2ο Γυμνάσιο Μοσχάτου Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Αγωγής Ο ναός του Παρθενώνα στην Ακρόπολη των Αθηνών Σχολ. Έτος 2014-15 1
Συμμετείχαν οι μαθητές: Γρατσίας Γιάννης Γκιούρδα Έλενα Δούκας Αντώνης Ζώης Κώστας Θεοδωρόπουλος Θοδωρής Καραπατάς Άγγελος Κοτσιφάκης Αναστάσης Κούκη Αριάδνη Κουρουλή Εύα Λιμαντζάκη Άννα Μαρία Λίτο Λάουρα Μακρή Κατερίνα Μαλέση Λυδία Μαρκάκης Μάρκος Μαρκάκης Κώστας Μιχαλιά Έλενα Μπιλίνη Κατερίνα Νικολουδάκη Θεοδώρα Πετροπούλου Γεωργία Σακελλαρίδη Δήμητρα Σολδάτου Κατερίνα Τασούλη Έφη Υπεύθυνοι καθηγητές: Καζνέσης Βασίλης Αλεξόπουλος Μιχάλης Οι φωτογραφίες της εργασίας προέρχονται από τους υπεύθυνους καθηγητές. 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κατά το σχολικό έτος 2014-15 στο 2ο Γυμνάσιο Μοσχάτου υλοποιήθηκε το πρόγραμμα περιβαλλοντικής αγωγής με τίτλο Ο ναός του Παρθενώνα στην Ακρόπολη των Αθηνών. Το πρόγραμμα εντάσσεται στην ενότητα Χώρος, οργάνωση και χρήση και συγκεκριμένα στην υποενότητα Περιβάλλον και Μνημεία, Αρχαιολογικοί χώροι και ιστορικοί τόποι. Στόχος του προγράμματος ήταν η κατασκευή μακέτας σε κλίμακα 1:100 του ναού του Παρθενώνα στην Ακρόπολη των Αθηνών. Σκοπός του προγράμματος ήταν: Η αναζήτηση και η ταξινόμηση πληροφοριών. Η αναγνώριση και η χρήση τεχνικού σχεδίου. Η χρήση εργαλείων και η ανάπτυξη κατασκευαστικών δεξιοτήτων. Η χρήση διαφόρων υλικών για την κατασκευή της μακέτας και η εξέταση εναλλακτικών λύσεων με βάση τις ιδιότητες των υλικών, την ποιότητά τους και την αξία τους. Η συγγραφή της τεχνικής έκθεσης. Παρακάτω δίνονται πληροφορίες για την ιστορία της Ακρόπολης, για τον Παρθενώνα και τα γλυπτά που τον κοσμούσαν, για τους τύπους και τους ρυθμούς των αρχαίων ελληνικών ναών. Επίσης δίνονται τα σχέδια, στα οποία βασιστήκαμε για να κατασκευάσουμε τη μακέτα και περιγράφονται τα διάφορα στάδια της κατασκευής. Τέλος, ακολουθούν φωτογραφίες από την εξέλιξη της κατασκευής και από την εκπαιδευτική επίσκεψή μας στον Παρθενώνα, που πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του περιβαλλοντικού μας προγράμματος. 3
Α. Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ Η Ακρόπολη των Αθηνών είναι ένας βραχώδης λόφος ύψους 156 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 70 μ. περίπου από το επίπεδο της πόλης της Αθήνας. Η κορυφή του έχει σχήμα τραπεζοειδές μήκους 300 μ. και μέγιστου πλάτους 150 μ. Ο λόφος είναι απρόσιτος απ όλες τις πλευρές εκτός της δυτικής, όπου και βρίσκεται η οχυρή είσοδος, η διακοσμημένη με τα λαμπρά Προπύλαια. Διαπιστώθηκε ότι ο λόφος ήταν κατοικημένος από την 3η χιλιετία π.χ.. Υπήρχε εκεί συνοικισμός καθώς επρόκειτο για φυσικό οχυρό με πρόσβαση μόνο από τη δυτική πλευρά, ενώ η επάνω επιφάνεια του λόφου ήταν αρκετά πλατιά ώστε να μπορεί να κατοικηθεί, στις δε πλαγιές υπήρχαν υδάτινες πηγές. Το μέγαρο του τοπικού άρχοντα βρισκόταν στη θέση όπου πολλούς αιώνες αργότερα χτίστηκε το Ερέχθειο. Με το πέρασμα του χρόνου, ο άρχοντας του συνοικισμού της Ακρόπολης απέκτησε μεγάλη δύναμη και κάποια στιγμή ένωσε υπό την εξουσία του με ειρηνικό τρόπο ολόκληρη την Αττική, με εξαίρεση την Ελευσίνα. Η παράδοση λέει ότι ο άρχοντας αυτός που ένωσε τους συνοικισμούς της Αττικής ήταν ο Θησέας. Το γεγονός αυτό τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ της δεύτερης προ Χριστού χιλιετίας. Ο κίνδυνος εχθρικών επιδρομών ανάγκασε τον ηγεμόνα αυτό να οχυρώσει την Ακρόπολη με ένα τείχος από μεγάλες πέτρες, το γνωστό αργότερα ως Κυκλώπειο Τείχος. Ο θεσμός της κληρονομικής μοναρχίας καταργήθηκε μετά την αποτυχημένη εισβολή των Δωριέων (11ος αιώνας). Η τάξη των γαιοκτημόνων αναλαμβάνει την εξουσία και επικρατεί το αριστοκρατικό πολίτευμα. Η Ακρόπολη παύει να είναι το διοικητικό κέντρο. Η διοίκηση ασκείται από την κάτω πόλη, το άστυ. Ο λόφος της Ακρόπολης χρησιμοποιείται πλέον ως χώρος θρησκευτικών τελετών, αν και έως τον 4ο αιώνα αποκαλείται «πόλις». Εκεί όπου αρχικά βρισκόταν το μέγαρο του άρχοντα των μυκηναϊκών χρόνων ανοικοδομήθηκε τον 8ο αιώνα μικρός ναός αφιερωμένος στην προστάτιδα της πόλης, την Αθηνά Πολιάδα. Ο ναός αυτός αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα. Στον ναό αυτό φυλασσόταν άγαλμα της θεάς από ξύλο ελιάς, που κατά την παράδοση είχε πέσει από τον ουρανό. Κοντά στο ναό υπήρχαν ο τάφος του Κέκροπα, η ελιά της Αθηνάς, η Ερεχθηίδα θάλασσα, ίχνη από το χτύπημα της τρίαινας του Ποσειδώνα. Από τον ναό εκείνο απέμειναν δύο λίθινες βάσεις κοντά στο νότιο τοίχο του Ερεχθείου. Σ' αυτές τις βάσεις στηρίζονταν οι ξύλινοι κίονες του προδόμου του παλιού ναού. Από τον 6ο αι. π.χ. άρχισαν να χτίζονται πάνω σ αυτόν τα ιερά των Αθηναίων, όπως το Εκατόμπεδον, που καταστράφηκαν κατά τους Περσικούς πολέμους. Ο ναός της Αθηνάς ξαναχτίστηκε πολύ πιο μεγάλος. Το Εκατόμπεδον, ο Εκατόμπεδος ναός, χτίστηκε λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αιώνα και πήρε το όνομα αυτό επειδή είχε μήκος 100 αττικών ποδιών. Ήταν αφιερωμένο στην Παλλάδα Αθηνά, την προστάτιδα της πόλης στους πολέμους, ενώ ο άλλος ναός, της Πολιάδος, ήταν 4
αφιερωμένος στην Αθηνά, προστάτιδα της γονιμότητας της γης και των ανθρώπων. Το Εκατόμπεδον μάλλον βρισκόταν εκεί όπου χτίστηκε αργότερα ο Παρθενώνας και πρέπει να ήταν δωρικός περίπτερος ναός. Στο Εκατόμπεδον φαίνεται ότι ανήκε σωζόμενο μεγάλο πώρινο αέτωμα όπου λιοντάρια κατασπαράζουν έναν ταύρο, πλαισιωμένα από δύο παραστάσεις: τον Ηρακλή που αντιμετωπίζει το θαλάσσιο δαίμονα Τρίτωνα, και τον λεγόμενο τρισώματο δαίμονα, που κρατάει τα σύμβολα των τριών στοιχείων της φύσης, δηλαδή του νερού, της φωτιάς και του αέρα. Έχουν βρεθεί επιγραφές αλλά και θραύσματα γλυπτών που δείχνουν ότι την αρχαϊκή περίοδο υπήρχαν στην Ακρόπολη και μικρότερα κτίσματα, τα «οικήματα», όπου φυλάσσονταν χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα. Έχει προσδιοριστεί από την αρχαιολογική έρευνα η ύπαρξη πέντε τέτοιων οικημάτων. Επί της εποχής του Πεισιστράτου στην Ακρόπολη υπήρχαν πολλά αγάλματα χάλκινα ή μαρμάρινα, αγγεία κ.λπ. που τα αφιέρωναν πολίτες στην Αθηνά. Η ανοικοδόμηση των τειχών και των ιερών άρχισε αμέσως μετά την ήττα των Περσών, το 465 π.χ., την εποχή δηλαδή του Περικλή. Κάτω από την επίβλεψη του Φειδία και των αρχιτεκτόνων Μνησικλή, Καλλικράτη και Καλλίμαχου χτίστηκαν και διακοσμήθηκαν ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια και ο ναός της Αθηνάς ή Απτέρου Νίκης. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο προστέθηκαν μερικά ασήμαντα κτίσματα. Κατά τη Βυζαντινή εποχή ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Κατά τη φραγκοκρατία έγινε καθολικός ναός, ενώ κατά την τουρκοκρατία τζαμί. Κατά την τουρκοκρατία η Ακρόπολη έπαθε τις περισσότερες ζημίες. Οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει πυρίτιδα πάνω σ' αυτήν και έγιναν αίτιοι να καταστραφούν τα μνημεία της. Το 1645 ένας κεραυνός που έπεσε πάνω στην πυρίτιδα ανατίναξε τα Προπύλαια. Το 1687, όταν την Ακρόπολη πολιορκούσε ο Ενετός Μοροζίνι, μία από τις βόμβες έπεσε πάνω στην πυρίτιδα που ήταν αποθηκευμένη στον Παρθενώνα και κατέστρεψε το ναό. Εκτεταμένες καταστροφές προκάλεσε και ο Άγγλος Τόμας Μπρους, 7ος κόμης του Έλγιν, λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821. Έβαλε να ξηλώσουν τη ζωφόρο του Παρθενώνα, μετόπες, αετώματα, μία Καρυάτιδα και έναν κίονα του Ερεχθείου, τα οποία μετέφερε στην Αγγλία. Για όλα αυτά πλήρωσε 35000 λίρες στους Τούρκους και στους Αθηναίους δώρισε ένα ρολόι, που στήθηκε στην αρχαία αγορά. Κατά την Επανάσταση του 1821 η Ακρόπολη πολιορκήθηκε διαδοχικά από Έλληνες και Τούρκους και υπέστη νέες καταστροφές. Το 1834 άρχισαν οι αρχαιολογικές εργασίες για την αποκατάσταση των μνημείων της. 5
Β. Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ Το όνομα σημαίνει οίκος, δηλαδή ιερό της Παρθένου (εννοείται Αθηνάς). Το κτίριο του Παρθενώνα δεν ήταν το πρώτο στη θέση αυτή. Με βεβαιότητα γνωρίζουμε ότι είχε αρχίσει να οικοδομείται στην ίδια θέση ένας παλαιότερος Παρθενώνας που έμεινε μισοτελειωμένος, λεγόμενος Προπαρθενών. Ορισμένοι αρχαιολόγοι υποθέτουν την ύπαρξη ενός ακόμη πιο παλαιού από τον 6ο π.χ. αιώνα κτιρίου. Από τον Προπαρθενώνα σώζεται το επιβλητικό πώρινο θεμέλιο, το οποίο χρησιμοποιήθηκε και στον Παρθενώνα, που δείχνει ότι θα ήταν μεγαλύτερος στο μήκος και στενότερος στο πλάτος από τον τελευταίο. Από την ανωδομή του, που ήταν μαρμάρινη, σώθηκαν πολλοί σπόνδυλοι, κυρίως εντοιχισμένοι στο βόρειο τείχος, αλλά και άλλοι σκόρπιοι στην επιφάνεια. Η χρονολόγηση του κτιρίου αυτού είναι ένα από τα επίμαχα θέματα της Ακρόπολης. Πιθανότερη φαίνεται η εκδοχή ότι άρχισε να χτίζεται μετά τη Μάχη του Μαραθώνα και ότι σταμάτησε η ανέγερσή του με την περσική εισβολή. Μια άλλη εκδοχή, ότι δηλαδή άρχισε να χτίζεται στα χρόνια του Κίμωνος και ότι ο Περικλής τροποποίησε το σχέδιο του αρχικού ναού, προσκρούει σε πολλές αντιρρήσεις. Ο Παρθενώνας (διαστάσεων στυλοβάτη 69,57 x 30,86 μ.), ήταν το πρώτο και το κυριότερο έργο του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή. Περισσότερο από θρησκευτικό κτίσμα ο ναός ήταν ένα πολιτικό μνημείο που αποσκοπούσε στην εξύψωση του μεγαλείου της Αθήνας. Αρχιτέκτονές του ήταν ο Ικτίνος και ο Καλλικράτης, εμπνευστής του όμως ο γλύπτης Φειδίας. Ο ναός είναι περίπτερος, με οκτώ κίονες στις στενές πλευρές και δεκαεπτά στις μακρές (μετρούμε δύο φορές τους γωνιακούς κίονες). Έξι δωρικοί κίονες κοσμούν την όψη του προδόμου και έξι του οπισθόδομου, πίσω από τους κίονες του πτερού. Σε κάτοψη το κτίριο παρουσιάζει την παρακάτω διαίρεση από ανατολικά προς τα δυτικά: πρόδομος, σηκός (που ονομαζόταν και εκατόμπεδος ναός), κυρίως Παρθενώνας και οπισθόδομος. Στο βάθος του σηκού ήταν το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παλλάδος Αθηνάς, έργο του Φειδία, τον τύπο του οποίου γνωρίζουμε από περιγραφές και κάποιες απομιμήσεις ή απεικονίσεις. Η θεά εικονιζόταν όρθια, πάνοπλη, με το δόρυ στον αριστερό ώμο της και την ασπίδα ακουμπισμένη στο πλάι, όπου κουλουριαζόταν το φίδι, ο Εριχθόνιος. Με το δεξί της χέρι κρατούσε τη Νίκη που έμοιαζε να πετά προς αυτή για να τη στεφανώσει. Από ελεφαντόδοντο ήταν τα γυμνά μέρη του αγάλματος, δηλαδή κεφάλι και άκρα, ενώ ο κορμός ήταν καλυμμένος από χρυσά ελάσματα, που βιδώνονταν σε ξύλινο εσωτερικό σκελετό. Πλούσια πλαστική διακόσμηση κάλυπτε κάθε δυνατή επιφάνεια του αγάλματος, το κράνος, την εξωτερική (Αμαζονομαχία) και την εσωτερική (Κενταυρομαχία) όψη της ασπίδας. Ανάγλυφη διακόσμηση είχε και το βάθρο του αγάλματος, που απεικόνιζε τη γέννηση της Πανδώρας. Το άγαλμα μεταφέρθηκε τον 5ο μ.χ. αιώνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου χάθηκε, άγνωστο πότε και πώς. Από το βάθρο του 6
αγάλματος σώζονται επί τόπου ελάχιστα υπολείμματα του πυρήνα του. Μια δωρική κιονοστοιχία σε σχήμα Π πλαισίωνε το άγαλμα, στηρίζοντας ταυτόχρονα και την οροφή. Σημαντικό ακόμα είναι ότι η εσωτερική αυτή κιονοστοιχία για πρώτη φορά τοποθετείται με τέτοιον τρόπο, δηλαδή κοντά στους τοίχους του σηκού, με αποτέλεσμα να δημιουργεί στον ναό την αίσθηση μεγαλύτερου εσωτερικού χώρου. Αυτή είναι μια σημαντική στιγμή της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, γιατί οι αρχιτέκτονες αρχίζουν να ενδιαφέρονται και για το εσωτερικό των ναών. Ο κυρίως Παρθενώνας, πίσω από τον σηκό, χρησίμευε για τη φύλαξη του συμμαχικού ταμείου και άλλων πολύτιμων αντικειμένων. Για τη φύλαξη του ταμείου της Αθηνάς και των άλλων θεών χρησίμευε και ο οπισθόδομος, ο χώρος του οποίου έκλεινε με κάγκελα που ένωναν τους κίονες μεταξύ τους. Ο πλαστικός διάκοσμος του ναού ήταν πλουσιότατος. Την ευθύνη του προγράμματος και της τέχνης, καθώς και την εποπτεία της εκτελέσεως, είχε ο Φειδίας. Την εκτέλεση όμως ανέλαβαν πλήθος γλύπτες, ανάμεσα στους οποίους ξεχώριζαν κορυφαίοι καλλιτέχνες όπως ο Αγοράκριτος, ο Αλκαμένης, ο Κρησίλας κ.ά. Το χρονικά παλαιότερο μέρος του πλαστικού διακόσμου είναι οι μετόπες (447440 π.χ.), που παρίσταναν και στις τέσσερις πλευρές μυθικές μάχες, των οποίων κεντρικό νόημα ήταν η επικράτηση των δυνάμεων της τάξης στις δυνάμεις του χάους. Στις ανατολικές μετόπες παριστανόταν η μάχη των θεών κατά των Γιγάντων, στις βορινές η άλωση της Τροίας από τους Έλληνες, στις δυτικές η μάχη των Αθηναίων κατά των Αμαζόνων και στις νότιες ο αγώνας των Λαπιθών κατά των Κενταύρων. Η ζωφόρος (442-438 π.χ.) περιέβαλλε το επάνω μέρος του κυρίως κτιρίου και είχε ενιαίο θέμα, την πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων, η οποία, ξεκινώντας από τη ΝΔ. γωνία σε δύο ομάδες, κατέληγε στην ανατολική πλευρά. Άλλη ερμηνεία λέει πως η ζωφόρος του Παρθενώνα δεν αποτελεί απεικόνιση της πομπής των Παναθηναίων όπως αυτή διεξαγόταν κατά τον 5ο π.χ. αιώνα, αλλά παράσταση της ίδρυσης τους και της πρώτης τελέσεως τους από τον μυθικό γενάρχη της Αθήνας Ερεχθέα. Από τα αετώματα (438-432 π.χ.) το ανατολικό παρίστανε τη γέννηση της Αθηνάς και το δυτικό την έριδα του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την κατοχή της Αττικής. Ο πλαστικός διάκοσμος εξαίρονταν, όπως και πολλά από τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, με τη χρήση της πολυχρωμίας, της οποίας έχουν σωθεί κάποια λείψανα, ιδίως στα αρχιτεκτονικά μέλη. Ο Παρθενώνας φημίζεται για τις αρχιτεκτονικές λεπτότητές του, που παρατηρήθηκαν και μελετήθηκαν από τον 19ο αιώνα. Οι πιο σπουδαίες και πιο γνωστές από αυτές είναι οι καμπύλες, τις οποίες παρουσιάζουν όλες οι οριζόντιες επιφάνειές του και οι οποίες αποσκοπούσαν στην οπτική αποκατάσταση των επιφανειών αυτών (που θα φαίνονταν κοίλες αν ήταν τελείως οριζόντιες), αλλά και στο ζωντάνεμα σχημάτων, που αλλιώς θα παρουσιάζονταν άψυχα και νεκρά. Άλλες λεπτότητες είναι η μείωση και η ένταση που παρουσιάζει κάθε κίονας, οι κλίσεις των κιόνων προς τα μέσα, οι άνισες αποστάσεις των κιόνων μεταξύ τους κ.ά. 7
Οι καταστροφές στον Παρθενώνα άρχισαν στα αρχαία ακόμη χρόνια. Σε κάποια εποχή της Ρωμαϊκής Περιόδου αφαιρέθηκε η κιονοστοιχία του σηκού και αντικαταστάθηκε αργότερα από μια κιονοστοιχία παρμένη από στοά του 2ου π.χ. αιώνα, που βρισκόταν στην κάτω πόλη. Ίσως την εποχή που μετατρεπόταν ο Παρθενώνας σε εκκλησία να καταστράφηκε και όλο το κεντρικό τμήμα του ανατολικού αετώματος, με την προσθήκη αψίδας για τη νέα λατρεία. Η έκρηξη του 1687 κατέστρεψε σημαντικό μέρος του κτιρίου, κυρίως το κεντρικό, καθώς και μέρος του πλαστικού διακόσμου. Το μεγαλύτερο πάλι μέρος του πλαστικού διακόσμου που διέφυγε την καταστροφή αποσπάστηκε και μεταφέρθηκε στην Αγγλία από τον Τόμας Μπρους, 7ο κόμη του Έλγιν, στις αρχές του 19ου αιώνα. Στο κτίριο απομένουν η δυτική ζωφόρος, οι μετόπες της ανατολικής, βόρειας, δυτικής πλευράς και η νοτιοδυτική της νότιας πλευράς. Στο Μουσείο της Ακρόπολης βρίσκονται αρκετές πλάκες και κομμάτια των άλλων πλευρών της ζωφόρου, κομμάτια μορφών των αετωμάτων και των μετοπών. Σπαράγματα υπάρχουν και σε διάφορα άλλα μουσεία. Ο Παρθενώνας ως τμήμα του ευρύτερου μνημειακού συμπλέγματος έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτισμικής κληρονομιάς από τις 11 Σεπτεμβρίου 1987. Ωστόσο, δεν είναι η τυπική πρόσθεση σε έναν κατάλογο εκείνη που κάνει τον Παρθενώνα τμήμα της πολιτισμικής κληρονομιάς. Ως υλικό εγχείρημα είναι η πλέον αξιόπιστη μαρτυρία ενός προηγμένου τεχνολογικά και αισθητικά πολιτισμού, που έχει επηρεάσει σημαντικά την ανάπτυξη του σύγχρονου κόσμου. 8
Γ. ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ O πλούτος της γλυπτικής διακόσμησης του Παρθενώνα ήταν μοναδικός. Τρεις ήταν οι βασικές γλυπτικές ενότητες: τα αετώματα, οι μετόπες και η ζωφόρος. Τα αετώματα, δηλαδή οι τριγωνικοί χώροι που σχηματίζονται από τα γείσα της στέγης στις στενές πλευρές του ναού, ήταν τα τελευταία τμήματα που δέχθηκαν γλυπτή διακόσμηση με ολόγλυφα αγάλματα (437-432 π.χ.). Είχαν μήκος 28,35 μ και ύψος 3,456 μ, ενώ το βάθος του τυμπάνου είναι 0,91 μ. Το οριζόντιο γείσο είναι πιο ενισχυμένο σε σχέση με τα πλάγια πλευρικά, για να αντέχει στο βάρος των γλυπτών. Τα θέματα των αετωμάτων προέρχονται από τους μύθους της Αθήνας. Απεικόνιση του ανατολικού αετώματος Το ανατολικό, επάνω από την είσοδο του ναού εικόνιζε τη γέννηση της θεάς Αθηνάς από το κεφάλι του πατέρα της, του Δία, με την παρουσία Ολύμπιων θεών. Οι περισσότερες από τις κεντρικές μορφές του αετώματος έχουν χαθεί. Εικονίζονταν ο Δίας, η Αθηνά και ο Ήφαιστος, ο οποίος, σύμφωνα με το μύθο, άνοιξε με ένα τσεκούρι το κεφάλι του Δία, για να γεννηθεί η θεά. Δίπλα τους εικονίζονταν η Ήρα, ο Ποσειδώνας, ο Ερμής, ο Άρης και ο Απόλλωνας. H σκηνή της γέννησης της Αθηνάς πλαισιώνεται στα δύο άκρα του αετώματος από τα άρματα του Ήλιου που ανατέλλει και της Σελήνης που δύει, προσδιορίζοντας έτσι ότι η γέννηση έγινε την αυγή. Αριστερά, παριστάνεται ξαπλωμένος ο Διόνυσος. Ακολουθούν η Δήμητρα και η κόρη της, η Περσεφόνη, καθισμένες επάνω σε κασέλες. Δίπλα τους εικονίζεται όρθια η Άρτεμη. Στη δεξιά πλευρά του αετώματος, υπάρχει ένα σύμπλεγμα τριών καθιστών θεοτήτων, της Εστίας, της Διώνης και της κόρης της, της Αφροδίτης, ξαπλωμένης νωχελικά στην αγκαλιά της μητέρας της. Απεικόνιση του δυτικού αετώματος Στο δυτικό αέτωμα εικονιζόταν η διαμάχη μεταξύ της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για τη διεκδίκηση της προστασίας της πόλης, που κατέληξε στη νίκη της θεάς Αθηνάς, η οποία έγινε πολιούχος της Αθήνας. Στο μέσον εικονίζονταν οι δύο θεοί με τα δώρα τους, η Αθηνά με την ελιά και ο Ποσειδώνας με το αλμυρό νερό. Πλαισιώνονταν από τα δύο άρματα, με τα οποία έφτασαν στον αγώνα, έχοντας ως ηνιόχους αντίστοιχα τη Νίκη και τη σύζυγο του Ποσειδώνα, Αμφιτρίτη. Δίπλα τους οι δύο αγγελιοφόροι, ο Ερμής και η Ίρις, έρχονται να αναγγείλουν το τέλος του αγώνα. Στην αριστερή πλευρά παριστάνεται ο μυθικός βασιλιάς της Αθήνας 9
Κέκροπας με την κόρη του Πάνδροσο και δίπλα του το γιο του, τον Ερυσίχθονα. Στη δεξιά πλευρά παριστάνεται καθιστή η Ωρείθυια, η κόρη του Ερεχθέα, πλαισιωμένη από τους δύο δίδυμους γιους της. Στα δύο άκρα του αετώματος οι μισοξαπλωμένες μορφές είναι προσωποποιήσεις του ποταμού Κηφισού και της πηγής Καλλιρρόης. Δίπλα της ο άλλος ποταμός της Αττικής, ο Ιλισός, παριστάνεται γυμνός, καθιστός. Επάνω από την εξωτερική κιονοστοιχία βρίσκονταν οι μετόπες του ναού. Ήταν συνολικά 92 ανάγλυφες πλάκες περίπου 1.35μ. x 1.35 μ. Τοποθετημένες ανάμεσα στα τρίγλυφα. Ήταν τα πρώτα τμήματα του ναού που διακοσμήθηκαν (445-440 π.χ.). Τα θέματα των αναγλύφων στις μετόπες προέρχονται από την ελληνική μυθολογία. Στα ανατολικά, στην ιερότερη όψη του μεγάλου ναού, μπορούσε να δει κανείς σκηνές από τη Γιγαντομαχία, τη μυθική μάχη μεταξύ των θεών του Ολύμπου και των Γιγάντων. Στη δυτική πλευρά υπήρχαν σκηνές της Αμαζονομαχίας, της μάχης των Αθηναίων εναντίον των Αμαζόνων. Στη βόρεια πλευρά απεικονίζονταν σκηνές από τον Τρωικό πόλεμο, κυρίως η άλωση της Τροίας από τους Έλληνες. Στη νότια πλευρά το θέμα ήταν η Κενταυρομαχία, η μάχη των Θεσσαλών Λαπίθων με τους Κενταύρους, οι οποίοι, κατά το μύθο, ήταν βαρβαρική φυλή με σώμα αλόγου και με κορμό και κεφαλή ανθρώπου. H ζωφόρος είναι μία συνεχής ζώνη με ανάγλυφες παραστάσεις, που περιέτρεχε εξωτερικά τον κυρίως ναό σε ύψος 12 μέτρων από τη βάση του. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 442-438 π.x.. Είχε συνολικό μήκος 160 μέτρα και ύψος 1,02 μέτρα. Πλούσια χρώματα και πρόσθετα μεταλλικά στοιχεία διακοσμούσαν τις μορφές, που πρόβαλλαν ανάγλυφα επάνω σε βαθύ γαλάζιο φόντο. Θέμα της ζωφόρου ήταν η πομπή προς την Ακρόπολη που γινόταν κατά τα Μεγάλα Παναθήναια, τη γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. H γιορτή ήταν πολυήμερη και περιελάμβανε διάφορες εκδηλώσεις: καλλιτεχνικούς και αθλητικούς αγώνες καθώς και τη μεγάλη πομπή προς την Ακρόπολη. Στην πομπή συμμετείχαν 378 μορφές, θεοί, ήρωες της πόλης, άρχοντες, πολίτες άνδρες και γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι καθώς και περισσότερα από 200 ζώα, κυρίως άλογα, αλλά και βόδια και κριάρια. Από τη νοτιοδυτική γωνία της ζωφόρου ξεκινάει η πομπή χωρισμένη σε δύο ομάδες, που προχωρούν κατά μήκος των μακριών πλευρών και συναντιούνται στο κέντρο της ανατολικής πλευράς. Τμήμα της δυτικής ζωφόρου Στη δυτική ζωφόρο εικονίζεται η προετοιμασία της πομπής των Παναθηναίων που γινόταν στον Κεραμεικό. H πομπή κινείται από τα δεξιά προς τα αριστερά. Ήρεμες σκηνές εναλλάσσονται με σκηνές δράσης. Εικονίζονται ιππείς σε διάφορες στάσεις. Κάποιοι συζητούν, άλλοι δένουν τα σανδάλια τους, άλλοι προσπαθούν να 10
δαμάσουν το άλογό τους. H πομπή στη βόρεια ζωφόρο κινείται από δεξιά προς τα αριστερά. H σύνθεση του πρώτου τμήματος της πομπής αποτελείται από εξήντα ιππείς, που επικαλύπτονται σε αλλεπάλληλα επίπεδα. Μπορούμε να διακρίνουμε δέκα ομάδες ιππέων. Οι ιππείς άλλοτε απεικονίζονται γυμνοί, άλλοτε φορούν κοντό χιτώνα, ενώ άλλοτε έχουν πλήρη ενδυμασία, μερικές φορές και πανοπλία. Στην επόμενη ομάδα απεικονίζεται ο αγώνας των αποβατών (αγώνισμα της γιορτής των Παναθηναίων). Στη βόρεια πλευρά της ζωφόρου εικονίζονται δώδεκα άρματα. Ακολουθεί η πομπή της θυσίας. Προπορεύονται τα ζώα που θα θυσιαστούν, τέσσερα βόδια και τέσσερα κριάρια με τους οδηγούς τους. Συμμετέχουν επίσης θαλλοφόροι, δηλαδή άνδρες που κρατούν κλαδιά ελιάς, μουσικοί, υδριαφόροι που φέρουν αγγεία με νερό και σκαφηφόροι που φέρουν σκάφες προσφορών. Στη νότια ζωφόρο η πομπή κινείται από αριστερά προς τα δεξιά. Αρχίζει με τον τελετάρχη που εποπτεύει τους αγώνες. Ακολουθεί και εδώ η παράταξη εξήντα ιππέων. Ανάλογα με την ενδυμασία μπορούμε να τους χωρίσουμε σε δέκα ομάδες από έξι ιππείς η καθεμία. Οι ιππείς συμμετέχουν στην πομπή κατά φυλές, σύμφωνα με την οργάνωση των Αθηναίων πολιτών σε δέκα φυλές. Ακολουθεί η πομπή των αρμάτων, η οποία λόγω της ανατίναξης του 1687 διατηρείται πολύ αποσπασματικά. Συμμετέχουν δέκα άρματα, που το κάθε ένα αναπτύσσεται σε ένα λίθο. Στους επόμενους λίθους εικονίζεται η πομπή της θυσίας. Εδώ τα ζώα για τη θυσία είναι δέκα βόδια που συνοδεύονται από τους οδηγούς τους. Ακολουθούν και εδώ θαλλοφόροι, μουσικοί και σκαφηφόροι. Η πομπή της θυσίας συνεχίζεται στην ανατολική ζωφόρο, όπου συναντιούνται τα δύο τμήματα της πομπής. Πρόκειται για την ιερότερη πλευρά του ναού, στην οποία δεν εικονίζονται ζώα, παρά μόνο θεοί και θνητοί. Είναι η μόνη πλευρά στην οποία συμμετέχουν γυναίκες, που προχωρούν προς το μέσον κρατώντας τελετουργικά σκεύη για τη θυσία, οινοχόες, φιάλες και θυμιατήρια. Στη μέση της ανατολικής πλευράς, εικονίζεται το αποκορύφωμα του πολυήμερου εορτασμού των Παναθηναίων, το τέλος της πομπής, η παράδοση του πέπλου, του δώρου των Αθηναίων, που θα έντυνε το ιερό λατρευτικό ξύλινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς που βρισκόταν στο Ερέχθειο. Στη σκηνή συμμετέχουν πέντε μορφές, τρεις γυναίκες, δύο που μεταφέρουν τα ιερά καθίσματα και μία μεγαλύτερη, ίσως η Ιέρεια που τις καθοδηγεί. Μία σεβάσμια μορφή, ίσως ο "Άρχων-Βασιλεύς" και ένα παιδί κρατούν τον πέπλο. Τμήμα της ανατολικής ζωφόρου Αριστερά και δεξιά της κεντρικής σκηνής εικονίζονται οι θεοί του Ολύμπου καθιστοί, μεγαλύτεροι από τις άλλες μορφές, υποδηλώνοντας έτσι τη θεϊκή τους 11
υπόσταση. Πρώτος από αριστερά εικονίζεται ο Ερμής με τον πέτασο στα γόνατά του. Δίπλα ο Διόνυσος κρατούσε θύρσο, η Δήμητρα δάδα και ο Άρης το δόρυ του. O Δίας κάθεται σε θρόνο και κρατάει το σκήπτρο του. Δίπλα του εικονίζεται η σύζυγός του, η Ήρα. Πίσω τους στέκεται όρθια η Ίρις, η αγγελιοφόρος των θεών. Δίπλα στις κεντρικές μορφές κάθεται η Αθηνά. Στα γόνατά της κρατάει την αιγίδα και με το δεξί της χέρι δόρυ. Δίπλα της κάθεται ο Ήφαιστος με το μπαστούνι του. Ακολουθούν ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του, ο Απόλλωνας με στεφάνι και κλαδί δάφνης, η Άρτεμη με το τόξο της και η Αφροδίτη με το γιο της, τον Έρωτα. Οι εικόνες των γλυπτών και οι αναπαραστάσεις των αετωμάτων προέρχονται από την ιστοσελίδα http://www.ysma.gr/static/files/parthenonsculpture_gr.pdf της Υπηρεσίας συντήρησης μνημείων Ακρόπολης 12
Δ. ΤΥΠΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ Ο ναός στην ελληνική αρχαιότητα ήταν η κατοικία του θεού, το κτήριο που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα μιας ή περισσότερων θεοτήτων, και όχι ο χώρος συνάθροισης των πιστών, όπως στο χριστιανικό κόσμο. Αυτό φανερώνει και το ουσιαστικό «ναός», που προέρχεται από το ρήμα «ναίω» (=κατοικώ). Το λατρευτικό άγαλμα τοποθετούνταν στο βάθος του ναού, πάνω στον κατά μήκος άξονα του κτηρίου. Οι πιστοί συγκεντρώνονταν στον περιβάλλοντα χώρο έξω από το κτήριο του ναού, όπου βρισκόταν και ο βωμός για την προσφορά θυσιών και την άσκηση της λατρείας. Η βασική αυτή λειτουργική ιδιομορφία του ελληνικού ναού είναι σημαντική για την κατανόηση της αρχιτεκτονικής του, καθώς υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι ναοί σχεδιάζονταν με βάση και το άγαλμα που επρόκειτο να στεγάσουν. Σε αυτή τη λειτουργικότητα οφείλονται τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού ναού, που μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω με γνώμονα τα μνημεία του 6ου-4ου αι. π.χ.: μνημειακότητα γενική στενότητα του εσωτερικού χώρου. ορθογώνια κάτοψη με επιμήκεις αναλογίες απόλυτη συμμετρία εκατέρωθεν του κεντρικού άξονα του κτηρίου περισσότερη φροντίδα για την εξωτερική εμφάνιση παρά για το εσωτερικό είσοδος από την ανατολική πλευρά. περιορισμένη τυπολογική διαφοροποίηση στη ναοδομία. Πυρήνας του ελληνικού ναού είναι ο σηκός, ένα κτήριο ορθογώνιας κάτοψης με είσοδο στην ανατολική στενή πλευρά. Στην απλούστερη μορφή του το κτήριο αυτό είναι μονόχωρο. Συνθετότερα αρχιτεκτονήματα περιλαμβάνουν ένα προθάλαμο, τον πρόδομο ή πρόναο, και ένα αντίστοιχο χώρο στην αντίθετη πλευρά, που δεν επικοινωνεί με τον κυρίως ναό, τον οπισθόδομο. Ανάμεσα στον οπισθόδομο, που είναι προσβάσιμος μόνο από το εξωτερικό του ναού, και τον κυρίως ναό (ή στη θέση του οπισθόδομου), βρίσκεται συχνά ένα δωμάτιο που επικοινωνεί με τον κυρίως ναό και είναι προσβάσιμο μόνο για τους ιερείς, το άδυτον. Ανάλογα με την ύπαρξη των παραπάνω χώρων ο ναός χαρακτηρίζεται απλός, αν έχει μόνο πρόδομο, ή διπλός, αν διαθέτει και οπισθόδομο. Ο ναός που δεν έχει κανένα από τους δύο χώρους, παρά μόνο τον κυρίως ναό, ονομάζεται μονόχωρος. Στην είσοδο του πρόδομου και του οπισθόδομου βρίσκονται συνήθως κίονες. Αυτοί οι κίονες μπορεί να βρίσκονται ανάμεσα στις παραστάδες που σχηματίζουν οι πλευρικοί τοίχοι, οπότε ο ναός ονομάζεται εν παραστάσι, ή μπροστά από αυτές, οπότε ο ναός ονομάζεται πρόστυλος. Αν η κιονοστοιχία του πρόστυλου πρόδομου επαναλαμβάνεται στον οπισθόδομο, τότε ο ναός ονομάζεται αμφιπρόστυλος. Σειρές κιόνων, που ονομάζονται περίστασις ή πτερόν, περιβάλλουν το σηκό απ' 13
όλες τις πλευρές. Σ' αυτή την περίπτωση ο ναός ονομάζεται περίπτερος. Αν ο ναός περιβάλλεται από διπλό πτερόν, τότε ονομάζεται δίπτερος. Κάποιοι ναοί περιβάλλονται από απλή κιονοστοιχία, που όμως έχει τοποθετηθεί σε τέτοια απόσταση από το σηκό, σαν να ήταν η εξωτερική κιονοστοιχία δίπτερου ναού. Αυτοί οι ναοί ονομάζονται ψευδοδίπτεροι. Ο διάδρομος που σχηματίζεται ανάμεσα στην κιονοστοιχία του πτερού και στους τοίχους του σηκού ονομάζεται πτέρωμα. Κιονοστοιχίες μπορεί να υπάρχουν και στο εσωτερικό του ναού, συνήθως δύο, χωρίζοντάς τον σε τρία κλίτη, ένα πλατύτερο κεντρικό και δύο στενότερα πλευρικά. Συχνά οι εσωτερικές κιονοστοιχίες αποτελούνται από μικρούς κίονες που τοποθετούνται σε δύο επίπεδα, ώστε η μία να πατάει πάνω στην άλλη. Αυτού του είδους η κιονοστοιχία ονομάζεται δίτονη. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αφορούν στην κάτοψη του αρχαίου ελληνικού ναού. Τα μέρη που διακρίνονται στην όψη του είναι - εκτός από τον κίονα με το κιονόκρανο - η κρηπίδα, ο στυλοβάτης και ο θριγκός. Κρηπίδα ή κρηπίδωμα είναι το λίθινο βαθμιδωτό βάθρο, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται ο ναός. Στυλοβάτης είναι η τελευταία βαθμίδα αυτού του βάθρου, που σχηματίζει το δάπεδο του ναού και το θεμέλιο για τους τοίχους του σηκού και τους κίονες. Θριγκός είναι ολόκληρη η ανωδομή πάνω από τα κιονόκρανα και αναλύεται λεπτομερέστερα σε διάφορα μέρη. Ωστόσο τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της όψης ενός αρχαίου ελληνικού ναού παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με το ρυθμό στον οποίο είναι χτισμένος. Τέλος αξίζει να προσθέσουμε ότι υπάρχει αναλογία μήκους και πλάτους στους ναούς. Έτσι στην Αρχαϊκή εποχή η αναλογία είναι 1/3, στην Κλασσική 1/2 ½ και στην Ελληνιστική 1/2. 14
Ε. ΡΥΘΜΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΝΑΩΝ Στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική διακρίνονται τρεις ρυθμοί: ο Δωρικός της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Δύσης, ο Ιωνικός της Μικράς Ασίας και των νησιών και ο Κορινθιακός που αναπτύσσεται κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Υπάρχουν όμως σημαντικές αποκλίσεις. Στην Αθήνα και στα πανελλήνια ιερά οι τρεις ρυθμοί αναμιγνύονται. Δωρικός ρυθμός ονομάζεται στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, ο ρυθμός εκείνος που διακρίνεται για τη λιτότητα, την αυστηρότητα και τη μνημειακότητά του. Οι απαρχές του Δωρικού Ρυθμού πιστεύεται ότι βρίσκονται στο Άργος και την Κόρινθο, δύο σημαντικά δωρικά κέντρα τέχνης κατά τη Γεωμετρική Περίοδο (8ος αι. π.χ.). Ωστόσο, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα τόσο πρώιμης εποχής δεν έχουν σωθεί, αφού μάλιστα για την κατασκευή τους θα πρέπει να είχε χρησιμοποιηθεί κυρίως ξύλο. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στον δωρικό ναό της Ήρας στην Ολυμπία (έναν από τους αρχαιότερους) είδε έναν ξύλινο κίονα ανάμεσα στους λίθινους. Φαίνεται ότι οι ξύλινοι κίονες Κιονόκρανο δωρικού ρυθμού αντικαταστάθηκαν σταδιακά με λίθινους. Αυτό δικαιολογεί και το ότι κανένας από αυτούς δεν είναι ίδιος με κάποιον άλλο. Κύριο χαρακτηριστικό των κιόνων είναι η απουσία βάσης: οι κίονες στηρίζονται απευθείας στον στυλοβάτη. Τα κιονόκρανα είναι λιτά σε σχέση με τους άλλους δύο ρυθμούς. Αποτελούνται από δύο μέρη, τον "εχίνο" και τον "άβακα". Ο "άβακας" είναι το τετράγωνης κάτοψης ανώτερο σημείο του κίονα στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο, ενώ ο "εχίνος" (αχινός) είναι το αμέσως κατώτερο σημείο το οποίο αποτελεί ομαλή μετάβαση από τον "άβακα" στον κυρίως κίονα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό των δωρικών κιόνων είναι ότι οι αιχμές των ραβδώσεών τους είναι οξύες και όχι επίπεδες όπως στον Ιωνικό και τον Κορινθιακό. Ο θριγκός στα δωρικά κτήρια αποτελείται από δύο μέρη: το επιστύλιο και τη δωρική ζωφόρο. Το επιστύλιο (η ζώνη που ακουμπά ακριβώς πάνω στους κίονες) χαρακτηρίζεται από την απουσία διακοσμητικών στοιχείων με εξαίρεση μία λεπτή ταινία στο ανώτερο μέρος της, που αποτελεί συνέχεια της διακόσμησης των τριγλύφων που βρίσκονται ακριβώς από πάνω. Στη δωρική ζωφόρο, υπάρχει μία συνεχής εναλλαγή από τρίγλυφα και μετόπες. Τα τρίγλυφα είναι τρία μακρόστενα και κάθετα λαξεύματα στο μάρμαρο. Το σχέδιό τους καθιερώθηκε ώστε να θυμίζει τα ξύλινα δοκάρια που στέγαζαν παλιότερα τους ναούς. Γι' αυτόν τον λόγο, κάτω ακριβώς από το κάθε ένα (σκαλισμένα στο επιστύλιο) βρίσκονται απομιμήσεις των 15
καρφιών που συγκρατούσαν κάποτε τις ξύλινες δοκούς, που ονομάζονται "σταγόνες". Οι μετόπες βρίσκονταν ανάμεσα στα τρίγλυφα και ήταν είτε απλά κομμάτια μαρμάρου, είτε έφεραν γραπτές ή ανάγλυφες παραστάσεις. Κατά την αρχαιότητα, τα τρίγλυφα ήταν βαμμένα μπλε ενώ οι μετόπες κόκκινες. Το σημαντικότερο πρόβλημα στον σχεδιασμό των δωρικών ναών είναι το λεγόμενο "πρόβλημα της γωνιακής τριγλύφου". Κάθε τρίγλυφος ήταν έτσι τοποθετημένη ώστε να βρίσκεται ακριβώς πάνω από κίονα. Αυτό όμως ήταν αδύνατο να συμβεί στους γωνιακούς. Για τον λόγο αυτό έγιναν διάφορες δοκιμές αρκετά ατυχείς (όπως για παράδειγμα η μεγέθυνση των γωνιακών τριγλύφων). Η λύση δόθηκε με την κατασκευή του Παρθενώνα. Εκεί, οι γωνιακοί κίονες μεταφέρθηκαν λίγο πιο κοντά στους παραπλήσιούς τους και το πλάτος των μετοπών μεγάλωνε σταδιακά προς το κέντρο. Με αυτόν τον τρόπο το μάτι του θεατή ξεγελιέται και δίνει μία συμμετρία στο όλο κτίσμα. Ο Ιωνικός ρυθμός κατατάσσεται μεταξύ του Δωρικού και του Κορινθιακού ρυθμού. Κύρια στοιχεία διάκρισης των ρυθμών αυτών είναι η ζωφόρος, τα κιονόκρανα και οι κιονοστοιχίες των αρχαίων κτισμάτων. Διακρίνουμε μεταξύ του Μικρασιατικού Ιωνικού ρυθμού και του Αττικού Ιωνικού ρυθμού, οι οποίοι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά ως προς τη βάση του στύλου και της ζωφόρου. Ο Ιωνικός ρυθμός αρχίζει να εμφανίζεται από τις αρχές του 6ου π.χ. αιώνα, και μάλιστα στα παράλια της μικρασιατικής Ιωνίας, στα νησιά του Αιγαίου και στην Αττική. Το όνομα προέρχεται από τους Ίωνες. Μετά τη διείσδυση των Δωριέων κατά Κιονόκρανο ιωνικού ρυθμού την κάθοδο των Δωριέων μετατοπίστηκε η εμφάνισή τους κυρίως προς τα ανατολικά, στα νησιά του Αιγαίου και στα δυτικά παράλια της μικράς Ασίας. Στην περιοχή της Αθήνας όμως επικράτησαν. Σε σύγκριση με τον Δωρικό ρυθμό, ο Ιωνικός ρυθμός έχει διάφορες μικρές παραλλαγές. Τον 4ο π.χ. αιώνα άρχισε να τυποποιείται και να ξεχωρίζει καθαρά από τον δωρικό ρυθμό. Μια από τις ρίζες του Ιωνικού ρυθμού βρίσκεται στις λίθινες κατασκευές των Κυκλάδων, όπως παρατηρούμε στον Ιωνικό ρυθμό που παρουσιάζεται στην Αθήνα. Γενικό χαρακτηριστικό όμως είναι η εξαιρετική ιδιομορφία, δηλαδή η ελευθερία που είχαν οι διάφοροι αρχιτέκτονες να αναπτύξουν τη δική τους τοπική παραλλαγή. Παραδείγματα είναι η τοπική παραλλαγή της Σάμου ή της Εφέσου με διαφορετικές 16
βάσεις στις κολώνες τους. Αργότερα ο Ιωνικός ρυθμός τυποποιήθηκε και διαδόθηκε. Η δομή του Ιωνικού ρυθμού, αν και ομοιάζει με αυτήν του Δωρικού ρυθμού, έχει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Το θεμέλιο και η βάση του κτηρίου στον Ιωνικό ρυθμό αποτελείται από τον στερεοβάτη που αποτελεί το θεμέλιο και το κρηπίδωμα, τα σκαλάκια. Το θεμέλιο είναι χτισμένο πάνω και μέσα στο έδαφος και προεξέχει μόνο η πάνω επιφάνειά του, η ευθυντηρία. Πάνω στο θεμέλιο είναι χτισμένο το κρηπίδωμα, που σχηματίζει τρεις αναβαθμούς (σκαλάκια). Ο τελευταίος αναβαθμός ονομάζεται στυλοβάτης επειδή επάνω στην επιφάνεια αυτή τοποθετείται η βάση των κατακόρυφων στύλων. Στους αρχαιότερους ναούς Ιωνικού ρυθμού τα σκαλάκια μερικές φορές λείπουν, ενώ ο στυλοβάτης είναι κατευθείαν πάνω στην ευθυντηρία. Από τον 5ο π.χ. αιώνα και μετά αρχίζει να διαδίδεται η κατασκευή με τα σκαλάκια, τα οποία στον 4ο και τον 3ο. π.χ. αιώνα παίρνουν μερικές φορές τεράστιες διαστάσεις, ή έχουν περισσότερα από τρία σκαλάκια. Στο Αρτεμίσιο (ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου) για παράδειγμα βρίσκουμε δέκα σκαλάκια. Σε αντίθεση με τον δωρικό ρυθμό ο κίονας δεν στηρίζεται πάνω στον στυλοβάτη, αλλά έχει την δική του βάση. Στους ιωνικούς ναούς της Μικράς Ασίας η βάση συνήθως αποτελείται από μία τετράγωνη πλάκα, το λεγόμενο πλίνθο. Πάνω στον πλίνθο ακολουθούν διάφορα επιστρώματα που έχουν σχήμα στρογγυλό, και τερματίζουν με εξόγκωση ή προ εσοχή. Τα επιστρώματα αυτά συνήθως είναι διακοσμημένα με οριζόντιες αυλακιές. Στον αττικό ιωνικό ρυθμό συχνά συναντάμε βάσεις χωρίς πλίνθο, αλλά με ιδιαίτερα διογκωμένη στρογγυλή βάση. Οι κίονες σε σύγκριση με τους κίονες του δωρικού ρυθμού είναι λεπτότεροι, στενεύουν ελαφρώς προς τα πάνω και έχουν κατακόρυφες αυλακιές. Τα αυλάκια αντί να συνδέονται μεταξύ τους με οξείες κόψεις, χωρίζονται με μικρές επίπεδες επιφάνειες που είναι ανάμεσά τους. Συνήθως συναντάμε μεταξύ 20 και 24 σε κάθε κίονα, ενώ 24 είναι η κατά προτίμηση κλασική διαρρύθμιση. Το κιονόκρανο είναι λεπτεπίλεπτο, στηρίζεται πάνω στον αστράγαλο, μια λεπτή πλάκα μεταξύ του κίονα και του κιονόκρανου. Έχει πολλά και φαρδιά διακοσμητικά ανάγλυφα και καταλήγει στους κοχλίες δεξιά και αριστερά, πάνω στους οποίους στηρίζεται ένας λεπτός άβακας διακοσμημένος με κυματισμούς. Ο Κορινθιακός ρυθμός είναι ο ρυθμός της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που εμφανίστηκε τελευταίος. Οι κίονες χαρακτηρίζονται από κιονόκρανο που αποτελείται από υψηλό έχινο ("κάλαθος"), που περιβάλλεται από σειρές φύλλων ακάνθης και έλικες στις τέσσερις γωνίες. Μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως εξέλιξη του Ιωνικού λόγω αυτών των ελίκων. Ο ρυθμός αυτός αποτελεί τον πιο διακοσμητικό από τους τρεις και χρησιμοποιήθηκε κυρίως στους ρωμαϊκούς χρόνους με ποικιλία μορφών 17
Σύμφωνα με τον Βιτρούβιο, εφευρέτης του Κορινθιακού κιονόκρανου ήταν ο γλύπτης Καλλίμαχος που εμπνεύστηκε από ένα καλάθι που βρισκόταν στον τάφο ενός κοριτσιού στην Κόρινθο. Το καλάθι, όπου ήταν τοποθετημένα τα παιχνίδια της, σκεπαζόταν από μία τετράγωνη πλάκα. Γύρω από το καλάθι είχαν φυτρώσει άκανθοι ακολουθώντας το σχήμα του. Έτσι γεννήθηκε το κορινθιακό κιονόκρανο σύμφωνα με τον μύθο. Ο πρώτος γνωστός Κορινθιακός κίονας βρισκόταν στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα (περ. 420 π.χ.) στις Βάσσες Φιγαλείας που χτίστηκε από τον Ικτίνο, αρχιτέκτονα του Κιονόκρανο κορινθιακού ρυθμού Παρθενώνα. Ο κίονας αυτός, βρισκόταν στο κέντρο της νότιας πλευράς της εσωτερικής κιονοστοιχίας του ναού. Πιθανότατα επρόκειτο για μία συμβολική απεικόνιση του ίδιου του Απόλλωνα, κάτι το οποίο δεν είναι πρωτοφανές. Ο Κορινθιακός ρυθμός χρησιμοποιήθηκε σπάνια από Έλληνες, ενώ μεγάλη χρήση του παρατηρείται στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Στην Αθήνα, εξαιρετικό δείγμα Κορινθιακού ναού, αποτελεί ο Ναός του Ολυμπίου Διός (Ολυμπιείον) το οποίο αποπεράτωσε ο αυτοκράτορας ο Ανδριανός το 130μ.Χ. Οι εικόνες του κεφαλαίου προέρχονται από τα βιβλία Εικαστικά - Α γυμνασίου και Ιστορία του αρχαίου κόσμου - Α τάξης ενιαίου λυκείου 18
ΣΤ. ΤΑ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ Κάτοψη της Ακρόπολης Σχεδιαστική αναπαράσταση της Ακρόπολης 19
Ι Προπαρθενών Ι. ΙΙ Προπαρθενών ΙΙ. ΙΙΙ. Παρθενών Κάτω: Κάτοψη του κλασσικού Παρθενώνα. Η ανατολική όψη του Παρθενώνα 20