλου. Όταν πήγα στο γυμνάσιο, οι πολλές βραδιές στον κινηματογράφο αραίωσαν και τα πρωινά σινεάκ της κυριακής κόπηκαν. ο μυκηναίος με διάλεξε σύντροφό του από τους πρώτους μήνες, ίσως γιατί έβρισκα λύσεις εκεί όπου οι υπόλοιποι σήκωναν τα χέρια. Ίσως γιατί είχα την ικανότητα να συλλαμβάνω γρήγορα τις μεγαλοστομίες του και κάθε τρελή ιδέα που μας ξεφούρνιζε κάθε τόσο. Πιο πολύ όμως γιατί ήμουν ο άνθρωπός του για τις δύσκολες αποστολές. «Νίκο αγόρι μου», έτσι ξεκινούσε πάντα πιάνοντάς με από τον ώμο, «μόνο εσύ μπορείς, κανείς άλλος». Πάνω από τέσσερις φορές είχα αφήσει σημειώματα στη Θάλεια, καθώς εκείνη σχολούσε απ τα αγγλικά. ο αρχηγός δεν ήθελε να εκτεθεί, γιατί σ εκείνο το φροντιστήριο πήγαιναν παιδιά απ την πολυκατοικία του. Εγώ ήμουν επίσης αυτός που μπορούσε να πείσει τον πατέρα του πως η παρέα μας είχε στοχοπροσήλωση και δεν ήταν άιντε άιντε. ο Νικηφόρος βέβαια, με τέτοιους βαθμούς και με τέτοια αγελαδίσια φάτσα, θα μπορούσε να είναι η καλύτερη βιτρίνα, αλλά μπροστά στον γερο-χριστοδούλου κοκκίνιζε και μπέρδευε τα λόγια του. το πιο σημαντικό όμως συνέβη ένα σούρουπο στο αστεροσκοπείο, σε μια από κείνες τις βραδιές της θωπείας, όταν ο αρχηγός μας φάνηκε πως είχε μπλέξει για τα καλά. Εκείνη τη μέρα μάς είχαν κολλήσει και κάτι παρέες εκτός του σχολείου, κάτι μάγκες από μια τεχνική σχολή που τους είχε 27

ισιδωροσ ΖουρΓοσ γνωρίσει ο αρχηγός σ ένα σφαιριστήριο της γειτονιάς, μια υπόγα που μύριζε άνυδρο αποχωρητήριο και μούχλα. ο μυκηναίος είχε κοντραριστεί μαζί τους εκείνο το απόγευμα κι εμείς όλοι, απ την κερκίδα που καθόμασταν στο γρασίδι, είχαμε αρχίσει να τα μαζεύουμε. Είχε περάσει η ώρα, άλλωστε νιώθαμε μαζί τους έξω απ τα νερά μας. ο αρχηγός τότε αποφάσισε να κάνει ένα θεαματικό φινάλε. Φώναξε σ όλους να κάνουν στην άκρη και κρύφτηκε πίσω από μια δάφνη. οι ξένοι, οι εξωσχολικοί, κάτι μουρμούρισαν ο ένας στον άλλον και κάποιοι άναψαν τσιγάρο είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και ξεχώριζαν οι καύτρες τους. τα παιδιά των συνεργείων τότε, όσο πιο μεγάλους κάλους και πιο μαύρα νύχια είχαν στα χέρια, τόσο πιο πολυτελή τσιγάρα αγόραζαν. στις παλάμες τους, δίπλα σε χρυσές καδένες και δαχτυλίδια, φώλιαζαν βυσσινί κασετίνες Dunhill με χρυσά γράμματα ή μπλε Royall κατοστάρια. Δυο φοιτήτριες κατηφόριζαν τον δρόμο. καθώς πέρασαν κάτω από ένα φανάρι, τα πρόσωπά τους και τα ρούχα τους φάνηκαν καθαρά. Η μία φορούσε ένα ινδικό φόρεμα και είχε κρεμασμένο στον ώμο ταγάρι, η άλλη τζιν παντελόνι. ο μυκηναίος παραφύλαξε πίσω από τις δάφνες ενώ αυτές πέρασαν από μπροστά του ανυποψίαστες. Ύστερα από λίγο ξεκίνησε. Ήθελε να κάνει το δυσκολότερο από τα κόλπα: να περάσει ανάμεσά τους και με τα δυο χέρια να χουφτώσει και τις δύο ταυτόχρονα. Πράγματι, καθώς πλησίαζε, οι κοπέλες φάνηκαν να αραιώνουν κι άνοιξε χώρος. Η μοίρα, οι θεοί, όλα ήταν μαζί του. Πέρασε πραγματικά ανάμεσά τους και τα χέρια του τις χάιδεψαν για ένα δευτερόλεπτο. οι τσιρίδες τους έσκασαν σαν κροτίδα μέσα στην ησυχία της νύχτας. ο μυκηναίος πήρε την κατηφόρα και σκόπευε να στρίψει στα χόρτα μόλις απομακρυνόταν απ τη λάμπα του δρόμου. κάποιος δαίμονας όμως, ίσως ο ίδιος ο εκηβό- 28

ανεμωλια λος Φοίβος, τον τόξεψε και σκόνταψε πέφτοντας πάνω στις πλάκες. οι τσιρίδες των κοριτσιών είχαν γίνει τώρα βρισιές και απειλές. «κωλόπαιδο!» ούρλιαξε η μία και του χούφτωσε τα μαλλιά όπως ήταν πεσμένος. «αλήτη!» κραύγασε η άλλη, «στην αστυνομία! αλήτη!» το πόπολο της κερκίδας στην αρχή βουβάθηκε κι ύστερα σκόρπισε ανήσυχο στα σκοτάδια. μείναμε μόνο εγώ, ο Χρήστος και ο στάθης να κοιταζόμαστε τρομαγμένοι. οι φωνές που έβγαζαν οι φοιτήτριες ακούγονταν τώρα πιο δυνατές. Όρθιες πάνω απ το ταπεινωμένο κουφάρι του αρχηγού συνέχιζαν να τον βρίζουν «αλήτη! τσογλάνι!» ο αρχηγός είχε κουλουριαστεί και λούφαζε. Δεν ντράπηκα εκείνη τη στιγμή να ζητήσω αρωγή απ τον άγιο του δρόμου μας, κάτι ψιθύρισα μέσα μου και ξεκίνησα. Πίσω μου στο σκοτάδι οι σύντροφοι έστεκαν μαρμαρωμένοι. Ώσπου να φτάσω στην αψάδα της μάχης, είχα αρχίσει κιόλας να ψευτοκλαίω και να κάνω πως κούτσαινα από το ένα πόδι. αυτό το παίζαμε συχνά στους κεντρικούς δρόμους, Εγνατία, τσιμισκή και βάλε. Ένας από μας, κάνοντας πότε τον κουτσό πότε τον ανήμπορο, έκοβε την κίνηση στη μέση και περνούσε με πονεμένο πρόσωπο ανάμεσα απ τους οδηγούς, οι οποίοι και σταματούσαν όπως όπως. Όταν διασχίζαμε τον δρόμο, βγάζαμε μια τσιρίδα και χοροπηδούσαμε προκλητικά, εμφανώς κατάγεροι, απ το απέναντι πεζοδρόμιο. Όπως ο ηθοποιός ζει για τα χειροκροτήματα, έτσι κι εμείς ζούσαμε για εκείνη τη στιγμή, για τα κορναρίσματα του θυμού και της αγανάκτησης. αν μάλιστα ακούγαμε και καμιά βρισιά, θεωρούσαμε την παράσταση άκρως επιτυχημένη. Εκπαιδευμένος λοιπόν εγώ απ όλ αυτά, κουτσαίνοντας και ψευτοκλαίγοντας, προχώρησα προς το κουφάρι του ταπεινωμένου αρχηγού. Όπου το έπος ξεστρατίζει και το κύδος μαραίνεται, έρ- 29

ισιδωροσ ΖουρΓοσ χεται τότε η άλλη ώρα που λέει γλιτωμός να ναι κι όπως να ναι. Δε θυμάμαι και πολλά ύστερα από τόσα χρόνια. Πάντως νομίζω πως τον έλεγα αδελφό μου, σήκω του έλεγα να πάμε σπίτι, η μάνα είναι άρρωστη και περιμένει, σήκω του έλεγα και κοιτούσα τα θύματα να κοντανασαίνουν απ την οργή και να με κοιτούν καχύποπτα. στο μεταξύ είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος, προστέθηκαν κι άλλες παρέες από φοιτητές και μας κοιτούσαν. ο ταπεινωμένος αρχηγός και το κλαψιάρικο μούτρο μου κατάφεραν τελικά να προκαλέσουν τη συμπάθεια του κοινού. τα θύματα τον παράτησαν, κι αφού τον βοήθησα να σηκωθεί, φύγαμε για να πάμε στην «άρρωστη μάνα μας». Βρήκαμε και τους άλλους δυο στα σκοτάδια και τρέχοντας βγήκαμε στην πλατεία του Χημείου. «σταθείτε», μας είπε κάποια στιγμή, «ξεφύγαμε, σταθείτε!» κάθισε για λίγο σ ένα παγκάκι και βάλθηκε να φτιάχνει με τις παλάμες τα μαλλιά του που πετούσαν πέρα δώθε. Εμείς δε μιλούσαμε. Ψαχούλεψε λίγο στο μπουφάν του κι έβγαλε ένα τσαλακωμένο Άστορ. κράτησε το τελευταίο τσιγάρο, που ήταν κι αυτό σπασμένο, και το έβαλε μισό στο στόμα. το άναψε κοντεύοντας να κάψει το μούτρο του. «Πουτάνες!» ψιθύρισε μετά την πρώτη ρουφηξιά. Εκεί, σε μια γωνία της πλατείας του Χημείου, καθώς μια γλυκιά νύχτα ήταν στην αρχή της, με το βλέμμα του μυκηναίου να μας αποφεύγει, κατάλαβα τότε πως κάτι είχε τελειώσει οριστικά. Χρόνια αργότερα θα το έλεγα αλλιώς πως μια ολόκληρη εποχή είχε περάσει, έγινε νερό, κύλησε και το ρούφηξαν τα δέντρα του Χημείου. Ήταν κάπου στην άνοιξη του 1978. 30